DinoHajiyorgi Posted May 14, 2010 Share Posted May 14, 2010 Το «Δώδεκα» είναι ένα mainstream μυθιστόρημα 120.000 περίπου λέξεων, που από σήμερα κρίνεται στα χέρια των εκδόσεων Λιβάνη. Ο τίτλος αναφέρεται στους δώδεκα κεντρικούς χαρακτήρες. Διάλεξα αποσπάσματα στα οποία πρωταγωνιστή ένας από τους δώδεκα, ένας αστυνομικός, ο Κωνσταντίνος, κι εδώ σας παρουσιάζω σε λίγες συνέχειες την περίπτωση του. Παραλείπονται οι συναλλαγές του με τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές και η εξιλέωση του. 1. Βγήκε στο μπαλκόνι να κάνει τσιγάρο. Πονούσαν τα δόντια του. Σκέφτηκε την Καίτη. Του πέρασε προς στιγμή η ιδέα να βουτήξει, με το κεφάλι, να σκορπίσει τα μυαλά του στην άσφαλτο, να τα σβήσει όλα. Συνεχίζουν άραγε να σκέφτονται τα σκορπισμένα μυαλά; «Ποιος την βρήκε;» ρώτησε ο ιατροδικαστής μέσα από το διαμέρισμα. Τον έβλεπε από δω σκυμμένο πάνω από το πτώμα της γυναίκας, δίπλα στο κρεβάτι. «Ο άντρας της» του απάντησε. «Την μετακίνησε καθόλου;» «Πολύ πιθανό.» «Το σώμα πρέπει να έχει δεχτεί δεκαπέντε με είκοσι μαχαιριές. Έχουμε κανέναν ύποπτο;» «Τον άντρα της.» Η ίδια ιστορία ξανά και ξανά. Ένα σενάριο πολύ δημοφιλές. Το ζευγάρι που τσακώνεται όλη την ώρα. Σκηνές ζηλοτυπίας. Τους ακούει όλη η γειτονιά. Στο τέλος ένας από τους δύο, πιο συνήθες ο άντρας, υπογράφει το αιματηρό φινάλε. Και μετά τα κλάματα, οι δικαιολογίες, «η κακιά ώρα», όσοι τουλάχιστον δεν έχουν το θάρρος να αποτελειώσουν το δράμα διαγράφοντας και τον εαυτό τους από την ιστορία. Μετά, το βλέμμα των παιδιών τους ... Ο Στάθης... «Είσαι καλά; Τι έχεις;» Ο ιατροδικαστής τον έβγαλε από τον στοχασμό του. «Πονάει το δόντι μου. Κάποια δόντια τέλος πάντων...» «Να δω;» Έγειρε το κεφάλι του να αποφύγει το χέρι του. Φορούσε ακόμα τα γάντια της δουλειάς. «Εσύ φρόντισε την δική σου πελατεία γιατρέ. Έχω ραντεβού με τον οδοντίατρο μου το απόγευμα.» Μπαίνοντας σπίτι άκουσε φασαρία από την κρεβατοκάμαρα. Ήταν η Καίτη, γέμιζε μια βαλίτσα με ρούχα της. Η ένταση ανάμεσα τους ήταν φαρμακερή. Την σκεφτόταν όλη μέρα, το πως θα μπορούσε να σώσει κάτι από τον γάμο τους, αλλά με το που την είδε ξανά τώρα μπροστά του αυτόματα φούσκωσε μέσα του η οργή. «Πως από δω;» Δεν του ξέφυγε ο τρόπος που τον κοίταξε. «Ήρθα να πάρω κάποια πράγματα ... Αυτά είναι τα τελευταία νομίζω.» Ήθελε να της κάνει κακό. Να την πονέσει. «Ο Στάθης;» «Στην μαμά.» «Τα βολέψατε;» Του απάντησε χωρίς να τον κοιτάξει, συνέχιζε να γεμίζει την βαλίτσα. «Κάπως, αλλά δεν θα μείνουμε για πολύ. Βρήκαμε σπίτι...» Σταμάτησε αμέσως μετανιωμένη που της ξέφυγε αυτή η πληροφορία. Ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά του. Άρχισε να μιλάει μέσα από τα δόντια. «Μπα;! Κιόλας;! Με τι λεφτά;» «Μην ανησυχείς για μας. Θα τα καταφέρουμε.» Έκλεισε την βαλίτσα έτοιμη να βγει από το δωμάτιο. Το βλέμμα του την έπνιγε. Ήξερε πως αφουγκραζόταν την καρδιά της που χτυπούσε σαν τρελή. Μύριζε τον φόβο της. Του πρότεινε τα κλειδιά του σπιτιού τους. «Μπορείς να τα πάρεις. Δεν τα χρειάζομαι πια.» «Κράτα τα για το παιδί. Μπορεί να έρχεται αποδώ όποτε θέλει.» «Δεν νομίζω πως ο Στάθης θέλει...» Έκανε να περάσει την πόρτα μα της έφραξε τον δρόμο. «Καίτη, είπες πως δεν υπάρχει άλλος.» «Δεν υπάρχει.» Συνέχιζε να αποφεύγει να τον κοιτάξει κατάματα. Η οργή του κάλπαζε. «Υπήρξα ανεκτικός σε όλα ... Σου είπα πως το μόνο που δεν θα ανεχτώ είναι το ψέμα. Με ξέρεις καλά.» Σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε. Είδε αμέσως πως του έλεγε ψέματα. «Δεν υπάρχει άλλος! Άσε με να περάσω!» Σχεδόν τον έσπρωξε και βγήκε. Την άφησε. Τα κλειδιά έπεσαν στο πάτωμα. Έφυγε σχεδόν τρεχάτη βροντώντας την πόρτα πίσω της. Άρχισαν να τσούζουν τα μάτια του. Έβραζε ολόκληρος. Πονούσε το στόμα του και δεν μπορούσε να ανασάνει. Η χύτρα τίναξε το καπάκι της. Γρονθοκόπησε πόρτες, έπιπλα, κλώτσησε καρέκλες, έσπασε κεραμικά, αναποδογύρισε τραπέζι, καναπέ, σωριάστηκε στο πάτωμα κατακόκκινος, μισοπεθαμένος. Έκλαψε με κοφτές ανάσες σφίγγοντας το υπηρεσιακό του περίστροφο πάνω στο στήθος του. «Είναι δύο δόντια που θέλουν άμεση βοήθεια. Έχει όμως καταστραφεί σχεδόν όλη σου η οδοντοστοιχία. Υπάρχει φθορά τριβής. Τρίζεις τα δόντια σου;» «Δεν ξέρω. Αν το κάνω δεν το καταλαβαίνω.» «Μπορεί να το κάνεις και στον ύπνο σου. Συμβαίνει σε άτομα με άγχος. Είναι και η φύση της δουλειάς σου τέτοια. Ίσως χρειάζεσαι πιο εξειδικευμένη βοήθεια.» «Δηλαδή;» «Να δεις κανέναν ... ξέρεις, ψυχολόγο.» «Τρελογιατρό; Δεν είσαι καλά!» «Όπως νομίζεις. Αν θέλεις να έρχεσαι για συντήρηση μέχρι να σε αλλάξουμε σε μασέλα ... εσύ κανονίζεις την πορεία σου.» Ο γιατρός συνέχισε την δουλειά του αμίλητος και ο Κωνσταντίνος προσπάθησε να αδειάσει το κεφάλι του, να ξεφύγει από τον πόνο. Το μυαλό του ήταν ένα κουβάρι γεμάτο κόμπους. 2. Ο Κωνσταντίνος βγήκε από την πίσω πόρτα του περιπολικού και πλησίασε στο σπίτι. Δύο συνάδελφοι του έμειναν να τον περιμένουν στο βολάν. Ο Στάθης, ο γιος του, ήταν γονατιστός στο πλακόστρωτο της αυλής και έστηνε τα στρατιωτάκια του. Μόλις είδε τον πατέρα του να σπρώχνει την αυλόπορτα έτρεξε να κρυφτεί πίσω από το δένδρο. Ήταν από την φύση του ντροπαλό παιδί και η στολή του πατέρα του, όποτε την φορούσε, τον τρόμαζε. Ο Κωνσταντίνος θυμήθηκε την Ιλιάδα, τον Έκτωρα και πως η αρματωσιά του τρόμαζε τον Αστυάνακτα. «Στάθη. Τι κάνεις αγόρι μου; Έλα εδώ. Έλα κοντά μου. Έλα...» Το αγόρι τον κοίταζε καχύποπτο πίσω από τον κορμό του δένδρο. Το δηλητήριο της Καίτης ευθυνόταν γι αυτή την κατάσταση σκέφτηκε και η οργή φούντωσε μέσα του. Κατάφερε να καταπιεί τον θυμό του και να χαμογελάσει όσο μπορούσε στο παιδί. Γονάτισε στο πλακόστρωτο για να χαμηλώσει στα μάτια του παιδιού. Ο Στάθης τον πλησίασε διστακτικά και ο πατέρας του τον αγκάλιασε σφιχτά πάνω του. «Σ’αγαπώ παιδί μου. Αυτό να το ξέρεις. Ο μπαμπάς σ’αγαπάει και του λείπεις.» Η εξώπορτα του σπιτιού έτριξε και εμφανίστηκε η πεθερά του στο κατώφλι. Δεν καταδέχτηκε καν να κοιτάξει τον γαμπρό της. «Στάθη! Έλα μέσα!» Ο Κωνσταντίνος δεν είχε σκοπό να αφήσει τον γιο του ακόμα. Αγνόησε την γυναίκα όπως τον αγνοούσε κι εκείνη. «Θέλεις να πάμε κάπου μαζί το Σάββατο; Να ακούσουμε μουσική; Θα είναι πολύ ωραία. Θα περάσουμε την μέρα μαζί...» «Στάθη! Έλα εδώ!» Το παιδί ξεγλίστρησε από τον πατέρα του και έτρεξε στην γιαγιά του. Εκείνη τον πήρε αμέσως μέσα, δίνοντας την θέση της στο κατώφλι στην κόρη της. Βγήκε στην αυλή και πλησίασε τον άντρα της. Ήταν εμφανώς ενοχλημένη από την παρουσία του. «Γιατί ήρθες; Τον αναστατώνεις...» «Τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα μεταξύ μας. Το παιδί ξέρει. Θέλω να τον πάρω το Σάββατο. Να πάμε σε μια συναυλία.» «Μικρός δεν είναι για συναυλία;» «Μπορεί να του αρέσει. Αν δεν του αρέσει φεύγουμε και πάμε σε κάτι άλλο. Δεν θα τον φάω Καίτη! Πατέρας του είμαι και δεν θέλω να τον χάσω κι αυτόν. Πρέπει το παιδί να ξέρει πως έχει και πατέρα.» Τα μάτια της τον κοίταξαν ερευνητικά, καχύποπτα, αγχωμένα. «Δεν θα του βάλεις τις φωνές ... Ούτε θα υψώσεις το χέρι σου! Για κανέναν λόγο!» «Όχι Καίτη! Σου ορκίζομαι σε ότι έχω ιερό!» Έτσι τον έβλεπε λοιπόν; Πότε σήκωσε το χέρι του στο παιδί ... Καλά, ήταν εκείνη η μια φορά αλλά ήταν ατύχημα. Δεν τον είχε χτυπήσει τόσο δυνατά. Ο Στάθης έπεσε πάνω στην γωνία του τραπεζιού και τραυμάτισε το μάτι του μετά το χαστούκι του. Δεν μπορούσε να θυμηθεί γιατί τον είχε εκνευρίσει. Από τότε η Καίτη είχε γίνει παρανοϊκή και υπερπροστατευτική. «Καλά. Θα του μιλήσω ... αλλά αλίμονο σου!» ήταν τα τελευταία της λόγια πριν μπει στο σπίτι. Ο Κωνσταντίνος σήκωσε τα στρατιωτάκια του Στάθη και τα έστησε στο πεζούλι του παραθύρου. Τα είχαν αγοράσει μαζί κάποτε, σε μια βόλτα στο Μοναστηράκι. Η ανάμνηση τον πίκρανε. Επέστρεψε στο περιπολικό με αργό βήμα, προσπαθώντας να διατηρήσει μια ψύχραιμη εικόνα. «Πως πήγε; Τι είπε η κυρά;» ρώτησαν οι συνάδελφοι. «Τι να πει, εντάξει. Πάμε.» Ο Στάθης παρακολούθησε το περιπολικό του μπαμπά του να απομακρύνεται στο βάθος του δρόμου. Κοίταξε το δικό του περιπολικό, αυτό που κρατούσε στα χέρια του. Έχοντας ξεχάσει ήδη το παιχνίδι στην αυλή γονάτισε στο πάτωμα και άρχισε να μιμείται την σειρήνα του παιχνιδιού που έσπρωχνε πάνω στο μωσαϊκό. Αγνόησε την έντονη συζήτηση που διεξαγόταν στην κουζίνα ανάμεσα στην μαμά και την γιαγιά του. Η συνέχεια αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Παρατηρητής Posted May 14, 2010 Share Posted May 14, 2010 Το «Δώδεκα» είναι ένα mainstream μυθιστόρημα 120.000 περίπου λέξεων, που από σήμερα κρίνεται στα χέρια των εκδόσεων Λιβάνη. Ο τίτλος αναφέρεται στους δώδεκα κεντρικούς χαρακτήρες. Διάλεξα αποσπάσματα στα οποία πρωταγωνιστή ένας από τους δώδεκα, ένας αστυνομικός, ο Κωνσταντίνος, κι εδώ σας παρουσιάζω σε λίγες συνέχειες την περίπτωση του. Παραλείπονται οι συναλλαγές του με τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές και η εξιλέωση του. ΩΠ! Ντίνο αποφάσισες να στείλεις έργο σου σε μεγάλο εκδοτικό; Εύγε! Άντε, να ξεκολλήσουμε από τις εκδόσεις "Λοξοί". Καλή τύχη σου εύχομαι στις νέες σου περιπέτειες. Ίσως να σε ξενερώσω αλλά πιστεύω θα πρέπει να ρίξεις μια ματιά εδώ: http://www.biblionet.gr/main.asp?page=showbook&bookid=151920 όπως και εδώ (από ότι φαίνεται τα παλιά σου "φιλαράκια" θα πέφτουν συχνά στο δρόμο σου): http://www.medicon.gr/index.php/2009-07-13-18-38-00/21-2009-09-02-16-22-06/263-2010-04-19-15-38-32 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted May 14, 2010 Author Share Posted May 14, 2010 (edited) Ίσως να σε ξενερώσω αλλά πιστεύω θα πρέπει να ρίξεις μια ματιά εδώ: Δεν με ξενερώνει, είναι σαν μέρα με τη νύχτα σε περιεχόμενο. Είμαι σίγουρος ότι θα υπάρχουν κι άλλοι όμοιοι τίτλοι. Τώρα όμως έχω αναμονή 6 μηνών. Μέχρι μέσα Νοεμβρίου. Την τελευταία φορά που έστειλα κάτι στου Λιβάνη δεν είχα ποτέ απάντηση. Edited May 14, 2010 by DinoHajiyorgi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Παρατηρητής Posted May 14, 2010 Share Posted May 14, 2010 Την τελευταία φορά που έστειλα κάτι στου Λιβάνη δεν είχα ποτέ απάντηση. και τότε γιατί δοκιμάζεις στον ίδιο για δεύτερη φορά; Τόσοι εκδοτικοί υπάρχουν. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted May 14, 2010 Author Share Posted May 14, 2010 και τότε γιατί δοκιμάζεις στον ίδιο για δεύτερη φορά; Τόσοι εκδοτικοί υπάρχουν. Θέλω να εξαντλήσω, ξανά, ένα πρώτο όνομα σε εκδοτικό. Εγώ που δεν διαβάζω, αν με ρωτήσεις ποιους εκδοτικούς ξέρω, το "Λιβάνη" έρχεται πρώτο στον νου μου. Θα γούσταρα να πετύχω εκεί. Έχω και μια ανθολογία διηγημάτων επιστημονικής φαντασίας. Αυτή που να τη στείλω; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted May 15, 2010 Author Share Posted May 15, 2010 3. Οι δύο ένστολοι αστυνομικοί ανέβηκαν τροχάδην τις σκάλες σέρνοντας τον κρατούμενο που ήταν κλειδωμένος πισθάγκωνα με χειροπέδες. Ο άντρας κοίταζε γύρω του σαν σαστισμένος, τα μάτια του κατακόκκινα από το ξενύχτι. Μια ομάδα από τηλεοπτικά συνεργεία ήταν στο κατόπι τους, βομβάρδιζαν τον φονιά με ερωτήσεις. «Γιατί το έκανες;» «Το έχεις μετανιώσει;» και άλλα τέτοια πρωτότυπα. Οι αστυνομικοί σταμάτησαν έξω από μια πόρτα την στιγμή που βγήκε να τους υποδεχτεί ο Κωνσταντίνος. Ένστολος κι ο ίδιος, κοίταξε περιφρονητικά τους ρεπόρτερ. «Φέρτε τον μέσα.» Έκλεισαν την πόρτα πίσω τους, κατάμουτρα στις κάμερες. Μέσα στο γραφείο κάθισαν τον κρατούμενο σε μια καρέκλα. Οι δύο αστυνομικοί έμειναν όρθιοι δίπλα στην πόρτα ενώ ο Κωνσταντίνος πήρε μια θέση δίπλα του. «Ο εισαγγελέας θα έρθει όπου νά’ναι.» Ο άντρας τον κοίταξε με ένα τραγικό, απελπισμένο βλέμμα. Ο Κωνσταντίνος έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα από το τσεπάκι του πουκαμίσου του. Κοίταξε στραβά τον κρατούμενο. «Καπνίζεις;» Του έβαλε ένα τσιγάρο στα χείλη. «Ευχαριστώ» ψέλλισε με σπασμένη φωνή. Άναψε και για τους δύο με τον αναπτήρα του και απευθύνθηκε στους άντρες του. «Ανοίξτε κανένα παράθυρο.» Κοίταξε ξανά τον άντρα ξεφυσώντας τον καπνό του σφυριχτά. Δεν ήξερε αν έπρεπε να λυπηθεί τον μαλάκα ή να τον πλακώσει στα χαστούκια. Τους είχε βάλει στην πρίζα με τα καμώματα του. Τον είχαν προσάγει στην ασφάλεια πριν τρεις μέρες και κατάφερε να δραπετεύσει από τις τουαλέτες στον φωταγωγό κάνοντας τους ρόμπα στα εγχώρια μέσα ενημέρωσης. Είδαν και έπαθαν να τον ξαναπιάσουν και να σώσουν κάτι από το κύρος τους. Μαλάκωσε λίγο την φωνή του. «Πες τα ήρεμα ... πες την αλήθεια και ίσως φανεί πιο μαλακός απέναντι σου. Αν και τα καμώματα σου τον τσάτισαν λίγο...» «Ήθελα να δω τα παιδιά μου. Η πεθερά μου δεν τ’αφήνει να τα δω.» «Σκότωσες την μάνα τους. Είκοσι μαχαιριές ήταν αυτές.» Ο άντρας ξέσπασε σε λυγμούς. Του έπεσε το τσιγάρο. Του το σήκωσε και το κράτησε. «Λατρεύω τα μωρά μου! Πρέπει να το μάθουν αυτό! Η γιαγιά τους θα τα δηλητηριάσει εναντίον μου!» «Με το δίκιο της!» φώναξε εκνευρισμένος ο ένας από τους αστυνομικούς. «Ήταν ατύχημα ... Σας το είπα ... Δεν σταματούσε να με βρίζει. Εγώ την μαχαίρωνα κι αυτή συνέχιζε να με βρίζει. Αν με είχε παρακαλέσει να την λυπηθώ ... αν μου έλεγε μια παρακλητική κουβέντα ... Το πολύ να την είχα τραυματίσει...» Συνέχισε να κλαίει. Ο Κωνσταντίνος του έβαλε πάλι το τσιγάρο στα χείλη και πήγε να καπνίσει το δικό του δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο. Δεν ήθελε να κοιτάει άλλο μέσα. Ήθελε να δει έξω, τον ουρανό, κανένα πουλί να φτερουγίζει πάνω από τις ταράτσες. Τελικά η ψυχή του ανθρώπου ήταν τόσο ακάθαρτη όσο και τα εντόσθια του. Ένιωσε έναν φόβο. Αυτός ο άνθρωπος τον τρόμαζε και τον έπιανε πανικός μην αντιληφθεί το γιατί. 4. Η Καίτη ήταν ερωτευμένη. Νόμιζε πως εκείνο το κομμάτι της που μπορούσε να νιώσει τον έρωτα είχε πεθάνει, το είχε σκοτώσει πρόωρα στην ζωή της ο γάμος με τον Κωνσταντίνο. Είχε κάνει όμως λάθος, το ανακάλυψε ευτυχώς νωρίς μόλις κατάφερε να αποτινάξει την πιεστική του δυναστεία, να πει το «όχι» και να σηκωθεί να φύγει. Ήταν νέα και όμορφη και ο κόσμος γεμάτος από άνδρες που την ήθελαν, την ποθούσαν. Δεν το πήρε επιπόλαια, ήταν καχύποπτη και προσεχτική. Δεν ήταν μόνη της πια, είχε και τον Στάθη. Έπρεπε να συναντήσει τον κατάλληλο άνθρωπο και αυτό πίστευε πως δεν είχε αργήσει να συμβεί. Τώρα ήταν ερωτευμένη, σίγουρη στο κράτημα του νέου άντρα δίπλα της, στο μπράτσο του που την σήκωνε από την μέση προστατευτικά. Γέλασε ευτυχισμένη, σίγουρη. Πήραν τον δρόμο που έμενε με την μητέρα της και δεν πέρασε καν από τον νου της να πάρει προφυλάξεις, μην τους δει αδιάκριτο μάτι. Της ψιθύριζε γλυκόλογα, δικαιολογίες για να της χαρίζει μικρά, δαγκωτά φιλάκια. Στάθηκαν ακουμπισμένοι στο δένδρο έξω από την αυλή της, στο σκοτάδι, αγκαλιασμένοι, ανταλλάσσοντας ανάσες και φιλιά. Άργησαν να αντιληφθούν τους προβολείς του αυτοκινήτου που τους έλουσε στο φως. Φρέναρε μπροστά τους, ο Κωνσταντίνος στο τιμόνι να τους κοιτά αποσβολωμένος. Πάγωσαν και κοιτάχτηκαν. Η Καίτη είδε το κεφαλάκι του Στάθη στην θέση του συνοδηγού και σκίρτησε η καρδιά της. Το βλέμμα του Κωνσταντίνου σκλήρυνε, την κατακεραύνωσε. Εκείνη συμμαζεύτηκε ανήσυχη, βγήκε από την αγκαλιά του αγαπημένου της. Ο Κωνσταντίνος έσκυψε προς τον Στάθη και του απευθύνθηκε ήρεμα για να μην τον τρομάξει. «Πες μου Στάθη ... Αυτόν τον κύριο που είναι με την μαμά, τον ξέρεις; Πως τον λένε;» Ο Στάθης κοίταξε απονήρευτος τον μπαμπά του. «Παύλο.» Η Καίτη άρχισε να φωνάζει το παιδί της. «Στάθη! Έλα αγόρι μου!» Ο πατέρας χαμογέλασε καθησυχαστικά στον γιο του. «Πήγαινε παιδί μου.» Τον φίλησε και του άνοιξε την πόρτα. Έτρεξε δίπλα στην μαμά του που τον έστειλε κατευθείαν στο σπίτι. Η γιαγιά ήταν ήδη στην πόρτα, πήρε αμέσως τον εγγονό της μέσα. Ο Παύλος, το αμόρε της Καίτης, έκανε ένα αμήχανο βήμα δίπλα της αλλά εκείνη τον έσπρωξε πίσω. Δεν του είχε πει πολλά για τον Κωνσταντίνο και τον απρόβλεπτο χαρακτήρα του. Δεν ήξερε που θα οδηγούσε αυτή η αντιπαράθεση που τώρα είχε την ευθύνη της στους ώμους της. Ο άντρας της βγήκε από το αυτοκίνητο και την πλησίασε. «Ποιος είναι αυτός;!» «Μην φωνάζεις ... το παιδί...» «Το παιδί;! Εσύ δεν είσαι που παλαμουτιάζεσαι με τον τυπά εκεί μπροστά στο παιδί;! Ξέρει και τ’όνομα του γαμώ τον σταυρό μου!» Άρχισε να χάνει την ψυχραιμία της. «Δεν έχεις πλέον δικαίωμα! Κανένα δικαίωμα!» «Μου είπες ψέματα Καίτη!» «Εμείς τελειώσαμε! Τελειώσαμε!» «Σε ρώτησα ‘υπάρχει άλλος;’ ... ‘Δεν υπάρχει’ μου είπες...» «Και τι ήθελες να σου πω;! Είσαι τρελός! Ένα κτήνος! Σε βαρέθηκα πια! Τελειώσαμε!» Ξαφνικά δεν τον φοβόταν, ήθελε να τον αρπάξει στα χέρια της, να τον τσακίσει. Ο Κωνσταντίνος είχε πανιάσει, έμοιαζε με φάντασμα. «Κάνεις λάθος! Δεν τελειώσαμε! Εκείνο το παιδί είναι αίμα μου και δεν θα σου επιτρέψω να ξεφτιλίζεις τον πατέρα του μπροστά στα μάτια του.» Ο Παύλος έκανε μια προσπάθεια να παρέμβει. «Ένα λεπτό...» Ο Κωνσταντίνος ήθελε να τον φάει ζωντανό, η Καίτη αναγνώρισε την απρόβλεπτη σπίθα στα μάτια του άντρα της. «Δεν σου μίλησε κανείς εσένα! Δίνε του!» Η Καίτη πήρε το χέρι του Παύλου στο δικό τους. «Στάσου Παύλο...» Του έκανε νόημα με τα μάτια της να μην χειροτερέψει την κατάσταση. Εντωμεταξύ ο Κωνσταντίνος είδε γείτονες να ξεπροβάλλουν στα γύρω μπαλκόνια. Χαμήλωσε τον τόνο του. «Εμείς δεν τελειώσαμε. Μου είπες ψέματα Καίτη. Αν υπάρχει κάτι που δεν σηκώνω είναι το ψέμα.» Γύρισε στο αυτοκίνητο, έβαλε μπρος και γκάζωσε περνώντας ξυστά από δίπλα τους. Η Καίτη ούρλιαζε εκτός εαυτού από πίσω του. «Θέλω να απαλλαγώ πια! Μ’ακούς;! Ν’απαλλαγώ!!» Η συνέχεια αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Παρατηρητής Posted May 15, 2010 Share Posted May 15, 2010 (edited) Έχω και μια ανθολογία διηγημάτων επιστημονικής φαντασίας. Αυτή που να τη στείλω; εμ...εκδόσεις Τρίτων; Καμιά προσπάθεια στον Αίολο; Σχετικά με το Λιβάνη, ακόμα δεν καταλαβαίνω γιατί δεν βγάζουν τον τρίτο τόμο από το Βασίλειο της Αράχνης του Γιάννη Πλιώτα. Υποτίθεται πως έχουν υπογράψει συμβόλαιο. Edited May 15, 2010 by Παρατηρητής Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted May 16, 2010 Author Share Posted May 16, 2010 5. Η αυγή ήρθε πικρή και κρύα για τον Κωνσταντίνο. Προσπαθούσε όλη νύχτα να ξεριζώσει την οργή που τον ξέσχιζε. Πιωμένος και άυπνος, έστηνε τα άδεια τενεκεδάκια μπύρας στη σειρά, πάνω στο παρατημένο κομμάτι από απελέκητο μάρμαρο. Τρίκλισε σε μικρή απόσταση και βγάζοντας το υπηρεσιακό του περίστροφο το άδειασε πάνω στους μικρούς, θολούς στόχους. Εκείνη την στιγμή όλη η ζωή του ήταν μια φριχτή, εφιαλτική θολούρα. Ο κάθε πυροβολισμός ήταν και μια εκκωφαντική έκρηξη, πολλαπλασιασμένη ενάντια στην καταφαγωμένη επιφάνεια του ερημικού νταμαριού. Μία σφαίρα μόνο βρήκε ένα τενεκεδάκι και το έστειλε πέρα, κάτω στον γκρεμό που απλωνόταν δίπλα στο σκονισμένο του αυτοκίνητο. Έπεσε με την πλάτη πάνω στο καπό και πήρε βαθιές εισπνοές. Τον έπνιγε το δίκιο του και αν δεν κατάφερνε να αναπνεύσει θα ήταν το τέλος του. Ο Κωνσταντίνος άφησε λίγα λουλούδια στην εσοχή του οστεοφυλακίου. ΣΤΑΘΗΣ και ΕΥΤΕΡΠΗ ΣΑΡΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ. Κοίταξε πικρά τις δύο παλιές, ξεθωριασμένες φωτογραφίες των δικών του. Η έκφραση του επίπονη, σαν να προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα του. Στο κεφάλι του έπαιζε ένα τραγούδι από μια παλιά, ρομαντική εποχή. Σαν να ερχόταν μέσα από το ίδιο το οστεοφυλάκιο. Οι γονείς του τραγουδούσαν για εκείνον, για να απαλύνουν τον πόνο του. Η ντροπή του όμως ήταν βαθιά. Είχε αποτύχει οικτρά να κρατήσει το σπιτικό του, είχαν γκρεμιστεί όλα. Τι θα σκέφτονταν για εκείνον; Μακάρι να μην τον έβλεπαν, μακάρι να μην ήξεραν. Θα έκανε ότι μπορούσε, ίσως μια ύστατη προσπάθεια, η τελευταία, να σώσει ότι μπορούσε. Το υποσχέθηκε βουβά, έσκυψε το κεφάλι του και έφυγε. Ο Κωνσταντίνος πλησίασε την πόρτα της πεθεράς του και πάτησε το κουδούνι. Χρειάστηκε να επιμείνει μέχρι να διακρίνει κάποια κίνηση πίσω από το παραμορφωτικό τζάμι της εξώπορτας, ήταν ο Στάθης. «Εγώ είμαι παιδί μου. Ο μπαμπάς. Άνοιξε μου.» «Είναι κλειδωμένα.» «Η γιαγιά που είναι;» «Βγήκε έξω.» «Και η μαμά; Που είναι η μαμά;» «Πήγε σινεμά.» Η οργή του βγήκε σφυριχτή μέσα από τα δόντια του. Οι ρουφιάνες είχαν αφήσει το μικρό παιδί κλειδωμένο και μόνο του στο σπίτι. «Πήγε σινεμά; Με τον Παύλο;» «Ναι.» Του γύρισαν τ’άντερα. «Σε ποιο σινεμά αγόρι μου; Ξέρεις;» «Στο Σταρ.» Πόσες φορές δεν είχαν πάει εκεί όλοι μαζί, σαν μια οικογένεια. «Καλά αγόρι μου. Θα περάσω να σε δω μιαν άλλη φορά, εντάξει;» «Καλά.» Η φιγούρα του αγοριού απομακρύνθηκε, χάθηκε πάλι στο εσωτερικό. Ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στο αυτοκίνητο με τα μηνίγγια του έτοιμα να εκραγούν. Αίμα έρεε στην κάθε του σκέψη. Το θερινό δεν ήταν μακριά. Οδήγησε μέχρι εκεί και πάρκαρε κάπου στην άκρη. Περίμενε μέχρι να σχολάσει η παράσταση. Είχε καπνίσει μισό πακέτο όταν άρχισε να βγαίνει ο κόσμος. Τους είδε. Εκείνη χαμογελούσε στο πλάι του. Η μοτοσικλέτα εκείνου ήταν τραβηγμένη στο πεζοδρόμιο. Κάθισε από πίσω του και τον αγκάλιασε σφιχτά καθώς βγήκαν στην κυκλοφορία. Ο Κωνσταντίνος έβαλε μπρος και τους ακολούθησε. Δεν κατευθύνθηκαν προς το σπίτι της. Κατέληξαν στο σπίτι του κάπου στα προάστια. Ο Κωνσταντίνος πάρκαρε κάπου απέναντι στο σκοτάδι και έσβησε την μηχανή. Τον κατέκλυζε ναυτία αλλά δεν είχε τίποτα να ξεράσει, είχε δύο μέρες να φάει. Πικρό σάλιο ανέβαινε στο στόμα του που το κατάπινε ξανά. Τα δάκρυα του δεν μπορούσε να τα πολεμήσει. Άνοιξε το τζάμι για να πάρει αέρα. Το βλέμμα του έμεινε κολλημένο στα φωτισμένα παράθυρα του σπιτιού, στις σκιές τους που χάιδευαν περιοδικά τις κουρτίνες. Ένιωθε πως σιγά-σιγά νέκρωνε εσωτερικά, ήταν το τέλος, είχε χαθεί κάθε ελπίδα. Δάγκωσε το χέρι του με λύσσα, το έκανε να ματώσει για να γευτεί το αίμα του, να κρατηθεί από κάπου γιατί χανόταν ο κόσμος του, έχανε τα λογικά του. 6. Το πρωί βρήκε τον Κωνσταντίνο μουδιασμένο. Είχε μείνει άγρυπνος όλη νύχτα, βασανισμένος από ζωντανούς, ξύπνιους εφιάλτες. Τους είχε στο κεφάλι του, μαζί και αγκαλιασμένους, την Καίτη με τον Παύλο στο κρεβάτι, σε χυδαίες, πορνογραφικές εικόνες, και βογκούσε, εκλιπαρούσε τους καταχθόνιους θεούς να τον λυπηθούν, να τον απαλλάξουν από αυτό το μαρτύριο. Δεν υπήρχε όμως οίκτος, όχι για εκείνον, έπρεπε να βιώνει την ηδονή του άλλου άντρα πάνω στο κορμί της γυναίκας του, έπρεπε να βιώνει την ηδονή της γυναίκας του κάτω από τον νέο αγαπητικό της. Την είδε να επιδίδεται σε ανείπωτες πράξεις που δεν είχαν κάνει ποτέ μαζί, λάγνες πράξεις που ο ίδιος είχε δει μόνο στην οθόνη κάποιου τσοντάδικου της Ομόνοιας όταν ακόμα ήταν άγουρος νεαρός, ερωτικά χάδια που τα πόθησε αλλά δεν βίωσε ποτέ. Και βογκούσε σαν άγριο θηρίο, έτριζε τα δόντια του μέχρι να ματώσουν τα ούλα του, γρονθοκοπούσε το τιμόνι μέχρι να γδαρθούν τα δάχτυλα του ως το κόκαλο. Στο τέλος νόμισε πως στέγνωσε, πως δεν του είχε μείνει άλλη ζωή. Νέκρωσε η καρδιά του, η ψύχρα της νύχτας του πάγωσε τα εντόσθια. Η σιχαμερή συνουσία συνέχισε να παίζει στο κεφάλι του ξανά και ξανά μέχρι το πρώτο φως της αυγής. Τώρα προσπαθούσε να κουνηθεί και έτριζαν επίπονα όλες οι κλειδώσεις του. Βγήκε με κόπο από το αυτοκίνητο και ίσιωσε με δυσκολία το κορμί του. Ο λαιμός του ήταν ξερός. Πονούσε η κύστη του από το πρήξιμο. Πήγε κουτσαίνοντας πίσω από ένα δένδρο και ανακούφισε την ανάγκη του. Δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Ποια θα ήταν η επόμενη του κίνηση; Γύρισε το βλέμμα του προς το σπίτι. Δεν τον ένοιαζε τίποτα πια. Αν αυτό ήθελε στην ζωή της χάρισμα της. Θα την έφτυνε όμως κατάμουτρα πρώτα. Θα την αποκαλούσε πόρνη και θα την έφτυνε κατάμουτρα. Όσο για τον γκόμενο της του άξιζε ένα καλό ξύπνημα. Αν ήθελε την Καίτη τόσο πολύ ας την αποκτούσε, όχι όμως στο πιάτο. Θα τον έκανε να ιδρώσει, θα τον έκανε να λερώσει τα βρακιά του. Προχώρησε ακάθεκτος προς το σπίτι. Αγνόησε το κουδούνι και κατέβασε την γροθιά του στην εξώπορτα σαν να ήθελε να την σπάσει. Ευχήθηκε να κοιμόντουσαν ακόμα, να τους βγάλει βίαια από την γλύκα του ύπνου. Σε λίγο άκουσε την ταραγμένη φωνή εκείνου, να ρωτάει ποιος είναι. «Αστυνομία! Ανοίξτε τώρα!» φώναξε χωρίς ίχνος χιούμορ στην φωνή του. Ακολούθησε μια σιγή και μετά κάποια μουρμουρητά πίσω από την πόρτα, η μια φωνή ήταν σίγουρα της Καίτης. Ο θυμός άρχισε να επιστρέφει μέσα του. Συνέχισε να βαράει την πόρτα. «Άνοιξε αλλιώς θα την σπάσω!!» Ο Παύλος ξεκλείδωσε την πόρτα και του άνοιξε. Στεκόταν μόνος του στο χολ. Φορούσε μια ρόμπα και τον κοίταζε τρομαγμένος. Χωρίς κουβέντα ο Κωνσταντίνος όρμησε μέσα στο σαλόνι με τον Παύλο στο κατόπι του. «Που είναι η γυναίκα μου;» «Δεν έχεις δικαίωμα να μπαίνεις έτσι! Έχεις ένταλμα;» «Θα σου δείξω ένα ένταλμα!» Υπέθεσε πως η πόρτα μπροστά του ήταν αυτή της κρεβατοκάμαρας, την άνοιξε με μια κλωτσιά. Η Καίτη ήταν όρθια και προσπαθούσε να ντυθεί στα βιαστικά. Είχε προλάβει να βάλει μόνο τα εσώρουχα της. Κοκάλωσε στην θέα του άντρα της, τώρα πια περίμενε τα πάντα απ’αυτόν. Εκείνος έμεινε να την κοιτάζει σαν τρελός. Οργή και πόθος ανάκατα καίγανε στα μάτια του. Έτρεμε, ένιωθε να χάνει το παιχνίδι. Το βλέμμα του πήγε στα ανάκατα σεντόνια στο κρεβάτι. «Πόρνη!» «Κωνσταντίνε…» Δεν ήθελε να ακούσει κουβέντα από το στόμα της. Τράβηξε το περίστροφο του. Η Καίτη τσίριξε και σήκωσε τα χέρια της μάταια για να καλυφθεί. Την πυροβόλησε τέσσερις φορές. Το σώμα της τινάχτηκε στο χτύπημα της κάθε σφαίρας, σαν σε όνειρο, ένα μπαλέτο σε αργή κίνηση. Έπεσε αιμόφυρτη στο κρεβάτι, κοκκινίζοντας τα λευκά σεντόνια, σαν κήπος με τριανταφυλλιές σκέφτηκε ο Κωνσταντίνος. Από πίσω του, ο Παύλος έβγαλε μια τρομαγμένη κραυγή και γύρισε να το σκάσει. Τώρα το παιχνίδι είχε αλλάξει. Το δράμα παιζόταν για τις επικεφαλίδες των εφημερίδων. Ο Κωνσταντίνος γύρισε προς τον διάδρομο και τον πυροβόλησε στην πλάτη. Ο Παύλος έπεσε στο χαλί, ακόμα ζωντανός. Προσπάθησε αδύναμα να συρθεί προς την εξώπορτα. Ήρθε από πάνω του και τον αποτέλειωσε με μια σφαίρα στο κεφάλι, χωρίς δισταγμό. Αμέσως έβαλε την κάνη στον κρόταφο του και πάτησε επανειλημμένα και άδικα την σκανδάλη. Το όπλο του ήταν άδειο. Τον έπιασαν τα κλάματα. Επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρα και πήρε την Καίτη στα χέρια του. Την αγκάλιασε σφιχτά πάνω του, γέμισε το πουκάμισο του με το αίμα της. Αύριο η συνέχεια Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted May 17, 2010 Author Share Posted May 17, 2010 7. Ο Διοικητής Χαψιάς είχε συνάντηση με τον εισαγγελέα πριν καταλήξει στο γραφείο του. Βρήκε εκεί τον Κωνσταντίνο να κάνει τσιγάρο με δύο συναδέλφους του. Οι δύο ένστολοι και ο κρατούμενος σηκώθηκαν όρθιοι και έσβησαν τα τσιγάρα τους. «Κάτσε κάτω.» Κάθισαν αντικριστά με τον Χαψιά πίσω από το γραφείο του να πλέκει και να ξεπλέκει τα δάχτυλα του εκνευρισμένος. «Έφτιαξες ωραίο επίλογο για την ζωή σου! Μπορείς να μου πεις πως το έκανες αυτό;! Αμαύρωσες την Ασφάλεια … όλους μας! Έχουμε την μάνα της γυναίκας σου να χτυπιέται κάτω! Και η μητέρα του άλλου, του τύπου, είναι εδώ να ξεφωνίζει στα αφτιά μας! Και ο γιος σου…» Ο Κωνσταντίνος ταράχτηκε. «Ο Στάθης;» «Είναι με την γιαγιά του εδώ…» «Μην αφήνεται το παιδί μέσα σε αυτά!» «Το παιδί έχει μόνο τη γιαγιά του. Εμείς της είπαμε να το πάει στο σπίτι αλλά η γυναίκα είναι εκτός εαυτού! Της έφαγες την μονάκριβη κόρη! Δεν είναι στο χέρι μας πια. Εσύ να τα βλέπεις!» «Δεν ήθελα αυτό για το παιδί μου…» «Και τι ήθελες; Γνωριζόμαστε τόσα χρόνια ρε Κώστα. Έχουμε ακούσει μαζί τόσες και τόσες ομολογίες! Δώσε μου κάτι. Διαφώτισε με! Για την φιλία μας. Τι σκεφτόσουν;! Τι θα πεις στον εισαγγελέα που δεν μπορείς να πεις σε μένα;» «Καθόμουν όλη νύχτα έξω από το σπίτι. Ήξερα τι κάνανε μέσα. Φανταζόμουν όλες τις αισχρές τους πράξεις στο κρεβάτι … Όταν όμως χτύπησα την πόρτα δεν είχα φονικό στον νου μου … Σας το ορκίζομαι! Ήθελα να τρομάξω τον φλώρο και να σύρω την Καίτη από τα μαλλιά στο αυτοκίνητο … Να την πάω σπίτι … στον Στάθη … Είδα αυτόν με την ρόμπα … τα σεντόνια τους … Την Καίτη με τα εσώρουχα … τόσο όμορφη και δική του … Εκεί τα έχασα … Δεν όριζα πια τον εαυτό μου … Έβλεπα κάποιον άλλον να πυροβολεί.» Τα μάτια του βούρκωσαν. Ο Χαψιάς ξεφύσησε ασυγκίνητος. «Δε λέω πως περίμενα κάτι πρωτότυπο. Τελικά όλοι άνθρωποι είμαστε. Πες το όμως και σ’αυτούς εκεί έξω. Είσαι μπάτσος είσαι και φονιάς.» «Κύριε Διοικητά … Αν γινόταν να αποφύγουμε τις κάμερες…» «Το κανονίζουμε αυτή τη στιγμή. Δεν θα σε δει κανείς … Σαραντόπουλε … Λυπάμαι, λυπάμαι πολύ. Τα έκανες μαντάρα.» Θυμήθηκε όλες τις φορές που είχε χρησιμοποιήσει την σκληρή γλώσσα σε εγκληματίες. Ήταν λοιπόν και αυτός ένα από τα κατακάθια της κοινωνίας; Δεν μπορούσε να το συλλάβει ο νους του. Ο Χαψιάς σηκώθηκε και του έκανε νόημα να ακολουθήσει. Βγήκαν όλοι μια συνοδεία από το γραφείο. 8. Η μοναξιά στο κελί του φάνταξε τρομακτικά οικεία. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Εκτός από τον πονόδοντο του, το μυαλό του ηρέμησε, κάπνισε τα τσιγάρα του το ένα μετά το άλλο και στοχάστηκε την ζωή του. Ήταν τελικά από πάντα μόνος και ο αγώνας του να κρατηθεί με νύχια και δόντια στον κόσμο που οι υπόλοιποι θεωρούν φυσιολογικό του είχε στερήσει την ελευθερία του. Η ανάμνηση των γονιών του έδιωξε για πολλοστή φορά τις σκιές από τις σκέψεις του. Τους είδε πάνω σε μια φανταστική σκηνή να χορεύουν και να τραγουδούν ντουέτο για εκείνον και την αδελφή του μόνο, έναν ρομαντικό ρετρό σκοπό. Η Σούλα είχε έρθει να τον δει στη φυλακή, στο επισκεπτήριο. «Που αφαιρέθηκες;» τον ρώτησε. «Σκεφτόμουν τους γέρους.» «Μπα σε καλό σου. Είσαι περίεργος.» «Να με βλέπανε από μια μεριά. Που κατάντησα…» «Σαν να μην έβαλαν το χεράκι τους.» Ταράχτηκε. «Γιατί το λες αυτό; Δεν ήταν ωραίο ζευγάρι ο πατέρας με τη μητέρα;» «Καλέ σε πιο σπίτι μεγάλωσες;! Λίγα πέρασε η μάνα μας κι εμείς; Ο Ταγματάρχης είχε το σπίτι του στρατώνα και όλους εμάς τα φανταράκια του!» «Άσχημα έκανε; Κρατούσε την πειθαρχία. Διασφάλιζε την ευτυχία μας. Ας είχα την μισή του πυγμή και θα έσωζα τον γάμο μου!» Τον κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο οίκτο. «Κώστα μου … Έδωσες όλη αυτή την πυγμή και κατέστρεψες τον γάμο σου. Δεν το είδα με τα μάτια μου; Μετέτρεψες την Καιτούλα στην έρμη τη μάνα μας…» Άρχισαν να πάλλοντα τα μηνίγγια του. Φοβόταν. Δεν ήθελε να το ακούει αυτό. «Πάψε. Μη μιλάς έτσι.» «Καλά. Αλλά κάποτε πρέπει να τ’ακούσεις και να τα καταλάβεις. Πως αλλιώς θα σωθείς;» «Δεν τον αγάπησες ποτέ τον πατέρα.» «Δεν μου έδωσε ποτέ την ευκαιρία. Πέθανε ένας αμετανόητος χουντικός, στην νοοτροπία και την ψυχή. Παντρεύτηκα, πήρα το επίθετο του άντρα μου και ηρέμησα.» Άρχισε να τρίβει τα ούλα του με το δάχτυλο. «Έφερες τα παυσίπονα;» «Ναι αλλά μου τα κράτησαν στην είσοδο. Θα τα παραλάβεις από μέσα. Πονάς;» «Έχω πάρει σειρά για να δω τον οδοντίατρο της φυλακής. Τρίζω τα δόντια μου στον ύπνο…» «Είδες τον δικηγόρο σου;» «Τα λέμε στο τηλέφωνο. Δεν έχω διάθεση να τον βλέπω.» «Πότε λες να γίνει η δίκη;» «Τον Νοέμβριο, μάλλον…» «Σου φέρονται καλά;» «Με έχουν ιδιαίτερα. Μακριά από τους άλλους. Είναι ήσυχα. Έχω βιβλία. Τον Στάθη τον είδες;» «Στις ειδήσεις. Έδειξε την κηδεία της Καίτης.» «Το αγόρι μου. Ξέρω πως τα σκάτωσα…» Δάκρυσε. Την ρώτησε για τον άντρα της. «Τι λέει ο Παναγιώτης; Τι λέει για μένα;» «Τι να λέει…» «Κατάλαβα…» «Πότε είπε ευγενική κουβέντα για σένα για να έχει σημασία τώρα;» «Να μου φιλήσεις τα κοριτσάκια σου. Μην τους πεις τίποτα για τον θείο τους. Μην με συζητάτε με τον Παναγιώτη μπροστά τους.» Συγκρατήθηκε να μην κλάψει κι εκείνη. Τον είχε πάντα άχτι τον αδελφό της, τον είχε βρίσει ανελέητα στο παρελθόν και μόλις τώρα ανακάλυπτε πόσο τον αγαπούσε. Καταλάβαινε πως ήταν αμείλικτη μαζί του γιατί τον θεωρούσε δυνατό, αλύγιστο, έναν βράχο. Δεν άντεχε να τον βλέπει τώρα έτσι, αδύναμο και βασανισμένο. Μάτωσε η πονόψυχη καρδιά της. «Καλά … Κώστα μου … Να προσέχεις. Ο Θεός συγχωρά όλους όσους ζητούν την συγχώρεση Του. Να τα σκεφτείς όλα αυτά. Για να σταθείς έτοιμος ενώπιον Θεού και ανθρώπων.» Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του ανήμπορος να μιλήσει από την συγκίνηση. Όταν τον επέστρεψαν στο κελί του τον περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. Του είχαν βάλει συγκάτοικο. Ο συγκρατούμενος είχε ήδη τακτοποιήσει τα μισά του πράγματα. Ο Κωνσταντίνος βγήκε από τα ρούχα του, έβαλε τις φωνές. Ο φύλακας που τον συνόδεψε πίσω δεν έχασε λεπτό την ψυχραιμία του. Ήταν από τους καινούργιους. Τον κοίταξε ειρωνικά. «Για τι το πέρασες εδώ; Ξενοδοχείο;» Η πόρτα έκλεισε παγιδεύοντας τον σε τετελεσμένο γεγονός. Βρόντηξε άδικα τις γροθιές του στην πόρτα. «Να πεις στον διευθυντή πως θέλω να του μιλήσω! Μ’ακούς;!!» Τελικά ήταν αναγκασμένος να αντικρίσει τον νεοφερμένο. Άντρας κάποιας ηλικίας, εξηντάρης, με γυαλιά μυωπίας. Δεν έδειχνε επικίνδυνος. Τα περισσότερα του συμπράγκαλα ήταν βιβλία. «Φώναξα και γω αλλά δεν ακούει κανείς. Εγώ τουλάχιστον έχω το δίκιο με το μέρος μου. Ένας παραχαράκτης της σειράς είμαι. Τι δουλειά έχω στο ίδιο κελί με έναν φονιά;» «Δεν είμαι φονιάς!» «Ο Σαραντόπουλος δεν είσαι; Σκότωσες δύο ανθρώπους. Την γυναίκα σου και έναν άλλο φουκαρά.» Ο Κωνσταντίνος άρχισε να τριγυρίζει το κελί του, κυριολεκτικά δεν τον χωρούσε. «Ήταν εν βρασμώ. Η κακιά ώρα. Ένας φονιάς έχει το έγκλημα στη φύση του.» «Α, εννοείς έχει γεννηθεί για να σκοτώνει. Ζει μόνο γι αυτό. Είναι ανίκανος να νιώσει αγάπη, συμπόνια. Το έγκλημα είναι στο αίμα του.» «Ακριβώς.» «Αφού το ξεκαθαρίσαμε πως δεν είσαι φονιάς νομίζω πως μπορώ να κοιμηθώ ήσυχος το βράδυ. Με λένε Θεόδωρο, μπορείς να με φωνάζεις Θοδωρή. Πρόσεξα πως έχεις ωραία βιβλία. Αν σ’αρέσει να διαβάζεις έχω κι εγώ καλή συλλογή. Μπορείς να δανείζεσαι όποτε θέλεις. Να ανταλλάσσουμε. Έχω φίλους που θα μου φέρνουν απ’έξω. Μ’αρέσουν οι κλασσικοί αρχαίοι, έλληνες και λατίνοι. Βρίσκω νόημα στο σήμερα αφουγκραζόμενος το χθες.» Ο Κωνσταντίνος κάθισε εκνευρισμένος στο κρεβάτι του. «Εύχομαι τουλάχιστο να διαβάζεις με το στόμα σφαλιστό!» Ο Θεόδωρος χαμογέλασε και δεν μίλησε άλλο. Συνέχισε να τακτοποιεί τα πράγματα του. Αύριο η Συνέχεια Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Dark desire Posted May 17, 2010 Share Posted May 17, 2010 Εγω ειμαι αισιοδοξη.... Απο τα λιγα που ειδα απεδειξες ότι ξερεις να παιζεις μπαλα και σε πιο mainstream γηπεδα (τυφλα να'χει ο Μουσλιμοβιτς!) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted May 18, 2010 Author Share Posted May 18, 2010 9. Στην γωνία είχαν στήσει μια κουζινίτσα. Ο Κωνσταντίνος έβαλε καφέ στο μπρίκι ενώ ο Θεόδωρος, ξαπλωμένος, διάβαζε φωναχτά Μάρκο Αυρίλιο. «Να λες στον εαυτό σου από το πρωί της ημέρας … Θα συναντηθώ με ανθρώπους πολυπράγμονες, αχάριστους, αλαζόνες, δολερούς, φθονερούς, ακοινώνητους. Όλα τούτα συμβαίνουν επειδή αγνοούν το καλό και το κακό. Εγώ όμως, που εννόησα τη φύση του καλού, ότι είναι ωραίο, και τη φύση του κακού, ότι είναι άσχημο, όπως και τη φύση εκείνου ο οποίος έσφαλε, ότι είναι συγγενής μου όχι από το ίδιο αίμα ή σπέρμα αλλά από τον ίδιο νου και επειδή μετέχει του θεϊκού μέρους, δεν μπορώ να βλαφτώ από κανέναν τους, διότι κανείς δεν μπορεί να με εμπλέξει στο άσχημο, ούτε επίσης μπορώ να οργίζομαι με τον συγγενή μου ή να τον μισώ. Διότι δημιουργηθήκαμε για να συνεργαζόμαστε, όπως τα πόδια, όπως τα χέρια, όπως τα βλέφαρα, όπως η πάνω και η κάτω σειρά των δοντιών. Το να αντιμαχόμαστε λοιπόν ο ένας τον άλλο είναι παρά φύση. Και αντιμαχόμαστε όταν αγανακτούμε και νιώθουμε αποστροφή. Αυτό που είμαι, ότι τέλος πάντων κι αν είναι αυτό, είναι λίγη σάρκα, λίγη πνοή και το ηγεμονικό στοιχείο.» Άδειασε το μπρίκι σε δύο φλιτζάνια, έδωσε το ένα στον Θεόδωρο. Έκαναν τσιγάρο με τον καφέ. «Έχεις οικογένεια Θεόδωρε;» «Κάτι μακρινά ξαδέλφια και ανίψια που δεν έχω δει ποτέ μου. Μοναχογιός και μπακούρης όλη μου την ζωή. Δεν ένιωσα ποτέ έτοιμος για να κάνω οικογένεια. Κυνηγούσα πάντα για μένα. Αχόρταγος. Δεν περίσσευε να δώσω σε άλλους. Τα ήθελα όλα δικά μου. Και νά’μαι.» «Τα χρόνια δεν σου βάλανε μυαλό.» «Δεν ανάνηψα. Αυτό έχω να πω για τον εαυτό μου. Δεν έχω την καθοριστική φιλοσοφία για τη ζωή γενικά. Μπορώ όμως να πάρω ευθύνη μόνο για τις δικές μου πράξεις. Την πορεία μου ως εδώ την χάραξα ο ίδιος και κανείς άλλος. Με κάθε χαρτονόμισμα, επιταγή και μετοχή που παραχάραξα.» «Αν ήταν να πας πίσω, να ξαναζήσεις την ζωή σου, θα έκανες τίποτα διαφορετικό;» «Αν ξανάρχιζα από την αρχή, και γνώριζα όσα ξέρω τώρα ... Μπα, θα ήμουν επιρρεπής σε άλλα, διαφορετικά λάθη. Δεν είμαι παρά ένας άνθρωπος. Έμαθα από τα σφάλματα μου και αγκαλιάζω τα χρόνια μου με κατανόηση. Κάθε μία μέρα μου εδώ μέσα είναι και ένα βοτσαλάκι στη συνείδηση μου που αφαιρείται από τους ώμους μου. Θέλω δουλειά ακόμα αλλά δεν έχεις ιδέα τι κρύβουμε στην ψυχή μας Κωνσταντίνε. Ο Θεός είναι εδώ μέσα μαζί μας. Είναι εδώ και περιμένει να τον ξεκλειδώσουμε.» «Στην δουλειά μου έχουν δει πολλά τα μάτια μου. Δεν φαντάζεσαι πόσοι ανακαλύπτουν τον Θεό μόλις βρεθούν μέσα σε ένα κελί. Άνθρωποι υπεύθυνοι και για τα πιο φρικτά εγκλήματα. Αν υπάρχει Θεός δεν μου στάθηκε όταν τον είχα ανάγκη. Δεν μου σταμάτησε το χέρι όταν σκότωνα την Καίτη μου. Δεν θέλω την συγχώρεση του ξέρεις. Θα υποστώ την τιμωρία που μου αναλογεί σύμφωνα με τους νόμους μας. Εγώ … μαζί Του δεν έχω πάρε-δώσε.» «Καθένας με την σκακιέρα του.» Η παρουσία του συγκρατούμενου είχε αποδειχτεί τονωτική. Τελικά είχε κουραστεί όλον αυτόν τον καιρό να συνομιλεί με τον εαυτό του. Άκουγε πάντα τις ίδιες απαντήσεις και καμιά φορά δεν ήξερε καν πως να σχολιάσει τις σκέψεις του. Ο Θεόδωρος ήταν άκακος και το λιγότερο να είχε μιαν άποψη. Σιγά-σιγά άρχισε να γουστάρει τις κουβέντες τους. Είχε καιρό να τους ονειρευτεί. Μια στρατιωτική μπάντα έπαιζε ένα στρατιωτικό εμβατήριο. Οι φυλακισμένοι, στοιχισμένοι σαν φαντάροι έκαναν τον γύρο της αυλής. Ο πατέρας του Κωνσταντίνου, ντυμένος στρατηγός, κατεύθυνε τον βηματισμό τους. Όταν έδωσε το πρόσταγμα στάθηκαν προσοχή στην μια άκρη της αυλής. Το στρατιωτικό εμβατήριο άλλαξε. Ο πατέρας του άρχισε να τραγουδάει έναν χουντικό παιάνα. Στην αρχή τον τραγούδησε αυστηρά, άκαμπτα αλλά με σθένος, σιγά-σιγά το άλλαξε σε πιο χαριτωμένο. Έβγαλε ένα μπαστούνι και άρχισε να χορεύει το στρατιωτικό τραγούδι σαν Φρεντ Αστέρ. Εμφανίστηκε και η μητέρα του επίσης ντυμένη στρατιωτικά. Το ζευγάρι έγινε εντυπωσιακό χορευτικό ντουέτο την στιγμή που οι φαντάροι συνέχισαν μελωδικά τον παιάνα. Η εικόνα εξατμίστηκε και έδωσε θέση στην ηλιόλουστη αυλή με τους φυλακισμένους να σκοτώνουν τον ελεύθερο τους χρόνο. Ο Κωνσταντίνος καθόταν ονειροπαρμένος σε μιαν άκρη με τον Θεόδωρο και τον Τίμο. «Ο πατέρας μου ήταν παρεξηγημένο άτομο. Ούτε η μητέρα μου, ούτε η αδελφή μου τον κατανόησαν ποτέ.» Ο Θεόδωρος τον κοίταξε με ένα μάτι. «Στην οικογένεια σου είναι χαρακτηριστικό το πόσο οι άντρες της παρεξηγήθηκαν από τις γυναίκες. Δεν νομίζεις;» Συνέχισαν εναλλακτικά με τον Τίμο. «Τι θέλουν τελικά; Τις ταίζεις τις φροντίζεις…» «Πας φυλακή γι’αυτές.» «Πες το ψέματα.» «Καμία κατανόηση. Ξέρεις πόσες επιταγές παραχάραξα για να καλύψω έξοδα με γυναίκες;» «Μόνο για να τις σφάξεις αξίζει να μπαίνεις εδώ.» Ο Κωνσταντίνος πετάχτηκε όρθιος και όρμησε πάνω στον Τίμο. Ο Θεόδωρος προσπάθησε να τους χωρίσει ενώ μαζεύτηκαν και άλλοι φυλακισμένοι γύρω τους. «Ήρεμα! Ήρεμα!» Οι δύο άντρες αποτραβήχτηκαν. Ο Κωνσταντίνος ήταν εκτός εαυτού. «Η Καίτη δεν το άξιζε! Μ’ακούς; Δεν το άξιζε να πεθάνει!» Ο Τίμος πήρε μια ειρωνική έκφραση. «Ο πατέρας σου τι θα είχε κάνει;» Δεν του απάντησε. Τους γύρισε την πλάτη και αποχώρησε. Αύριο η Συνέχεια Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted May 19, 2010 Author Share Posted May 19, 2010 10. Ονειρεύτηκε πως ήταν δέκα χρονών. Ήταν ξαπλωμένος στο χαλί του καθιστικού και έβαφε τις ζωγραφιές του με κραγιόνια. Στο πικάπ έπαιζε ένα από τα αγαπημένα τραγούδια του πατέρα του. Θυμήθηκε πόσο ασφαλής και ευτυχισμένος ένιωθε τότε. Ξαφνικά κάποιος έσπρωξε την βελόνα πάνω στο βυνίλιο διακόπτοντας τον ήχο βίαια. Το σπίτι βυθίστηκε σε μια απόκοσμη ησυχία. Σηκώθηκε όρθιος, τρομαγμένος. Ο αέρας ήταν πνιχτός, του έκοβε την αναπνοή. Περίεργοι ήχοι άρχισαν να αναδύονται από το βάθος του σπιτιού. Φωνές και χτυπήματα. Από το τέλος ενός μακρύ διαδρόμου ακουγόταν το κλάμα μιας γυναίκας. Έφτασε εκεί, μπροστά στην ανοιχτή πόρτα της κρεβατοκάμαρας των γονιών του. Η μητέρα του καθόταν κλαμένη στο κρεβάτι, μια γυναίκα βάναυσα ταπεινωμένη, με τα εσώρουχα της, τα εκτεθειμένα πλευρά και οι ώμοι της μελανιασμένα. Ο πατέρας του, όρθιος, αυστηρός δίπλα της ξαναπέρναγε την ζώνη στο παντελόνι του. Από πάνω φανέλα και από κάτω το χακί του παντελόνι. Έτσι κυκλοφορούσε στο σπίτι. Και το ζωνάρι με την χρυσή αγκράφα. Ανατρίχιασε καθώς επέστρεψαν στην μνήμη του. Θυμήθηκε το σφίξιμο στο στομάχι. «Μαμά…» Κοίταξε τον γιο της απελπισμένα. Θυμήθηκε εκείνο το βλέμμα, πως μπόρεσε να το ξεχάσει; Σαν να της έπαιρναν το παιδί, σαν να είχε χάσει ήδη τον γιο της. Ο πατέρας του τον κατακεραύνωσε με το σκληρό βλέμμα του. Έσπρωξε την πόρτα και την έκλεισα στα μούτρα του παιδιού. Ο εφιάλτης τον είχε στα γαμψά του νύχια και δεν θα τον άφηνε τόσο εύκολα. Τον ακολούθησε και στον ξύπνιο. Πετάχτηκε ιδρωμένος, σίγουρος πως είχε ξυπνήσει. Βρισκόταν στο κελί του, τα φώτα ήταν σβηστά, ο Θεόδωρος κοιμόταν στο κρεβάτι του. Υπήρχε όμως άλλο ένα άτομο μαζί τους, στεκόταν εκεί στις σκιές και τον κοίταζε με μίσος. Την αναγνώρισε και σηκώθηκε όρθιος. Έτρεμε ολόκληρος. Την πλησίασε. «Καίτη…» «Πως μπορείς και κοιμάσαι; Το παιδί μου κλαίει κάθε βράδυ στο κρεβατάκι του. Ζητάει την μανούλα του. Το ακούω και δεν μπορώ να το αγκαλιάσω, να το ανακουφίσω … Δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Και φταις εσύ. Με πήρες από το αγόρι μου. Αλαζονικό καθίκι … Εγωιστή … Τέρας! Είμαι στην κόλαση και σε μισώ. Σε μισεί και εκείνος. Δεν θα συγχωρεθείς ποτέ σου. Το ξέρεις. Και βέβαια το ξέρεις.» Δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάτια του. Άπλωσε το χέρι του πάνω της και άγγιξε τον τοίχο. Πίσω του, ξύπνησε και ο Θεόδωρος. «Κωνσταντίνε; Τι κάνεις;» Γύρισε και κοίταξε σαν σαστισμένος, σαν να μην ήξερε που βρίσκεται. «Σε άκουσα να παραμιλάς. Υπνοβατείς;» Επέστρεψε στο κρεβάτι του ζαλισμένος. «Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Πονούν τα δόντια μου.» Ο Θεόδωρος σηκώθηκε και άρχισε να ψάχνει στα μπογαλάκια του. «Κάτσε να σου δώσω κάτι. Έχω κάτι βότανα.» «Η ζωή είναι άδικη Θοδωρή. Άδικη. Τι νόημα, τι σκοπό έχει;» «Νυστάζω για φιλοσοφίες Κωνσταντίνε. Είναι αργά. Εμείς είμαστε που χωρίζουμε τη ζωή σε δίκαιη και άδικη. Στον Θεό όλα είναι δίκαια, καλά και όπως θα έπρεπε να είναι. Ψάξε να βρεις τον Θεό.» «Σε τι θα ωφελήσει αυτό;» «Θα σε βοηθήσει να κοιμάσαι τα βράδια. Το έχεις ανάγκη. Μπορεί να πάψεις να τρίζεις και τα δόντια σου. Για τώρα πιες αυτό.» Ανακάτεψε κάποια ξεραμένα φύλα με κρύο νερό σε ένα κυπελάκι και του το έδωσε. Γύρισε και ο ίδιος στο κρεβάτι του. Ο Κωνσταντίνος έμεινε ξύπνιος, βυθισμένος στις σκέψεις του. Ήπιε το βότανο με μικρές γουλιές. 11. Κάπνιζε στο σκοτάδι. Είχε καλύψει το κρεβάτι του με ένα πέπλο καπνιάς. Το λιγοστό φως της νύχτας που τρύπωνε από το παράθυρο δημιουργούσε ψευδαισθήσεις στα μάτια του. Είδε τον γιο του, τον Στάθη του, ξαπλωμένο στο μικρό κρεβατάκι που του είχαν αγοράσει με την Καίτη όταν ήταν δύο χρονών. Άρχισε να μουρμουράει ένα νανούρισμα. Η φωνή του βραχνή, άτεχνη, αλλά γεμάτη γνήσιο συναίσθημα. Σκούπισε τα μάτια του. «Θοδωρή … κοιμάσαι;» «Όχι.» «Η γυναίκα μου … εκτός από την μάνα της … είχε έναν θείο και δύο θείες … τέσσερα ή πέντε ξαδέρφια … Δύο αδελφές και τρία ανίψια … Και το σόι του λεγάμενου της … πόσοι να είναι αυτοί … Όλοι αυτοί θα έρθουν στην δίκη … θα με καταριόνται … Θα θέλουν να με κάνουν κομμάτια … Θα βγάλουν το άχτι τους στον Στάθη μου … θα τον ποτίσουν με μίσος για τον πατέρα του. Και θα έχει κάθε δίκιο το παιδί να με καταριέται όλη του την ζωή που του στέρησα την μάνα του … Πως θα εξιλεωθώ; Θα έρθει ποτέ αυτή η μέρα;» «Ο χρόνος θα δείξει. Μια μέρα ο γιος σου θα μεγαλώσει. Θα μάθει να σκέφτεται μόνος του, θα μάθει να αγαπάει, μπορεί και να γίνει πατέρας ο ίδιος. Πρέπει όμως να περιμένεις. Αυτή είναι η ποινή σου. Τώρα η οργή και το δίκιο είναι δικά τους. Αφέσου στον άνεμο και καρτέρα.» Ξεροκατάπιε. Ένιωσε μια ψύχρα στο στομάχι του. «Ξέρεις … Φοβάμαι.» «Ξέρω.» Τέλος Αποσπασμάτων Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wordsmith Posted May 24, 2010 Share Posted May 24, 2010 Χμμμ... Πολύ καλογραμμένο, καταρχάς. Αλλά, αν αυτή είναι η αρχή, μάλλον μπαίνει στο ψητό πολύ γρήγορα. Πριν γνωρίσουμε, δηλαδή, τους χαρακτήρες καλά καλά, έχουμε ένα διπλό φόνο. Ή μήπως ο φόνος είναι για να γνωρίσουμε τον Κωνσταντίνο καλύτερα; Γενικά οι δυο αυτοί φόνοι σαν να περνάνε λίγο στο ντούκου. Πρώτα θα έπρεπε να έχουμε περιγραφή των χαρακτήρων και των σχέσεων μεταξύ τους, να ξέρουμε πού βαδίζουμε, τέλος πάντων, και μετά οι φόνοι. Επίσης αυτό δεν εξυπηρετεί και τη συνέχεια. Δηλαδή, από δω και πέρα η ιστορία θα γίνει prison drama; Και τσάμπα έχουν αναφερθεί όλοι αυτοί οι χαρακτήρες που δεν προλάβαμε να γνωρίσουμε. You can do better, my friend. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted May 24, 2010 Author Share Posted May 24, 2010 Χμμμ... Πολύ καλογραμμένο, καταρχάς. Αλλά, αν αυτή είναι η αρχή, μάλλον μπαίνει στο ψητό πολύ γρήγορα... Ευχαριστώ wordsmith που το διάβασες. Θα πρόσεξες τον πρόλογο που λέω ότι πρόκειται για αποσπάσματα. Υπάρχουν πολλά κομμάτια με τον Κωνσταντίνο όπου όμως συμμετέχουν και άλλοι χαρακτήρες του μυθιστορήματος. Ένας άλλος από τους "Δώδεκα" είναι ένας παράνομος που ο Κωνσταντίνος κυνηγάει λυσσασμένα σαν Ιαβέρης. Μετά τον φόνο της γυναίκας του ο Κωνσταντίνος το βάζει στα πόδια. Και στο μετρό, πέφτει πάνω στον εν λόγω παράνομο. Καταλήγουν μαζί σε ένα ξενοδοχείο όπου κρύβονται, εκεί ο Κωνσταντίνος επιχειρεί να αυτοκτονήσει αλλά τον εμποδίζει ο παράνομος. Οι δύο άντρες κάνουν μια συμφωνία και ο Κωνσταντίνος παραδίδεται στις αρχές. Για να πάρεις μια ιδέα του ρυθμού... το "Δώδεκα", τα έξι πρώτα κεφάλαια τέλος πάντων, είναι αναρτημένα στις "Διάφορες Ιστορίες". Σταμάτησα να τα αναρτώ γιατί δεν ενδιαφέρεται κανείς να τα διαβάσει, και είναι λογικό, γιατί πέραν του ότι δεν ανήκει στο φανταστικό είναι τεράστια σε μέγεθος. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wordsmith Posted May 24, 2010 Share Posted May 24, 2010 Δηλαδή ανάμεσα σε αυτά τα κεφάλαια υπάρχουν και άλλα που δεν είναι εδώ; Δεν το είχα λάβει υπόψη μου. Και ναι, λόγω του μεγάλου μεγέθους δεν το είχα διαβάσει ως τώρα. Μάλλον το φόρουμ είναι κατάλληλο κυρίως για μικρότερα. Μέχρι να βγει και σε e-book, δηλαδή (το φόρουμ)... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Dark desire Posted May 24, 2010 Share Posted May 24, 2010 Σταμάτησα να τα αναρτώ γιατί δεν ενδιαφέρεται κανείς να τα διαβάσει, Η ψαρευεις κομπλιμεντα η υποτιμας τον εαυτο σου... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wordsmith Posted May 24, 2010 Share Posted May 24, 2010 Αφού δεν υπήρχε κανένα σχόλιο μέχρι τώρα, τι να πει; Ότι το διαβάζουν και δεν το σχολιάζουν; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted May 24, 2010 Share Posted May 24, 2010 Προσωπικά σπανίως διαβάζω teasers και αποσπάσματα. Δεν αντέχω το παραμικρό spoiler -αν θέλεις, πίστεψέ το, η μοναδική περίπτωση να διαβάσω κομμάτια από δω κι από κει κει είναι αν η ιστορία δεν μου αρέσει καθόλου αλλά πρέπει για κάποιο λόγο να έχω μια άποψη. Και ειδικά εδώ που έχουμε να κάνουμε με αστυνομική ιστορία φρονίζω όχι μόνο να μην διαβάσω αλλά ούτε καν να μην πέσει το μάτι μου σε κείμενα ή σχόλια. Sorry, Ντίνο... δεν έχει καμιά σχέση με την ποιότητα της ιστορίας ή της γραφής σου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted May 24, 2010 Author Share Posted May 24, 2010 (edited) Και ειδικά εδώ που έχουμε να κάνουμε με αστυνομική ιστορία φρονίζω όχι μόνο να μην διαβάσω αλλά ούτε καν να μην πέσει το μάτι μου σε κείμενα ή σχόλια. Sorry, Ντίνο... δεν έχει καμιά σχέση με την ποιότητα της ιστορίας ή της γραφής σου. Κατανοητό Βάσω. Πάντως, αυτό που εγώ είπα ότι δεν διάβαζε κανένας ήταν το "Δώδεκα" στην αυτούσια μορφή του. Όχι μόνο δεν υπήρχαν σχόλια, αλλά και από επισκεψιμότητα δεν ανέβαιναν καθόλου οι αριθμοί. Σταμάτησα στο 6ο κεφάλαιο πριν κάτι χρόνια και δεν παραπονέθηκε κανείς. [Το "Δώδεκα" δεν είναι αστυνομική ιστορία. Ένας από τους χαρακτήρες είναι αστυνομικός.] Edited May 24, 2010 by DinoHajiyorgi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted May 25, 2010 Share Posted May 25, 2010 Συγνώμη, Ντίνο. Βλέποντας τις πρώτες γραμμές, κατάλαβα λάθος. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.