Jump to content

Ἡ ἐξορία τοῦ προσώπου


Adinol Doy

Recommended Posts

Ὄνομα: Π. Μ. Ζερβός

Ἀρ. λέξεων: 3333 ἀκριβῶς (χωρὶς τὸν τίτλο)

Βία: Ὅπως τὸ πάρει κανείς

Σέξ: Ὄχι

 

 

Ἡ ἐξορία τοῦ προσώπου

 

 

Στὶς 23 Νοεμβρίου ἔλαβα ἕνα ἀπρόοπτο τηλεφώνημα ἀπὸ κάποιον κύριο Ρόμπερτς, ἕνα δικηγόρο ἀπὸ τὴν Βοστόνη, ὁ ὁποῖος μὲ ἐνημέρωσε πὼς ὁ ἐξάδελφός μου, Στῆβεν Μάλλορυ, εἶχε ἐκπνεύσει τὴν προηγουμένη νύχτα ἀπὸ ἀνακοπὴ καρδιᾶς ἐνῶ κοιμόταν.

 

Ἦμουν σὲ διάλειμμα ἀπὸ παράδοση μαθήματος στὸ πανεπιστήμιο Μισκατόνικ, ὅταν ἔγινε τὸ τηλεφώνημα, καὶ ὀφείλω νὰ ὁμολογήσω πὼς ἕνα τέτοιο ἀναπάντεχο νέο μὲ ἔκανε νὰ βουβαθῶ πρὸς στιγμήν. Γιατὶ ὁ Στῆβεν ἦταν δυνατὸς καὶ νέος (σχεδὸν στὴν ἡλικία μου· μόλις σαράντα δύο ἐτῶν) καί, ἀπ’ ὅσο ἤξερα, δὲν εἶχε παρουσιάσει ποτὲ στὸ παρελθὸν προβλήματα ὑγιείας. Ἀλλά, φυσικά, συχνὰ τὰ φαινόμενα ἀπατοῦν.

 

Μὲ τὸν ἐξάδελφό μου εἴχαμε πολὺ στενὲς σχέσεις καὶ βλεπόμασταν σχεδὸν καθημερινὰ μέχρι καὶ πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια, ὁπότε ἐκεῖνος μετακόμισε μόνιμα στὴν Ἑλλάδα κι ἔκτοτε ἀλληλογραφούσαμε ἢ ἐπικοινωνούσαμε τηλεφωνικῶς τακτικά. Ὡστόσο, εἶχε περάσει ἀρκετὸς καιρὸς ποὺ δὲν εἴχαμε συναντηθεῖ, ἐπειδὴ οἱ ὑποχρεώσεις μου ὡς καθηγητὴς Πολιτικῆς Οἰκονομίας καθὼς καὶ τὰ συγγράμματά μου μοῦ ἀπαγόρευαν τὴν πολυήμερη ἀπουσία μου – τὴν ὁποία ἀνέβαλλα διαρκῶς γιὰ τὸ προσεχὲς μέλλον, μέχρι ποὺ παρῆλθαν τὰ ἔτη – κι ἐπειδὴ ὁ Στῆβεν, ἀπ’ τὴν δική του πλευρά, ἰσχυριζόταν πὼς οἱ ἀσχολίες του δὲν ἐπέτρεπαν οὔτε σ’ ἐκεῖνον νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν πατρίδα. Τί ἔρευνες ἔκανε στὴν Ἑλλάδα ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ κάνει στὸ Ἄρκαμ δὲν ἐξήγησε ποτὲ ἱκανοποιητικά.

 

Ὁ Στῆβεν ὑπῆρξε ἄτυχος ἀπὸ τὴν παιδική του κιόλας ἡλικία: ἦταν μόλις πέντε ἐτῶν ὅταν ἔχασε τὴν μητέρα του ἀπὸ κάποιαν ἀσθένεια καὶ δεκαπέντε ὅταν σκοτώθηκε ὁ πατέρας του ποὺ στὸ μεταξὺ δὲν ξαναπαντρεύτηκε. Ἐπειδὴ οἱ μητέρες μας ἦσαν ἀγαπημένες ἀδελφές, ἦταν αὐτονόητο πὼς οἱ γονεῖς μου θὰ ἀναλάμβαναν τὴν κηδεμονία του, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει πώς, στὴν πράξη, μεγαλώσαμε σὰν ἀδέλφια, μὲ στοργή, κατανόηση καὶ ἠθικὴ ὑποστήριξη. Παρ’ ὅλο ποὺ ἐκεῖνος εἶχε κάποια ἀξιοσέβαστη περιουσία, οἱ γονεῖς μου ἀνέλαβαν ἀπ’ τὶς δικές τους οἰκονομίες τὴν ἀνατροφὴ καὶ τὴν μόρφωσή του, καθὼς θεωροῦσαν ἱερὸ χρέος – ἂς ἀναπαύεται ἡ ψυχή τους – νὰ τὸν ἀντιμετωπίσουν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἀντιμετώπισαν κι ἐμένα. Γιὰ νὰ μὴν μακρηγορῶ, τὸ δέσιμο καὶ οἱ κοινές μας ἐμπειρίες ἦσαν πολὺ δυνατά· γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπροσδόκητος χαμός του μοῦ προκάλεσε συντριβή.

 

Ὁ ἐξάδελφός μου δὲν παντρεύτηκε ποτέ, μολονότι κάποτε εἶχε ἀρραβωνιαστεῖ μιὰ συμπαθητικὴ γυναίκα ἀπὸ καλὴ οἰκογένεια τοῦ Ἄρκαμ· μὰ αὐτὸς ὁ ἀρραβώνας δὲν κατέληξε σὲ γάμο καὶ ὁ Στῆβεν ἀποφάσισε πὼς ἡ οἰκογένεια ἦταν κάτι ποὺ δὲν ταίριαζε στὴν ἰδιοσυγκρασία του. Ὁπότε, ἀφοῦ ἦμουν ὁ στενότερος ἐν ζωῇ συγγενής, ὅπως μοῦ ἀνακοίνωσε ὁ κύριος Ρόμπερτς, εἶχα κληρονομήσει ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸ σπίτι του στὴν Ἑλλάδα, σὲ κάποιο χωριὸ τῆς χερσονήσου τῶν Μεθάνων.

 

Ἔτσι, μόλις τακτοποίησα τὶς ἐπείγουσες ἐκκρεμότητες καὶ τὰ τῆς κηδείας του, πῆρα τὸ πρῶτο ἀεροπλάνο γιὰ τὴν Ἀθήνα καί, ἀφοῦ νοίκιασα αὐτοκίνητο καὶ ἀγόρασα ἕνα χάρτη, κατευθύνθηκα πρὸς τὸν οἰκισμὸ Ἄνω Λιθάρι Μεθάνων.

 

Δὲν ἦταν εὔκολο νὰ βρῶ τὴν τοποθεσία, ἀφ’ ἑνὸς ἐπειδὴ ἡ σηματοδότηση σ’ αὐτὴν τὴν ἀρχαία χώρα εἶναι ἀλλοπρόσαλλη, λὲς καὶ οἱ κάτοικοι ἐπιθυμοῦν νὰ ἀποκρύβουν τὶς ὀμορφιὲς τοῦ τόπου τους ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ξένων· καὶ ἀφ’ ἑτέρου ἐπειδὴ ὁ οἰκισμὸς εἶναι χτισμένος στὴν κορφὴ ἑνὸς λόφου, ἀφοῦ περνοῦσες μέσα ἀπὸ ἕνα πυκνὸ πευκόδασος καὶ ἕνα δύσβατο χωματόδρομο.

 

Ἡ θέα, ὅταν τελικῶς ἔφτασα ἐκεῖ, ἦταν μαγευτική. Πέρα μακρυὰ μποροῦσα νὰ δῶ τὸ κοιμισμένο ἡφαίστειο τῆς χερσονήσου, ἐνῶ τὰ πράσινα νερὰ ἀντανακλοῦσαν τὸ φῶς τοῦ δύοντος ἡλίου καὶ ξεχώριζα στὸ βάθος τὴν χλωρίδα τῆς Πελοποννήσου. Τὰ σπίτια κρατοῦσαν σὲ γενικὲς γραμμὲς ἕνα τοπικὸ χρῶμα, μολονότι ἔβλεπες ἐδῶ κι ἐκεῖ τσιμεντένια κτήρια ποὺ φαίνονταν ἐντελῶς παράταιρα ἢ χτισμένα πρόχειρα καὶ ἡ εἰκόνα ἐτούτη μὲ προβλημάτισε σχετικὰ μὲ τὴν ἀδιαφορία τῶν Ἑλλήνων στὸ θέμα τῆς ὁμοιομορφίας τῆς περιοχῆς.

 

Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἐπισκεπτόμουν τὴν Ἑλλάδα, γιὰ τὴν ὁποία, ὅπως καὶ οἱ περισσότεροι Ἀμερικάνοι, γνώριζα ἐλάχιστα πέρα ἀπὸ τὸ ἀπώτερο παρελθόν· καί, ἐνῶ πάντοτε φρόντιζα νὰ πληροφοροῦμαι γιὰ τὴν Ἱστορία τῶν τόπων ποὺ ἐπισκεπτόμουν, τὸ ἐσπευσμένο μου ταξίδι σ’ αὐτὴν τὴν ἡλιόλουστη χώρα δὲν μοῦ ἔδωσε τὴν δυνατότητα νὰ μάθω ὁτιδήποτε γι’ αὐτήν. Ὡστόσο, εἶχα στὸν νοῦ μου νὰ ἐρευνήσω, ὅταν θὰ τελείωνα μὲ τὴν ἐπισκόπηση τῆς κληρονομιᾶς μου.

 

Ἡ κληρονομιὰ αὐτὴ ἔμαθα πολὺ σύντομα πὼς ἦταν ἕνα παμπάλαιο ἀρχοντικὸ ποὺ χρονολογεῖτο τὸν δέκατο ὄγδοο αἰώνα καί, παρὰ τὰ χρόνια ποὺ εἶχαν παρέλθει, βρισκόταν σὲ ἄριστη κατάσταση. Προφανῶς ὁ ἐξάδελφός μου εἶχε ἐπενδύσει ἀρκετὰ χρήματα γιὰ τὴν ἀναστήλωσή του.

 

Τοῦτο τὸ ἀρχοντικὸ ἦταν τὸ τελευταῖο, τοποθετημένο ψηλότερα καὶ πιὸ ἀπομονωμένο κτίσμα τοῦ οἰκισμοῦ, ὅπως ὑποθέτω πὼς συνέβαινε μ’ ἐκεῖνα ποὺ ἀνῆκαν στοὺς τοπικοὺς ἄρχοντες, ὥστε νὰ ἐποπτεύουν τὴν περιοχή. Ἦταν πολὺ μεγάλο, δίπατο καὶ χτισμένο μὲ ὀγκόλιθους ποὺ τὸ στερέωναν ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια.

 

Ἂν κάτι μοῦ ἔκανε ἐντύπωση, βλέποντας τὸ σπίτι, ἦταν ἡ παντελὴς ἔλλειψη βλάστησης, λὲς κι ὁ Στῆβεν ἀπαξιοῦσε πλήρως γιὰ πράγματα ποὺ γιὰ τοὺς κατοίκους θεωροῦνταν αὐτονόητα. Ἀλλά, γνωρίζοντας καλὰ τὴν συμπεριφορά του – δηλαδή, πόσο βυθιζόταν στὸν στοχασμὸ τῶν θεωρητικῶν ζητημάτων ποὺ τὸν ἀπασχολοῦσαν –, συμπέρανα ἐν τέλει πὼς κάτι τόσο κοινότοπο ὅπως ἡ καλλιέργεια καὶ ἡ φροντίδα φυτῶν δὲν θὰ περνοῦσε κὰν ἀπὸ τὸν νοῦ του.

 

Εἶχε ἤδη σουρουπώσει, ὅταν ἔφτασα, καὶ συνειδητοποίησα πὼς δὲν εἶχα φάει τίποτε ὅλη τὴν ἡμέρα. Ἔτσι, ἀναζήτησα μιὰ ταβέρνα. Ἦταν δύσκολο νὰ τὴν ἐντοπίσω, ἐπειδὴ ἦσαν λίγοι οἱ μόνιμοι κάτοικοι ποὺ γνώριζαν ἀγγλικά, πρὸς μεγάλη μου ἔκπληξη· καὶ ἀνακουφίστηκα μόλις εἶδα πὼς ὁ ταβερνιάρης μιλοῦσε καλὰ τὴν γλώσσα.

 

Ἐπρόκειτο γιὰ ἕνα καλοσυνᾶτο ἄνθρωπο καὶ πολὺ ἐξυπηρετικὸ ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἀποτελείωσα τὸ δεῖπνο μου, μοῦ ἔπιασε τὴν κουβέντα. Ὅταν ἀνέφερα τὸν ἐξάδελφό μου, ἀναφώνησε:

 

«Ἄ, ὁ Στῆβ! Ἐξαιρετικὸς κύριος, ἂν καὶ λίγο παράξενος. Λιγομίλητος καὶ πάντα σκεφτικός, ἀλλὰ ὑποθέτω πὼς ἔτσι εἶναι οἱ ἀρχαιολόγοι».

 

«Μὰ ὁ ἐξάδελφός μου ἦταν ἀστροφυσικός», ἀποκρίθηκα ἔκπληκτος.

 

«Ἀλήθεια; Τόσα χρόνια ἐδῶ, χειμώνα-καλοκαίρι, δὲν μοῦ εἶχε πεῖ τίποτα τέτοιο. Τὸν ἔβλεπα συχνὰ μὲ κάποιους ποὺ πηγαίνανε σὲ κάτι ἀρχαῖα λίγο πιὸ πέρα καὶ μετὰ ἐρχόντουσαν ὅλοι μαζὶ ἐδῶ γιὰ φαγητό. Αὐτὸ συνέβαινε τὰ πρῶτα χρόνια ποὺ μετακόμισε στὸ χωριό. Εἶναι καιρὸς πιὰ ποὺ δὲν ξαναεῖδα τοὺς ἄλλους κυρίους».

 

 

 

Μετὰ τὸ δεῖπνο ἐπέστρεψα στὸ ἀρχοντικό. Ἡ κούραση τῆς ἡμέρας, τὸ καλὸ φαγητὸ καὶ τὸ ὡραῖο βαρελίσιο κρασὶ βάρυναν τὰ βλέφαρά μου κι ἔστρωσα ὅπως-ὅπως νὰ κοιμηθῶ.

 

Ἀποκοιμήθηκα ἀμέσως, ἀλλὰ τὰ ὄνειρά μου ἦσαν ταραγμένα. Δὲν θυμόμουν τὴν ἑπόμενη ἡμέρα σχεδὸν τίποτε, παρ’ ἐκτὸς μιᾶς ὑγρῆς σήραγγας καὶ ἀκατανόητων γραμμάτων χαραγμένων πάνω στὰ μουχλιασμένα τοιχώματά της.

 

Ἔφαγα κάτι πρόχειρο, μιὰς καὶ ἦταν ἤδη μεσημέρι, ἔφτιαξα καφὲ καὶ βάλθηκα νὰ τακτοποιῶ τὰ χαρτιὰ καὶ τὰ βιβλία τοῦ ἐξαδέλφου μου. Ἀνακάλυψα ἀποκόμματα ἐφημερίδων, σημειώσεις μὲ τὸν γραφικὸ χαρακτήρα του καί, τέλος, ἕναν ὀγκώδη χαρτονένιο φάκελο μὲ τὸν γκροτέσκο τίτλο «Σχετικὰ μὲ τὸ ἀποτρόπαιο Mystospherium τοῦ Ἕλληνα μάγου Ἄντινολ Ντόυ».

 

Ἕνας τέτοιος τίτλος ἦταν ἑπόμενο νὰ μοῦ πυροδοτήσει τὴν περιέργεια καὶ ἄνοιξα ἀμέσως τὸν φάκελο. Μέσα του ὑπῆρχαν σελίδες χειρόγραφες, σκίτσα πρόχειρα ἀποκρουστικῶν πλασμάτων ποὺ θύμιζαν κακόγουστα εἰκονογραφημένα περιοδικὰ τῶν παληῶν καιρῶν κι ἕνα τετράδιο πολλῶν φύλλων ποὺ χρησίμευε ὡς ἡμερολόγιο.

 

Ἄρχισα νὰ διαβάζω τὶς σημειώσεις καὶ τὸ ἡμερολόγιο, στὴν ἀρχὴ μὲ περιέργεια, ἔπειτα μὲ ἐνδιαφέρον καὶ ἐν τέλει μὲ ἀδημονία, μέχρι ποὺ νύχτωσε βαθειά. Ἀπ’ τὴν ἀνάγνωσή του ἔμαθα πὼς αὐτὸς ὁ μάγος μὲ τὸ ἀσυνήθιστο γιὰ Ἕλληνα ὄνομα Ἄντινολ Ντόυ, γιὰ τὸν ὁποῖο γνωρίζουμε ἐλάχιστα – παρ’ ἐκτὸς ὅτι ἔδρασε τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας στὴν Θεσσαλία, τόπο γνωστὸ ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα γιὰ τὴν ἐξάσκηση τῆς μαύρης μαγείας –, φέρεται πὼς εἶχε γράψει ἕνα βιβλίο μὲ τίτλο Mystospherium· τίτλο μὲ διττὴ ἑρμηνεία, ὅπως ὑπογράμμιζε ὁ Στῆβεν, ἀφοῦ σημαίνει ταυτόχρονα τὴν Σφαῖρα Τῶν Μυστικῶν καὶ τὴν Σφαῖρα Τῶν Μυημένων. Καί, πράγματι, ὅπως ἰσχυριζόταν ὁ ἐξάδελφός μου στὸ ἡμερολόγιο, ἐπρόκειτο γιὰ ἕνα βιβλίο ποὺ ἀποκάλυπτε τὰ μυστικὰ τοῦ Σύμπαντος καί, συνάμα, ἀποτελοῦσε ἐγχειρίδιο ἐπίκλησης ἐξωανθρώπινων διανοιῶν.

 

Δὲν μπορῶ νὰ κρύψω τὸ γεγονὸς πὼς θορυβήθηκα ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἀποκάλυψη· μοῦ ἦταν ἀδιανόητη ἡ ἰδέα πὼς ὁ Στῆβεν, ἕνας ἐπιστήμονας τῆς κλάσης του καὶ πωρωμένος σκεπτικιστής, πίστευε πραγματικὰ σὲ τέτοια θέματα ποὺ ἄγγιζαν τὴν δεισιδαιμονία. Μὰ τὸ ὕφος γραφῆς δὲν μοῦ ἄφηνε κανένα περιθώριο ἀμφιβολίας γιὰ τὶς πεποιθήσεις του.

 

Ἐξαντλημένος ὅπως ἦμουν ἀπὸ τὴν ἐντατικὴ ἀνάγνωση καὶ τὴν ξαφνικὴ συγκίνηση, ἔπεσα στὸ κρεβάτι ἀργὰ τὴν νύχτα νηστικός.

 

Στὸ ὄνειρό μου περιδιάβαινα μιὰν ὑγρὴ σήραγγα μὲ μουχλιασμένα τοιχώματα μέσα στὸ βαθὺ σκοτάδι καί, μολονότι τὸ φῶς ἦταν λιγοστό, μποροῦσα κι ἔβλεπα κατὰ προσέγγιση ποῦ βάδιζα. Τὰ γυμνὰ πόδια μου πατοῦσαν κατὰ διαστήματα σὲ μισοσαπισμένα κόκκαλα τὰ ὁποῖα διαπίστωσα πὼς δὲν ἦσαν ἀνθρώπινα ἀλλὰ ζώων· ζώων ποὺ δὲν φαίνονταν νὰ ἀνήκουν στὸ γνωστὸ ζωικὸ βασίλειο καὶ ποὺ ἔμοιαζαν ἀόριστα μὲ τὰ μακάβρια σκίτσα ποὺ εἶχα δεῖ στὶς σημειώσεις τοῦ ἐξαδέλφου μου.

 

Στὸ τέρμα τῆς σήραγγας βρέθηκα μπροστὰ σὲ κάτι κυκλώπεια τείχη μὲ μιὰ παράξενη ἀρχιτεκτονική, μὲ κάποιου εἴδους γεωμετρία ποὺ δὲν εἶχε σχέση μὲ τὴν γήινη, καὶ σὲ κάτι ποὺ ἔμοιαζε μὲ θόλο ἀπ’ τὸν ὁποῖο κρέμονταν μακρυὰ πράγματα τὰ ὁποῖα δὲν μπόρεσα παρὰ νὰ ἀποδώσω σὲ ρίζες δέντρου· ὅμως αὐτὲς οἱ ρίζες σάλευαν σὰν ζωντανὲς καὶ μπλέκονταν μεταξύ τους, λὲς κι ἀνῆκαν σὲ κάποιο πλᾶσμα μὲ ἀναρίθμητα πλοκάμια· ποὺ ἔπειτα ἑνώθηκαν σ’ ἕναν περίπλοκο σχηματισμὸ ὁ ὁποῖος θύμιζε κεφάλι – ἂν μπορῶ νὰ τὸ περιγράψω ὡς τέτοιο – καὶ ποὺ πρόφερε κάποιες λέξεις τὶς ὁποῖες οἱ φωνητικὲς χορδὲς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀναπαράγουν.

 

Ξύπνησα τὸ μεσημέρι λουσμένος στὸν ἱδρώτα. Τὸ ὄνειρο ἦταν τόσο ζωντανὸ ὥστε γιὰ μιὰ στιγμὴ νόμισα πὼς ξύπνησα σ’ ἐκεῖνον τὸν ἀλλόκοτο τόπο ἢ πὼς θὰ πέθαινα ἐπὶ τόπου. Ἀργότερα, ὅταν ἄρχισε νὰ ἐπικρατεῖ ἡ λογική, καθησύχασα τὸν ἑαυτό μου ἀναλογιζόμενος τὴν φυσιολογικὴ ἐπίδραση ποὺ εἶχαν στὸ ὑποσυνείδητό μου τὰ κείμενα ποὺ εἶχα διαβάσει τὸ βράδυ.

 

Προκειμένου νὰ νικήσω τὸν τρόμο, ἄνοιξα διάπλατα πόρτες καὶ παράθυρα γιὰ νὰ εἰσχωρήσει τὸ φῶς καὶ βγῆκα γιὰ ἕνα περίπατο στὸ χωριό. Ὁ ἥλιος τῆς ἑλληνικῆς ὑπαίθρου, τὰ ζωηρὰ χρώματα τοῦ φθινοπώρου κι ἡ θέα ποὺ ἔκοβε τὴν ἀνάσα, ὅλ’ αὐτὰ μὲ βοήθησαν νὰ ξεχάσω τὸ ὄνειρο καὶ ν’ ἀνακτήσω τὴν εὐδιαθεσία μου, ψέγοντας συνάμα τὸν ἑαυτό μου γιὰ τὶς συνεχεῖς ἀρνήσεις μου στὶς ἐπανειλημμένες προσκλήσεις τοῦ Στῆβεν νὰ μὲ φιλοξενήσει.

 

Κάθησα πάλι στὴν ταβέρνα τοῦ Θοδωρῆ, ὅπως ἔμαθα πὼς τὸν ἔλεγαν, καὶ τὰ ἐκλεκτὰ φαγητά του ἔσβησαν κάθε ἴχνος ἀπ’ τὴν ἀγωνία τῆς νύχτας. Καὶ σκέφτηκα πὼς ἐκεῖνος ὁ τόπος, μὲ τὸ φῶς καὶ τὶς μυρωδιές του, αὐτὸς καὶ μόνον ἦταν ὑπεύθυνος γιὰ τὸ κλέος ποὺ δημιούργησε ἀρχικὰ τὸν ἑλληνικὸ καὶ στὴν πορεία τὸν δυτικὸ πολιτισμό. Μεμιᾶς ξέχασα ποιός ἦμουν, τί ζητοῦσα ἐκεῖ καὶ μὲ ποιάν ἰδιότητα εἶχα ἔλθει κι ἄρχισα νὰ ρεμβάζω ἀμέριμνος – τέτοια μαγεία ἀσκοῦσε πάνω μου ἡ περιοχή.

 

Τὸ ἀπόγευμα ἔκανα διάφορα τηλεφωνήματα στὸ πανεπιστήμιο καὶ ἐνημέρωσα τὴν γραμματεία πὼς θὰ ἐπέστρεφα σύντομα. Μιὰ καταρρακτώδης βροχὴ εἶχε πιάσει ξαφνικὰ ποὺ μὲ ἀνάγκασε νὰ μείνω κλεισμένος στὸ σπίτι καὶ θύμωσα μὲ τὴν ἀπρονοησία μου νὰ φέρω τὰ βιβλία μου ὥστε νὰ ἀσχοληθῶ μὲ τὶς σημειώσεις παράδοσης γιὰ τοὺς φοιτητές μου.

 

Ἔτσι, μὴ ἔχοντας κάτι ἄλλο νὰ κάνω – δὲν ὑπῆρχαν οὔτε τηλεόραση οὔτε ραδιόφωνο· τόσο ἀπομονωμένος ἀπ’ τὸν πολιτισμὸ ζοῦσε ὁ ἐξάδελφός μου – ἔπιασα ἀδιάφορα τὶς σημειώσεις του ποὺ μοῦ φαίνονταν φαιδρὲς ἀλλὰ ποὺ ταυτόχρονα μὲ ἔκαναν νὰ αἰσθανθῶ θλίψη γιὰ τὴν πνευματική του κατάπτωση. Ὑπῆρχαν, λόγου χάριν, ἀποσπάσματα σὰν κι ἐτοῦτο:

 

«Τὰ ὄνειρα, ὦ τὰ ὄνειρα, ἀποκαλύπτουν τὴν πραγματικότητα. Ἡ καθημερινότητα εἶναι μιὰ φενάκη, ποὺ μέσα της βουλιάζουμε εὐδαιμονισμένοι, ἐνῶ στὰ ὄνειρα μποροῦμε νὰ ἀγγίξουμε τὴν ἀλήθεια. Μὰ αὐτὴ ἡ ἀλήθεια εἶναι τόσο ἀποτρόπαια ὥστε ἐπιλέγουμε τὴν ἄγνοια.

 

» […] Δὲν εἶναι τυχαῖο πὼς κάποια βιβλία ὅπως τὸ ἀπεχθὲς Νεκρονομικὸν τοῦ τρελοῦ Ἄραβα Ἀμπντοὺλ Ἀλ Χαζρὲντ ἢ τὸ Βιβλίο τοῦ Ἔιμπον ἢ τὸ De Vermis Mysteriis, γιὰ ν’ ἀναφέρω μερικά, θεωροῦνται μυθικά. Ἀκόμη καὶ τὸ Mystospherium, ποὺ γράφτηκε στὴν χώρα τοῦ φωτός, ἔχει τόσα κοινὰ στοιχεῖα μὲ τὰ ὑπόλοιπα μυθικὰ βιβλία ὥστε προκαλεῖ ἀμηχανία καὶ φρίκη ἀκόμη καὶ στὸν ὡρκισμένο ὀρθολογιστή. Κι ὅμως, τὸ δηλώνω θαρραλέα, ἐγὼ ἔχω δεῖ μερικὰ ἀπ’ αὐτὰ τὰ βιβλία καὶ διαβεβαιώνω πὼς εἶναι ὑπαρκτὰ πέρα γιὰ πέρα. Ὄχι, δὲν ἰσχυρίζομαι πὼς τὰ μελέτησα· ἀφ’ ἑνὸς ἐπειδὴ δὲν τὰ κατέχω κι ἀφ’ ἑτέρου διότι μιὰ ζωὴ ὁλόκληρη δὲν ἀρκεῖ γιὰ νὰ τὰ μελετήσω. Τὰ εἶδα, ὡστόσο, τὰ ξεφύλλισα· κι αὐτὴ ἡ ἐπιπόλαια ἀνάγνωση ὡρισμένων ἐδαφίων στάθηκε ἀρκετὴ γιὰ νὰ μὲ πείσει γιὰ τὴν ἀλήθεια τους.

 

»[…] Ὅλα συνδέονται μὲ κάποιον τρόπο, ὅλα. Οἱ κοινοὶ τόποι τῶν ἀνθρώπινων πολιτισμῶν δὲν ἀποτελοῦν παρὰ μιὰν ἀνάμνηση ἑνὸς παρελθόντος ποὺ προϋπῆρξε τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅλα τὰ μυθικὰ βιβλία μαγείας ἀναφέρονται στὰ ἴδια πράγματα μὲ διαφορετικὰ ὀνόματα. Μὰ ὁ πυρήνας τους εἶναι ἕνας καὶ εἶναι ὁ ἴδιος – ἡ ξεχασμένη γνώση τοῦ τρόμου ποὺ κατοικοῦσε τὴν Γῆ ὅταν αὐτὴ ἦταν νέα καὶ ρευστή.

 

»[…] Νὰ ἐνημερώσω τοὺς ἀνθρώπους εἶναι ἀνώφελο, τὸ γνωρίζω καλά. Ὅλοι θὰ προτιμήσουν νὰ μὲ χλευάσουν, κι αὐτὴ θὰ εἶναι μιὰ φυσιολογικὴ ἀνθρώπινη ἀντίδραση· ἐν τούτοις, δὲν ἔχω τὸ δικαίωμα νὰ ἀποκρύψω τὴν ἀνακάλυψή μου. Θὰ τὴν γράψω ἐδῶ, σ’ αὐτὸ τὸ ἄθλιο τετράδιο, καὶ θὰ τὸ φυλάξω σὲ ἀσφαλὲς μέρος ὥστε, ὅταν τὰ ἄστρα θὰ ἐπανέλθουν ὅπως πρὶν ἀπὸ ἑκατομμύρια χρόνια κι ἀλλάξουν ὅλα, νὰ ὑπάρχει μαρτυρία γιὰ τὶς ἑπόμενες γενεές».

 

Διάβαζα μαγνητισμένος τὸ παρανοϊκὸ κείμενο. Ἀρνιόμουν πεισματικὰ νὰ λάβω σοβαρὰ τὶς φαντασιοπληξίες του – γιατὶ ἦμουν πεπεισμένος πὼς γιὰ τέτοιες ἐπρόκειτο –, μὰ ἐτούτη ἡ ἐξωφρενικὴ μαρτυρία μοῦ προξενοῦσε μιὰ τέτοια σαγήνη ὥστε μοῦ ἦταν ἀδύνατον νὰ παύσω τὴν ἀνάγνωση.

 

Ἦμουν ταραγμένος. Ἴσως ἔφταιγε τὸ γεγονὸς πὼς ὁ ἀγαπημένος μου Στῆβεν, πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, εἶχε χάσει τὰ λογικά του. Ὡστόσο, πότε συνέβη αὐτό; Ἡ τελευταία του ἐπιστολή, μόλις δέκα ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό του, δὲν φανέρωνε κανένα ἴχνος παράνοιας – ἢ μήπως ἐγὼ δὲν τὸ παρατήρησα τότε; Συνεπικουροῦσαν στὴν ψυχική μου κατάσταση καὶ ἡ τρομερὴ καταιγίδα καὶ ὁ δαιμονικὸς ἄνεμος ποὺ φυσοῦσε ἔξω, μεταμορφώνοντας πλήρως τὸ γαλήνιο ἑλληνικὸ τοπίο σὲ ἕνα σκηνικὸ ὑπέρτατης φρίκης. Καί, πάνω ἀπ’ ὅλα – πέρα ἀπ’ ὅλα – ἦταν ἡ νηφαλιότητα τῆς γραφῆς, ἡ τελευταία ἔνδειξη αὐτοῦ ποὺ γνώριζα ὡς Στῆβεν Μάλλορυ.

 

Παρὰ ταῦτα, ἡ ὕπαρξη τοῦ τετραδίου σὲ ἐμφανὲς σημεῖο ἀναιροῦσε τὴν πρόθεσή του νὰ τὸ φυλάξει σὲ ἀσφαλὲς μέρος, ὅπως προτίθετο, ἴσως ἐπειδὴ τὸ εἶχε μετανιώσει· ἢ πιθανῶς ὁ ξαφνικὸς θάνατος τὸν ἀπέτρεψε ἀπ’ τὸ νὰ τὸ πράξει κι αὐτὴ ἡ τελευταία εἰκασία ἄρχισε νὰ μοῦ δημιουργεῖ μιὰ σκιὰ φόβου στὴν ψυχή.

 

Μὲ πῆρε ὁ ὕπνος στὸ τραπέζι. Τὰ ὄνειρα ἦσαν γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ἀκατανόητα καὶ τρελὰ καὶ ἀπεχθῆ. Μόνον ποὺ τώρα προστέθηκε καὶ μιὰ ἄλλη εἰκόνα – ἡ μορφὴ ἑνὸς πλάσματος ποὺ ἦταν πέρα ἀπὸ κάθε περιγραφή, ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχουν στὸ ἀνθρώπινο λεξιλόγιο οἱ κατάλληλες ἐκφράσεις γιὰ νὰ τὸ περιγράψω. Ἦταν σὰν νὰ ὑπῆρχε καὶ ταυτόχρονα νὰ μὴν ὑπῆρχε· τὴν μιὰ στιγμὴ ἔμοιαζε νὰ ἔχει ἀναρίθμητα πλοκάμια καὶ τὴν ἄλλη νὰ μὴν ἔχει· νὰ ἀνοίγει τὸ στόμα – ἢ κάτι ποὺ χρησίμευε ὡς τέτοιο – μὰ φωνὴ νὰ μὴν βγαίνει καὶ συνάμα νὰ πάλλεται στὸν ἀέρα μιὰ τσιριχτὴ γλῶσσα ποὺ διαπερνοῦσε τ’ αὐτιά.

 

Ἦταν μεσημέρι ὅταν ξύπνησα καὶ δόξασα τὸν Θεὸ γιὰ τὴν εὐσπλαγχνία Του νὰ μὲ λυτρώσει ἀπ’ τὸ τρομερὸ μαρτύριο. Ὁ ἥλιος φώτιζε δυνατὰ ἔχοντας σβήσει κάθε ἴχνος τῆς νυχτερινῆς καταιγίδας. Τὸ ἑλληνικὸ φῶς εἶχε ἐν τέλει διώξει μακρυὰ τὰ σκοτάδια.

 

Ἔκανα ἕναν περίπατο στὸ χωριό. Ἡσυχία ἐπικρατοῦσε παντοῦ πλὴν τῶν ἤχων τῆς φύσης, ὁ πολιτισμὸς φαινόταν ἀπὼν σ’ ἐκεῖνον τὸν τόπο – μὲ ἐξαίρεση τὰ λιγοστὰ αὐτοκίνητα, μιὰς καὶ ἡ τουριστικὴ περίοδος εἶχε παρέλθει – καὶ οἱ μυρωδιὲς ἀπ’ τὴν ρίγανη καὶ τὸ θυμάρι λειτουργοῦσαν κατευναστικὰ στὰ πειραγμένα μου νεῦρα.

 

Κάθησα πάλι στὸ ταβερνάκι τοῦ Θοδωρῆ, μὰ ἔφαγα ἐλάχιστα. Δυὸ-τρεῖς παρέες στὰ διπλανὰ τραπέζια μὲ κοιτοῦσαν παραξενεμένοι κάθε τόσο καὶ ψιθύριζαν μεταξύ τους κι ἀπόρησα γιατί – ἀπόρησα μέχρι ποὺ ὁ Θοδωρῆς ἦλθε κοντά μου· μέχρι ποὺ ἦλθε καὶ μοῦ μίλησε:

 

«Εἶστε καλά, κύριε; Φαίνεστε ἄρρωστος. Μήπως νὰ καλέσω κάποιον γιατρό;»

 

«Ὄχι, δὲν ἔχω τίποτε», ἀποκρίθηκα. «Ἁπλᾶ δὲν κοιμήθηκα καλά».

 

«Χμ!» ἔκανε σκεφτικός. «Γιὰ νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια, ἀνησυχῶ λίγο. Κι ὁ Στῆβ, λίγες μέρες πρὶν πεθάνει, παραπονιόταν πὼς δὲν κοιμότανε καλά. Μήπως σᾶς πείραξε κάτι;»

 

Ἔνοιωσα κεραυνόπληκτος ἀπ’ τὰ λόγια του. Σηκώθηκα ἀπότομα, πλήρωσα κι ἔφυγα βιαστικά.

 

Ἐπέστρεψα στὸ ἀρχοντικό. Μόλις ἄνοιξα τὴν πόρτα, τὸ βλέμμα μου ἔπεσε στὸν καθρέφτη ποὺ ἦταν κρεμασμένος στὸν τοῖχο ἀπέναντί μου. Ἔβγαλα μιὰ πνιχτὴ κραυγή.

 

Τὸ πρόσωπό μου ἦταν χλομό, κέρινο καὶ τὰ μάτια κατακόκκινα. Ἀλλὰ αὐτό, δεδομένης τῆς κατάστασής μου, δὲν θὰ μὲ ἐξέπληττε τόσο ὅσο τὰ σημάδια ποὺ διαπίστωσα ἐπάνω μου, κάποια σαρκώματα ἐμφανῆ σὲ διάφορα σημεῖα τοῦ κορμιοῦ μου. Ἄγγιξα ἕνα στὸν βραχίονα κι ἐκεῖνο σάλεψε. Πετάχτηκα ἔντρομος κι ἀνατριχιάζοντας ἀπὸ τὴν φρίκη.

 

Πέρασαν κάμποσες στιγμὲς μέχρι νὰ ἀνακτήσω τὴν αὐτοκυριαρχία μου. Ἀποφάσισα νὰ φύγω ἀμέσως ἀπ’ αὐτὸν τὸν τόπο καὶ νὰ ἐπισκεφθῶ τὸ πλησιέστερο νοσοκομεῖο. Δὲν θὰ ἄφηνα στιγμὴ νὰ πάει χαμένη.

 

Μὰ τὸ πρῶτο πρᾶγμα ποὺ ἔπρεπε νὰ κάνω ἦταν νὰ καταστρέψω τὸ χειρόγραφο. Ἦταν μιὰ ἐπείγουσα ἐπιταγὴ νὰ γλιτώσω τὸν ἑαυτό μου καὶ τὴν ἀνθρωπότητα ἀπ’ αὐτὸ τὸ ἀνοσιούργημα. Δὲν ἤξερα γιατί σκέφθηκα πὼς ἐκεῖνο ἔφταιγε γιὰ τὴν κατάστασή μου, ὅμως ἦμουν τόσο πανικόβλητος ὥστε ἡ σκέψη νὰ τὸ καταστρέψω φαινόταν τὴν δεδομένη στιγμὴ ἡ πλέον συνετή.

 

Ἄναψα τὸ τζάκι καὶ πέταξα τὸ τετράδιο καὶ ὅλες τὶς σημειώσεις μέσα στὶς ἀδηφάγες φλόγες. Ἔπιασα τὴν μασιὰ καὶ ἔσπρωχνα τὰ χαρτιὰ μὲ μανία, γιὰ νὰ σιγουρευτῶ πὼς αὐτὰ θὰ ἀφανίζονταν.

 

Ἀλλὰ ἡ Μοῖρα – ἢ μήπως νὰ πῶ: μιὰ διαβολικὴ σκέψη πάνω ἀπὸ ἐμένα; – μὲ ἔκανε νὰ ἀντικρύσω κάποιες τελευταῖες λέξεις προτοῦ ἐκεῖνες ἀφανιστοῦν γιὰ πάντα ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς. Γιατί, φιλεύσπλαγχνε Θεέ, δὲν μὲ προφύλαξες; Πῶς μπορεῖς κι ἀφήνεις τέτοια παράνοια νὰ κυκλοφορεῖ στὸν κόσμο;

 

Ἔφυγα σὰν κυνηγημένος ἀπ’ αὐτὸ τὸ σπίτι καὶ ἀπ’ αὐτὸν τὸν λαμπερὸ τόπο κι ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἡλιόλουστη χώρα πού – ἀλίμονο! – κρύβει ἕναν τρόμο πιὸ δυνατὸ καὶ πιὸ ἀρχαῖο ἀπ’ τὰ σκοτεινὰ ὄνειρα τοῦ πρώτου ἀνθρώπου.

 

Καταραμένοι! Καταραμένοι φιλόσοφοι ποὺ ἀναζητᾶτε τὴν ἀλήθεια! Ἀρνηθήκατε τὸ βαυκάλημα τῆς θρησκείας, ἀναζητήσατε τὴν γνώση καὶ ζητήσατε νὰ σκίσετε τὸ πέπλο τῆς λήθης καὶ νὰ ἀντικρύσετε τὶς μορφὲς τῶν ἥσκιων στὸ σπήλαιο τῆς ἄγνοιας. Τί εἴδους ἀκατονόμαστους τρόμους κάλεσες, Στῆβ, ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ ἐρέβους;

 

 

 

Φτάνοντας στὴν πατρίδα, ἐπιστρέφοντας στὸ σπίτι μου ποὺ κάποτε μοῦ χάριζε θαλπωρή, κατάλαβα πὼς ὅλα εἶχαν ἀλλάξει, πὼς τίποτε πιὰ δὲν ἦταν τὸ ἴδιο. Τὰ σημάδια στὸ σῶμα πλήθυναν καὶ τὰ ἐξογκώματα ἔγιναν μεγαλύτερα, μαρτυρώντας τὴν ταχεία μεταμόρφωσή μου.

 

Τώρα κατάλαβα τὰ πάντα. Ἡ καταστροφὴ τῶν χειρογράφων ἦταν ἀτελέσφορη καὶ μάταιη. Ὁ Στῆβεν τὸ ἔγραφε ξεκάθαρα: «Στὰ ὄνειρα μαθαίνεις τὴν ἀλήθεια. Εἶναι πιὰ ἀνώφελο νὰ ἀντισταθεῖς. Ὅπου κι ἂν πᾶς, ὅ,τι κι ἂν κάνεις, τὰ ὄνειρά σου θὰ σὲ ἀκολουθοῦν. Εἶδα τὰ ἄστρα στὸν οὐρανό. Τὰ εἶδαν καὶ οἱ συνάδελφοί μου στὸ Ἀστεροσκοπεῖο. Τὸ ἐπιβεβαίωσαν οἱ ἀναφορὲς ἀπ’ τὸ τηλεσκόπιο Hubble. Τὰ ἄστρα ἦλθαν στὴν σωστή τους θέση. Ὁ Νυαρλαθοτέπ – ἢ Καβαχθεβώρ, ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ ὁ Ἄντινολ Ντόυ, ποὺ σημαίνει «αὐτὸς ποὺ ὀνειρεύεται» – μᾶς καλεῖ. Μακάρι ὁ Θεὸς νὰ προστατέψει τὴν ψυχή μας!»

 

Τὰ ἐξογκώματα πρήζονται κι ἄλλο, ὁλοένα καὶ περισσότερο. Μοῦ παραμορφώνουν τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ προσώπου. Δὲν μὲ ἀναγνωρίζω. Ξεστομίζω κάποιες ἄγνωστες καὶ ἐξωανθρώπινες λέξεις· θὰ μοῦ φαινόταν παράξενο πῶς μπορῶ καὶ τὶς ἐκφέρω, ἀλλὰ τώρα πιὰ ξέρω τὴν ἀλήθεια. Μαζὶ μὲ τὴν ἀλλαγὴ στὸ σῶμα μου χάνεται καὶ ὅ,τι γνώριζα ὡς ἑαυτός.

 

Σκέφτομαι τὸν καημένο τὸν Στῆβεν. Τί εἶχε ἀνακαλύψει ὁ δύστυχος; Εἶχε ἄραγε καταλάβει πὼς ἡ ὀνομασία τοῦ οἰκισμοῦ Ἄνω Λιθάρι δὲν ἦταν τυχαία; Ἢ ἔπεσε κι ἐκεῖνος θῦμα τῆς ἀναζήτησής του γιὰ ἀπεριόριστη γνώση;

 

Κι ἐγώ; Πῶς ἔμπλεξα ἔτσι σ’ ἐτούτη τὴν περιπέτεια; Μὲ ποιά λογικὴ καὶ μὲ ποιό σχέδιο ἔγινα κοινωνὸς αὐτῆς τῆς γνώσης, γιὰ τὴν ὁποία δὲν μόχθησα καὶ τὴν ὁποία οὐδέποτε ἐπεθύμησα ν’ ἀποκτήσω;

 

Στὸ συρτάρι τοῦ γραφείου μου ὑπάρχει ἕνα περίστροφο. Προλαβαίνω νὰ κάνω ὅ,τι εἶναι ἀναγκαῖο γιὰ νὰ σώσω τὴν ἀνθρώπινη ψυχή μου προτοῦ ἡ μεταμόρφωση ὁλοκληρωθεῖ.

 

Μὲ χέρια ποὺ τρέμουν πιάνω τὸ ὅπλο. Τὸ ἀκουμπῶ στὸν κρόταφο. Μιὰ σφαῖρα εἶναι ἀρκετὴ γιὰ νὰ τελειώσουν ὅλα. Μιὰ μονάχα ἐκπυρσοκρότηση καὶ θὰ χαθῶ στὴν λησμονιά – Ἰά! Φτάνγκ! Καβαχθεβώρ! Ἀλκτγκ!

 

Θᾶρρος! Ἰά! Ἰά! Νὰ σώσω – νὰ σώσω ὅ,τι ἀπομένει – Φτάνγκ! Μὲ χάνω – τὸ μυαλό μου – Οὔνγκλ!

 

Τὸ μυαλό μου ζαλίζεται, τὸ νοιώθω νὰ καίγεται μέσα στὸ κρανίο, τὰ σαρκώματα σκᾶνε, κάτι μυτερὸ προβάλλει ἀπὸ τὶς χαίνουσες πληγές. Μὲ χάνω! Εἶμαι – εἶμαι ἐγώ – μὰ ποιός εἶμαι; Καὶ ποῦ βρίσκομαι; Καβαχθεβώρ! Νυαρλαθοτέπ! Εἶμαι δικός σου, πάντοτε ἦμουν δικός σου κι ἂς μὴν τὸ γνώριζα. Ἐσύ – ἐσὺ τὸ γνώριζες, Ὦ πάνσοφε, ὦ παντοδύναμε! – πρὶν ἀπὸ ἐμένα, προτοῦ γεννηθῶ, προτοῦ κὰν ἐμφανιστεῖ τὸ εἶδος μου.

 

Τὸ περίστροφο πέφτει βαρειὰ πάνω στὸ γραφεῖο καὶ σωριάζομαι στὴν πολυθρόνα. Ἀκουμπῶ τὴν πλάτη στὸ ἐρεισίνωτο, ξέρω πὼς εἶναι πιὰ ἀνώφελο ν’ ἀντισταθῶ, ὑποτάσσομαι στὴν σοφία τοῦ Μεγάλου Παλαιοῦ ποὺ μὲ καλεῖ στὸ ὄνειρο, θὰ Τὸν ἀφήσω νὰ μπεῖ στὴν διάστασή μας μέσῳ τοῦ σώματός μου ποὺ Ἐκεῖνος τὸ ὁρίζει.

 

Ὑποτάσσομαι, ἀφήνομαι, γέρνω τὸ κεφάλι καὶ κλείνω τὰ μάτια.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

Δυσκολεύτηκα με αυτό το κείμενο, και δεν εννοώ στην ανάγνωση του.

Είναι όλα εκεί, το λεξιλόγιο, οι εκφράσεις, οι χαρακτήρες, η γλώσσα, και μάλλον αυτό είναι το πρόβλημα του, οτι είναι όλα εκεί. Λάβκραφτ by the book. Ούτε καν tribute. Θα μπορούσε να έχει γραφτεί μισό αιώνα νωρίτερα, ή και ακόμη πιο παλιά, απο τον ίδιο τον Λάβκραφτ.

 

Σαν γραφή και σαν ιδέα σαφώς και με ικανοποίησε, αλλά θα ήθελα κάτι λιγότερο οικείο.

Link to comment
Share on other sites

Πολύ ωραίο κείμενο. Διόλου πρωτότυπο βέβαια, ούτε σε ύφος ούτε σε πλοκή, αλλά αυτό δε μειώνει την αξία του.

Link to comment
Share on other sites

Όπως λέει και η παράδοση μας έτσι πρέπει να γράφουμε.

 

Η ιστορία κυλάει άνετα, αλλά έχει λάθη εκφραστικά. Δώσε λίγο λόγιο στυλ για να τα φέρεις στα μέτρα που νομίζω ότι επιθυμείς.

 

Πρόσεξε έχεις μερικές χρονικές ασυνέχειες.

 

Οι εντυπώσεις πρέπει να είναι εντυπώσεις ξένου και όχι έλληνα για τον τόπο.

 

Το εσωτερικό χιούμορ με το nick σου χαλάει το κλίμα.

 

Ωραίος τίτλος, καλός ο Θόδωρος ( είναι και όνομα της περιοχής).

 

Μπράβο για την πίστη σου στους μεγάλους.:beerchug:

 

 

Link to comment
Share on other sites

Σαν γραφή και σαν ιδέα σαφώς και με ικανοποίησε, αλλά θα ήθελα κάτι λιγότερο οικείο.

Αυτό το προσυπογράφω. Το έχω κάνει το αυτό σχόλιο συχνά, και σε άλλες περιστάσεις, προς θαυμαστές του Λάβκραφτ! Τελικά ο Λάβκραφτ φταίει ή η αδυναμία των ακολούθων του να βρουν τρόπο να ξεφύγουν από το κουβάρι του δασκάλου.

 

Πολλή καλή η παρουσίαση της αντίθεσης του ελληνικού ήλιου και τοπίου με την σκοτεινιά του Λαβκραφτικού ερέβους, παρουσίαση όμως που αφήνεται ανολοκλήρωτη. Θα προτιμούσα ο ήρωας να παραμείνει εκεί, να τον πιάσει ο χειμώνας, για να δούμε το σκοτάδι να νικά το φως.

Link to comment
Share on other sites

Γενικά μου άρεσε, τρελαίνομαι για τέτοιες ιστορίες,

όπου ένας συγγενής/φίλος του αποθανόντα ανακαλύπτει τη δουλειά του και τον παίρνει και τον σηκώνει.

 

Την παρακάτω φράση την βρήκα υπερβολική. Μια ιδιαίτερα έντονη καταιγίδα (πίστεψέ με, τις ξέρω καλά), μπορεί να είναι πολλά πράγματα, όχι όμως φρίκη, και μάλιστα υπέρτατη. Ένας τυφώνας μάλιστα, είναι η υπέρτατη φρίκη.

Συνεπικουροῦσαν στὴν ψυχική μου κατάσταση καὶ ἡ τρομερὴ καταιγίδα καὶ ὁ δαιμονικὸς ἄνεμος ποὺ φυσοῦσε ἔξω, μεταμορφώνοντας πλήρως τὸ γαλήνιο ἑλληνικὸ τοπίο σὲ ἕνα σκηνικὸ ὑπέρτατης φρίκης.

 

Με φράσεις σαν την παρακάτω συνήθως γελάω, τις θεωρώ τόσο αταίριαστες με τα σύγχρονα διηγήματα, όμως στην δική σου περίπτωση ταίριαξε απόλυτα. Μα απόλυτα.

Καταραμένοι! Καταραμένοι φιλόσοφοι ποὺ ἀναζητᾶτε τὴν ἀλήθεια! Ἀρνηθήκατε τὸ βαυκάλημα τῆς θρησκείας, ἀναζητήσατε τὴν γνώση καὶ ζητήσατε νὰ σκίσετε τὸ πέπλο τῆς λήθης καὶ νὰ ἀντικρύσετε τὶς μορφὲς τῶν ἥσκιων στὸ σπήλαιο τῆς ἄγνοιας. Τί εἴδους ἀκατονόμαστους τρόμους κάλεσες, Στῆβ, ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ ἐρέβους;

Και ήρθε η ώρα του "γιατί ταίριαξε". Μα γιατί αυτό που διάβασα ήταν Λάβκραφτ! Στα μείον, φυσικά, αυτό.

Αν και έκανες εξαιρετική δουλειά, παρουσίασες ένα κείμενο πάρα πολύ προσεχτικά γραμμένο, τελικά μου αφήνει μια απογοήτευση το ότι δεν είναι κάτι δικό σου.

Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν, όταν είδα τις μαγικές λέξεις Άρκαμ, Μισκατόνικ κτλ, κατάλαβα ότι επρόκειτο για κάτι που θα ήταν αδύνατο να μην το δω με συμπάθεια. Η μίμηση του ύφους Του είναι εκπληκτικά, απόλυτα επιτυχημένη, μέχρι που αναπαράγεις και όλα τα χούγια κι ελαττώματά του.

 

Αυτά ήταν τα καλά νέα. Τα κακά νέα είναι ότι δεν είναι το ίδιο, όταν αυτά δεν προέρχονται από τον αυθεντικό δημιουργό τους. Είναι σίγουρα διασκεδαστικό να διαβάζεις κάποια πιστή μίμηση ενός αγαπημένου συγγραφέα. Το βλέπω με συμπάθεια, αλλά είναι ένα κείμενο που σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσε να είναι κάτι ξεχωριστό. Γιατί, όσο πετυχημένο κι αν είναι, παραμένει απομίμηση. Και από έναν ειδικό του τρόμου σαν κι εσένα, ομολογώ ότι περίμενα κάτι παραπάνω. Το διάβασα, ήταν διασκεδαστικό, αλλά μέχρι εκεί.

 

ΥΓ: Δεν είχε και πολύ μεγάλη σχέση με το θέμα του διαγωνισμού, νομίζω

Edited by aScannerDarkly
Link to comment
Share on other sites

Εγώ θα έλεγα ότι κάπου στο σημείο που μαθαίνουμε για το βιβλίο αρχίζει ένα μπερδεματάκι/χαοματάκι, το οποίο συνεχίστηκε ως το τέλος. Σαν να μην είναι ακριβώς σίγουρο το γραπτό για το που βαδίζει. Αυτό, για μένα, είχε σαν αποτέλεσμα να βρεθεί η ιστορία με ένα ‘κακό’ συγκεχυμένο, ασαφές, μια απειλή που ναι μεν φέρνει την καταστροφή, ωστόσο είναι υπερβολικά γενική, αόριστη, για να την προσεγγίσω.

Δεν ξέρω τι θα λειτουργούσε, ίσως να μαθαίναμε κάτι παραπάνω για τις μελέτες του ξαδέλφου, ίσως η φύση του Ν να γινόταν πιο σαφής, ίσως να μέναμε περισσότερο στις πληγές... ;

 

 

Οι αναφορές στην Ελλάδα μού φάνηκε ότι έδιναν μια φρεσκάδα στο κλασικό μοτίβο που ακολούθησες. Για την ίδια την επιλογή του λαβκραφτικού στυλ (μαζί με τα +/- της)… από δω μια χαρά. thmbup.gif

 

ΥΓ:

Ένα ζήτημα είχα με την ανακάλυψη των σημαδιών. Για κάποιον λόγο μου φαίνεται πιο φυσιολογικό να τα έπαιρνε χαμπάρι μόνος του.

 

Link to comment
Share on other sites

Τα ίδια και για μένα, μπερδεύτηκα εδώ. Είμαι μέγας λάτρης του ΧΦΛ. Ως εκ τούτου, λάτρεψα την αρχαίζουσα γλώσσα, τις αναφορές στους μυστηριώδεις τόμους και τα αποσπάσματα. Μού άρεσε πάρα πολύ η σύνδεση με την Ελλάδα και το εσωτερικό χιούμορ που συνήθιζε και ο δάσκαλος (αν έβαζες και κανα μέλος του σφφ καμουφλαρισμένο αντί για εσένα θα ήταν ακόμα πιο καλό devil2.gif).

 

Αλλά, τα ίδια που επισήμαναν και τα άλλα παιδιά ισχύουν και για μένα. Μου έλειψε η πρωτοτυπία, η δική σου πινελιά, η ανατροπή στο μύθο.

 

Στα συν να προσθέσω (και εγώ) και το πόσο προσεκτικά γραμμένο είναι.

Link to comment
Share on other sites

Είναι ζηλευτή η μίμηση του Μεγάλου, και φαίνεται η κατανόηση των ρυθμών Του.

 

Το τι θα μπορούσες να κάνει δεν θα το πούμε εμείς αλλά ο ίδιος θα το βρει, τώρα που Τον μελέτησε τόσο καλά.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Ε ναι, δεν κάνω υπόδειξη, αυτό έλειπε δα! Μια προσωπική γνώμη λέω απλώς βρε Αρετή.

Link to comment
Share on other sites

Σᾶς εὐχαριστῶ ὅλους γιὰ τὰ σχόλιά σας. Συμφωνῶ μὲ ὅλα ὅσα εἴπατε. Περισσότερα μετὰ τὴν λήξη τοῦ διαγωνισμοῦ.

Link to comment
Share on other sites

Ήταν ένα ωραία γραμμένο κείμενο. Συνδυάζει με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο την ελληνική ύπαιθρο με τον Λαβκράφτιο μύθο. Καλή επιλογή επίσης των Μεθάνων με το σβησμένο ηφαίστειο. Προσθέτει ένα μυστήριο και ίσως μια κάπως πιο δυσοίωνη χροιά στο κλασικό ελληνικό τοπίο.

 

 

Δεν ξέρω τι θέση να πάρω σ’ αυτά που ανέφεραν υπέρ ή κατά της ομοιότητας με τον Λάβκραφτ οι προηγούμενοι. Προσωπικά, από τη μια λατρεύω τις ιστορίες που ξεκινάνε από ξεχασμένα χειρόγραφα που οδηγούν στην απώλεια μέσω της καταραμένης γνώσης, από την άλλη δεν έχω διαβάσει ιδιαίτερα Λάβκραφτ, οπότε συλλαμβάνω σε γενικές γραμμές την ατμόσφαιρα αλλά χάνω ίσως τις λεπτές χροιές στις διαφορές και στις ομοιότητες.

 

 

 

 

Η βασικότερη ένστασή μου μ' αυτή την ιστορία βρίσκεται στο ότι το θέμα της ψυχής εμφανίζεται ελάχιστα. Θα ήταν καλύτερα αν το βλέπαμε να υπάρχει κάπου μέσα στο χειρόγραφο και να διαχέεται σε μια γενικότερη προβληματική ή αγωνία για να αποκτήσει μια περισσότερο κεντρική υπόσταση μέσα στο διήγημα. Προφανώς ήταν θέμα χώρου.

 

Πάντως ήταν ένα κείμενο που κύλησε πολύ εύκολα και το διάβασα με ευχαρίστηση.

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

Γενικά: Ευχαριστώ πρώτον που το έγραψες, δεύτερον που μας το εμπιστεύτηκες να το διαβάσουμε και τρίτον που δεν κατέστρεψες τίποτε απ’ όσα αγαπώ στη λογοτεχνία της Μυθολογίας Κθούλου. Όσες φορές μου έκλεισες το μάτι, είτε με τον κυριούλη στο Μισκατόνικ είτε με τον Άντινολ Ντόυ, χαμογελούσα από απόλαυση! Καλέ μου κύριε, πόσα χρόνια είχα να διαβάσω κάτι τέτοιο!

 

Μου άρεσε: Τι να σου πρωτοπώ ότι μου άρεσε… ό,τι και να πω θα είναι λίγο. Λίγο, I say, διότι όσο το διάβαζα ήμουν ακριβώς 19 ετών και έπιανα για πρώτη φορά στα χέρια μου Λαβκραφτ. Φοβάμαι ότι δε μπορώ να είμαι αντικειμενική με αυτό το κείμενο, το λατρεύω! Το λατρεύω, όπως δε λάτρεψε ποτέ Αβυσσαίος Εκείνον Που Αιώνια Κοιμάται.

 

Δε μου άρεσε: Έχω ωστόσο τη διαύγεια πνεύματος να κάνω δυο παρατηρησούλες. Η μία είναι ότι δεν εκμεταλλεύεσαι επαρκώς τα αρχαία που αναφέρεις, τα πετάς κι ύστερα τα ξεχνάς. Κι η δεύτερη είναι ότι μετά τη βροχή, οι οσμές δε θα ήταν της ρίγανης και του θυμαριού (άλλωστε είναι τέλη Νοεμβρίου), αλλά του βρεγμένου χώματος και της δροσιάς, της καθαρότητας του αέρα.

 

ΥΓ. Διαβάζοντας τα σχόλια των υπόλοιπων, ντρέπομαι λιγάκι για το δικό μου. Φαίνεται ότι μου αρέσει πάρα πολύ ο ΧΦΛ κι οι μιμήσεις του δε με χαλάνε... Τι να πω. Δεν παίρνω πίσω τα λόγια μου! Εξακολουθεί να μου αρέσει!.devil2.gif

 

 

Link to comment
Share on other sites

Κι εγώ το ευχαριστήθηκα πολύ αυτό εδώ. Ήταν μια ευχάριστη έκπληξη όταν έπεσα πάνω του. Θα προτιμούσα να μην είχες αναπαράγει και την ανασθησία των ηρώων του (σε φάση πέθανε ο σχεδόν-αδερφός του κι αυτός απλά ασχολείται με το μυστήριο) αλλά δε με νοιάζει. Πρώτη φορά που κατάφερα να διαβάσω τις λέξεις με τους πολλούς τόνους σου σα μουσική.

Link to comment
Share on other sites

Αρκετά καλή ιστορία. Φυσικά το σκοτάδι του Λάβκραφτ και όλα του τα βασικά στοιχεία έχουν στοιχειώσει το μελάνι της πένας σου. Η χρήση και η ροή του λόγου είναι εξαιρετική καθώς και οι περιγραφές σου. Η πλοκή δεν είναι ολοκληρωμένη και γίνεται εύκολα προβλέψιμη. Σου λείπει ένα τελείωμα στην ιστορία που να ταιριάζει στο πολύ όμορφο στήσιμό της. Θέλει μία ανατροπή πιστεύω. Πρόκειται για μία ιστορία που σε καθηλώνει από την αρχή μέχρι λίγο μετά την μέση της αλλά σε προσγειώνει κάπως απότομα με την κατάληξή της.

 

Η ονοματολογία που επέλεξες δεν είναι ευανάγνωστη και αυτό το στοιχείο είναι σημαντικό όσο και να φαίνεται άνευ ουσίας. Τα ονόματα πρέπει να διαβάζονται και να απομνημονεύονται εύκολα, ειδικά σε ένα διήγημα όπου ο αναγνώστης πρέπει να χωνέψει, να εμπεδώσει ένα σύνθετο πακέτο πληροφοριών, σκηνών, εικόνων, συναισθημάτων, ονομάτων - χαρακτήρων "φυλακισμένο" σε λίγες λέξεις.

Link to comment
Share on other sites

Λίγα πράγματα για διορθώσεις. Άπλωστο, κάνε το μεγαλύτερο, στείλτο σε διαγωνισμό fanfic Λάβκραφτ και πάρε την πρώτη θέση. Απλά πράγματα. Τα respects μου. Δεν είδα την ψυχή πουθενά μέσα στο κείμενο, δεν είδα την δικιά σου φωνή επίσης πουθενά, αλλά ακόμη κι έτσι... το κείμενο με πήρε και με σήκωσε. Με σημαδεμένη τράπουλα παίζεις Panos και έχεις μόνο άσους.

Link to comment
Share on other sites

όσο το διάβαζα ήμουν ακριβώς 19 ετών και έπιανα για πρώτη φορά στα χέρια μου Λαβκραφτ.

 

Χα χα, και σε μένα το ίδιο συνέβη!

 

Το φχαριστήθηκα απεριόριστα, ήταν μια αναπάντεχη ευχάριστη έκπληξη. Δεν είχε σχέση με ψυχή βέβαια, αλλά αυτό το συνειδητοποίησα μετά (διαβάζοντας τα σχόλια. Α ναι μωρέ, ο διαγωνσμός...)

Link to comment
Share on other sites

Αχ με έκανες να αναπολήσω τα χρόνια που ρουφούσα τότε όλα τα βιβλία του Λαβκραφτ. Είμαι γενικά υπέρ των fanfic. Είναι από μόνο του ένα tribute. Μ' άρεσε πολύ που έβαλες την ελληνική νότα, θα ήθελα πολύ να είχα διαβάσει και την οπτική γωνία του Λαβρκατ.. και μάντεψε τι.. μόλις τη διάβασα! Νομίζω ότι είναι μεγάλο επίτευγμα που κατάφερες να αποδώσεις τόσο πιστά το ύφος του Λάβκραφτ γιατί δεν είναι εύκολο πράγμα. Θα μπορούσαν τώρα όλοι να σου έλεγαν, ότι τον κατέστρεψες ή ότι έκανες κάποια ιεροσυλία. Άρα thmbup.gif

 

 

Link to comment
Share on other sites

Έλα τώρα πες την αλήθεια...ο Λάβκραφτ δεν πέθανε.Γράφει στο φόρουμ.Αν το βάζαν σε συλλογή με κείμενα του λάβκραφτ δεν θα διέφερε και πολύ.Λόγο της κατάστασης που το διάβασα έχασα λίγο το σκοτάδι που έκρυβε το κέιμενο(πεινάω, έχω την τηλεόραση δίπλα, και η αδερφή μου με την μάνα μου συζητάνε για το "Η ζωή της αλλης" ...έλεος δηλαδή).Παρολ'αυτά ήταν πολύ ωραίο.Δεν ξέρω αλλά τρελένομαι να περιγράφουν πράγματα που δεν μπορούν να περιγραφούν.:holiday:.

 

Παρατηρισούλα απο μένα.Ο Λάβκραφτ έκανε κάτι δικό του.Όσοι το γουστάρουν πρέπει να το εξελίξουν χωρίς βέβαια παρέκλιση απο κάποια cliche που το κάνουν μαγευτικό.Η πιστή αντιγραφή δεν είναι πάντα καλή μιάς και ξέρουμε πως θα εξελιχτεί και χάνετε το suspense.Αυτά.

Link to comment
Share on other sites

Ἀγαπητοί μου συνάδελφοι, σᾶς εὐχαριστῶ πολὺ γιὰ τὰ θετικὰ σχόλια καθὼς καὶ γιὰ τὶς παρατηρήσεις σας (ποὺ ὅλες εἶναι σωστές - ναί, ὅλες!). Ὅπως ἀνέφερα σὲ προηγούμενο πόστ, οἱ ἀπαντήσεις μου θὰ ἔρθουν μετὰ τὸ πέρας τοῦ διαγωνισμοῦ. Σᾶς ἀσπάζομαι ἁσμένως.

Link to comment
Share on other sites

Η ιστορία είναι πολύ καλή, έχει ατμόσφαιρα, αλλά διαφωνώ με τους προλαλήσαντες. ΔΕΝ θυμίζει Λάβκραφτ! Κι αυτό γιατί ο HPL είχε ένα εντελώς προσωπικό, ακραίο και 'βαρύ' στυλ γραψίματος- δηλ. είτε άρεσε πολύ, είτε καθόλου- που ΚΑΝΕΙΣ, μα ΚΑΝΕΙΣ άλλος συγραφέας δεν κατάφερε να μιμηθεί! Οπότε, φίλε μου Adinol, μην απογοητεύεσαι καθόλου. ΜΗΝ προσπαθείς να μιμηθείς τον Λάβκραφτ, αλλά δίνε στις ιστορίες σου αυτό που έδωσε ο Λάβκραφτ σε σένα. Και μια χαρά τα καταφέρνεις! Κλασική ιστορία με μυστηριώδη θάνατο συγγενούς προσώπου, αναζητητή, μικρό-ξεχασμένο χωριό, χειρόγραφο και φυσικά...αποτρόπαια όνειρα. Ε, τι άλλο θέλει ο Λαβκράφτιος φαν για να ευχαριστηθεί;

 

Μία ερώτηση: Ο Καβαχθεβώρ πρέπει να είναι δικό σου δημιούργημα, έτσι; Προσωπικά, δεν τον έχω συναντήσει ούτε σε παλιά Λαβκράφτια δίηγήματα ούτε σε καινούργια.

Link to comment
Share on other sites

Ἀγαπητοὶ φίλοι, σᾶς εὐχαριστῶ ξανὰ γιὰ τὶς καίριες παρατηρήσεις σας. Ἦρθε ἡ στιγμὴ νὰ γράψω δυὸ λογάκια σχετικὰ μὲ τὸ διήγημα.

 

Κατ' ἀρχήν, ἡ ἀπόφασή μου νὰ γράψω Λαβκράφτειο διήγημα ἔγινε ὡς ἑξῆς: ἦμουν ἀναποφάσιστος γιὰ τὸ ἂν θὰ συμμετεῖχα στὸν διαγωνισμό. Καμμία ἰδέα δὲν φαινόταν ἱκανὴ νὰ μοῦ κεντρίσει τὸ ἐνδιαφέρον. Τότε ξαναδιάβασα τὸ διήγημα "There are more things" τοῦ Μπόρχες ποὺ ἀφιέρωσε στὴν μνήμη τοῦ Λάβκραφτ. Ἦταν μιὰ δική του ἀνάγνωση πάνω στὸ σύμπαν τοῦ συγγραφέα (ὅσοι δὲν τὸ ἔχετε διαβάσει κάντε το). Πίστεψα πὼς θὰ τὸ κατάφερνα. Ὅταν ξεκίνησα, ὅμως, νὰ γράφω τὸ δικό μου, σκέφτηκα νὰ παίξω ἕνα λογοτεχνικὸ παιγνίδι. Τὸ κατώρθωσα; Ὄχι. Γιατί;

 

Οἱ λόγοι ἀρκετοί. Πρῶτα ἀπ' ὅλα τίθεται τὸ ζήτημα ἂν μπορεῖ κανεὶς νὰ μιμηθεῖ ἀπόλυτα τὸν Δάσκαλο ὥστε νὰ νομίσει ὁ ἀναγνώστης ὅτι τὸ ἔγραψε ἐκεῖνος. Μεγάλο θέμα, ἀσφαλῶς, ποὺ ἀξίζει τὴν συζήτησή του σὲ σχετικὸ τόπικ.

 

Ἂς ὑποθέσουμε, ὡστόσο, ὅτι αὐτὸ γίνεται. Τὰ ἐργαλεῖα ὑπάρχουν. Τὰ χρησιμοποίησα ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον (βασικὴ πλοκή, ἀπώλεια τοῦ ἐλέγχου τοῦ ἑαυτοῦ - ποὺ γιὰ τὸ δικό μου σύμπαν ταὐτίζεται μὲ τὴν ψυχή -, χρησιμοποίηση ὀνομάτων καὶ ἐκφράσεων, ὅσο τὸ δυνατὸν σχετικὸ μπαρὸκ ὕφος κλπ).

 

Τὸ ὅριο λέξεων δὲν βοηθάει σὲ ἕνα τέτοιο ἐγχείρημα. Αὐτὸ εἶναι ἕνα βασικὸ πρόβλημα σὲ μιὰ Λαβκράφτεια ἱστορία, ἐφ' ὅσον κάποιος ἐπιθυμεῖ νὰ ἀντιγράψει τὸν Λάβκραφτ καὶ ὄχι νὰ κάνει κάτι δικό του - τὸ τονίζω. Μεγάλες περίοδοι, ὑπνωτιστικὸ ὕφος, ἀνάλυση σκέψης - ὅλ' αὐτὰ χρειάζονται χῶρο.

 

Παρ' ὅλα αὐτά, τὰ δύο πιὸ βασικὰ προβλήματα ποὺ ἔχει νὰ ἀντιμετωπίσει ἕνας συγγραφέας εἶναι τὰ ἑξῆς: πρῶτον, ὅτι διαρκῶς πρέπει νὰ καλλιεργεῖται ἡ αἴσθηση ὅτι αὐτὸ ποὺ ἀφηγεῖται ὁ ἥρωας τίθεται ὑπὸ ἀμφισβήτηση. Ὁ ἀφηγητὴς πάντα τονίζει τὸν δισταγμό του νὰ πιστέψει στὴν πραγματικότητα τῆς φρίκης ποὺ ἔχει βιώσει.

 

Δεύτερον, ὅλα εἶναι ξεκάθαρα. Δὲν ἀφήνουμε ποτὲ ἀνοιχτὰ ζητήματα. Ὅλα τὰ ἀπαντοῦμε. Π.χ., στὸ διήγημά μου δὲν ἐξηγῶ γιατί τὸ ἀρχοντικὸ δὲν ἔχει φυτά, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποτελέσει ἄχρηστη πληροφορία. Ἤ, σὲ ἄλλο σημεῖο, τὰ ἀρχαῖα ἐρείπια ποιόν ρόλο ἔπαιζαν στὴν ἀφήγηση; Καὶ ἄλλα ἀνεκμετάλλευτα στοιχεῖα. Μέγα λάθος!

 

Πολλὰ τέτοια ζητήματα θὰ τὰ ξαναδουλέψω στὸ μέλλον.

 

Σχετικὰ μὲ τὸν Ἄντινολ Ντόυ: ὑπάρχει ὡς χαρακτήρας ἐδῶ καὶ εἴκοσι περίπου χρόνια. Τὸν ὠνειρεύτηκα μιὰ νύχτα. Κρατοῦσα τὸ βιβλίο του γραμμένο στὰ λατινικά. Στὴν τελευταία σελίδα ἔγραφε: Scriptum ab Magus Adinol Doy. Ὅταν ξύπνησα, κατάλαβα πὼς ἔπρεπε νὰ τὸν ζωντανέψω. Τὸ ἔκανα σὲ μιὰ ἀδημοσίευτη ἱστορία μὲ τίτλο "Μερίδιο ἀπὸ αὐτό". Καὶ θὰ τὸν ζωντανέψω κανονικὰ σὲ ἕνα ἄλλο μεγάλο ἔργο στὸ μέλλον.

 

Τέλος, ὅσον ἀφορᾶ στὸν Καβαχθεβώρ: ἦταν ἔμπνευση τῆς τελευταίας στιγμῆς. Στὴν πραγματικότητα, τὴν λέξη αὐτὴ τὴν εἶχα χρησιμοποιήσει σὲ ἕνα ἄλλο κείμενο μὲ τὴν ἑρμηνεία "Τὰ θεῖα λόγια". Τὴν λέξη τὴν μετέτρεψα σὲ ὄνομα γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ διηγήματος.

 

Αὐτὰ τὰ λίγα ἀπὸ ἐμένα. Ἐλπίζω νὰ μὴν ξέχασα νὰ ἀπαντήσω σὲ κάποια ἀπορία σας. Καὶ πάλι εὐχαριστῶ γιὰ τὶς ἐπισημάνσεις σας. Συγκινήθηκα πραγματικὰ ἀπ' ὅσους δήλωσαν πὼς εὐχαριστήθηκαν τὴν ἱστορία ἀνεξάρτητα ἀπ' τὰ ἐγγενῆ σφάλματα. Ἦταν μιὰ ἐνεσούλα ποὺ χρειαζόμουν τὸν τελευταῖο καιρό.

Link to comment
Share on other sites

  • 5 months later...

Κθουλου στα Μέθανα? γιατι οχι!

Μπράβο πάνο, εμένα μου άρεσε πολύ η ιστορία σου. Δε νομίζω πως ο Λαβκραφτ θα ηταν παραπονεμένος αν του το πήγαινες αυτό.

Λόγω του ότι το χωριό μου είναι στον Πόρο, πηγαίνω συχνα πυκνα στα Μεθανα που είναι κοντά, οπότε γνωρίζω την ανατριχιαστικη ερημιά του.

Χρησιμοποίησες και το nick σου. well done

Link to comment
Share on other sites

Εδώ υπάρχει το υλικό για ένα εξαιρετικό κείμενο (π.χ. το διττό όνομα του βιβλίου), αλλά ασφυκτιά στο όριο λέξεων του διαγωνισμού. Παναγιώτη στρώσου και ξαναγράφ' την, τουλάχιστον τέσσερις φορές μεγαλύτερη. Ο χρόνος σου κάθε άλλο παρά χαμένος θα πάει. Εκεί θα φανεί ότι κάνεις και κάτι παραπάνω από το να μιμείσαι το δάσκαλο.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..