Jump to content

Μια Στάση στου Νεκρού Χρυσοθήρα


DinoHajiyorgi

Recommended Posts

Ξεφύσησε το σιδερένιο άλογο και σήκωσε πυκνό ατμό που κατάπιε προς στιγμή τον σταθμό του Νεκρού Χρυσοθήρα. Η μπάρα που ένωνε τις ρόδες της μηχανής έκανε μια στροφή και ακινητοποιήθηκε, νικημένη από το υδραυλικό φρένο. Είχαν σταθμεύσει εδώ και ένα τέταρτο της ώρας, όσο όμως το τέρας ξεδιψούσε, σφύριζαν οι φλέβες του καυτές και αποζητούσε ανυπόμονο να καλπάσει πάνω στις ράγιες του. Ο μηχανοδηγός κρατούσε γερά τους μοχλούς του, άγρυπνος στις διαθέσεις αυτού του μεταλλικού θηρίου, πιο ζωηρού και ατίθασου κι από ένα αδάμαστο μπρόνκο.

 

Το τράνταγμα μεταδόθηκε αισθητά ως τα πίσω βαγόνια και έβγαλε τον Σίγιε από την αποχαύνωση του. Δεν είχε αντιληφθεί καν ότι είχαν σταματήσει. Στην εξάντληση του ταξιδιού, ονειροβατούσε μεταξύ ύπνου και ξύπνιου για τις τελευταίες δέκα ώρες, χαμένος σε λευκά, κενά οράματα. Έτριψε τα μάτια του και κοίταξε έξω από το βρώμικο τζάμι δίπλα του. Πέρα από τις γλώσσες του ατμού διάβασε το όνομα στην ξύλινη οροφή του σταθμού. Η μισή καρότσα στην οποία επέβαινε ήταν τώρα άδεια. Οι περισσότεροι επιβάτες είχαν κατέβει να ξεμουδιάσουν αγνοώντας την ανυπόφορη ζέστη. Δεν φυσούσε, η άμμος όμως έβρισκε τρόπο να γαργαλάει τα ρουθούνια του, αιωρούμενη από τα ελάχιστα παράθυρα που έστεκαν ανοιχτά. Σήκωσε το παγούρι του και δρόσισε το λαρύγγι του, παρατηρώντας ταυτόχρονα όσες γυναίκες είχαν εναπομείνει μαζί του στο βαγόνι. Το βλέμμα τους ήταν εστιασμένο πάνω του, καχύποπτο, σκιαγμένο. Το δέρμα του είχε το χρώμα της ερήμου και ο διαπληκτισμός με τον εισπράκτορα ήταν ακόμα έντονος στην μνήμη όλων. Όλος ο εκνευρισμός βέβαια ανήκε στον υπάλληλο των σιδηροδρόμων. Στον πατέρα του όφειλε την ακλόνητη του υπομονή και ψυχραιμία που του είχε κερδίσει την αντιπαράθεση. Ο Σίγιε κουβαλούσε πλέον το επίθετο της λευκής του οικογένειας, και είχε κάθε δικαίωμα να ταξιδεύει στην πρώτη θέση.

 

Κατέβηκε από το τρένο και οι μπότες του προσγειώθηκαν στην κίτρινη άμμο που τον είχε γεννήσει. Επέστρεφε, πρώτη φορά από την μέρα που η μητέρα του, η Κάι, τον παρέδωσε μωρό στους αετούς, που τον σήκωσαν στα γαμψά τους νύχια, μακριά από τους σκορπιούς που είχε στείλει ο παππούς του. Εκείνη δεν μπορούσε να ακολουθήσει. Είχε δώσει τη ζωή της για να ζήσει εκείνος. Ατένισε το σημείο που χάνονταν οι ράγιες στον ορίζοντα. Είχε ακόμα δρόμο μέχρι να βρεθεί στα λημέρια που στοίχειωναν τους εφιάλτες του. Η Σάντα Φε ήταν μισής μέρας απόσταση από το σημείο που ο Τζον Σμιθ, ο χρυσοθήρας, είχε πέσει νεκρός κάπου εδώ κοντά. Σκελετό τον βρήκαν, με την αξίνα του καρφωμένη στο Δάκρυ των Ναβάχο, το μοναδικό πηγάδι στο κέντρο αυτής της ανελέητης ερήμου. Τον καιρό του παππού του, οι Ντινέ σταματούσαν εδώ για να ποτίσουν τα άλογα τους. Οι λόφοι λένε είχαν χορτάρι τότε. Και αρκετό κυνήγι. Πριν τους χρυσοθήρες, πριν τους αποίκους. Πριν την Μεγάλη Πορεία.

 

Οι υπάλληλοι του σταθμού πάλευαν ακόμα με την προβοσκίδα του πύργου νερού. Είχε περίπου άλλα δεκαπέντε λεπτά μέχρι να σφυρίξουν την αναχώρηση τους. Και τέσσερις ώρες μέχρι το Κόκκινο Μονοπάτι, όπου θα αποβιβαζόταν. Το βλέμμα του πλανήθηκε στις προσόψεις που ακολουθούσαν το παράθυρο έκδοσης εισιτηρίων. Υπήρχε ένα τυπογραφείο, δίπλα ακριβώς στο τηλεγραφείο, με την βιτρίνα του κλασσικά σκονισμένη. Από πίσω κρέμονταν εξώφυλλα εφημερίδων, αφίσες επικηρυγμένων και καταλόγων οικιακών ειδών. Συχνά ο Σίγιε έψαχνε κάτι να διαβάσει, καθώς ήξερε ανάγνωση, για να γεμίζει τον κενό χρόνο του. Έβρισκε μικρά βιβλία της μιας πεντάρας, τυπωμένα σε φτηνό χαρτί με ιστορίες για ηρωικούς σερίφηδες, αδίστακτους ληστές, τολμηρούς κυνηγούς και άγριες αρκούδες, άγιους αποίκους και αιμοδιψείς ινδιάνους. Πολλά ήταν εξωφρενικές μυθοπλασίες γραμμένες από φαντασιόπληκτους περιηγητές της δύσης, γεγονός που δεν ενοχλούσε τον Σίγιε. Είχε εξοικειωθεί με τις προκαταλήψεις των λευκών, καθώς κι εκείνες των ερυθροδέρμων.

 

Δεν φυσούσε. Μόνο οι ρόδες από τα λιγοστά κάρα που διέσχιζαν την πόλη σήκωναν κουρνιαχτό που πρόδιδε κάποια ζωή στον οικισμό. Ηλιοκαμένα πρόσωπα, χαρακωμένα από πρόωρες ρυτίδες, του έριξαν φευγαλέα περίεργες ματιές. Άνθρωποι δαρμένοι από την έρημο, που επέμεναν να ζουν σε έναν τόπο που δεν τους ήθελε, μεταμορφώνονταν σιγά-σιγά σε σαύρες. Σκάλισε νευρικά με την μύτη της μπότας του το έδαφος, ξεκοίλιασε την βαθιά ώχρα που έκρυβε το στρώμα της λευκής σκόνης που κατέβαζαν οι περιστασιακές αμμοθύελλες. Αυτό ήταν το αίμα των Ντινέ, του λαού του. Του το είχε πει ο Σεβέγιο αυτό, όχι ο πατέρας του. Ο μάγος που τον είχε στείλει πίσω, εδώ, για να βρει τον Μπιντ-Ζιίλ, τον παππού του.

«Έχε την καρδιά σου έτοιμη» είχε πει ο μάγος, «Θα συναντήσεις πνεύματα καθοδηγητές στον δρόμο σου. Θα είναι πολύτιμοι σύμμαχοι στη μάχη που σε περιμένει.»

 

Έσπρωξε την πόρτα και μπήκε μέσα στο μαγαζί, τραβώντας αμέσως την προσοχή του ιδιοκτήτη.

«Έχεις νουβέλες της δεκάρας;» ρώτησε ο Σίγιε.

Ο άντρας έκανε ένα νεύμα προς τον πάγκο αριστερά. Αυτό του έλειπε τώρα, ένας ινδιάνος που ήξερε να διαβάζει.

Ο Σίγιε είδε τις επιλογές του, οι οποίες δεν ήταν πολλές. Η εικονογράφηση στα εξώφυλλα είχε ξεθωριάσει στον ήλιο. «Η Κραυγή των Απάτσι», «Ο Γενναίος Ανιχνευτής», «Στην Παγίδα των Παρανόμων» και «Μονομαχία στο Ο.Κ. Coral». Το τελευταίο το είχε διαβάσει, σε άλλη όμως έκδοση. Δεν έπαυε να παραμένει δημοφιλή. Διάλεξε την «Παγίδα των Παρανόμων» και κατευθύνθηκε προς τον καταστηματάρχη. Ένα άλλο εξώφυλλο άρπαξε το βλέμμα του. Το βιβλίο, παρόμοιο σε μέγεθος, αλλά με ζωηρή έγχρωμη εικονογράφηση, έστεκε προστατευμένο μέσα σε γυάλινο συρτάρι.

«Αυτό;» ρώτησε ο Σίγιε δείχνοντας το.

«Αυτό έχει εικοσιπέντε σεντς» είπε ο άντρας προκλητικά.

«Και γιατί αυτό;»

«Το έφεραν από Ευρώπη. Πέρα από την μεγάλη θάλασσα, για να καταλάβεις.»

«Μπορώ να το κοιτάξω;»

«Να δω πρώτα τα εικοσιπέντε σεντς» είπε ο άντρας.

 

Ο Σίγιε είχε να φάει ώρες και έλπιζε να αγοράσει λίγο παστωμένο βοδινό για τον δρόμο, αλλά ο πολεμιστής στο εξώφυλλο του βιβλίου του μετέδιδε μια πρωτόγνωρη αίσθηση, σαν ανάγκη. Έχωσε το χέρι του στην τσέπη και άφησε μπροστά στον άντρα τα τελευταία του εικοσιπέντε σεντς. Εκείνος έβγαλε το μικρό βιβλίο και το άφησε μπροστά στον ερυθρόδερμο. Θα ήταν μεγάλη ευκαιρία να πουλήσει το βιβλίο που καθόταν στη μικρή βιτρίνα απούλητο, τρεις μήνες τώρα.

 

Ο Σίγιε το ξεφύλλισε, διάβασε στα γρήγορα κάποια σημεία και εντυπωσιάστηκε. Δεν θύμιζε τα συνηθισμένα του αναγνώσματα. Ένας πολεμιστής με ηρωικό κώδικα τιμής, που αντιμετώπιζε απίθανους τρόμους με την βοήθεια σαμάνων, ιερών τοτέμ και τον δικό του προστάτη μανιτού. Του άρεσε αυτός ο ήρωας. Γύρισε και διάβασε τον τίτλο. «Cobbes the Gobler – The Deo-Dao Ruby Adventure, by Merry Despot». Ακούστηκε το σφύριγμα του τρένου που ειδοποιούσε την αναχώρηση τους. Άφησε τα εικοσιπέντε σεντς στο ταμείο και με το βιβλίο στο χέρι βγήκε από το μαγαζί.

 

Βολεύτηκε στη θέση του και χάθηκε πίσω από το βιβλίο, προς ανακούφιση των γυναικών που ριγούσαν στη θέα του νεαρού άγριου. Το τρένο είχε δρόμο μέχρι το Κόκκινο Μονοπάτι. Από εκεί θα εξασφάλιζε άλογο ακολουθώντας τις οδηγίες του Σεβέγιο πριν συνεχίσει για τους Κεραυνόπληκτους Γίγαντες. Στα φαράγγια τους φώλιαζε όλη η κακία, όλη η δύναμη που τον κυνηγούσε μια ζωή. Εκεί θα αντιμετώπιζε τους τρόμους που στοίχειωναν τους εφιάλτες του. Στον λαιμό του μυρμήγκιαζε σημαδιακά το φυλακτό που του είχε δώσει ο μάγος των Χόπι. Όσο πλησίαζε, ο κόσμος των λευκών έμοιαζε σιγά-σιγά να ξεθωριάζει. Αντίθετα, ζωντάνευε ο κόσμος των πνευμάτων και του μανιτού, τα όνειρα αποκτούσαν σάρκα και οστά.

 

Για τις επόμενες τέσσερις ώρες όμως, θα ονειροβατούσε μέσα στις σελίδες ενός άλλου κόσμου, θα φόρτιζε το θάρρος του με το αίμα ενός άλλου ήρωα, θα δανειζόταν την καθοδήγηση νέων τοτέμ.

Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...
Guest Anime_Overlord

Ντίνο, σχεδόν σε όλες σου τις ιστορίες χτίζεις έναν ολόκληρο κόσμο και τον παρατάς σε μερικές σελίδες. Τόσο build-up για να πάρει να διαβάσει ένα βιβλίο; Πέρα από αυτό, γιατί δεν το μεγαλώνεις; Να πετάς σε κάθε περιγραφή και πιο πολλά συναισθήματα ή λυρικότητα ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων; Όλο για βρωμιά και απογοήτευση διάβαζα, πράγματα που δεν βοηθούσαν πουθενά στην ιστορία πέρα από το να χτίσουν κάτι που δεν αποβλέπει πουθενά. Πιο απλά, επικεντρώνεσαι πολύ σε πράγματα που δεν πάνε πουθενά και τελειώνεις απότομα πολλές ιστορίες σου εκεί που πάει να γίνει κάτι. Για την βρωμιά και την απαισιοδοξία που έχουν όλες οι ιστορίες σου δε θα το σχολιάσω μιας που είναι το στυλ σου. Αλλά γιατί δεν δοκιμάζεις να αφεθείς μια φορά στην περιγραφή σε ψυχολογικό επίπεδο πολύ περισσότερο από το πόσο βρώμικο είναι το μέρος; Αλλά πολύ μιλάμε. Να έχουνε περάσει 50 σελίδες μέχρι να το πάρει το βιβλίο και να μη νοιάζομαι τι θα κάνει μετά γιατί θα τον έχω καταλάβει πλήρως τον ινδιάνο.

Link to comment
Share on other sites

  • 6 years later...

Να κάτι από 'σένα που δεν έχω διαβάσει (καλά, υπάρχουν κι άλλα στις βιβλιοθήκες, το ξέρω). Πράγματι, δεν είναι από τα καλά σου, αλλά βγάζει την αγάπη σου για τις ιστορίες, για τη φαντασία και το φαρ ουέστ, για όλα τα πράγματα με τα οποία μεγάλωσες και άνοιγαν έναν καινούργιο κόσμο στα παιδιά σου μάτια.

Ακόμη και τα όχι και τόσο καλά, τα παραπεταμένα μας κείμενα, αν τα κοιτάξουμε μετά από χρόνια θα μας πουν πράγματα που ίσως τα έχουμε ξεχάσει.

 

Τι ευχόμαστε για μία φορουμική επέτειο; Δεν ξέρω. Εγώ θα σου χαρίσω το αγαπημένο μου εικονίδιο :sorcerer:  και θα σου θυμίσω ότι ήσουν από τους πρώτους ανθρώπους που με βοήθησαν να αρχίσω να γράφω (δεν το ξεχνώ ποτέ). Και σ' ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου γι' αυτό. :sorcerer:

Link to comment
Share on other sites

Να κάτι από 'σένα που δεν έχω διαβάσει (καλά, υπάρχουν κι άλλα στις βιβλιοθήκες, το ξέρω). Πράγματι, δεν είναι από τα καλά σου, αλλά βγάζει την αγάπη σου για τις ιστορίες, για τη φαντασία και το φαρ ουέστ, για όλα τα πράγματα με τα οποία μεγάλωσες και άνοιγαν έναν καινούργιο κόσμο στα παιδιά σου μάτια.

Ακόμη και τα όχι και τόσο καλά, τα παραπεταμένα μας κείμενα, αν τα κοιτάξουμε μετά από χρόνια θα μας πουν πράγματα που ίσως τα έχουμε ξεχάσει.

 

Τι ευχόμαστε για μία φορουμική επέτειο; Δεν ξέρω. Εγώ θα σου χαρίσω το αγαπημένο μου εικονίδιο :sorcerer:  και θα σου θυμίσω ότι ήσουν από τους πρώτους ανθρώπους που με βοήθησαν να αρχίσω να γράφω (δεν το ξεχνώ ποτέ). Και σ' ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου γι' αυτό. :sorcerer:

 

Σε ευχαριστώ πολύ Άννα για τα καλά σου λόγια και που ξέθαψες κάποια από τα παλιά αυτά έργα. Η συγκεκριμένη ιστορία εδώ δεν ήταν ακριβώς διήγημα. Δεν θυμάμαι ακριβώς τη φάση, για να βρω λινκ, αλλά η Ευθυμία Δεσποτάκι είχε ξεκινήσει ένα challenge σε φλασάκια, στα οποία θα ανταπέδιδε με δικά της. Δεν θυμάμαι ακριβώς τις απαιτήσεις του challenge, από αυτά όμως που διάλεξα να γράψω τα δύο ήταν αφιερώματα στη γραφή της Ευθυμίας. Το ένα ήταν αυτό εδώ. και το άλλο ήταν το "3.500 χρόνια μετά, ακόμα..."

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..