Jump to content

Η κρυφή ματιά του Φαίδωνα


Mesmer

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Άγγελος

Είδος: Όχι ακριβώς Τρόμου, ίσως λιγάκι Ψυχολογικά Ενοχλητικό

Βία; Όσο να' ναι...

Σεξ; Όχι άμεσα, αλλά γίνονται αναφορές

Αριθμός Λέξεων: 4.100

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: Είχα καιρό να γράψω μια πιο μεγάλη-ολοκληρωμένη ιστορία, επειδή ασχολήθηκα, για πρώτη φορά, με φλασάκια, και ήταν ωραίο να επιστρέψω στο παλιό, γνώριμο, φλύαρο γράψιμό μου smile.gif

 

 

 

Η κρυφή ματιά του Φαίδωνα

 

Ο Φαίδων προχωρούσε στο πεζοδρόμιο με το κεφάλι σκυμμένο. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι δεν ήξερε προς τα πού πήγαινε, επειδή είχε πολλή ώρα να σηκώσει τα μάτια του και να κοιτάξει μπροστά του. Αυτό που τον απασχολούσε, προς το παρόν, ήταν να πατάει ακριβώς μέσα στις πλάκες του πεζοδρομίου, και ήταν κάτι που έκανε με ενδελεχή σχολαστικότητα.

 

Μια μικρή πέτρα βρέθηκε μπροστά στα βήματά του και αυθόρμητα, της έριξε μια δυνατή, πλην άστοχη, κλωτσιά. Η λαθεμένη τεχνική έκανε την πέτρα να λοξοδρομήσει και, αψηφώντας στιγμιαία την βαρύτητα, συγκρούστηκε πλαγιομετωπικά με ένα σταθμευμένο αυτοκίνητο. Αυτό έκανε τον Φαίδωνα να χάσει τον βηματισμό του, να αναπηδήσει στο ένα πόδι και, προσέχοντας ταυτοχρόνως να μην πατήσει πάνω στους, αγνώστου αιτίας, επικίνδυνους αρμούς, να προσγειωθεί πάνω σε έναν ελαφρώς στριμμένο αστράγαλο, που τον οδήγησε σε μια φαιδρότατη πτώση, καταμεσής του πεζοδρομίου.

 

«Είμαι ηλίθιος», σκεφτόταν, ενώ τα γελάκια των ελάχιστων περαστικών, τον έκαναν να αισθάνεται ντροπή, αμηχανία και ναι, γιατί όχι, ακόμη περισσότερο ηλίθιος. Κατάλαβε ότι τον πονούσε ο πισινός του, και τα χέρια του είχαν γρατσουνιστεί κι έτσουζαν απ’ την πτώση. Καλά να πάθει, ο βλάκας.

 

«Είσαι καλά;», ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από πάνω του.

 

Ο Φαίδων ανακάθισε πάνω στο σκληρό πεζοδρόμιο, αντιλαμβανόμενος ότι τα μέλη του διαπερνούσαν άρδην τα όρια των πλακών. «Σταμάτα επιτέλους μ’ αυτήν την αηδία», έλεγε από μέσα του, επιπλήττοντας τον εαυτό του.

 

Σήκωσε τα μάτια του για να δει ένα γλυκό, χαμογελαστό πρόσωπο να τον κοιτάζει. Προφανώς, ήταν κι αυτή μια απ’ τους περαστικούς που διασκέδασε με το πέσιμό του, αλλά έδειχνε ένα, περίεργο για εκείνον, ενδιαφέρον.

 

Ήταν αρκετά όμορφη. Στρόγγυλο πρόσωπο, σκουροπράσινα μάτια, μαύρα μακριά μαλλιά, ροδαλό δέρμα. Ήταν νέα στην ηλικία, μερικά χρόνια μεγαλύτερη απ’ αυτόν, μάλλον. Στα χείλη της, το αδιευκρίνιστο χαμόγελο τον προσκαλούσε ευχάριστα να ανταποκριθεί. Συνήθως, τόσο όμορφες κοπέλες δεν του μιλούσαν, εκτός κι αν ήταν υπάλληλοι σε κατάστημα. Και σχεδόν πάντα, απέφευγαν να τον κοιτάζουν στα μάτια. Εκείνη φαινόταν διαφορετική.

 

«Είμαι καλά;…». Η απάντησή του ακούστηκε σαν ερώτηση. Δεν το ήθελε αυτό, αλλά ποτέ δεν ήταν σίγουρος για το τι έπρεπε να πει.

 

Η κοπέλα από πάνω του άφησε ένα αστείο γελάκι να ξεφύγει απ’ τα χείλη της και προσπαθώντας να το πνίξει το μετέτρεψε σε ροχαλητό. Κάτι που την έκανε να καλύψει το στόμα με το χέρι της και να γελάσει ακόμη πιο δυνατά. Αυτό προκάλεσε ένα εσωτερικό γαργαλητό στον Φαίδωνα, το οποίο προσπάθησε, μάταια, να αποδιώξει. Άρχισε κι αυτός να γελάει. Πολλές φορές το γέλιο του ακουγόταν σαν κλάμα, αλλά ευτυχώς, όχι αυτήν τη φορά. Και πάλι, όμως, ένιωσε το κάψιμο στο πρόσωπό του καθώς ένα κοκκίνισμα αναδυόταν και το κάλυπτε πλήρως. Ντρεπόταν τόσο πολύ να γελάει μπροστά σε άλλους.

 

«Μια χαρά μου φαίνεσαι», είπε η κοπέλα. «Έλα, θα σε βοηθήσω να σηκωθείς»

 

Το τεντωμένο χέρι της κοπέλας τον καλούσε να την αγγίξει. Η παλάμη του μυρμήγκιαζε και μόνο στην ιδέα του αγγίγματος . Κοίταξε αριστερά και δεξιά και είδε μερικούς διαβάτες να διασχίζουν το πεζοδρόμιο. Δεν ήθελε να τον δουν άλλοι να την αγγίζει. Τι θα σκέφτονταν για κείνον;

 

«Δεν θα μείνεις για πάντα στο πεζοδρόμιο, έτσι δεν είναι;», είπε η κοπέλα που διέκρινε τον δισταγμό του.

 

«Όχι», είπε και άπλωσε το χέρι του. Έστρεψε το κεφάλι του δεξιά και κάρφωσε το βλέμμα του κάπου μακριά, μήπως μπορέσει και κρατήσει την σκέψη του κάπου αλλού αντί στην επικείμενη επαφή. Ένιωσε το απαλό χέρι της κοπέλας να κλείνει γύρω από το δικό του. Ένα ελαφρύ τράβηγμα τον υποκινούσε να σηκωθεί από το πεζοδρόμιο. Έβαλε δύναμη στα πόδια του, και λιγότερη στο χέρι του, επειδή ήταν σίγουρος ότι θα φανεί αδέξιος. Σε λίγα δευτερόλεπτα στεκόταν μπροστά στην κοπέλα.

 

«Είμαι η Ναυσικά», του είπε εκείνη και κούνησε το χέρι του, που κρατούσε ακόμα μέσα στο δικό της.

 

«Φαίδων», είπε εκείνος, μεταφέροντας το βλέμμα του από τα μάτια της στον φόντο πίσω της, και μετά πάλι στα μάτια της. Οι σύντομες συνευρέσεις των βλεμμάτων τους τον έκαναν να παρατηρήσει ότι η Ναυσικά, τι ωραίο όνομα, τον κοίταζε συνεχώς στα μάτια. Ήθελε να κάνει κι εκείνος το ίδιο, αλλά έμοιαζε αδύνατο.

 

«Μου φαίνεται ότι κάτι σε προβληματίζει», είπε η Ναυσικά και πίεσε τον αντίχειρά της πάνω στην ανάστροφη του χεριού του, λίγο πριν το αφήσει.

 

«Ναι… μάλλον…», είπε ο Φαίδων, ξέροντας ότι πάντα τον προβλημάτιζε κάτι. Κάτι πολύ κακό, κάτι ανεμπόδιστο, κάτι απρόβλεπτο.

 

Η Ναυσικά κοίταξε το ρολόι που φορούσε στο χέρι της. «Έχω λίγη ώρα στην διάθεσή μου και δεν πεινάω ακόμα. Θέλεις να πάμε για καφέ παρέα;», τον ρώτησε.

 

Αυτό ήταν αναπάντεχο. Οι απαντήσεις άρχισαν να μπερδεύονται μέσα στο κεφάλι του Φαίδωνα, δημιουργώντας ένα αξεδιάλυτο κουβάρι.

 

«Θα πήγαινα μαζί σου για όλα τα χρώματα», είπε τελικά, πιστεύοντας ότι είναι η σωστότερη απάντηση που θα μπορούσε να βρει. Το γέλιο της κοπέλας, όμως, τον έπεισε για το αντίθετο.

 

«Έλα μαζί μου», του είπε και ξεκίνησε να προχωράει παρακινώντας τον. Του Φαίδωνα του ακούστηκε σαν κάτι το οποίο δεν μπορούσε να παρακούσει. Με μερικά γρήγορα βήματα έφτασε δίπλα της και την ακολούθησε σιωπηλός. Σιωπηλή ήταν κι όλη η διαδρομή μέχρι μια κοντινή καφετέρια, όπου η Ναυσικά μπήκε και διάλεξε ένα τραπέζι σε μια απόμακρη γωνία. Χαμογέλασε κι έδειξε την καρέκλα δίπλα της, στον Φαίδωνα. Εκείνος κάθισε διστακτικά, εξετάζοντας τον άγνωστο χώρο γύρω του.

 

«Πες μου, λοιπόν, τι είναι αυτό που σε απασχολεί», τον ρώτησε η Ναυσικά. Ο Φαίδων γύρισε και την κοίταξε, και τότε το είδε. Όπως με κάθε άλλον, έτσι και μ’ εκείνην, το είδε. Και ήταν τρομακτικό.

 

 

~ * ~ * ~ * ~ * ~ * ~

Η ταραχώδης ζωή του Φαίδωνα ξεκίνησε όταν ήταν πολύ μικρός. Η ανθρωποφοβική και κλειστή συμπεριφορά του άρχισε να σφυρηλατείται από την τρυφερή ηλικία των δέκα ετών, με αιτία ένα γεγονός που στιγμάτισε άμεσα την ζωή του και αποτέλεσε το εναρκτήριο λάκτισμα μιας σειράς παρόμοιων συμβάντων.

 

Το γεγονός εκείνο συνέβη μια όμορφη ανοιξιάτικη ημέρα, από εκείνες που σε προετοιμάζουν για το καλοκαίρι και που, σίγουρα, δεν σε γεμίζουν με όρεξη για μάθημα. Παρόλ’ αυτά, ο Φαίδων, από την τρίτη σειρά των θρανίων, είχε τα μάτια στραμμένα στον μαυροπίνακα, όπου η κ. Αθηνά ανέλυε τα σύνθετα κλάσματα. Αν και η ένταξή του στο δημοτικό σχολείο ήταν σχετικά πρόσφατη, ήξερε ότι τα μαθηματικά ήταν το αγαπημένο του μάθημα, γι’ αυτό, πάντα το παρακολουθούσε με ιδιαίτερη προσοχή.

 

«Το καταλάβατε;», ρώτησε η κ. Αθηνά, που μόλις είχε εξηγήσει την μετατροπή των σύνθετων κλασμάτων σε απλά. Περιέφερε τα μάτια στην αίθουσα για τυχόν απορίες από την μεριά των μαθητών και μόλις το βλέμμα της συνάντησε του Φαίδωνα, τότε συνέβη.

 

Το μυαλό του Φαίδωνα άρχισε να κατακλύζεται με εικόνες. Άσχημες και βίαιες. Δεν κατέβαλε καμία προσπάθεια για την δημιουργία εκείνων των εικόνων, απλά, από μόνες τους, γέμιζαν το κεφάλι του, σαν ένας εφιάλτης τον οποίον δεν μπορούσε να ελέγξει κι απ’ τον οποίον δεν μπορούσε να ξυπνήσει. Αν και δεν ήταν απολύτως βέβαιος, για κάποιον λόγο ήξερε πως αυτά που έβλεπε ήταν μέσα από τα μάτια της κ. Αθηνάς. Είδε έναν άντρα να μπαίνει παραπατώντας, μέσα στο δωμάτιο που αυτή καθόταν. Την αποκάλεσε με λέξεις που, ο Φαίδων, δεν ήξερε καν τι σημαίνουν, ήταν σίγουρος, όμως, ότι ήταν κακές λέξεις. Εκείνη προσπάθησε να τον ηρεμίσει, να τον ελέγξει, να τον καταλάβει, αλλά ο άντρας ήταν εκτός εαυτού. Την άρπαξε από τα χέρια και την πέταξε πάνω στον καναπέ. Άρχισε να την χτυπάει στο κορμί, ενώ εκείνη προσπαθούσε να αποκρούσει τα χτυπήματά του, αλλά ούτε κατά διάνοια να του αντεπιτεθεί. Ο άντρας την τράβηξε και την έριξε στο πάτωμα και συνέχισε να την χτυπάει, αυτήν τη φορά με πόδια του.

 

Οι εικόνες έσβησαν από το μυαλό του Φαίδωνα τόσο απότομα όπως ήταν και η εμφάνισή τους λίγο νωρίτερα. Όλη αυτήν την ώρα τα μάτια του ήταν καρφωμένα στα μάτια της κ. Αθηνάς, κι εκείνης στα δικά του. Ένιωθε τρομοκρατημένος, σαν να είχε κάνει κάτι απαγορευμένο και να τον έπιασαν στα πράσα. Χωρίς να υπάρχει καμιά προφανής απόδειξη, ο Φαίδων ήξερε ότι η κ. Αθηνά κατάλαβε τι είχε μόλις παρακολουθήσει. Είχε δαγκώσει το κάτω χείλι της και τον κοιτούσε σιωπηλή, ώσπου, τελικά, στράφηκε προς την πόρτα κι έτρεξε προς τα εκεί, εγκαταλείποντας την αίθουσα.

 

Η ώρα πέρασε και το κουδούνι χτύπησε χωρίς η κ. Αθηνά να εμφανιστεί. Στο διάλειμμα, ο Φαίδων πήγε και είπε στην διευθύντρια του σχολείου πως πίστευε ότι ο άντρας της κ. Αθηνάς, την χτυπάει. Όχι, δεν είχε δει ή ακούσει κάτι. Όχι, δεν τον είχε βάλει κάποιος άλλος να το πει αυτό. Όχι, δεν ήξερε για ποιον λόγο το είχε πει αυτό. Αυτό που αποκάλυψε, σίγουρα, έκανε μεγάλη εντύπωση στην διευθύντρια, η οποία δεν το πολυπίστεψε, αλλά ούτε και το πήρε τελείως αψήφιστα. Γεγονός πάντως είναι ότι η κ. Αθηνά έκανε δυο βδομάδες να επιστρέψει στο σχολείο.

 

Όταν τελικά, η δασκάλα επέστρεψε στο σχολείο, δεν ήταν η ίδια μ’ εκείνη που ήταν κάποτε. Η νεανική ζωντάνια και λάμψη της είχαν χαθεί και είχαν αντικατασταθεί από θλίψη και πόνο. Ο Φαίδων θυμόταν πολύ καλά την μέρα που η δασκάλα του επέστρεψε, επειδή ένα άλλο ενοχλητικό γεγονός συνέβη τότε. Πήγαινε στις τουαλέτες του σχολείου και λίγο πριν ανοίξει την πόρτα ένιωσε ένα χέρι να τον αρπάζει από το σβέρκο και να τον σπρώχνει προς τα μέσα. Γύρισε και είδε ότι ήταν η ίδια του η δασκάλα, της οποίας τα δάκρυα και τα τρεμάμενα χείλη δείχνανε πως ήταν σε άθλια ψυχολογική κατάσταση. Τον έπιασε από τον γιακά και τον κόλλησε στον τοίχο, έσκυψε ώστε να έρθει στο ίδιο ύψος μ’ εκείνον και έφερε το πρόσωπό της κοντά στο δικό του.

 

«Άκουσε καλά παλιο-καθαρματάκι», του είπε ψιθυριστά, αλλά φτύνοντας κυριολεκτικά τις λέξεις, «μην τολμήσεις ξανά και μπλεχτείς στα πόδια μου γιατί θα σε σκοτώσω. Κατάλαβες;»

 

Ο Φαίδων κούνησε καταφατικά το κεφάλι του, τρέμοντας από φόβο.

 

«Και μην κοιτάξεις ποτέ ξανά μες στην ζωή μου. Ποτέ ξανά!». Τον είχε τραβήξει κοντύτερα στο πρόσωπό της καθώς του έλεγε αυτά τα λόγια και μετά τον έσπρωξε προς τα πίσω, χτυπώντας την πλάτη του στον τοίχο. Ύστερα τον άφησε και γύρισε να φύγει.

 

«Ήταν η πρώτη φορά που συνέβη…», ψιθύριζε ενώ έφευγε, «η πρώτη φορά…»

 

Όταν η πόρτα της τουαλέτας έκλεισε, ο Φαίδων βρισκόταν καθισμένος στο πάτωμα της τουαλέτας, κλαίγοντας και με τα παντελόνια του βρεγμένα. Όση ώρα η κ. Αθηνά του μιλούσε, εκείνος έβλεπε εκείνον τον άγριο άντρα να ορμάει στο δωμάτιο που εκείνη ήταν ξαπλωμένη κι έβλεπε τηλεόραση, να την αρπάζει απ’ τα μαλλιά και να την σέρνει πίσω του ως το μπάνιο, προτού εκείνη καταλάβει τι ακριβώς συνέβαινε, να την πετάει μέσα στην μπανιέρα και να την καταβρέχει με παγωμένο νερό και μετά, να την κλειδώνει μόνη μέσα στο μπάνιο, αφήνοντάς την να κλαίει.

 

Όπως ήταν φυσιολογικό, ο Φαίδων δεν είπε τίποτα παραπάνω γι’ αυτά που είχε δει. Ήταν ένα μυστικό που τον βάραινε όσο τίποτα άλλο. Όμως, παρά τις όσες ενοχές ένιωθε για εκείνο το κρυφοκοίταγμα, μια περιέργεια είχε αρχίσει να σκαλίζει με ένα άλλο ενδιαφέρον αυτό το γεγονός. Γιατί είχε συμβεί αυτό; Θα συνέβαινε ξανά; Ήταν κάποιου είδους τιμωρία ή χάρισμα; Κι αν ήταν χάρισμα, γιατί το φοβόταν τόσο πολύ; Τα μέλλοντα θα έδειχναν πόσο βάσιμος ήταν ο φόβος του.

 

Η επόμενη φορά που ο Φαίδων είχε μια παρόμοια εμπειρία, ήταν μια πρωία Κυριακής. Η μητέρα του τον είχε ξυπνήσει λίγο νωρίτερα από τις προηγούμενες μέρες για να τον πάρει μαζί του στην εκκλησία. Δεν ήταν κάτι που το έκανε συχνά και η ίδια, αλλά όποτε πήγαινε της άρεσε να συνοδεύεται από τον γιο της. Άρεσε, επίσης, και στον Φαίδωνα, επειδή ερχόταν σε επαφή με ένα διαφορετικό περιβάλλον με περίεργες μυρωδιές και μυστηριώδη ακούσματα, που στα παιδικά του μάτια φάνταζαν αλλόκοσμα.

 

Η μητέρα του Φαίδωνα τον άφησε στο δωμάτιό του να ετοιμαστεί και μετά από δέκα λεπτά τον φώναξε να πάει στην κουζίνα για το πρωινό του. Είχε ετοιμάσει δυο φέτες ψωμί, αλειμμένες με βούτυρο και μέλι, κι ένα μεγάλο ποτήρι γάλα. Με μεγάλες μπουκιές, ο Φαίδων, καταβρόχθισε το ψωμί και είχε μόλις πιάσει στα χέρια του το ποτήρι με το γάλα, όταν η μητέρα του μπήκε στην κουζίνα, φορώντας τα καλά της ρούχα.

 

«Είσαι έτοιμος, καλέ μου;», ρώτησε τον Φαίδωνα κι όταν αυτός την κοίταξε για να της απαντήσει είδε κάτι που έκανε το ποτήρι να γλιστρήσει από τα χέρια του και να θρυμματιστεί στο πάτωμα, γεμίζοντας τον χώρο με σπασμένα γυαλιά και γάλα.

 

Οι εικόνες που έβλεπε, όπως με την κ. Αθηνά έτσι και τώρα, ήταν μέσα από τα μάτια της μητέρας του. Βρισκόταν στο υπνοδωμάτιό της μαζί με τον πατέρα του. Κανένας από τους δυο δεν φορούσε ρούχα. Άκουσε την μητέρα του να λέει λόγια πρόστυχα και τον πατέρα του να της απαντάει με τον ίδιο τρόπο. Αγγίζονταν, και τα κορμιά τους μπλέκονταν, με τρόπο που εκείνος θεωρούσε αηδιαστικό. Οι ανάσες τους και τα βογγητά τους δημιουργούσαν ένα κράμα ήχων που του προκαλούσε ναυτία.

 

Όταν οι εικόνες σταμάτησαν, ο Φαίδωνας ένιωσε ανακούφιση. Ήξερε πολύ καλά τι ήταν αυτό που είδε τους γονείς του να κάνουν, δεν περίμενε, όμως, ότι θα ήταν τόσο βρώμικο. Ο συνδυασμός της γλυκύτητας που του μιλούσε κάθε μέρα η μητέρα του, με αυτά που την είχε δει να κάνει και να λέει, τον έκαναν να νιώσει μια σιχασιά για ‘κείνη. Από εκείνη την στιγμή και μετά, ο Φαίδων δεν ξανακοίταξε την μητέρα του στα μάτια, ποτέ.

 

Παρά τις προσπάθειες των γονιών του, ο Φαίδων δεν μπόρεσε να τους δώσει μια ικανοποιητική απάντηση για το τι ήταν αυτό που είχε. Ήταν κάτι για το οποίο δεν ήθελε να μιλάει επειδή μπορεί να είχε άσχημα αποτελέσματα, όπως τότε με την δασκάλα του. Σχεδόν με χαρά, ο Φαίδων διαπίστωσε ότι η μητέρα του δεν είχε καταλάβει ότι είχε δει κάτι που αφορούσε εκείνη. Ίσως οι ενοχές της κ. Αθηνάς να ήταν εκείνες που την έκαναν να διαισθανθεί το όραμά του.

 

Από τότε και μετά, ο Φαίδων άρχισε σιγά-σιγά να αποξενώνεται από τον κόσμο. Οι επαφές του με ανθρώπους, είτε στο σχολείο είτε στον οικογενειακό κύκλο ήταν πολύ σπάνιες και, από την δική του πλευρά, ήταν καθαρά για ικανοποίηση της περιέργειάς του, πάνω σ’ αυτό που αργότερα ονόμασε «κρυφή ματιά».

 

Είχε αρχίσει να πειραματίζεται με αυτήν. Να δει αν μπορεί να την ελέγξει ή αν ήταν κάτι που γινόταν ακούσια, σαν την αναπνοή. Αναζήτησε τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να έχει πρόσβαση σε αυτήν, ώστε να την ανακαλεί, αν το επιθυμούσε. Για τον λόγο αυτό, τα παιδιά του σχολείου, οι συγγενείς και οι οικογενειακοί φίλοι έπαψαν να έχουν τη θέση του κοινωνικού συνόλου κι έγιναν, όλοι, ένα είδος πειραματόζωων.

 

Ο εθισμός του στην κρυφή ματιά του, ολοένα και μεγάλωνε. Ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφερόταν στους άλλους, και κυρίως στους συμμαθητές του, για να πάρει αυτό που ήθελε, τον έκανε ιδιαίτερα αντιπαθή. Αλλά αυτό δεν τον ένοιαζε και τόσο, του αρκούσε οι προσπάθειές του να επέφεραν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Και τις φορές που η κρυφή ματιά δεν «δούλευε», η συμπεριφορά του γινόταν ακόμη πιο αλλοπρόσαλλη. Φερόταν βίαια στα συγκεκριμένα άτομα, τα έβριζε και τα έλεγε ότι κάτι στραβό κι αλλόκοτο συνέβαινε μ’ αυτούς.

 

Αυτό που είχε ήταν πιο αρνητική επιρροή πάνω του, ήταν η έκθεσή του στις σκηνές που έβλεπε καθημερινά. Σίγουρα δεν ήταν κάτι που ένα μικρό παιδί μπορούσε να διαχειριστεί και όλα εκείνα μπέρδευαν και αγρίευαν το μυαλό του. Γονείς που φώναζαν και χτυπούσαν τα παιδιά τους, παιδιά που μάλωναν με άλλα παιδιά, συμμαθητές που έκλεβαν και έσπαζαν διάφορα, νέοι και νέες που αυτοϊκανοποιούνταν, συγγενείς που έκαναν σεξ. Η λίστα ήταν μεγάλη, αλλά εκείνο το μίγμα των ξένων προσωπικών στιγμών κατέστρεφε αργά την αθωότητα και την λογική του.

 

Καθώς τα χρόνια περνούσαν κατανοούσε καλύτερα το πώς λειτουργεί η κρυφή ματιά. Θα έπρεπε, καταρχάς, αυτός και το άλλο άτομο να κοιταχτούν στα μάτια για μερικές στιγμές. Μετά, δημιουργούταν ένα είδος «συντονισμού» με εκείνο το άτομο, τον οποίο δεν έλεγχε, αλλά ήταν κάτι που γινόταν από μόνο του, πάντα. Ύστερα από αυτό εικόνες και ήχοι άρχιζαν να γεμίζουν το μυαλό του. Με τον καιρό κατάλαβε ότι οι σκηνές που παρακολουθούσε είχαν όλες έναν κοινό παράγοντα. Αφορούσαν όλες περιστατικά που προκαλούσαν πολύ έντονα συναισθήματα, που μπορούσαν να είναι φόβος, πόνος, θλίψη, χαρά, απόλαυση, θυμός κι οτιδήποτε άλλο. Επίσης, ήταν σίγουρος πως αυτά που έβλεπε ήταν από το πρόσφατο παρελθόν του ατόμου. Πριν από μια μέρα ή δυο μέρες ή μια βδομάδα, δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα, αλλά το συναίσθημα θα έπρεπε να είναι «φρέσκο», ήταν απόλυτος γι’ αυτό. Αυτός ήταν και ο λόγος που μερικές φορές η κρυφή ματιά δεν έφερνε αποτελέσματα. Αν το άλλο άτομο δεν είχε ζήσει κάτι συναισθηματικά φορτισμένο τον τελευταίο καιρό, απλά αγνοούνταν από εκείνην.

 

Οι γονείς του Φαίδωνα αντιμετώπιζαν με υπομονή αλλά και με ανησυχία τον εγκλεισμό του στον εαυτό του. Περνούσε πολλές ώρες μόνος του, σπάνια έβγαινε από το σπίτι και σχεδόν ποτέ δεν έκανε παρέα με άλλα παιδιά. Οι επιδόσεις του στο σχολείο, από την άλλη, ήταν αρκετά ικανοποιητικές, γι’ αυτό και αποφάσισαν να τον αφήσουν να προσπαθήσει για κάτι, που όπως νόμιζαν, θα τον αφύπνιζε από την κατάσταση στην οποία είχε πέσει. Πρόσεχαν από κοντά την εξέλιξη της συμπεριφοράς και της προσωπικότητάς του, ώστε να επέμβουν αν αυτές ξέφευγαν αρκετά. Οι δάσκαλοι και, στην συνέχεια, οι καθηγητές του, τους έλεγαν ότι, παρά τον εσωστρεφή χαρακτήρα του, δεν δημιουργούσε προβλήματα στην τάξη και τα γραπτά του έδειχναν μια ανεπτυγμένη ευστροφία. Οι επαφές του δε, με τους συμμαθητές του ήταν σχετικά προβληματικές και, αραιά και που, δημιουργούνταν κάποια μικροεπεισόδια, τα οποία ουδέποτε ήταν ιδιαίτερα σοβαρά.

 

Όταν τελείωσε το λύκειο, οι γονείς του Φαίδωνα, άρχισαν να ψάχνουν με μεγαλύτερη επιμονή τα αίτια της παράξενης συμπεριφοράς του γιου τους, μιας και είδαν ότι η αλλαγή που περίμεναν δεν είχε έρθει με το πέρας της σχολικής του ζωής. Του επέβαλαν μερικές επισκέψεις σε έναν ψυχολόγο, μήπως μπορέσει αυτός να ξεδιαλύνει την κατάσταση, παρά τις αντιρρήσεις του. Προς μεγάλη απογοήτευση του Φαίδωνα, οι επισκέψεις γίνονταν όλο και περισσότερες, αφού ο γιατρός δεν μπορούσε καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα. Αυτό που είπε στους γονείς του και τους κατατρόμαξε ήταν ότι το είναι του φαινόταν να είναι καταπονημένο και γερασμένο, σαν κάποιον που είναι σε βαθιά γεράματα κι έχει ζήσει την ζωή του στα άκρα. Τους πρότεινε να τον κλείσουν σε ένα ίδρυμα για λίγο καιρό, ώστε να παρακολουθείται πιο στενά. Τους εφησύχασε λέγοντάς τους ότι δεν επρόκειτο να υπάρξει φαρμακευτική αγωγή κι ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα είχαν πιο γρήγορα και πιο έγκυρα αποτελέσματα για το τι του συμβαίνει. Δεν χρειάστηκε να ακούσουν πολύ περισσότερα για να πειστούν και μετά από λίγο καιρό, ο Φαίδων βρέθηκε εσώκλειστος σε ένα ψυχιατρείο.

 

Οι δυο μήνες που πέρασε στο ψυχιατρείο αποδείχτηκαν πλέον επιβλαβείς για την ήδη καταρρακωμένη ψυχική υγεία του Φαίδωνα. Η έλλειψη σχεδόν κάθε είδους κοινωνικής επαφής και με μόνη πηγή συλλογής εμπειριών και κατανόησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς, την κρυφή ματιά, οδήγησαν τον Φαίδωνα σε ένα είδος αποξένωσης από κάθε μορφή επικοινωνίας. Την κατάσταση αυτή ήρθε να συνδαυλίσει η επαφή του με τους τροφίμους του ψυχιατρείου, των οποίων οι εμπειρίες ξύπνησαν νέους φόβους, μέσα στον Φαίδωνα, απομακρύνοντάς τον ακόμη περισσότερο από τους ανθρώπους.

 

Παρά την ενόχληση που του προκαλούσαν, ο Φαίδων βρήκε αρκετά ενδιαφέρον αυτό το νέο είδος εμπειριών, γι’ αυτό και περνούσε πολλές ώρες στους κοινόχρηστους χώρους του ιδρύματος, αποζητώντας τροφή για την περιέργειά του. Σ’ αυτό βοηθούσε η σχεδόν κατατονική, από τα φάρμακα, κατάσταση των περισσοτέρων τροφίμων, με τους οποίους δεν χρειαζόταν να έρθει σε καμία συνδιάλεξη. Ήταν πολλές και διάφορες οι εμπειρίες που συνέλεξε, κι όλες τού προξενούσαν από μια ξεχωριστή ανατριχίλα. Είδε μέσα από τα μάτια κάποιου που βωμολοχούσε και εκτόξευε αντικείμενα προς ένα αόρατο πλάσμα. Ένας άλλος διαπληκτιζόταν έντονα με τον εαυτό του, μπροστά από έναν καθρέφτη, κι αφού η συζήτηση δεν έβγαζε πουθενά, βάλθηκε να προσπαθεί να βγάλει τα μάτια από το είδωλό του. Ένας άντρας ήταν πεπεισμένος ότι έλιωνε όποτε πλησίαζε κοντά στις ακτίνες του ήλιου και ούρλιαζε σαν να τον βράζουν ζωντανό. Μια γυναίκα συνευρέθηκε με τον φανταστικό εραστή της. Μια άλλη γυναίκα κρυβόταν κάτω από το κρεβάτι για να αποφύγει τον καθόλου φανταστικό νοσηλευτή, ο οποίος την ανακάλυψε εύκολα και την βίασε.

 

Οι γονείς του Φαίδωνα διαπίστωσαν, τελικά, ότι η παραμονή του στο ψυχιατρικό ίδρυμα του έκανε μόνο κακό, γι’ αυτό και βιάστηκαν να τον απομακρύνουν από εκεί. Σ’ αυτό που αρκέστηκαν ήταν να συνεχίσουν να στέλνουν τον γιο τους σε έναν ψυχολόγο, διαφορετικό αυτήν την φορά, και με όχι πολύ συχνές επισκέψεις, απλά και μόνο για να παρακολουθείται η κατάστασή του και να εντοπιστεί έγκαιρα η όποια σημαντική επιδείνωση. Το επόμενο πράγμα που έκαναν ήταν να του βρουν ένα μικρό διαμέρισμα, κοντά στο δικό τους σπίτι, ώστε να έχει τον δικό του χώρο, αφού ήταν εμφανές ότι χρόνος που περνούσε μόνος του ήταν αρκετά εποικοδομητικός για κείνον. Εκτός από τις τακτικές επισκέψεις που του έκαναν για τον ελέγχουν, προσέλαβαν, επίσης, και μια ιδιαιτέρα νοσοκόμα για να πηγαίνει και να τον κοιτάζει ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Ο Φαίδων φαινόταν να απολαμβάνει πραγματικά αυτήν την νέα εξέλιξη της ζωής του, γι’ αυτό και δεν διαμαρτυρόταν για τις συχνές επισκέψεις και την είσοδο ενός ξένου ατόμου στο σπίτι του.

 

Λίγο αργότερα προσπάθησαν ακόμη και να βρουν μια δουλειά για τον Φαίδωνα, ώστε να έχει κάτι καινούριο να απασχολείται. Επέλεξαν δουλειές στις οποίες δεν θα είχε πολλές επαφές με ανθρώπους, αλλά μετά από μερικές δοκιμές φάνηκε ότι του ήταν πολύ δύσκολο να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της εκάστοτε εργασίας.

 

Έτσι, ο Φαίδων μπήκε σε μια καθημερινή ρουτίνα η οποία διατηρούσε σταθερή την κατάσταση της ψυχικής του υγείας. Λάμβανε αρκετά μεγάλη βοήθεια από τους γονείς του ως προς την διευθέτηση της ζωής του, αν και τον ανάγκαζαν να φροντίζει από μόνος του για μερικές από τις ανάγκες του, όπως τα ψώνια από το σούπερ-μάρκετ και η αγορά ρούχων, ώστε να μαθαίνει να παίρνει πρωτοβουλίες. Και κάπως έτσι περνούσε ο καιρός…

 

 

~ * ~ * ~ * ~ * ~ * ~

 

Ο Φαίδων τινάχτηκε από την καρέκλα στην οποία καθόταν και κοίταζε έντρομος και με τα μάτια ορθάνοιχτα την Ναυσικά. Την επόμενη στιγμή άρχισε να τρέχει προς την έξοδο της καφετέριας, ρίχνοντας πολλά τραπέζια και καρέκλες στο πάτωμα, με το πέρασμά του. Βγήκε στον δρόμο και συνέχισε να τρέχει. Ήθελε να κρυφτεί από εκείνη την γυναίκα με το αγγελικό πρόσωπο και την διαβολική ψυχή. Οι εικόνες, όμως, που είχε δει, ακόμα τον κυνηγούσαν.

 

Έφτασε στην άκρη του τετραγώνου και κρύφτηκε στην γωνία. Έβγαλε προσεκτικά το κεφάλι του πίσω από τον τοίχο και κοίταξε προς την καφετέρια. Είδε την Ναυσικά να βγαίνει και να κοιτάζει αριστερά και δεξιά. Ευτυχώς δεν τον είδε. Ύστερα η κοπέλα ανασήκωσε τους ώμους κι άρχισε να περπατά, και πάλι ευτυχώς, προς την αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτήν που ήταν ο Φαίδων.

 

«Δεν αλλάζουν αυτά που έγιναν», σκεφτόταν ενώ δάκρυα πλημμύριζαν τα μάτια του. Οι εικόνες συνέχιζαν να βρίσκονται καθαρές μες στο μυαλό του.

 

Ήταν μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Το μοναδικό φως βρισκόταν κάπου πάνω απ’ το κεφάλι του και φώτιζε προς τα κάτω. Ακριβώς μπροστά του… μπροστά της… υπήρχε ένας πάγκος και πάνω στον πάγκο ήταν ξαπλωμένο ένα νέο αγόρι, περίπου στα μέσα της εφηβείας του. Το αγόρι ήταν γυμνό και τα χέρια και τα πόδια του ήταν δεμένα πάνω στον πάγκο, ενώ το στόμα του ήταν σφραγισμένο με φαρδιά κολλητική ταινία. Τα μάτια του γεμάτα τρόμο και δάκρυα.

 

Ο Φαίδων κοίταξε τα χέρια του… τα χέρια της… και είδε ότι κρατάει ένα νυστέρι, το οποίο πλησίαζε αργά προς το στέρνο του αγοριού. Το παιδί άρχισε να τρέμει και να χτυπιέται, όσο του επέτρεπαν τα δεσμά του.

 

«Κρατήστε τον, που να πάρει ο διάολος», άκουσε την Ναυσικά να λέει μες στο όραμά του. Μερικά ζευγάρια στιβαρών χεριών έκαναν την εμφάνιση τους και καθήλωσαν τον νέο πάνω στον πάγκο. Η δουλειά της Ναυσικάς έγινε πολύ πιο εύκολη από εκεί και πέρα. Το νυστέρι διέσχισε εύκολα το στέρνο του αγοριού, κάνοντας μια τεράστια τομή, μέχρι κάτω στην κοιλιά. Αίμα άρχισε να αναβλύζει μέσα από τα σωθικά του παιδιού, το οποίο μετά από λίγο σταμάτησε να μάχεται και ξεψύχησε. Η δουλειά, όμως, συνεχίστηκε χωρίς καθυστερήσεις. Με γρήγορες, αλλά ακριβείς και μεθοδευμένες κινήσεις, η Ναυσικά άρχισε να αφαιρεί τα ζωτικά όργανα του παιδιού, τοποθετώντας το καθένα σε ένα πλαστικό δοχείο και στην συνέχεια μέσα σε ένα προστατευτικό ψυγείο.

 

Όταν τέλειωσε με το αγόρι, έλυσε τα δεσμά του και απλά το έσπρωξε ώστε να πέσει από τον πάγκο. Ύστερα γύρισε και κοίταξε προς τα πίσω. Μέσα στο μισοσκόταδο μπορούσε να διακρίνει μια μικρή ομάδα παιδιών, όλα δεμένα και φιμωμένα, να κλαίνε και να τρέμουν για την μοίρα που τους επιφυλασσόταν.

 

«Φέρτε μου το κορίτσι», είπε η Ναυσικά, απλώνοντας το χέρι της και δείχνοντας ποια εννοούσε.

 

Ο Φαίδων μπορούσε να γευτεί την απόλαυση που προσέφερε στην Ναυσικά αυτό το μισερό και ειδεχθές έγκλημα που έπραττε. Το μυαλό του δεν είχε υπάρξει ποτέ πιο πολύ μπερδεμένο. Πώς μπορούσε κάτι το τόσο απαίσιο να δίνει σε κάποιον τόσο μεγάλη απόλαυση; Σχεδόν ηδονή;

 

Άρχισε ξανά να τρέχει. «Δεν αλλάζουν αυτά που έγιναν», σκεφτόταν καθώς τάχυνε το βήμα του όλο και πιο πολύ. «Δεν αλλάζουν αυτά που έγιναν». Η Ναυσικά ήταν μόλις λίγα μέτρα μπροστά του και περίμενε στην άκρη του δρόμου.

 

«Αλλά αλλάζουν αυτά που δεν έγιναν ακόμα», σκεφτόταν ο Φαίδων καθώς άρπαζε την Ναυσικά και την έριχνε, μαζί με τον εαυτό του, μπροστά στις ρόδες ενός διερχόμενου λεωφορείου.

 

 

ΤΕΛΟΣ

Ορεστιάδα, 27 Μαΐου 2010

Edited by Mesmer
Link to comment
Share on other sites

Ωραία ιστορία, κυλάει πολύ καλά. Ειδικά στο πρώτο μέρος η περιγραφή του ψυχισμού του Φαίδωνα είναι εκπληκτική, πολύ πετυχημένη. Το δεύτερο μέρος είναι αναγκαστικά πιο αδύναμο. Θα ήθελα όμως στο τρίτο μέρος, να επιστρέφεις στη δυνατή ψυχολογική περιγραφή που έχεις στο πρώτο. Είναι κάπως υποτονικό για φινάλε, θέλεις λίγη ένταση περισσότερη, λιγότερο περιγραφή γεγονότων και περισσότερο των συναισθημάτων του Φαίδωνα. Επίσης πρέπει να τονίσεις λίγο περισσότερο τη φράση που χρησιμοποιεί, ότι τα πράγματα δεν αλλάζουν. Ίσως και να πρόσθετες μια σκηνή στο παρελθόν, που να μας δείχνει πώς καταστάλαξε σε αυτή τη φιλοσοφία.

 

Όπως και οι άλλες σου ιστορίες δε χρειάζεται ουσιαστικά καθόλου γραμματική/τυποραφική επιμέλεια! Πώς το καταφέρνεις αυτό, μου λες;

 

«Η ανθρωποφοβική και κλειστή συμπεριφορά του άρχισε να σφυρηλατείτε»: σφυριλατείτΑΙ.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Καλημέρα, Ευθυμία και σ' ευχαριστώ για το σχόλιο.

Η αλήθεια είναι πως κι εγώ θα ήθελα κάτι διαφορετικό και πιο δυνατό-πρωτότυπο για το τέλος, αλλά, μάλλον, η βιασύνη μου να ολοκληρώσω την ιστορία μού προκάλεσε ένα είδος στερέματος. Έχεις δίκιο όσον αφορά την χρήση της φράσης για την μη αντιστρεψιμότητα του παρελθόντος, θα έπρεπε να το είχα προσέξει.

Τώρα για το πώς καταφέρνω και είναι τα κείμενά μου είναι, ως επί το πλείστον, σωστά γραμματικά/τυπογραφικά... Δεν σου λέω, δεν σου λέω :p . Ειλικρινά, δεν το βλέπω έτσι και είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν ορισμένες αδυναμίες. Προσωπικά, πιστεύω ότι έχω μια αγάπη για τα κόμματα. Όπου βρω ευκαιρία, ρίχνω και μια υποδιαστολή :p και, πολλές, φορές, μου, φαίνεται, ότι, το, παρακάνω, :),

Link to comment
Share on other sites

  • 4 weeks later...
Όπου βρω ευκαιρία, ρίχνω και μια υποδιαστολή :p και, πολλές, φορές, μου, φαίνεται, ότι, το, παρακάνω,

Ήθελα, να σου, το πω αλλά, με, πρόλαβες.

Δεν βάζεις απλώς πολλά κόμματα, κάπου μπαίνουν και λάθος. Πρόσεξέ το λίγο. :mf_sherlock:

 

Η ιστορία μου άρεσε, αλλά το δεύτερο μέρος ήταν λίγο δημοσιογραφικό. Δεν είχε λάθη σαν κείμενο, απλά έχασε κάπως το λογοτεχνικό στυλ.

 

Σχετικά με το μυστικό της κοπέλας, δεν ξέρω τι έφταιξε, αλλά δυσκολεύτηκα να το πιστέψω.

Το τέλος μου άρεσε, αλλά θα συμφωνήσω με την Naroualis ότι χρειαζόταν περισσότερη προεργασία.

Link to comment
Share on other sites

1ο μέρος: Νομίζω ότι οι τρεις πρώτες παράγραφοι θα μπορούσαν να δίνουν έναν πιο απαισιόδοξο τόνο. Τις βρήκα κάπως ανάλαφρες, σαν η αφήγηση να έκανε μια διακριτική προσπάθεια για χιούμορ. Ωστόσο δίνεις καλά τα κολλήματα του ήρωα και την ψυχολογία του.

 

2ο μέρος: Κάπως μεγάλο, αλλά με κράτησε. thmbup.gif

 

3ο μέρος: Αρκετά (ως πολύ) απότομο το κλείσιμο. Ίσως να ήθελα περισσότερες πληροφορίες για το πως το βλέπει και ο ήρωας το πράγμα

(δλδ γιατί δεν πάει απλά ο ίδιος να της δώσει μια σπρωξιά; )

 

 

ΥΓ1: Καλός ο τίτλος.

 

ΥΓ2: Μια σκέψη που έκανα ήταν ότι το Φαίδων δεν μου πολυέκατσε.

 

ΥΓ3: Σχετικά με τη Ναυσικά...

μήπως τα παιδιά να είναι ναρκωμένα; Αφαιρεί τρόμο, αλλά φαντάζομαι ότι αν κάποιος κάνει κάτι τέτοιο (και με βάση το γεγονός ότι δεν είναι ορκ) δε θέλει όλον αυτόν το χαμό μέσα στα πόδια του.

 

Link to comment
Share on other sites

Γεια σου, Άννα. Το θεματάκι με τα κόμματα το γνωρίζω και προσπαθώ να το βελτιώσω. Έκανες καλά που ανέφερες ότι το δεύτερο κομμάτι της ιστορίας γίνεται λιγάκι δημοσιογραφικό, επειδή αυτόν τον καιρό γράφω μια άλλη ιστορία που έχει αρκετή περιγραφή γεγονότων και θα πρέπει να το προσέξω. Προσωπικά προτιμώ τον διάλογο ως μέσω εξέλιξης μιας ιστορίας, αλλά είναι μερικές που τις χρειάζονται τις περιγραφές τους.

 

Γεια και σε σένα, Dragoncult. Έχεις δίκιο για τις πρώτες παραγράφους, προσπάθησα να αφήσω μια νύξη χιούμορ, σαν μια αντίθεση με την σοβαρότητα της κατάστασης του Φαίδωνα. Για την σκηνή με την Ναυσικά, επειδή ήθελα να είναι λιγάκι τραγική η όλη κατάσταση, την έγραψα με τον τρόπο που την έγραψα. Για χάρη ενός πιο έντονου συναισθήματος, μερικές φορές, «ξεχνάμε» τι θα ήταν πιο λογικό. Ο Φαίδων αντέδρασε με τον τρόπο που αντέδρασε επειδή ήταν πολύ συγκλονισμένος απ' αυτά που είδε, επειδή ήθελε να είναι σίγουρος ότι η πράξη του θα φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, κι επειδή, όπως και να το κάνουμε, ήταν λιγάκι τρελός :Ρ. Επίσης, πιστεύω ότι έτσι έγινε πιο δυνατή η σκηνή. Όλοι σας έχετε δίκιο για το τρίτο κομμάτι, χρειαζόταν περισσότερη δουλειά. Δυστυχώς, κάποιες φορές, δεν μπορώ να ξεφύγω απ' την βιασύνη μου κι αυτό είναι κακό καθώς ένα καλό τέλος είναι αυτό που μένει περισσότερο από μια ιστορία.

 

Σας ευχαριστώ για τον χρόνο και τα σχόλιά σας.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..