Katerina Baou Posted February 19, 2010 Share Posted February 19, 2010 Όνομα Συγγραφέα: Κατερίνα Μπάου Είδος: Φαντασία Βία; Ναι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων: περίπου 4900 Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: Την έγραψα το Καλοκαίρι εμπνευσμένη από τις "περιπέτειες" ενός φίλου μου. Ελπίζω να σας αρέσει! Καθρέφτη, Καθρεφτάκι μου Η πρώτη τους συνάντηση έγινε μεσημέρι. Εκείνη κρατούσε τις σακούλες με τα ψώνια από το σουπερμάρκετ κι εκείνος το βυζί της νέας του γκόμενας. Σχεδόν δεν θα την πρόσεχε, έτσι απορροφημένος που ήταν με τη θέα, αν δεν της έπεφτε μπροστά του το πορτοφόλι της ταυτόχρονα με το καπέλο της την ώρα που έσκυβε για να το μαζέψει. Τινάχτηκε λιγάκι και χαμογέλασε ένοχα σαν να τον είχε πιάσει η μάνα του να κλέβει καραμέλες από το βάζο της κουζίνας. Έπειτα άφησε το χέρι του να πέσει από το επιθυμητό σημείο όπου είχε αγκιστρωθεί το τελευταίο τέταρτο και έγειρε το κεφάλι του για να παρατηρήσει καλύτερα το θέαμα της πρώην που πάλευε να στερεώσει το καπέλο της μαζί με την αξιοπρέπειά της ξανά στο κεφάλι της. Ήταν αυτό το βλέμμα το γλυκανάλατα συγκαταβατικό, αυτό το ‘χαίρομαι τόσο πολύ που είσαι καλά, νόμιζα ότι ήσουν ράκος αφότου σε κεράτωσα και σε χώρισα’, που την έκανε να καθηλωθεί για μια στιγμή στη θέση της. Τον μίσησα. Ένιωθε λες και ο κόσμος γύριζε σαν σβούρα γύρω από εκείνη, τον πρώην και την γκόμενα. Κι έπειτα η εικόνα πάγωσε ξανά πάνω τους σαν φωτογραφία και ένα εκκωφαντικό κρακ γέμισε το μυαλό της. Κάτι έσπασε. Κάποια χορδή που συγκρατούσε τα νεύρα της εκτινάχτηκε μακριά και ο κόσμος ανάσανε και πάλι και τα δευτερόλεπτα κύλησαν κανονικά. Έκανε δυο βήματα αναποφάσιστη. Να του μιλήσει; Ναι μην του μιλήσει; Να το παίξει αδιάφορη; Να κάνει την υπεράνω; Ίσως και να διάλεγε μια απ’ αυτές τις λύσεις στο αιώνιο πρόβλημα αντιμετώπισης των πρώην, αν δεν υπήρχε εκείνη, η καινούργια, δίπλα του. Έμοιαζε με φωταγωγημένο μοντέλο έτσι που κρυβόταν πίσω από τα ξανθά μαλλιά και τα τεράστια γυαλιά αλά Τζάκι Κένεντι. Ω, ναι, ήταν εντυπωσιακή. Τόσο όμορφη όσο η ίδια δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ. Δεν ήταν το τσαλαπατημένο εγώ της που μιλούσε αλλά ο καθρέφτης. Αυτή η κοπέλα που κρεμόταν από το χέρι του αγοριού της ήταν αντιστρόφως ανάλογη με τον εαυτό της. Η σπασμένη χορδή μέσα της άρχισε να ταλαντεύεται αργά στην αρχή, έπειτα πιο γρήγορα παράγοντας έναν ήχο σχεδόν καταστροφικό, μια θύελλα. Ήταν μόλις μια στιγμή αυτές οι σκέψεις, αλλά θα ορκιζόταν ότι το πέρασμά της δίπλα του διάρκεσε αιώνες. Θα μπορούσε ακόμη και να σταθεί για να απομνημονεύσει ακόμα μια φορά τις αναλογίες του κάποτε τόσο αγαπημένου προσώπου του. Τελικά τον προσπέρασε χωρίς να πει λέξη με τις σκέψεις να τρυπάνε οδυνηρά το κρανίο της. Σπίτι. Τα πατζούρια κατεβασμένα να μην μπαίνει ο ήλιος. Το κρεβάτι ξέστρωτο. Τα πιάτα άπλυτα στο νεροχύτη για μέρες. Σκατά. Άφησε τις σακούλες χωρίς να βάλει τα πράγματα στο ψυγείο και σωριάστηκε στον καναπέ. Ήθελε να κλάψει μα δεν μπορούσε. Δεν ήταν δυνατόν να βγει μόνο με δάκρυα όλη αυτή η οργή που έλιωνε τα σωθικά της. Αν συνέβαινε αυτό θα έκλαιγε φωτιά και ερέβη. Όλο της το είναι είχε γίνει ένα σημείο στο στήθος της που πύρωνε λεπτό το λεπτό όλο και περισσότερο. Κάτι καυτό και σκοτεινό ανάβλυσε από μέσα της, μέσα από κείνη τη σπασμένη χορδή και τη γέμισε έτσι όπως δεν την είχε γεμίσει ποτέ ξανά άλλο συναίσθημα. Έκανε το σώμα της άκαμπτο και τους παλμούς της σφυροκοπάνε τα μηλίγγια της ασταμάτητα μέχρι που νόμισε ότι ήταν στην αρχή της τρέλας. Είχε κλάψει πολύ στις αρχές μετά το τηλεφώνημά του. Τον είχε παρακαλέσει, τον είχε βρίσει, είχε προσπαθήσει να τον μεταπείσει με κάθε τρόπο αλλά ήταν σαν να μιλούσε στο τοίχο. Ο οίκτος του είχε ισοπεδώσει κάθε ίχνος περηφάνιας μέσα της. Και τώρα, ξαφνικά τον έβλεπε μπροστά της. Ήταν η συνάντηση που έτρεμε και είχε συμβεί έτσι ακριβώς όπως φοβόταν. Όχι δεν ήταν όμορφη σαν την ξανθιά οπτασία που είχε στο πλάι του. Δεν είχε ούτε τα απαλά μαλλιά της, ούτε τα λεπτά της πόδια, ούτε καν το στυλ. Αυτή ήταν μία συνηθισμένη ύπαρξη, η αχνή φιγούρα στο βάθος της εικόνας. Αλλά τον αγαπούσε. Αυτό δεν μετράει καθόλου; Τον αγαπούσε πολύ, ακόμα. Ο πόνος στο κεφάλι της διπλασιάστηκε και απλώθηκε στο κορμί της σε κύματα. Ένιωσε τα άκρα της να παγώνουν και να ζεσταίνονται και το στόμα της ξεράθηκε από το φόβο. Σκέφτηκε ότι έπρεπε να τηλεφωνήσει σε κάποιον, στο νοσοκομείο, ίσως πάθαινε κρίση – πεθαίνει κανείς από το μίσος άραγε; - αλλά μόλις που άγγιξε το ακουστικό, οι κινήσεις ακόμα κι η ανάσα της έγιναν οδυνηρές κι ανυπόφορες. ‘Βοήθεια’ έσκουξε κι ύστερα κατάλαβε ότι δεν είχε φωνάξει, πως θα μπορούσε άλλωστε, η κραυγή της είχε ακουστεί μονάχα στο μυαλό της. Σωριάστηκε στο πάτωμα και την έπιασαν σπασμοί, τα χέρια και τα πόδια της έτρεμαν και τινάζονταν ανεξέλεγκτα, τα δόντια της είχαν σφιχτεί γύρω απ’ τη γλώσσα της, τα μάτια της ήταν έτοιμα να πεταχτούν απ’ τις κόγχες τους σαν κέρματα. Έπειτα λιποθύμησε. Όταν ξύπνησε ήταν σκοτάδι και οι φωτεινοί δείκτες του ρολογιού στον τοίχο έδειχναν 11 και δέκα το βράδυ. Αισθανόταν το κεφάλι της βαρύ αλλά ο πόνος είχε φύγει κι η χορδή μέσα της ανέμιζε χωρίς όμως να κάνει εκείνον τον απαίσιο θόρυβο. Σηκώθηκε και τέντωσε το κορμί της. Ένιωθε ξεκούραστη σαν να είχε κάνει τον καλύτερο ύπνο γεγονός που τη γέμισε απορίες. Δεν θυμόταν να έχει κοιμηθεί στο πάτωμα άλλη φορά και να νιώθει τέτοια ευεξία. Ακόμη και η δυστυχία της έμοιαζε με θολή ανάμνηση, σαν κάτι που πέρασε και πάει έγιανε πια δίχως ν’ αφήσει σημάδι. Σκέφτηκε ότι το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να φάει κάτι και να ξαπλώσει πάλι να κοιμηθεί μέχρι να ξημερώσει. Με το πρώτο βήμα που έκανε ωστόσο κοκάλωσε καθώς κάτω απ’ το πέλμα της αισθάνθηκε ότι υπήρχε κάτι που δεν έπρεπε να υπάρχει. Κάτι που βούιζε και κουνιόταν. Κάτι που ήταν ζωντανό. Ακόμη. Η καρδιά της κόντευε να σπάσει την ώρα που έσκυβε από πάνω του για να δει τι είναι. Το σκοτάδι έκρυβε σχεδόν τα πάντα έτσι που μόνο αόριστα σχήματα μπορούσε να διακρίνει. Όπως και να ‘χει, το σχήμα του ήταν απροσδιόριστο γιατί φαινόταν πως ήταν κουκουλωμένο με κάτι που το κάλυπτε τελείως. Η ιδέα ενός ζωντανού πλάσματος φυλακισμένου σε κάποιο είδος σάκου μέσα στο σπίτι της της φάνηκε αρρωστημένη και ταυτόχρονα απίθανη. Το στομάχι της όμως γουργούρισε δυνατά ενάντια σε όλους τους κανόνες που της υπέδειχναν ότι έπρεπε να φοβάται και να είναι προσεχτική. Το πλάσμα βούιξε ξανά καθώς το πασπάτευε με τα χέρια της και άρχισε να κουνιέται. Μαζί του άρχισε να κουνιέται κι εκείνη. Ενστικτωδώς πιάστηκε από αυτό που μέχρι πριν από λίγα δευτερόλεπτα νόμιζε ότι ήταν το πάτωμα. Δεν ήταν στέρεο ούτε κρύο. Αντίθετα η υφή του ήταν κολλώδης και ευχάριστη. Δεν έμοιαζε με σχοινί ή με σύρμα. Ήταν κάτι άλλο, κάτι που έβγαινε από τον ίδιο της τον εαυτό. Αλλιώς πως εξηγούνταν αυτή η οικεία αίσθηση που είχε πιάνοντάς το; Το πλάσμα βούιξε ακόμα μια φορά τραντάζοντας την επιφάνεια στην οποία στέκονταν. Δεν μπορούσε να το δει αλλά αυτή τη φορά δεν χρειαζόταν γιατί ξαφνικά το μύρισε και με το πρώτο μόριο της οσμής του αισθάνθηκε τα πάντα μέσα της να ξυπνάνε για τα καλά. Χωρίς καν να το σκεφτεί όρμησε κατά πάνω του ισορροπώντας επιδέξια στο κολλώδες νήμα και βύθισε τα δόντια της πάνω του ρουφώντας και καταπίνοντας ασυγκράτητα μέχρι που το πλάσμα έπαψε να κινείται. Ύστερα ήρθε το φως της μέρας. Απότομα, ή έτσι τουλάχιστον της φάνηκε. Τρύπωσε κάτω από τις χαραμάδες και φώτισε αχνά το χώρο. Το ύψος την ξάφνιασε. Το ίδιο και τα μεγέθη. Τα μάτια της έμοιαζε αδύνατο να συλλάβουν το περιβάλλον γύρω της. Θόλωναν. Η αλλαγή στην όρασή της ωστόσο δεν την εμπόδισε από το να συνειδητοποιήσει ότι βρισκόταν σε μια χώρα γιγάντων. Το ψυγείο της φάνηκε τόσο ψηλό όσο και μια δεκαώροφη πολυκατοικία ενώ ο καναπές όπου είχε καταρρεύσει το προηγούμενο βράδυ έδειχνε μεγαλύτερος από γήπεδο ποδοσφαίρου. Η χορδή μέσα της ταλαντεύτηκε ανήσυχα περιμένοντας το έναυσμα για ένα ακόμη κρεσέντο. Τρέμοντας στράφηκε σε ό,τι είχε απομείνει από το γεύμα της. Δεν υπήρχαν παρά τα φτερά και η μύτη, όλο το υπόλοιπο ήταν απλώς μια άμορφη μάζα από ζελατινώδες λευκό υλικό. Ένα υλικό πάνω στο οποίο στήριζε όλο το βάρος του κορμιού της και παρόλα αυτά δεν έσπαγε αλλά την κρατούσε ψηλά, στον αέρα μαζί με τη λεία της. Πάγωσε. Κι έπειτα, πριν προλάβει να κοντρολάρει το μυαλό της, γεννήθηκε μια τρομερή σκέψη. ‘Ποια είμαι;’. Το ερώτημα φαινόταν απλό γιατί εξακολουθούσε να νιώθει ο εαυτός της. Ταυτόχρονα όμως γνώριζε με φοβερή βεβαιότητα πως κάτι είχε αλλάξει. Κάτι δεν ήταν πια ίδιο. ‘Πρέπει να δω τον εαυτό μου’ σκέφτηκε μετά πανικόβλητη. ‘Πρέπει να με δω για να πειστώ πως είμαι Εγώ ακόμα’. Χρειάστηκε να πηδήσει στο πάτωμα από τη θέση που βρισκόταν και να τρέξει στο δωμάτιό της φοβισμένη από τον όγκο των πραγμάτων που την κύκλωναν. Εκεί ήταν ασφαλής. Το σκοτάδι ήταν πιο πυκνό λόγω του κλειστού παραθύρου. Ηλιαχτίδες σχημάτιζαν μικρά τετράγωνα φωτός στο πάτωμα καθώς τρύπωναν μέσα από τις γρίλιες. Από το κρεβάτι της κρέμονταν τεράστιες λωρίδες λευκού υφάσματος – τα σεντόνια της. Αρπάχτηκε γενναία από εκεί και σκαρφάλωσε προσεχτικά προς τα πάνω. Ήταν εύκολο – τόσο εύκολο ώστε σχεδόν το διασκέδασε. Όταν επιτέλους πάτησε στην κορυφή χωρίς να έχει κουραστεί πραγματικά, κοίταξε κάτω στα πόδια του κρεβατιού. Το ύψος την ξάφνιασε χωρίς ωστόσο να την τρομάξει. Έπειτα όρθωσε τον κορμό της και έψαξε να βρει αυτό για το οποίο είχε έρθει. Ο καθρέφτης ορθωνόταν απέναντί της, τεράστιος σαν ουρανός και ιριδίζων. Η επιφάνειά του θαρρείς τρεμόπαιζε σαν να ‘θελαν τα μυστικά που έκρυβε μέσα στην κοιλιά του να βρουν παραέξω. Προχώρησε βήμα – βήμα ως την άλλη άκρη του κρεβατιού που ήταν παράλληλη με την επιφάνεια του καθρέφτη και κοίταξε βαθιά μέσα στην εικόνα που πρόβαλε απέναντί της. Υπάρχουν μέρη μέσα μας που δεν έχουν δει ποτέ τον ήλιο. Υπάρχουν σημεία που λαχταρούν να ανακαλυφθούν. Όσο πιο πολύ κοιτούσε, τόσο περισσότερο κατανοούσε αυτό που έβλεπε. Και όσο περισσότερο κατανοούσε, τόσο φωτιζόταν το πρόσωπό της, αυτό το πρόσωπο που ποτέ άλλοτε δεν έδειχνε πιο αρμονικό, πιο γαλήνιο. Είδε τον εαυτό της σε χιλιάδες αντανακλάσεις, από τα μάτια της στα μάτια του ειδώλου της και πάλι πίσω. Η έκπληξη που την κατέλαβε ήταν ολοκληρωτική όχι μόνο γιατί δεν αντίκρισε αυτό που φοβόταν αλλά κι επειδή αντίκρισε κάτι που δεν είχε καν υποψιαστεί ότι υπήρχε. Έγειρε μπροστά θαυμάζοντας αυτό που έβλεπε, κουνώντας με δέος τα χέρια, τα πόδια, το κεφάλι της, σαν να ανήκαν σε κάποια μαριονέτα κι όχι στην ίδια. Στην προσπάθειά της να δει οι αισθήσεις της οξύνθηκαν απότομα. Το κεφάλι της κουδούνισε από τους θορύβους και το σπασμωδικό ανοιγοκλείσιμο της κόρης των ματιών της της έφερε ζάλη. Θα μάθαινε σύντομα να τις ελέγχει. Θα μάθαινε πως να κινείται και να τρέφεται, πως να συγχρονίζει τη σκέψη της με τα άκρα της έτσι ώστε να της ανήκει στ’ αλήθεια η νέα αυτή πραγματικότητα. Είχε χρόνο γι’ αυτά. Τώρα το μόνο που ήθελε να κάνει ήταν να κοιταχτεί ξανά και ξανά στον υπέροχο καθρέφτη της. Γέλασε τρανταχτά στο είδωλό της. Επιτέλους! Είμαι εγώ… Στο πρόσωπό της δεν υπήρχε πρόσωπο. Επιτέλους! Είμαι εγώ… Εκεί που ήταν τα χέρια της, τώρα πρόβαλαν πόδια, τέσσερα απ’ τη μια μεριά της και τέσσερα απ’ την άλλη. Επιτέλους! Είμαι εγώ…! Η Αράχνη έκανε έναν κύκλο γύρω από τον εαυτό της, με την άκρη της να στάζει υγρό. Το αντίγραφό της στον καθρέφτη έκανε το ίδιο. Ξαφνικά όλα είχαν αποκτήσει νόημα. Η Αράχνη γέλασε ξανά έπεσε προς τα πίσω. Το κορμί της ξεδιπλώθηκε προς όλες τις κατευθύνσεις και βρέθηκε να κάθεται ανακούρκουδα στις ανθρώπινες διαστάσεις της, με τα μέλη της να πονάνε και τα μάτια της να γυαλίζουν από έξαψη. Ξανά! Τα πόδια της ήταν απλωμένα πάνω στο κρεβάτι και λυγισμένα, έτσι που να σχηματίζουν ένα τρίγωνο. Πάνω σε αυτό το τρίγωνο είχε αφημένο το πιάτο. Έτρωγε κεράσια και τα χείλη της είχαν γίνει κατακόκκινα από τους χυμούς. Άφησε το πιάτο με τα κουκούτσια στο κομοδίνο και πέρασε τους γοφούς της γύρω από τη μέση του. Ο Νέητ σταμάτησε το διάβασμα και έγειρε προς το μέρος της. Του έδωσε το τελευταίο κεράσι και διασκέδασε με την προσπάθειά του να φτύσει το κουκούτσι κατευθείαν στο καλάθι. Έπειτα τον φίλησε και σκούπισε τα κόκκινα σημάδια από την άκρη των χειλιών του. Το δέρμα της ήταν λευκό και λαμπερό. Ούτε ένα τόσο δα σημαδάκι δεν σπίλωνε τα μάγουλά της, γεγονός που έκανε τη μικρή Αράχνη να θυμώσει. Αν αυτή η σκύλα είχε έστω κι ένα ελάττωμα αυτό ήταν ότι δεν είχε ελαττώματα… Τα μάτια της ήταν δυο παγωμένες λίμνες Χειμώνα. Διαπερνούσαν τους πάντες χωρίς οίκτο αλλά όχι τον Καθρέφτη Η μικρή Αράχνη ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Στροβιλίστηκε από πάνω τους γευόμενη ελευθερία και μένος, μα πάνω απ’ όλα μια πρωτόγνωρη αίσθηση ελέγχου. « Πρέπει να διαβάσω ». Ο Νέητ δεν έδειχνε και τόσο αποφασιστικός όταν το έλεγε αυτό. Είχε χώσει το πρόσωπό του στο λαιμό της και το μόνο που υπήρχε εκεί πέρα ήταν σκοτάδι. Έτσι δεν είδε τη μικρή Αράχνη που προσγειώθηκε απαλά πάνω στον ώμο του με κατεύθυνση προς τα πάνω. Τα μικροσκοπικά της ποδαράκια πάτησαν πάνω στο δέρμα του για να πάρουν ώθηση και ξεκίνησαν γενναία για τον προορισμό τους. Μπορούσε να νιώσει το σφυγμό του να ανεβαίνει καθώς τα δάχτυλά του χάιδευαν το πρόσωπό της. Τα ψυχρά της μάτια έκλεισαν. Και τότε, η μικρή Αράχνη έμπηξε τα δόντια της στον εκτεθειμένο του λαιμό όσο πιο βαθιά μπορούσε κι έχυσε το δηλητήριό της, μελανές σταγόνες μίσους μες στις φλέβες του. « Κάτι με τσίμπησε ». Ο Νέητ τινάχτηκε σαν να τον είχε χτυπήσει κεραυνός και το χέρι του έπεσε βαρύ πάνω στο τσίμπημα. Εκείνη ανασηκώθηκε για να τον βοηθήσει. Ένα λεπτό αργότερα άφησε μια τσιρίδα πόνου κι έπιασε την πατούσα της. Ακριβώς στο κέντρο ένα σημαδάκι είχε αρχίσει να αχνοφαίνεται. Λίγες στιγμές αργότερα σταμάτησαν να κινούνται. Δεν τους σκότωσε. Στην αρχή τους νάρκωσε μόνο. Ήταν η δική της ώρα και η κάθε στιγμή από δω και πέρα θα ήταν γλυκιά. Είχε όσο χρόνο ήθελε για να επιτελέσει το σχέδιό της. Βάδισε στο δωμάτιο με την ησυχία της αγνοώντας τα κοιμισμένα κορμιά τους που έστεκαν ξαπλωμένα στην πιο αφύσική στάση – με το πρόσωπο στο στρώμα έτοιμοι να πάθουν ασφυξία, και τα χέρια τους λυγισμένα ανάποδα. Δεν θα την ένοιαζε αν πέθαιναν έτσι απλά λόγω έλλειψης αέρα απλά ο δικός της τρόπος ήταν καλύτερος… Πάνω στο γραφείο του βρήκε μια φωτογραφία τους. Ήταν από κάποια εκδρομή στη θάλασσα. Μαζί δεν είχαν πάει πουθενά τον τελευταίο χρόνο. Πάντα υπήρχε μια δικαιολογία. Για κείνη όμως, την αντίζηλο, είχε δεχτεί να φορέσει ακόμα και το γελοίο καπέλο που του είχε χαρίσει λίγους μήνες πριν. Το δικό της δώρο που τότε το είχε μισήσει τώρα φιγουράριζε στη φωτογραφία σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο… Ο θυμός σκαρφάλωσε στο λαιμό της έτοιμος να καταστρέψει τα πάντα. Χρειάστηκε να κοπιάσει πολύ για να μην ενδώσει. Η χορδή κυμάτισε αργά μες στο κεφάλι της αδημονώντας να επιτελέσει το έργο της. Έκλεισε τα μάτια της και αφέθηκε στο υπέροχο αυτό τρεμούλιασμα με ανακούφιση. Έμοιαζε με κατάδυση στο πιο βαθύ σημείο της ψυχής της. Όταν βγήκε ξανά στην επιφάνεια κι ανάσανε, η ένωση είχε γίνει κι ήταν πάλι ο εαυτός της πιο πολύ από ποτέ. Γλίστρησε ανάμεσα από τα ρούχα τους πλέκοντας με τέχνη τα δίχτυα που θα γίνονταν η φυλακή τους. Όλος ο θυμός της χύθηκε σε αυτή την κίνηση πέρα δώθε θηλιά εδώ κλωστή εκεί μέχρι που τα σώματά τους καλύφθηκαν από ένα λευκό στρώμα ιστού. Όταν πεινούσε έτρωγε τα έντομα που είχαν την ατυχία να κολλήσουν στις παγίδες της κι όταν κουραζόταν σταματούσε και κοιμόταν ανάποδα, με το κεφάλι προς τα κάτω, βρίσκοντας θαυμάσια την καινούργια αυτή συνήθειά της για λόγους όχι μόνο πρωτοτυπίας αλλά και πρακτικότητας. Όσο περισσότερο έτρωγε τόσο περισσότερο μεγάλωνε μέχρι που έφτασε να έχει το μέγεθος μιας παλάμης. Η μεταβολή του όγκου της δεν την απασχόλησε ιδιαίτερα. Ήρθε φυσικά όπως είχε γίνει και με τη μεταμόρφωσή της. Δεν την απασχολούσαν ερωτήματα όπως το πως και το γιατί. Τι νόημα θα είχε άλλωστε μια τέτοια διεργασία τη στιγμή που δεν υπήρχε τρόπος να απαντηθούν όλες αυτές οι απορίες; Ότι έκανε ήταν στη φύση της να το κάνει και δεν υπήρχε λόγος να αμφισβητήσει αυτήν την αλήθεια. Τα νήματα εξαπλώθηκαν μέσα στο δωμάτιο σαν να είχαν ζωή από μόνα τους. Όταν κάποια στιγμή τα σώματα άρχισαν να σαλεύουν ξανά δάγκωσε πάλι τη σάρκα τους για να διοχετεύσει το απαραίτητο δηλητήριο του ύπνου. Η αλλαγή του μεγέθους της ωστόσο είχε φέρει μαζί και δύναμη. Μια δύναμη που δεν είχε συνηθίσει να ελέγχει. Η αλλαγή του μεγέθους της ωστόσο είχε φέρει μαζί και δύναμη. Μια δύναμη που δεν είχε συνηθίσει να ελέγχει. Έτσι το δάγκωμά της που στόχευε στο να τους κοιμίσει , έσταξε στο στόμα της τις πρώτες σταγόνες αίματος. Κι ήταν τόσο απρόσμενα νόστιμες που η Αράχνη δεν κατόρθωσε να βάλει τέρμα στη μέγγενη των σαγονιών της. Κατάπιε αργά και η γεύση της οξύνθηκε βασανιστικά μαζί με την λαχτάρα της για τροφή - γι’ αυτού του είδους διασκέδασης. Τελικά σταμάτησε με τη σκέψη ότι αν συνέχιζε, εκείνοι απλώς θα πέθαιναν στον ύπνο τους, στερώντας της την ευχαρίστηση μιας τελευταίας συζήτησης μαζί τους. Έτσι για μια ακόμη φορά αρνήθηκε στον εαυτό της την ευτυχία του τέλους και αποσύρθηκε σε μια γωνιά περιμένοντας. Ο Νέητ ξύπνησε νιώθοντας τρομερούς πόνους, με τα πνευμόνια του να διψούν για αέρα και τα χείλη του κατάξερα και κομμένα στις άκρες από την έλλειψη νερού. Είχαν περάσει δεκατέσσερις ώρες από την ώρα που το δηλητήριο της Αράχνης κύλησε στις φλέβες του για πρώτη φορά. Προσπάθησε να κουνήσει τα χέρια του αλλά οι μύες και οι αρθρώσεις του έμοιαζαν να μην έχουν καμία επίγνωση του τι έπρεπε να κάνουν και παρέμειναν ακίνητες. Τα μάτια του στριφογύρισαν στις κόγχες τους προσπαθώντας μάταια να δουν πέρα από το λευκό πέπλο που τα κάλυπτε. Βόγκηξε σιγανά καθώς το σώμα του υπάκουε επιτέλους στο πρόσταγμά του και γυρνούσε αργά στο πλάι. Ένας σκοτεινός όγκος δίπλα του φανέρωσε την ύπαρξη ενός άλλου ατόμου. Είχε ξεχάσει που βρισκόταν και τι έκανε πριν κοιμηθεί αλλά σιγά σιγά εικόνες ανασύρθηκαν από τη μνήμη του και θυμήθηκε. Δεν ήταν ύπνος αυτό που είχε βιώσει, το ένστικτό του το έλεγε καθαρά προκαλώντας του έναν ακαθόριστο φόβο. Δοκίμασε να μιλήσει μα ό λαιμός του τον έκαιγε και μετά βίας κατόρθωσε να βγάλει δυο άναρθρες κραυγές που πνίγηκαν σχεδόν στο στρώμα. Πες μου Η φωνή ερχόταν από ψηλά και έμοιαζε γυναικεία ωστόσο δεν μπορούσε να είναι σίγουρος. Προσπάθησε να δει γύρω του και τα κολλημένα βλέφαρά του δάκρυσαν υγραίνοντας με ανακούφιση τις κόγχες του, αλλά και πάλι ήταν αδύνατο να διαπεράσει με το βλέμμα του τη λευκή ουσία της Αράχνης. Πες μου πως είναι να νιώθεις έτσι αβοήθητος ‘Πρέπει να είναι το ραδιόφωνο αυτό που ακούω’, σκέφτηκε πανικόβλητος γνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι αυτό δεν ήταν αλήθεια. ‘Ή η τηλεόραση. Ναι, κάτι απ’ τα δύο’. Ένα τρίξιμο στο κρεβάτι του έδωσε να καταλάβει ότι η κοπέλα δίπλα του ξυπνούσε περνώντας από τα ίδια οδυνηρά στάδια. Κι ύστερα, ένιωσε να απομακρύνεται από κείνη δίχως ο ίδιος να έχει καταβάλλει κάποια προσπάθεια. Η φωνή που πριν ερχόταν από ψηλά, τώρα χάιδεψε ξαφνικά το αυτί του. Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, πες μου ποια είναι η ποιο όμορφη του κόσμου; Ένα σύντομο χαχάνισμα διαδέχτηκε αυτά τα λόγια και ο Νέητ βρέθηκε κρεμασμένος από κάπου με τα πόδια του να κρέμονται άψυχα στον αέρα. Έπειτα, δυο δάχτυλα έσκισαν το πέπλο που κάλυπτε τα μάτια του και η φρίκη εισέβαλλε μέσα του μέχρι τα φυλλοκάρδια κάνοντάς τον να σπαρταρίσει σαν το ψάρι στα δίχτυα. Ολόκληρο το δωμάτιο είχε εξαφανιστεί πίσω από ατέλειωτους ιστούς ενώ δεκάδες έντομα κρέμονταν από σημεία γύρω του, κάποια να βουίζουν ακόμη με την ελπίδα ότι θα ελευθερωθούν και κάποια νεκρά, θλιβερά απομεινάρια. Μικρές αράχνες έτρεχαν στο πάτωμα για να χαθούν κάτω από τη μοκέτα ενώ μερικές σκαρφάλωναν ήδη στα έπιπλα γύρω του προσπαθώντας να τον φτάσουν. Η ζωή έμοιαζε ξαφνικά με εμπόδιο. Ήθελε να τιναχτεί ολόκληρος, να ξεφωνίσει από την αηδία και την ίδια στιγμή να βουλιάξει ξανά στην άβυσσο του λήθαργου, να μην βλέπει, να μην αισθάνεται και να μην γνωρίζει τίποτε. Όταν επιτέλους τα μάτια του είδαν τη μικρή Αράχνη, την κοίταξε αλλόφρων χωρίς να μπορεί να συνδέσει τα γεγονότα μ’ εκείνη. Η Αράχνη καθόταν στην άκρη του κρεβατιού και χαμογελούσε. Χαμογελούσε μ’ εκείνο το παράξενο χαμόγελο που είχε ανακαλύψει μόλις λίγο καιρό πριν και ήταν αυτό που έκανε τον Νέητ να συνέρθει. Ήξερε τι ήθελε εκείνος να ακούσει. Ήθελε ότι ζούσε εκείνη την ώρα να είναι ένα αστείο, μια φάρσα. Ήθελε ν’ ακούσει από εκείνη απεγνωσμένα ότι ονειρευόταν, ήθελε να ξυπνήσει. Αυτό που δεν ήξερε ακόμα ήταν πως όλα αυτά συνέβαιναν στ’ αλήθεια, πως τίποτε δεν επρόκειτο να αλλάξει. « Είναι εφιάλτης » είπε η Αράχνη χαμογελώντας πλατιά. « Κάνε τον να φύγει » την παρακάλεσε ο Νέητ. Τα μάτια του είχαν θολώσει από το φόβο και από το στόμα του κρεμόταν σάλιο ανακατεμένο με εμετό. « Μπορώ να το κάνω » είπε η Αράχνη. « Μπορώ να τον κάνω να φύγει. Δεν θα το κάνω ». Οι πρώτες του λέξεις ήταν για να παρακαλέσει και η Αράχνη ένιωσε μέσα της να αγαλλιάζει. Δίπλα της, ένα βογκητό υποδήλωνε ότι η αντίζηλός της είχε ξυπνήσει για τα καλά. Ακόμη και τώρα η Αράχνη ένιωθε τσιμπήματα φθόνου στη θέα της. Έμπηξε τα νύχια της στο ύφασμα του κρεβατιού και γύρισε ξανά στο αγόρι που την κοιτούσε ανυπεράσπιστο. « Είναι δικό σου το λάθος, ξέρεις » του είπε. « Εσύ φταις που βρισκόμαστε τώρα εδώ ». « Λυπάμαι » φώναξε ο Νέητ με ό,τι δυνάμεις του είχαν απομείνει. «Σου ζητάω συγνώμη. Λυπάμαι για όλα ». « Η συγνώμη δεν είναι αρκετή ». « Τι έκανες; Αγόρασες έντομα μέσα απ’ το διαδίκτυο; Και πως μας νάρκωσες; Έριξες αμπούλα στο δωμάτιο; Η αστυνομία θα τα βρει όλα, θα βρει αποδείξεις για όσα έκανες παλιοσκρόφα! Τι νομίζεις, ότι δεν θα μας βρουν; Αν δεν μας αφήσεις, σε λίγο θα αρχίσουν να μας ψάχνουν οι δικοί μας – ». « Θα είστε νεκροί ». Η απάντησή της τον πάγωσε αλλά αρνήθηκε να την πιστέψει. « Είσαι τρελή. Δεν μπορείς να το κάνεις. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτε! ». Η έξαλλη αντίδρασή του της προκάλεσε μόνο γέλια που τον αποκάρδιωσαν εντελώς. Όσο και να χτυπιόταν μέσα στο κουκούλι του, δεν επρόκειτο να βγει. Αντίθετα το κορμί του κολλούσε ακόμα πιο γερά πάνω στα νήματα. Έτσι ήταν φτιαγμένο το δίχτυ της Αράχνης. Η αντίζηλός της τέντωσε με φρίκη τα χέρια της μέσα στην φυλακή της και κατάφερε να ξηλώσει ένα κομματάκι. Από την τρύπα που άνοιξε, χώρεσε να περάσει ένα και μοναδικό δάχτυλο. Το νύχι της βαμμένο με κόκκινο μανό, εξαφανίστηκε πάλι μέσα στη σχισμή για να πάρει τη θέση του το τρομαγμένο μάτι της. Η μικρή Αράχνη αγαλλίασε. Μέσα από κείνη την τρυπούλα μπορούσε να δει όλες τις λεπτομέρειες του θεσπέσιου αυτού ματιού με τη γαλάζια, αψεγάδιαστη κόρη και τις πυκνές βλεφαρίδες που όμως τώρα αδυνατούσαν να κρύψουν τον τρόμο της αποκάλυψης. Περπάτησε ξανά στο δωμάτιο λέγοντας δυνατά τα λόγια που είχε προετοιμάσει ώρες πριν το ξύπνημά τους. « Λοιπόν, Νέητ » είπε, « αποφάσισα. Αποφάσισα ότι δεν πρέπει να σε σκοτώσω ακόμη. Στο κάτω – κάτω έχουμε να πούμε κάποια πράγματα οι δυο μας, δεν νομίζεις; ». Δεν της έδωσε σημασία. Προσπάθησε να σκίσει ξανά το κουκούλι του αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να μοιάζει με μαριονέτα. « Σκέφτηκα ότι πριν να πράξω, θα ήταν καλό να δω και μόνη μου την εκλεκτή της καρδιάς σου » συνέχισε απτόητη η Αράχνη πλησιάζοντας πάλι το κουκούλι της αντίζηλού της. Το σήκωσε απότομα όρθιο και έσκισε το κομμάτι που σκέπαζε το κεφάλι της. Τα ξανθά μαλλιά της ξεχύθηκαν με μια ανάσα ανακατεμένη με δάκρυα. Για πρώτη φορά την αντίκριζε από τόσο κοντά. Η ανάσα της έπεφτε βαριά πάνω στο πρόσωπό της φέρνοντάς της στο νου κάτι από βρεγμένο χώμα. Κι εκείνα τα γαλάζια μάτια αλαζονικά μέσα στην αγωνία τους να την καρφώνουν προκαλώντας την ακόμα. Κι όμως. Η χορδή παρέμεινε σιωπηλή. Η μικρή Αράχνη δεν φοβόταν πια. Κι ήταν το πιο παράξενο συναίσθημα απ’ όλα, αυτό το τελευταίο. Έσυρε το κορίτσι μέχρι τον καθρέφτη έτσι ώστε να μπορούν να δουν και οι δύο τις αντανακλάσεις τους μέσα του. Κι έπειτα, η ίδια ερώτηση, επίμονη και πιο πιεστική απ’ όλες τις άλλες φορές. Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, πες μου ποια είναι η πιο όμορφη του κόσμου; Ήταν λες και είχε βρει το σωστό κλειδί στην κλειδαριά που πάσχιζε ν’ ανοίξει τόσα χρόνια. Κοίταξε στον καθρέφτη και το μόνο που είδε ήταν ο εαυτός της έτσι ακριβώς όπως ήταν. Όπως έπρεπε να είναι. Μαύρα μαλλιά πλαισίωναν το πρόσωπό της. Τα μάτια της χάνονταν κάτω από την έντονη φύση των φρυδιών της. Τα μάγουλά της ρόδιζαν. Και η μύτη της, τεράστια σαν προβοσκίδα όπως θα έλεγε σε κάποιο βιβλίο του ο Τομ Ρόμπινς, έδινε το στίγμα της στην εικόνα που αποτελούσε το είναι της. Τι να κρατήσει λίγη βροχή πάνω στο χώμα όταν από την άλλη πλευρά υπάρχει όλη η ευωδιά της κόλασης ανταμωμένη; Δεν άκουσε την αντίδραση των άλλων – ήταν λες και κάποιος είχε χαμηλώσει τον ήχο. Πριν καλά – καλά το καταλάβει, είχε μεταμορφωθεί σε αυτό που συνιστούσε την πιο αληθινή της φύση κι έτρεχε πάνω στους ιστούς που συγκρατούσαν το κορμί της κοπέλας. « Πρέπει να αποφασίσεις, Νέητ » φώναξε με τη βραχνή φωνή της να αντηχεί σε όλο το σπίτι. « Εκείνη ή εγώ; Εκείνη ή εσένα; Κάποιος πρέπει να πληρώσει ». Τον άκουσε να κλαίει την ώρα που ακουμπούσε απαλά τα δόντια της στον λαιμό της. Ένα δάγκωμα αρκούσε για να κάνει τους παλμούς της καρδιάς της να σωπάσουν παντοτινά. Ήθελε απλά να τον ακούσει να παρακαλάει για τη ζωή της έτσι ώστε να μπορέσει μετά ελεύθερα να τον πονέσει, στερώντας του ό,τι πολυτιμότερο είχε στον κόσμο. Έπειτα, ενώ εκείνη θα αργοπέθαινε, η Αράχνη θα έπινε αργά – αργά το ζεστό της αίμα για να πάρει δυνάμεις. Είχε χάσει αρκετές δυνάμεις. Ήδη ένιωθε κουρασμένη από το δηλητήριο που είχε χρειαστεί να δώσει για κείνους. Έπρεπε να είναι προσεχτική τώρα με τη δόση. Δεν ήθελε να στραγγίξει την πηγή πριν να έχει πετύχει το στόχο της. Θα άξιζε όμως τον κόπο, σκέφτηκε με τα δόντια της να πιέζουν το ροδαλό δέρμα. Να πεθάνω ξέροντας ότι την έχω πάρει κι αυτή μαζί μου. Άξιζε… μέχρι τη στιγμή που άκουσε τον Νέητ να λέει ότι συμφωνεί, να την παρακαλεί να σκοτώσει εκείνη, την πανέμορφη ξανθιά του φιλενάδα και να του χαρίσει σε αντάλλαγμα τη ζωή. « Δεν την αγαπάω.. » είπε σφίγγοντας τα χείλη του σαν κακομαθημένο παιδί. « Σκότωσέ την κι άσε εμένα, σε παρακαλώ… θα είμαι καλός! Σκότωσέ την… ». Υπάρχουν στιγμές στο χρόνο που ανήκουν στη σφαίρα της περισυλλογής. Αυτές οι στιγμές μπορεί πρακτικά να κρατάνε μόλις μερικά δευτερόλεπτα, αλλά εμπειρικά διαρκούν αιώνες. Μία τέτοια συλλογιστική αιωνιότητα βίωσε και η Αράχνη στο άκουσμα αυτής της φράσης. Δεν την αγαπάει… Να σκοτώσω εκείνη για να ζήσει αυτός… Τι είναι αυτή η πίκρα που πλημμυρίζει ξαφνικά το στομάχι της; Μοιάζει να θέλει να τη συρρικνώσει και να την κάνει να εκραγεί ταυτόχρονα σε χίλιες μεριές. Είναι θυμός; Ίσως. Αλλά και πάλι πως να εξηγήσει αυτή την αναγούλα που αισθάνεται καθώς κοιτάζει το αποκαμωμένο πρόσωπό του, αυτό το λατρεμένο πρόσωπο με τις γωνίες και τις λιγδιασμένες απ’ το ζελέ αφέλειες, που τώρα πια δεν σημαίνει τίποτε για κείνη. Τίποτε. Μόνο περιφέρεται στο χρόνο σαν ξερό φύλλο. Χρατς! Αν το πατήσει εκείνο θα διαλυθεί και δεν θα υπάρχει πια εκεί να την εμποδίζει με τη σερνάμενη μουρμούρα του. Έπειτα ξαφνικά αντιλαμβάνεται ότι ο χρόνος τρέχει και πάλι, μόνο διαφορετικά. Το ανίσχυρο θύμα της έχει πάψει να είναι η αντίζηλος. Πως θα μπορούσε ποτέ να ανταγωνιστεί εμένα; αναρωτιέται δίχως ίχνος σεμνότητας. Ο Νέητ δεν είναι παρά ένας ανθρώπινος σάκος με κόκκαλα. Κι εκείνη, η Αράχνη, είναι πλέον ελεύθερη. « Με γέλασες » του λέει. Το μίσος της έχει εξαλειφθεί μέσα σε δευτερόλεπτα αλλά εκείνος δεν το ξέρει. Νομίζει ακόμα ότι μπορεί να την πείσει. Την κοιτάζει σαν πληγωμένο κουτάβι χωρίς να καταλαβαίνει πόσο γελοίος φαίνεται. Υπάρχουν οι στιγμές εκείνες που χαρίζουν τη διαύγεια. Και η Αράχνη τα βλέπει όλα πολύ καθαρά επιτέλους. Η απόφαση παίρνεται εκείνο το λεπτό. Λέει: « Υπάρχουν πολλών ειδών απάτες. Εκείνες που τυφλώνουν τα θύματα κι εκείνες που τυφλώνουν το θύτη. Εσύ κι εγώ είχαμε την ατυχία να είμαστε και τα δύο… Αλλά όχι πια ». Κοιτάζει γεμάτη περιφρόνηση το ξανθό κεφάλι της κοπέλας που από μόνο του δεν έχει τη δύναμη να κρατηθεί όρθιο. « Εγώ να συγκρίνομαι μαζί σου… Πώς τόλμησες; Πώς τόλμησες αλήθεια; ». Κι ύστερα μπήγει απλώς τα σαγόνια της μια φορά σ’ εκείνο το σημείο όπου ξέρει ότι πάλλεται η ζωή. Είναι μια κίνηση συνηθισμένη, χωρίς καμία επισημότητα γιατί το κορμί στο οποίο χαρίζει το θάνατο δεν έχει πλέον αξία ούτε τίτλο. Η Αράχνη έχει καταληφθεί από ανία. Το κορίτσι σωριάστηκε πριν προλάβει να βγάλει άχνα με την καρδιά της να χτυπάει σαν ταμπούρλο μεταφέροντας το δηλητήριο βαθιά μέσα της. « Θα γίνεις ένα υπέροχο γεύμα » άκουσε να λέει η Αράχνη μέσα στο αυτί της. Και με αυτή τη γνώση, πέθανε. « Θα είμαι καλός! Θα είμαι καλός… ». Ο Νέητ κοίταξε την μαύρη αράχνη που γλιστρούσε προς το μέρος του, με βλέμμα μισότρελο. Το έντομο μιλούσε σαν άνθρωπος και μόλις έφτασε κοντά του απλώθηκε παντού σαν καρκίνος μέχρι που έφτασε στο ύψος του κι εκεί μέσα απ’ τη μαυρίλα ξεπρόβαλλε το γνώριμο πρόσωπο της Αράχνης, ο ανθρώπινος εαυτός της. Δεν υπήρχε συναίσθημα αποτυπωμένο στα χαρακτηριστικά της. Το πρόσωπο έμοιαζε ψεύτικο, μια μάσκα, μπροστά στη σκοτεινή πραγματικότητα που ζούσε πίσω απ’ τα μάτια της. Έγειρε μπροστά και για μια στιγμή εκείνος νόμισε ότι θα τον φιλήσει. Εκείνη όμως απλώς τον μύρισε πεινασμένα. « Ποια είναι η πιο όμορφη; » ψιθύρισε. Όμορφη… « Εσύ! » ούρλιαξε ο Νέητ. « Σωστά ». Τώρα δεν ήταν μπροστά του αλλά πάνω του. Περπάτησε κουρασμένα στο λαιμό του ψάχνοντας να βρει τον παλμό του. « Σε παρακαλώ… Θα είμαι καλός ». Οι λέξεις δεν σημαίνουν τίποτε μπροστά στην αγάπη… Οι λέξεις δεν σημαίνουν τίποτε μπροστά στο θάνατο... Οι λέξεις δεν σημαίνουν τίποτε μπροστά στον Καθρέφτη… Η μυρωδιά του κάνει το στομάχι της να γουργουρίζει. Δεν έχει πάρει την εκδίκηση που ονειρευόταν. Θα μπορούσε να θυμώσει αλλά βαριέται τόσο πολύ.. Τώρα όλες οι κινήσεις της γεννιούνται από τη ρουτίνα. Πεινάει. Είναι ώρα για φαγητό. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest Anime_Overlord Posted February 19, 2010 Share Posted February 19, 2010 (edited) Πρώτα απ' όλα έχω γράψει κι εγώ μια ιστορία φαντασίας με το ακριβώς ίδιο όνομα. Θα μπερδέψει τους αναγνώστες και θα προσπερνάνε μια από τις δύο ή κάτι τέτοιο. Δεύτερον, η ιστορία χτυπάει περισσότερο για τρόμου παρά για φαντασίας. Γιατί; Γιατί έχει τρόμο, lol. Σαν στόρι δεν με ενθουσίασε, ήταν αρκετά γραμμικό και απλό. Ούτε καν ιδιαίτερη ανατροπή θα μπορούσα να πω ότι έχει. Από εκφραστικότητα είναι πολύ όμορφη και δεν έχω κανένα πρόβλημα. Άπο εκφραστικά και συντακτικά λάθη δε λέω τίποτα, δε κολλάω σε κάτι τέτοια. Σαν αίσθηση τώρα... Λιπόψυχο είναι η λέξη που μου έρχεται. Ήταν ανάγκη η όλη μεταμόρφωση για να πάρει εκδίκηση; Δε μπορούσε να γίνει και δίχως το όλο φάνταζι στοιχείο; Ή ακόμα καλύτερα, δε μπορούσε να είναι άλλο ζωήφιο; Η αράχνη άλλους συμβολισμούς μου φέρνει κατά νου. Από εκεί και πέρα δεν υπήρε κάτι που να ιακνοποιήσει τον αναγνώστη σαν υλικό. Και το εννοώ πάντα αισθητικά. Ήταν ο μονόλογος μιας διψασμένης για εκδίληση γυναίκας. Δεν υπήρχε καμία αλλαγή πέρα από το ότι ήθελε να πάρει εκδίκηση. Οπότε όση κι αν ήταν η διάρκεια της ιστορίας, ένιωθα ότι δεν άλλαξε τίποτα, παρόλο που πραγματικά άλλαξαν πολλά και μάλλον δεν τα τόνισες πολύ για να φαίνεται τόσο η επίδραση. Ακόμα και στο τέλος που λέει ότι δεν έγιναν όλα όπως τα ήθελε η όλη της απάντηση είναι... βαριέται;;; Σιγά το βάρος της όλης αποτυχίας δηλαδή. Εγώ που το διάβασα ψιλο-ξενέρωσα μπορώ να πω. Τόσο build-up και στο τέλος "βαριέμαι, τέρμα". Ε, όσο τι μου χτύπησε άσχημα. Και την ερωμένη... ούτε καν φωνή δεν είχε, lol. Κάπως βολικό, έτσι; Να το έχει βουλώσει εκείνη κι η πρωταγωνήστρια να πυροβολεί όλο της το δηλητήριο στον δικό της, χωρίς να μπορεί εκείνος να αντισταθεί ή χωρίς καν να της πάει κόντρα. Η ιδανική εκδίκηση. Ρε μπας και ήταν όλα ένα όνειρο; Γιατί μόνο στα όνειρα όλα γίνονται τόσο... βολικά. Θα έλεγα και στα παραμύθια αλλά έχει πολύ τρόμο. Τι θα μου άρεζε αν ήταν διαφορετικό στην ιστορία: Να είχε μιλιά η άλλη γυναίκα, να ακούγαμε πολύ περισσότερο τις σκέψεις του άντρα και το τέλος να ήταν ... κάτι άλλο. Φυσικά, νταξει, διακαίωμά σου να την φτιάξεις έτσι και ποιος είμαι γω να σου τα λέω αυτά. Απλά όμως σκέψου την επαναληψιμότητα της ιστορίας σου. Τι κίνητρο έχει ένας αναγνώστης να την ξαναδιαβάσει; Γιατί είναι τόσο γραμμική/απλή/λιπόψυχη (για εμένα) που δεν υπάρχει λόγος δεύτερης ανάγνωσης. Δεν έχει να προσφέρει κάτι ένα δεύτερο ανάγνωσμα (τουλάχιστον για εμένα, ε; ) Edited February 19, 2010 by Anime_Overlord Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted February 19, 2010 Share Posted February 19, 2010 Το διήγημα έκανε μια πολλή δυνατή αρχή -η απελπισία, η απόγνωση, ο πόνος του χωρισμού όλα πολύ καλά δοσμένα, αλλά από κάποια στιγμή και μετά, το έχασα. Μερικά πράγματα μου φάνηκαν κάπως ασύνδετα μεταξύ τους. Έχουμε μια μεταμόρφωση και ταυτόχρονα έναν καθρέφτη. Ο τίτλος αντλείται από τον καθρέφτη, αλλά το βασικό σημείο είναι η μεταμόρφωση. Μπορώ να δεχτώ σε ένα έργο φαντασίας ότι η μεταμόρφωση επέρχεται έτσι ανεξήγητα, όμως ο συνδυασμός με τον καθρέφτη δεν είμαι σίγουρη τι εξυπηρετούσε πέρα από το να δει τον εαυτό της και να καταλάβει σε τι μεταμορφώθηκε. Αλλά το κυριότερο πρόβλημά μου ήταν κυρίως κατανόησης από κάποια στιγμή και μετά: από τη στιγμή που ξυπνάνε τα θύματα δεν καταλαβαίνω αν τη βλέπουν σαν άνθρωπο ή σαν αράχνη. Από τη μια την αναγνωρίζουν, από την άλλη έχω την εντύπωση ότι άλλοτε είναι μεγάλη άλλοτε μικρή, άλλοτε βλέπουν ένα πρόσωπο, άλλοτε περπατάει πάνω τους στη μορφή της αράχνης. Αν υπήρχε κάποια δυικότητα, δεν μπορώ να πω ότι την κατάλαβα καλά. Στα θετικά σημεία, οι ενδιάμεσες σκέψεις-περιγραφές με τα πλάγια γράμματα. Καλή και η σχετική ανατροπή όπου εκείνη περιμένει να εκλιπαρήσει για τη ζωή της κοπέλας του κι αυτός εκλιπαρεί για τη δική του και την 'αδειάζει'. Εκεί περίμενα το κλασικό μοτίβο της περιφρόνησης που θα οδηγούσε στο να τους χαρίσει τη ζωή. Καλή λοιπόν η κίνηση να αντιδράσει διαφορετικά. Το αποτέλεσμα με πείθει ότι πλέον είχε γλιστρήσει μέσα στον καινούργιο κόσμο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Katerina Baou Posted February 19, 2010 Author Share Posted February 19, 2010 Γεια σας παιδιά, σας ευχαριστώ πολύ για τα σχόλιά σας! Η αλήθεια είναι πως όταν έγραφα την ιστορία δεν είχα κάτι πολύ συγκεκριμένο στο νου μου (εκτός από τα παθήματα του κολλητού μου) γι' αυτό ίσως βγήκε κάπως χαλαρή η δομή του κειμένου. Η ιδέα με τον Καθρέφτη είχε να κάνει με το ότι τη βοηθάει να ρίξει μια ουσιαστική ματιά στον εαυτό της. Δεν επρόκειτο δηλαδή απλά για αναγνώριση της αλλαγής επάνω της. Τι να κάνουμε, δεν λειτούργησε φαίνεται τόσο καλά όσο θα ήθελα εγώ! Σε ότι αφορά τη μορφή της μπροστά στα θύματά της, υποτίθεται ότι συνέχεια αλλάζει ανάλογα με τα κέφια της! Όταν θα κάνω editing πάντως θα το προσέξω, για να δω πως μπορώ καλύτερα να το διασαφηνίσω. Τώρα για τον τίτλο, Anime_Overlord, δεν μπορώ να σου κάνω τίποτε. Είναι ωραιότατος! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
supermario Posted February 24, 2010 Share Posted February 24, 2010 (edited) Πραγματικά είναι μια ιστορία τρόμου-συμφωνώ με anime_overlord!Είναι τρομακτικό ΤΟΣΟ πολύ μισος!Και το πώς αυτό την μετέτρεψε σε τέρας ζήλειας-ή αράχνη!Πράγματι η ιστορία φαίνεται να διαρκεί πάρα πολύ-εμένα με κούρασε τουλάχιστον με την έκτασή της.Και μια λογική ανακολουθία : πώς γίνεται την μια μέρα να "ον αγαπούσε πολύ, ακόμα" και μετά, την επόμενη να θέλει να τον σκοτώσει με τόσο φρικτό τρόπο?i dunno... Edited February 24, 2010 by supermario Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Katerina Baou Posted February 25, 2010 Author Share Posted February 25, 2010 Γεια σου Supermario, σ' ευχαριστώ για το σχόλιο σου. Όντως, κι εγώ το σκέφτηκα ότι η ιστοριά είναι λίγο μακριά. Δεν νομίζω όμως ότι έχεις δικιο για την ανακολουθία που ανέφερες. Η μεγάλη αγάπη από το μεγάλο μίσος χωρίζονται από μια πολύ λεπτή γραμμή. Στην περίπτωση αυτή, ήθελα να δείξω ότι ουσιαστικά στο μυαλό της ηρωίδας μου ταυτίζονται στο τέλος. Ίσως όμως αυτή η ιδέα να μην ήταν τόσο ξεκάθαρη στο κείμενο όσο θα ήθελα εγώ Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.