Jump to content
Η περίοδος σχολιασμού και ψηφοφορίας για τον 63ο γενικό διαγωνισμό σύντομης ιστορίας λήγει την Παρασκευή 14 Νοεμβρίου. Για περισσότερες πληροφορίες κάντε κλικ εδώ. ×

Το δίλημμα


Natassa

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα:Νατασσα

Είδος: κοινωνικό

Βία; Όχι

Σεξ; Όχι

Αυτοτελής; Όχι (1ο μέρος)

 

 

 

Ρώμη

 

Ο ηλικιωμένος άντρας ανέβηκε βιαστικά τα εξωτερικά σκαλιά του ψηλού κτιρίου στην λεωφόρο Gregorio VII και πέρασε την είσοδο. Κατευθύνθηκε προς το ασανσέρ με το βλέμμα καρφωμένο στο πάτωμα αδιαφορώντας για όσους υπήρχαν γύρω του. Βγαίνοντας, άνοιξε την ξύλινη πόρτα ακριβώς μπροστά του και πέρασε στο μεγάλο δωμάτιο. Ήταν ένα ευρύχωρο γραφείο με δυο μεγάλα παράθυρα στη δεξιά και στην αριστερή πλευρά του. Οι κόκκινες βελούδινες κουρτίνες ήταν κλειστές και ο χώρος ήταν σκοτεινός. Το λιγοστό φως που υπήρχε στο δωμάτιο ήταν αυτό μιας μικρής λάμπας που βρισκόταν πάνω στο γραφείο.

Ο άντρας κρέμασε το μαύρο σακάκι του και έβαλε να πιει ένα ποτό. Πλησίασε στο παράθυρο και τράβηξε την βαριά κουρτίνα για να κοιτάξει απ’έξω. Έβλεπε να απλώνεται μπροστά του η πόλη του Βατικανού ενώ ο πελώριος τρούλος του Αγίου Πέτρου υψωνόταν επιβλητικά ακριβώς απέναντι του . Είχε αρχίσει να νυχτώνει και τα φώτα είχαν ανάψει παντού γεμάτα άρνηση να επιτρέψουν στην αιώνια πόλη να κοιμηθεί. Έκλεισε πάλι την κουρτίνα και προχώρησε με αργά βήματα προς το γραφείο του. Ένιωθε εξαντλημένος και τράβηξε την καρέκλα για να καθίσει. Δεν ήθελε να σκέφτεται τίποτα. Του ήταν όμως τόσο δύσκολο. Τα μάτια του έμειναν να κοιτάζουν τη συσκευή τηλεφώνου που βρισκόταν μπροστά του. Έκανε να σηκώσει το ακουστικό αλλά το μετάνιωσε... Προσπάθησε για άλλη μια φορά και με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα το έφερε στο αυτί του.

Η φανερά εκνευρισμένη φωνή ενός νεαρού άντρα του απάντησε αμέσως : « Νόμιζα πως είχαμε συμφωνήσει ότι από εδώ και στο εξής θα τα λέμε μόνο από κοντά και όχι από το τηλέφωνο…Είναι επικίνδυνο…δεν το καταλαβαίνεις; Τι θέλεις;»

« Δεν χρειάζεται να ανησυχείς… Θα είμαι προσεκτικός σε ότι θα πω. Ήθελα μόνο να ξέρω πότε φεύγεις… Πρέπει να κινηθείς γρήγορα…Δεν θέλω να καθυστερούμε άλλο…» του απάντησε ο ηλικιωμένος άντρας.

« Είναι όλα έτοιμα.. Φεύγω την Τρίτη το πρωί. Ως τότε θέλω να κανονίσω κάποιες λεπτομέρειες που έχουν απομείνει αλλά μην σε απασχολεί…είναι όλα υπό έλεγχο.» τον διαβεβαίωσε εκείνος.

« Να είσαι προσεχτικός και να κάνεις ότι συμφωνήσαμε…Πρέπει να είσαι συνεχώς κοντά της…να ξέρεις την κάθε της κίνηση ανά πάσα ώρα και στιγμή και να μην την αφήσεις δευτερόλεπτο από τα μάτια σου. Κάνε την να σε εμπιστευτεί …όσο καιρό κι αν χρειαστεί να πάρει αυτό…Προσπάθησε να μάθεις όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα…Μόνο πρόσεχε να μην καταλάβει το ποιος πραγματικά είσαι…το τι πραγματικά θες από αυτήν…Κι όταν τα καταφέρεις όλα αυτά...τότε κάν’το! Κάν’το γιατί πρέπει να τελειώνουμε γρήγορα, το κατάλαβες;» του είπε και του τόνισε ότι όλα έπρεπε να γίνουν όπως του τα είχε υποδείξει.

« Ξέρω ήδη που εργάζεται… Θα βρω κάποιον τρόπο να την πλησιάσω και όλα θα γίνουν όπως πρέπει…» του απάντησε εκείνος.

Ο ηλικιωμένος άντρας άναψε το τσιγάρο που κρατούσε αρκετή ώρα στο χέρι του και φύσηξε τον καπνό μακριά κοιτώντας τον φάκελο που είχε βγάλει από τον δερμάτινο χαρτοφύλακα του.

Τότε πρόσθεσε : « Μόλις φτάσεις κοίταξε να μου στείλεις την διεύθυνση στην οποία θα μένεις… Θέλω να σου στείλω κάποια έγγραφα …πρόκειται για πολύ σημαντικές πληροφορίες τις οποίες καλό θα ήταν να συμβουλευτείς πριν κάνεις οποιαδήποτε κίνηση.»

«Θα στη στείλω το συντομότερο δυνατόν…Καλό θα ήταν να σε αφήσω τώρα…Θα έχεις νέα μου σύντομα… Καληνύχτα!»

« Καληνύχτα…» απάντησε και εκείνος με τη σειρά του, ενώ είχε ήδη βολέψει το ακουστικό στη θέση του.

Ήξερε ότι η νύχτα θα ήταν μεγάλη για εκείνον, αφού δεν θα έπαυε να σκέφτεται τις συνέπειες των όσων είχε σχεδιάσει να κάνει….

Ίσως να καταστρεφόταν για πάντα…

Edited by Natassa
Link to comment
Share on other sites

Όνομα Συγγραφέα:Νατασσα

Είδος: κοινωνικό

Βία; Όχι

Σεξ; Όχι

Αυτοτελής; Όχι (2ο μέρος)

 

 

 

Αθήνα

 

 

 

«Έχεις το πιο απίστευτο σώμα που έχω δει ποτέ μου…» της είπε και προχώρησε στην άκρη της τετράγωνης αίθουσας η οποία λειτουργούσε ως χώρος συσκέψεων στο τέλος κάθε εβδομάδας.

«Με κάνεις και ντρέπομαι…» του απάντησε εκείνη, αφού βολεύτηκε στο δερμάτινο κάθισμα ακριβώς δίπλα του.

«Λέω απλώς αυτό που βλέπω…» της είπε χαμογελώντας.

Οι υπόλοιποι συνάδελφοι κάθισαν και αυτοί στις θέσεις τους γύρω από το μεγάλο τραπέζι περιμένοντας τον Γενικό Διευθυντή της εταιρείας για να αρχίσει η σύσκεψη.

«Αλήθεια, πως σε λένε;» τη ρώτησε κοιτάζοντας την στα μάτια.

« Ελπίδα, εσένα;»

«Εμένα με λένε Δημήτρη.»

Εκείνη, οικονομική διευθύντρια της εταιρίας τα τελευταία τρεία χρόνια, είχε μια θέση που την καθιστούσε ιδιαίτερα υπεύθυνη για όλες τις ενέργειες και τη στρατηγική της εταιρείας.

Εκείνος, έχοντας τελειώσει πολιτικός μηχανικός στο Λονδίνο τον είχαν προσλάβει στο ανάλογο τμήμα για να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Το τμήμα αυτό παλιότερα βρισκόταν στον πρώτο όροφο και μόλις πριν από δυο εβδομάδες είχε συσταθεί και αυτό στον τρίτο, αφού τον πρώτο τον προόριζαν για χώρο εκθέσεων. Έτσι λοιπόν η Ελπίδα δεν γνώριζε και πολλά πράγματα για τον γοητευτικό άνδρα που καθόταν δίπλα της.

Ο Δημήτρης ξαναπήρε το λόγο και της είπε «Ειδικά εχθές, δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω σου! Δε σε φέρνω σε δύσκολη θέση, έτσι; »

«Η αλήθεια είναι πως είμαι λίγο ντροπαλή, αλλά θα το ξεπεράσω…» του απάντησε χωρίς να τον κοιτάζει . Τα είχε χάσει.

Τι ήταν όλα αυτά; Πρώτη φορά την φλέρταραν τόσο έντονα. Κανένας άνδρας δεν της είχε μιλήσει ποτέ τόσο ανοιχτά από την πρώτη κιόλας στιγμή της γνωριμίας τους. Η Ελπίδα ήταν είκοσι έξι χρονών και είχε μια σχέση εδώ και δύο χρόνια. Τον αγαπούσε τον Στέφανο, τον αρραβωνιαστικό της. Ναι, είχαν αρραβωνιαστεί πριν ένα χρόνο και τώρα ετοιμάζονταν να βάλουν μπρος για το γάμο τους. Ωστόσο εκείνη την ώρα, το μόνο που δεν σκεφτόταν ήταν ο Στέφανος.

Ο Γενικός Διευθυντής πέρασε στην αίθουσα και κάθισε στη θέση του. Είχαν περάσει αρκετά λεπτά όταν τελικά η Ελπίδα συνειδητοποίησε ότι είχε αρχίσει η σύσκεψη…

« Εσείς τι πιστεύετε δεσποινίς Στεργίου? Πρέπει ή όχι να προβούμε σε αυτή την ενέργεια? Από οικονομικής πλευράς εννοώ…»

« Εεε…Με συγχωρείτε εεε, δε σας άκουσα κύριε Διευθυντά… Τι ρωτήσατε;»

« Που έχετε το μυαλό σας δεσποινίς Ελπίδα? Τόση ώρα αναλύω το θέμα… Τέλος πάντων, καλύτερα να ρωτήσω κάποιον που ήταν πιο συγκεντρωμένος» είπε ο Γενικός με αυστηρό ύφος.

« Με συγχωρείτε κύριε Καρρά, απλώς με βασανίζει ένας αφόρητος πονοκέφαλος. Ειλικρινά με συχωρείτε πολύ, δε θα επαναληφθεί…»

Θεέ μου τι ντροπή σκεφτόταν από μέσα της… Μα τι είχε πάθει? Τόσο πολύ την είχαν επηρεάσει τα λόγια του Δημήτρη? Ποτέ δεν της είχαν κάνει παρατήρηση εδώ και δυόμιση χρόνια και τώρα εξαιτίας αυτού του άνδρα είχε προσβληθεί μπροστά σε όλους τους συναδέλφους της.

« Αλήθεια λέει κύριε Διευθυντά… Μου το έλεγε και μένα πριν αρχίσει η σύσκεψη…»πετάχτηκε ο Δημήτρης.

« Και τι σας βάλαμε εσάς κύριε Φωτιάδη? Δικηγόρο της δεσποινίδος Ελπίδας? Σας παρακαλώ πολύ… Ας έρθουμε στα θέμα μας γιατί πολύ χρόνο χάσαμε με όλα αυτά…» του απάντησε φανερά εκνευρισμένος ο Διευθυντής, κοιτώντας το ρολόι του και συνειδητοποιώντας ότι όντως είχε χαθεί αρκετός χρόνος χωρίς να του έχει δοθεί μια απάντηση σε αυτό που είχε ρωτήσει αρχικά.

Η ώρα κύλησε βασανιστικά για την Ελπίδα και δεν ντράπηκε να χαμογελάσει την ώρα που ο Διευθυντής τους χαιρέτησε και αποχώρησε.

Βγήκε από την αίθουσα και κατευθύνθηκε προς το ασανσέρ για να ανέβει στο γραφείο της. Ο Δημήτρης της ζήτησε να περιμένει για να ανέβει και αυτός στον τρίτο.

« Ξέρεις δεν χρειαζόταν να με υπερασπιστείς….. Τα κατάφερνα μια χαρά και μόνη μου! Τώρα δε ξέρω και εγώ τι θα λένε , όχι μόνο ο Διευθυντής αλλά και όλοι όσοι ήταν στην αίθουσα…»

« Σαν τι δηλαδή μπορεί να λένε?» την ρώτησε ο Δημήτρης την ώρα που άνοιγαν οι πόρτες του ασανσέρ.

« Κουτσομπολιά Δημήτρη…κουτσομπολιά… Γεια σου τώρα και καλό υπόλοιπο!»

«Περίμενε λίγο Ελπίδα….αλήθεια είπες ότι είχες πονοκέφαλο?»

«Τι εννοείς?» του απάντησε εκείνη φανερά αναστατωμένη.

«Εννοώ…να…είπα μήπως σκεφτόσουν αυτά που σου είπα και….και για αυτό δεν πρόσεχες….» της είπε γεμάτος ειλικρίνεια.

«Πολύ μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου…μου την έχουν πέσει και άλλες φορές ξέρεις….εξάλλου όλα όσα μου είπες δεν είναι δα και τόσο πρωτότυπα…τα έχουμε ακούσει πολλές φορές εμείς οι γυναίκες…. Τα λόγια σου λοιπόν δεν ήταν λόγος για να είμαι αφηρημένη την ώρα που μας μιλάει ο Διευθυντής. Υπάρχουν και πιο σημαντικά πράγματα που μπορεί να με κάνουν να αφαιρέσω την προσοχή μου από κάτι…» απάντησε, μη μπορώντας να καταλάβει ούτε η ίδια πως μπόρεσε να πει όλα αυτά τα ψέματα για να δικαιολογηθεί , αφού την αλήθεια την είχε πει ήδη εκείνος … Ναι, τα λόγια του ήταν εκείνα που την είχαν αναγκάσει να βυθιστεί σε σκέψεις…τα λόγια του ήταν εκείνα που την είχαν κάνει να χάσει το μυαλό της, κι ας ήταν τα πιο κοινά λόγια που είχε ακούσει ποτέ. Φυσικά αυτό δεν μπορούσε να του το παραδεχτεί.

Ο Δημήτρης στάθηκε να την κοιτάζει απορημένος γι’αυτή την ανεξήγητη επιθετική της συμπεριφορά καθώς εκείνη απομακρυνόταν προς το γραφείο της. Γιατί του είχε μιλήσει έτσι? Στο κάτω κάτω θα μπορούσε να τις τα έλεγε όλα αυτά αστειευόμενος. Δεν υπήρχε λόγος να του φερθεί τόσο απότομα. Ύστερα πέρασε στο διάδρομο για να πάει και εκείνος στο δικό του γραφείο.

Link to comment
Share on other sites

 

Όνομα Συγγραφέα:Νατασσα

Είδος: κοινωνικό

Βία; Όχι

Σεξ; Όχι

Αυτοτελής; Όχι (3ο μέρος)

Έκανε όλες τις δουλειές που είχαν μείνει πίσω λόγω της σύσκεψης και όταν τελείωσε, μετά από αρκετή ώρα, χαλάρωσε ακουμπώντας στην πλάτη του στο πίσω μέρος της καρέκλας για να ξεκουραστεί. Προσπάθησε όλη εκείνη την ώρα να ξεχάσει τη συμπεριφορά της Ελπίδας όμως γρήγορα πάλι γύρισε στη σκέψη του. Άρπαξε το ακουστικό του τηλεφώνου και κάλεσε το τηλεφωνικό κέντρο.

«Παρακαλώ κύριε Φωτιάδη, σε τι θα μπορούσα να σας φανώ χρήσιμη;» άκουσε από μέσα τη φωνή της τηλεφωνήτριας.

« Θα μπορούσατε παρακαλώ να με συνδέσετε με το γραφείο της κυρίας Στέργιου;»

« Μάλιστα , σας συνδέω αμέσως…»

Το τηλέφωνο είχε χτυπήσει ήδη τρεις φορές όταν τελικά άκουσε από μέσα να απαντά η Ελπίδα.

«Παρακαλώ;» ρώτησε εκείνη προσπαθώντας να τακτοποιήσει ταυτόχρονα κάποια έγγραφα που έπιαναν χώρο πάνω στο γραφείο της.

« Κανονικά εγώ θα έπρεπε να σε παρακαλέσω…Να σε παρακαλέσω να με συγχωρέσεις αν σε έφερα σε δύσκολη θέση… Θέλω να είσαι βέβαιη πως δεν ήταν καθόλου στις προθέσεις μου κάτι τέτοιο… Αντιθέτως, το μονό που ήθελα ήταν να σε βγάλω από τη δύσκολη θέση εξαιτίας της παρατήρησης που σου έγινε.» Σταμάτησε απότομα τη φράση του καταλαβαίνοντας ότι είχε πει πολλά πριν ακόμα εκείνη καταλάβει με ποιον μιλούσε.

« Δημήτρη εσύ;» του απάντησε εκείνη προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο για να επεξεργαστεί τα όσα τις είχε πει πριν από μισό λεπτό.

« Ναι Ελπίδα, δεν με κατάλαβες;» τη ρώτησε εκείνος.

«Σε κατάλαβα… απλώς δεν περίμενα να μου τηλεφωνήσεις και παραξενεύτηκα… Ειλικρινά δεν χρειάζεται να νιώθεις άσχημα. Εγώ πρέπει να ζητήσω συγνώμη που σου φέρθηκα λίγο απότομα νωρίτερα χωρίς καλά καλά να σε γνωρίζω κιόλας. Φαντάζομαι τι ιδέα θα σχημάτισες για μένα…» απάντησε νιώθοντας καλυτέρα που του είχε ζητήσει συγνώμη, αφού και η ιδία είχε καταλάβει από εκείνη ακριβώς τη στιγμή, πως ο τρόπος με τον οποίο του μιλούσε δεν ήταν καθόλου ευγενικός.

« Ξέρεις...Αν θέλεις, μπορείς να με κανείς να αλλάξω την γνώμη που σχημάτισα για σένα. Είναι στο χέρι σου! Τι θα έλεγες να πίναμε έναν καφέ μαζί ή να τρώγαμε κάτι την ώρα των διαλλειμάτων κάτω στο εστιατόριο;»

«Οπότε… είναι πολύ κακή η γνώμη σου… Για να θες να στην αλλάξω…»του είπε εκείνη φανερά ενοχλημένη ακούγοντας την αλήθεια.

« Κοίτα…μην απογοητεύεσαι και τόσο…δεν είναι δα και τόσο κακή…το βέβαιο πάντως είναι ότι μπορεί να γίνει καλύτερη!» της απάντησε ελπίζοντας να δεχτεί την πρόταση του.

«Η αλήθεια είναι Δημήτρη πως ακόμα δεν έχω τελειώσει με τις δουλειές που έχω να κάνω και φοβάμαι πως δε θα προλάβω… Καλυτέρα να πας με κάποιον άλλον για να μη σε δεσμεύω κιόλας…δεν ξερώ καθόλου τι ώρα θα έχω τελειώσει και δεν θέλω να τα αφήσω στη μέση…» ούτε και η ιδία ήξερε το γιατί, αλλά από μέσα της ευχόταν να ξαναπροσπαθήσει να της αλλάξει γνώμη.

« Μην σε απασχολεί αυτό Ελπίδα…εξάλλου έχουμε μιάμιση ώρα μέχρι τις τρεις. Φαντάζομαι ως τότε θα έχεις τελειώσει αυτό με το οποίο ασχολείσαι, δε νομίζεις;»

«Υποθέτω πως ναι…δεν είχα δει την ώρα…» του απάντησε γεμάτη ευχαρίστηση που η ευχή της είχε πραγματοποιηθεί.

«Πολύ καλά λοιπόν , θα τα πούμε στις τρεις στο εστιατόριο… να βάλετε τα δυνατά σας να με πείσετε ότι δεν είστε πράγματι κακός άνθρωπος κυρία Σέργιου…Ξέρετε πείθομαι λίγο δύσκολα και θα χρειαστούν βάσιμα επιχειρήματα για να μου αλλάξετε τη γνώμη.»της είπε με έναν αστειευόμενο τόνο στη φωνή του.

«Μάλιστα κύριε Φωτιάδη… θα κάνω ότι μπορώ. Άλλωστε πρόκειται για την υπεράσπιση του ιδίου μου του εαυτού, και σε καμιά περίπτωση δεν θα επιτρέψω να προβάλετε προς τα έξω μια λανθασμένη εικόνα για μένα. Θα τα πούμε στις τρεις λοιπόν.»

«Θα περιμένω…γεια σου!»

«Γεια σου…!»

Άφησε το ακουστικό στη θέση του και κοίταξε για άλλη μια φορά το ρολόι απέναντι στον τοίχο που έδειχνε δυο παρά είκοσι. Είχε αρκετή ώρα μέχρι τις τρεις για να τελειώσει ότι εκκρεμότητες είχαν απομείνει από τη δουλειά που είχε αναλάβει νωρίτερα …

 

 

Έδωσε στο μεταξύ στη βοηθό της μια λίστα πελατών με τα τηλεφωνά τους ώστε να επικοινωνήσει εκείνη μαζί τους προκειμένου να κλείσει το καθιερωμένο ραντεβού για την είσπραξη χρημάτων στο τέλος του κάθε μήνα.

« Ελένη μου ,σε παρακαλώ προσπάθησε να βρεις ώρα, να καλέσεις όσο το δυνατόν περισσότερους από αυτούς, για να έχουμε τελειώσει ως την ερχομένη εβδομάδα που αναχωρεί ο διευθυντής για Θεσσαλονίκη. Θέλω να είναι όλα έτοιμα πριν μπει ο καινούριος μήνας. Αν δεν προλαβαίνεις εσύ, δώσε και στη Σοφία να καλέσει τους μίσους για να τελειώνετε και πιο γρήγορα.»

« Μην ανησυχείς καθόλου Ελπίδα! Θα είναι όλα έτοιμα στην ώρα τους. Εξάλλου κάθε φορά είναι… Δεν καταλαβαίνω ποιός είναι ο λόγος που αγχώνεσαι τόσο πολύ κάθε φορά;» της υποσχέθηκε εκείνη περιμένοντας ταυτόχρονα μια απάντηση στο ερώτημα της.

« Θέλω να είμαι εντάξει απέναντι στον κύριο Καρρά. Με έχει εμπιστευτεί τόσες πολλές φορές και δεν θέλω να τον απογοητεύσω. Ευτυχώς που έχω και εσάς βεβαία…Με βοηθάτε τόσο πολύ και δεν ξέρω πώς να σας ευχαριστήσω…» της απάντησε, και κοίταξε ακόμα μια φορά το ρολόι στον τοίχο. Έπρεπε να βιαστεί για να έχει τελειώσει ως τις τρεις και έτσι σηκώθηκε για να πάρει από τα ράφια τους φακέλους που χρειαζόταν.

« Να είσαι σίγουρη πως ο διευθυντής σε εκτιμά ιδιαιτέρως και ξέρει πολύ καλά την ποιότητα της δουλειάς σου. Σε καμιά περίπτωση δε θα τον απογοήτευες…» της είπε η Ελένη για να την καθησυχάσει.

« Μακάρι…» ευχήθηκε η Ελπίδα κάνοντας μια προσπάθεια να διώξει από το μυαλό της την παρατήρηση που της είχε κάνει ο διευθυντής εκείνο το πρωί στη σύσκεψη. Ύστερα συγκεντρώθηκε και πάλι στους φακέλους.

 

Η ώρα κόντευε τρεις. Ο Δημήτρης βγήκε από το γραφείο του , πέρασε τον διάδρομο και κάλεσε το ασανσέρ για να κατέβει. Κοίταξε στο γραφείο της Ελπίδας αλλά εκείνη δεν ήταν εκεί. Σκέφτηκε ότι θα είχε ήδη κατέβει και βιάστηκε να μπει όταν οι πόρτες άνοιξαν. Το εστιατόριο βρισκόταν ακριβώς απέναντι από την εταιρεία και οι περισσότεροι από τους υπαλλήλους συνήθιζαν να περνούν εκεί τα διαλλείματα τους. Αφού πέρασε την είσοδο, κοίταξε γύρω του μήπως και την έβλεπε σε κάποιο τραπέζι. Όλα ήταν γεμάτα. Δεν ήταν εκεί…Γύρισε και κατευθύνθηκε προς το μπαρ αλλά καθώς έφτανε την είδε.

Καθόταν πλάτη σε αυτόν, πάνω σε ένα ψηλό κόκκινο σκαμπό που ερχόταν σε αντίθεση με το ασπρόμαυρο, μοντέρνα σχεδιασμένο, ντεκορ της αίθουσας. Στα χέρια της κρατούσε κάποιο περιοδικό μόδας και το ξεφύλλιζε δείχνοντας ταυτόχρονα την αδιαφορία της για το περιεχόμενο του. Τα καστανόξανθα μαλλιά της έφταναν στο ύψος της τέλειας μέσης της, η οποία διαγραφόταν πεντακάθαρα μέσα στο κίτρινο εφαρμοστό μπλουζάκι που φορούσε. Η μαύρη φούστα της, άφηνε ακάλυπτες τις λεπτές τις γάμπες που κατέληγαν σε ένα ζευγάρι ψηλοτάκουνες γόβες. Ποτέ δεν θυμόταν να είχε προσέξει τόσο πολύ την εμφάνιση μιας γυναίκας.

Στάθηκε για μια στιγμή να την χαζεύει από μακριά και ύστερα την πλησίασε.

« Τι ασυγχώρητο από μέρους μου να σας αφήσω να περιμένετε…συγνώμη που καθυστέρησα.» της είπε βυθίζοντας το βλέμμα του στα καταπράσινα ματιά της.

«Δεν είναι ακόμα τρεις…εγώ ήρθα νωρίτερα. Πρόλαβα και τελείωσα τις δουλειές μου και ανυπομονούσα να πάρω λίγο αέρα. Έτσι κατέβηκα πιο γρήγορα από εσένα. Δεν υπάρχει λόγος λοιπόν να μου ζητάς συγνώμη.» του είπε και πήρε τα μάτια της από πάνω του για να αποφύγει το έντονο βλέμμα του.

« Τώρα νιώθω καλύτερα μπορώ να ομολογήσω...»

« Εγώ πάλι όχι και τόσο…η αλήθεια είναι πως νιώθω φοβερά αμήχανα που θα πρέπει να πείσω κάποιον για το ποια πραγματικά είμαι…» του είπε ενώ σήκωσε ένα ποτήρι γεμάτο νερό που ήταν μπροστά της για να το φέρει στα χείλη της.

« Αν θέλεις μπορείς να μην το κάνεις…δε θέλω να σε πιέσω. Θα κάτσουμε απλώς να πιούμε τον καφέ μας και μετά θα γυρίσει ο καθένας στη δουλειά του. Εσύ στο γραφείο σου για να συνεχίσεις με ότι έχεις αφήσει, και εγώ στο δικό μου για να συνεχίσω να αναρωτιέμαι για τον τρόπο με τον οποίο μου μίλησες σήμερα το πρωί. Νομίζω πως δεν το άξιζα…κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον. Εσύ βέβαια μπορεί να έχεις αντίθετη άποψη. Για αυτό και ήρθα…για να την ακούσω.» της είπε με έναν τρόπο κάπως ειρωνικό.

« Νομίζω πως τώρα μου μιλάς εσύ επιθετικά Δημήτρη…Δεν ήρθα για να τσακωθούμε…ήρθα για να λύσουμε την παρεξήγηση. Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω να σου πω γιατί σου μίλησα απότομα. Απλώς μου βγήκε. Είμαι πολύ ειλικρινής μαζί σου και θα σου ζητούσα να με πιστέψεις. Δεν υπάρχει κάποιος άλλος λόγος. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει κάποιος άλλος λόγος, αφού σε ξέρω μόλις μισή μέρα.» του απάντησε και άφησε πάλι το ποτήρι στη θέση του.

« Μάλιστα...σε πιστεύω! Ελπίζω πάντως να μην σου ξαναδώσω αφορμή να θυμώσεις με κάτι που θα πω. Θα είμαι πιο προσεκτικός. Νόμιζα πως ήσουν θυμωμένη για όλα όσα σου είπα με το που σε είδα. Είναι λογικό να παραξενεύτηκες, αλλά πίστεψε με …απλώς μου βγήκε.» της είπε χρησιμοποιώντας ακριβώς την ιδία δικαιολογία με εκείνη.

« Λοιπόν…τι θα πάρεις;» τη ρώτησε δίνοντας της τον κατάλογο.

Αφού παρήγγειλαν συζήτησαν για διάφορα θέματα δουλειάς. Η ατμόσφαιρα δεν ήταν πια ηλεκτρισμένη ενώ και οι δυο τους κάθε τόσο χαμογελούσαν . Τη συζήτηση τους διέκοψε ο ήχος του κινητού τηλεφώνου της Ελπίδας.

« Με συγχωρείς λίγο…» του είπε και απάντησε.

« Έλα Στέφανε…κάνω διάλλειμα. Θα σε πάρω μόλις ανεβώ στο γραφείο μου εντάξει;…ναι…δεν μπορώ να μιλήσω τώρα…κι εγώ…φιλιά!»

Έκλεισε το κινητό και το ξανάβαλε στην τσάντα της. Κοίταξε τον Δημήτρη απέναντι της. Είχε σκύψει το κεφάλι του και το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο φλυτζάνι με τον καφέ που κρατούσε με τα δυο του χέρια. Σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε τα δικά της. Ήταν κατάμαυρα και φαίνονταν θλιμμένα.

« Δεν ήθελα να ενοχλήσω…» της είπε και κοίταξε έξω στο δρόμο.

« Μα τι είναι αυτά που λες; Δεν ενόχλησες καθόλου…σε παρακαλώ!» του απάντησε κοιτάζοντας πάλι τα μαύρα μάτια του μέχρι που ένιωσε να ζαλίζετε.

« Πρέπει να πηγαίνω…Έχω αργήσει και έχω αρκετή δουλειά…ευχαριστώ πολύ για τον καφέ!» του είπε και βιάστηκε να σηκωθεί από τη θέση της.

Έκανε να σηκωθεί για να φύγουν μαζί αλλά εκείνη είχε ήδη φτάσει στην πόρτα . Για άλλη μια φορά έμεινε να την κοιτάζει ενώ απομακρυνόταν προσπαθώντας να καταλάβει την συμπεριφορά της. Γιατί είχε φύγει τόσο ξαφνικά; Τι είχε πάθει; Από το μυαλό του πέρασαν πολλά ερωτήματα καθώς την έβλεπε να μπαίνει στο κτίριο της εταιρείας. Εκείνη την ώρα όμως, σε ένα ζητούσε απεγνωσμένα μια απάντηση...

Ποιός ήταν ο Στέφανος;

Link to comment
Share on other sites

Η γραφή σου έχει κι άλλα περιθώρια διόρθωσης. Δώσε της περισσότερο προσοχή. Επίσης είχα ένα θέμα με το διάλογο, θα δεις και παρακάτω. Σίγουρα έχει πολλές διαφορές με το προηγούμενο πολύ προσεγμένο διήγημά σου.

 

Ρώμη

 

«με δυο μεγάλα παράθυρα στη δεξιά και στην αριστερή πλευρά του»

Έχει δυο η κάθε πλευρά. Ή ένα και ένα;

 

«Ο άντρας κρέμασε το μαύρο σακάκι του και έβαλε να πιει ένα ποτό»

Επειδή γράφεις «έβαλε» πες μας από πού έβαλε. Δώσε μας λίγη περιγραφή ακόμα για να το φανταστούμε στο μυαλό μας.

 

Στη δεύτερη παράγραφο γράφεις:

 

Πλησίασε στο [..]και τράβηξε [..]Έβλεπε..[..] Έκλεισε

 

Μπορείς να ξεκινήσεις τις προτάσεις και με διαφορετικούς τρόπους;

 

«Τα μάτια του έμειναν να κοιτάζουν τη συσκευή»

Συνήθως ακούγεται καλύτερα όταν λέμε μένω κάπου. Δηλαδή για παράδειγμα, το βλέμμα του έμεινε πάνω στη συσκευή του τηλεφώνου.

Η φωνή του απάντησε χωρίς να καλέσει κάποιον αριθμό;

 

Αθήνα

 

«Έχεις το πιο απίστευτο σώμα που έχω δει ποτέ μου..»

Αυτό δεν καταλαβαίνω αν είναι κομπλιμέντο. Απίστευτο ως προς τι;

 

«Με κάνεις και ντρέπομαι…» του απάντησε εκείνη, αφού βολεύτηκε στο δερμάτινο κάθισμα ακριβώς δίπλα του.

Εδώ μπερδεύομαι, γιατί πρώτα μιλάει, αλλά λες μετά ότι το είπε αφού έκατσε. Μήπως καλύτερα να περιέγραφες τις κινήσεις της και μετά να μιλούσε;

 

Εταιρείας, πρέπει να είναι εταιρίας

 

τρεία χρόνια -> πρέπει να είναι τρία. Ει παίρνει όταν δεν έχει τόνο, δηλαδή τρεις

 

Διευθυντικά στελέχη κατευθείαν φλερτάρονται σε μια επαγγελματική συνάντηση. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά συστήνονται και με τα μικρά τους ονόματα. Συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις δεν συστήνονται πρώτα με τα επίθετά τους; Και γενικά το φλερτ τους είναι πιο διακριτικό; Ίσως με κάποια βλέμματα κτλ;

 

«το τμήμα αυτό παλιότερα βρισκόταν στον πρώτο όροφο και μόλις πριν από δυο εβδομάδες είχε συσταθεί και αυτό στον τρίτο, αφού τον πρώτο τον προόριζαν για χώρο εκθέσεων.»

Μπερδεύτηκα. Μήπως θα μπορούσες να το περιγράψεις με καλύτερο τρόπο; Για παράδειγμα: Το τμήμα αυτό όμως μεταφέρθηκε από τον πρώτο όροφο που βρισκόταν στον τρίτο επειδή ο πρώτος όροφος προοριζόταν για χώρο εκθέσεων. (εκθέσεις για τι πράγμα; Δεν χρειάζεται να προσθέτεις περισσότερες λεπτομέρειες που μπορεί να γεννήσουν κι άλλα ερωτηματικά στον αναγνώστη.)

 

Η Ελπίδα είναι 26 χρονών και είναι οικονομική διευθύντρια για τελευταία τρία χρόνια; Πώς γίνεται αυτό; Μήπως θα έπρεπε να είναι μια πολύ μικρή εταιρία; Ή να ήταν μεγαλύτερης ηλικίας;

 

«Τον αγαπούσε τον Στέφανο, τον αρραβωνιαστικό της. Ναι, είχαν αρραβωνιαστεί πριν ένα χρόνο και τώρα ετοιμάζονταν να βάλουν μπρος για το γάμο τους. Ωστόσο εκείνη την ώρα, το μόνο που δεν σκεφτόταν ήταν ο Στέφανος.»
Να που τον σκέφτηκε όμως. Μήπως θα μπορούσες να το γράψεις κάπως διαφορετικά; Ότι δεν την εμπόδισε αυτή η σκέψη για παράδειγμα;

 

Ο Δημήτρης ξαναπήρε το λόγο και της είπε «Ειδικά εχθές, δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω σου! Δε σε φέρνω σε δύσκολη θέση, έτσι; »

Τι ηλικία έχει ο χαρακτήρας και της λέει αυτό; Οι άλλοι δεν ακουν όλα αυτά που λέει;

 

« Εσείς τι πιστεύετε δεσποινίς Στεργίου?»

Τα τελευταία χρόνια έχει καθιερωθεί στον επαγγελματικό χώρο, όλες οι γυναίκες να αποκαλούνται «κυρία» είτε έχουν παντρευτεί είτε όχι. Τα ελληνικά ερωτηματικά γράφονται με το λατινικό q.

 

>"όχι μόνο ο Διευθυντής αλλά και όλοι όσοι ήταν στην αίθουσα"

Δεν ακούγεται φυσικό. Κι επίσης ο Διευθυντής δεν ανήκει στο σύνολο τον όλων;

 

>“…τα έχουμε ακούσει πολλές φορές εμείς οι γυναίκες….”

Που το ξέρει για τις άλλες γυναίκες;

>Τα λόγια σου λοιπόν δεν ήταν λόγος για να είμαι αφηρημένη την ώρα που μας μιλάει ο Διευθυντής.

Τα λόγια σου λοιπόν δεν ήταν λόγος που ήμουν αφηρημένη την ώρα που μας μιλούσε ο Διευθυντής.

>μπορεί να με κάνουν να αφαιρέσω την προσοχή μου από κάτι…»

μπορεί να αφαιρεθεί η προσοχή μου από κάτι

 

>Ο Δημήτρης στάθηκε να την κοιτάζει απορημένος γι’αυτή την ανεξήγητη επιθετική της συμπεριφορά καθώς εκείνη απομακρυνόταν προς το γραφείο της. Γιατί του είχε μιλήσει έτσι? Στο κάτω κάτω θα μπορούσε να τις τα έλεγε όλα αυτά αστειευόμενος. Δεν υπήρχε λόγος να του φερθεί τόσο απότομα. Ύστερα πέρασε στο διάδρομο για να πάει και εκείνος στο δικό του γραφείο.

Δεν μου κάθεται καλά αυτή η απορία. Επειδή συνήθως ένας άνθρωπος που έχει αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε να την "πέσει" σε κάποιον άλλον, συνήθως μπορεί να μαντέψει το λόγο για την όποια αντίδρασή του. Δεν είναι και η πρώτη φορά. Γενικά ο διάλογος δεν με πείθει λόγω του χώρου και της ηλικίας. Κι αν όντως ο Δημήτρης είναι ο άνθρωπος που πρέπει να κερδίσει την εμπιστοσύνη της Ελπίδας σύμφωνα με το πρώτο κεφαλαίο, δεν θα έπρεπε να το έκανε πιο προσεκτικά;

Edited by Διγέλαδος
Link to comment
Share on other sites

Διγέλαδε

κάθε φορά που διαβάζεις κάτι το ίδιο κάνεις; εννοώ μένεις τόσο πολύ στις λεπτομέρειες; οι οποίες βέβαια απ'ότι φαίνεται για σένα δεν είναι λεπτομέρειες αλλά σημαντικά λάθη. Σέβομαι απόλυτα τις επισημάνσεις και τις παρατηρήσεις σου και θα τις λάβω σοβαρά υπόψιν μου για τη συνέχεια της ιστορίας. Αλλά να... Εγώ όσες φορές διάβασα κάτι δεν επέμεινα τόσο πολύ σε αυτά... άφησα περισσότερο να με συνεπάρει η ιστορία!

και ναι, εμένα μου έχουν κάνει κοπλιμέντο "έχεις το πιο απίστευτο σώμα", τώρα ως προς τι εκείνος που το λέει ξέρει μόνο.

Το να γράψω τα ίδια πράγματα με διαφορετικό τρόπο επίσης είναι κάτι που δεν καταλαβαίνω αφού για να τα γράφω έτσι πάει να πει πως εκείνη την ώρα που έγραφα (και το σκεφτόμουν ώρες πίστεψέ με) έτσι μου άρεσαν περισσότερο. Ποτέ δεν είσαι απόλυτα ευχαριστημένος με αυτό που γράφεις...

Όσον αφορά την Ελπίδα και τη θέση της γνωρίζω κοπέλα δυο χρόνια μικρότερη η οποία εχει την ίδια θέση και η εταιρία στην οποία δουλεύει είναι αρκετά μεγάλη.

Πω πω! Πρέπει να κάνω πολύ προσπάθεια για να σε ικανοποιήσω! Θα το προσπαθήσω πάντως και ελπίζω να τα καταφέρω!

Σε ευχαριστώ για τον χρόνο που αφιέρωσες!

Καλό απόγευμα!

Link to comment
Share on other sites

Οκ, συγνώμη τότε γιατί θα έπρεπε να σε ρωτήσω αν θέλεις να σου γράψω τις παρατηρήσεις μου. Αλλά όπως σωστά είπες τα θεώρησα σημαντικά σημεία (όχι απαραιτήτως λάθη, γιατί είναι πάντα από μια δική μου οπτική γωνία) τα οποία αν τα κοίταζες θα μπορούσες να το κάνεις ακόμα καλύτερα (ναι, για να ικανοποιήσεις εμένα, αλλά αυτό μπορεί να είχε αποτέλεσμα να ικανοποιούσες και άλλους, δεν θα σ'άρεσε αυτό; )

 

Όντως δεν κολλάω σε λεπτομέρειες, όπως είδες και στο προηγούμενο διήγημά σου και γενικά αφήνομαι. Άρα έμεινα σε αυτά τα σημεία, γιατί αυτά ακριβώς τα σημεία δεν μ' άφησαν να ακολουθήσω την ιστορία και να την αισθανθώ. Και νόμιζα ότι θα ήθελες να μάθεις ότι έγινε αυτό smile.gif

 

(Μπράβο για τη φίλη σου! smile.gif )

Edited by Διγέλαδος
Link to comment
Share on other sites

Α τώρα τι είναι αυτά που λες; Τι ζητάς συγνώμη; Αυτά δε θέλω...

Δεν παραξηγήθηκα αλήθεια σου λέω! Καλώς ή κακώς ο λόγος που αναρτούμε τα κείμενα μας εδώ είναι για να δούμε τι ανταπόκριση έχουν στους αναγνώστες. Αν δεν μου πούνε την αλήθεια τότε τι να το κάνω; πως θα γίνω καλύτερη; καλά έκανες και έκανες τις παρατηρήσεις σου και την επόμενη φορά να είσαι και πιο αυστηρός οκ;

δεν είμαι συγγραφέας... κι αν ακόμα ποτέ καταφέρω να γράψω ένα βιβλίο και να εκδοθεί και παλι δε θα λέω οτι είμαι...

ο τίτλος αυτός είναι πολύ βαρύς!

θα πω απλώς πως λατρεύω να γράφω! να γράφω συνεχώς. και θέλω να προσπαθώ πάντα για το καλύτερο!

και βέβαια χρειάζομαι τη συμβουλή σας. Θα με βοηθήσει να καταλάβω που μπορώ να κάνω πράγματακαλύτερα!

Σε παρακαλώ λοιπόν...

 

Να σαι καλά Διγέλαδε!

Link to comment
Share on other sites

Όνομα Συγγραφέα:Νατασσα

Είδος: κοινωνικό

Βία; Όχι

Σεξ; Όχι

Αυτοτελής; Όχι (4ο μέρος)

 

 

Ανέβηκε γρήγορα στο γραφείο της. Η Σοφία και η Ελένη δεν είχαν γυρίσει ακόμα. Αφού έβγαλε το κινητό της από την τσάντα, σχημάτισε τον αριθμό του Στέφανου ενώ ταυτόχρονα κατευθύνθηκε προς το παράθυρο για να κοιτάξει την ελάχιστη θέα που μπορούσε να έχει κανείς από το παράθυρο ενός κτιρίου στο κέντρο της πόλης. Αυτοκίνητα διέσχιζαν βιαστικά το δρόμο, ενώ κόσμος μπαινόβγαινε στα γύρω μαγαζιά. Πάντα αναρωτιόταν πως μπορεί να ψωνίζει ο κόσμος μες το μεσημέρι και με τόση ζέστη. Η ίδια προτιμούσε να κάνει τις αγορές τις, τις απογευματινές ώρες και μάλιστα όχι σε τόσο κεντρικά σημεία. Απέναντι της, έβγαινε την ώρα εκείνη από το εστιατόριο ο Δημήτρης. Τα μαύρα του μάτια, κρύβονταν τώρα πίσω από ένα ζευγάρι γυαλιά ενώ τα μαλλιά του φαίνονταν κατάξανθα καθώς έπεφτε πάνω τους ο ήλιος . Τις σκέψεις τις διέκοψε η φωνή του Στέφανου στην άλλη άκρη του τηλεφώνου. Είχε ξεχάσει πως τον είχε καλέσει και ακούγοντας τον αποτραβήχτηκε απότομα από το παράθυρο.

«Αγάπη μου;» άκουσε τη φωνή του.

«Στέφανε; Τι κάνεις; Συγνώμη που δε σου μίλησα νωρίτερα αλλά είχα μια σοβαρή συζήτηση με έναν συνεργάτη»

«Δεν πειράζει μωρό μου! Σε πήρα μήπως ήθελες το βράδυ να βγούμε έξω για φαγητό. Τι λες;» τη ρώτησε εκείνος.

«Ξέρεις δεν είμαι και πολύ καλά απόψε! Θέλεις καλύτερα να το κανονίσουμε για αύριο; Νιώθω ήδη πολύ κουρασμένη και θα προτιμούσα να κάτσω σπίτι να ξεκουραστώ. Αν θες έλα κι εσύ να μου κάνεις παρέα.»

«Πολύ καλά! Θα έρθω εγώ το βράδυ να δω πως θα είσαι κιόλας! Ελπίζω να βρεις την όρεξή σου γιατί μου λείπεις πολύ! Σ’έχω επιθυμήσει…» της απάντησε πονηρά.

«Θα δούμε…» του είπε χωρίς να ανταποκριθεί στο πείραγμα του.

«Γειά σου μωρό μου.»

«Γειά σου Στέφανε.»

Έκλεισε το τηλέφωνο και το ακούμπησε στο γραφείο της.

Την ώρα εκείνη έβλεπε τον Δημήτρη να περνάει από το διάδρομο και να κατευθύνεται προς το γραφείο του. Γύρισε να την κοιτάξει και έμεινε κάμποσο χωρίς να πει τίποτα. Ένα ελαφρύ χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του μα γρήγορα χάθηκε. Εκείνη απλώς του ανταπέδωσε το βλέμμα της χωρίς να πει κουβέντα και έπειτα έσκυψε το κεφάλι. Όταν το σήκωσε εκείνος είχε ήδη χαθεί.

Μα τι είχε πάθει; Τι της συνέβαινε; Δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της αυτόν τον άντρα που μόλις σήμερα είχε γνωρίσει. Τον σκεφτόταν συνεχώς από το πρωί. Και δεν της άρεσε καθόλου αυτό. Της ήταν τόσο άγνωστο αυτό το συναίσθημα. Το θεωρούσε τόσο απρεπές.

Αυτός ο άντρας ήταν τόσο γοητευτικός και τόσο μυστήριος που την προκαλούσε. Κι εκείνη ένιωθε ανίκανη να αντιδράσει. Το ήθελε τόσο μα δεν μπορούσε…

Πόσο θα ήθελε να ξεφύγει απ’αυτό…

Ακόμα όμως δεν ήξερε πως αυτό θα ήταν τόσο δύσκολο!

 

 

Έφτασε στο σπίτι της αργά το απόγευμα χωρίς να έχει όρεξη. Έκανε ένα μπάνιο να χαλαρώσει και έπειτα ξάπλωσε στον αναπαυτικό της καναπέ τυλιγμένη στην πετσέτα της. Έκλεισε τα μάτια της και έφερε στο μυαλό της τα μαύρα μάτια του Δημήτρη. Η σκέψη της την οδηγούσε κατευθείαν σ'αυτόν και δε μπορούσε να αντιδράσει. Σκεφτόταν τα λόγια του, το έντονο βλέμμα του και της ήταν αδύνατον να το σταματήσει.

Πως μπορεί να συνέβαινε αυτό με κάποιον που μόλις είχε γνωρίσει και που δεν τον είχε προσέξει καθόλου, αναρωτιόταν.

Μέσα στη ζάλη της ακούει κάποιον να χτυπάει την πόρτα…

 

Ο θόρυβος γινόταν τώρα πιο έντονος. Προσπάθησε να συνειδητοποιήσει που βρισκόταν και σηκώθηκε γρήγορα από τον καναπέ. Μα τι την είχε πιάσει; Τι ήταν αυτά που έκανε; Απορούσε και η ίδια με τον εαυτό της. Ένιωθε τόσο άσχημα που είχε αφήσει τη σκέψη της να την παρασύρει έτσι. Τώρα ένιωθε σχεδόν τύψεις.

 

Ποτέ της δεν σκέφτηκε, ούτε ένιωσε την ανάγκη να δει ερωτικά κάποιον άλλο. Ήταν με τον Στέφανο, τον αγαπούσε και τον ήθελε. Αυτός της τα έδινε όλα, την έκανε ευτυχισμένη. Σύντομα θα ένωναν για πάντα τις ζωές τους.

 

Κατευθύνθηκε προς την πόρτα και την άνοιξε. Ήταν εκείνος.

 

«Καλά δεν ακούς; Χτυπάω τόση ώρα.» της είπε μπαίνοντας και έσκυψε να τη φιλήσει.

 

« Συγνώμη Στέφανε αλλά με είχε πάρει ο ύπνος…» προσπάθησε να δικαιολογηθεί.

 

Πέρασαν και κάθισαν στον καναπέ. Η Ελπίδα έγειρε πάνω του και τον αγκάλιασε. Προσπάθησε να φέρει στο νου της όλους εκείνους τους λόγους για τους οποίους αγαπούσε αυτόν τον άντρα. Έπρεπε να βεβαιωθεί ότι τον αγαπάει. Πως γίνεται να αγαπάς κάποιον άνθρωπο και να σκέφτεσαι έναν άλλον; Έπρεπε να σιγουρευτεί.

Κοίταξε τα μάτια του και στάθηκε να τα χαζεύει για κάμποση ώρα.

 

«Στέφανε μ’αγαπάς;» τον ρώτησε ξαφνικά.

 

«Αμφιβάλλεις καλή μου; Και βέβαια σ’αγαπώ. Τι έπαθες ξαφνικά; Έχεις ανασφάλειες;» την ρώτησε εκείνος με τη σειρά του.

 

«Όχι απλώς ήθελα να το ακούσω. Να σου βάλω κάτι να πιείς; Λίγο κρασί; Θέλεις;»

 

«Δε θέλω τίποτα. Εκτός από ‘σένα. Εσένα θέλω μόνο.» της είπε και την ξάπλωσε στον καναπέ.

Άρχισε να την φιλάει απαλά στο λαιμό της και σιγά σιγά έφερε τα χείλη του στα δικά της. Η Ελπίδα ένιωσε την καυτή του ανάσα να αφήνεται πάνω της. Του ανταπέδωσε το φιλί με περισσότερο πάθος. Άφησε τη γλώσσα της να παίξει με τη δική του κι ύστερα προχώρησε στο δικό του λαιμό. Εκείνος της έβγαλε την πετσέτα και άρχισε να τη χαιδεύει σε όλο της το σώμα.

 

Έκαναν έρωτα κι αποκοιμήθηκαν στο στενό καναπέ.

Η Ελπίδα έχοντας στην αγκαλιά της τον Στέφανο έβλεπε στον ύπνο της εφιάλτες εκείνο το βράδυ...

Έβλεπε τον Δημήτρη…

 

 

Όταν ξύπνησε, ο Στέφανος δεν ήταν δίπλα της. Είχε σηκωθεί πολύ νωρίς για να πάει κι εκείνος στην εταιρεία του, τα γραφεία της οποίας βρίσκονταν πολύ έξω από την πόλη. Πάνω στο μαξιλάρι, της είχε αφήσει ένα σημείωμα. Το πήρε στα χέρια της και χαμογέλασε καθώς διάβασε το σύντομο μήνυμα του «Πέρασα πανέμορφα εχθές! Σ’αγαπώ!». Την έκανε να ξεχάσει για λίγο τον εκνευρισμό που τις είχαν προκαλέσει εκείνα τα όνειρα που είχε δει. Το άφησε στο τραπεζάκι και σηκώθηκε να ετοιμαστεί και εκείνη με τη σειρά της για το γραφείο. Ντύθηκε γρήγορα και πήρε το αυτοκίνητο για να φτάσει νωρίς.

Εκείνο το πρωινό ήταν πολύ ζεστό. Ο Ιούνιος έφτανε στο τέλος του. Από τις οχτώ το πρωί η ζέστη έμοιαζε να είναι αφόρητη. Τι θα γινόταν το μεσημέρι; σκέφτηκε η Ελπίδα καθώς οδηγούσε προς το κέντρο της Αθήνας. Έφτασε στο γραφείο νωρίτερα απ’όλους. Δεν ακουγόταν κανείς. Οι διάδρομοι ήταν άδειοι και μόλις πριν λίγο είχε τελειώσει και το συνεργείο καθαρισμού. Μπήκε στο γραφείο της, έφτιαξε έναν καφέ και κάθισε να ετοιμάσει το πρόγραμμα της ημέρας. Είχε να κάνει αρκετά πράγματα και σήμερα ενώ θα έπρεπε επίσης να περάσει από την τράπεζα για να κλείσει μια συμφωνία με τον διευθυντή της.

Σιγά σιγά κατέφθαναν και οι υπόλοιποι συνάδελφοι και λίγο νωρίτερα από τις εννέα όλοι βρίσκονταν στις θέσεις τους.

-Καλημέρα Ελπίδα, την χαιρέτησε η Σοφία καθώς μπήκε στο γραφείο, όλα καλά;

-Μια χαρά Σοφία μου, εσύ; Η Ελένη δεν ήρθε; Την ρώτησε εκείνη.

-Πίσω μου ερχόταν αλλά την σταμάτησε ο Φωτιάδης. Δεν ξέρω τι την ήθελε. Τους άφησα μόνους.

-Ο Δημήτρης; Έκανε η Ελπίδα γεμάτη περιέργεια. Τι μπορεί να ήθελε αυτός την Ελένη αναρωτήθηκε από μέσα της μα προσπάθησε να μη το δείξει.

-Ναι αυτός. Θα έρθει σε λίγο να μας πει τι της έλεγε…

Η Ελπίδα δεν απάντησε και συνέχισε τάχα να ασχολείται με τα χαρτιά που είχε αραδιάσει πάνω στο γραφείο της. Αποδείξεις, τιμολόγια, επιταγές, συμφωνητικά… όλα όσα θα έπαιρνε μαζί της στην τράπεζα. Πετάχτηκε κατευθείαν με το που μπήκε η Ελένη στο γραφείο μετά από λίγο.

-Ελπίδα μου καλημέρα. Ο διευθυντής σε θέλει στο γραφείο του. Εσένα και τον Φωτιάδη. Αυτός πηγαίνει ήδη. Ερχόταν να καλέσει κι εσένα αλλά αφού με είδε είπε να το πει σε μένα και να σε ενημερώσω για να μην καθυστερείτε. Πήγαινε γρήγορα! της είπε η Ελένη καθώς περνούσε να βολευτεί στη καρέκλα της.

-Καλά δεν μπορούσε να μας καλέσει τηλεφωνικά; Τι συνέβη; ρώτησε εκείνη προσπαθώντας να μαντέψει τι μπορεί να είχε συμβεί και ο διευθυντής ήθελε τους δυο τους στο γραφείο του. Πάω να δω, πρόσθεσε και βγήκε από το γραφείο.

Πέρασε στον διάδρομο και μπήκε στο ασανσέρ για να ανέβει στον τελευταίο όροφο όπου βρισκόταν το γραφείο του διευθυντή. Χτύπησε την πόρτα και πέρασε στη μεγάλη αίθουσα. Ο κύριος Καρράς καθόταν πίσω από το αυστηρό του γραφείο ενώ ο Δημήτρης σε μια πολυθρόνα μπροστά από αυτό.

-Καλημέρα σας κύριε Καρρά… κύριε Φωτιάδη, είπε χαιρετώντας τους δύο άντρες.

-Καλημέρα, της είπαν και οι δύο ταυτόχρονα.

-Καθίστε κυρία Στεργίου, της είπε ο διευθυντής δείχνοντας την πολυθρόνα που βρισκόταν δίπλα στον Δημήτρη.

Προσπάθησε να μην τον κοιτάξει καθόλου. Κάθισε στην πολυθρόνα και τα μάτια της στράφηκαν κατευθείαν προς το μέρος του κ. Καρρά περιμένοντας να ακούσει τι τους ήθελε. Ούτε ο Δημήτρης την κοίταξε. Φαινόταν περίεργος και αυτός να μάθει τι ήταν αυτό που ήθελε να τους πει και αφορούσε μόνο αυτούς τους δυο.

-Όπως γνωρίζετε, η φωνή του διευθυντή διέλυσε τις σκέψεις και των δυο, στο τέλος της επόμενης εβδομάδας θα πρέπει να ανέβω στη Θεσσαλονίκη για το εθνικό συνέδριο. Τυχαίνει όμως μια διεθνής σύσκεψη που γίνεται το ίδιο Σαββατοκύριακο να λαμβάνει χώρα στη Γερμανία και θα πρέπει οπωσδήποτε να την παρακολουθήσω. Θα πρέπει λοιπόν την επόμενη εβδομάδα να πάω στη Γερμανία. Κι έτσι θα ήθελα εσείς κα Στεργίου να με αντικαταστήσετε στη Θεσσαλονίκη. Ούτως ή άλλως το συνέδριο έχει να κάνει με τα οικονομικά. Θα ήθελα όμως να σας συνοδεύσει και ο κ. Φωτιάδης. Είναι νέος στην εταιρεία μας και θα ήθελα να συμμετάσχει στο συνέδριο προκειμένου να πάρει μια γεύση της πολιτικής όλων των εταιρειών που σχετίζονται με το δικό μας αντικείμενο. Νομίζω πως θα του κάνει πολύ καλό. Λοιπόν δεν έχετε αντίρρηση έτσι;

Ο Δημήτρης και η Ελπίδα γύρισαν να κοιτάξουν ο ένας τον άλλο αντιλαμβανόμενοι πως δε θα μπορούσαν να αρνηθούν την πρόταση που τους είχε κάνει ο κ. Καρράς.

-Βεβαίως κ. Καρρά, όπως θέλετε, απάντησε πρώτος ο Δημήτρης. Έχετε δίκιο. Νομίζω πως το συνέδριο θα με βοηθήσει πολύ να καταλάβω πως κινούνται τα πράγματα στην αγορά μιας και είμαι νέος στο χώρο. Άλλωστε νομίζω πως και η κα Στεργίου θα με βοηθήσει στο έπακρον να κατανοήσω τα όσα θα λεχθούν εκεί.

-Ναι κ. Καρρά, συνέχισε η Ελπίδα προσπαθώντας να κρύψει τη σύγχυση της, δε θα υπάρξει κανένα πρόβλημα. Θα ανέβουμε εμείς για το συνέδριο. Θα σας παρακαλούσα όμως να με ενημερώσετε για τυχόν θέματα που θα θέλατε να θίξουμε σαν εταιρεία. Έχω κάποια υπόψιν μου αλλά ίσως να θέλετε και εσείς να κάνετε κάποιες παρατηρήσεις.

-Θα σας καλέσω εντός της ημέρας κα Στεργίου για να σας ενημερώσω, της απάντησε ο διευθυντής. Μπορείτε να πηγαίνετε τώρα. Τις διαδικασίες του ταξιδιού θα τις κανονίσει η γραμματέας μου. Θα αναχωρήσετε την επόμενη Παρασκευή μετά τη δουλειά εντάξει; συνέχισε μην περιμένοντας απάντηση.

-Μάλιστα, απάντησαν οι δυο τους και κατευθύνθηκαν προς την έξοδο του γραφείου.

Μπήκαν μαζί στο ασανσέρ για να κατέβουν στα γραφεία τους χωρίς να πουν ούτε λέξη. Μόνο την ώρα που χωρίζονταν για να πάει ο καθένας στο δικό του ο Δημήτρης τράβηξε το χέρι της Ελπίδας και την έφερε κοντά του.

-Θα τα πούμε στη Θεσσαλονίκη λοιπόν… οι δυο μας, της ψιθύρισε στο αυτί και την απομάκρυνε γρήγορα μην περιμένοντας να δει την αντίδραση της.

Γύρισε την πλάτη του και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του. Η Ελπίδα έμεινε να τον κοιτάζει καθώς χανόταν στο διάδρομο. Μέσα της έβραζε από θυμό. Δε μπορεί να της συνέβαινε αυτό. Δεν το ήθελε… Μόνη της με τον Δημήτρη μακριά από όλους. Όχι σίγουρα δεν το ήθελε. Τον φοβόταν. Φοβόταν τα όσα ήταν ικανός να κάνει αυτός ο άντρας. Φοβόταν την επίδραση που είχε πάνω της.

Ίσως κατά βάθος να φοβόταν και τον ίδιο της τον εαυτό.

Edited by Natassa
Link to comment
Share on other sites

 

5ο μέρος

 

 

 

Όταν μπήκε στο γραφείο της προσπάθησε να μη δείξει στα κορίτσια τον εκνευρισμό της. Ήταν αφοσιωμένες η καθεμία στη δουλειά της κι έτσι δε χρειάστηκε να προσπαθήσει και πολύ. Πέρασε γρήγορα στη θέση της και βιάστηκε να καταπιαστεί με όσα είχε αφήσει νωρίτερα στη μέση.

-Λοιπόν, τι σας ήθελε ο Καρράς; την ρώτησε η Ελένη λίγες στιγμές αργότερα χωρίς να σηκώσει το κεφάλι της από τα έγγραφα που είχε μπροστά της.

-Το επόμενο Σαββατοκύριακο θα πρέπει να ανέβω με τον Φωτιάδη στη Θεσσαλονίκη για το εθνικό συνέδριο, απάντησε η Ελπίδα.

-Δε θα πάει ο Καρράς; πετάχτηκε η Σοφία ακούγοντας τον διάλογο τους.

-Όχι. Θα πρέπει να πάει στη Γερμανία για μια σύσκεψη κι έτσι μου ζήτησε να πάω εγώ κι ο Δημήτρης. Να του δείξω λέει τα πράγματα αφού είναι νέος στο χώρο και δε γνωρίζει και πολλά. Και φυσικά δεν μπορούσα να αρνηθώ…

Η Σοφία γούρλωσε τα μάτια της και σηκώθηκε όρθια.

-Να αρνηθείς; Τρελή είσαι κοπέλα μου; Θα έχεις τον κούκλο δυο μέρες δίπλα σου και θα αρνηθείς; πρόσθεσε καθώς πλησίασε προς το μέρος της.

Η αλήθεια είναι ότι δεν περίμενε να ακούσει και τίποτα άλλο από την Σοφία. Ήταν είκοσι οχτώ χρονών και είχε καταλάβει εδώ και καιρό το νόημα της ζωής. Τουλάχιστον έτσι διαλαλούσε σε όλο τον κόσμο. Θα ζούσε για πάντα τη ζωή της ελεύθερη χωρίς καμία δέσμευση, γάμους και παιδιά. Θα περνούσε καλά με όποιον άντρα ήθελε και όταν θα βαριόταν θα έφευγε στην αναζήτηση νέων περιπετειών. Δε θα έδινε λογαριασμό σε κανέναν. Θα ήταν η ίδια κυρία του εαυτού της χωρίς προβλήματα και υποχρεώσεις. Αυτό έκανε πάντως από την ώρα που την γνώρισε η Ελπίδα. Και ποιος ξέρει πόσα χρόνια πριν… Είχε ακούσει πλήθος αντρικών ονομάτων να βγαίνουν από το στόμα της. Πότε με θαυμασμό και πότε με μίσος. Όπως και να είχε πάντως δεν την είχε δει ποτέ να στενοχωριέται. Τελικά ίσως και να είχε εν μέρει ένα δίκιο, σκέφτηκε τώρα από μέσα της καθώς ετοιμαζόταν να της απαντήσει.

-Σοφία τι είναι αυτά που λες; Τι δουλειά έχω εγώ με αυτόν τον άνθρωπο; Συνεργάτης μου είναι και θα πάμε να κάνουμε τη δουλειά μας. Δεν πάμε για διασκέδαση… σε συνέδριο πάμε, απάντησε φανερά ενοχλημένη.

-Καλά ντε… πώς κάνεις έτσι; της είπε εκείνη. Εγώ πάντως στη θέση σου θα το διασκέδαζα και λίγο… και πολύ μη σου πω την αλήθεια. Όχι θα τον είχα δίπλα μου να του μιλάω για οικονομικές θεωρίες και κουραφέξαλα. Για άλλα πράγματα θα του μιλούσα… και είμαι σίγουρη πως θα τα έβρισκε πολύ πιο ενδιαφέροντα. Φαίνεται το παιδί κοπέλα μου. Τον έχω καταλάβει εγώ…

-Σοφία αρχίζω να εκνευρίζομαι. Μπορείς σε παρακαλώ να σταματήσεις να λες κουταμάρες; Δε με νοιάζει τι θα έκανες εσύ! Και αν δε θυμάσαι καλά να σου υπενθυμίσω ότι είμαι αρραβωνιασμένη και σκοπεύω να παντρευτώ σύντομα... Δε σε πιστεύω πάντως… Τα κάνεις όλα να φαίνονται τόσο ασήμαντα…

-Ελπίδα μην τρελαίνεσαι. Άκου με κι εμένα. Κάτι ξέρω και εγώ. Γιατί νομίζεις ότι σκέφτομαι έτσι; Η ζωή με έκανε… Τι νομίζεις ότι θα κάνεις που θα παντρευτείς; Στην αρχή όλα ωραία θα είναι. Θα κάνετε τα παιδάκια σας και όλα μέλι γάλα. Μετά όμως έρχονται τα δύσκολα… Μετά σε θέλω. Θα κουραστείς, θα βαρεθείς, θα συνηθίσεις και δε θα μπορείς να φύγεις… Φυλακή είναι ο γάμος. Ενώ σκέψου τη ζωή σου ελεύθερη. Δε θα βαρεθείς ποτέ σου. Κάθε φορά και κάτι καινούργιο. Σήμερα αυτό αύριο εκείνο. Σήμερα εδώ αύριο εκεί. Αυτό είναι ευτυχία. Να μπορείς διαρκώς να επιλέγεις εσύ την επόμενη κίνηση σου και όχι να στην ορίζουν οι υποχρεώσεις σου και τα πρέπει, απάντησε υπερασπιζόμενη τη θέση της.

-Κορίτσια να μιλήσω και εγώ; ακούστηκε η Ελένη αστειευόμενη ενώ προσπάθησε να μπει στη συζήτηση. Παντρεμένη είμαι και εγώ δεκαπέντε χρόνια και έχω και δυο άντρες ίσα με εκεί πάνω. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία από τα παιδιά. Και αυτός είναι και ο σκοπός του γάμου. Σοφία πάψε να τα κάνεις όλα να φαίνονται τόσο δραματικά. Ναι, μπορεί να έρχονται στιγμές που κουράζεσαι, που σκας… μα σαν κοιτάς μέσα στα μάτια τους όλα ξεχνιούνται. Γι’αυτό έχουμε γίνει έτσι όπως είμαστε μου φαίνεται. Τα έχουμε ισοπεδώσει όλα. Ποιά πιστεύω και ποιά ιδανικά μου λες εσύ…

-Τι είπα η χριστιανή και κάνετε έτσι καλέ; Ότι είναι ωραίος άντρας είπα και πως αν εγώ πήγαινα μαζί του θα έκανα τα πάντα για να του αφήσω αξέχαστο αυτό το Σαββατοκύριακο. Τόσο κακό είναι; Συγνώμη αλλά εγώ έχω άλλες απόψεις από εσάς και δε θα συμφωνήσω μαζί σας… Πάντως Ελπίδα παραδέξου το. Αποκλείεται να μην έχεις παρατηρήσει το πόσο γοητευτικός είναι. Κι αυτό το βλέμμα… σε πάει στην κόλαση! συνέχισε η Σοφία γελώντας και πειράζοντας την Ελπίδα που έμοιαζε να βγάζει καπνούς από τα νεύρα της.

-Λοιπόν δε θέλω να ακούσω τίποτα άλλο. Τελείωσε η κουβέντα. Ας δουλέψουμε και λίγο. Πρέπει να ετοιμάσω τα χαρτιά γιατί σε μια ώρα έχω ραντεβού με τον διευθυντή της τράπεζας και δε θα προλάβω να τα έχω έτοιμα. Αρκετά με τον «θεό» Φωτιάδη… είπε και στις δυο η Ελπίδα κάνοντας τους νόημα να γυρίσουν στις θέσεις τους.

-Άκουσα το όνομα μου; ακούστηκε μια αντρική φωνή. Ο Δημήτρης στεκόταν στη είσοδο του γραφείου με τα χέρια του σταυρωμένα και τον ώμο του να γέρνει προς την πόρτα.

Οι τρεις τους γύρισαν να τον κοιτάξουν μη βγάζοντας ούτε λέξη. Η Ελπίδα τα έχασε. Όχι… δε μπορεί να είχε ακούσει τα όσα έλεγαν λίγο πριν. Τώρα ήρθε. Αποκλείεται να είχε προλάβει να ακούσει… Ας μην είχε ακούσει, προσευχόταν τώρα από μέσα της ενώ μετάνιωνε για εκείνο το «θεό» που είχε ξεστομίσει στην τελευταία της φράση.

-Λοιπόν; Δε θα μου πείτε; συνέχισε να τις ρωτά εκείνος χωρίς να μετακινηθεί από τη θέση του. Τα μάτια του στράφηκαν προς την Ελπίδα και καρφώθηκαν πάνω της. Εκείνη έμεινε ακίνητη να τον κοιτάζει χωρίς να του απαντήσει. Μόνο μια σκέψη περνούσε τώρα από το μυαλό της χωρίς να το θέλει.

Το βλέμμα του όντως σε πήγαινε στην κόλαση. Τι δίκιο που είχε η Σοφία…

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

 

6ο μέρος

 

 

 

Έμεινε αποσβολωμένη για μερικά δευτερόλεπτα να τον κοιτάζει ενώ εκείνος περίμενε να πάρει μια απάντηση στην ερώτηση που τους είχε κάνει. Τα μάτια του την στόχευαν γεμάτα πρόκληση, αρνούμενα να φύγουν από πάνω της. Ένιωθε το βλέμμα του να έχει φυλακίσει το δικό της ενώ μια φωνή από μέσα της τη διέταζε να συνεχίσει να κοιτάζει μόνο αυτόν. Όσο άβολα και αν ένιωθε, τον κοίταζε και η εκείνη με την ίδια ακριβώς ένταση. Αυτή, πρέπει να ήταν και η πρώτη φορά που τον παρατηρούσε τόσο προσεχτικά. Ούτε καν εχθές, στο διάλλειμα που πέρασαν μαζί δεν είχε καταφέρει να τον παρατηρήσει τόσο καλά, μάλλον εξαιτίας του άγχους ή του θυμού που είχε . Πριν από τη χθεσινή σύσκεψη δεν τον είχε προσέξει καθόλου. Είχε ακούσει πως λίγο καιρό πριν είχε έρθει ένας νέος υπάλληλος αλλά δεν είχε τύχει να συναντηθούν. Η αλήθεια είναι πως τα τμήματα στα οποία εργάζονταν ο καθένας τους, δεν είχαν άμεση συνεργασία μεταξύ τους και έτσι ήταν επόμενο να μην έχουν γνωριστεί νωρίτερα. Και όμως, ο Δημήτρης δεν ήταν από τους άντρες που περνούσαν απαρατήρητοι. Αντιθέτως θα έλεγε κανείς.

Ήταν από αυτούς που δεν άφηναν καμία γυναίκα ασυγκίνητη. Η ομορφιά του ήταν τέτοια που φάνταζε επικίνδυνος, σαν απαγορευμένος καρπός. Αργά ή γρήγορα θα του παραδινόσουν, θα υπέκυπτες άνευ όρων, ανίκανη να κρατήσεις αντιστάσεις στη γοητεία του. Θα ερχόταν η ώρα που τα κάστρα θα έπεφταν και τότε η πόλη θα γινόταν δική του. Και ο Δημήτρης το ήξερε αυτό, το γνώριζε πολύ καλά. Έβλεπε πώς του φέρονταν οι γυναίκες, τον τρόπο με τον οποίο τον πλησίαζαν τάχα για να τον ρωτήσουν κάτι σχετικό με τη δουλειά, τα πονηρά και γεμάτα υποσχέσεις βλέμματα που του έριχναν κάθε φορά που το δικό του διασταυρωνόταν με κάποιο γυναικείο. Είχε αποκτήσει τέτοια αυτοπεποίθηση και τέτοιο θάρρος που έμοιαζε παντοδύναμος.

Και τώρα που τον παρατηρούσε για πρώτη φορά, η Ελπίδα συνειδητοποιούσε πως θα μπορούσε εύκολα να γίνει το επόμενο θύμα του. Ήταν πράγματι σαν θεός. Από μέσα της τουλάχιστον μπορούσε να παραδεχτεί την κυριολεχτική σημασία – όσο κυριολεχτική θα μπορούσε να είναι αυτή- που έπαιρνε τώρα ο ειρωνικός χαρακτηρισμός με τον οποίο τον είχε αποκαλέσει νωρίτερα στην τελευταία της φράση. Διάβαζε μέσα στο σκούρο βλέμμα του, όλα εκείνα που ήταν ικανός να της κάνει αν αυτή αφηνόταν ελεύθερη στη θέληση του. Μπορούσε να μιλήσει μόνο με τα μάτια του –αυτά τα κατάμαυρα μάτια- σε κάθε γυναίκα που βρισκόταν απέναντι του και να της πει αυτά που εκείνος ήξερε πως θα την τρελάνουν και θα την κάνουν να τον σκέφτεται διαρκώς. Τέτοια δύναμη είχε. Θεϊκή.

-Καλά δε θα μου πείτε; Τι έχετε πάθει και δε μιλάτε; ρώτησε ο Δημήτρης βλέποντας πως καμία δεν έπαιρνε την πρωτοβουλία να απαντήσει. Η φωνή του έβγαλε την Ελπίδα από τις σκέψεις της και μόνο τότε πήρε τα μάτια της από πάνω του κοιτάζοντας τα κορίτσια. Το ίδιο έκανε και εκείνος. Βλέποντας πως η Ελπίδα δεν υπήρχε περίπτωση να του απαντήσει στράφηκε προς τη Σοφία και την Ελένη.

-Η Ελπίδα, μας έλεγε για το ταξίδι που θα κάνει στη Θεσσαλονίκη μαζί σου Δημήτρη. Γι’αυτό άκουσες και το όνομά σου. Μαζί δε θα πάτε; αποκρίθηκε η Σοφία γεμάτη νάζι και με τέτοια φυσικότητα που δεν άφηνε σε κανέναν περιθώρια για αμφισβήτηση. Όχι όμως και στον Δημήτρη που είχε ακούσει καλά την τελευταία φράση της Ελπίδας. Ποιός ο λόγος να τον αποκαλεί «θεό»; Και τόσο ειρωνικά μάλιστα. Πρώτη του φορά είχε ακούσει από γυναίκα να μιλά έτσι γι’αυτόν και του προξενούσε μεγάλη απορία. Ωστόσο δεν θέλησε να το δείξει και έκανε πως πίστεψε τη Σοφία

-Α ναι. Μαζί θα πάμε την άλλη εβδομάδα. Δουλειές…

Δεν είπε τίποτα άλλο και προχώρησε προς το γραφείο της Ελπίδας η οποία είχε ήδη καθίσει και τακτοποιούσε τα χαρτιά της για να φύγει. Τα κορίτσια έκατσαν και εκείνα στη θέση τους την ώρα που τον είδαν να βολεύεται σε μια καρέκλα μπροστά από το γραφείο της Ελπίδας.

-Δουλειές… επανέλαβε ο Δημήτρης γεγονός που την έκανε να σηκώσει το κεφάλι της και να τον κοιτάξει.

-Δεν θες να πας στη Θεσσαλονίκη, έτσι; η ερώτηση του ξάφνιασε την Ελπίδα.

-Γιατί να μη θέλω; Του απάντησε όλο απορία.

-Ίσως και να θες… πάντως σίγουρα δε θέλεις εμένα μαζί σου… της είπε περιμένοντας την αντίδρασή της.

-Τι λες Δημήτρη; Γιατί να μη θέλω; Μου έκανες τίποτα; Που και να μου είχες κάνει δηλαδή αφού πρόκειται για επαγγελματικό σκοπό και πάλι θα δεχόμουν να κάνω αυτό το ταξίδι.

-Αυτό λέω και εγώ… Πως ότι και να συμβαίνει εδώ μέσα είμαστε συνάδελφοι και πρέπει να έχουμε καλές σχέσεις. Πως είτε το θέλεις είτε όχι εγώ το επόμενο Σαββατοκύριακο θα είμαι στη Θεσσαλονίκη μαζί σου. Για δουλειές… τόνισε την τελευταία λέξη του.

-Σε παρακαλώ, θα μπορούσες να μιλάς λίγο πιο ήρεμα; Έκανε η Ελπίδα μην μπορώντας να ερμηνεύσει αυτή του τη συμπεριφορά. Επιτέλους δεν μπορώ να καταλάβω, τι έπαθες ξαφνικά;

-Δε μου αρέσει να με κοροϊδεύουνε πίσω από την πλάτη μου. Αυτό έπαθα… απάντησε εκείνος ψιθυριστά. Εχθές μου είπες ότι δεν έχεις τίποτα μαζί μου και πως απλώς έτσι σου βγήκε και μου μίλησες επιθετικά… Και σήμερα έτσι σου βγήκε πάλι και με σχολίαζες; Μα τι έκανε, αναρωτήθηκε από μέσα του. Γιατί μιλούσε έτσι; Τι τον ένοιαζε; Σάμπως δεν ήξερε ότι πάντα οι γυναίκες λένε γι’αυτόν;

Αυτή τη φορά όμως ήταν διαφορετικά. Δεν είχε ακούσει ποτέ καμία γυναίκα να αναφέρεται ειρωνικά στο πρόσωπό του. Αντιθέτως τα σχόλια ήταν πάντα ευνοϊκά. Ίσως κάτι πολύ περισσότερο από ευνοϊκά. Και ο εγωισμός του αυτό δεν το επέτρεπε. Δεν το γνώριζε καν…

-Δημήτρη συνεχίζω να μη σε καταλαβαίνω… Λυπάμαι… του απάντησε εκείνη και στράφηκε πάλι στα έγγραφά της ελπίζοντας πως θα την άφηνε και θα έφευγε.

-Να ξέρεις πάντως γλυκιά μου, πως οι «θεοί», είπε ενώ σηκωνόταν από τη θέση του γεμάτος νόημα, έχουν αυτιά και ακούνε! Ακούνε και βλέπουν τα πάντα! Κατάλαβες τώρα; συνέχισε και μην αφήνοντας την να απαντήσει κατευθύνθηκε προς την έξοδο του γραφείου.

Η Ελπίδα σήκωσε το κεφάλι της και τον είδε ενώ απομακρυνόταν.

Και βέβαια καταλάβαινε… Τα είχε ακούσει όλα!

Link to comment
Share on other sites

  • 4 weeks later...

Συνέχεια

 

 

Προσπάθησε να συγκεντρωθεί γυρίζοντας πάλι στα έγγραφα που είχε αραδιασμένα πάνω στο γραφείο της αλλά της ήταν πολύ δύσκολο. Μα πώς τα είχε καταφέρει έτσι; σκέφτηκε γεμάτη απογοήτευση κουνώντας το κεφάλι της. Γνωρίζονταν μόλις δυο μέρες, μα ήταν σίγουρη πως εκείνος είχε προλάβει ήδη να την μισήσει. Πρώτα τα χθεσινά, τώρα αυτό… Με το δίκιο του ο άνθρωπος. Όλα στραβά της είχαν πάει. Και να πει κανείς ότι έφταιγε… Η Σοφία ήταν αυτή που τον σχολίαζε και η Ελπίδα την είχε παρακαλέσει να σταματήσει. Αν δεν ήταν αυτή δε θα είχε συμβεί τίποτα. Στο τέλος όμως, η ίδια είχε βρει τον μπελά της. Τι αδικία…, είπε από μέσα της ρίχνοντας ένα λοξό βλέμμα στη Σοφία την ώρα που εκείνη αρχειοθετούσε μερικά τιμολόγια. Έμοιαζε αμέριμνη να συνεχίζει τη δουλειά της. Ούτε καν είχε ρωτήσει αν της είπε τίποτα ο Δημήτρης. Αλλά έπρεπε να το περιμένει. Έτσι ήταν η Σοφία, άναβε φωτιές και έφευγε. Άφηνε τους άλλους πίσω να ψάχνουν να βρουν τον ένοχο και εκείνη εξαφανιζόταν από τον τόπο του εγκλήματος. Έτσι είχε κάνει και τώρα. Είχε βάλει τη φωτιά της και είχε αφήσει την Ελπίδα να καίγεται αβοήθητη. Την είχε καταλάβει καλά όσα χρόνια δούλευαν μαζί, όχι μόνο αυτή αλλά και οι περισσότεροι συνάδελφοι της και η αλήθεια είναι ότι δεν διατηρούσαν ιδιαίτερες σχέσεις μαζί της. Το ίδιο έκανε και αυτή. Κρατούσε τυπικές σχέσεις μαζί της και οι συζητήσεις τους αφορούσαν κυρίως εργασιακά θέματα. Όποτε εκείνη της εξιστορούσε της περιπέτειες της με τα κάθε λογής αρσενικά η Ελπίδα έμενε αμέτοχη και άφηνε κυρίως την Ελένη να μιλάει μαζί της. Προτιμούσε να μη σχολιάζει μιας και τις περισσότερες φορές ήθελε να τη βρίσει με αυτά που άκουγε. Είχαν τελείως διαφορετικές απόψεις. Δεν ταίριαζαν καθόλου σαν χαρακτήρες. Ήταν οφθαλμοφανές.

 

Σταμάτα, διέταξε τον εαυτό της από μέσα της προσπαθώντας να διώξει από το μυαλό της όλες αυτές τις αρνητικές σκέψεις και κοιτάζοντας το ρολόι. Η ώρα είχε περάσει. Έβαλε όσα έγγραφα χρειαζόταν στον χαρτοφύλακά της και ετοιμάστηκε να φύγει για την τράπεζα. Μόλις θα γύριζε θα μιλούσε με τον Δημήτρη για να του εξηγήσει πως είχε η κατάσταση. Σίγουρα δεν θα εξέθετε την Σοφία αλλά ούτε και θα τον άφηνε να πιστεύει πως κάθεται και τον σχολιάζει πίσω από την πλάτη του. Αυτά όμως αργότερα. Τώρα προείχε η δουλειά.

-Λοιπόν κορίτσια, εγώ φεύγω. Έχω αργήσει και ο διευθυντής της τράπεζας θα με περιμένει. Για ό,τι χρειαστείτε καλέστε με στο κινητό μου, τους είπε την ώρα που έβγαινε από το γραφείο.

Τα κεντρικά της τράπεζας δεν ήταν πολύ μακριά και έτσι λίγα λεπτά αργότερα περνούσε την είσοδο τους κατευθυνόμενη προς το γραφείο του διευθυντή. Εκείνος την καλοδέχτηκε και άρχισαν αμέσως τις συζητήσεις για τα οικονομικά θέματα που τους απασχολούσαν. Μία ώρα μετά τον αποχαιρετούσε ευχαριστημένη αφού είχε καταφέρει να κλείσει την πολυπόθητη συμφωνία που θα επέφερε μεγάλα προνόμια στις μεταξύ τους συναλλαγές. Τουλάχιστον είχε για κάτι να χαίρεται εκείνη την ώρα. Φαίνεται πως η κακοτυχία της δεν είχε επηρεάσει τη δουλειά. Ακόμη τουλάχιστον…

Όταν επέστρεψε στην εταιρεία οι περισσότεροι υπάλληλοι έκαναν το διάλλειμα τους και έτσι τα πιο πολλά γραφεία ήταν άδεια. Ανέβηκε στο δικό της από το οποίο έλειπαν επίσης η Ελένη με τη Σοφία και άφησε τα πράγματά της στη θέση τους. Σκέφτηκε να πάει να τις βρει απέναντι στο εστιατόριο μα στην ιδέα μόνο και μόνο ότι θα έπρεπε να μιλήσει στην Σοφία το μετάνιωσε. Όχι ότι δε θα της μίλαγε ποτέ αλλά τώρα δεν είχε καθόλου τη διάθεση.

Ήξερε τι θα έκανε. Θα πήγαινε να μιλήσει στον Δημήτρη. Ίσως να ήταν στο γραφείο του και να μην είχε φύγει ακόμα. Πήγε να βγει στο διάδρομο μα σταμάτησε. Ωραία θα πήγαινε, αλλά τι θα του έλεγε; στάθηκε για λίγο να αναλογιστεί. Έψαξε να βρει μια καλή δικαιολογία για να μπορέσει να αιτιολογήσει αυτά που είχε πει αλλά το μυαλό της είχε κολλήσει. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα. Ότι και να του έλεγε ίσως αυτός να μην την πίστευε ποτέ. Ωστόσο θα έπρεπε να προσπαθήσει. Δεν της άρεσε να πιστεύουν γι’αυτή πράγματα τα οποία δεν ήταν. Και σίγουρα δεν ήταν κουτσομπόλα. Αντιθέτως προτιμούσε να μην ασχολείται με τις προσωπικές υποθέσεις του καθενός παρά μόνο όταν οι ίδιοι ήθελαν κάτι να της εκμυστηρευτούν. Και τότε ακόμα προσπαθούσε να είναι όσο το δυνατόν απόμακρη δίνοντας απλώς μια συμβουλή, κάτι που θα έκανε και αυτή αν ήταν στη θέση τους. Δεν ήθελε να μπλέκει γιατί ήξερε καλά πως πάντα μετά υπάρχουν παρεξηγήσεις.

Βγήκε και περπάτησε στον διάδρομο προς το γραφείο του Δημήτρη. Θα πήγαινε και ό,τι έβγαινε. Θα έβλεπε εκείνη την ώρα τι θα του έλεγε. Το πολύ πολύ να τσακώνονταν και να μη ξαναμιλούσαν. Τι είχε να χάσει; Δεν ήταν και φίλοι…

Άκουσε τον Δημήτρη να μιλάει, και πέρασε στο γραφείο του χωρίς να χτυπήσει αφού η πόρτα είχε μείνει ανοιχτή. Ο Δημήτρης καθόταν ακουμπισμένος στο γραφείο του και πάνω του είχε γύρει προκλητικά η Σοφία ψιθυρίζοντας του κάτι στο αυτί. Φαινόταν να θέλει να τον αγγίξει, να τον αγκαλιάσει αν ήταν δυνατόν μα έμοιαζε να φοβάται να το τολμήσει. Ωστόσο ο Δημήτρης δεν φαινόταν να αισθάνεται άσχημα. Αντιθέτως την κοιτούσε με νόημα και της γελούσε καθώς εκείνη είχε επικαλεστεί όλη της την γοητεία για να τον ξελογιάσει. Κάθε τόσο το βλέμμα του χανόταν στο βαθύ ντεκολτέ της το οποίο η ίδια δεν έχανε ευκαιρία να το τονίζει για να του τραβήξει το ενδιαφέρον. Πόσο να αντισταθεί και εκείνος στην τόση περίοπτη θέα του; Άντρας ήταν, δεν ήθελε και πολύ. Προσπάθησε όμως να μη το δείξει και συνέχισε να της χαμογελάει κοιτάζοντας την στα μάτια αυτή τη φορά. Έμοιαζαν να διασκεδάζουν ο ένας με την παρέα του άλλου χωρίς να νοιάζονται αν τους έπαιρνε είδηση κάποιος συνάδελφος. Θα έπρεπε να προσέχουν περισσότερο αφού η στάση τους σε έπειθε πως αυτοί οι δύο δεν είχαν μόνο επαγγελματικές σχέσεις μεταξύ τους αλλά και κάτι περισσότερο.

Η Ελπίδα –την οποία τόση ώρα δεν είχαν αντιληφθεί- προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία της στη θέα των δυο τους. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα βρήκε τη δύναμη να μιλήσει.

-Με συγχωρείτε, απευθύνθηκε και στους δυο ξεροβήχοντας, Δημήτρη θα μπορούσα να σου μιλήσω για λίγο;

Στο άκουσμα της φωνής της, η Σοφία απομακρύνθηκε απότομα από τον Δημήτρη και κοίταξε την Ελπίδα που στεκόταν δίπλα στην πόρτα. Το ίδιο έκανε και ο Δημήτρης ενώ στο πρόσωπό του μπορούσε να διαβάσει κανείς την σύγχυση που ένιωθε.

Τα είχε καταστρέψει όλα πριν καν αρχίσει…

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..