Jump to content

Το Δέντρο


anomanter

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Δημήτρης Φιλόκ

Είδος: Φαντασία

Βία; Άνευ

Σεξ; Άνευ

Αριθμός Λέξεων: χίλιες εξακόσιες τόσες

Αυτοτελής; Μάλλον Ναι

 

 

 

Με λένε Γιόχαν, οι φίλοι μου όμως πάντα με φώναζαν Καπνό. Στην αρχή με πείραζε αλλά σιγά σιγά το συνήθισα. Είμαι δεκατεσσάρων ετών αλλά φαίνομαι για μικρότερος, έτσι λένε. Η μητέρα μου πέθανε στα πέντε μου χρόνια από μια αρρώστια...

 

Περπατάμε εδώ και τρεις μέρες. Η έρημος είναι χειρότερη από όσο νόμισα, είναι χειρότερη κι από νεκροταφείο. Το φως είναι αφόρητο, η άμμος βυθίζεται κάτω απ’ τα πόδια μας σαν να θέλει να μας καταπιεί. Τα γόνατά μου λυγίζουν. Καίω, δεν έχω άλλο ιδρώτα. Δεν πρέπει να σταματήσω, όχι ακόμα. Ο πατέρας μου μ’ ακολουθεί δύο βήματα ξοπίσω. Ακούω τη βαριά του ανάσα. Δεν μιλάει. Ποτέ δεν μιλούσε πολύ αλλά τώρα ούτε καν απαντά στις ερωτήσεις μου.

 

- Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα μπροστά μας;

 

- ...

 

- Είμαστε μήπως χαμένοι ολότελα; Τελικά, θέλω να πω.

 

- ...

 

- Διψάω.

 

 

 

Ο μπαμπάς είναι πιο σιωπηλός κι από την έρημο.

 

Δεν θα μπορέσω ποτέ να περιγράψω, όσο σοφός και να γίνω μια μέρα, πόσο περιττές αισθάνομαι τις λέξεις που ξεστομίζω όταν απευθύνομαι στον πατέρα μου. Λες και θα ’πρεπε να γνωρίζω όλες τις απαντήσεις από πριν. Λες και θα ’πρεπε καλύτερα να το είχα βουλώσει.

 

Έτσι σκέφτομαι συνέχεια παράξενα πράγματα, όπως ότι μακάρι να ήμουν στ’ αλήθεια καπνός και να διέσχιζα την έρημο σε μια μόνο μέρα. Ή ότι όλα αυτά, ο πόλεμος και η αναγκαστική ξενιτιά και η πορεία στην έρημο, έχουν μια βαθύτερη σημασία που αν καταφέρω να την αποκρυπτογραφήσω θα καταλάβω προς τα πού πάμε. Άλλες φορές μιλάω με τον εαυτό μου:

 

- Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα μπροστά μας;

 

- Έχουμε πάρα πολύ δρόμο ακόμα. Λένε ότι κανείς δεν μπορεί να διασχίσει την έρημο χωρίς να χάσει ολότελα ένα κομμάτι απ’ τον εαυτό του, οι περισσότεροι άφησαν πίσω ένα άψυχο σώμα και τώρα περιπλανιούνται στις πόλεις σα φαντάσματα. Είμαστε ήδη μισότυφλοι κι αδυνατισμένοι, με ρημαγμένα ρούχα και κορμιά, σα φαντάσματα.

 

- Είμαστε μήπως χαμένοι ολότελα; Τελικά, θέλω να πω.

 

- Είμαστε ένα με τούτο το δρόμο. Ό,τι και να γίνει, ένα κομμάτι απ’ το είναι μας το’ χει κιόλας καταπιεί η έρημος.

 

- Διψάω.

 

- Αρκετά!

 

 

 

Γίνομαι κουραστικός το ξέρω. Τα πράγματα έτσι κι αλλιώς άρχισαν να πηγαίνουν στραβά εδώ και πολύ καιρό. Μάλλον από τότε που πέθανε η μαμά. Ή από τότε που ο μπαμπάς μιλούσε όσο γινόταν λιγότερο. Ήταν τόσο άσχημα που δε θυμάμαι καν τι ήρθε πρώτα και τι ύστερα, ούτε θέλω να θυμάμαι πόσο μικρός ήμουν. Εντάξει. Πέρασε τώρα.

 

 

 

Ας μιλήσω λίγο για τον μπαμπά μου. Τον λένε Υετό και είναι ο πιο ψηλός στο χωριό. Ποτέ δεν μιλάει πολύ, κι εγώ όπως εξήγησα, αποφεύγω τις πολλές ερωτήσεις. Επειδή είναι ψηλός και σιωπηλός, οι άνθρωποι στο χωριό τον ονόμασαν Δέντρο. Έχουν δίκιο που τον λένε έτσι γιατί τα χέρια του και τα πόδια του είναι μακριά κι αδύνατα, και τα δάχτυλά του είναι γεμάτα ρόζους, και το πρόσωπό του είναι ήρεμο πάντα και όταν σε κοιτάζει έχεις συνέχεια την αίσθηση ότι στέκεσαι στη σκιά ενός δέντρου.

 

Τα γένια του είναι πυκνά και γκρίζα και μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι είναι πολύ περισσότερα απ’ τα μαλλιά του. Μ’ αρέσει που κρατά πάντα ένα ραβδί όσο και το μπόι του. Αυτό τον κάνει να φαίνεται πολύ σπουδαίος, αν και είναι ένας απλός μαραγκός.

 

Η δουλειά του είναι να κόβει ξύλα και να φτιάχνει απ’ αυτά χρήσιμα πράγματα. Ποτέ οι άλλοι δεν του λένε τι να φτιάξει, απλά περνάνε πότε πότε κι αγοράζουν. Αλλά μερικές φορές δεν έχουν τίποτα για να πληρώσουν και το Δέντρο τους τα χαρίζει. Και οι άλλοι νιώθουν μεγάλη ευγνωμοσύνη κι αμηχανία και μας καλούν σπίτι τους και τρώμε. Αυτό πάντα μου φαινόταν πολύ περίεργο. Πρώτα γιατί εμείς είμαστε ξένοι στο χωριό και δεν μας συμπαθούν γενικά, και δεύτερο επειδή, εκεί στα ξένα σπίτια μιλάνε μεταξύ τους πολύ και μαλώνουν και γελάνε ενώ εμείς στο σπίτι μιλάμε ελάχιστα, για τα πιο βασικά. Αλλά απ’ την άλλη, διαβάζουμε και γράφουμε. Οι άλλοι δεν ξέρουν να γράφουν και να διαβάζουν. Ίσως γι’ αυτό να μιλάνε τόσο.

 

 

 

Όλες οι ιστορίες που έχω ως τώρα ακούσει αρχίζουν κάπου μακριά απ’ την έρημο. Σε μια πόλη ή σε ένα πανδοχείο ή βαθιά στο δάσος, αλλά ποτέ στην έρημο. Η έρημος δεν έχει καμιά ελπίδα να φανερώσει, επειδή όλα έχουν σταματήσει από καιρό και περιμένουν.

 

 

 

 

 

 

 

 

Ήταν η τρίτη μέρα του ταξιδιού. Το Δέντρο και ο Καπνός είχαν βρει ένα μικρό ποτάμι ανάμεσα σε ψηλούς βράχους και κάθισαν στον ίσκιο να ξεδιψάσουν. Ο Καπνός είχε έναν μικρό σουγιά και σκάλιζε ένα κομμάτι ξύλο. Το Δέντρο αποκοιμήθηκε. Η ώρα περνούσε. Σε λίγο ο ήλιος θα έγερνε να πέσει. Ο Καπνός σκέφτηκε να ξυπνήσει τον μπαμπά του για να ξαναρχίσουν το ταξίδι αλλά ύστερα το μετάνιωσε. Ήταν καλά εδώ, είχαν νερό και ίσκιο. Λίγο πιο πέρα μπορεί και να μην έβρισκαν τίποτα. Ίσως να γυρνούσαν πίσω, ποιος ξέρει. Αλλά πίσω ήταν ο πόλεμος. Στο ξύλο του ήθελε να σκαλίσει το πρόσωπο του πολέμου και δεν του βγήκε καλό. Δεν είχε συμμετρία. Το ένα μάγουλο ήταν μεγαλύτερο από τ’ άλλο και τα μάτια του δεν ήταν στη μέση. Αλλά δεν πειράζει, μπορεί έτσι να’ ναι κι ο πόλεμος, σκέφτηκε. Άκουσε κάτι μακριά που έμοιαζε με φωνή. Μετά ένα σφύριγμα. Τρόμαξε. Σκούντησε το Δέντρο και σύρθηκε κοντά του. Οι φωνές πλησίαζαν. Το Δέντρο είχε παραμείνει ακίνητο, ξαπλωμένο στο ένα πλάι με τα μάτια ανοιχτά. Ο Καπνός ένιωσε το φόβο να τον κυριεύει. Μετρούσε τους διαφορετικούς ήχους.

 

- Η έρημος κάνει τους ανθρώπους βράχια. Είπε ο πρώτος στρατιώτης.

 

Λίγο πιο πίσω ξεπρόβαλλαν σιγά σιγά κι άλλοι, ντυμένοι με τα ίδια γκρίζα χρώματα. Ο ήλιος έκανε το μέταλλο στη στολή τους να γυαλίζει.

 

- Η έρημος λιώνει τα βράχια σιγά σιγά, απάντησε κάποιος άλλος λίγο πιο πίσω.

 

Ο πρώτος στρατιώτης χαμογέλασε και είπε.

 

- Αυτοί εδώ, μοιάζουν λίγο στο βράχο. Κι από το πώς ιδρώνουν θα’ λεγα ότι όπου να’ ναι θα λιώσουν.

 

Ο Καπνός ανατρίχιασε. Γιατί ο μπαμπάς του δεν του είπε ποτέ ότι κινδύνευαν να λιώσουν; Σηκώθηκε ταραγμένος και τίναξε τα χέρια και τα πόδια του να δει μήπως κάτι μέσα του είχε ήδη γίνει βράχος. Οι στρατιώτες γέλασαν. Τα σκυλιά έσκυψαν να πιουν νερό στο ρυάκι.

 

Το Δέντρο σηκώθηκε με αργές και προσεκτικές κινήσεις, κρατώντας στα χέρια το ραβδί του. Οι στρατιώτες ακούμπησαν το χέρι πάνω στη λαβή των σπαθιών τους.

 

- Ακούστε. Είπε το Δέντρο. Είμαστε πρόσφυγες. Όπως βλέπετε, δεν έχουμε κανένα πράγμα αξίας δικό μας.

 

Ο στρατιώτης που μάλλον ήταν ο αρχηγός γύρισε προς τους συντρόφους του και είπε:

 

- Πρώτα το παιδί.

 

Αμέσως δυο ιππότες προχώρησαν προς το μέρος του Καπνού κοιτάζοντας το Δέντρο στα μάτια. Το βλέμμα τους ήταν σκοτάδι και χαρακιές. Μόνο σκοτάδι και χαρακιές. Ο ένας έπιασε τον Καπνό απ’ τα μαλλιά και τον πέταξε χάμω. Το παιδί κοίταξε τον πατέρα του κι άρχισε να δακρύζει βουβά. Ο στρατιώτης κοίταξε τον αρχηγό του για μια μόνο στιγμή. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του με τον τρόπο που θα έδινε μια διαταγή. Ο στρατιώτης σήκωσε το σπαθί του ψηλά και στο πλάι. Για μια στιγμή η ασημένια λεπίδα άστραψε στον ήλιο.

 

Ο Καπνός, καταλαβαίνοντας την απειλή, πρόφτασε μονάχα να πει, «μαμά» κι έκλεισε τα μάτια σφιχτά. Έτσι δεν είδε τον μπαμπά του να σηκώνει το ραβδί από τη γη και να αλλάζει τα πάντα τριγύρω.

 

Δεν είδε το ραβδί να σκίζει τον αέρα με τον τρόπο που ένα ψαλίδι κόβει στα δυο ένα κομμάτι ύφασμα. Ο στρατιώτης με το σπαθί της θυσίας χάθηκε στο σκοτάδι.

 

 

- Τι είδες, στρατιώτη;

 

- Το φως να σκίζεται είδα. Να γίνεται δυο κομμάτια. Κι ανάμεσά τους είδα το σκοτάδι. Που πρώτα άγγιξε το σπαθί μου και το έκοψε.

 

- Το έκοψε;

 

- Ναι. Και ύστερα έκοψε το χέρι μου. Ό,τι ακουμπούσε πάνω στο σκοτάδι που έκοψε το φως, κοβόταν ολότελα. Προσπάθησα να ξεφύγω, αλλά τα πόδια μου δεν με άκουγαν. Σαν να ήθελαν κι αυτά να ακουμπήσουν στο σκοτάδι.

 

- Φοβήθηκες;

 

- Όχι. Ήθελα όμως πολύ να δω τι είναι εκεί πέρα, στη σκιά.

 

- Τι ήταν λοιπόν μέσα στο σκοτάδι;

 

- Δεν ήταν ο θάνατος. Κάνεις λάθος αν με ρωτάς κάτι τέτοιο.

 

- Και πώς γνωρίζεις ότι κάνω λάθος;

 

- Επειδή ο θάνατος είναι να σταματάς να υπάρχεις. Δεν θα σου μιλούσα τώρα, αν μέσα στο σκοτάδι των ματιών μου συναντούσα το θάνατο.

 

- Εντάξει. Μπορείς να σταματήσεις να μιλάς αν έτσι θες.

 

- Ποιος είσαι;

 

- Σσσστ!

 

 

 

Ο ήλιος έπαψε να καίει. Η έρημος έπαψε να υπάρχει. Μια μυρωδιά από βροχή πάνω σε γρασίδι υπήρχε μόνο. Μια περαστική μέλισσα που βούιζε ρυθμικά.

 

Ο Καπνός ανοίγοντας τα μάτια, νόμισε για μια στιγμή ότι είχε πεθάνει απ’ το σπαθί εκείνου του στρατιώτη με το πικρό βλέμμα. Αλλά κοντά του ήταν ο μπαμπάς και τον κοίταζε χωρίς να μιλάει.

 

Ήταν ένα λιβάδι καταπράσινο παντού τριγύρω. Μέχρι πέρα στο βάθος του ορίζοντα έβλεπες πράσινο.

 

- Πού είμαστε; Ρώτησε το παιδί.

 

- …

 

- Τι έγινε; Ξαναρώτησε.

 

- Έπρεπε να φύγουμε μικρέ μου Γιόχαν. Δεν γίνονταν να μείνουμε άλλο στην έρημο.

 

- Ναι, αλλά πώς; Οι στρατιώτες ήθελαν…

 

- Ναι.

 

- Και τώρα;

 

- Δεν ξέρω. Στ’ αλήθεια δεν ξέρω.

 

- Που είμαστε;

 

- Σ’ ένα όνειρο…

 

- Μπαμπά;

 

- Τι;

 

- Τι Τι; Γιατί δεν μου λες την αλήθεια;

 

- Καλά.

 

Το Δέντρο ακούμπησε χάμω το ραβδί του και κάθισε πάνω στο γρασίδι αργά αργά, σαν να φοβόταν να μη σπάσει κάτι. Τώρα ήταν σχεδόν στο ίδιο ύψος μεταξύ τους. Ύστερα από λίγο άρχισε να μιλάει:

 

- Ο μόνος τρόπος για να σταματήσω το θάνατο ήταν να σε πάρω μακριά μαζί μου. Μακριά απ’ αυτούς θέλω να πω.

 

- Πού είμαστε;

 

- Στη χώρα που πηγαίνουν τα όνειρα όταν πεθαίνουν.

 

- Ε;

 

- Τι ε;

 

- Είμαστε δηλαδή όνειρα που πέθαναν;

 

- Ναι. Κάτι από μένα κι από σένα έχει ολότελα χαθεί.

 

- Μπαμπά με κοροϊδεύεις. Και γιατί συνεχίζουμε να υπάρχουμε και να μιλάμε;

 

- Επειδή κάτι από μένα κι από σένα δεν είναι όνειρο… Έλα. Χρειάζεται να προχωρήσουμε ξανά μπροστά.

 

- Μπροστά; Προς τα πού;

 

Το Δέντρο τεντώθηκε κάνοντας τα κόκαλά του να τρίξουν.

 

- Όχι άλλο ερωτήσεις. Η μαγεία δεν είναι ερωτήσεις. Είναι ο τρόπος να φαντάζεσαι μέσα στη σιωπή… Ναι. Αυτό νομίζω ότι είναι. Κι όσα είπα είναι ήδη αρκετά για το πρώτο μας μάθημα…

Link to comment
Share on other sites

Πότε ακολουθεί το δεύτερο μάθημα; Πολύ το επιθυμώ, τώρα που με γλύκανες μ' αυτή την πρώτη γεύση.

Δεν θα ρωτήσω τίποτα, μια που η μαγεία δεν είναι ερωτήσεις. Θα περιμένω μόνο να δω...

Link to comment
Share on other sites

Όμορφη, αν και πικρή (για το δικό μου αισθητήριο) ιστορία.

Σοβαρή, λιτή, "μαγική", σίγουρα σκοτεινή και Αυτοτελής: Μάλλον όχι!

Διακρίνω ένα πονηρό κλείσιμο ματιού στο "Τι;" και στο "Ε;" (για όσους δεν καταλαβαίνουν αυτό το σχόλιο, έχω να τους προτείνω να διαβάσουν τη "Νεραϊδοφωνή").

Τέλος, μου άρεσε το παιχνίδι με τις λέξεις: Υετός, Δέντρο, Καπνός - δουλεύουν δημιουργικά με το υποσυνείδητό μου!

 

Ωραία θα είναι να διαβάσω και τα επόμενα μαθήματα.

Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Πολύ γοητευτική ιστορία, όσο πρέπει αόριστη κι όσο χρειάζεται συγκεκριμένη. Έχεις έναν τρόπο να περιγράφεις με αόριστες λέξεις πολύ συγκεκριμένα πράγματα, να υποβάλεις την έννοια της απειλής που αρχίζει να μου γίνεται οικείος. Αν ποτέ διαβάσω κάτι δικό σου, χωρίς να ξέρω το συγγραφέα, υποθέτω ότι θα το αναγνωρίσω, η γραφή σου έχει αρχίσει να ξεχωρίζει μέσα στο μυαλό μου. Καλό αυτό, θα πει ότι έχεις αναπτύξει όσο χρειάζεται το προσωπικό σου στυλ.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Καλό, αν και εμένα προσωπικά θα μου άρεσε πιο συγκεκριμένο!

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..