Jump to content

Σπασμένο Γυαλί


Tiessa

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Βάσω

Είδος: Ιστορίες Φαντασίας

Βία; Όχι

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων: Περίπου 2250

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: Για τον 19ο Διαγωνισμό με θέμα ΨΥΧΗ

Έχω κάνει όλη την απαιτούμενη μορφοποίηση στο κείμενο, αλλά ίσως είναι προτιμότερο να διαβάσετε το αρχείο του word.

 

Broken Glass.doc

 

Σπασμένο Γυαλί

Υπάρχει μέσα μας ένας χώρος μυστικός, φτιαγμένος από το καθαρότερο κρύσταλλο. Κι εκεί, φυλαγμένη προσεκτικά, φωλιάζει η ψυχή μας.

Μην ακούτε αυτούς που θέλουν να μας τρομάξουν ότι η ψυχή μας κινδυνεύει από την αμαρτία.

Κανένας δεν μπορεί να βλάψει την ψυχή μας. Κανένας άλλος εκτός από εμάς.

***

Τα βήματα που τον έφερναν στην άκρη της λίμνης ήταν βήματα ανθρώπου κουρασμένου, φορτωμένου από τα βάρη της ζωής. Και το πρόσωπο που καθρεφτίστηκε στα ακύμαντα νερά ήταν ενός άντρα γερασμένου, δίχως χαρά, δίχως ελπίδα, δίχως προσδοκία. Ένα πρόσωπο άδειο.

Ήταν η ίδια λίμνη; αναρωτήθηκε με αγωνία. Πρέπει να ήταν η ίδια. Κάθε δέντρο, κάθε πέτρα, κάθε βότσαλο είχε χαραχτεί στη μνήμη του. Ήταν νύχτα τότε… νύχτα βαθιά, γεμάτη ήχους του δάσους και η γη ανέδιδε θερμότητα καλοκαιρινή και μυρωμένη ανάσα.

Έσφιξε πάνω του το πανωφόρι του. Η μέρα ήταν παγερή. Κι εκείνος πονούσε.

 

«Πού με πας, λουλουδάκι μου;» είχε ρωτήσει ο Άινρεντ, ακολουθώντας την στο ξέφωτο. Τα φεγγάρια είχαν δύσει, αλλά η μαγεία της νύχτας ήταν διάφανη. Κι αν κοίταζες προσεκτικά στον καθρέφτη της λίμνης θα έβλεπες να λικνίζονται τα σμήνη των αστεριών.

«Θα σου κάνω ένα δώρο», είχε υποσχεθεί η Μπλάιδιν, χορεύοντας στην άκρη του νερού. «Το δώρο της βραδιάς του μεσοκαλόκαιρου, που δίνεται μονάχα μια φορά».

Τον έβαλε να γονατίσει στην ακρολιμνιά και η κίνησή τους κομμάτιασε το είδωλο του ουρανού.

Η Μπλάιδιν περίμενε. Δίπλα της, ο Άινρεντ περίμενε κι αυτός, με το χαμόγελο της προσδοκίας. Τα δάχτυλα πλεγμένα, σφίγγονταν απαλά, μεταφέροντας άφωνα το μήνυμα: είμαι κοντά σου.

Ένα φως φάνηκε στα νερά, σαν να είχε ξεπροβάλει από πάνω τους ένα αμυδρό φαναράκι.

Ο Άινρεντ σήκωσε το κεφάλι ξαφνιασμένος και η Μπλάιδιν γέλασε. «Δεν θα το δεις στον ουρανό αυτό το αστέρι, αγαπημένε», είπε χαρούμενα. «Απόψε τα νερά θα σου δείξουν την Αλήθεια για τα πράγματα που Είναι».

Το αστέρι που φώλιαζε μέσα της τίναξε την υπέρθερμη ύλη του και άπλωσε τα λαμπερά του νήματα για να τυλίξει με το χάδι του τον Άινρεντ, και το φως διαπέρασε την ύπαρξή του.

«Σ’ αγαπώ», μουρμούρισε η Μπλάιδιν.

Ο χρόνος στάθηκε μαζί με το χέρι της μέσα στο χέρι του. Εκείνος δε μίλησε. Σκίρτησε, την άρπαξε απότομα και την έσφιξε στην αγκαλιά του. Τα μάτια του δεν τα είδε. Μόνο τα χέρια του ένιωσε. Τα χέρια του που της απαντούσαν.

Η Μπλάιδιν περίμενε. Δυο λέξεις; Κι εγώ. Δυο λέξεις; Σ’ αγαπώ. Τέσσερις λέξεις; Κι εγώ σ’ αγαπώ. Ένιωσε το δικό του άστρο να φλέγεται μέσα του. Τον ένιωσε να παραδίδεται στη φωτιά των ουρανών.

Αλλά ο Άινρεντ δε μίλησε.

 

«Έρχομαι να ζητήσω συγχώρεση!»

Το ξέφωτο γέμισε παγερό αντίλαλο. Τίποτα άλλο δεν κουνήθηκε. Ούτε τα γυμνά δέντρα, ούτε τα νερά της λίμνης, ούτε καν ο άνεμος, λες και ολόκληρος ο τόπος ήταν από καιρό νεκρός. Ακόμα και το φως που περνούσε λιγοστό μέσα από τα βαριά, πυκνά σύννεφα φάνηκε να αιωρείται στο κενό, απόμακρο και αδιάφορο.

«Συγχώρεση!» φώναξε ξανά, αλλά αυτή τη φορά η φωνή του ήταν βραχνή και δεν έφτασε ούτε μέχρι τα βράχια. Και ο πόνος τον δάγκωσε και πάλι βαθιά.

«Συγχώρεση;» κατάφερε να ψιθυρίσει μονάχα, πριν πέσει στα γόνατα δίπλα στην άκρη του γκρίζου, πεθαμένου νερού.

Ήθελε να κλάψει. Αλλά δεν υπήρχαν δάκρυα για να τον λυτρώσουν.

 

Το αστέρι έσβησε αργά, αφήνοντάς τους στην καλοκαιρινή νύχτα, με το μετείκασμα της λάμψης στα μάτια τους. Και τότε ο Άινρεντ μίλησε.

Και τής είπε μονάχα ότι εκείνος δεν την αγαπούσε.

Η Μπλάιδιν απόμεινε για μια στιγμή να τον κοιτάζει, πριν θολώσουν τα μάτια της από τα δάκρυα, πριν την κεντρίσει ο πόνος αφόρητα στην καρδιά. Πρόλαβε να δει ότι και τα δικά του μάτια ήταν δακρυσμένα.

Ένιωσε ότι αυτά που είπαν τα χείλη του σκληρά, τα μάτια του τα διέψευδαν.

Κατάλαβε εκείνη κιόλας τη στιγμή ότι της έλεγε ψέματα. Αλλά γιατί την αρνιόταν, ενώ την αγαπούσε, αυτό δεν μπορούσε να το καταλάβει.

Την άφησε εκεί, στη ζεστή νυχτιά, τη μαγική βραδιά του μεσοκαλόκαιρου και χάθηκε. Την άφησε με την καρδιά ματωμένη.

Η Μπλάιδιν πονούσε που τον έχανε. Πονούσε που του είχε χαρίσει το αστέρι μέσα από τα βάθη της ψυχής της κι εκείνος το είχε αρνηθεί. Μα περισσότερο απ’ όλα πονούσε γιατί στην άρνησή του μάντευε μια αλήθεια σκληρότερη από την έλλειψη της αγάπης του. Μάντευε το ψέμα χωρίς να το κατανοεί. Κι εκείνη, που μόνο αλήθειες ήξερε να λέει στη ζωή της, δεν καταλάβαινε γιατί την είχε κρίνει τόσο ανάξια να δεχτεί τη σημαντικότερη απ’ τις αλήθειες αυτές.

Την είχε προδώσει.

 

Την είχε αφήσει να πονάει και χάθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Και το γιατί της φυγής του στοίχειωσε μέσα της.

Μην ήταν γιος βασιλιά κι εκείνη ταπεινό κορίτσι των δασών;

Μην ήταν μαθητευόμενος μάγος κι εκείνη λευκή κατάρα στα ξόρκια του;

Μην ήταν ταγμένος σε αποστολή που κανένας άλλος δε γνώριζε κι εκείνη εμπόδιο στο σκοπό του;

Μην ήταν ορκισμένος στην αγνότητα κι εκείνη το μονοπάτι για την απώλεια;

Τα ερωτήματα δίχως απάντηση φούντωναν τον πόνο στην καρδιά και τα δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της. Κι έσερνε τα βήματά της γύρω από τη λίμνη, δίχως να ξέρει αν ήθελε να ζήσει ή να πεθάνει.

Πάνω στο κρύσταλλο που προστάτευε την ψυχή της, κυλούσε το φαρμάκι της προδοσίας, το θόλωνε και το χάραζε. Κι ακόμα η Μπλάιδιν αναζητούσε την απάντηση. Μέχρι που έφτασε και η νύχτα του μεσοχείμωνου και η λίμνη τής αποκάλυψε μια καινούργια Αλήθεια…

 

Ο Άινρεντ είχε φύγει σαν τρελός από το φόβο του. Είχε ορκιστεί τη στιγμή της φυγής του να ξεχάσει τα πάντα γιατί ένιωθε πως είχε μπροστά του το μεγάλο ταξίδι της ζωής.

Όμως ο Άινρεντ περιπλανιόταν και τα χρόνια δεν τον άγγιζαν με καλοσύνη.

Γέλιο σπάνια έβγαινε από τα χείλη του. Το κρασί ήταν σαν νερό χλιαρό στο στόμα του και ο ύπνος του με τις γυναίκες μια μάταιη, χωρίς πάθος κορύφωση του κενού. Στα μαλλιά του έπεσε νωρίς η στάχτη του χρόνου και τα μάτια του κουράστηκαν να βλέπουν δίχως να μπορούν να χαρούν τις ομορφιές του κόσμου. Και ο πόνος, που είχε τσιμπήσει την καρδιά του εκείνο το βράδυ του μεσοκαλόκαιρου, χυνόταν σιγά-σιγά στο κορμί του μέχρι που έγινε μουντός και βαθύς και ασταμάτητος, μέρος αναπόσπαστο της ύπαρξής του. Το σώμα του βάρυνε και τα πόδια του δεν μπορούσαν πια να το ταξιδεύουν με ευκολία.

Κι ενώ οι άλλοι γύρω του καίγονταν και αναλώνονταν μέσα στις φλόγες της χαράς και της λύπης, του πάθους και του μίσους, της λαχτάρας και του φόβου, εκείνος ήταν μουδιασμένος από έναν πάγο που χωνόταν ολοένα και βαθύτερα μέσα στο μυαλό και το σώμα του.

Δεν είχε τολμήσει να της πει πόσο την αγαπούσε και πόσο φοβόταν ότι η αγάπη της θα τον άλλαζε. Είχε φοβηθεί μήπως το φως του αστεριού της τον κρατούσε παγιδευμένο στη λίμνη, αυτόν που έψαχνε κάτι μεγάλο και που δεν είχε καταλάβει τότε ότι το είχε βρει. Είχε φοβηθεί τη δύναμη των δικών του αισθημάτων.

Γι αυτό της είπε ψέματα. Γι αυτό είπε ψέματα και στον εαυτό του…

 

Κανένας δε φάνηκε στο νεκρικό τοπίο, κι εκείνος μέχρι τη νύχτα περίμενε, ανήμπορος να κουνηθεί από την όχθη της λίμνης. Μα η νύχτα δεν αργεί πολύ το μεσοχείμωνο. Κι όταν το σκοτάδι έγινε βαθύ, ο Άινρεντ κατάφερε να σταθεί πάνω από τα νερά. Ούτε ένα αστέρι δεν καθρεφτιζόταν αυτή τη φορά, και μόνο λίγο από το βιολετί φως του τρίτου φεγγαριού τρυπούσε χαμηλά στο νοτιά τα σύννεφα.

Η Μπλάιδιν τού είχε πει ότι τη νύχτα του μεσοκαλόκαιρου τα νερά δείχνουν την Αλήθεια για τα πράγματα που Είναι. Εκείνος είχε μάθει στις περιπλανήσεις του για τη νύχτα του μεσοχείμωνου, που κι αυτή μπορούσε να φανερώνει πολλές Αλήθειες που Είναι. Αλλά ίσως και μερικές που Δεν Είναι. Κι ότι μένει σ’ εσένα να διαλέξεις ποια αλήθεια προτιμάς.

Εκατό φορές σκέφτηκε να φύγει.

Κι άλλες τόσες έμεινε εκεί, με τα μάτια καρφωμένα στη λίμνη, παρακαλώντας για τη συγχώρεση. Ή έστω για την αλήθεια.

 

Ένα φως αναδύθηκε μέσα από τα νερά, και ήταν πάλι αμυδρό σαν φαναράκι. Αλλά αυτή τη φορά δεν φεγγοβολούσε, παρά μονάχα τρεμόπαιζε. Και αίφνης ήξερε ότι τα άστρα μια φορά μονάχα φωτίζουν υπέρλαμπρα και μετά μαζεύουν και ζαρώνουν και δεν έχουν άλλο φως για να χαρίσουν, αλλά μονάχα σιγοκαίνε στην αιωνιότητα.

Η ψυχή της Μπλάιδιν! Αλήθεια ή ψέμα; Αλήθεια!

Ήθελε να λυπηθεί. Αλλά ακόμα και η λύπη τού ήταν απαγορευμένη. Μονάχα ο πόνος κέντησε βαθύτερα τις ίνες του κορμιού του. Κι ένας φόβος, καθώς αναρωτήθηκε τι θα του έδειχναν τα νερά για τη δική του ψυχή.

Ξανά, σκέφτηκε να φύγει.

Και πάλι έμεινε.

Μέχρι το ξημέρωμα, τίποτα δεν κουνήθηκε στη λίμνη, κι όταν φάνηκε δειλά το πρώτο φως, τα νερά είχαν θολώσει κι ένα λεπτό στρώμα πάγου σκέπαζε την επιφάνεια.

«Δε θα βρεις αυτό που ψάχνεις».

Την ήξερε τη φωνή. Και τη μορφή τη γνώριζε. Αν ήταν νύχτα, θα έπαιρνε όρκο πως έβλεπε στοιχειό. Όμως ήταν μέρα και τα φαντάσματα τις μέρες λουφάζουν. Κάποτε ήταν η Μπλάιδιν, το λουλουδάκι. Ήταν ακόμα η Μπλάιδιν. Αλλά τα μάτια της τον κάρφωναν από τα βάθη των αιώνων κι ας ήταν ακόμα νέα στο πρόσωπο κι ας μην είχε αγγίξει ακόμα χιόνι τον χείμαρρο των μαύρων μαλλιών.

«Η λίμνη πάγωσε», κατάφερε να ψελλίσει με τα τρεμάμενα από το κρύο χείλη του. «Και η νύχτα του μεσοχείμωνου πέρασε κι αυτή…»

«Κι εσύ ακόμα δεν κατάλαβες γιατί δεν μπορείς να δεις αυτό που αναζητάς».

Περίμενε πως θα ένιωθε την καρδιά του να σκιρτά στη θέα του προσώπου της, αλλά δεν συνέβη. Ήθελε να χαρεί, ήθελε να λυπηθεί… δεν ένιωθε τίποτα. Ντρεπόταν μονάχα. Κούνησε το κεφάλι αργά. «Ίσως επειδή μόνο μια φορά μπορεί να σου δείξει η λίμνη την Αλήθεια που Είναι», της είπε διστακτικά.

«Ίσως επειδή αυτό που ψάχνεις δεν υπάρχει». Η γυναίκα πλησίασε. Γκρίζα μάτια σ’ ένα ολόλευκο πρόσωπο. Λευκά ρούχα σ’ ένα γκρίζο τοπίο.

Δεν κατάλαβε. Ή ίσως δεν ήθελε να καταλάβει. «Ήρθα να ζητήσω συγχώρεση», μουρμούρισε. «Ήρθα να ξαναβρώ τον εαυτό μου».

Η Μπλάιδιν πλησίασε. Και ο Άινρεντ ένιωσε ότι στ’ αλήθεια είχε δει νωρίτερα την ψυχή της, που είχε πάψει να ακτινοβολεί, αλλά κρατούσε ακόμα λίγη από τη ζεστασιά του μισοσβησμένου κάρβουνου.

Ένευσε. «Ο κόσμος δεν έχει καμιά χαρά για σένα», του είπε. Ούτε και καμιά λύπη. Μόνο μια απογοήτευση βαθιά. Μια γεύση στάχτης σαν το άψυχο γκρίζο. Δεν υπάρχει για σένα κόκκινο. Αλλά ούτε και μαύρο. Δεν νιώθεις τίποτα».

Το ήξερε. Πώς το ήξερε; «Εσύ με καταράστηκες;» ρώτησε. «Εσύ μου το έκανες αυτό;» Ήθελε να τη μισήσει. Ούτε κι αυτό το μπορούσε.

Εκείνη κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Με άφησες να πονάω μέσα στην αμφιβολία, Άινρεντ. Με άφησες να αναρωτιέμαι τι έκανα λάθος και τι θα μπορούσα να είχα κάνει σωστά. Μάτωσες την καρδιά μου και μ’ άφησες να αιμορραγώ δίπλα στη λίμνη εκείνο το βράδυ. Αλλά, αν είχα τέτοια δύναμη τότε, δεν θα σε είχα καταραστεί. Θα σε είχα φέρει πίσω. Έμαθα όμως ότι ο δικός μου πόνος ήταν βάλσαμο μπροστά στη δική σου καταδίκη».

«Αν ξέρεις τόσα–» παρακάλεσε εκείνος αργόσυρτα. «Πες μου τι πρέπει να κάνω».

Τα βλέμματα αντάμωσαν ξανά και είδε μια θλίψη στα μάτια της –μια ήπια θλίψη βαθιάς παραίτησης, δίχως τη φλόγα του μίσους ή του πόνου.

«Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα»,του είπε μαλακά. «Ούτε κι εγώ μπορώ. Δεν έχεις ψυχή, Άινρεντ». Η φωνή της ανέβηκε. «Η ψυχή σου εγκατέλειψε το σώμα σου όταν με αρνήθηκες. Γι αυτό φανερώθηκε μόνο η δική μου ψυχή στην Αλήθεια που Είναι».

«Πού είναι η ψυχή μου;» μουρμούρισε αυτός.

Η άλλοτε αγαπημένη έκανε μια κίνηση άρνησης. «Πού είναι, δεν το ξέρω. Το μόνο που μπορώ να σου πω είναι τι άφησε μέσα σου: ένα σπασμένο γυαλί. Η ψυχή μας είναι καλά προστατευμένη μέσα στο κρυστάλλινο περίβλημα της και μένει άφθαρτη μέσα μας όσο ζούμε. Αλλά η δική σου έφυγε πριν πεθάνεις, επειδή πρόδωσες. Και φεύγοντας, έσπασε το γυαλί που την προστάτευε».

«Σπασμένο γυαλί…» επανέλαβε αυτός. Ήθελε να θυμώσει, να αρνηθεί, να ουρλιάξει. Να της πει ότι όχι, δεν υπήρχε κανένα σπασμένο γυαλί, εκείνος είχε γυρίσει τον κόσμο, είχε ζήσει ελεύθερος, είχε…

Δεν είχε χαρεί τίποτα. Δεν είχε νιώσει βαθιά μέσα του τίποτα. Τίποτα εκτός από το κενό.

«Πονάς, Άινρεντ. Έτσι δεν είναι;» συνέχισε με θλιβερό χαμόγελο η Μπλάιδιν.

«Πονάω».

Το χέρι της ακούμπησε στο παγωμένο μάγουλό του. Ήταν κι εκείνο κρύο και δεν του πρόσφερε ούτε ανακούφιση ούτε ζεστασιά.

«Το γυαλί έγινε χίλια κομμάτια όταν η ψυχή εγκατέλειψε άκαιρα το σώμα σου. Τα θραύσματα χώθηκαν μέσα στην καρδιά σου και κύλησαν στο αίμα σου. Έκοψαν κάθε ίνα του κορμιού σου και απλώθηκαν βαθιά, σαν την πιο ύπουλη αρρώστια. Απλώνονται ακόμα. Ξεσκίζουν την ύπαρξή σου. Και ο χρόνος τα σφηνώνει βαθύτερα».

«Τόσοι αρνούνται τις αγάπες που τους προσφέρονται», μουρμούρισε δύσπιστα αυτός. «Δεν χάνουν την ψυχή τους. Γιατί να τη χάσω εγώ;»

«Γιατί εσύ, Άινρεντ, δεν αρνήθηκες τη δική μου αγάπη», απάντησε η Μπλάιδιν. «Τη δική σου αρνήθηκες. Δεν πρόδωσες εμένα. Πρόδωσες εσένα. Τα δικά σου αισθήματα. Τις δικές σου επιθυμίες».

«Με μισείς;» τη ρώτησε και μέσα του ένιωσε κάτι που θα μπορούσε να μοιάζει με ελπίδα. Σκέφτηκε ότι θα ήταν όμορφα αν τον μισούσε, θα είχε κάτι να περιβάλει τη ζωή του με πάθος• θα μπορούσε ακόμα και να προσπαθήσει να τη μισήσει κι αυτός. Θα είχε ίσως κάτι να ελπίζει, κάτι να φοβάται, κάτι να νιώθει

Μα εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι και τράβηξε το χέρι της από το μάγουλό του. Οι λέξεις βγήκαν ήρεμα από το στόμα της. Ήρεμα και άψυχα. «Έχεις προδώσει τον εαυτό σου, Άινρεντ. Είσαι μονάχα ένα σπασμένο γυαλί».

 

***

Όταν προδώσεις, χάνεις την ψυχή σου. Ψυχή και προδοσία θα είναι για πάντα αταίριαστες.

Κανένας δεν ξέρει τι γίνεται η ψυχή όταν φύγει από το σώμα. Κανένας δεν ξέρει αν την περιμένει η κόλαση και με τι μοιάζει. Κάποιοι όμως έχουν την ατυχία να γνωρίζουν ποια κόλαση περιμένει ένα σώμα που περιφέρεται δίχως ψυχή.

 

ΤΕΛΟΣ

Link to comment
Share on other sites

Ονειρική ατμόσφαιρα και όπως πάντα ωραίο καλογραμμένο κείμενο.

 

Σπουδαία ανάλυση της εσωτερικής δέσμευσης με την ψυχική διεργασία της αυτοσυνείδησης.

 

Μου θύμισε τον καθρέφτη της βασίλισσας του χιονιού συνειρμικά.

 

Νομίζω ότι το κείμενο θα έστεκε και χωρίς την πρώτη και την δεύτερη φράση του επιλόγου για την προδοσία, να την έσβηνες ίσως …

 

Μπράβο για τον περιεκτικό κείμενο.:thmbup:

 

 

Link to comment
Share on other sites

Σιγουρα διαφορετικό απο τα υπόλοιπα του διαγωνισμου. Εκει που τσαλαβουτούσα στα αίματα στα υπόλοιπα διηγήματα ήρθε και με τράβηξε έξω απο όλο αυτό το μακελειό.

Μου άρεσε ιδιαίτερα το γεγονός οτι χρησιμοποίησες τις ψυχές χωρίς να χρειαστεί να πεθάνει κάποιος (σωματικά). Ολοι θεωρούν οτι οι ψυχές είναι συνυφασμένες με τον θάνατο, ενώ (αν παραδεχτούμε οτι υπάρχει ψυχή) στην ουσία τις κουβαλάμε μαζί μας στην καθημερινότητα μας.

Σαν γραφή το διήγημα είναι στα γνωστά (υψηλά) επίπεδα, και μόνο η χρήση περισσότερων καλολογικών στοιχείων απο όσων θα ήθελα (προσωπικά) με ενόχλησε (κι αυτό βέβαια είναι δικό μου πρόβλημα).

Σε γενικές γραμμές θα έλεγα πως μου άρεσε πολύ, και είναι ένα διήγημα που έχει πετύχει στο να μας μεταφέρει τα συναισθήματα που πραγματεύεται.

Link to comment
Share on other sites

Η ατμόσφαιρα που δημιουργείς και η χρήση της γλώσσας είναι πανέμορφη, δε θα περίμενα άλλωστε κάτι λιγότερο. Είναι ένα κείμενο που ξεχειλίζει συναίσθημα από παντού.

 

Δε μου άρεσε όμως τόσο, όσο τα άλλα διηγήματα που έχω διαβάσει από σένα. Γιατί είχα συνηθίσει και περίμενα κάτι πιο πρωτότυπο, πιο γεμάτο. Ομολογω ότι η πλοκή μου φάνηκε λίγο συνηθισμένη, χωρίς κάποιο στοιχείο εξαιρετικό.

 

Πρέπει όμως να το πω, τα κειμενάκια στην εισαγωγή και τον επίλογο κρύβουν μια μαγεία από μόνα τους, δίνουν για μένα πόντους στο κείμενο.

Link to comment
Share on other sites

Αυτός, ακριβώς, είναι ο λόγος που μ' αρέσει να διαβάζω κείμενα γραμμένα από γυναικείο χέρι. Ξεχειλίζουν από συναισθήματα και συγκινήσεις που δύσκολα μπορεί να χειριστεί ένας, ανάλογης ικανότητας, συγγραφέας του αντίθετου φύλου. Κι αυτό είναι που με κράτησε και με συνεπήρε στο συγκεκριμένο κείμενο. Πολύ όμορφη ιστορία και, με τον δικό της τρόπο, πολύ αληθινή, δείχνοντάς μας τι μπορεί να μας συμβεί όταν απαρνιόμαστε τον εαυτό μας. Ίσως, σαν ιστορία, να μην είχε κάτι το πολύ πρωτότυπο και ανατρεπτικό, είχε, όμως, μια ξεχωριστή γοητεία.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Λυρισμὸς καὶ θλίψη - αὐτὰ τὰ δύο στοιχεῖα διαπνέουν ὅλο τὸ κείμενο ἀπ' τὴν ἀρχὴ ὣς τὸ τέλος. Πρόκειται γιὰ ἕνα διήγημα πού, χωρὶς νὰ στοχεύει στὴν πρωτοτυπία, μὲ ἄγγιξε γιὰ δύο λόγους: εἴτε ἐπειδὴ ἦταν πηγαῖο εἴτε ἐπειδὴ εἶσαι μαστόρισσα.

 

Ἡ ἔνστασή μου οὐσιαστικὰ ἔγκειται σὲ δύο σημεῖα: στὸν πρόλογο καὶ στὸν ἐπίλογο ποὺ ἐπεξηγοῦν ἐν εἴδει διδάγματος καὶ προτείνω νὰ διαγράψεις (τὸ συμπέρασμα βγαίνει ἀβίαστα ἀπ' τὸ σῶμα τοῦ κειμένου, σ' αὐτὸ συμφωνῶ μὲ τὴν deadend)· καὶ στὸ τέλος ποὺ μοῦ φάνηκε κάπως βιαστικό.

 

Ἡ συνολικὴ ἐντύπωση εἶναι ἐξαιρετικὰ θετική. Καὶ νὰ σκεφτεῖ κανεὶς πὼς τὸ ἔγραψες στὸ ἅψε-σβῆσε!

Link to comment
Share on other sites

Ο λόγος σου πλάθει κόσμους ονείρου που διεκδικούν δικαίωμα στην πραγματικότητα της ψυχής μας.

Link to comment
Share on other sites

Tiessa, προσπάθησα τρεις φορές να διαβάσω το Σπασμένο Γυαλί, και δεν τα κατάφερα. Στην τέταρτη το διάβασα τελικά, αφού ήταν βράδυ και ήμουν πολύ χαλαρή. Δεν περίμενα ένα τόσο κακό κείμενο από εσένα. Συγγνώμη που είμαι τόσο ωμή, μα έτσι το αισθάνθηκα. Όλο το κείμενο είναι γραμμένο με έναν τρόπο σαν να ξεχύλιζες από συναισθήματα και δεν μπορούσες να βάλεις σε σειρά τις σκέψεις σου. Αυτό θα ήταν καλό, αν ήταν ο στόχος σου και είχε γίνει έντεχνα.

 

Δεν κατάφερα να μπω μέσα στην ιστορία ούτε για λίγο, εκτός απ' το τέλος. Στο τέλος σκέφτηκα "Ναι, δικό της είναι". Οι τελευταίες γραμμές, αν και είναι γραμμένες κάπως αμήχανα κι αυτές, με διαλόγους που θέλουν κι άλλο πέρασμα, με έπεισαν για όσα προσπαθούσες να πεις σε όλο το διήγημα.

Link to comment
Share on other sites

Σιγουρα διαφορετικό απο τα υπόλοιπα του διαγωνισμου. Εκει που τσαλαβουτούσα στα αίματα στα υπόλοιπα διηγήματα ήρθε και με τράβηξε έξω απο όλο αυτό το μακελειό.

laugh.gifthmbup.giflaugh.gif

 

 

 

Είναι καλογραμμένο. Ο χαρακτήρας του Άινρεντ είναι επαρκώς σκιαγραφημένος, αν και νομίζω ότι κάπου πήρε χώρο από την ανάπτυξη της Μπλάιδιν. Από την άλλη, ως κεντρικότερος ήρωας (όπως το είδα εγώ) είναι λογικό να έχει περισσότερο χώρο.

 

Αυτό που μου έλλειψε ήταν το νεύρο στην ιστορία. Η κεντρική ιδέα είναι δυνατή και την έχεις πλαισιώσει με τον πολύ καλό λόγο σου, όμως τελικά η ένταση δε μου βγήκε, παρά το δράμα των ηρώων. Μια σκέψη που έκανα είναι ότι ίσως να έχει ανάγκη από μια πολύ έντονη σκηνή… ίσως προς το τέλος…

 

 

 

 

‘’Γέλιο σπάνια έβγαινε από τα χείλη του. Το κρασί ήταν σαν νερό χλιαρό στο στόμα του και ο ύπνος του με τις γυναίκες μια μάταιη, χωρίς πάθος κορύφωση του κενού. Στα μαλλιά του έπεσε νωρίς η στάχτη του χρόνου και τα μάτια του κουράστηκαν να βλέπουν δίχως να μπορούν να χαρούν τις ομορφιές του κόσμου.’’

 

thmbup.gifthmbup.gif

Link to comment
Share on other sites

Bάσω θα συμφωνήσω σε ένα βαθμό με την Κασσάνδρα. Ενώ η κεντρική ιδέα είναι καλή, όμορφη, η εκτέλεση δεν μου άρεσε. Μου φάνηκε πολύ συναισθηματικό, πολύ μελό με την κακή έννοια. Το θεωρώ προσεγμένο σαν κείμενο, καλογραμμένο αλλά εμένα με δυσκόλεψε στο να το ακολουθήσω. Ίσως βέβαια, αυτά που λέω να είναι καθαρά θέμα προσωπικού γούστου και προτιμήσεων του καθενός, οπότε μπορείς κάλλιστα να στείλεις τις παρατηρήσεις μου στον κάλαθο των αχρήστων! Αλλά πιστεύω, πως και η ίδια ξέρεις πως θα μπορούσες να γράψεις κάτι πολύ καλύτερο!!!

 

 

Link to comment
Share on other sites

Γενικά: Μια ωραία ιστορία αγάπης, από εκείνες που συγκινούν. Κάτι με ενοχλεί όμως και δε μπορώ να την απολαύσω όσο φαντάζομαι ότι θα μπορούσα να απολαύσω μια τέτοια ιστορία.

 

Μου άρεσε: Η ιδέα που την υπηρετείς τίμια και σωστά ως το τέλος. Η επιλογή του λεξιλογίου, ελαφρύ κι όχι επιτηδευμένο.

 

Δε μου άρεσε: Η ιστορία σου γυρίζει και ξαναγυρίζει σε αυτά που έκανε ο Άινρεντ στο αναμεταξύ. Νομίζω ότι αν τα αναφέρεις μια φορά χωρίς να ξανασχοληθείς μαζί τους θα είναι πιο σφιχτή η δομή. Γενικά έχω την αίσθηση της φλυαρίας και μάλιστα εκείνης που έχει γραφτεί από βιασύνη. Υπάρχουν επίσης ασάφειες στις συναντήσεις τους. Στην πρώτη, μέχρι και το τέλος έχω την αίσθηση ότι έκαναν έρωτα πριν σβήσει το άστρο. Στη δεύτερη η περιγραφή της Μπλάιδιν είναι εξίσου ασαφής, δεν μπορώ να δω αυτό που βλέπει ο Άινρεντ.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Βάσω έχω σοκαριστεί. Είναι το πρώτο κείμενο σου που δε με αγγίζει, δε... με πήρε μαζί του βόλτα, δεν .... δε μπορώ να το περιγράψω. Και το βλέπω κι εγώ, είναι όλα εκεί, αυτά που θα έπρεπε κανονικά να με έχουν μαγέψει όπως μόνο στα κείμενα σου μου συμβαίνει. Ο λόγος είναι πανέμορφος, όντως είναι ξέχυλο από συναισθήματα και μου αρέσει η ιδέα με την οποία παίζεις... αλλά εγώ δεν :( Υποψιάζομαι πως δε φταις καν εσύ αλλά μάλλον εγώ, γιατί δεν έχω ιδέα να σου πω γιατί μου συνέβη αυτο.

Link to comment
Share on other sites

Με πρόλαβε η Κιάρα. Συμφωνώ στα πάντα και προσθέτω.

Πολλές εικόνες, πάμπολλες εκφράσεις, ειδυλλιακό τοπίο, αλλά δυο χαρακτήρες φτιαγμένοι από χαρτόνι. Δεν υπήρχε χρόνος να νιώσει κανείς κάτι γι'αυτούς, δεν υπάρχει κάτι να τραβήξει την προσοχή, αναλώνεσαι στο να γράφεις όμορφες εκφράσεις. Μόνο που αντί για εργαλείο για να χτίσεις, εσύ τις χρησιμοποίησες σαν υλικό και το κτίριο έπεσε.dazzled.gif

Link to comment
Share on other sites

Ενώ έχεις μία πολύ καλή ιδέα και ξεκινάς την ιστορία σου με φράσεις πολλά υποσχόμενες "παγώνεις" την εξέλιξη στη συνέχεια, την εγκλωβίζεις στον συναισθηματικό κόσμο, στο "εγώ" του πρωταγωνιστή σου. Θα μπορούσε να είναι και ιστορία αγάπης γιατί υπάρχει έντονη η μυρωδιά της αγάπης στο κείμενο αλλά δεν υπάρχει η πλοκή και τα γεγονότα. Ο λόγος θα μπορούσε να ήταν περισσότερο απλός ώστε να κυλάει με καλύτερο ρυθμό, οι περιγραφές και οι εικόνες πολύ ζωντανές. Ειδικά από σένα περίμενα περισσότερα σε ένα διήγημα με τέτοιο θέμα.

Link to comment
Share on other sites

Χρειάστηκε πολύ συγκέντρωση για να το διαβάσω μέχρι τέλος το διήγημά σου, κι ευτυχώς το επαγγελματικό γράψιμό σου βοήθησε πολύ. Γενικά το βρήκα πολύ αφηρημένο. Ποιοι είναι οι χαρακτήρες και γιατί να με νοιάζει αυτό που είχαν. Άσε που δεν κατάλαβα καν τι είχαν αφού μου περιέγραψες μόνο τη ρήξη της σχέσης τους. Στα συν ότι δεν είχε σχέση με ψυχές έξω από σώματα κτλ όπως σε άλλα διηγήματα. Αλλά από μόνη σου ανέβασες τον πήχη για αυτό μη μας κατηγορείς :p :friends:

Edited by Διγέλαδος
Link to comment
Share on other sites

Eμένα μ' άρεσε. Δεν ήτανε και η "μία ευκαιρία" βέβαια, αλλά από την άλλη δε με χάλασε που κυλούσε έτσι ονειρικά και συγκεχυμένα. Και φυσικά, όπως ο Drake Ramore, on 20 May 2010 - 11:29, said:

Σιγουρα διαφορετικό απο τα υπόλοιπα του διαγωνισμου. Εκει που τσαλαβουτούσα στα αίματα στα υπόλοιπα διηγήματα ήρθε και με τράβηξε έξω απο όλο αυτό το μακελειό.

Link to comment
Share on other sites

... μη μας κατηγορείς :p friends.gif

 

Εχμ, γιατί να σας κατηγορήσω, καλέ;

Απλώς, κρίνοντας από το σύνολο των σχολίων, περιμένω άνευ αγωνίας την τελευταία θέση rolleyes.gif

Link to comment
Share on other sites

Άσε τη θέση κάτω! Είναι δική μου. Καλά το κατάλαβα, όλοι θέλουμε τελικά την τελευταία ε;

 

 

Link to comment
Share on other sites

Σας ευχαριστώ όλους για τον κόπο που κάνατε να διαβάσετε και να σχολιάσετε την ιστορία αυτή -ιδίως ευχαριστώ όσους αισθάνθηκαν δυσκολία στην ανάγνωση, αλλά συνέχισαν πιστοί στο καθήκον.

 

Ναι γράφτηκε με πίεση χρόνου και ναι, δεν φημίζομαι για καλή σε φλασιές, αλλά ήταν μια ιδέα που είχα πολύ καιρό στο μυαλό μου και μπόρεσα να τη βγάλω στην επιφάνεια με την αφορμή του διαγωνισμού.

Νόμιζα ότι θα έβγαινε καλύτερη. Ομολογώ ότι δεν έχω καταλάβει ακόμα τι πήγε τόσο στραβά.

Ίσως φταίει ότι άφησα τη συναισθηματική εμπλοκή, που παρατήρησαν κάποιοι να πάρει το πάνω χέρι, ίσως φταίει ότι δεν είχα το χρόνο να τη χτενίσω και να την παρουσιάσω καλύτερα. Ίσως φταίει ότι, ξέροντας πως δεν είχα μια ιστορία με δύναμη πλοκής, πειραματίστηκα με ένα λογοτεχνικό ύφος που δεν είναι πραγματικά δικό μου και δεν κατάφερα να το φέρω αξιοπρεπώς εις πέρας.

 

Ο dagoncult παρατήρησε ότι του έλλειψε μια έντονη σκηνή, μια κορύφωση. Το μόνο που μπορώ να απαντήσω είναι ότι τέτοιες ιστορίες δεν έχουν κορυφή -μόνο πάτο έχουν.

 

Αυτό που ήθελα να γράψω ήταν το εξής:

Κάθε φορά που προδίδουμε ένα όνειρό μας (όχι απαραίτητα κάθε φορά που δεν υλοποιείται, αλλά κάθε φορά που εμείς το προδίδουμε) η ψυχή μας πληγώνεται. Η ερωτική ιστορία ήταν κατά κάποιον τρόπο το προκάλυμμα για να γραφτεί η ιδέα. Υπάρχουν πολλά σπασμένα γυαλιά γύρω μας -όχι απαραίτητα από ερωτική απόρριψη.

Δεν δούλεψε καλά, πού θα πάει, αφού ερευνήσω τα αίτια :mf_sherlock:, κάποια στιγμή θα την ξαναγράψω και ελπίζω καλύτερα...

Μαζεύω τα σχόλια και τα γυαλιά και τα ξαναλέμε.

Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν, διάβασα ξαναδιάβασα και επέστρεψα... Τα εντόπισα αυτά που με ενοχλούν και είναι μάλλον δύο βασικά:

 

1) Διαφωνώ (δεν είναι ακριβώς η κατάληλη λέξη για αυτό που θέλω να πω αλλά δε διαθέτω καλύτερη ατή τη στιγμή :p) με το ότι μπορείς να νιώθεις πόνο αλλά δε μπορείς να νιώθεις τίποτα άλλο. Δηλαδή, αν νιώθει πόνο ακόμα και σε όλη τη ζωή του, αν μπορεί να φτάσει μπροστά στη λίμνη και να νιώσει τρόμο για την αλήθεια που θα μάθει (που είναι το δεύτερο θέμα μου) τότε έχει ακόμα ελπίδα, μπορεί να νιώσει τα πάντα, δεν είναι χαμένος γιατί ήδη νιώθει κάτι. Αν από την άλλη είχε χαθεί κι ο πόνος κι είχε μείνει μόνο εκείνο το μούδιασμα που περιγράφεις εξαίσια με τον πάγο τότε δε θα είχε λόγο πια να επιστρέψει στη λίμνη, επομένως δε θα είχες ιστορία. Δεν ξέρω πως θα μπορούσες να το φτιάξεις αυτό, όμως εμένα κυρίως αυτό δε με άφησε να την παρακολουθήσω, το ότι δεν πείστικα πως δε μπορεί να νιώσει τελικά, οπότε και δεν έχει χάσει την ψυχή του, οπότε μου κατέστρεψε και το κεντρικό θέμα.

 

2) Το άλλο μου θέμα, όχι τόσο σκληροπυρινικό όσο το πρώτο, είναι ότι η λίμνη παίζει έναν απροσδιόριστο ρόλο με τις αλήθειες που μαθαίνουν από αυτή. Αντιλαμβάνομαι το συμβολισμό της ξεκάθαρα, αλλά ταυτόχρονα σε όλο το διήγημα λειτουργεί σε δύο επίπεδα τα οποία δε μπορώ να δέσω στο μυαλό μου μεταξύ τους. Το ένα είναι το καθαρά συμβολιστικό και το άλλο το ότι υπάρχει και η Μπλάιδιν γνωρίζει πως λειτουργεί κι άρα δεν είναι "μύθος" είναι κάτι που λειτουργεί και στα αλήθεια (του κόσμου την αλήθεια τέσπα) και δεν έχω καμία ένδειξη για το με ποιον τρόπο πέρα από το τι συμβολίζει.

 

Κατά τα άλλα σίγουρα υπάρχουν διάφορα θεματάκια στην ανάπτυξή του που σίγουρα προέρχονται από έλλειψη χρόνου για τα οποία κι όλας δε νομίζω πως αξίζει τον κόπο να αναφερθώ σε αυτά εξονυχιστικά, τα ξέρεις καλύτερα από μένα εξάλλου, απλά θέλω να παραθέσω δύο για να σου πω τι κατάλαβα εγώ διαβάζοντας:

Το ένα είναι οι πανέμορφες φράσεις που λένε Μην ήτανε αυτός αυτό κι εκείνη το άλλο, τα ερωτήματα που κάνει στον εαυτό της όταν εκείνος δεν της λέει σ'αγαπώ. Αισθάνθηκα εκεί πως της είναι άγνωστος, μπερδεύτηκε δηλαδή η ποιητική αδεία (ουάου λέξη :p) με αυτά που σεφτόταν στην πραγματικότητα. Κι απλά σκέφτηκα πως αν δεν τον ξέρει καν... πως τον αγαπάει τόσο απολύτα και αληθινά που του χάρισε την ψυχή της μόλις?

Το δεύτερο είναι εκεί που είναι εκείνη απαθής. Μοιάζει λίγο τελικά σαν να έχει χάσει εκείνη την ψυχή της και να μη μπορεί να συγχωρέσει τελικά, γιατί αυτός πονά. Κάπως σαν να έχουν αντιστραφεί οι ρόλοι, κάπως σαν άλλο να διαβάζαμε μέχρι εκεί κι εκεί ξαφνικά που αυτή δεν έχει αισθήματα περίμενα μια ανατροπή που δεν ήρθε ποτέ. Ήταν σαν προετοιμασία.

 

Τέλος, θέλω να προσθέσω ένα από τα πάρα πολύ συν που βρίσκω στο διήγημα το οποίο αν είχα να το διορθώσω εγώ θα το πρόσεχα όσο πιο πολύ μπορούσα. Εμένα μου αρέσει τρελά που οι χαρακτήρες είναι άχρονοι, είναι αιώνιοι, θα μπορούσαν να είναι οποιοσδήποτε άντρας και οποιαδήποτε γυναίκα. Δε θα ήθελα να γίνουν συγκεκριμένοι, θα ήθελα πάρα πολύ να κατάφερνες να τους διατηρήσεις έτσι.

 

 

Αυτά είχα να πω κι ελπίζω να βοηθάω και να μη σε στεναχωρώ.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Κιάρα, σ' ευχαριστώ πάρα πάρα πολύ. :friends:

Όχι μόνο δεν με στενοχωρείς, αλλά μου έθεσες τους άξονες πάνω στους οποίους μπορεί να δουλευτεί η ιστορία για να γίνει λίγο πιο αξιοπρεπής. Τώρα δα τύπωσα το απόσπασμα με τα σχόλια και το φύλαξα μαζί με την εκτύπωση της ιστορίας γιατί μου είναι εξαιρετικά χρήσιμο. :)

 

Για τον πόνο, μπορώ να απαντήσω ότι τον είχα στο μυαλό μου σαν φυσικό πόνο, όπως όταν κόψεις το δάχτυλό σου. Αυτό μπορεί να το αισθάνεσαι ακόμα και αν δεν διαθέτεις πολλά από αισθήματα. Για όλα τα άλλα βέβαια έχεις απόλυτο δίκιο. Και για τη λειτουργία της λίμνης και για το πόσο καλά γνωρίζονταν οι ήρωες και για το τι οξύμωρο υπάρχει όταν σου λείπουν τα συναισθήματα.

Αλλά τώρα αποκτά ενδιαφέρον η κατάσταση.

 

Υ.Γ. Κάποια στιγμή, όταν βρεθούμε από κοντά, θα σε κεράσω μια μπύρα και θα σου πω και μια ιστορία. :beer:

Link to comment
Share on other sites

Χαχα, μου αρέσει τόσο πολύ να μου λένε ιστορίες :)

Τον Ιούλη θα περιμένω την ιστορία πως και πως (και τη μπύρα βεβαίω βεβαίως) :friends:

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..