Karasu_Noroi Posted May 28, 2010 Share Posted May 28, 2010 (edited) Χρήστος Τύλιξε το παλτό του γερά πάνω του και επιτάχυνε το βήμα. Ο Mike, μερικά μέτρα μπροστά του, προχωρούσε ακάθεκτος από στενό σε στενό με εκείνο τεράστιο χαμόγελό ζωγραφισμένο πάνω στο πρόσωπό του. Ο Χρήστος την ήξερε αυτήν την έκφρασή, από μικρά παιδιά έτσι ξεκινούσαν πάντα οι περιπέτειες τους και έτσι κατέληγαν πάντα σε μπελάδες. Ήταν 3 η ώρα το βράδυ και αυτοί τριγυρνούσαν στα σοκάκια τις πλατείας Βικτωρίας χωρίς εμφανή λόγω και αιτία! “Ρε Mike! Που είπαμε ότι πάμε;” φώναξε προσπαθώντας να τον πλησιάσει λίγο. Ο άλλος απάντησε χωρίς να κόψει φόρα η να κοιτάξει πίσω. “Σου είπα, έκπληξη”. Ήξερε ότι και να επέμενε δεν θα έπαιρνε απάντηση γι' αυτό δεν είπε τίποτα. Απλά ακολούθησε. Πέντε λεπτά μετά έστριβαν την τελευταία στροφή και μπροστά τους έβλεπαν την πλατεία. Στα πέριξ, μικρά γκρουπ, απαρτιζόμενα κυρίως από αλλοδαπούς, συζητούσαν χαμηλόφωνα μέν, αλλά κάτι τα μπουκάλια που ήταν πεταμένα γύρω τους, κάτι ο τρόπος που γελούσαν, μαρτυρούσε ότι ήταν πιωμένοι. Γύρισε το πρόσωπό του πάλι προς τα μπρος, προσπαθώντας να αποφύγει την οπτική επαφή και ότι φασαρίες θα έφερνε αυτό. Άργησε όμως. “Ωχ!” μουρμούρισε και κοντοστάθηκε όταν μπροστά του, λίγα μέτρα πριν τις σκάλες που οδηγούσαν στον σταθμό του τρένου, δύο τύποι με όψη ναρκομανών, τους είχαν κλείσει το δρόμο. Ήταν αρκετά πιο ψηλοί από αυτούς και κρατούσαν από ένα μπουκάλι μπύρα στα χέρια τους. Τα ρούχα τους ήταν βρόμικα και τα μαλλιά τους μακριά και απεριποίητα, όμως κάτι στη στάση τους, του φάνηκε περίεργο. Δεν έμοιαζαν ταλαιπωρημένοι αλλά στεκόντουσαν γεροδεμένοι και εμφατικοί ως προς την παρουσία τους εκεί. “Μικρέ” αναφώνησε ο ένας από τους δύο. Ήταν ξανθός με ένα μούσι αρκετών ημερών μεν αλλά περιποιημένο δε. Στο δεξί του μάγουλο, ακριβώς δίπλα στο χείλος του ξεκινούσε μία τρομακτική ουλή σαν κόψιμο με μαχαίρι που κατέλειγε σχεδόν στο αυτί του. “Δεν περνάς” είπε στον Mike με ήρεμο τόνο. Εκείνος έβαλε το χέρι του στην τσέπη και έβγαλε κάτι. Ο ψηλός που τους έφραζε τον δρόμο το πήρε στα χέρια του και το μελέτησε. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα το επέστρεψε και αφού έκανε ένα νεύμα στον άλλον που βρισκόταν εκεί έφυγαν χωρίς να πουν κουβέντα. Ο Χρήστος πλησίασε τον Mike και των ρώτησε απορημένος, “Τι του έδωσες ακριβώς; και γιατί ρε καμμένε πάμε μέσα στον σταθμό του ηλεκτρικού τέτοια ώρα ενώ είναι κλειστός; Ο φίλος του δεν του απάντησε. Μόνο του έκλεισε το μάτι και κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες. Αφού ξεφύσησε για ακόμη μία φορα, τον ακολούθησε. Δεν είχε προλάβει να κάνει την μισή απόσταση στις σκάλες όταν άρχισε να ακούει φασαρία να δυναμώνει όλο και περισσότερο. Στα τρία τέταρτα τις διαδρομής μπορούσε άνετα να ξεχωρίσει τις φωνές ανδρών και γυναικών που ακουγόταν λες και ήταν στο γήπεδο μία Κυριακή. Όταν έφτασε κάτω έμεινε άφωνος. Σε αυτήν την ώρα που δεν έπρεπε να υπάρχει ψυχή, και στις δύο αποβάθρες ο κόσμος ξεχείλιζε. Αυτό όμως που έκανε πιο περίεργη την κατάσταση ήταν το είδος του κόσμου. Γυναίκες ντυμένες με ακριβά φορέματα, κύριοι φαινομενικά υψηλών κοινωνικών τάξεων που ούρλιαζαν σαν τρελοί αλλά και πολλοί μαυροντυμένοι νέοι, ήρεμοι και ακίνητοι στις θέσεις τους να παρακολουθούν τον κόσμο. Έμοιαζαν όλοι τους γυμνασμένοι και πειθαρχημένοι σαν στρατιώτες. . Προχώρησε στο πλήθος σπρώχνοντας και σκύβοντας για να δει τι ακριβώς παρακολουθούσαν. Μέσα στον χώρο των τρένων, ενάμιση μέτρο χαμηλότερα από το δικό τους ύψος, δύο άντρες συγκρουόντουσαν, όχι σαν κάποιο σπορ αλλά σε αληθινή μάχη. Ο ένας από τους δύο, ο πιο αδύνατος ήταν γεμάτος με αίματα στο πρόσωπο και με βία μπορούσε να δει από το ένα του μάτι. Το άλλο ήταν τελείως πρησμένο. Με το αριστερό του χέρι κρατούσε τα πλευρά του, προφανώς είχαν σπάσει μερικά, ενώ το δεξί του χέρι κρεμόταν παράλυτο στο πλάι. Ο αντίπαλός του ήταν ψηλός και γεροδεμένος. Είχε ένα μεγάλο σημάδι στο στήθος, από κάποιο παλιό χτύπημα ενώ φαινόταν σε καλή κατάσταση σε σχέση με τον άλλον. Διαιτητής και κατα συνέπεια κανόνες, αγνοούνταν. Εκείνη τη στιγμή κάποιος τον έπιασε από τον ώμο. Ο Mike τον είχε εντόπισει και στεκόταν τώρα δίπλα του. Φαινόταν σαν υπνοτισμένος απο το θέαμα. “Ρε , τί είναι αυτό; και πως το βρήκες εσύ; ρώτησε ο Χρήστος. “Παράνομοι αγώνες πολεμικών τεχνών ρε φίλε, δεν βλέπεις; Πριν μια βδομάδα με πλησίασε ένας τύπος στη δουλειά, είχε πιει λίγο και άρχισε να μιλάει γι αυτό. Λίγο πριν φύγει του πήρα την κάρτα εισόδου από την τσέπη του! Έπρεπε να δω αν έλεγε αλήθεια ρε!” Ο Mike λάτρευε τις πολεμικές τέχνες. Από 5 χρονών έκανε Karate ενώ τα τελευταία χρόνια είχε ασχοληθεί και με άλλες όπως jeet kun do, brazilian jujitsu και wrestling τρέχοντας σε training camps σε όλο τον κόσμο. “Αυτό που βλέπω δεν είναι πολεμικές τέχνες! Είναι πόλεμος σκέτο! Δεν υπάρχουν κανόνες άσε που μπορεί να βρούμε τον μπελά μας” διαμαρτυρήθηκε ο φίλος του. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια του όταν ένοιωσε τις τρίχες του να ανασηκώνονται. Μία παράξενη ενέργεια διέτρεξε το κορμί του απο άκρη σε άκρη και ένοιωσε τα μάτια του να γυρίζουν ανάποδα. Συνήλθε άμεσα από τις υπερβολικες φωνές του κόσμου. Όλοι τριγύρω τους έμοιαζαν να έχουν ξεπεράσει τα όρια τις ανθρώπινης αντίδρασης, ενθουσιασμένοι λές και είδαν κάτι που το περίμεναν χρόνια! Ο Mike φαινόταν να μην είχε καταλάβει κάτι και τον κοιτούσε απορημένος για την αντίδρασή του. Πίσω του, κάτι άστραψε και τράβηξε το βλέμμα του Χρήστου. Ήταν σαν μία ξαφνική ηλεκτρική εκκένωση που κράτησε ίσα ίσα μερικά δέκατα του δευτερολέπτου. Κωκάλωσε. Ο ένας απο τους μαχητές, αυτός με τα πολλά χτυπήματα, που με δυσκολία στεκόταν πρίν από λίγο, σήκωνε το χέρι του, όρθιος και νικητής ενώ ο άλλος, που έμοιαζε να έχει το πάνω χέρι, κοιτώταν δίπλα του, ακίνητος στο έδαφος, νεκρός είτε απλά λιπόθυμος. Δεν φαινόταν να έχει σημάδια απο κανένα χτύπημα παρα μόνο ένα μάυρο σημάδι εκεί που είναι η καρδιά. “Όϊ Mike, δές” ψιθύρισε στον φίλο του και μόνο τότε πρόσεξε και αυτός τι είχε συμβεί. Όμως, αντί για την τρομαγμένη έκφραση του Χρήστου, εκείνος έδειξε ένα πρόσωπο τόσο ενθουσιασμένο όσο σχεδόν και των υπολοίπων θεατών. “Ναι ρε φίλε!” φώναξε. “Αυτό ήταν! Αυτό είναι πολεμικές τέχνες! Ποτέ δεν ξέρεις ποιός θα κερδίσει μέχρι την τελευταία στιγμή!” Ήξερε ότι κάτι τέτοια τον ενθουσίαζαν αλλά ποτέ σε τέτοιο βαθμό. Οι υποψίες του για τον πραγματικό λόγο επίσκεψης άρχισαν να επαληθέυονται. Έπρεπε να τον πάρει με το ζόρι και να φύγουν απο εκεί πριν να γίνει τίποτα άσχημο. Μαρία Άλλο ένα βράδυ χωρίς ύπνο για την Μαρία. Η μέρα ήταν ήρεμη. Πήγε στην σχολή (σπουδάζει οικονομικά), μετά για φαγητό στη λέσχη (το μπιφτέκι με τις πατάτες ήταν μέτριο αλλά δωρεάν), στη συνέχεια για κάτι ψώνια και μετά σπίτι για διάβασμα. Μία μέρα, όπως οι περισσότερες, χωρίς εξάρσεις και ότι συναπάγονται αυτές... κι όμως τρείς η ωρα τα ξημερώματα και η Μαρία έτρεμε στο κρεββάτι της. Όλο της το σώμα παλλόταν έντονα, χωρίς προφανή λόγο και αιτία και δεν ήταν κάτι νέο. Εδώ και 2 χρόνια, κατα περιόδους την έπιανε αυτή η “κρίση”. Οι εξετάσεις απο τους γιατρούς δεν έδειξαν κανένα πρόβλημα, ίσα ίσα που την βρήκαν και υγιέστατη, οι ψυχολόγοι της είπαν να ηρεμίσει και πως φταίει το άγχος, αλλά αυτή δεν είχε ιδιαίτερος άγχος, ενώ τέλος, ένας κινέζος πρακτικός ιατρός της είπε ότι θα της περάσει αν τις κάρφωνε επι ένα μήνα 100 βελώνες. Επειδή δεν ήξερε τί εννοούσε αυτός με τις “βελόνες” και κυρίως επειδή φοβόταν την όλη διαδικασία δεν το ξεκίνησε κάν. ¨Ήταν το τρίτο επεισόδιο μέσα σε μία βδομάδα και το πιο δυνατό από όλα. Συνήθως όταν την έποιαναν ξάπλωνε και ηρεμούσε κάπως, σήμερα όμως έτρεμε όλο το κρεββάτι. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί. “Nam Myōhō Renge Kyō, Nam Myōhō Renge Kyō, Nam Myōhō Renge Kyō ...” έψαλε χαμηλόφωνα. Αυτό ήταν το βουδιστικό μάντρα Daimoku. Το είχε μάθει σε ένα σεμινάριο διαλογισμού που έκανε η Πανεπιστημιακή Λέσχη. Τότε της είχε φανεί αστείο ότι η επανάληψη μίας και μόνο φράσης θα την οδηγούσε στην απόλυτη κατανόηση του σύμπαντος. Ανάμεσα σε όσους επισκέφτηκε για να την βοηθήσουν με το πρόβλημα ήταν και ο πνευματικός της ενορίας της οικογένειάς της. Τότε της είχε αναφέρει ότι κατά πάσα πιθανότητα ήταν δαιμονισμένη και θα έπρεπε να λέει 15 Πάτερ Ημών κάθε βράδυ και να κάνει νηστεία. Η νηστεία δούλεψε, έχασε 10 κιλά και την περνούσες άνετα για ανορεξικό μοντέλο πια, η προσευχή πάλι όχι και για μείωση των επεισοδίων φυσικά ούτε λόγος. Της είχε μείνει όμως καρφωμένη στο μυαλό η ιδέα ότι μπορεί όντως κάτι μεταφυσικό να τις συνέβαινε και δεν εμπιστεύτηκε εύκολα το Nam Myōhō Renge Kyō. ¨Όλα άλλαξαν όμως, πριν 2 βδομάδες, στη πιο δυνατή κρίση πριν από το σημερινή, που στην απόγνωση της άρχισε να το φωνάζει και σχεδόν χωρίς καθυστέρη, ηρέμησε. Έτσι και σήμερα, δεν είχε περάσει μισό λεπτό, όταν ο ψαλμός άρχισε να λειτουργεί, και το σώμα της σταμάτησε να τρέμει, όμως αντί να εξαφανιστεί τελείως κάθε επίδραση, μια ζεστή ενέργεια άρχισε να απλώνεται στο σώμα της. Σηκώθηκε προσεχτικά από το κρεββάτι και στάθηκε όρθια, ενώ από μέσα της συνέχισε να ψέλνει το Daimoku. Έκανε με προσεχτικά βήματα ένα γύρο του δωματίου νοιώθοντας πιο ελαφριά και άνετη στην κίνησή της από ποτέ. Πλησίασε τον καθρέφτη για να προσέξει τον εαυτό της. Αν και τα μαλλιά της ήταν χάλια, το 'χε μόνιμο παράπονο αυτό, κατά τ' άλλα φαινόταν μια χαρά, το δέρμα της είχε ένα ικανοποιητικό χρωματισμό ενώ τα μάτια της έλαμπαν... καστανά, επίσης μόνιμο παράπονο. Είχε μεγάλη αδυναμία στα πράσινα/μπλέ χρώματα και ζήλευε όλες τις κοπέλες που είχαν τέτοια. Έκλεισε τα μάτια της απογοητευμένη για άλλη μια φορά και σκέφτηκε πόσο πιο όμορφη θα ήταν με γαλανά μάτια αντί για τα “βαρετά” καστανα, όπως τα αποκαλούσε. Αν και δεν πίστευε ότι ήταν ιδιαιτέρως άσχημη , δεν ήταν ικανοποιημένη με σχεδόν κανένα από τα χαρακτηριστικά της. Εκτός από τα μαλλιά και τα μάτια, η μύτη της της φαινόταν κάπως μεγάλη ενώ τα χείλια της όχι αρκετά σαρκώδη. Είχε αποφασίσει πως όταν μάζευε μερικά χρήματα θα έκανε πλαστική αλλά για να μαζέψει χρήματα έπρεπε να βρει δουλειά και ήταν σίγουρη πως αφού δεν ήταν εμφανίσιμη δεν θα έβρισκε ποτέ. Οπότε, δεν έψαξε και ποτέ. Για μία στιγμή στάθηκε με κλειστά μάτια και φαντάστηκε τον εαυτό της να μοιάζει με κάποια σταρ του σινεμά. Μακριά ξανθά μαλλιά, γεμάτα χείλη και καταγάλανα μάτια, μαζί με ένα σετ πρώτη τάξεως στήθη και έναν πισινό που να αψηφά την βαρύτητα! “όλα μάταια!” σκέφτηκε αμέσως και έσβησε την εικόνα από μυαλό της απογοητευμένη. 'Οταν άνοιξε τα μάτια της, κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά... ή μάλλον κάτι παραπήγε καλα! Μάριος Το χαρτόκουτο είχε σχεδόν διαλυθεί από τη βροχή, όταν ο Μάριος αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα να το εγκαταλείψει. Ήταν άστεγος εδώ και 3 χρόνια, ναρκωμανής και καταθλιπτικός, έχασε λόγω του εθισμού την οικογένειά του, την κοπέλα του και τους φίλους του με αποτέλεσμα να βρεθεί στους δρόμους. Χωμένος πιά με τα μπούνια στις απαγορευμένες ουσίες, έκανε μικροκλοπές για να βγάζει τις δόσεις του ενώ κοιμόταν στους δρόμους, μία στην Ομόνοια, μία στο Μοναστηράκι ενώ σήμερα βρισκόταν στην Κυψέλη σε ένα στενό, όπου κάποιο συνοικιακό μαγαζί είχε παρατήσει έξω μία μεγάλη άδεια κούτα η οποία του πρόσφερε καταφύγιο. Όχι για πολύ όμως. Η βροχή είχε κάνει τους κατηφορικούς δρόμους να μοιάζουν με χειμάρρους και έπρεπε να βρεί κάποιο καλύτερο μέρος να περάσει τη νύχτα. Κρύωνε υπερβολικά, τα ρούχα που φορούσε είχαν ήδη γίνει κουρέλια, μόνο το χακί παλτό του κρατούσε ακόμη, ήταν και το μοναδικό ρούχο που του είχε μείνει από την προηγούμενη ζωή του. Κατηφόρισε το δρομάκι προσπαθώντας να βρεί κάποιο κάλυμα απο τη βροχή αλλά ένα ταξί που πέρασε γρήγορα από μπροστά του, τον έκανε μούσκεμα. Σκούπισε εκνευρισμένος τα νερά από το πρόσωπό του και ενοιωσε να οργίζεται υπερβολικά. Το πάθαινε συχνά αυτό, ειδικά όταν είχε καιρό να πάρει τη δόση του. Το ταξί είχε σταματήσει λίγα μέτρα πιο μπροστά και ο Μάριος ξεκίνησε να πλησιάσει τον οδηγό έτοιμος να κάνει φασαρία. Τότε ήταν που άνοιξε η πόρτα και οι επιβάτες βγήκαν έξω. Ένας νεαρός άντρας και μία κοπέλα, περίπου στην ίδια ηλικία με αυτόν, προχώρησαν στο πεζοδρόμιο αγκαλιά και ο τρόπος που κοιτούσαν ο ένας τον άλλον ράγισε την καρδιά του. Ο νεαρός ήταν ένα συνιθισμένος άντρας, ντυμένος με τζην και πουλόβερ όμως η κοπέλα, έκανε τη διαφορά. Ήταν κοντούλα, με μακριά μάυρα μαλλια και πανέμορφο πρόσωπο, έμοιαζε εκπληκτικά με μία άλλη που ήξερε κάποτε. Περπατούσαν και οι δύο ήρεμα στη βροχή, με μόνη τους έγνοια ο ένας τον άλλον. Η οργή έκανε στην άκρη και τη θέση της πήρε ξανά η μοναξιά και οι τύψεις. Σταμάτησε στη μέση του δρόμου και έφερε το χέρι του στην καρδιά του. Δεν ένοιωθε ούτε χτύπο, ούτε την παραμικρή ένδειξη ότι κάτι λειτουργούσε ακόμη εκεί μέσα, εκτός από τον πόνο. Αυτός δεν έφευγε ποτέ. Γύρισε προς την αντίθετη κατεύθυνση και πέρασε τον δρόμο. Περπατούσε για μισή ώρα σχεδόν όταν συνειδητοποίησε ότι δεν είχε συγκεκριμένο προορισμό. Είχε ήδη κατέβει στα Κάτω Πατήσια, μια περιοχή που δεν την ήξερε πολύ καλά, με την βροχή να πέφτει με αμείωτο ρυθμό. Προσπάθησε να βρεί μία ανοιχτή πολυκατοικία να χωνόταν κάπου μέσα αλλά όλες οι εξώπορτες ήταν κλειδωμένες. Είχε ήδη αρχίσει να τρέμει, από το κρύο αλλά και το στερητικό σύνδρομο, όταν είδε στο βάθος της Αχαρνών το παλιό εργοστάσιο καπνού. Είχε ακούσει γι' αυτό από διάφορους “συναδέλφους του” στην Ομόνοια, που κατα καιρούς έβρισκαν καταφύγιο εκεί. Αν και δεν μπορούσε να θυμηθεί ακριβώς τί, κάτι μέσα του, του έλεγε να το αποφύγει. Το σκέφτηκε λίγο αλλά το κρύο και η ανάγκη τον λύγισαν, ανοίγοντας τον βηματισμό του προς το εργοστάσιο. Ο τοίχος σε ένα σημείο είχε πέσει και χωρίς πολύ προσπάθεια μπήκε στον άυλιο χώρο. Παντού τριγύρο του είχε σκουπίδια και απομεινάρια απο την λειτουργία του εργοστασίου, σκουριασμένα και σχεδόν κατεστραμένα. “Ταιριαστό περιβάλλον” σκέφτηκε καθώς προχωρούσε στο κυρίως κτίριο. Το αρχικό δωμάτιο ήταν τελείως άδειο εκτός από ένα σπασμένο γραφείο στη μέση και μερικά άδεια τελάρα σκόρπια δεξιά και αριστερά. Κάτω υπήρχαν παντού λίμνες από νερά που σε συνδυασμό με την βρώμα, λάσπωναν τον τόπο. “Είναι κανείς εδω;;” φώναξε και η μόνη απάντηση που πήρε ήταν η ηχό του. Τέρμα απέναντί του είδε μία μεγάλη σκάλα να ανεβαίνει στον όροφο και το βρήκε καλή ιδέα να ανέβει ψηλότερα. Εκεί τα πράγματα φαινόταν λίγο καλύτερα. Το πάτωμα ήταν πιο στεγνό ενώ είχε τουλάχιστον 10 μεγάλα μεταλικά κιβώτια το ένα δίπλα στο άλλο στο οποία άνετα χωρούσε άνθρωπος. Διάλεξε αυτό που έμοιαζε σε καλύτερη κατάσταση και χώθηκε μέσα. Καθιστός κάτω, ακούμπησε με την πλάτη του τη μία μεριά, έβαλε το χέρι του μέσα στην τσέπη απο το παλτό βγάζωντας 3 πράγματα. Έναν αναπτήρα, ένα μικρό κομμάτι κερί και μία φωτογραφία. Το κερί είχε σχεδόν εξαφανιστεί από τη χρήση αλλά άντεχε ακόμη μία φορά. Η λάμψη του του θυμίζε παλιότερες εποχές, ευχάριστες. Το ακούμπησε δίπλα στο πάτωμα προσεχτικά για να μην σβήσει και κοίταξε τη φωτογραφία. Ένας νεαρός άντρας, γύρω στα 20, ντυμένος βαριά, με φόντο ένα χιονισμένο δρόμο σε κάποια πόλη. Δίπλα του μια κοπέλα, πάνω κάτω στην ίδια ηλικία με αυτόν, με ένα λαμπερό χαμόγελο και δύο μάτια που έσταζαν εξυπνάδα και θάρρος. Το αφυδατωμένο κορμί του κατάφερε να παράξει ένα δάκρυ, που κύλισε σιγά σιγά στο μάγουλό του, μέχρι και το σαγώνι, όπου αργά, λες και δίσταζε, άφησε τον Μάριο και κατέλειξε στο μεταλλικό πάτωμα κάνωντας ένα θόρυβο που στα αφτιά του Μάριου ακούστηκε σαν βραδύς βηματισμός. Η σταγόνα στέγνωσε, όμως ο θόρυβος επαναλήφθηκε. Ξανά και ξανά, μέχρι που ήταν σίγουρος. Κάποιος ανέβαινε τις σκάλες. Edited May 28, 2010 by Karasu_Noroi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.