Jump to content

Ένας βροχερός πλανήτης.


Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Ηλίας Αλκαίος

Είδος: Επιστημονική φαντασία

Βία; (Ναι/Όχι)

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων: 1300

Αυτοτελής: Ναι

 

Ένας βροχερός πλανήτης.

Η βροχή ήταν χλιαρή κι αυτός χωμένος στα μεγάλα δέντρα και στα ψηλά χορτάρια προσπαθούσε να προφυλαχθεί, πατώντας πάνω σε νερά που κυλούσαν.

Χρειάστηκε να βρεθεί πενήντα χιλιάδες έτη φωτός μακριά απ τον πλανήτη του για να γνωρίσει πώς ήταν η βροχή. Εκεί, είχαν μόνο ζέστη. Ζέστη, που ο ήλιος την έκανε αφόρητη.

Είχε βγει ψάχνοντας για φαγητό σ ένα αραίωμα των δένδρων όταν κάτι παγωμένο έλουσε το σώμα του. Ήταν κίνδυνος και το γνώριζε καλά. Απομακρύνθηκε γρήγορα. Χάθηκε μέσα στα δένδρααλλά ήξερε πως ο άλλος ήταν εκεί. Ο Εχθρός βρισκόταν κάπου έξω και πίσω του αλλά δεν ήξερε πού.

Κράτησε πιο σφιχτά το όπλο πάνω του και το μυαλό του έτρεξε στον Τσβάιχ που τον περίμενε ανησυχώντας στην σπηλιά.

 

Ο Εχθρός πλησίασε περισσότερο. Μακριά απ τον τόπο του, διωγμένος με τον χειρότερο τρόπο, ένοιωθε εδώ παρείσακτος, μ αυτή την καταραμένη βροχή που έπεφτε πάνω του αλύπητα. Το γρασίδι ήταν ψηλό και τα δέντρα τεράστια αλλά δεν τον εντυπωσίαζαν.

Τα μάτια του έψαχναν κι έψαχναν για κάποιο σημάδι μέσα απ τον καταρράκτη του νερού αλλά ο Παρίας δεν φαινόταν πουθενά. Κι ήταν τόσο κοντά του πριν από μια στιγμή. Λίγο ακόμα και θα έπεφτε πάνω του.

Είχε βρεθεί σένα πλάτωμα,σε ένα ξέφωτο, όταν τον είδε. Σήκωσε το όπλο, αλλά ο άλλος χάθηκε απ τα μάτια του με ένα πήδημα.

Λες και τον είχε μυριστεί. Αλλά δεν μπορεί, είχε γυρισμένη την πλάτη του, δεν μπορεί να τον είχε δει.

Κρύωνε κι έτρεμε αλλά οφόβος κι ο κίνδυνος τα έπνιγαν όλα. Κάθε συναίσθημα.

Τότε ήταν που πρόσεξε τον ήχο. Ένα πάφλασμα και μετά τίποτα. Αλλά το είχε ακούσει καθαρά. Σήκωσε το όπλο του.

 

Τον είχε βρει σε ένα κοίλωμα του βράχου. Τριγύρω υπήρχαν αποκαΐδια και η ατμόσφαιρα μύριζε άσχημα. Καμένη σάρκα.

Δεν έβγαλε άχνα. Δεν είπε τίποτα, ούτε φώναξε. Μόνο σήκωσε το όπλο του και σημάδεψε τον Παρία που χλόμιασε με μιας, αλλά έπειτα κατάλαβε ότι το όπλο ήταν ψεύτικο. Ένα παιδικό παιχνίδι σε χέρια πεντάχρονου. Μετά ο μικρός έκλαψε.

Τον κοίταξε. Ένα κουβάρι απέναντί του. Περισσότερο με κουτάβι έμοιαζε έτσι που έσταζε από πάνω του η βροχή.

«Πώς σε λένε» ρώτησε τον μικρό, αλλά δεν πήρε απάντηση μόνο τον σημάδευε με το ψεύτικο όπλο του. Κατάλαβε γρήγορα.

«Μόντε» είπε και έδειξε μενόημα τον εαυτό του. «Μόντε».

Το μικρό κουτάβι τον κοίταξε αρχίζοντας να κλαίει πάλι.

«Τσβάιχ» έκανε το παιδί μέσα στα κλάματα.

Αλλά ο Παρίας δεν μπορούσε να τον αφήσει εκεί. Έστω κι αν διέφεραν τόσο πολύ.

Από τότε είχαν περάσει πέντε χρόνια.

 

Ο Εχθρός προχώρησε μέχρι κει που άρχιζαν τα δένδρα. Γονάτισε κι αφουγκράστηκε κρατώντας την αναπνοή του. Κοίταξε από συνήθεια τη συσκευή στο καρπό του αλλά τίποτα δεν λειτουργούσε πια. Οι ανιχνευτές ενέργειας είχαν από καιρό πάψει να δείχνουν ζωή, έτσι μόνο νααφουγκραστεί μπορούσε. Μια μέθοδο που μόνο σε βιβλία είχε διαβάσει. Αφουγκράστηκε. Πρώτα ένας ανεπαίσθητος παφλασμός μετά ένα σύρσιμο.

Πυροβόλησε προς το θόρυβο.

 

Ο Παρίας μέσα στον αντίλαλο του πυροβολισμού, ένοιωσε δυνατό κάψιμο στο πόδι, αλλά προσπάθησε να μην φωνάξει. Αίμα είδε να κυλά ανάμεσα στα δάχτυλά του, καθώς έσφιξε την πληγή. Σύρθηκε πιο μέσα στα χαμόκλαδα και τα δέντρα όταν ο Εχθρός πυροβόλησε και πάλι. Αυτή τη φορά αστόχησε.

Στον θόρυβο του αντίλαλου του πυροβολισμού προχώρησε κι άλλο, όλο και πιο βαθειά και μετά ακόμα περισσότερο, όταν ξαφνικά σταμάτησε και περίμενε.

 

Ο Εχθρός κατσούφιασε. Έπρεπε να τον σκοτώσει τον άτιμο. Σ αυτόν τον πλανήτη δεν χωρούσαν και οι δυο φυλές κι όσοι λιγότεροι Παρίες τόσο καλλίτερα.

Ήταν βρομεροί, με τα λέπια,τα αλογίσια πρόσωπα και το μαυριδερό δέρμα. Κι αυτά τα χέρια, σαν τεράστιες δαγκάνες με δάχτυλα. Σε ανατρίχιαζαν.

Όχι. Έπρεπε να τον σκοτώσει, να τον εξαλείψει απ αυτόν τον πλανήτη.

Αφού και οι δυο φυλές ήταν οι απόκληροι, οι εξοστρακισμένοι, οι παρείσακτοι, έπρεπε να μείνουν αυτοί ζωντανοί και κυρίαρχοι.

 

Ο Παρίας πυροβόλησε μέσα απ τα δέντρα. Ο Εχθρός ένιωσε ένα κάψιμο στα πλευρά αλλά κατάλαβε ότι δεν μπορεί να ήταν κάτι σοβαρό. Μια αμυχή περισσότερο παρά πληγή.

Κρύφτηκε, με την βροχή να του χτυπάει το πρόσωπο.

Περίμενε ώρα πολύ, στο ίδιο σημείο, ακίνητος, όταν αποφάσισε να βγει απ την κρυψώνα του.

Σκυφτός και στάζοντας προχώρησεμε τα νεύρα τεντωμένα, και τις αισθήσεις σε επιφυλακή.

Δεν έγινε τίποτα.

 

Η βροχή έπεφτε συνέχεια έτσι όπως ο Εχθρός στάθηκε πάνω απ τα πατημένα χόρτα και φύλλα, εκεί που ήταν το σώμα του Παρία. Αίμα υπήρχε, αλλά το έπαιρνε γρήγορα η βροχή και απ αυτό συμπέρανε ότι ο Παρίας θα πρέπει να ήταν πληγωμένος. Η δική του πληγή στα πλευρά ήταν ασήμαντη και το αίμα είχε σταματήσει γρήγορα, σχεδόν αμέσως. Κοίταξε τριγύρω και είδε κι άλλες πατημασιές στο μαλακό απ τη βροχή χορτάρι και τις ακολούθησε.

 

Είχε το μυαλό του στον Τσβάιχ έτσι όπως προσπαθούσε να φύγει χωρίς να τον αντιληφθεί ο Εχθρός. Χιλιάδες σκέψεις πέρασαν απ το μυαλό του. Μόνο να προλάβαινε να πάει κοντά του. Να του πει να φύγει μακριά, να βρει τους άλλους, να προστατευτεί.

Είδε από μακριά την σπηλιά. Αναδιπλώθηκε και μάζεψε τις δυνάμεις του.

 

Ο Παρίας μπήκε με φόρα και ο μικρός Τσβάιχ στεκόταν κρυμμένος σε μια γωνιά. Γρήγορα πήγε κοντά του και τον κοίταξε, μετά τον έσφιξε πάνω του και μετά πάλι το ίδιο. Ο Τσβάιχ ήταν αποσβολωμένος όταν ξαφνικά έβγαλε μια κραυγή.

Με το όπλο έτοιμο ο Εχθρός μπήκε στην σπηλιά και ο Παρίας σήκωσε το δικό του.

Ο Τσβάιχ τους κοίταξε. Πρώτα τον Εχθρό. Τα μάτια του άνοιξαν με έκπληξη που μετά έγινε παραδοχή καθώς οι θύμισες πλημμύριζαν το μυαλό το και αναγνώριζε την φυλή του. Ο Παρίας το είδε στα μάτια του.

Ο Τσβάιχ κοίταξε τα χέριατου Εχθρού που δεν είχαν δαγκάνες. Ήταν σαν τα δικά του. Το σώμα χωρίς λέπια,το ασπρουλιάρικο δέρμα, τα ξανθά μαλλιά, τα γαλάζια μάτια και έπειτα τα δικάτου χέρια, το δικό του δέρμα.

Μια θολή, αόριστη ανάμνηση ένιωσε να τον πλημμυρίζει ολάκερο. Μια θαμπή θύμηση χαμένων παιδικών καιρών.

Έπειτα ο Τσβάιχ κοίταξε εκείνον. Ο Μόντε είδε την αγάπη που έγινε ανησυχία καθώς το αίμα, που είχε στεγνώσει στο πόδι του, άρχισε να τρέχει πάλι.

Και μετά άρχισε να κλαίει όπως πριν από πέντε χρόνια. Όμως δεν είχε κανένα όπλο για να σκοπεύσει και δεν ήθελε κανέναν να σημαδέψει, να σκοτώσει.

Αυτοί έμειναν να τον κοιτάζουν καθώς, τα μάτια του γέμιζαν δάκρυα.

Κοιτάχτηκαν, Παρίας και Εχθρός, και το κοίταγμα είχε μίσος και αποστροφή αιώνων καθώς κατάπιναν τις λέξεις που έρχονταν στο στόμα, αλλά τα όπλα χαμήλωσαν περισσότερο. Δυο αλλόφρονες ματωμένοι εχθροί.

«Χάθηκαν όλα» είπε στον περίλυπο Τσβάιχ ο Μόντε στην γλώσσα που ο Εχθρός δεν καταλάβαινε.

«Θα φύγουμε από δω» είπε ο Εχθρός στην δικιά του. Έκανε μια αόριστη κίνηση με το όπλο του, αλλά συνέχισε να το κρατά χαμηλά.

Ένα συνονθύλευμα από λέξεις που ο Τσβάιχ με βία ξεχώριζε σαν μια μακρινή ανάμνηση.

Δεν ήξερε τι να κάνει καθώς μια καινούργια θλίψη έμπαινε στον κόσμο του.

Τα φθαρμένα πολυκαιρισμένα ρούχα που φορούσαν δεν τον τρόμαζαν. Ούτε και οι διαφορετικές γλώσσες.

Εκείνο που τον τρόμαζε ήταν ο,τι ξεπηδούσε από μέσα του και δεν ήταν αποστροφή αυτό που έβλεπε στον Μόντε.Το μαύρο δέρμα, τα λέπια και τα αποτρόπαια χέρια, τόσο διαφορετικά από τα δικά του, ήταν κάτι που για πρώτη φορά του έδειχναν την στρυφνότητα της αντίθεσης, αλλά δεν μπορούσε πει ότι τον απόδιωχναν.

«Θα φύγουμε;» ρώτησε πάλιο Εχθρός με την αμφιβολία να πεταρίζει μέσα του.

Κοίταξε το άσπρο δέρμα,τις ομοιότητες στα μαλλιά και στα μάτια κι έσκυψε το κεφάλι στην δυσκολία της επιλογής.

«Δεν θα έρθω» είπε στη γλώσσα που ξεπήδησε από μέσα του γνώριμη σχεδόν «Αλλά δεν θέλω.. αυτά τα όπλα..» ένας κόμπος ανέβηκε στον λαιμό του εμποδίζοντας την αναπνοή. Έβηξε.

Ο Μόντε κοιτούσε με αγωνία.

Ο Εχθρός με έκπληξη.

Ο Μόντε είδε τον Τσβάιχ να τον πλησιάζει, να σκύβει πάνω του, να κοιτάζει την πληγή που έτρεχε αίμα και είχε την ελπίδα ότι δεν θα έμενε μόνος στην σπηλιά μετο άδειο προσκέφαλο του Τσβάιχ να τον συνθλίβει.

Ο Εχθρός θύμωσε. Μέσα του φούσκωσε και μετά ξεφούσκωσε κι έμεινε ξέπνοος.

Κοίταξεμε μίσος και απέχθεια τον Παρία που του αντιγύρισε το βλέμμα.

Σηκώθηκεμε κόπο και πισωπάτησε προς την έξοδο. Με σκυμμένο κεφάλι, περισσότερο απόκληρος, αποδιωγμένος και εξοστρακισμένος βγήκε σε ένα πλανήτη που η βροχή συνέχιζε να πέφτει.

Edited by The Phantom
Link to comment
Share on other sites

Κράτησε πιο σφιχτά το όπλο πάνω του και το μυαλό του έτρεξε στον Τσβάιχ που τον περίμενε ανησυχώντας

θα με βοηθούσε αν προσέθετες το "πίσω" ανάμεσα στο "έτρεξε" και "στον" για να καταλάβω ότι από εκεί είχε φύγει και ήθελε να γυρίσει πίσω στον Τσβάιχ.

 

Ο Εχθρός πλησίασε περισσότερο. Μακριά απ τον τόπο του, διωγμένος

 

ποιος ήταν ο διωγμένος; ο εχθρός έτσι;

Φαίνεται σαν να είναι ένα κομμάτι από κάτι πολύ μεγαλύτερο. Θα ήθελα να μάθω ποιες ειναι οι ιστορίες αυτών των φυλών. Και γιατί ήταν εξοστρακισμένες. Πάντως ο εχθρός που θύμισε τον γνωστό "Κυνηγό" (Predator) ειδικά με τον ανιχνευτή.

Edited by Διγέλαδος
Link to comment
Share on other sites

Ξέχασα να πως πόσο ρεαλιστικό έκανες τη φύση, και μπόρεσα να νοιώσω τα φυτά κι όλα..

Link to comment
Share on other sites

Έχω να πώ ένα ευχαριστώ για το διάβασμα και τα σχόλια σου.

Δεν είχα στο μυαλό μου μια μεγαλύτερη ιστορία ώστε αυτή να αποτελεί ένα μικρό μέρος της.

Δεν είχα τίποτα.

Όσο το γιατί είναι αποδιωγμένοι και εξοστρακισμένοι από τις χώρες/πλανήτες τους, πάλι δεν έχω απάντηση άμεση κι αν τώρα δώσω μια τέτοια απάντηση, θα είναι απάντηση λογικών συνειρμών κάτι που δεν βρίσκω «απόλυτα» λογικό να συμβαίνει .

Ευχαριστώ και πάλι!

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..