Cassandra Gotha Posted May 10, 2010 Share Posted May 10, 2010 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Άννα Μακρή Είδος: ηρωική φαντασία Βία; Ναι Σεξ; Ναι Αριθμός Λέξεων: 3500 Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: 1) Παρακαλώ να απομακρυνθούν τα παιδιά απ' τις οθόνες. 2) Παρακαλώ μην διαβάσετε το κείμενο στα spoiler πριν διαβάσετε το διήγημα, αλλά κάντε το αμέσως μετά. Ευχαριστώ. Ζητάω συγνώμη γι' αυτό που σας βρήκε! Στο δωμάτιο έκαιγε ένα κερί. Από το μισάνοιχτο παράθυρο ακούγονταν ο Ντόριαν με την Μπρουχάλα που το γλεντούσαν. Χαμός στο στάβλο. Πιο πέρα η πόλη, που ησύχαζε μετά από άλλη μια κοπιαστική μέρα. Και πιο πέρα... ο κόσμος. Μια πεταλούδα μπήκε απ’ το παράθυρο και πέταξε ως τον αντικρινό τοίχο. Ο Βραντίρ πήδηξε πάνω στο κρεβάτι με τη χάρη τσιτάχ. Του Νταβίρ ποτέ δεν του άρεσαν οι απότομες κινήσεις, αλλά δεν είπε τίποτα. Συζητούσαν κάτι πολύ σοβαρό και δεν ήθελε να διακόψει. Συνέχισε την κουβέντα τους. «Κοίτα, εγώ πάντως το πήρα απόφαση, θα πάω. Χμ.» «Και-πότε-σκοπεεύεις-να-πάας;» «Το συντομότερο. Εεμ...» “Αυτό-δεν-είναι-απά-ντηση” «Αύριο μεθαύριο ξεκινώ, εντάξει;» είπε ο κατά τριάντα λεπτά της ώρας μεγαλύτερος από τους δυο αδελφούς. Κούνησε κουρασμένα το κεφάλι του και πήγε να προσθέσει κάτι άσχετο. «Ξέρεις...» «Ναι;» ρώτησε ο νεαρότερος κατά τριάντα λεπτά και ιδρωμένος Βραντίρ. «Τίποτα, ξέχνα το.» «Θα έρθω-κι εγώ-ωωωχχ!» «Και πες ότι έρχεσαι, τι θα κάνεις; Θα παίζεις τον όμορφο που συμπληρώνει τον έξυπνο;» «Μα-θα σε-βοηθήσ-οόιιιχ!» Κιόλας. Οι εραστές ράτσας από δίπλα πάντως, τελειωμό δεν είχαν. «Ξέρεις, θα προτιμούσα να πάρω μαζί μου οποιονδήποτε, ακόμη και τον Γκράβις, παρά εσένα.» είπε ξινισμένα ο Νταβίρ. «Τον Γκράβις; Αυτό τον τρελόγερο;» «Τουλάχιστον αυτός ο τρελόγερος καταλαβαίνει πότε είναι μέσα και πότε όχι.» απάντησε ο Νταβίρ, σκουπίζοντας την πλάτη του με το σεντόνι. Η φωνή του δεν είχε ευχάριστη χροιά. ** Η Πύλη του Αιώνιου Σκοταδιού δεν ήταν σκοτεινή. Το αντίθετο, θα έλεγε κανείς πως παραήταν φωτεινή. Σα να διαφήμιζε τα βάθη που βρίσκονταν από πίσω της, σα να στεκόταν ορθάνοιχτη και στολισμένη για να προσελκύσει αγαθούς διαβάτες. Ποτέ ο Νταβίρ δεν είχε αναρωτηθεί αν αυτή η πύλη ήταν είσοδος ή έξοδος. Αναρωτιότανε τώρα. Στάθηκε πάνω στο άλογο και την κοίταζε από μακριά. «Άραγε, από 'κει μπαίνεις στο θάνατο ή βγαίνεις απ' τη ζωή;» «Ε;» Η φωνή από πίσω του έκπληκτη, δήλωνε μ' ένα απλό φωνήεν ολόκληρη ερώτηση (“Τι έγινε, φτάσαμε;”), και ο Νταβίρ αναστέναξε. «Λέω, μπαίνεις ή βγαίνεις από εκεί;» «Μη λες τέτοια, μ' ανάβεις, το ξέρεις.» «Τελευταία φορά που κάθεσαι πίσω μου.» «Λες να μας αφήσουν να πάρουμε και τον Ντόριαν μαζί;» «Ε, πώς θα κυκλοφορούμε; Με τα πόδια;» «Σωστά. Δε μου λες ρε αδελφέ. Αν βρούμε τη μαμά, τι θα της πούμε;» «Βλέποντας και κάνοντας.» «Σωστά.» «Ντέι, Ντόριαν, πάμε!» Και κίνησαν τα δυο αδέλφια για την Πύλη, την Είσοδο ή την Έξοδο, που γυάλιζε όλο φως και θέλγητρο εμπρός τους. ** Όπως σε κάθε πύλη, έτσι και σ' αυτήν στέκονταν φρουροί μπροστά της. Δυο τρομεροί φύλακες, δυο ανίερα απέθαντα πλάσματα που δεν άφηναν κανέναν ζωντανό να περάσει. Και επειδή έκαναν ευσυνείδητα τη δουλειά τους, φρόντιζαν ώστε όλοι οι εισερχόμενοι στα βαθιά σκοτάδια του κόσμου να είναι πέρα για πέρα νεκροί. Ψόφιοι. Πτώματα. Κομμάτια από ανθρώπους και ζώα κείτονταν μπροστά στα πόδια τους , και τα τεράστια τσεκούρια που κρατούσαν με τα γραμμωμένα, ηλιοκαμένα μπράτσα τους, ήταν βαμμένα κόκκινα. Τα δυο αδέλφια πλησίασαν πάνω στο γκρίζο νεαρό άτι, ωραίοι ψηλοί καβαλάρηδες, χάρμα οφθαλμών. Η μια από τις δυο φύλακες έκανε ένα βήμα μπροστά προτάσσοντας το όπλο της. «Αλτ!» Ο Νταβίρ τράβηξε το χαλινάρι του Ντόριαν, «Ωωωω!» και το άτι σταμάτησε μπροστά στη μελαχρινή, εξωτική, μισόγυμνη καλλονή. «Δεν θα περάσετε ζωντανοί αυτή την πύλη.» Κι άλλο βήμα. «Μπορούμε να διαπραγματευτούμε;» Η φωνή του καβαλάρη χαρωπή, μαυλιστική, σα να υποσχόταν απολαύσεις. «Δεν έχουμε να διαπραγματευτούμε τίποτα.» έδωσε την ψυχρή απάντηση η δεύτερη φρουρός, ένα ξανθό γλύκισμα, που στεκόταν ακλόνητη στη θέση της σα να την είχαν καρφώσει εκεί. Αυτή δεν πρότασσε το τσεκούρι που κρατούσε, αλλά τα ευμεγέθη στήθη της. «Αν θέλετε να περάσετε θα το κάνετε αφού έχετε παραδώσει πνεύμα.» Τρίτο βήμα. «Ωραία! Αυτό μπορούμε να το κάνουμε!» η φωνή του καβαλάρη όλο χαρά και ενθουσιασμό, σα να του είπαν ότι με ένα εισιτήριο θα πάρει δώρο καραμέλα. «Αφού χαίρεσαι τόσο, ξένε, ξεκαβάλα και θα το κανονίσουμε.» Ένας αναστεναγμός και μια άλλη φωνή, όχι τόσο ευχάριστη, μπήκε για πρώτη φορά στη συζήτηση. «Δεν είπε να πουλήσουμε πνεύμα, Βραντίρ. Τώρα μπορείς σε παρακαλώ να σκάσεις και να μ' αφήσεις να μιλήσω εγώ;» Οι δυο καλλονές κοιτάχτηκαν με απορία, καθώς είδαν τον καβαλάρη να ξεπεζεύει και να αποκαλύπτει έναν δεύτερο από πίσω του στη σέλα. «Κι εγώ που νόμιζα πως είσαι εγγαστρίμυθος» είπε με απογοήτευση η πρώτη φρουρός (η μελαχρινή). Ο Νταβίρ έσκυψε το κεφάλι ευγενικά, βάζοντας το δεξί του χέρι στο στήθος, (το δικό του), την ίδια στιγμή που ο αδελφός του ξεπέζευε πηδώντας ανάλαφρα στη γη. Αυτή η αέρινη κίνηση άρεσε στην καλλονή νούμερο δύο (την ξανθιά). «Σεβαστή Κυρά, Φύλακα της Πύλης προς το Άγνωστο, ερχόμαστε ειρηνικά.» Τίποτα, καμία αντίδραση. Η καλλονή νούμερο ένα τον κοίταζε με μάτια απλανή, σα να είχε αποκοιμηθεί όρθια. Ο Νταβίρ ξαναέσκυψε το κεφάλι και δοκίμασε άλλη ατάκα. «Δεν επιθυμούμε κάτι που δεν μπορεί να μας δοθεί, μόνο ό,τι ορίζουν οι αρχαίοι νόμοι.» Πάλι τίποτα. Αποφάσισε να το σκεφτεί λίγο, και έκανε ένα βήμα πίσω. Κοίταξε τον αδερφό του, όχι για να ζητήσει βοήθεια, αλλά για να προλάβει μια τυχόν καταστροφική βλακεία του. Ήταν ήδη αργά. Ο πανέμορφος κοκκινομάλλης τροβαδούρος στεκόταν μπροστά στην ξανθιά καλλονή και της έδειχνε το όργανό του. «Βλέπεις; Εδώ είναι οι χορδές, έτσι τις παίζεις,» *κλινγκ!* «Χα χα» «κι εδώ το ηχείο. Αυτά εδώ λέγονται κλειδιά και τα γυρνάς έτσι...» «Πώς;» «Να, έτσι...» «Χι χι χι» «Βραντίιιρ!» η φωνή του μεγαλύτερου αδελφού προειδοποιούσε για μεγάλο κίνδυνο. Αμέσως η ξανθιά καλλονή θυμήθηκε το καθήκον και πήρε θέση μάχης. «Φύγε ή πέθανε, θνητέ.» «Είδες τι έκανες; Πάνω που θα την έπειθα.» «Θα την έπειθες να κάνει τι ακριβώς;» «Μα, να μας περάσει και τους δύο». Την ώρα που τα δυο αδέρφια λογομαχούσαν, η μελαχρινή καλλονή ξύπνησε από το λήθαργό της και άρχισε να τρέχει προς το μέρος τους με σηκωμένο το χέρι. Ο Νταβίρ βλέποντάς την, τράβηξε τον αδελφό του από την ακτίνα δράσης της ζουμερής ξανθιάς, τον έσυρε προς τον Ντόριαν και επιχείρησε να τον αναγκάσει να καβαλήσει. Όμως δεν πρόλαβε. Η μελαχρινή φρουρός ήταν πολύ γρήγορη, τους είχε φτάσει πριν αγγίξουν τη σέλα του αλόγου, βούτηξε τον Βραντίρ απ' τα μαλλιά και τον έριξε κάτω. Εκείνος έβγαλε μια τσιριχτή κραυγή σε ιδιαίτερα υψηλή συχνότητα, που έκανε την ξανθιά να κλείσει τ' αυτιά της, τον Ντόριαν να χλιμιντρήσει δυνατά ένα σπαραξικάρδιο θρήνο, και τη μελαχρινή που στεκόταν από πάνω του να διπλωθεί στα δύο. Ο Νταβίρ επωφελήθηκε από την αναστάτωση, και με γενναία καρδιά έδρασε, αψηφώντας τον απόκοσμο ήχο της πολεμικής ιαχής του αδερφού του. Έτρεξε προς την ξανθιά πορτιέρισσα που κρατούσε τ' αυτιά της έχοντας αφήσει μοιραία να της πέσει το τσεκούρι απ' τα χέρια. Το χούφτωσε, πήρε δύναμη να το σηκώσει, σφίχτηκε, και κατέληξε με το πρόσωπο στο χώμα, ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς πάνω στο γιγάντιο όπλο. «Γαμώτο, πώς τα σηκώνετε αυτά τα πράγματα;» ξέσπασε ουρλιάζοντας με αγανάχτηση. Ο πανικός είχε λήξει όμως, και τώρα η ξανθιά γέλαγε με την κατάντια του Νταβίρ, η μελαχρινή έπιασε τελικά τον Βραντίρ, και ο Ντόριαν κούναγε πάνω-κάτω το κεφάλι του, εμφανώς ενοχλημένος που έχανε την ώρα του. Ήθελε να γυρίσει στην Μπρουχάλα. Ο Βραντίρ είχε λιποθυμήσει. «Άσε τον αδερφό μου ήσυχο» παρακάλεσε ο Νταβίρ, πεσμένος ακόμα στη γη. Η μελαχρινή φύλακας δεν του απάντησε, μόνο έβγαλε το λαούτο που κρεμόταν από τον ώμο του Βραντίρ και το κράτησε μπροστά στα μάτια της. Η ξανθιά την πλησίασε και την περιεργάστηκε με το βλέμμα. Ποτέ δεν την είχε ξαναδεί έτσι. Η φίλη της ήταν γονατισμένη με το όργανο στο χέρι, τρέμοντας από συγκίνηση. «Αν Τ' Άρα;» προσπάθησε να της μιλήσει όσο πιο γλυκά μπορούσε. «Αν Τ' Άρα, είσαι καλά;» «Ναι. Ναι, πολύ καλά» απάντησε η Αν Τ' Άρα, και σηκώθηκε. Γύρισε στον Νταβίρ. «Πάρε τον αδελφό σου και μπείτε. Θα σας αφήσουμε να μπείτε ζωντανοί. Μόνο δώστε μου αυτό το λαούτο.» Ο Νταβίρ σηκώθηκε αργά κοιτάζοντάς την στα μάτια. Μετά κοίταξε ερωτηματικά και την άλλη. Εκείνη τώρα του χαμογελούσε συγκινημένη, είχε καταλάβει. Του έγνεφε καταφατικά. Ο Νταβίρ από την άλλη, δεν είχε καταλάβει τον- «Μα βέβαια, φυσικά, πώς μπορώ να αρνηθώ αυτή την τόσο δίκαιη ανταλλαγή;» αποφάσισε με ταχύτητα αστραπής πως δεν ήταν ώρα να το ψειρίζει. Πλησίασε τον Βραντίρ και τον σήκωσε στα χέρια του. Αν και ήταν ανάλαφρος, δυσκολεύτηκε αρκετά να τον ανεβάσει στη σέλα του Ντόριαν. Όταν τα κατάφερε, τον έγειρε μπροστά και οδήγησε το άλογο απ' τα γκέμια. Μπροστά στην πύλη στάθηκε, πήρε μια βαθιά ανάσα, και έκανε ένα βήμα. Με το που πέρασε το πόδι του την ανοιχτή πύλη, το φως χάθηκε. Γύρισε πίσω ξαφνιασμένος, μα δεν είδε τίποτα. Άπλωσε το χέρι του μα δεν έπιασε τίποτα. Βρίσκονταν πια μέσα στο Αιώνιο Σκοτάδι, έπρεπε να συνεχίσει. Θα τον κατεύθυναν μόνο οι ήχοι και οι οσμές. «Εντάξει, τώρα αργά και προσεκτικά, έτσι Ντόριαν;» Ένα σιγανό καταφατικό χλιμίντρισμα ήταν η απάντησή του. ** Έξω οι δυο πολεμίστριες γελούσαν πιάνοντας τις κοιλιές τους. «ΧΑαα-χαχΑα» «Χόααχ… Τι ηλίθιοι, χΑχαα» «Ξέχασαν-χαα-να ρωτήσουν ποιος-ουχ-ποιος θα τους δώσει εξιτήριο, χόααα…» «Ωραίο λαούτο κονομήσαμε. Χάαα…» ** Μέσα στο σκοτάδι ο Νταβίρ σκεφτόταν τι θα λέγανε στη μάνα τους αν τη βρίσκανε. Είχε πεθάνει πριν ένα χρόνο. Ένα πρωί, ενώ άπλωνε τη μπουγάδα και μάλωνε τους γιους της, όπως κάθε μέρα, της έπεσε απ’ τα χέρια το σώβρακο που ετοιμαζόταν να απλώσει, έβγαλε κάτι ακαταλαβίστικες φράσεις μαζί με σάλιο και έπεσε νεκρή. Το χειρότερο όμως ήταν πως δεν είχε τελειώσει τη διαθήκη της και τώρα τα αδέλφια είχαν πρόβλημα. Τι να πεις στη νεκρή σου μάνα; «Γεια μαμά, ήρθα να σε δω»; Όχι. «Ξέρεις, μαμά, έχεις αφήσει μια εκκρεμότητα»; Σίγουρα όχι. Όμως έπρεπε να τη βρουν, η διαθήκη αυτή ήταν πολύ σημαντική. Θα καθόριζε τη ζωή τους. Ο Βραντίρ συνήλθε απ’ τη λιποθυμία. «Άσε με-άσε με-άσε…» «Δε σε κρατάει κανείς, κόφτο.» «Είμαστε… Είμαστε…» «Ναι, είμαστε μέσα. Κάποτε πρέπει να το προσέξεις αυτό.» «Και πώς…» «Έδωσα το λαούτο σου.» Οι τρεις ταξιδιώτες (δύο βάρδοι και ένας ίππος) συνέχισαν τον τυφλό τους δρόμο, γεμίζοντας το Μέγα Σκότος με φωνές και βρισιές που έδιναν μια ξεχωριστή νότα στην αιώνια μονοτονία του θανάτου. Κάποτε έφτασαν μπροστά σ’ ένα μεγάλο τοίχο. Εν τω μεταξύ, τα μάτια τους είχαν συνηθίσει στο σκοτάδι και ξεχώριζαν σχήματα με άνεση. Ο Νταβίρ κατέβηκε απ’ το άλογο και ψαχούλεψε τον τοίχο. Ήταν κρύος, πιο κρύος από ό,τι είχε ποτέ του αγγίξει. (Τα δυο αδέλφια ζούσαν σε μια χώρα όπου δε χιόνιζε ποτέ). «Αμάν!» «Ωχ, τι είναι αυτό;» έπιανε την κρύα πέτρα και ο Βραντίρ τώρα. Στάθηκαν να το σκεφτούν λίγο. Φαινόταν ο μοναδικός δρόμος, άρα έπρεπε να τον περάσουν. Ο Νταβίρ υπολόγιζε πόσο ψηλός μπορεί να ήταν, πόσο παχύς και πόσο ανθεκτικός στα χτυπήματα. Φυσικά είχαν έναν κασμά μαζί τους. Ο Βραντίρ σκεφτόταν ένα λαϊκό τραγούδι για τον ήλιο, πιπέρι, βραστό νερό, καυτό λάδι και ό,τι άλλο μπορούσε να ζεστάνει την παγωμένη πέτρα. Ο Ντόριαν σκεφτόταν την Μπρουχάλα κι έγλυφε το στόμα του. Μετά από πολλή ώρα που δε μιλούσε κανείς, ο Νταβίρ πήρε μια απόφαση. Χωρίς να πει λέξη, άρπαξε τον κασμά από τα πράγματα που κουβαλούσε ο Ντόριαν και έριξε ένα γερό χτύπημα στον τοίχο. Όμως αμέσως σταμάτησε. Μια βραχνή φωνή ακούστηκε, και οι δυο άντρες έμειναν ακίνητοι και έντρομοι. «Μουρ, χμ, χμμ» «Φαίνεται πως τον ξύπνησες, γαμώτο, τι θα κάνουμε;» ο πανικόβλητος ψίθυρος του Βραντίρ προειδοποιούσε για επερχόμενες υψηλές συχνότητες. «Σςς. Μη μιλάς.» «Τι θέλετε;» Καμιά απάντηση. Κανείς δε μιλάει εύκολα σ’ ένα τοίχο. «Είπα: Τι θέλετε; Σε ντουβάρια απευθύνομαι;» «Ωχχ, καλύτερα να απαντήσουμε.» Ο Νταβίρ συμφώνησε μ’ ένα αόρατο νεύμα και πήρε το λόγο. «Επιθυμούμε να περάσουμε, γερέ και ψηλέ τοίχε.» «Και είναι λόγος αυτός να με κοπανάτε;» «Μας συγχωρείς, σεβαστέ τοίχε, αλλά δεν ξέραμε ότι είσαι ζωντανός. Αν το ξέραμε, δεν θα είχαμε πράξει τόσο απερίσκεπτα.» «Ζωντανός; Μην είσαι ανόητος, κανείς δεν είναι ζωντανός εδώ.» «Εεε…» Ο Βραντίρ είχε μια αντίρρηση να εκφράσει. «Σκάσε.» Ο αδελφός του όμως δεν τον άφησε. «Εννοώ ότι δεν ξέραμε το πόσο ευφυής είσαι, μοναδικέ τοίχε.» «Κόψε το γλείψιμο, βαριέμαι. Εντάξει, περάστε.» είπε ο τοίχος, κι εξαφανίστηκε από μπροστά τους. Τα δυο αδέλφια κοιτάχτηκαν έκπληκτα και άρχισαν να κουνάνε χέρια εκεί που στεκόταν πριν η πέτρινη μάζα. Μετά πήραν τον Ντόριαν (που σκεφτόταν την Μπρουχάλα) απ’ τα γκέμια και πέρασαν το σημείο διστακτικά. Αμέσως μόλις το έκαναν, το σκοτάδι διαλύθηκε απότομα και ένα γαλαζωπό φως απλώθηκε γύρω τους. Άκουσαν φωνές, νανουρίσματα, σιγανά γέλια, ερωτικούς ψιθύρους, άκουσαν κλάματα μωρού και καυγάδες, φωνές πόνου και συζητήσεις, τραγούδια γιορτής και προσταγές. «Τι είναι εδώ;» «Μάλλον φτάνουμε.» Μετά, είδαν τη μητέρα τους. «Φτάσαμε.» «Και τι θα της πούμε τώρα; Πώς μιλάς σ’ ένα πνεύμα;» «Πού να ξέρω; Εσύ μιλάς συνήθως.» «Κι εσύ πριν ξεκινήσουμε είπες πως μπορείς να με βοηθήσεις.» «Δεν το έκανα; Το δικό μου λαούτο έδωσες, θυμάσαι; Το-δικό-μου-λαούτο…» «Πάλι τσακώνεστε αχαΐρευτοι, ανεπρόκοποι, αστροπελέκια, που φίδι στον κόρφο μου, κακό σπυρί στον πισινό μου, που μετανιώνω τη στιγμή που σας γέννησα, μια φορά να σας δω μονιασμένους…» Η μητέρα τους είχε πλησιάσει και τους έβγαλε απ’ τη δύσκολη θέση να μιλήσουν πρώτοι. Πάντα της ήταν έτσι. Ποτέ δεν υπήρχε σιωπή αμηχανίας με τη μητέρα, κάλυπτε όλα τα κενά. «Μαμά…» «Μαμά…» «Μαμούνια κι αράχνες! Τι θέλετε εδώ;» «Ε, να, ξέρεις, μαμά… Έπρεπε να σε βρούμε, γιατί ήταν μεγάλη ανάγκη.» «Ναι μαμά. Περάσαμε μεγάλους κινδύνους για να έρθουμε ως εδώ, μέχρι και το λαούτο μου-» «Βρε που να με πάρει-όχι, μ’ έχει πάρει ήδη. Βρε ούτε στο θάνατο δεν θα ησυχάσω από εσάς; Που σας το ‘λεγα πάντα, πάντα, θυμάστε; Ότι μια μέρα θα μου βγάλετε την ψυχή! Μιλάτε καθαρά. Τι θέλετε;» Ο Νταβίρ καθάρισε το λαιμό του. «Μητέρα, λίγο πριν… αφήσεις τον υλικό κόσμο…» «Λίγο πριν τινάξω τα πέταλα. Ναι;» Εδώ ο Ντόριαν βγήκε από τις ερωτικές του φαντασιώσεις και αποφάσισε ν’ ακούσει την υπόλοιπη συζήτηση. Μπορεί να τον αφορούσε. Ο Νταβίρ συνέχισε. «Ναι… Λίγο πριν πεθάνεις λοιπόν, είχες ξεκινήσει να γράφεις τη διαθήκη σου, θυμάσαι; Όμως ποτέ δεν την τελείωσες και τώρα, όπως καταλαβαίνεις, έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα σοβαρό πρόβλημα.» «Και ποιο είναι αυτό;» «Μα, δεν καταλαβαίνεις; Ποιος απ’ τους δυο μας θα πάρει το σπίτι!» Η μητέρα τους ξεσκόνισε την ποδιά της (είχε πεθάνει με τα καθημερινά της ρούχα, και μ' αυτά παρέμενε στον κάτω κόσμο. Ένα μανταλάκι ήταν ακόμα γαντζωμένο στην τσέπη της). Μετά κοίταξε τους δυο της γιους. Το ύφος της, όπως πάντα, δήλωνε θυμό, κούραση και απογοήτευση. Τα παιδιά μου, σκέφτηκε, τα παιδιά μου. Πάντα εγωιστές, πάντα χάνουν την ουσία των πραγμάτων. Εγώ φταίω που τα κακόμαθα. «Και ταξιδέψατε στον κάτω κόσμο για να λύσετε τα κληρονομικά σας; Ε, βλαστάρια μου;» είπε με μελιστάλαχτη φωνή. Ο Νταβίρ τρόμαξε. Όταν τους αποκαλούσε βλαστάρια, ειδικά όταν η φωνή της γινόταν έτσι γλυκιά, κατέληγαν δαρμένοι. «Ναι μαμά!» πετάχτηκε ο Βραντίρ με το γνωστό ενθουσιασμό του. Ο Νταβίρ δαγκώθηκε και τον σκούντηξε να σταματήσει εκεί. Όμως ο βάρδος είχε πάρει φόρα, και η μητέρα μάζευε υλικό. «Και, όπως ξέρεις μαμά, εγώ βγάζω πιο πολλά λεφτά απ' το Νταβίρ, που εντάξει, τραγουδάει κι αυτός, αλλά εμένα θέλουν πιο πολύ στα πανηγύρια. Και βέβαια, όποιος έχει τα λεφτά, συντηρεί και το σπίτι. Ο Νταβίρ μπορεί να πάρει το στάβλο. Είναι καλός με τα άλογα, ε Ντόριαν;» Ο Νταβίρ έκανε ένα δειλό βήμα προς τη μητέρα του, και ο Ντόριαν μια ανυπόμονη στροφή προς τα πίσω. Ο θυμός, κατά περίεργο τρόπο, μύριζε το ίδιο και στο θνητό και στον αθάνατο κόσμο. Η μητέρα τους πήρε μια βαθιά ανάσα που θα την έβγαζε με δεκατρείς οργισμένα ειπωμένες λέξεις. «Και ήρθατε ως εδώ για να με πρήξετε με το σπίτι ρε ψοφίμια;» «Όχι μαμά, δεν είμαστε νεκροί...» «Θα γίνετε!» Και άρχισε να τους κυνηγάει με το τηγάνι που τα δυο παιδιά είχαν νιώσει στα πισινά τους άπειρες φορές και που πάντα νόμιζαν ότι η μαμά τους κουβαλούσε μαζί της όπου κι αν πήγαινε. Τελικά είχαν δίκιο. «Ωχ, στάσου, μαμά, όχι-περίμενε, ωχ...» «Φύγετε βρε, φύγετε, γαϊδούρια, εξαφανιστείτε, ου να χαθείτε, ακαμάτηδες...» «Αουτς, μη, όχι, όχι αυτό...» «Παιδιά έκανα εγώ; Ε;» Οι δυο γιοι οπισθοχώρησαν κρατώντας τα κεφάλια τους, και βρέθηκαν πάλι μπροστά στον τοίχο. «Ωχ! Αχ, άνοιξε, τοίχε, εμείς είμαστε, άνοιξε!» «Ποιοι είστε;» «Ρε τι καθίκια γιους έκανα...» «Άιι! Εμείς, οι προηγούμενοι, πες του, Νταβίρ.» «Έχουμε γνωριστεί; Α, τι ενδιαφέρον, χμ...» «Καλέ δεν είναι ώρα για κουβέντες, άνοιξέ μας!» «Ωχ, μη-μιλάς-έτσι ωχ, στον εξαίσιο ευγενή τοίχο, άαα!» «Ααα... Οι γλείφτες. Ναι, σας θυμάμαι. Πέρασε το άλογό σας μόλις τώρα. Εξαιρετική ράτσα. Πόσων χρόνων είναι;» «Τεσσάρων. Μη μαμά!» «Ένας νεαρός επιβήτορας; Μπράβο, μπράβο, πάντα μου αρέσανε τα άλογα.» «Χαίρομαι. Άααχ! Θα μας αφήσεις να περάσουμε;» «Ακούγεσαι ταραγμένος. Ποιο είναι το πρόβλημα;» ρώτησε ο τοίχος με όλο το ενδιαφέρον που μπορεί να δείξει ένας τοίχος. «Ναι, άστους να περάσουν, να χαθούν-πάρε κι αυτή-να μην τους βλέπω μπροστά μου!» «Να τους αφήσω να φύγουν; Καλά. Αλλά μόνο για 'σένα. Μου αρέσει που με ξεσκονίζεις.» Ο τοίχος εξαφανίστηκε, και αυτή τη φορά τρέξανε όπως-όπως να περάσουν. Μόλις βρέθηκαν πάλι στο σκοτάδι, μια μουσούδα τρίφτηκε στον ώμο του Νταβίρ. «Καλά, με σένα θα τα πούμε αργότερα, προδότη.» «Νταβίρ, η μαμά γιατί δεν ήρθε;» «Δεν ξέρω.» Και οι δυο έτριβαν τα μπράτσα, τα κεφάλια και τους πισινούς τους. «Αφού της ανοίγει ο τοίχος όποτε του το ζητήσει, γιατί δεν περνάει;» «Να πάει πού;» «Να γυρίσει πίσω.» «Μάλλον δεν μπορεί. Δεν υπάρχει το σώμα της πια. Μην κοιτάς εμείς. Εμείς...» Ξαφνικά ο Νταβίρ ένιωσε πολύ άσχημα. Του σηκώθηκε το πετσί. Για κάποιο λόγο, δεν ήθελε να το σκέφτεται άλλο. «Πάμε να φύγουμε γρήγορα.» είπε στον αδερφό του και τον βοήθησε ν' ανέβει στον Ντόριαν. Ο δρόμος του γυρισμού ήταν σύντομος. Πάλι συνήθισαν το σκοτάδι, και το άλογο πατούσε πάνω στα προηγούμενα βήματά του. Έτσι έφτασαν στην πύλη εύκολα και γρήγορα. Στάθηκαν. «Και τώρα;» «Ε, τι τώρα;» «Και τώρα, λέω, πώς θα βγούμε;» «Θα χτυπήσουμε και θα μας ανοίξουν.» απάντησε ο Βραντίρ, και χτύπησε ευγενικά την πύλη με τη γροθιά του. Τίποτα. Ο Νταβίρ αναστέναξε αλλά τον άφησε. Έτσι κι αλλιώς δεν είχε καμιά καλύτερη ιδέα. Εκείνος ξαναχτύπησε, λίγο πιο δυνατά μα ακόμη ευγενικά. «Νομίζω πως δεν θα είναι τόσο εύκολο.» Αποφάνθηκε. «Μα γιατί το λες αυτό;» Τότε ο ωραίος κοκκινομάλλης έπεσε πάνω στην πύλη με όλο του το βάρος και άρχισε να τη χτυπά με μανία. «Ανοίξτε μας-ανοίξτε μας-ανοίξτε-» ** «Ναι, ναι, χτυπήστε, θα σας ανοίξουμε, χι χι χι...» Η μελαχρινή απ' έξω το διασκέδαζε. «Χα χα... Δεν ξέρουν ότι πρέπει να πάρουν έγκριση από μέσα.» «Χα, την πατήσανε.» Καθώς συνέχιζαν τα γέλια τους οι δυο άκαρδες καλλονές, μια πεταλούδα φτερούγισε πάνω απ' το ξανθό κεφάλι. Κάθισε πάνω του συνεχίζοντας να κουνάει τα φτερά της. Η μελαχρινή την είδε και έκανε νόημα στη φίλη της, κουνώντας το χέρι της πάνω απ' το κεφάλι. «Τι;» ρώτησε μέσα σε χάχανα η ξανθιά. «Διώξε την.» Η ξανθιά κατάλαβε. «Εχ, σιχαίνομαι τις πεταλούδες.» είπε, και με μια απότομη κίνηση την πλάκωσε με την παλάμη της. Όμως δεν την είχε σκοτώσει. Η πεταλούδα άπλωσε τα φτερά της, σηκώθηκε όρθια και φανέρωσε ένα τηγάνι στο μέγεθός της, που το σήκωσε και το κατέβασε με δύναμη στο άδειο αλλά ωραίο κεφάλι. Το τηγάνι είχε το βάρος ενός κανονικού τηγανιού που διέθετε το κάθε νοικοκυριό. Η ξανθιά φρουρός μετά το αρχικό σοκ άρχισε να κουνάει με μανία τα χέρια της πάνω-κάτω, μα η πεταλούδα έντεχνα ξεγλιστρούσε στο κάθε χτύπημα και έδινε ένα καινούργιο με το τηγάνι. Η μελαχρινή σήκωσε το τσεκούρι της και το έστρεψε προς τη φίλη της. «Ούτε να το σκέφτεσαι!» ούρλιαξε εκείνη φρενιασμένη. «Μα αφού δεν πεθαίνουμε...» «Να βαρέσεις το δικό σου κεφάλι μ' αυτό! Κάνε κάτι άλλο, διώξε την από πάνω μου.» Η πεταλούδα τότε μίλησε. «Αφήστε τους ταξιδιώτες να βγουν.» Ενώ συνέχισε να χτυπάει την ξανθιά, πρόσθεσε «Αλλιώς δεν θα σταματήσω εις τον αιώνα τον άπαντα.» «Κάν' το! Κάν' το!» φώναζε η ξανθιά που κόντευε ήδη να τρελαθεί. ** Τα δυο αδέλφια είδαν με έκπληξη την πύλη ν’ ανοίγει. Το φως τους τύφλωσε. Ο Ντόριαν τους έσπρωξε με τη μουσούδα και πέρασαν στον κόσμο των ζωντανών. Όταν βγήκαν έξω, είδαν την ξανθιά πολεμίστρια να κάθεται στη γη πιάνοντας το κεφάλι της, και τη μελαχρινή να προσπαθεί να την παρηγορήσει. Ο Βραντίρ κάτι πήγε να πει, αλλά ο Νταβίρ τον τράβηξε και φύγανε. Ο Ντόριαν ήταν ανακουφισμένος και ανυπόμονος που θα ξανάβλεπε την Μπρουχάλα. ** Στο δωμάτιο ένα κερί έκαιγε. Από το μισάνοιχτο παράθυρο ακούγονταν ο Ντόριαν με την Μπρουχάλα που το γλεντούσαν. Χαμός στο στάβλο. Ήταν τρεις μέρες που τα ενθουσιώδη χλιμιντρίσματα ξεσήκωναν τον μικρό αγροτικό οικισμό. Πιο πέρα η πόλη, που ησύχαζε μετά από άλλη μια κοπιαστική μέρα. Και πάνω στο κρεβάτι τα δυο αδέλφια, που είχαν λύσει τα κληρονομικά τους και τώρα ξεκουράζονταν μετά από μια δική τους κούρσα ηδονής. «Γίνεσαι καλύτερος. Τουλάχιστον τώρα καταλαβαίνω κι εγώ κάτι.» «Ευχαριστώ.» «Όχι, αλήθεια. Σου έκανε καλό το ταξίδι.» «Ε, είναι που ξερουτινιάσαμε...» «Λυπάμαι για το λαούτο σου.» «Μπορούσαμε να το αρπάξουμε φεύγοντας.» «Όχι, Βραντίρ. Ήταν η πληρωμή για την είσοδο.» «Ναι, είμαστε τίμιοι, το ξέχασα.» «Ξέρεις, εκείνη τη μέρα σου είπα ψέματα για τον Γκράβις.» «Το ξέρω.» «Ποτέ δεν... Και ποτέ δεν θα-» «Ναι, εντάξει. Όμως, με γυναίκες μπορούμε να πηγαίνουμε;» «Ασφαλώς!» απάντησε ο Νταβίρ και τον αγκάλιασε γελώντας. Από το δωμάτιο ακούγονταν γέλια και βογκητά και μια τσιριχτή φωνή άρχισε να υψώνεται. Έξω, τα χλιμιντρίσματα αγρίεψαν στο στάβλο, το φεγγάρι έφτανε στο κέντρο τ' ουρανού, μια κουκουβάγια φώναζε γλυκά. Όλα έδειχναν πως η νύχτα ήταν μεγάλη. Και έξω απ' το παράθυρο των δυο αδελφών μια πεταλούδα έπαιρνε φόρα και χτύπαγε το κεφάλι της στον τοίχο. Η Διαθήκη.doc Edited May 10, 2010 by Cassandra Gotha Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
alkinem Posted May 10, 2010 Share Posted May 10, 2010 (edited) Καλή ιστορία, χιουμοράκι είχε, όπως και προχωρημένες σεξουαλικές προτιμήσεις, αλλά οι τόσοι διάλογοι, τουλάχιστον για εμένα, δε διεκόλυναν την πλοκή. Πιστέυω ότι με λιγότερα λόγια και πιο πολύ έμφαση στην περιγραφή της ιστορίας, θα ήταν καλύτερη. ΥΓ. Η πεταλουδίτσα τί σου έφταιξε; Edited May 19, 2010 by John82 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted May 10, 2010 Author Share Posted May 10, 2010 Όπα, σφάλμα! Ευχαριστώ πάρα πολύ για το σχόλιο, αλλά επειδή οι διαχειριστές δεν πρόλαβαν να κλείσουν το τόπικ, μπορείς σε παρακαλώ να σβήσεις το ποστ σου και να το επαναφέρεις μετά τις 18 του μήνα; Οι πληροφορίες του διαγωνισμού είναι εδώ. Ευχαριστώ πολύ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinMacXanthi Posted May 10, 2010 Share Posted May 10, 2010 Έπεσε πμ ήδη Άννα, no worries. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Διγέλαδος Posted May 19, 2010 Share Posted May 19, 2010 (edited) Αρκετά μπροστά, λόγω των σεξουαλικών προτιμήσεων. Ο τοίχος μου θύμισε το βράχο από το NeverEnding Story! Γενικά τα δυο αδέρφια μου έδωσαν πολύ την αίσθηση ζαμανφού, τόσο πολύ που ξέρω ότι και αν συνέβαινε κάπως θα το προσπερνούσαν ρίχνοντας το στο καλαμπούρι κι έτσι δεν ανησυχούσα για αυτούς κατά τη διάρκεια του διηγήματος. (καλό αυτό ή κακό; ) Το τηγάνι ήταν όλα τα λεφτά, αλλά περισσότερο το spoiler σου, εκεί γέλασα αν και λυπήθηκα την πεταλουδίτσα.. Edited May 19, 2010 by Διγέλαδος Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Adicto Posted May 19, 2010 Share Posted May 19, 2010 Πρέπει να διασκέδασες γράφοντάς το Κασσάνδρα και αυτό έχει περάσει στο κείμενο! Είναι "πιπεράτο" και τολμηρό, με μπόλικα υπονοούμενα και αυτό του δίνει πρωτοτυπία που είναι πάντα ένα μεγάλο ζητούμενο (ειδικά) όταν μιλάμε για φάντασυ. Είναι δροσερό και γρήγορο, οι σπιρτόζοι διάλογοι βοηθάνε πολύ σε αυτό, ενώ υπήρξαν σκηνές (με το τηγάνι) με ωραίο χιούμορ. Ειδικά η τελευτάια σειρά τα έσπαγε Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Drake Ramore Posted May 19, 2010 Share Posted May 19, 2010 Τώρα τι να γράψω εδώ; Άκρως ψυχαγωγικό και με περισσότερα κρυφά νοήματα απο όσα πιάνει το μάτι σε πρώτη ανάγνωση. Σαν γραφή παρότι δεν έχει κάποιο χτυπητό λάθος, γνωρίζω οτι μπορείς και καλύτερα. Πάντως είναι ενδιαφέρον οτι βγήκες έξω από το σύνηθες στυλ γραφής που έχεις και πειραματίστηκες με κάτι διαφορετικό. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
deadend Posted May 20, 2010 Share Posted May 20, 2010 Πολύ καλή χρήση της λέξης ψυχή-πεταλούδα. Ο τοίχος είναι super. Ωραία η συνομωσία των γιών απέναντι στη μητρική χειραγώγηση. Την άλλη φρουρό πως την έλεγαν; Καντ-άρα, Χαν-Τζά-ρα, Φαν-τ-άρα, βάλε όνομα. Ο χαρακτήρας της μάνας και οι σεξουαλικές προτιμήσεις των ηρώων και των φρουρών με έκαναν να σκάσω στα γέλια. (σκέψου να τις είχε και το άλογο χιχιχι). Θέλει ένα μικρό χτενισματάκι νομίζω, όπως και το δικό μου ένα μεγάλο. Εύχομαι πολλές τηγανιτές πατάτες να βρίσκονται πάντα στο δρόμο σου και να σε εμπνέουν για τέτοια κείμενα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted May 20, 2010 Share Posted May 20, 2010 Τι έγινε ρε παιδιά;; Από την εναρκτήρια ιστορία αρχίζει το γλέντι λοιπόν, ε; Πολύ πρωτότυπο αμπαλάζ (δεν πίστευα ποτέ ότι θα έγραφα αυτή τη λέξη) της φάσης ‘ταξίδι στον άλλο κόσμο’ Kinky καταστάσεις (στην καλύτερη), μπλεγμένες με περιήγηση στο άγνωστο. Ίσως να ήθελα περισσότερες από τις σκεψεις των ηρώων (κάτι σαν αυτό που λέει ο Διγέλαδος σκέφτηκα μάλλον). Να καταλάβω λίγο περισσότερα για το πώς το βλέπουν το πράγμα. Εννοώ ότι φαίνονται να ξεπερνάνε (σε επίπεδο σκέψης/προβληματισμού) σχετικά εύκολα κάποια ζητήματα που προκύπτουν (όπως τις διάφορες σκέψεις για τη μαμά ή την ιστορία με το σπίτι) . «Ξέρεις, εκείνη τη μέρα σου είπα ψέματα για τον Γκράβις.» «Το ξέρω.» «Ποτέ δεν... Και ποτέ δεν θα-» «Ναι, εντάξει. Όμως, με γυναίκες μπορούμε να πηγαίνουμε;» «Ασφαλώς!» απάντησε ο Νταβίρ και τον αγκάλιασε γελώντας. Για τις πρώτες τρεις σειρές: μου φάνηκε ότι προσπαθείς να τονίσεις κάπως βιαστικά (ίσως σε μια προσπάθεια να εντείνεις την αίσθηση στον αναγνώστη, την αγάπη που υπάρχει ανάμεσά τους. Για τις δυο τελευταίες σειρές: η πρώτη σκέψη που μου ήρθε ήταν ότι θες να σουλουπώσεις λίγο το προφίλ τους, να τους κάνεις λίγο πιο καλά παιδιά στα μάτια μας. Κάτι σαν χάπι εντ και ζήσαμε εμείς καλά κι αυτοί πήγαιναν τελικά και με γυναίκες. Δεν το βρήκα απαραίτητο (εκτός αν υπάρχει κάτι, κάποιος συμβολισμός ή μήνυμα που δεν πιάνω). ΥΓ1: ‘’…απάντησε ο Νταβίρ, σκουπίζοντας την πλάτη του με το σεντόνι’’ Απαπα… τι έγραψεεεε… οοουυυυυ… ΥΓ2: Ο τοίχος είχε πλάκα… η συμπεριφορά του… το στυλ του… ήταν όντως τοίχος. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted May 21, 2010 Share Posted May 21, 2010 Ο χαρακτήρας της μάνας και οι σεξουαλικές προτιμήσεις των ηρώων και των φρουρών με έκαναν να σκάσω στα γέλια. (σκέψου να τις είχε και το άλογο χιχιχι). Ποιες είναι οι προτιμήσεις των φρουρών;! Που τις δείχνει; Damn it, πιάστηκα τελείως αθώος εδώ. I'm shocked Άννα, I'm shocked! Μα, σκέφτηκα ο βλαξ... στην πρώτη σκηνή ο Βραντίρ μιλάει ιδιαίτερα, συρτά... ενώ μετά μιλάει κανονικά. Σφάλμα; Εδώ παίρνω φόρα και χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο. Δεν έχω κριτική. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Διγέλαδος Posted May 21, 2010 Share Posted May 21, 2010 στην πρώτη σκηνή ο Βραντίρ μιλάει ιδιαίτερα, συρτά... ενώ μετά μιλάει κανονικά. Σφάλμα; εγώ θεώρησα ότι μιλούσε συρτά λόγω της γκουχου χκουχου "απόλαυσης".. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted May 21, 2010 Share Posted May 21, 2010 εγώ θεώρησα ότι μιλούσε συρτά λόγω της γκουχου χκουχου "απόλαυσης".. I knooooooooooooowwww!! [Όλα τα ανωτέρω τα έχω γράψει με χιουμοριστική διάθεση φυσικά. Ήταν όντως ένα αστείο παραμύθι που ξεχωρίζει. Ήταν έκπληξη Άννα, δηλαδή δεν μας είχες συνηθίσει σε τέτοια.] Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
aScannerDarkly Posted May 21, 2010 Share Posted May 21, 2010 Διασκέδασα αρκετά σε σημεία, αν και ομολογώ ότι το χιούμορ δεν πολυήταν του γούστου μου. Οι σεξουαλικές συνευρέσεις των αλόγων μου άρεσαν πιο πολύ από τα υπόλοιπα. Βρήκα πολύ αδύναμο το λόγο για τον οποίο πήγαν στον Άλλο Κόσμο. Καλή προσπάθεια για κάτι μακρυά από αυτό που γράφεις συνήθως, αλλά για μένα ήταν κάπως χοντροκομμένο. Γενικά, μου μοιάζουν σαν εύκολη λύση τα σεξουαλικά αστεία, αλλά αυτό είναι πιο πολύ θέμα του δικού μου γούστου Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted May 24, 2010 Share Posted May 24, 2010 (edited) Μα λέω κι εγώ στην αρχή: Μωρέ κάτι *παίζεται* στην πρώτη σκηνή ή είναι το πονηρό μυαλό μου; Μπα, το πονηρό μυαλό σου είναι, αποκλείεται, δεν γράφει συνήθως η Άννα τέτοια. Αλλά, έγραψε. Μια χαρά η αρχή, ακόμα καλύτερες οι συμφωνίες των αδελφών στο τέλος. Καλό! Ευχάριστο, διασκεδαστικό, και απολύτως ικανοποιητικά τοποθετημένο μέσα στο θέμα. Οι σκηνές που ζητάνε να περάσουν από τον τοίχο, ειδικά τη δεύτερη φορά με τη μουρμούρα και το ξύλο είναι όλα τα λεφτά. Τέλειο και το τηγάνι -προσπαθώ να τους φανταστω έτσι να τις τρώνε και πεθαίνω στα γέλια. Το ευχαριστήθηκα. Σαφώς το πιο ευχάριστο διήγημα του διαγωνισμού. Edit: Για κάποιο λόγο μου είχε αφήσει μερικές χιλιάδες κενά ανάμεσα στις γραμμές και τα έσβησα. Edited May 24, 2010 by Tiessa Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Dark desire Posted May 24, 2010 Share Posted May 24, 2010 Παναθεμα σε, κακια Λαμπρη να μη σε βρει, κακια αφριτα να μη σε πιασει, ο καταχανας μακρια σου....Δε μ' απεμεινε νεφρι από τα γελια (ιδιως στις σκηνες με τη μανα-Μεχρι που το φανταστηκα σε ταινιακι μικρου μηκους) «Τουλάχιστον αυτός ο τρελόγερος καταλαβαίνει πότε είναι μέσα και πότε όχι.» "Μη λες τέτοια, μ' ανάβεις, το ξέρεις.» «Τελευταία φορά που κάθεσαι πίσω μου.» Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted May 25, 2010 Share Posted May 25, 2010 Γενικά: Δεν ξέρω τι να πω γι’ αυτήν την ιστορία. Από τη μια με έκανε και γέλασα από την άλλη… αδελφικό Brokeback Mountain με λίγη δόση Νέκυιας και καμπόσο Red Sonja; Μου άρεσε: Το χιούμορ, που παρά τις χοντροκομμένες του γενικότητες είχε και πάρα πολλές λεπτές και απολαυστικές στιγμές, ειδικά στα υποννούμενα. Οι χαρακτήρες, τους οποίους φροντίζεις να κρατήσεις πιστούς στην αρχική τους εικόνα ως το τέλος. Δε μου άρεσε: Χμ. Μου λείπουν αρκετές περιγραφές που τις ήθελα πολύ, όπως ας πούμε το λιβάδι των νεκρών (ή όπου αλλού ήταν αυτοί), το πώς βρήκανε τελικά την πύλη ή πού είναι αυτή. Μου λείπει επίσης και μια πιο συγκροτημένη περιγραφή των γεγονότων έξω από την πύλη. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Adinol Doy Posted May 25, 2010 Share Posted May 25, 2010 Πραγματικὰ πολὺ ἀστεῖο κείμενο. Βέβαια, ὅπου ὑποβόσκει τὸ χιοῦμορ λειτουργεῖ καλύτερα. Σὲ ἄλλα σημεῖα βγαίνουν χοντράδες. Ἡ μικρὴ ἀνισότητα, ἑπομένως, δείχνει ὅτι μπορεῖς νὰ τὸ γυαλίσεις περισσότερο. Κατὰ τ' ἄλλα, διασκέδασα μὲ τὴν ψυχή μου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted May 26, 2010 Share Posted May 26, 2010 Γέλασα πολύ και πέρασα καλά. Τις ... προτιμήσεις δεν τις έπιασα με τη μία, αλλά οκ, δε χάνει και πάρα πολύ χωρίς αυτό βασικά. Σκαλώνει ο λόγος σε σημεία και σου χαλάει την ατμόσαφαιρα, θέλει κάνα δυο περάσματα ακόμα ίσως και δεν ξέρω για το τέλος (μου πέρασε λίγο αδιάφορο). Γενικά το ευχαριστήθηκα πολύ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinMacXanthi Posted May 27, 2010 Share Posted May 27, 2010 Καλή εντύπωση που χαλάει στα σημεία. Έπι του παρόντος: Χοντροκομμένο χιούμορ, χοντροκομμένοι βασικοί χαρακτήρες, ενδιαφέρουσες εξωπραγματικές καταστάσεις, η πλοκή μου τα χάλασε λίγο (γι'αυτό κατέβηκαν κάτω; Ο Ορφέας θα μαδούσε την άρπα του αν το άκουγε) ο τοίχος και το άλογο τα έσπαγαν, δεν ξέφυγες από πολλά-πολλά κλισέ, η πεταλούδα ήταν ωραία ιδέα, αλλά το σημαντικότερο το κείμενο ήταν όντως ολοκληρωμένο. Κοινώς, σωστή χρήση του χώρου που είχες. Νομίζω πως το κείμενο κουβαλάει τα περισσότερα από τα θετικά κι αρνητικά που κουβαλάει το genre του Φάντασυ. Αν η σχέση τους δεν μου φαινόταν τόσο αρρωστημένη θα το έβλεπα περισσότερο θετικά, αλλά κι έτσι, η ιστορία θέλει κάποιες διορθώσεις και στέκεται αξιοπρεπέστατα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
greenmist Posted May 27, 2010 Share Posted May 27, 2010 Καλή και ευχάριστη ιστορία. Διαχειρίζεσαι πολύ καλά τους χαρακτήρες, τις σκηνές και τους διαλόγους. Θα έλεγα ότι το διήγημά σου έχει εξαιρετικό ρυθμό, ζωντανές εικόνες και περιγραφές αλλά και χιούμορ. Είναι ένα καλό παραμύθι. Προσωπικά θα ήθελα λίγο περισσότερο "παίδεμα" στην πλοκή της ιστορίας σου αλλά αυτό είναι δική μου ιδιοτροπία! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
KELAINO Posted May 28, 2010 Share Posted May 28, 2010 ΤΕΛΕΙΟ!! Λόλιασα σε πολλά σημεία, λάτρεψα το διάλογο, καραγούσταρα, εύγε κοπέλα μου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted May 29, 2010 Author Share Posted May 29, 2010 (edited) Μια που η ψηφοφορία έλειξε, επιτέλους θα απαντήσω σε όλους σας, που τόσο με κάνατε να χαρώ με τα σχόλιά σας. Εκτός από τα πολύ εποικοδομητικά, που πάντα τους δίνω ιδιαίτερη προσοχή, αυτή τη φορά είχα και ένα άλλο, καινούργιο είδος. Αυτό που λέει ξεκάθαρα ότι το διήγημα πέτυχε το σκοπό του. Είναι τελείως διαφορετικό πράγμα, δεν το έχω ξανανιώσει. Το να σου λέει κάποιος για ένα fantasy ότι του άρεσε, είναι μια πολύ καλή αίσθηση. Το να σου λέει για ένα κωμικό διήγημα ότι τον έκανε να γελάσει, είναι ευτυχία. Με τη Διαθήκη έλεγα πως ή θα φάω ντομάτες, ή θα γελάσετε! Τελικά ευτυχώς τα ζαρζαβατικά απουσίασαν παντελώς και μάλιστα κάποιοι και κάποιες γελάσατε κιόλας. Συγνώμη για το τεράστιο ποστ, αλλά είναι η πρώτη μου συνειδητή προσπάθεια κωμικού διηγήματος, και είμαι... συγκινημένη. ΥΓ. Η πεταλουδίτσα τί σου έφταιξε; John82, ευχαριστώ και πάλι για τον σχολιασμό. Όσο για την πεταλούδα, δεν μου έφταιξε σε τίποτα. Μάλλον δεν κατάλαβες κάτι. 1) Ο τοίχος μου θύμισε το βράχο από το NeverEnding Story! 2) Γενικά τα δυο αδέρφια μου έδωσαν πολύ την αίσθηση ζαμανφού, τόσο πολύ που ξέρω ότι και αν συνέβαινε κάπως θα το προσπερνούσαν ρίχνοντας το στο καλαμπούρι κι έτσι δεν ανησυχούσα για αυτούς κατά τη διάρκεια του διηγήματος. (καλό αυτό ή κακό; ) 1) Δεν το έχω διαβάσει ακόμα, αλλά είναι στα υπόψιν. 2) Καλό είναι βρε, τι να ανησυχήσεις; Εδώ όλοι τους ανοίγουν τόπο και τους λένε "περάστε", με δουλεύεις; Πρέπει να διασκέδασες γράφοντάς το Κασσάνδρα και αυτό έχει περάσει στο κείμενο! Σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Όταν το έγραφα πράγματι διασκέδασα με την ψυχή μου! :lol: 1) Τώρα τι να γράψω εδώ; Άκρως ψυχαγωγικό και με περισσότερα κρυφά νοήματα απο όσα πιάνει το μάτι σε πρώτη ανάγνωση. 2) Σαν γραφή παρότι δεν έχει κάποιο χτυπητό λάθος, γνωρίζω οτι μπορείς και καλύτερα. Πάντως είναι ενδιαφέρον οτι βγήκες έξω από το σύνηθες στυλ γραφής που έχεις και πειραματίστηκες με κάτι διαφορετικό. 1) Τα emoticons μου τα είπαν όλα. Χαίρομαι πάρα πολύ που το βρήκες αστείο. 2) Θα δουλέψω περισσότερο την επόμενη κωμωδία μου. 1) Ωραία η συνομωσία των γιών απέναντι στη μητρική χειραγώγηση. 2) Την άλλη φρουρό πως την έλεγαν; Καντ-άρα, Χαν-Τζά-ρα, Φαν-τ-άρα, βάλε όνομα. 3) Εύχομαι πολλές τηγανιτές πατάτες να βρίσκονται πάντα στο δρόμο σου και να σε εμπνέουν για τέτοια κείμενα. 1) Μπαρντόν; 2) Μου έδωσες σατανική ιδέα τώρα... 3) Σ' ευχαριστώ πολύ! «Ξέρεις, εκείνη τη μέρα σου είπα ψέματα για τον Γκράβις.» «Το ξέρω.» «Ποτέ δεν... Και ποτέ δεν θα-» «Ναι, εντάξει. Όμως, με γυναίκες μπορούμε να πηγαίνουμε;» «Ασφαλώς!» απάντησε ο Νταβίρ και τον αγκάλιασε γελώντας. Για τις δυο τελευταίες σειρές: η πρώτη σκέψη που μου ήρθε ήταν ότι θες να σουλουπώσεις λίγο το προφίλ τους, να τους κάνεις λίγο πιο καλά παιδιά στα μάτια μας. Κάτι σαν χάπι εντ και ζήσαμε εμείς καλά κι αυτοί πήγαιναν τελικά και με γυναίκες. Δεν το βρήκα απαραίτητο (εκτός αν υπάρχει κάτι, κάποιος συμβολισμός ή μήνυμα που δεν πιάνω). Όχι, κρίμα που το πήρες έτσι... Απλά ήθελα να τονίσω το γεγονός ότι του Βραντίρ του καλογυάλισε η ξανθιά φρουρός. 1) I'm shocked Άννα, I'm shocked! 2) Δεν έχω κριτική. 1) Κι εγώ, Ντίνο, κι εγώ. Πίστεψέ με... 2) Η καλύτερη κριτική που έχω πάρει! Ήταν όντως ένα αστείο παραμύθι που ξεχωρίζει. Ήταν έκπληξη Άννα, δηλαδή δεν μας είχες συνηθίσει σε τέτοια.] Σ' ευχαριστώ πολύ. Διασκέδασα αρκετά σε σημεία, αν και ομολογώ ότι το χιούμορ δεν πολυήταν του γούστου μου. Οι σεξουαλικές συνευρέσεις των αλόγων μου άρεσαν πιο πολύ από τα υπόλοιπα. Βρήκα πολύ αδύναμο το λόγο για τον οποίο πήγαν στον Άλλο Κόσμο. Καλή προσπάθεια για κάτι μακρυά από αυτό που γράφεις συνήθως, αλλά για μένα ήταν κάπως χοντροκομμένο. Γενικά, μου μοιάζουν σαν εύκολη λύση τα σεξουαλικά αστεία, αλλά αυτό είναι πιο πολύ θέμα του δικού μου γούστου Έχεις δίκιο για τα σεξουαλικά αστεία, είναι χοντροκομμένα και ποτέ δεν μου άρεσαν. (Τώρα, πώς μου βγήκε αυτό, μην ρωτάς). Ο λόγος που πήγαν στον κάτω κόσμο ήταν γελοίος, και ίσως να μη λειτούργησε όπως ακριβώς το ήθελα αυτό. Δηλαδή ως αστείο. Σ' ευχαριστώ για τον σχολιασμό. Καλό! Ευχάριστο, διασκεδαστικό, και απολύτως ικανοποιητικά τοποθετημένο μέσα στο θέμα. Σ' ευχαριστώ πολύ. Ακολουθεί και δεύτερο ποστ, γιατί το παράκανα με τις παραθέσεις. Edited May 29, 2010 by Cassandra Gotha Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted May 29, 2010 Author Share Posted May 29, 2010 (edited) Παναθεμα σε, κακια Λαμπρη να μη σε βρει, κακια αφριτα να μη σε πιασει, ο καταχανας μακρια σου....Δε μ' απεμεινε νεφρι από τα γελια (ιδιως στις σκηνες με τη μανα-Μεχρι που το φανταστηκα σε ταινιακι μικρου μηκους) Νά 'σαι καλά! Πόσο χάρηκα όταν διάβασα τα λόγια σου. Γενικά: Δεν ξέρω τι να πω γι’ αυτήν την ιστορία. Από τη μια με έκανε και γέλασα από την άλλη… (1)αδελφικό Brokeback Mountain με (2)λίγη δόση Νέκυιας και (3)καμπόσο Red Sonja; 4) Δε μου άρεσε: Χμ. Μου λείπουν αρκετές περιγραφές που τις ήθελα πολύ, όπως ας πούμε το λιβάδι των νεκρών (ή όπου αλλού ήταν αυτοί), το πώς βρήκανε τελικά την πύλη ή πού είναι αυτή. Μου λείπει επίσης και μια πιο συγκροτημένη περιγραφή των γεγονότων έξω από την πύλη. 1) Δεν το έχω δει, αλλά εντάξει... Όλοι οι ομοφιλόφιλοι καουμπόιδες είναι; 2) Έχεις δίκιο, αλλά υπήρχε μόνο σε μια ακρούλα του μυαλού μου. 3) Την κυρία την ξέρω ποια είναι, αλλά δεν έχω διαβάσει ποτέ. Αν το κάνω, θα καταλάβω τι εννοείς. 4) Ναι, το ξέρω, κι εδώ έχεις δίκιο. Θέλω να πιστεύω ότι θα το κάνω, τώρα, χωρίς τον περιορισμό των λέξεων. Ευχαριστώ Ευθυμία. Πραγματικὰ πολὺ ἀστεῖο κείμενο. Βέβαια, ὅπου ὑποβόσκει τὸ χιοῦμορ λειτουργεῖ καλύτερα. Σὲ ἄλλα σημεῖα βγαίνουν χοντράδες. Ἡ μικρὴ ἀνισότητα, ἑπομένως, δείχνει ὅτι μπορεῖς νὰ τὸ γυαλίσεις περισσότερο. Κατὰ τ' ἄλλα, διασκέδασα μὲ τὴν ψυχή μου. Σ' ευχαριστώ πολύ. Edited May 29, 2010 by Cassandra Gotha Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted May 29, 2010 Author Share Posted May 29, 2010 Σκαλώνει ο λόγος σε σημεία και σου χαλάει την ατμόσαφαιρα, Να κάτι που μου λένε για πρώτη φορά! Πώς τα κατάφερα έτσι; Σ' ευχαριστώ πολύ Κιάρα, θα το κοιτάξω! Καλή εντύπωση που χαλάει στα σημεία. Έπι του παρόντος: Χοντροκομμένο χιούμορ, χοντροκομμένοι βασικοί χαρακτήρες, ενδιαφέρουσες εξωπραγματικές καταστάσεις, η πλοκή μου τα χάλασε λίγο (γι'αυτό κατέβηκαν κάτω; Ο Ορφέας θα μαδούσε την άρπα του αν το άκουγε) ο τοίχος και το άλογο τα έσπαγαν, δεν ξέφυγες από πολλά-πολλά κλισέ, η πεταλούδα ήταν ωραία ιδέα, αλλά το σημαντικότερο το κείμενο ήταν όντως ολοκληρωμένο. Κοινώς, σωστή χρήση του χώρου που είχες. Νομίζω πως το κείμενο κουβαλάει τα περισσότερα από τα θετικά κι αρνητικά που κουβαλάει το genre του Φάντασυ. Αν η σχέση τους δεν μου φαινόταν τόσο αρρωστημένη θα το έβλεπα περισσότερο θετικά, αλλά κι έτσι, η ιστορία θέλει κάποιες διορθώσεις και στέκεται αξιοπρεπέστατα. Σ' ευχαριστώ πολύ για τα χρήσιμα σχόλια. Ιδίως γι' αυτά που υπογράμμισα, που με έβαλαν σε πιο πολλές σκέψεις από όλα τα υπόλοιπα. Χαίρομαι που σου άρεσε ο Ντόριαν (το άλογο). Είναι ο αγαπημένος μου χαρακτήρας απ' το διήγημα. Καλή και ευχάριστη ιστορία. Διαχειρίζεσαι πολύ καλά τους χαρακτήρες, τις σκηνές και τους διαλόγους. Θα έλεγα ότι το διήγημά σου έχει εξαιρετικό ρυθμό, ζωντανές εικόνες και περιγραφές αλλά και χιούμορ. Είναι ένα καλό παραμύθι. Προσωπικά θα ήθελα λίγο περισσότερο "παίδεμα" στην πλοκή της ιστορίας σου αλλά αυτό είναι δική μου ιδιοτροπία! Ευχαριστώ κύριε διοργανωτή. ΤΕΛΕΙΟ!! Λόλιασα σε πολλά σημεία, λάτρεψα το διάλογο, καραγούσταρα, εύγε κοπέλα μου. Αφού λόλιασες, όλα καλά! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Διγέλαδος Posted May 29, 2010 Share Posted May 29, 2010 1) Ο τοίχος μου θύμισε το βράχο από το NeverEnding Story! 1) Δεν το έχω διαβάσει ακόμα, αλλά είναι στα υπόψιν. ταινία είναι. Άντε αναμένω τις επόμενες προσπάθειές σου! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.