Cassandra Gotha Posted March 12, 2010 Share Posted March 12, 2010 (edited) Λέξεις: 655 Ευθυμία, ευχαριστώ που με βοήθησες να ξεκολλήσω κι εγώ. Δεν ξέρω αν λέει κάτι αυτό το κείμενο, πάντως για 'μένα λέει ότι επιτέλους μπόρεσα να γράψω, να βάλω μερικές λέξεις στη σειρά, που να βγάζουν κάποιο νόημα. Τελευταία είχα κολλήσει άγρια. Ορίστε λοιπόν, το δικό μου φλασάκι για το τόπικ σου: Ο φύλακας έφτιαξε χωνί με τις παλάμες του και φώναξε στον άνεμο. «Ωωωωωωω!» φώναξε δυνατά κι αργόσυρτα, να τον ακούσουνε οι άλλοι και να ξέρουν. Πέρασε το χέρι του πάνω απ’ το κεφάλι, έπιασε την κουκούλα του απ’ την πλάτη και τη σήκωσε. Έβρεχε. Συνέχισε το δρόμο του, ήταν κοντά πια, δεν έπρεπε να καθυστερήσει άλλο. Καθώς ανηφόριζε άκουσε κλάμα. Δεν έδωσε σημασία, ήξερε πως ήταν μια από αυτές. Συνέχισε με σταθερό βήμα το δρόμο του. Από τα δεξιά, προς τον γκρεμό, απλώθηκε σκοτάδι. Σα να του έβαζε κάποιος παγίδα, να μη βλέπει την άκρη του δρόμου, και να πέσει. Όμως εκείνος ήξερε πού σταματάει το χώμα και πού αρχίζει το κενό και δεν πάταγε στην άκρη. Βοή ακούστηκε απ’ το βουνό κι αμέσως ένιωσε το βράχο να κουνιέται. Δεν τρόμαξε, μόνο σταμάτησε για λίγο μέχρι να τελειώσει ο σεισμός. Χαλίκια ξέφυγαν από τ’ αριστερά του, μα ούτε πέτρα δε τον χτύπησε, ούτε η γη τον εγκατέλειψε. Συνέχισε να προχωρά. Έφτασε κάποτε στην κορυφή και σήκωσε τα μάτια. Εκείνες τον περίμεναν, ήταν εκεί. Καθισμένες κατάχαμα, τρώγοντας αμύγδαλα που τα έσπαζαν πάνω σε πέτρες ήταν η Θύμηση, η Πείνα, η Αγάπη και η Απώλεια. ΄Όλες τους νέες κι όμορφες, όλες με άσπρα μαλλιά και μαύρα μάτια, αδερφές και φίλες κι ερωμένες. Ο φύλακας το έβγαλε απ΄ την τσέπη του. Τις πλησίασε κρατώντας το στην απλωμένη του μπροστά παλάμη. Τότε η Θύμηση σηκώθηκε, τον κοίταξε και ρώτησε: «Τι γυρεύεις μ’ αυτό στο χέρι, Φύλακα;» «Ζητάω να θυμηθώ, ζητάω να μην ξεχάσω». Τον κοίταξε κι η Πείνα και τον ρώτησε: «Κι αν μου το έδινες, τι θα ‘θελες για πίσω;» «Ποτέ κανείς να μην ξαναπεινάσει, ούτε εγώ, ποτέ να μην μας έβρισκες ξανά, σ’ αυτό που φυλάω σε ξορκίζω». Και η τρίτη αδελφή, η Αγάπη, που ήταν κολλημένη απ’ τον ώμο με την αδερφή της την Απώλεια, του γέλασε και είπε: «Ξέρω τι θέλεις από μας, ξέρουμε τι γυρεύεις. Μα θα το βρεις και θα το χάσεις, ό,τι κι αν επιλέξεις». Τότε ο φύλακας, που δε νοιαζότανε μονάχα για τον ίδιο, τις κοίταξε και φώναξε πια θυμωμένος. «Δε με φοβίζετε αδελφές, και δεν μπορείτε να με μπερδέψετε με τις μαυλιστικές φωνές σας! Εγώ ήρθα ως εδώ, φέρνοντας αυτό που μου ανατέθηκε κάποτε να φυλάξω. Μη με διώχνετε τώρα με τις κοροϊδίες σας, μη με δυσκολεύετε άλλο. Δεν φεύγω αν δεν το πάρετε να το φυλάτε εσείς!» Και κάθισε κάτω στον ξερό βράχο και περίμενε. Οι κοπέλες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και χαμήλωσαν τα μάτια. Καμιά δε μίλησε, ούτε αυτός. Ήρθε η νύχτα, ήρθε η μέρα, κι αυτές εκεί, σαν πέτρινα αγάλματα, κι ο φύλακας να ξαπλώνει και να κάθεται και να ξαναξαπλώνει στην ξερή κι άγονη γη. Πέρασαν έτσι χρόνια, αιώνες, και κανείς δεν έμαθε ποτέ αν τις έπεισε. Γιατί κανείς δεν ανέβηκε εκεί πάνω ποτέ ξανά. Οι άλλοι που τον περίμεναν δεν άκουσαν τίποτα απ’ αυτόν. Όταν ακούστηκε ο σεισμός νόμισαν πως σκοτώθηκε. Κι έτσι, γύρισαν όλοι σπίτια τους και σταμάτησαν να μιλάνε. Γιατί άμα ξαναμιλούσαν θα ήτανε γι’ αυτόν, και κανείς δεν το ήθελε. Μόνο εγώ, σε ένα όνειρό μου, ανέβηκα στην κορυφή και ήμουν μόνη. Την ώρα που ανέβαινα άκουσα γέλιο χαρούμενο. Ήξερα πως ήταν αυτές. Στα δεξιά μου υπήρχε ο γκρεμός, και ήταν ολοφώτιστος, να μην παραπατήσω πουθενά και πέσω. Περπάταγα και έβλεπα πως είχανε φυτρώσει χορταράκια στο άλλοτε άγονο τοπίο. Αέρας φύσηξε από ψηλά και σκόρπισε δροσιά και αρώματα, γιατί ήμουνα η Άνοιξη. Φτάνοντας τους είδα, είδα τις πέτρινες μορφές αγκαλιασμένες κάτω από τη γέρικη αμυγδαλιά. Πλησίασα και κοίταξα στο πρόσωπο τον άντρα. Έδειχνε ήρεμος, ανακουφισμένος, μ’ ένα αχνό χαμόγελο να το μισοσκεπάζουν τα κάτασπρα μαλλιά της Θύμησης. Μπροστά στα πόδια του ήταν πεσμένα ακόμα τα κελύφη από τ’ αμύγδαλα που έτρωγαν τότε οι αδελφές. Σχημάτιζαν μια λέξη: ΧΡΟΝΟΣ, και κατάλαβα πως ήταν το όνομά του. Κατάλαβα και πως ό,τι κι ήτανε αυτό που είχε κουβαλήσει ως εκεί, το πέρασε στα χέρια της Θύμησης, της Πείνας, της Αγάπης και της Απώλειας να το φυλάνε. Edited March 12, 2010 by Cassandra Gotha Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
manstredin Posted March 14, 2010 Share Posted March 14, 2010 Όμορφες και πολλές εικόνες στριμωγμένες σε ένα φλασάκι! Μου άρεσε και το παιχνίδι με τις λέξεις-οντότητες, αν και κάπου χάθηκα ως προς το πως συνδυάζονται όλα μεταξύ τους για να φτιάξουν ένα ενιαίο ψηφιδωτό νοήματος. Από τεχνικής πλευράς, το μόνο που μ΄ενόχλησε ήταν εκείνο το "δε" στην φράση "...μα ούτε πέτρα δε τον χτύπησε...". Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted March 14, 2010 Share Posted March 14, 2010 Μου άρεσε αυτό το φλασάκι. Πολύ πετυχημένες οι οντότητες και η σχέση τους με το χρόνο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted March 15, 2010 Author Share Posted March 15, 2010 Πόσο φοβόμουν όταν είδα ότι είχα δύο σχόλια... Αλλά εντάξει, δεν έφαγα ντομάτες. Ευχαριστώ που ήσαστε καλές μαζί μου! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Διγέλαδος Posted March 15, 2010 Share Posted March 15, 2010 (edited) Θυσίασε δηλαδή το χρόνο του στις αδερφές για να μη ξαναπεινάσει το χωριό του; Χρειάστηκα δυο φορές να το διαβάσω γιατί κάπως απορροφήθηκα από τη λυρικότητα των διαλόγων. Μου άρεσε πολύ (η λυρικότητα). Κάτι μου θύμησε από τα παλιά. Την πρώτη φορά που το διάβασα νόμιζα ήταν πολύ πιο συμβολικό. Ότι αυτός συμβόλιζε την (αθάνατη) ζωή και έδωσε στις αδερφές την αθανασία του (θνησιμότητα σ' αυτόν) και έτσι ήρθε ο χρόνος και οι κύκλοι της ζωής (χειμώνας-θάνατος, άνοιξη-ζωή) με αποτέλεσμα να μπορέσει να καρποφορήσει η Γη. Μετά το ξαναδιάβασα και σκέφτηκα μήπως είναι πιο απλό (η πρώτη πρόταση που γράφω δηλαδή). Άλλο ένα δίηγημα σαν όνειρο. (που αναλύεται σε δυο επίπεδα: το επιφανειακό, και το πιο βαθύ/συμβολικό). Δεν ξέρω αν αυτό είχες στο μυαλό σου. Αλλά θα μπορούσες να το πετύχεις ακόμα καλύτερα αν υπήρχε πιο ξεκάθαρη η διαφορά μεταξύ επιφανειακού και συμβολικού. Δηλαδή οι αδερφές να πλησίαζαν περισσότερο την πραγματικότητα; χμμμ Υ.Γ. Ο τίτλος σούπερ. Σε τραβάει να διαβάσεις το δίηγημα. Edited March 15, 2010 by Διγέλαδος Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Drake Ramore Posted March 15, 2010 Share Posted March 15, 2010 Πολύ καλό φλασάκι! Δίνει την δυνατότητα στον καθένα που το διαβάζει να βγάλει εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.