Cassandra Gotha Posted April 10, 2010 Share Posted April 10, 2010 (edited) Αυτό το έγραψα τις μέρες του μπλακ άουτ μου, (κοντά στα τελειώματα όμως). Δικό σας, 8οο κάτι λεξούλες, φαντασίας, ομιχλώδες και χαλβαδιάρικο, σαν το μυαλό μου εκείνες τις μέρες. Σήκωσε το κεφάλι του και λαχανιασμένος έκανε να πει κάτι. Δεν τα κατάφερε, ή μάλλον δεν πρόλαβε, αφού ένα απαλό, κρύο χέρι του έκλεισε το στόμα. Το φίλησε ξέπνοος, το χέρι μύριζε πικραμύγδαλο, δεν του άρεσε μα την ήθελε κιόλας τη μυρωδιά του. Δεν την άντεχε μα την αποζητούσε. Ήταν η μυρωδιά του θανάτου, ήταν πόνος και ηδονή μαζί, και έσκυψε να τα ασπαστεί και τα δυο. Ένα τσακάλι που ούρλιαζε ήταν το τελευταίο πράγμα που άκουσε πριν χάσει τα λογικά του. Μέσα στο δάσος οι μέρες μίκραιναν. Εκεί πάντα μικραίνουν γρηγορότερα από τα άλλα μέρη. Γύριζε ξιπόλητος, με πέλματα φαγωμένα από τις πέτρες και τη λησμονιά, με χέρια άδεια και την καρδιά γεμάτη όνειρα, και μέρη, και ακούσματα. Μέρη που πήγε, που κοιμήθηκε, που ξύπνησε και ένιωσε μόνος, μέρη που κρύωσε στην πρωινή δροσιά και χάρηκε με τον μεσημεριάτικο ήλιο. Όνειρα που είδε κάποτε κάποιος άλλος, και άλλα που θυμότανε από πολύ παλιά. Και κάποια όνειρα που έβλεπε όταν δεν έκλεινε τα μάτια, μόνο τα στύλωνε σε μια πέτρα, σ’ ένα κλαδί ή φύλλο, στον ουρανό ή στου ποταμού μια βίρα. Και ό,τι άκουγε ήταν φωνές. Φωνές του δάσους, της γης, τα’ ουρανού. Κι άλλες πολλές, που δεν τις ήξερε, δε γνώριζε από πού τον φτάναν. Όλα αυτά κουβαλούσε πάνω του, και φαίνονταν σαν αρματωσιά. Από μακριά έμοιαζε πως γυάλιζε στο φως, σαν τους ιππότες μεσ’ τα μεταλλικά τους ρούχα. Κι από κοντά, όποιος τον πλησίαζε, σίγουρα θα νόμιζε πως κοιτάει κάποιον απόντα, κάποιον που ήταν και τώρα είχε φύγει. Έναν αέρα, πολύχρωμο και φωτεινό, που μπορείς να περάσεις το χέρι σου από μέσα του χωρίς εκείνος να το καταλάβει. Και ήταν αλήθεια. Έτσι ήταν. Είχε γίνει πια αέρας, κι ο ίδιος δεν το ήξερε. Περπάταγε μόνος του, ντυμένος με την αρματωσιά φτιαγμένη από αναμνήσεις, και νόμιζε πως κάτι έψαχνε. Όμως δεν υπήρχε τίποτα γι’ αυτόν να ψάξει. Πέρασαν έτσι χρόνια, και κάθε που οι μέρες μίκραιναν αυτός γύριζε στο δάσος και γύρευε αυτό το κάτι, αυτό το τίποτα. Τον άλλο καιρό κοιμόταν και το έβλεπε στον ύπνο του. Έφτασε μια μέρα που ήχοι καινούργιοι του ψιθύρισαν ότι μπορεί και να μην είναι μόνος. Δεν ήταν ζώα, ούτε πουλιά, δεν ήταν ήχοι του δάσους ούτε φωνές απ’ το κεφάλι του. Στηρίχτηκε στο αέρινο κορμί του και τεντώθηκε όρθιος. Άνοιξε τα μάτια του από καπνό ν’ ακούσει καλύτερα. Και τότε πάγωσε, κι έσβησε το φως της αρματωσιά του της φτιαγμένης από αναμνήσεις, να μην τρομάξει και φύγει ο άνθρωπος. Έμεινε έτσι ακίνητος ν’ ακούει. Ήταν ένας άλλος άνθρωπος, ζωντανός, σάρκινος κι όχι αέρας σαν κι αυτόν, κι έκλαιγε. Ήταν κοντά. Έκλαιγε σιγανά, σα να φοβόταν την ίδια του τη μοναξιά, μην την ξυπνήσει και του επιτεθεί σκληρότερα. Έκλαψε, έκλαψε πολύ, και μετά σταμάτησε. Τότε ο αέρινος άνθρωπος πλησίασε, προσεκτικά, πάντα με τη μορφή του άφωτη, να μη φαίνεται, να λείπει. Τον είδε. Ήταν κουλουριασμένος πάνω στο γρασίδι και κοιμόταν. Τα νύχια και τα μπράτσα του κόκκινα απ’ το αίμα, το ρούχο του σκισμένο. Το βραδινό αεράκι φύσηξε κρύο, άσπλαχνο, και ο κουλουριασμένος άνθρωπος μαζεύτηκε, τουρτούρισε μεσ’ τον ύπνο του. Ένα φως πίσω απ’ την κορφή του βουνού έδειχνε το δρόμο στη σελήνη ν’ ανέβει. Ο αέρινος άνθρωπος χάρηκε που δεν ήταν πια μόνος κι έσκυψε να ζεστάνει τον καινούργιο του φίλο, να τον λυπηθεί και να τον γιάνει απ’ τις πληγές. Και όπως έγερνε να ξαπλώσει δίπλα του, ξαφνικά τον χτύπησε μια μυρωδιά, μια ανάμνηση. Πάλεψε να τη γυρίσει πίσω, μα ήταν δυνατή, δεν μπόρεσε. Δεν μπόρεσε να μη μυρίσει το θάνατο σ’ αυτόν που κείτονταν στο χώμα κι ανάσαινε βαριά. Δεν μπόρεσε να μη μυρίσει τον έρωτα, τον πόνο και την ηδονή, το κλάμα και το γέλιο και κάθε τι μυστικό και ανομολόγητο. Έσκυψε και μύρισε το σκισμένο και ματωμένο ρούχο. Μύριζε πικραμύγδαλο, και η μισητή μυρωδιά του τον έκανε ν’ αναστενάξει πονεμένα. Τότε όλα τού ξαναγύρισαν, χάθηκε το σκοτάδι, έλαμψαν πάλι μία-μία όλες οι αναμνήσεις, και φώναζε, φώναζε, φώναζε πως ποτέ πια. Ποτέ πια δεν θα ξανάψαχνε το κάτι, το τίποτα, γιατί το βρήκε. Ποτέ πια δεν θα κοιμότανε στο χώμα την άνοιξη, όταν οι μέρες μεγάλωναν. Ποτέ πια δεν θα αρνιόταν τον σάρκινο εαυτό του, ούτε την αγάπη, ούτε τον πόνο και το φως. Μόνο το μίσος, το μίσος θα αρνιόταν, θα το ‘σβηνε θα το ‘πνιγε βαθιά μες το μυαλό του, θα φόραγε ρούχα κανονικά, θα πέταγε την αρματωσιά του και θα ‘φευγε απ’ το δάσος. Κι όσο τα φώναζε όλα αυτά, τόσο η μορφή του άλλαζε, κι από αέρας έγινε άντρας σωστός. Και ο ματωμένος φίλος του άνοιξε τα μάτια και τον κοίταξε, και πήρε θάρρος. Ήξερε ότι δεν ήταν μόνος που είχε γευτεί το πικραμύγδαλο, ήξερε πως κι άλλοι είχαν πονέσει, είχαν χαθεί. Να όμως που ένας απ’ αυτούς ξαναβρέθηκε, κι ήταν η ίδια η μυρωδιά του πόνου που τον έφερε πίσω. Αχ, δίψα και έρωτα και θάνατε, πόσο πολλή ανάγκη σ’ έχει ο κόσμος. * Edited April 10, 2010 by Cassandra Gotha Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest Anime_Overlord Posted April 10, 2010 Share Posted April 10, 2010 Το έγραψες σε μπλακάουτ και συμπτωμάτικά έπεσε πολύ σκοτάδι στην ιστορία. Μελαγχολικό, κάποιου που ψάχνει ταυτότητα μέσα από την συμφορά του και τον πόνο άλλων. Καλό, αν και δεν κατάλαβα αν ήταν πραγματικά ανίδεος ή το έπαιζε, στο τι ήταν αρχικά ο πρωταγωνιστής. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Διγέλαδος Posted May 5, 2010 Share Posted May 5, 2010 (edited) Όντως αυτό το σκοτάδι, ο θάνατος κάλλιστα θα μπορούσε να ήταν το μπλακ ουτ που είχες. Και οι αναμνήσεις να είναι όλα αυτά που είχες βιώσει μέσα από τις ιστορίες που είχες δημιουργήσει. Θετικό το τέλος. Τελικά μερικές φορές οι συγγραφείς χρειάζονται και το μπλακ ουτ, όπως έχει ανάγκη ο κόσμος τον θάνατο Edited May 5, 2010 by Διγέλαδος Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted May 5, 2010 Author Share Posted May 5, 2010 (edited) Ευχαριστώ για τα σχόλια, αλλά ρε παιδιά, συγγραφικό ήταν το μπλακ άουτ που αναφέρω! Απλά δεν μπορούσα να γράψω λέξη για μήνες. Edit: Άσ' το, άκυρο. Τώρα κατάλαβα, Διγέλαδε. Ηλίθια... Edited May 5, 2010 by Cassandra Gotha Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.