manstredin Posted January 22, 2010 Share Posted January 22, 2010 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Βάγια Ψευτάκη Είδος: φαντασία με μια δόση τρόμου Βία; Ναι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων:2117 Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: Θα έλεγα πως είναι λίγο πιο σκληρή από τις υπόλοιπες ιστορίες της Ενυδρίας. Ένας Κήπος Στο Κεφάλι Μου Τα πλάσματα του τόπου αυτού, που εδώ γεννιούνται, αναπνέουν, κατοικούν και πεθαίνουν, έχουν σώματα γυμνά και τόσο γκρίζα, που δεν μπορεί κανείς εύκολα να τα ξεχωρίσει από τους γκρίζους βράχους που πνίγουν το τοπίο. Η μονοτονία του σπάει από μικρά χρωματιστά μπαλώματα εδώ κι εκεί, μπουκέτα ποικιλόμορφα να χορταίνουν κάπως την πεινασμένη ματιά του άτυχου ταξιδιώτη. Βλέπετε, τα πλάσματα αυτά, για τα οποία ο κόσμος εδώ δεν μιλάει, δεν έχουν φυσιολογικό κεφάλι, όπως το εννοούμε όλοι εμείς οι υπόλοιποι. Έχουν σαγόνι, έχουν χείλη, έχουν μάγουλα και μύτη, μα από τους κροτάφους και πάνω, απ’ εκεί απ’ όπου θα έπρεπε να ξεκινούν τα μάτια, έχουν ένα μικρό ιδιωτικό κήπο. Λουλούδια φυτρώνουν απ’ το λειψό τους κεφάλι, πολύχρωμα κι ευωδιαστά, τόσο έντονα που σου πονάνε τα μάτια και σου σπάνε τη μύτη. Κι όλα τους είναι διαφορετικά, παράξενα, σαγηνευτικά. Αυτά τα πλάσματα, τα όμορφα και μαζί αποκρουστικά, κανείς δεν είναι σίγουρος αν έχουν εγκέφαλο ή αν στην θέση του υπάρχει κοπριά, μα πιστέψτε με, μπορεί μάτια να μην έχουν, αλλά δεν είναι τυφλά. Λέγεται πως έχουν και λαλιά, μόνο που κανείς ποτέ δεν την έχει ακούσει για να πει με σιγουριά. «Εγώ θα σε λέω Ματίλντα», είπε το μικρό κορίτσι στο πλάσμα με τα λιλά και γαλάζια λουλούδια που έχασκε ακίνητο μπροστά του. Το στόμα μισάνοιχτο, τα χείλη σκασμένα, οι αγκώνες λυγισμένοι κι οι παλάμες κρεμασμένες, σαν μαριονέτα που κοπήκανε τα σχοινιά. «Αφού δε μου λες το όνομά σου, πρέπει να σου βρω εγώ ένα. Δεν είναι ευγενικό να μιλάω με κάποια που δεν ξέρω ούτε καν το όνομά της». Το μικρό κορίτσι έτεινε το χέρι του για χειραψία, αλλά το πλάσμα, η Ματίλντα, δεν κουνήθηκε. «Ματίλντα, εσύ θα είσαι η καινούρια μου φίλη. Δεν έχω κανέναν άλλον εδώ. Ίσως να μπορείς να με βοηθήσεις, να βρω έναν δρόμο μες στα βουνά, να φύγω. Θέλω να πάω σπίτι μου», το κορίτσι κόμπιασε λίγο για να δει αν θα αντιδράσει, μα συνέχισε μετά από λίγες στιγμές απογοητευμένη, «Εμένα με λένε Αισία. Μένω στη Νεζ Ροζ, στην άκρη της ερήμου. Είναι μεγάλη πόλη». Το κορίτσι σώπασε για λίγες στιγμές και ζύγισε την καινούρια της φίλη. Έπειτα άπλωσε το χεράκι της διστακτικά να κόψει ένα λιλιπούτειο μοβ λουλούδι, αλλά το πλάσμα τινάχτηκε απότομα προς τα πίσω, και τα μάτια της Αισίας βούρκωσαν απ’ το παράπονο. «Ματίλντα, έχω χαθεί. Το σπίτι μου είναι πολύ μακριά, πάνω σε ένα ξανθό λοφάκι στην έρημο της Νεζ Ροζ, την έχεις ακουστά;» επανέλαβε με φωνή ραγισμένη. «Είναι πολύ όμορφο μέρος. Είχα πολλούς φίλους εκεί, που με αγαπούσαν». Σούφρωσε λυπημένη τα φρύδια της, και το ροδαλό προσωπάκι της άρχισε να χλομιάζει, να στραγγίζει και ν’ ασπρίζει σα χλωρίνη σε πανί. «Τώρα, έχω μόνο εσένα», μουρμούρισε θλιμμένα, και με τα ακροδάχτυλά της άγγιξε το χέρι της Ματίλντα. «Είσαι πολύ κρύα». Η Αισία, δεν είχε χάσει κάθε ελπίδα με τη Ματίλντα, αλλά σίγουρα είχε απογοητευτεί αρκετά. Ποτέ της δεν είχε γνωρίσει κάποιον τόσο αμίλητο και αφιλόξενο. Προσπάθησε να διώξει τις ζοφερές σκέψεις απ’ το μυαλουδάκι της, και τα ήσυχα χρόνια που είχε ζήσει στην πόλη δίπλα στην Έρημο της Νεζ Ροζ, την βοήθησαν να δει την περιπέτειά της σαν μια ευκαιρία, ας πούμε, να γνωρίσει τον κόσμο πιο σφαιρικά. «Ναι, έτσι πρέπει να το βλέπω», μονολόγησε κουνώντας το κεφάλι κι άφησε το χέρι της Ματίλντα. Σηκώθηκε και απομακρύνθηκε χοροπηδηχτά προς έναν μεγάλο βράχο που σχεδόν έκρυβε τον ήλιο. Μα δεν είδε, πως μόλις γύρισε την πλάτη, η Ματίλντα ανοιγόκλεισε τα ρουθούνια κι έγλειψε λαίμαργα τα ξερά της χείλη. Κι έπειτα, κουτσά-στραβά, σαν στρατιωτάκι που δεν κουρδίστηκε σωστά, κατέβηκε τον λόφο και χάθηκε πίσω από τους γκρίζους όγκους. Η Αισία, εν τω μεταξύ, ήταν πολύ απασχολημένη. Είχε βρει ένα κίτρινο λουλούδι στην σκιά ενός θεόρατου βράχου και ζύγιζε αν έπρεπε να το κόψει και να το βάλει στα μαλλιά της για να μοιάζει έστω και λίγο στην καινούρια της φίλη. Ίσως έτσι να της μιλούσε. Το λουλούδι όμως ήταν ένα μονάχο και δεν της πήγαινε η καρδιά να το κόψει. Ξάπλωσε δίπλα του, παρά το νοτισμένο χορτάρι που τη μούσκευε, κι αναστέναξε ξανά και ξανά. Θυμήθηκε το σπίτι της, το στρογγυλό τους τζάκι που έκαιγε στη μέση της σάλας, θρέφοντάς την με ζεστασιά. Θυμήθηκε τότε που είχε ένα καταφύγιο να κρυφτεί όταν ένιωθε πως κάποιοι συμμαθητές της στο σχολείο την κορόιδευαν πίσω από την πλάτη της γιατί δεν είχε ακόμα βαφτιστεί την ιδιότητά της. Ένα καταφύγιο, σκέφτηκε, και τότε μόνο συνειδητοποίησε πόσο κουρασμένη ένιωθε. Τα χέρια της ήταν βρώμικα απ’ το χώμα και τα παπούτσια της υγρά και λασπωμένα. Τα μαλλιά της, ένα συνονθύλευμα ανοιχτόχρωμων κόμπων, κρέμονταν πλάι στα μάτια της. Και μύριζε, πόσο άσχημα μύριζε. Με το ζόρι άντεχε την δυσωδία της απλυσιάς. Τα μάτια της βούρκωσαν, σαν φουσκοθαλασσιά από ξαφνικό μπουρίνι. Δεν είχε χύσει ούτε ένα δάκρυ από τότε που την πήρε μακριά απ’ το σπίτι της εκείνο το αλλόκοτο τσίρκο. Πόση εντύπωση της είχε κάνει όταν είχε πρωτοέρθει στην πόλη! Πόσο είχε παρακαλέσει τη μαμά της να την πάει κι εκείνη να δει την παράστασή του με τους ακροβάτες και το λιοντάρι και τους ψύλλους και τις ανήμερες γάτες. Το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να κερδίσει μια ξεγυρισμένη τιμωρία. Η μαμά της της έλεγε πως ζούσαν σ’ επικίνδυνους καιρούς και πως καλά θα έκανε να είναι ευχαριστημένη που εξακολουθούσε να την στέλνει στο σχολείο. Η Αισία κούνησε αόριστα το κεφάλι της στην ανάμνηση. Πόσο υπέροχα είχε νιώσει όταν κατάφερε να ξεγλιστρήσει από το παράθυρο της κουζίνας και να πάει στο πανηγύρι που είχε στήσει το τσίρκο στην αλάνα που χώριζε το σπίτι της από την Έρημο της Νεζ Ροζ. Είχε λεφτά για το εισιτήριο, τα μάζευε καιρό για κάποια ειδική περίσταση που θα προέκυπτε ξαφνικά. Σε τέτοιο πανηγύρι δεν είχε ξαναπάει ποτέ της. Αν και δεν ήταν ακριβώς όπως το φανταζόταν. Έμοιαζαν όλα τόσο αλλόκοτα! Βατράχια που τα φιλούσαν και μεταμορφώνονταν στη στιγμή σε πρίγκιπες, τεράστιες δεξαμενές με γοργόνες με πράσινες ουρές που φωσφόριζαν, κλόουν που η κόκκινη μύτη τους ήταν αληθινή και κραύγαζαν όλο πόνο και θυμό σε όποιον την τραβούσε για να τη βγάλει, ένα πολύχρωμο λιοντάρι που τραγουδούσε όπερα και στο τέλος καταβρόχθιζε μια ολόκληρη αγελάδα, κι ένας παραμυθάς, ο κύριος Ταφ, με φθαρμένο μακρύ μαύρο παλτό, που μ’ έναν παλιάτσο παρέα για να αναπαριστά τις ιστορίες του, διηγιόταν τα πιο φρικιαστικά πράγματα για τα πιο αθώα πλάσματα. Αυτός ο τελευταίος την τρόμαξε πάρα πολύ κι έτσι αποφάσισε να φύγει. Άργησε πολύ να ακούσει τα ελαφρά βήματα που πατούσαν ακριβώς πάνω στα δικά της. Κι ακόμα όταν συνειδητοποίησε πως κάποιος την ακολουθούσε, δεν τρόμαξε, δεν το ‘βαλε στα πόδια. Σκεφτόταν πως ίσως ήταν ένα από τα υπόλοιπα παιδιά που περιδιάβαιναν στο πανηγύρι και προσπαθούσε να την τρομάξει. Τα παιδικά της χείλη τραβήχτηκαν σε ένα πονηρό χαμόγελο, και την επόμενη στιγμή, έκανε στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, για να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με τον σκανταλιάρη. Αλλά το μόνο που πρόλαβε να δει ήταν ένα ζευγάρι μακριά χέρια να την κουκουλώνουν με ένα τσουβάλι. Θυμόταν πως ήταν τόσο σοκαρισμένη που δεν είχε κατορθώσει ούτε καν να φωνάξει. Η ενοχή τσίμπησε το άδειο της στομάχι. Εκείνη έφταιγε για την κατάντια της, το δίχως άλλο. Αγκάλιασε τα γόνατά της, έτσι όπως ήταν πεσμένη στο πλάι, και αν και προσπάθησε να κρατηθεί, να μην κλάψει, να μην απογοητευτεί, η απόγνωση ξέσπασε σαν κύμα που την σάρωσε. Ρουφούσε με μανία τις μύξες της, πολεμώντας να μην παραδοθεί, σ’ αυτό το συναίσθημα που τόσο αντίθετο ήταν στη φύση της. Παλιά, όταν ζούσε στο σπίτι της, είχε μια υποψία για την ιδιότητά της, αλλά το Όλον δεν αποφάσιζε να τη βαφτίσει. Η μαμά της, της έλεγε πως αυτό συνέβαινε επειδή το Όλον περνούσε δύσκολους καιρούς, κι η Αισία πάντα την καθησύχαζε, της έλεγε πως τα δύσκολα περνάνε, πως όλα είναι προσωρινά εκτός από το συνεχές παρόν που ζούμε, πως το μόνο που μετράει είναι η αισιοδοξία. Και μόλις τα σκέφτηκε όλα αυτά, για άλλη μια φορά, προσπαθώντας να πάρει δύναμη από τον παλιό εαυτό της, ξέσπασε σε κλάματα γοερά, σχεδόν σε ουρλιαχτά, πόσο έξω είχε πέσει τελικά. Ένα απαλό, πολύ απαλό πάτημα ήχησε κοντά της, ένα βήμα πάνω στην κρύα πέτρα. Η Αισία, άκουσε, μα δεν την ένοιαξε. Ένα κλαδάκι έσπασε, κι άλλο βήμα, έπειτα σιωπή, τα δάκρυά της στέρεψαν. Δάγκωσε τα χείλη της για να μην της ξεφύγει κανένας λυγμός, χαράς μήπως ήταν η καινούρια της φίλη, τρόμος μήπως ήταν η καινούρια της εχθρός. Τα μάτια της ανοίξανε διάπλατα, τέντωσε τα αυτιά της, το ξαφνικό ουρλιαχτό του αέρα την θέρισε κι άρχισε να τουρτουρίζει. Έσφιξε τα δόντια της να μην ακουστεί. Ζούφωσε εκεί για λίγο, ανίκανη να προφυλαχτεί, απ’ το αγιάζι, από τα βλέμματα που ένιωθε να της τρυπούν το δέρμα. Μια αστραπή. Νέα ζεστά δάκρυα συναγωνίζονταν στα μάγουλά της. Γύρω της στέκονταν ακίνητες δεκάδες Ματίλντες. Έμοιαζαν με αγάλματα κάποιου παρανοϊκού γλύπτη, έτσι όπως έχασκαν, αλλόκοτες, με τους αγκώνες λυγισμένους σε αφύσικες γωνίες, με παλάμες που κρέμονταν άψυχες, με γόνατα λυγισμένα προς τα μέσα και στόματα ανοιχτά σε μια βουβή κραυγή, σαν απύθμενα πηγάδια στεγνά. Σαν όρνεα, νηστικά. Το κορίτσι έτρεμε σύγκορμο, η καρδιά της πήγαινε να σπάσει, έπρεπε κάτι να κάνει αλλιώς ένιωθε πως θα πέθαινε στο λεπτό. Έτσι έκανε αυτό που θεώρησε πιο λογικό. Πρώτα σκέφτηκε, Μπορεί να μη γυρεύουνε κακό, έτσι παράταιρες τις έπλασε το Όλον, ίσως να είναι περίεργες, να θέλουν να βοηθήσουν, ίσως να μου δώσουν φαγητό. Πήρε λίγο θάρρος και μάλωσε τον εαυτό της που είχε αφεθεί να κατακρίνει τις κακόμοιρες Ματίλντες. Στο κάτω-κάτω είναι τυφλές, οι καημένες, ίσως αυτές να χρειάζονται βοήθεια, να θέλουν να της βοηθήσω εγώ. Μάζεψε όλο το θάρρος της και σηκώθηκε, τα γόνατά της λυμένα. Αστραπή. Οι Ματίλντες δεν είχαν κουνηθεί. «Είμαι η Αισία. Γνώρισα μια από ‘σας, είναι φίλη μου, η Ματίλντα». Παραξενεύτηκε από την σταθερότητα της φωνής της. Είχε εκπαιδευτεί καλά στην αρετή της ψυχραιμίας τον τελευταίο καιρό. Σάρωσε με το βλέμμα της τα πλάσματα, μα μέσα στο σκοτάδι δυσκολευόταν να αναγνωρίσει την φίλη της. Δεν ήταν σίγουρη αν θα την αναγνώριζε ούτε κάτω από το φως του ήλιου, που τόσο καιρό είχε να ανατείλει στην Ενυδρία, τόσο πολύ μοιάζανε όλες μεταξύ τους. Ξάφνου αντιλήφθηκε μια θεσπέσια ευωδία. Την αγκάλιαζε από παντού ολόγυρά της, την τύλιγε σ’ ένα μεταξένιο σεντόνι, έκανε τα βλέφαρά της βαριά, έτοιμα να κλείσουν και να βυθιστούν σε μια υπέροχη παρήγορη λήθη. «Θέλω να σας βοηθήσω», κατόρθωσε να αρθρώσει, καθώς ένιωθε το στόμα της να κολλάει, τα μάτια της να κλείνουν, το σώμα της να λυγίζει κάτω απ’ την ταλαιπωρία, το πνεύμα της να σαλπάρει προς την γλυκιά υπόσχεση του λήθαργου. Μόλις το σώμα της παραδόθηκε στην κρύα πέτρα, ακούστηκε ένα βήμα, κι έπειτα άλλο ένα, κι άλλο ένα, όλα παράταιρα, λες τα πόδια των πλασμάτων ήταν το ένα πιο κοντό από τ’ άλλο, συνθέτοντας μια αλλόκοτη μουσική, πέτρα πάνω σε πέτρα, χωρίς ρυθμό, δυσοίωνη, μονότονη, οιωνός φριχτός. Οι Ματίλντες ορμίσανε όλες μαζί, την σηκώσανε στα στραβά τους πέτρινα χέρια και κουβαλητή την πήγανε σ’ ένα διπλανό σπαρμένο χωράφι, που ‘ταν τριγυρισμένο από κοφτερούς βράχους που το κρύβανε. Ένας θησαυρός μέσα στην ασχήμια και στο χάος. Τα λουλούδια στο κεφάλι τους φεγγοβολούσαν ένα αχνό φως, κι η μυρωδιά ξεχυνόταν ολόγυρα σαν αχνός, κολλούσε στο σώμα της σαν θαλασσινό αρμυρό αεράκι. Κάνανε έναν κύκλο γύρω της, πολύ κοντά, στεκόταν από πάνω της. Άστραψε και φώτισε τον χώρο. Το χώμα δεν ήταν σπαρμένο, είχε λαγούμια δεκάδες, τρύπες ανοιγμένες άτακτα, ήταν σκαμμένο. Μια ιαχή έσκισε την οικεία σιωπή. Μια κραυγή μεταλλική, αντήχησε πέρα ως πέρα στην κοιλάδα, τα πέταλα των λουλουδιών σάλεψαν, οι πέτρες έτριξαν, η καρδιά της Αισίας έχασε ένα χτύπο, κι ας μην ξύπνησε. Σαν ο αντίλαλος σώπασε, ήταν λες και το σύνθημα δόθηκε, κι η Ματίλντα που είχε ουρλιάξει ξεμάκρυνε απ’ τις άλλες. Στα γόνατα έπεσε κι άρχισε να σκάβει. Μοχθούσε να τελειώσει γρήγορα, βιαζότανε λες και τι είχε να χάσει. Απ’ τον κύκλο, ήχοι ακούγονταν περίεργοι, λες και νυχιές αντάλλαζαν δέκα βουβές γάτες. Δεν πήρε πολύ ώρα, το λαγούμι ήταν έτοιμο. Σηκώθηκε και πήγε προς τις άλλες. Έσπρωξε μερικές που ξερογλείφονταν, σήκωσε το άτσαλό της χέρι, στην καρδιά της Αισίας το έμπηξε κι αμέσως το τράβηξε λες και τραβούσε μαχαίρι. Στη θέα του κόκκινου, όλες οι Ματίλντες στο πι και φι σκορπίσανε. Βουτούσαν στα λαγούμια τους, σπρώχνονταν και έτρεχαν, πέφτανε και γρύλιζαν. Μόλις κι η τελευταία βρήκε μια τρύπα να κρύψει την γύμνια της, η Ματίλντα, στάθηκε πάνω απ’ το λαγούμι που είχε σκάψει. Πέταξε μέσα την καρδιά κι έσκυψε με χώμα να την σκεπάσει. Πάλι άστραψε, το χωράφι είχε ολόγυρα ανθίσει. Το αίμα, κυλούσε, πότιζε την αλλόκοτη αυτή πλάση. Ήρθε βροντή παρέα με δυο-τρεις σταγόνες. Η Ματίλντα, σήκωσε παραξενεμένη το κεφάλι. Λες και τον ουρανό έψαχνε, λες και θυμότανε πως κάποτε είχε μάτια. Έσκυψε κάτω, στο φρέσκο λαγούμι, κι έμοιαζε λες για να δει τα νέα, μικρά-μικρά βλασταράκια. Διψασμένα σκάγανε από τη γη, ανθίζανε λιλά ευωδιαστά λουλουδάκια. Edited January 22, 2010 by manstredin Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted January 24, 2010 Share Posted January 24, 2010 Κάθε φορά που διαβάζω κάποια από τις ιστορίες σου, μένω εντυπωσιασμένη από τη φαντασία που έχουν. Μ' αρέσει πολύ αυτό το εντελώς δικό σου στυλ, με τους δικούς του κανόνες σ' αυτόν τον περίεργο κόσμο. Παρόλο που η συγκεκριμένη ιστορία με στενοχώρησε λίγο -αλλά δεν μπορώ να παραπονεθώ, υπήρχε προειδοποίηση στα σχόλια- τη ρούφηξα μέσα σε λίγα λεπτά και ήταν και πάλι τόσο εκπληκτικά φανταστική! Ένα άλμα στα όρια φαντασίας και τρόμου, πλημμυρισμένο με μεθυστικά αρώματα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest melissoula Posted January 24, 2010 Share Posted January 24, 2010 Λοιπόν προσπάθησα πάρα πολυ να καταλάβω τι έγινε ομως δεν θα επαιρνα κι όρκο ότι κατάλαβα. Νομίζω ότι η Ματίλντα, το λουλουδάτο τέρας εβγαλε την καρδιά του κοριτσιού σωστά; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Drake Ramore Posted January 24, 2010 Share Posted January 24, 2010 Πολύ όμορφος και περίπλοκος κόσμος η ενυδρία! Πολύ όμορφα δοσμένη και η ιστορία της Αισίας κι ας μην είχε αίσιο τέλος. Δεν τρόμαξα πολύ. Σε ένα φανταστικό κόσμο έχω την απαίτηση να συμβαίνουν περίεργα πράγματα. Ζουν και σε επικίνδυνους καιρούς άλλωστε. Ίσως το ότι δεν τρόμαξα να οφείλεται στο κάπως "αισιόδοξο" μήνυμα πως απο τον θάνατο αναβλύζει ζωή. Ειδικά ίσως επειδή το κάνεις να φαίνεται σαν τελετουργικό, σαν θυσία. Εξάλλου η τροφική αλυσίδα και το αίσθημα της επιβίωσης και της διαιώνισης του είδους είναι διαφορετικό στα μάτια του κάθε πλάσματος. Μου άρεσε, αν και η αφήγηση έχει κάπως περισσότερες περιγραφές και καλολογικά στοιχεία από όσα θα ήθελα. Αλλά αυτό επαφίεται στον τρόπο γραφής του καθενός οπότε δεν είναι απαραίτητα κάτι κακό. Υπάρχουν αναγνώστες που επιζητούν αυτό ακριβώς. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
manstredin Posted January 26, 2010 Author Share Posted January 26, 2010 Παιδιά σας ευχαριστώ για τον χρόνο σας καθώς και για τα σχόλια! Tiessa: Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, όταν ακούω κάτι τέτοιο από εσένα με πιάνουν οι ντροπές μου. Melissoula: Ναι, είναι αυτό που κατάλαβες. Το λουλουδάτο τέρας λοιπόν, βγάζει την καρδιά της. την φυτεύει και στην θέση της φυτρώνουν λουλουδάκια, υπονοώντας πως από κάτω έχει γεννηθεί άλλο ένα τέτοιο πλάσμα από την καρδιά του κοριτσιού και ποτισμένο με το αίμα της ανάμεικτο με την βροχή. Λυπάμαι, αν χρειάστηκες να προσπαθήσεις πολύ για να βγάλεις άκρη, χμμ, κάτι λέει αυτό και πρέπει να το κοιτάξω. Επίσης, please, αν μπορείς να βάζεις τέτοια σχόλια σε spoiler γιατί στην ουσία έδωσες το τέλος^_^. Drake: Έδωσες μια πτυχή που, αν κι εγώ το έγραψα δεν την πήρα πρέφα... Με εξέπληξε ευχάριστα που το βρήκες αισιόδοξο (το μύνημα) καθώς το είδες από την οπτική του κύκλου της ζωής. Όσο για την αφήγηση, κι εμένα με προβλημάτισε που είχε πολλές αναδρομές στο παρελθόν, που δεν προωθούσαν ακριβώς την πλοκή, αλλά έριχναν λίγο φως στο χαρακτήρα. Ξαναδιαβάζοντας την ιστορία, προσπαθώντας να αποστασιοποιηθώ, βλέπω ότι σκοπό είχα την επίκληση στο συναίσθημα και ίσως εκεί να φλυάρισα παραπάνω από όσο θα έπρεπε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest melissoula Posted January 26, 2010 Share Posted January 26, 2010 Μου φαίνεται ή είναι ενα οικολογικό διήγημα τρόμου; Δηλαδή η Ματίλντα δε θέλει να γίνει φίλη με την Αισία, γιατί η Αισία κατάγεται από τον τόπο όπου οι άνθρωποι τα έχουν ρημάξει όλα. Ομως εκτιμάει κάτι απάνω της αυτό που η Αισία ίσως διαισθητικά αντιλαμβάνεται σαν φιλία εκ μέρους της Ματίλντας και γι'αυτό το λέει και το ξαναλέει σε όλο το διήγημα, ότι είναι φίλη της. Η "εκτίμηση" ας το πουμε έτσι της Ματίλντας φαίνεται στο ότι οδηγεί την Αισία στον τόπο της που είναι σαν όαση, όπου μάλλον μόνο όσοι διαλέγονται πηγαίνουη. Κι εκεί θα μυηθεί μέσα από την ιεροτελεστία όπου θα χάσει την ανθρώπινη καρδιά της και το αίμα της θα φτιάξει μια καινουργια λουλουδένια; Σαν να λέει το διήγημα ότι δεν πρόκειται για φόνο αλλα για μια χαριστική αναγέννηση στην οποία δικαίωμα έχουν μόνο οι άνθρωποι με οικολογική συνείδηση (αυτοι δηλαδή που δεν θα φρικάριζαν στην όψη της κάθε Ματίλντας). Που το πήγα τώρα, όμως εμένα αυτό μου πέρασε... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted January 26, 2010 Share Posted January 26, 2010 Έχει όλα τα υλικά που χρησιμοποιείς στα παραμύθια σου, φρίκη, αίμα, δυσωδία αλλά και ονειρική ατμόσφαιρα. Το στυλ σου μου αρέσει πολύ, το βρίσκω πρωτότυπο και μοναδικό κι αυτό νομίζω πως είναι πολύ δυνατό στοιχείο. Από τις ωραίες σου ιστορίες στην Ενυδρία. Ωστόσο βρήκα το φλασμπακ αχρείαστο, τόσο η θέση του, όσο και η έκτασή του. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
KELAINO Posted January 26, 2010 Share Posted January 26, 2010 Ατμοσφαιρική και ιδιαίτερη, όπως κάθε Ενυδριακή ιστορία. Εκείνη η παράγραφος με το πανηγύρι του τσίρκου είναι απόλαυστική, καλπάζουσα φαντασία. Σκάλωσα κάπως σε κείνο το σημείο που το πρόσωπο του κοριτσιού ασπρίζει "σα χλωρίνη σε πανί". Μήπως σαν πανί σε χλωρίνη; Επίσης, προς το τέλος πέφτουν τα υπερβατικά σχήματα κάπως μαζεμένα. Δε θα πείραζε αν ήταν απλωμένα σε όλο το κείμενο, έτσι ώστε να αποτελούν κομμάτι της ατμόσφαιράς του και να τα συνηθίσει ο αναγνώστης, αλλά έτσι που εμφανίζονται ξαφνικά εκτροχιάζουν κάπως την ανάγνωση. Σα δηλωμένη φαν της Ενυδρίας πάντως, δεν απογοητεύτηκα διόλου! Αδημονώ ήδη για την επόμενη.. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted January 28, 2010 Share Posted January 28, 2010 Manstredin, εδώ φαίνεται καθαρά η ενδιαφέρουσα δουλειά σου. Αυτή η ιστορία δεν με άγγιξε καθόλου, και τη διάβασα μόνο για τις εικόνες, που ήταν ξεχωριστές και με χαρακτήρα. Θέλω να πω, δεν με ταξίδεψε, δεν με απορρόφησε. Αυτό, αν τη δούμε αυτόνομα, σαν ένα παραμύθι ξεκρέμαστο. Αν όμως λάβουμε υπόψη μας όλο τον κόσμο που έχεις χτίσει, και θυμηθούμε τι έχουμε διαβάσει μέχρι τώρα, καταλαβαίνουμε πόσο πολυεπίπεδος κόσμος είναι αυτός, και αναρωτιόμαστε για το τι κρύβει ακόμα. Αυτό το παραμύθι, για 'μένα, προσθέτει στην εικόνα του συνόλου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
manstredin Posted January 30, 2010 Author Share Posted January 30, 2010 Solonor, ευχαριστώ για τα σχόλια, κι εγώ βλέπω πως το φλάσμπακ δεν λειτούργησε όπως θα ήθελα. ΚΕLAINO, ευχαριστώ για την επισήμανση με τα υπερβατικά σχήματα, είναι κάτι που πρέπει να προσέχω γιατί όσο προχωράει η ιστορία παρασύρομαι. Χμμ, άλλο ένα πράγμα που θα είχε αποφευχθεί με την παραπάνω επιμέλεια. Cassandra, βρίσκω πολύ εύστοχο το σχόλιό σου. Σαν παραμύθι χωρίς το προηγούμενο πλαίσιο της Ενυδρίας, θεωρώ κι εγώ πως δεν θα λειτουργούσε τόσο καλά. Σας ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο και για τα σχόλιά σας! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted February 2, 2010 Share Posted February 2, 2010 Δεν κατάλαβα πολλά. Ίσως το μυαλό μου να έχει γίνει τσίχλα από το πολύ διάβασμα τις τελευταίες μέρες, πάντως αλήθεια δεν μπόρεσα να μπω στην πλοκή της. Σαν να μην πήγαινε πουθενά/αποσκοπούσε σε κάτι, πέρα από την έντονη ατμόσφαιρα που δίχως αμφιβολία κουβαλάει. Ο λόγος ήταν πολύ καλός, αν και δεν θα με χάλαγε και κάνα ‘και’ που και που. ’Δάγκωσε τα χείλη της για να μην της ξεφύγει κανένας λυγμός, χαράς μήπως ήταν η καινούρια της φίλη, τρόμος μήπως ήταν η καινούρια της εχθρός.’ -Δεν την έχει δει ως εχθρό τόση ώρα, γιατί έτσι ξαφνικά; ’Άστραψε και φώτισε τον χώρο.’ -Δε με χάλαγε και το ‘φωτίστηκε ο χώρος’ -Τούτο το σχόλιο που ακολουθεί το έγραψα πριν δω το ποστ της KELAINO, αλλά, ως άσχετος, δεν ξέρω τι είναι το υπερβατικό σχήμα, κι έτσι δεν ξέρω αν λέω κάτι διαφορετικό ή απλά επαναλαμβάνω με άλλο τρόπο τα λόγια της. Όπως και να έχει... ορίστε τι σημείωσα: ''Προς το φινάλε, ο ρυθμός μου κόπηκε από ένα κρεσέντο φράσεων που οι λέξεις τους θα με βόλευαν σε άλλη θέση. Εξηγούμαι: *Στα γόνατα έπεσε κι άρχισε να σκάβει. *Απ’ τον κύκλο, ήχοι ακούγονταν περίεργοι, *λες και νυχιές αντάλλαζαν δέκα βουβές γάτες. *στην καρδιά της Αισίας το έμπηξε *όλες οι Ματίλντες στο πι και φι σκορπίσανε *κι έσκυψε με χώμα να την σκεπάσει. *Λες και τον ουρανό έψαχνε Το περίεργο είναι πως όλα είναι συγκεντρωμένα στις δυο τελευταίες παραγράφους, χωρίς να εμφανίζονται πιο νωρίς. Δεν έχω πρόβλημα μ’ αυτά κανονικά, αλλά έπαιξε συνωστισμος.'' Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Electroscribe Posted February 3, 2010 Share Posted February 3, 2010 Νομίζω η ιστορία της Ενυδρίας με την καλύτερη "σκηνοθετική" άποψη, με τον κύκλο γύρω από το πεσμένο σώμα και τις αστραπές, το παράδοξο πλάσμα στο οποίο ο πρωταγωνιστής οδηγήθηκε από ένα τσίρκο γεμάτο με άλλα περίεργα πλάσματα, την έρημο και τα βράχια. Το flashback δε με χάλασε, αλλά το βρήκα κάπως λειψό μιας και δε λέει πώς έφτασε από το σακί στο συγκεκριμένο μέρος η Αισία. Το φινάλε το κατάλαβα σωστά (το είχα προβλέψει, για να είμαι ακριβής, από αρκετά νωρίτερα), αλλά θα το ήθελα λίγο πιο σαφές. Επί της γραφής, τα σχόλια στο αρχείο. manstredin - Ένας κήπος στο κεφάλι μου.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
manstredin Posted February 27, 2010 Author Share Posted February 27, 2010 Ναι, έχετε δίκιο που μιλάτε για τα συγκεντρωμένα υπερβατικά σχήματα προς το τέλος. Για να είμαι ειλικρηνής, το πρόσεξα αφού μου το επισημάνετε και φυσικά σας ευχαριστώ πολύ για αυτό! Επίσης, κι εγώ πιστεύω ότι το τέλος θα μπορούσε να γίνει πιο σαφές, αν και ακόμα δεν είμαι σίγουρη ακριβώς γιατί φοβάμαι μήπως παραφορτώσω την εικόνα με περαιτέρω εξηγήσεις, αλλά σίγουρα χρειάζεται μια κάποια δουλειά. Ευχαριστώ πολύ για τον κόπο και τα σχόλια (έστω και καθυστερημένα χεμ χεμ)!!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.