Mesmer Posted February 25, 2010 Share Posted February 25, 2010 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Άγγελος Είδος: Φαντασία Βία; Καθόλου Σεξ; Ούτε τόσο λίγο Αριθμός Λέξεων: 3.700 Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: Μια απ' τις πιο πρώιμες ιστορίες μου, γι' αυτό και ίσως να μην έχει να προσφέρει και πολλά συγγραφικά. Είναι, όμως, ό,τι πιο συμπαθητικό έχω γράψει. Ίσως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και παραμύθι. Μερικές διευκρινήσεις για την ιστορία. Η παραλία στην οποία εκτυλίσσεται είναι αυτή του χωριού μου, που ονομάζεται Αγίασμα και βρίσκεται στον νομό Καβάλας. Τα «Σπιτάκια» είναι το όνομα που δώσανε οι κάτοικοι του χωριού μου στον μικρό οικισμό που υπάρχει στην παραλία του χωριού. Προχωρούσα στην παραλία με το κύμα να σκάει λίγα μόλις εκατοστά δίπλα απ’ τα γυμνά μου πόδια. Ήταν πρωί κι έκανε ακόμη κρύο. Τα πόδια μου είχαν αρχίσει να παγώνουν καθώς προχωρούσα στην βρεγμένη και υγρή άμμο, αλλά απολάμβανα αυτήν την πρωινή βολτούλα. Είχα ξυπνήσει κάπως απότομα από έναν εφιάλτη που ταλαιπωρούσε τον ύπνο μου. Σχεδόν πετάχτηκα απ’ το κρεβάτι. Κοίταξα έξω απ’ το παράθυρο και είδα ότι είχε αρχίσει να χαράζει. Αμέσως, εκείνο το δυσάρεστο όνειρο χάθηκε απ’ το μυαλό μου. Σηκώθηκα, ντύθηκα και βγήκα απ’ το σπίτι. Οι γονείς μου, μαζί με τους οποίους απολάμβανα ένα είδος καλοκαιρινών διακοπών, σ’ αυτό το μικρό σπιτάκι στην παραλία που βρίσκεται δέκα χιλιόμετρα μακριά απ’ το χωριό μου, κοιμόταν του καλού καιρού. Αυτό άλλωστε έπρεπε να κάνουν. Δεν ενδιαφέρθηκα να κοιτάξω το ρολόι κι εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα ακριβώς τι ώρα ήταν. Μάλλον κοντά στις έξι. Αλλά τη σημασία έχει η ώρα μπροστά σ’ αυτό το υπέροχο συναίσθημα που σε πλημμυρίζει αντικρίζοντας την ήρεμη πρωινή θάλασσα, τους γλάρους που πετούν πάνω της, ψάχνοντας για το πρωινό τους και τα δεκάδες βαρκάκια με τους καπετάνιους που επιστρέφουν με την σημερινή ψαριά. Η αλήθεια είναι πως δεν έχω ξαναβγεί στην παραλία τόσο πρωί, αν κι έχω έρθει αρκετές φορές στο σπιτάκι μας για διακοπές, και όλα αυτά έμοιαζαν μοναδικά και απερίγραπτα όμορφα. Κοίταξα ένα γλάρο που από ύψος πέντε μέτρων έκανε ελεύθερη πτώση, βουτώντας στο κρύο νερό και βγαίνοντας μ’ ένα ψάρι στο ράμφος του. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε αυθόρμητα στα χείλη μου. Συνέχισα να περπατάω στην ακροθαλασσιά. Είχα απομακρυνθεί αρκετά από το μέρος της παραλίας όπου βρίσκεται το σπιτάκι μας. Στην πραγματικότητα ήμουν αρκετά μακριά απ’ την περιοχή όπου υπήρχαν τα σπιτάκια της παραλίας (γιατί υπήρχαν αρκετά σπιτάκια εκεί). Δεν σκεφτόμουν τίποτα. Το μυαλό μου ήταν τελείως κενό. Απλώς προχωρούσα μαζεύοντας που και που απ’ την άμμο κάποιο κοχύλι ή κέλυφος. Ένα κύμα πιο δυνατό απ’ τα υπόλοιπα ανέβηκε λίγο πιο πάνω στην παραλία βρέχοντας τα πόδια μου. Το κρύο νερό έκανε το σώμα μου να ανατριχιάσει, ενώ ταυτόχρονα είδα κάτι που κουβαλούσε το κύμα μαζί του και το πέταξε μπροστά στα πόδια μου, σα να ήταν εκείνο που μου προξένησε την ανατριχίλα. Ήταν ένα γυάλινο μπουκάλι, σαν κι αυτά που συνηθίζουν να βάζουν το κρασί. Το στόμιο του ήταν κλειστό με έναν φελλό. «Τι αστείο.», σκέφτηκα και φαντάστηκα έναν ναυαγό σε κάποιο έρημο νησάκι να γράφει ένα σημείωμα, να το βάζει σ’ αυτό το μπουκάλι και να το πετάει στη θάλασσα. Η ύστατη ελπίδα σωτηρίας. Καθώς αυτό το πιο αυθάδες πρωινό κύμα επέστρεφε ξανά πίσω αποκαλύπτοντας την υγρή άμμο, άφησε μπροστά μου, εντελώς ακάλυπτο πια, εκείνο το μπουκάλι. Με μια δεύτερη, πιο προσεχτική ματιά πρόσεξα πως υπήρχε κάτι μέσα του. Ήταν άσπρο και τυλιγμένο σε ρολό. Η εικόνα του ναυαγού ξαναήρθε στο μυαλό μου πιο ρεαλιστική αυτή τη φορά. Αυτό που ήταν μέσα στο μπουκάλι ήταν πράγματι ένα σημείωμα. Ένιωσα πως ανακάλυψα έναν θησαυρό. Έτσι δεν γίνεται συνήθως; Ο χάρτης με το μέρος όπου έχουν κρύψει οι πειρατές τον θησαυρό βρίσκεται από κάποιον εξαιρετικά τυχερό, μέσα σε ένα μπουκάλι, όπως αυτό που βρήκα εγώ πριν από λίγο. Μου φάνηκε αστείο που το σκέφτηκα, αλλά ποιος ξέρει τι μπορεί να σου συμβεί καμία φορά. Έσκυψα και σήκωσα το μπουκάλι. Το κράτησα μπροστά στα μάτια μου για να περιεργαστώ το περιεχόμενό του. Δεν φαινόταν επικίνδυνο. Ήταν μόνο ένα χαρτί. Όχι αρκετά παλιό για να έχει ένα χάρτη θησαυρού σχεδιασμένο, αλλά σίγουρα κάτι ήταν γραμμένο επάνω του. Έπιασα τον φελλό και τον τράβηξα. Βγήκε με λίγη δυσκολία. Αμέσως μια μυρωδιά οινοπνεύματος γέμισε τα ρουθούνια μου. Το μπουκάλι όντως περιείχε κρασί κάποτε. Γύρισα το μπουκάλι ανάποδα για να πέσει το χαρτί, το οποίο, τελικά, σφήνωσε στον λαιμό. Με το δάχτυλό μου το τράβηξα προσεχτικά για να μην σκιστεί. Μετά από λίγο κρατούσα στον χέρια μου τον ‘χάρτη’. Ξεδίπλωσα το ρολό και διάβασα τις λίγες σειρές που υπήρχαν. Τα γράμματα ήταν δυσανάγνωστα, σα να γράφτηκαν με τρεμάμενο χέρι. Το κείμενο ήταν δυσνόητο, ασαφές. Λόγια τρελού θα έλεγε κάποιος άλλος. Έγραφε: ‘Η θάλασσα είναι κακιά. Το ήξερα. Κακό μεγάλο κακό βρίσκεται μέσα της. Αν θες να ζήσεις καλύτερα να μείνεις μακριά της. Μόνο αν έβλεπες αυτό θα καταλάβαινες.’ Κάτω απ’ το κείμενο υπήρχε ένα σκίτσο σχεδιασμένο με στυλό. Έδειχνε έναν άνθρωπο. Όχι… έδειχνε μισό άνθρωπο. Μισό άντρα, για την ακρίβεια. Το υπόλοιπο κορμί, απ’ τη μέση και κάτω ήταν μέσα στο στόμα ενός τεράστιου τερατόμορφου ψαριού. Το σκίτσο ήταν απλό, παιδικό, αλλά σου έδινε να καταλάβεις τη μοχθηρία εκείνου του πλάσματος. Το στόμα του ήταν τεράστιο και ήταν ζωγραφισμένο να μοιάζει ανθρώπινο. Αλλά τα μεγάλα δόντια που φαινόταν σχεδόν βυθισμένα στο σώμα του άντρα, του έπαιρναν κάθε ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Το σώμα του ήταν γεμάτο φολίδες και κατέληγε σε μια ουρά με δυο πτερύγια. Ήταν, όμως, και κάτι άλλο. Κάτι που υπήρχε στο κείμενο. Η λέξη αυτό ήταν γραμμένη με ακόμη πιο τρεμάμενα και δυσανάγνωστα γράμματα. Το Αυτό πρέπει να είχε τρομάξει πάρα πολύ τον συγγραφέα του σημειώματος, ό,τι κι αν πραγματικά ήταν. Η εικόνα του ναυαγού άρχιζε να ξεθωριάζει στο μυαλό μου. Τη θέση της πήρε ένας μεθυσμένος με αρκετά άδεια μπουκάλια κρασιού μπροστά του, να κάθεται στο παγκάκι ενός λιμανιού και να του έρχεται μια πολύ εύθυμη ιδέα στο μυαλό του. ‘Γιατί να μην τρομάξω μερικούς, χικ’. Έτσι μεθυσμένος, όπως ήταν, τα γράμματα έμοιαζαν στ’ αλήθεια σα να έγιναν από τρομαγμένο. Αποφάσισα να συνεχίσω το παιχνίδι του μεθυσμένου άγνωστου φίλου μου. Έβαλα ξανά το σημείωμα μέσα στο μπουκάλι, το έκλεισα όσο πιο καλά μπορούσα με τον φελλό και το πέταξα με όλη μου τη δύναμη στη θάλασσα. Το μπουκάλι έπεσε στο νερό κάνοντας ένα μικρό παφλασμό, χάθηκε για λίγο κάτω απ’ το νερό και… το μπουκάλι εξαφανίστηκε τελείως. Περίεργο. Κανονικά έπρεπε να ξανανέβει στην επιφάνεια. Ίσως να μην είχα βάλει καλά το φελλό. Βγήκε όπως έπεσε στη θάλασσα, πήρε νερό και βούλιαξε. Έμεινα για λίγο ασάλευτος κοιτώντας την θάλασσα. Μάλλον περίμενα να εμφανιστεί κάπου το μπουκάλι. Αφού κατάλαβα ότι δεν θα το ξανάβλεπα γύρισα την πλάτη μου για να φύγω. Ένας ήχος που ερχόταν απ’ το νερό μ’ έκανε να γυρίσω. Ήταν μερικές μπουρμπουλήθρες κι έδειχναν να βγαίνουν απ’ το σημείο όπου είχε βυθιστεί το μπουκάλι. Αυτό ήταν τελικά. Εκείνο το μπουκάλι χάθηκε για πάντα. Πήρα τον δρόμο του γυρισμού. Οι πατημασιές που είχα αφήσει καθώς ερχόμουν είχαν σβηστεί απ’ το πιο ζωηρό τώρα κύμα. Οι βάρκες είχαν σταματήσει να πλέουν στον γιαλό και δεν είχαν παραμείνει μόνο μερικά ψαροκάικα. Μόνο οι γλάροι συνέχιζαν την μονότονη περιπολία τους πάνω απ’ τα γαλανά νερά ψάχνοντας για το υποψήφιο θύμα. Καθώς επέστρεφα στο σπιτάκι συνάντησα μερικούς γνωστούς μου, απ’ το χωριό. Είχαν έρθει κι αυτοί στα δικά τους σπιτάκια για τις καλοκαιρινές διακοπές τους. Τους καλημέρισα χωρίς να πω πολλές κουβέντες μαζί τους. Όταν έφτασα στο σπιτάκι μας οι γονείς μου είχαν ήδη ξυπνήσει κι έπιναν τον καφέ τους καθισμένοι στην μικρή βεράντα. «Πού ήσουν;», με ρώτησε ο πατέρας μου. «Πρωινή βολτούλα;» «Κάτι τέτοιο.», του απάντησα. Η πόρτα απ’ τα υπνοδωμάτια άνοιξε κι από μέσα πετάχτηκε η μικρή αδερφή μου. «Αδερφούλη μου.», φώναξε μόλις με αντίκρισε και άρχισε να τρέχει προς το μέρος μου με τα χέρια ανοιχτά κι ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπό της. Λύγισα τα γόνατά μου για να έρθω στο ύψος της (ήταν πέντε χρονών κι εγώ δεκαπέντε) κι αυτή έπεσε πάνω μου τυλίγοντας τα χέρια της γύρω απ’ τον λαιμό μου. Την σήκωσα στην αγκαλιά μου και πήγα να καθίσω δίπλα στον πατέρα μου. Είχα ξεχάσει εντελώς την μικρή μου περιπέτεια με το χαμένο πλέον μπουκάλι και το παράξενο μήνυμα. Η μέρα κυλούσε πάντα όμορφα. Μετά από ένα καλό πρωινό συνήθως καθόμουν και διάβαζα περιοδικά ή έλυνα σταυρόλεξα, περιμένοντας να ‘ρθει το μεσημέρι για να πάμε για μπάνιο μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά που βρισκόταν στα σπιτάκια. Η μητέρα μου βγήκε απ’ την κουζινούλα του σπιτιού. Κρατούσε ένα δίσκο με δυο ποτήρια καφέ, μια κούπα γάλα και μερικές φέτες κέικ. Με κοίταξε λίγο αυστηρά κι αφού μου έκανε μερικές παρατηρήσεις για την ώρα και τον τρόπο που έφυγα επέστρεψε στην κουζίνα για να μου ετοιμάσει ένα ποτήρι γάλα κακάο. Οι γονείς μου ήξεραν ότι δεν έπρεπε να ανησυχούν μήπως μου συμβεί κάτι. Τίποτα δεν είχε γίνει εδώ και ούτε πρόκειται. Όλα κυλούν πολύ ήσυχα στα σπιτάκια. Αλλά μερικές παρατηρήσεις που και που δεν βλάπτουν κι αυτό, μάλλον, το ξέρετε πολύ καλά. Η υπόλοιπη ώρα, μέχρι το μεσημέρι πέρασε πολύ όμορφα. Έπαιξα λίγο με την αδερφή μου και αργότερα πήγα για μπάνιο με μερικά άλλα παιδιά που ήταν στα σπιτάκια. Το νερό ήταν αρκετά δροσερό αλλά το συνήθιζες μετά από λίγο. Όταν γύρισα στο σπίτι μετά το μπάνιο το φαγητό ήταν έτοιμο. Μια ποικιλία με τηγανητά ψάρια και πατάτες γέμιζε το τραπέζι. Καθίσαμε όλοι μαζί και απολαύσαμε το μεσημεριανό. Τα πιάτα γρήγορα άδειασαν και κάποιος έπρεπε να αναλάβει το πλύσιμο. Όπως πάντα το έκανε η μητέρα μου με λίγη βοήθεια από εμένα και την αδερφή μου. Αφού τέλειωσε το πλύσιμο των πιάτων έκατσα στον καναπέ μαζί με τον πατέρα μου. Άνοιξα ένα μικρό ραδιοφωνάκι για να ακούσω μερικά τραγούδια. Ο πρώτος σταθμός που έπιασα έλεγε τα τοπικά νέα. Μόλις τον προσπέρασα ο πατέρας μου, μου είπε να το αφήσω εκεί. Το έκανα με μια μικρή δυσανασχέτηση. Ο ομιλητής έλεγε για διάφορα που είχαν συμβεί την προηγούμενη ημέρα, αλλά δεν έδωσα μεγάλη προσοχή. Είχα απορροφηθεί σ’ ένα σταυρόλεξο, όταν ξαφνικά αυτό που είπε έκανε το περιοδικό και το στυλό να φύγουν απ’ τα χέρια μου. Το προηγούμενο βράδυ ένας ψαράς εξαφανίστηκε. Μπήκε το απόγευμα στην βάρκα να πάει για ψάρεμα και δεν επέστρεψε ποτέ. Οι συγγενείς του ανησύχησαν και ήταν περίπου μεσάνυχτα όταν κάλεσαν την αστυνομία και το λιμενικό. Πολύ νωρίς το πρωί βρέθηκε η βάρκα του άτυχου ψαρά, αλλά πουθενά αυτός. Οι έρευνες για την ανακάλυψη του πτώματος συνεχίζονται ακόμη. Τότε ξαναθυμήθηκα το μπουκάλι. Το σημείωμα με τα ορνιθοσκαλίσματα και το σκίτσο του τερατόμορφου ψαριού. Φαντάστηκα τον άντρα να βλέπει εκείνο το τέρας να τον καταδιώκει και μέσα στην απελπισία να γράφει εκείνο το μήνυμα. Είδα εκείνο το ψάρι να αναποδογυρίζει την βάρκα, τον ψαρά να μάχεται για να ξεφύγει αλλά τελικά να χάνεται μέσα στο στόμα του. Ένα σκούντημα στον ώμο με επανέφερε στον κόσμο. Ο πατέρας μου με κοιτούσε περίεργα. «Τι έπαθες;», με ρώτησε «σου μιλούσα και δεν απαντούσες.» «Κάτι σκεφτόμουν.», απάντησα και η εικόνα του ψαρά που παλεύει με το ψάρι χάθηκε απ’ το μυαλό μου. Σηκώθηκα, πήγα στο δωμάτιο και ξάπλωσα στο κρεβάτι. Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που είχε συμβεί. Τελικά εκείνο το μήνυμα δεν το έγραψε ούτε τρελός, ούτε μεθυσμένος. Αλλά και πάλι πως μπορώ να είμαι σίγουρος ότι το έγραψε εκείνος ο ψαράς που χάθηκε; Δεν ήξερα αν έπρεπε να μιλήσω σε κάποιον γι’ αυτό που βρήκα το πρωί. Ίσως να μην με πίστευαν. Αποκοιμήθηκα… Όταν ξύπνησα είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Πρέπει να κοιμόμουν αρκετές ώρες. Βγήκα απ’ το σπίτι. Δεν υπήρχε κανένας εκεί. Μάλλον θα είχαν πάει βόλτα σε κανέναν γνωστό εδώ στα σπιτάκια. Το συνήθιζαν αυτό, τα απογεύματα. Ξεκίνησα να περπατάω. Τα βήματά μου με οδήγησαν και πάλι στην παραλία. Φορούσα μια βερμούδα κι ένα κοντομάνικο μπλουζάκι. Τα πόδια μου ήταν ξιπόλητα. Μπήκα στο νερό μέχρι να φτάσει στο γόνατο μου. Η βερμούδα μου βράχηκε στην άκρη, αλλά δεν έδωσα σημασία. Η θάλασσα ήταν πολύ ήρεμη. Τόσο ήρεμη που σε κάνει να απορείς πως πολλές φορές άνθρωποι χάνονται σ’ αυτήν και μερικές φορές πολύ περίεργα, όπως έγινε χθες το βράδυ. Κοιτούσα ίσια μπροστά μου. Δε φαινόταν τίποτ’ άλλο εκτός απ’ τον ορίζοντα. Αν κοιτούσες, όμως, λίγο πιο προσεχτικά θα μπορούσες να δεις τις πλατφόρμες εξόρυξης πετρελαίου, πέρα απ’ τον ορίζοντα, σχεδόν σα να βυθίζονται στη θάλασσα. Δεν προσπαθούσα να τις αντικρίσω. Ήξερα πως υπήρχαν εκεί. Στα δεξιά μου, ο ήλιος βρισκόταν χαμηλά κι αν δεν υπήρχε εκείνο το βουνό που είχε ήδη αρχίσει να κρύβεται πίσω του, θα σου φαινόταν ότι θα έπεφτε πάνω στην Καβάλα. Άρχισα να προχωράω στην παραλία προς την μεριά του ήλιου. Ήταν η αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτή που είχα ακολουθήσει το πρωί. Προς τα εκεί υπήρχε ένα μικρό λιμανάκι που οι ψαράδες αφήνουν τις βάρκες τους. Ένας στενός θαλάσσιος δρόμος με μήκος γύρω στα δέκα μέτρα οδηγεί τις βάρκες, ανάμεσα σε δυο βραχίονες φτιαγμένους από μεγάλες πέτρες, στην θάλασσα. Όταν έφτασα εκεί πήγα και κάθισα πάνω σε μια πέτρα, στην άκρη ενός βραχίονα, κοιτάζοντας την θάλασσα. Οι χρυσοκόκκινες λάμψεις του ήλιου την έκαναν να λάμπει και να δείχνει πολύτιμη. Κάπου, κάτι βγήκε απ’ το νερό και μετά από λίγο χάθηκε πάλι από κάτω. Σα να πήδηξε κάποιο ψάρι. Αν και δεν μπορούσα να το διακρίνω καθαρά λόγω της απόστασης, μου φάνηκε αρκετά μεγάλο για να είναι ψάρι. Όμως, μπορεί να ήταν κάποιο δελφίνι. Μου άρεσαν πολύ τα δελφίνια. Θυμάμαι κάποτε, όταν ήμουν αρκετά μικρός, είχα πάει με τον παππού μου για ψάρεμα. Ξαφνικά ένα μεγάλο δελφίνι πήδηξε κι έκανε ένα περίεργο ακροβατικό λίγα μέτρα δίπλα απ’ την βάρκα μας. Και τότε μαγεύτηκα. Ήταν ό,τι πιο όμορφο είχα δει. Από τότε δεν ξαναείδα δελφίνι από τόσο κοντά. Ίσως να ήταν αυτή η ευκαιρία μου. Σαν απάντηση άλλο ένα δελφίνι πήδηξε σ’ εκείνο το σημείο που το είδα πριν από λίγο. Την ίδια σχεδόν στιγμή βρισκόμουν πάνω στην βάρκα μας. Ήταν τεσσεράμισι μέτρα μακριά, βαμμένη μπλε και είχε το όνομά μου. Την έλυσα απ’ τον σιδερένιο κρίκο που ήταν δεμένη και την έσπρωξα. Εκείνη, γλίστρησε απαλά ανάμεσα από δυο άλλες βάρκες και σε μερικά δευτερόλεπτα βρέθηκα στο κέντρο του λιμανιού. Κάθισα στο κεντρικό χώρισμα της βάρκας. Έβαλα τα κουπιά και μετά από λίγο περνούσα προσεχτικά ανάμεσα απ’ τους πέτρινους βραχίονες. Είχα φτάσει αρκετά βαθιά όταν γύρισα και κοίταξα πίσω μου για να δω αν υπάρχει κάποιο δελφίνι. Δεν φαινόταν τίποτα πουθενά. Το πιθανότερο ήταν να είχαν φύγει. Δεν μένουν συνέχεια στο ίδιο σημείο, έτσι; Κάπου κοντά μου το νερό κινήθηκε. Περισσότερο το άκουσα παρά το είδα. Ο ήλιος κρύφτηκε τελείως, είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και να φαίνεται η πανσέληνος στον ουρανό. Ένας ήχος ακούστηκε ξανά, αλλά αυτή τη φορά πιο κοντά στην βάρκα μου. Ξαφνικά ένιωσα πως φοβόμουν. Είχα απομακρυνθεί πολύ απ’ την παραλία, καμία βάρκα δεν υπήρχε εκεί κοντά, είχε αρχίσει να νυχτώνει και ήταν κι εκείνος ο περίεργος ήχος απ’ το νερό που φαινόταν να με πλησιάζει συνέχεια. Σηκώθηκα όρθιος στο κέντρο της βάρκας. Προσπάθησα να εντοπίσω το σημείο απ’ όπου ερχόταν ο ήχος. Κοίταξα απ’ την αριστερή πλευρά της βάρκας, εκείνη που ήταν προς την παραλία. Δεν φαινόταν τίποτα προς τα εκεί. Όταν γύρισα στην άλλη πλευρά υπήρχε κάτι εκεί. Κάτι πανέμορφο, αλλά ο τρόπος εμφάνισης του τρομαχτικός. Ήταν ένα κορίτσι. Ένα κορίτσι της ηλικίας μου. Βρισκόταν στην εξωτερική μεριά της βάρκας και στηριζόταν με τους πήχεις της πάνω στην κουπαστή. Το πρόσωπό της ήταν αδύνατο, τα χείλη της είχαν σχεδόν το ίδιο χρώμα με την επιδερμίδα της, που ήταν κάπως ωχρή. Τα μαλλιά της ήταν κατάξανθα, λίγο μακριά και κολλούσαν στο μέτωπό της. Το σώμα της ήταν γυμνό. Και τα μάτια της… ω, εκείνα τα μάτια. Ήταν υπέροχα. Ήταν σχεδόν άσπρα, αλλά και φωτεινά. Αν είχε η αστραπή χρώμα τότε θα ήταν εκείνο. Γιατί εκείνα τα μάτια άστραφταν. Έκανα ένα βήμα προς τα πίσω και σκόνταψα στην κουπαστή. Αν δεν προλάβαινα να κρατηθώ απ’ το σίδερο που υπήρχε για να στηρίζει το κουπί θα έπεφτα στη θάλασσα. Κάθισα πάνω στην κουπαστή απέναντι απ’ το κορίτσι. Με κοιτούσε με μάτια που έλαμπαν και χαμογελούσε. Έδειχνε πολύ ήρεμη. Εγώ αντίθετα ήμουν τρομαγμένος, ξαφνιασμένος και έκπληκτος. Είχα παγώσει. Κοιτούσα το κορίτσι απέναντι μου χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα. «Ποια είσαι;», την ρώτησα, αλλά δεν πήρα απάντηση. Αλλά μου φάνηκε ότι τα μάτια της έλαμψαν περισσότερο, σα να ήθελε να μου πει κάτι. «Τι θέλεις;», ξαναρώτησα. Πάλι σιωπή. Αλλά μετά από λίγο το αριστερό χέρι του κοριτσιού κινήθηκε. Χάθηκε για λίγο πίσω απ’ την βάρκα κι όταν ξαναεμφανίστηκε κρατούσε κάτι. Όταν είδα τι κρατούσε η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπάει. Ήταν το μπουκάλι που είχα βρει και είχα πετάξει το πρωί στη θάλασσα. Τελικά δεν είχε χαθεί. Εκείνη το είχε πάρει, αλλά πώς είχε γίνει αυτό; Άφησε το μπουκάλι μέσα στην βάρκα, πήρε τα χέρια της απ’ την κουπαστή και χάθηκε κάτω απ’ το νερό. Εμφανίστηκε μετά από λίγο, λίγα μέτρα πίσω απ’ τη βάρκα. Το μέρος του σώματός της, απ’ το στήθος και πάνω βρισκόταν έξω απ’ το νερό, αλλά δεν έδειχνε ότι κατέβαλε ιδιαίτερη προσπάθεια για να κρατηθεί εκεί. Κούνησε το κεφάλι της προς τα αριστερά και ύστερα στράφηκε προς τα εκεί, σα να ήθελε να την ακολουθήσω. Έπειτα βούτηξε. Η πλάτη της χάθηκε κάτω απ’ το νερό και πίσω της ξεπρόβαλε μια μεγάλη ουρά ψαριού που κατέληγε σε δυο πτερύγια. Μετά από λίγο βυθίστηκε κι αυτή. Όλα έγιναν μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα και δεν μπόρεσα να συνειδητοποιήσω αυτό που είδα. Η λέξη «γοργόνα» ανέβηκε ξαφνικά στο μυαλό μου. Προσπάθησα να την διώξω. Δεν μπορούσε να είναι αλήθεια. Ή μήπως μπορούσε… Το κορίτσι εμφανίστηκε ξανά πέντε μέτρα πιο μακριά απ’ το σημείο που βρισκόταν πριν. Σίγουρα ήθελε να την ακολουθήσω. Με περίμενε. Χωρίς να είμαι ακόμη σίγουρος γι’ αυτό που είδα, έπιασα τα κουπιά και κατευθύνθηκα προς την κοπέλα. Όταν έφτασα κοντά της βούτηξε πάλι στο νερό. Τότε είδα ξανά εκείνη την ουρά. Ακολουθούσα το κορίτσι σε κάθε σημείο της επιφάνειας που εμφανιζόταν. Κάθε φορά που την πλησίαζα βουτούσε στο νερό και κάθε φορά που βουτούσε έβλεπα την ουρά που έσερνε πίσω της. Όσο πιο πολύ την έβλεπα, τόσο πιο απίστευτο μου φαινόταν. Δεν το είχα καταλάβει, αλλά γελούσα. Κι ενώ η βάρκα κυλούσε μου ήρθε στο μυαλό το μπουκάλι με το σημείωμα και ο γέρος που χάθηκε. Στο σημείωμα υπήρχε ένα σκίτσο. Ένα σκίτσο που έδειχνε έναν άντρα που τον κατάπινε κάποιο τεράστιο ψάρι. Ήταν λάθος. Αυτό που ήθελε να απεικονίσει ο σκιτσογράφος ήταν μια γοργόνα. Αλλά το μυαλό του αρνήθηκε να πιστέψει αυτό που είχε δει. Τρόμαξε, αναστατώθηκε. Η φαντασία του δημιούργησε ένα ψάρι που έτρωγε έναν άνθρωπο. Κι ενώ σκεφτόμουν όλ’ αυτά πρόσεξα ότι το κορίτσι με την ψαρίσια ουρά με οδηγούσε μακριά απ’ το λιμάνι και τα σπιτάκια. Η παραλία συνεχιζόταν και προς τα εκεί, αλλά η ανθρώπινη παρουσία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Μόνο μερικοί κυνηγοί και ψαράδες σύχναζαν εκεί. Η γοργόνα είχε αρχίσει να πλησιάζει την ακροθαλασσιά. Κι εκεί, προς το μέρος το οποίο με οδηγούσε και κάτω απ’ το φως της σελήνης είδα μια σκοτεινή φιγούρα, ακίνητη να την χτυπάει το σχεδόν ασήμαντο νυχτερινό κύμα. Όταν η απόσταση απ’ την παραλία ήταν μόνο είκοσι μέτρα κατάλαβα ότι εκείνη η φιγούρα ήταν ένας άνθρωπος. Η προσοχή μου, αμέσως, εστιάστηκε σ’ αυτόν. Είχα ξεχάσει τη γοργόνα, που στεκόταν ακίνητη δίπλα απ’ την βάρκα καθώς την προσπερνούσα, αφού μου είχε δείξει αυτό που ήθελε. Σε λίγα δευτερόλεπτα η βάρκα μου χτυπούσε στην αμμουδιά. Πήδηξα στο νερό και βρέθηκα δίπλα στον άντρα που βρισκόταν αναίσθητος ή νεκρός εκεί. Μέχρι την μέση του ήταν μέσα στο νερό. Με λίγη δυσκολία τον τράβηξα έξω. Ήταν γέρος, τουλάχιστον εξήντα χρονών. Τα μάτια του ήταν κλειστά, αλλά στο πρόσωπό του υπήρχε σχηματισμένο ένα αμυδρό χαμόγελο. Αν ήταν νεκρός είχε πεθάνει ευτυχισμένος. Ακούμπησα τα δάχτυλα μου στον λαιμό του. Είχε σφυγμό. Κοίταξα το στήθος του. Ανέπνεε, αλλά με δυσκολία. Έβρεξα το πρόσωπό του και τον ταρακούνησα. Μετά από λίγο άρχισε να βήχει. Τον έβαλα να καθίσει και του χτύπησα την πλάτη μέχρι να συνέλθει. «Είστε καλά;», τον ρώτησα. «Είμαι ζωντανός!», είπε αυτός, αλλά δεν κατάλαβα αν με ρωτούσε ή αν το έλεγε στον εαυτό του για να το πιστέψει. Μιλούσε ψιθυριστά. «Ναι,», του είπα «είστε ζωντανός.» Ένας σιγανός ήχος βγήκε απ’ τα χείλη του. Έμοιαζε με γέλιο. Ήταν ζωντανός κι αυτό τον έκανε ευτυχισμένο. Και ποιος δεν θα ήταν ευτυχισμένος που ζει; «Εκείνοι είναι αληθινοί, έτσι;», είπε, γύρισε και με κοίταξε στα μάτια. «Εκείνοι με έσωσαν.» Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Ήταν ο γέρος που χάθηκε το προηγούμενο βράδυ. Η θάλασσα τον είχε βγάλει εκεί. Ή μήπως ήταν κάτι άλλο που τον μετέφερε; Άλλωστε το είπε και ο ίδιος «εκείνοι με έσωσαν». «Είμαι σαράντα χρόνια στην θάλασσα και δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο.», συνέχισε ο γέρος. «Είναι μάγισσα κι έχει πάντα κάτι κρυμμένο για να σε μαγέψει. Όταν τους είδα για πρώτη φορά ταράχτηκα, φοβήθηκα, κόντεψα να τρελαθώ. Νομίζω ότι πάνω στην σύγχυσή μου έγραψα κάτι, αλλά δεν θυμάμαι τι. Μετά με πλησίασαν. Πλησίασαν πολύ. Έτρεμα και δεν ήξερα τι να κάνω. Κάποια στιγμή έχασα την ισορροπία μου και βρέθηκα στο νερό. Ένιωσα χέρια να με πιάνουν και να με σηκώνουν. Νόμισα ότι ήταν άγγελοι που με πήγαιναν στον παράδεισο.». Σταμάτησε απότομα. Κοιτούσε με ανοιχτό το στόμα προς την θάλασσα. «Ω, Θεέ μου, είναι στ’ αλήθεια άγγελοι!» Γύρισα να δω τι ήταν αυτό που κοιτούσε ο γέρος και ήταν πράγματι μαγικό, παραδεισένιο. Μέσα στην ασημένια λωρίδα που σχημάτιζε η αντανάκλαση της σελήνης στα σκοτεινά νερά, ένα κοπάδι γοργόνες έκανε την εμφάνισή του. Ήταν εκατοντάδες, ίσως χιλιάδες. Έβγαιναν απ’ το νερό έχοντας τα χέρια απλωμένα μπροστά τους κι αφού διένυαν ένα μέτρο πάνω απ’ την επιφάνεια της θάλασσας ξαναέπεφταν μέσα, μεταφέροντας τα χέρια τους δίπλα απ’ τα πλευρά τους, σα να ήταν φτερά. Και η παρέλαση αυτή συνεχίστηκε για πολύ ώρα. Δεν μπορούσα να πω αν ήταν οι ίδιες γοργόνες ή διαφορετικές αυτές που έβγαιναν κάθε φορά απ’ το νερό, αλλά συνειδητοποίησα ότι ένας ολόκληρος και ανεξερεύνητος κόσμος κρύβεται μέσα στις ατελείωτες θάλασσες. Πιο ανεξερεύνητος απ’ όσο πολλοί νομίζουν. Όταν οι γοργόνες σταμάτησαν να πηδούν απ’ το νερό η καρδιά μου σφίχτηκε. Είχα δει κάτι μοναδικό. Κάτι που ίσως κανένας άλλος, εκτός από εμένα και τον γέρο δεν είχε δει και μάλλον, ούτε εμείς θα ξαναβλέπαμε. Στεναχωρήθηκα γιατί ήξερα ότι κάποια στιγμή αυτή η ανάμνηση θα έσβηνε. Ίσως να αργούσε, αλλά σίγουρα θα έσβηνε. Έτσι συμβαίνει πάντα με τις όμορφες αναμνήσεις. Αλλά είναι καλύτερα έτσι. Ένα μυστικό κρυμμένο ανάμεσα σε χιλιάδες χαμένες αναμνήσεις είναι δύσκολο να μαθευτεί κι αυτό το ξέρουν κι εκείνοι με την ψαρίσια ουρά. Γύρισα και κοίταξα τον γέρο. Τα μάτια του γυάλιζαν και δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά του. Είναι η συγκίνηση του να ανακαλύπτεις ότι αυτό που ζει μέσα στους μύθους και τις λαϊκές παραδόσεις είναι αληθινό και απερίγραπτα όμορφο. Είναι η διαπίστωση πως είδες κάτι που όσο κι αν έψαχνες, όσο κι αν μοχθούσες δεν θα μπορούσες να το δεις εκτός κι αν αυτό σου αποκαλυπτόταν από μόνο του. Είναι η χαρά που ξέρεις κάτι το οποίο σε κάνει να ξεχωρίζεις ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους. Είναι η θλίψη που νιώθεις ξέροντας ότι δεν πρόκειται να το ξαναδείς. Με αυτές τις σκέψεις να γυρνάνε στο μυαλό μου και καθώς οι πρώτες ακτίνες του ήλιου άρχιζαν να φωτίζουν τον ουρανό, αποκοιμήθηκα ακουμπισμένος στον ώμο του γέρου. ΤΕΛΟΣ Λήμνος, 8-3-03 Edit κατ' απαίτηση του συγγραφέα. Edited June 2, 2010 by Naroualis Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest Anime_Overlord Posted March 8, 2010 Share Posted March 8, 2010 Χαριτωμένη ιστοριούλα αλλά όπως παραδέχεσαι και ο ίδιος πάσχει από αλατοπίπερο. Οι προτάσεις για παράδειγμα συχνά ήταν μικρές και ξερές. Ήθελε μπόλικα επίθετα και συμβολισμούς ή μεταφορές παραπάνω αν με πιάνεις για να φαντάζει πιο λογοτεχνικό. Έπειτα ήταν και η ιστορία από μόνη της που δεν μου άφησε τίποτα. Σαν να περιέγραφες μια μέρα στο ημερολόγιο σου. Δεν είχε ηθικό μύνημα ή απώτερο σκοπό, ούτε προσπαθούσε να είναι τίποτα παραπάνω από μια περιγραφή ενός γργονότος. Αυτό δεν είναι κακό από μόνο του αλλά είπαμε, χωρίς αλατοπίπερο φαντάζει πιο σκέτο κι από ένα ηθικοπλαστικό παραμύθι του κιλού. Τι θα άλλαζα αν το πείραζα; Θα έδινα όνομα στον γέρο, θα έδινα περισσότερο ρόλο στους γονείς, θα έβγαζα το "ψάχνουν το πτώμα" (πως το υποθέτουν ότι πέθανε; ), θα έβγαζα το "ξύπνησα σαν να είδα εφιάλτη" (πολύ κορεσμένο κλισέ και δεν πρόσφερε άλλωστε τίποτα) και θα έβαζα δύο παραπάνω αράδες στο τέλος για να μην φαντάζει τόσο ξεκάρφωτο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted March 9, 2010 Author Share Posted March 9, 2010 Οι παρατηρήσεις που κάνεις είναι σωστές, αλλά όπως ανέφερα και σε άλλο post μου, δεν θέλω να αλλάζω τις ιστορίες μου, ειδικά τις κάποιες παλιές μου, επειδή αντιπροσωπεύουν εμένα, ψυχολογικά και συναισθηματικά, σε μια παλιότερη εποχή. Θα σταθώ μόνο στο σημείο που ανέφερες ότι θα έδινες στον γέρο ένα όνομα. Οι ιστορίες που έγραφα εκείνη την περίοδο (υπάρχουν ακόμη δυο τέτοιες στην Βιβλιοθήκη του site) χαρακτηρίζονταν όλες από την ανωνυμία των ηρώων τους, κυρίως του αφηγητή. Είχα διαβάσει ένα βιβλίο που ήταν γραμμένο με αυτόν τον τρόπο, και μου είχε φανεί ενδιαφέρον, οπότε τον υιοθέτησα. Επίσης, συνήθιζα να γράφω μικρές ιστορίες, γι' αυτό και δεν ενδιαφερόμουν να δώσω έκταση στα άσχετα με την ιστορία κομμάτια, ήθελα απλά να πω την ιστορία. Τα πρώτα μου βήματα στην συγγραφή... συνεχίζω να μαθαίνω Ευχαριστώ για το σχόλιο. Καλημέρα Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted May 27, 2010 Share Posted May 27, 2010 (edited) Είναι όντως μια πολύ γλυκιά ιστορία, τρυφερή, που εξελίσσεται αργά, χωρίς εξάρσεις. Ως ένα σημείο μπορείς να την πεις και αργόσυρτη, αλλά στο τέλος σε ανταμείβει. Σχεδόν άρτια χρήση της γλώσσας, βρήκα μόνο μερικά τυπογραφικά: «και είδα ότι είχε αρχίζει να χαράζει»: τυπογραφικό. αρχίΣει «αυτή τη στιγμή δεν ξέρω ακριβώς τι ώρα είναι»: γιατί ενεστώτας; Αφού όλη η ιστορία είναι γραμμένη σε παρελθοντικό χρόνο. «με οδηγούσε μακριά απ’ το λιμάνι και σπιτάκια»: ένα άρθρο σου λείπει Αδυναμίες του κειμένου: Με ξενίζει λίγο η ιδέα του μεθυσμένου που κάνει πλάκες. Τέτοιες πλάκες τις σκέφτονται συνήθως πολλοί μεθυσμένοι μαζί. Ένας μεθυσμένος θα έγραφε κάτι τέτοιο, μόνο αν έβλεπε παραισθήσεις από το πιοτί, και τότε θα δικαιολογούνταν και τα τρεμάμενα πράγματα (ο μεθυσμένος πραγματικά πιστεύει ότι τον τρώει το μοχθηρό πλάσμα). Και τότε θα έπρεπε να δόσεις και μια νότα οίκτου για τον κακομοίρη. Άλλη, η οποία όμως είναι αρκετά σημαντική, είναι ότι δεν είναι εμφανές ότι όσο είναι στη βάρκα είναι νύχτα. Καθόλου εμφανές, διαβάζοντας το είχα ξεχάσει και μου το θύμισε μόνο η τελευταία σκηνή με το χορό των γοργόνων στο σεληνόφως. Δώσ’ του λίγο αληθοφάνεια ακόμη, τόνισε το γεγονός. Βάλε ένα φαναράκι στη βάρκα και στο φως του να βλέπει τη γοργόνα. Βάλ’ τον να την παρακολουθεί με το φανάρι, γιατί νύχτα στη θάλασσα δε βλέπεις στα πέντε μέτρα, έτσι δεν είναι; Edited May 27, 2010 by Naroualis Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted June 2, 2010 Author Share Posted June 2, 2010 (edited) Καλημέρα Ευθυμία. Ευχαριστώ για το σχόλιο και για τις διορθώσεις, και η αλήθεια είναι πως ρίχνοντάς του ακόμη μια ματιά εντόπισα κι εγώ, μερικά τυπογραφικά ακόμη. Όσον αφορά την ιστορία. Η ιδέα του μεθυσμένου ήταν κάτι που σκέφτηκε το παιδί της ιστορίας ως τρόπο προέλευσης του μπουκαλιού. Ο γέρος απλώς είχε βγει το βράδυ στην θάλασσα κι έγραψε το μήνυμα πάνω στην τρομάρα του, όταν είδε την γοργόνα. Το σκίτσο του ψαριού που τρώει έναν άνθρωπο είναι στην ουσία η απεικόνιση της γοργόνας, κάτι το οποίο δεν μπορούσε να πιστέψει ο γέρος και του έδωσε αυτήν την μορφή. Φαντάζομαι ότι μερικές διεκρινήσεις παραπάνω θα φαίνονταν χρήσιμες και θα έκαναν το κείμενο πιο κατανοητό. Μάι μπαντ :Ρ Έζησα όλα τα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων και της εφηβείας μου στα Σπιτάκια κι έχω βγει πολλές φορές για βραδινή βαρκάδα, όπως ο νεαρός της ιστορίας. Στο κείμενο μέσα αναφέρεται ότι το συγκεκριμένο βράδυ υπήρχε πανσέληνος, και σ' ένα τέτοιο, φωτεινό βράδυ μπορείς να δεις αρκετά. Και είναι πανέμορφα... αν και σε αγριεύει λίγο, είναι η αλήθεια Πάντως, η ιδέα για το φαναράκι, που είπες, είναι αρκετά καλή, και θα έκανε το περιβάλλον πιο γραφικό. Και πάλι ευχαριστώ. Μια μικρή βοήθεια: δεν μου βγάζει δυνατότητα Edit στο αρχικό κείμενο. Μπορεί κάποιος Mod να βοηθήσει; Edited June 2, 2010 by Mesmer Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.