mman Posted June 7, 2010 Share Posted June 7, 2010 Όνομα Συγγραφέα: Μιχάλης Μανωλιός Είδος: Περίεργη, αληθινή κωμωδία Βία; Όχι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων: 1600 Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: Πραγματικό περιστατικό. Γράφτηκε με αφορμή το τόπικ "Η ζωή μιμείται την τέχνη". Θα την βρείτε και εκεί. Να γλείφεις και τα δάχτυλά σου Στα 23 μου έπαιζα ακόμα αγωνιστικό σκάκι. Την άνοιξη του 1993 προκρίθηκα στην τελική φάση του Διεθνούς Τουρνουά Ικαρίας. Τον ίδιο Ιούλιο βρέθηκα στον Άγιο Κήρυκο μαζί με μερικές δεκάδες έλληνες και ξένους σκακιστές. Ίσως πρέπει να εξηγήσω από την αρχή ότι η συμπαθής τάξη των σκακιστών στην οποία άνηκα για δεκατρία ολόκληρα χρόνια, απέχει πολύ από το να απαρτίζεται από τα πιο φυσιολογικά δείγματα του ανθρώπινου είδους. Οι παραξενιές μοιάζουν να έχουν ένα μόνιμο ραντεβού πάνω τους το οποίο μάλιστα τηρούν πολύ καλύτερα απ’ ότι τα δικά τους οι απίστευτοι κάτοικοι του υπέροχου νησιού που μας φιλοξενούσε. Η πολύ ιδιαίτερη φύση του παιχνιδιού (το οποίο είναι συγχρόνως και άθλημα και επιστήμη) ευνοεί όλων των ειδών τις αποκλίσεις με μία ελαφριά τάση προς μια τρελοεπιστημονική εσωστρέφεια. Φυσικά υπάρχουν και φυσιολογικοί –εγώ!...- αλλά εκείνη τη φορά έπεσα πάνω σ’ έναν πρωταθλητή. Είχαμε συνδυάσει το τουρνουά με τις διακοπές μας. Μείναμε στην άλλη άκρη του νησιού, σε φίλους μας στον Εύδηλο, και την ημέρα της έναρξής των αγώνων, η Τέτη γύρισε στην Αθήνα κι εγώ έπαιξα τον πρώτο γύρο χωρίς να έχω ακόμα βολευτεί σε δωμάτιο. Μου είπαν ότι θα μείνω στο ίδιο δωμάτιο με έναν συνομήλικό μου παίχτη που τον γνώριζα, μιας και παίζαμε στην ίδια ομάδα. Ας τον πούμε Γιάννη. Δεν προλάβαινα όμως να πάω τα πράγματά μου στο δωμάτιο. Έτσι, κοιμήθηκα μόνο για δεκαπέντε λεπτά, σ’ ένα γραφείο πίσω ακριβώς από την αίθουσα των αγώνων με την τσάντα με τα πράγματά μου δίπλα στον άβολο, ξύλινο πάγκο που ξάπλωσα. Εννοείται ότι η προετοιμασία που είχα κάνει για το τουρνουά περιοριζόταν στο να κουβαλήσω δυο-τρία βιβλία θεωρίας ανοιγμάτων και μερικές σημειώσεις –ανέκαθεν ήμουν τρομερά τεμπέλης και διάβαζα όσο λιγότερο γινόταν. Φαντάζεστε λοιπόν την αντίδρασή μου όταν, κάτω από αυτές τις συνθήκες, στον πρώτο γύρο κέρδισα τον Νίκσεβιτς, έναν Γιουγκοσλάβο διεθνή μαιτρ! Η έκπληξη ήταν πρώτου μεγέθους και έφτασε μέχρι τις εφημερίδες την επομένη. Κάτι σαν να κερδίσει το Κορδελιό όχι τον Ολυμπιακό, αλλά τη Γιουβέντους ή την Άρσεναλ –ο άνθρωπος προερχόταν από μια σπουδαία νίκη σε άλλο διεθνές τουρνουά. Ήταν, χωρίς αμφιβολία η σημαντικότερη παρτίδα που είχα παίξει ποτέ. Τελειώσαμε γύρω στις δέκα και μισή το βράδυ, οπότε μετά από κάτι υπέροχα σουβλάκια (έτσι κι αλλιώς εκείνο το βράδυ όλα μου φαίνονταν υπέροχα) τα μεσάνυχτα μας βρήκαν, είκοσι τριών χρονών μαντράχαλους, να κάνουμε κούνια με τον Γιάννη στην παιδική χαρά. «Αύριο το μεσημέρι θα σε πάω να φάμε στις Θέρμες», είπε ήρεμα ο Γιάννης. «Είναι περίπου δέκα λεπτά με τα πόδια από δω, και η κυρά-Μαριγώ…» Κούνησα καταφατικά το κεφάλι. Ο Γιάννης είχε έρθει και στο τουρνουά της προηγούμενης χρονιάς και ήξερε τα κατατόπια. Ας με πήγαινε και στο Καρκινάγρι. Εγώ είχα κερδίσει τον Νίκσεβιτς! Έπλεα σε πελάγη ευτυχίας. «…η κυρά-Μαριγώ είναι καταπληκτική μαγείρισσα». Ο δείκτης του ενώθηκε με τον αντίχειρα σε μια χειρονομία νοστιμιάς. «Θα φάμε μπιφτεκάκι», κούνησε αργά και ρυθμικά το χέρι του για έμφαση χαμογελώντας, «πατατούλες, σαλατούλα, κοκακολίτσα, να γλείφεις και τα δάχτυλά σου». Κούνησα το κεφάλι μου αδιάφορα. Ό,τι γουστάρεις. Εγώ είχα κερδίσει τον Νίκσεβιτς. «Και θα πληρώσουμε μόνο 940 δραχμές». Ό,τι πεις. Λίγο αργότερα, πίνοντας μπύρες με άλλους σκακιστές στα καφενεία της παραλίας, ο Γιάννης ανέφερε πάνω στην κουβέντα ότι «δεν τα πήγαινε καλά με τους ανθρώπους». Όταν τον ρώτησα, όσο πιο αθώα μπορούσα πώς κι έτσι, απάντησε μ’ εκείνη τη χαρακτηριστική του ήρεμη φυσικότητα: «Εδώ δεν τα πάω καλά με τον εαυτό μου, θα τα πηγαίνω καλά με τους άλλους;» Αν και θα κοιμόμασταν στο ίδιο δωμάτιο για πάνω από μια βδομάδα (το τουρνουά ήταν προγραμματισμένο για εννιά γύρους, αλλά θα το διέκοπτε στους εφτά η μεγάλη φωτιά του ’93 που στοίχισε στο νησί πολλά δάση και δώδεκα ανθρώπινες ζωές) δεν ανησυχούσα καθόλου. Δεν φαινόταν επικίνδυνος. Φαινόταν… σκακιστής. Το επόμενο πρωί ξύπνησα από έναν σιγανό αλλά συνεχή και τελικά πολύ ενοχλητικό θόρυβο. Μου πήρε αρκετή ώρα να καταλάβω τι ήταν. Η οδοντόβουρτσα του Γιάννη πάνω στα δόντια του. Θα πρέπει, χωρίς υπερβολή, να τα έπλενε πάνω από ένα τέταρτο. Εκείνο το πρωί νόμισα ότι ήταν η ιδέα μου και ότι ο ύπνος είχε μεγαλοποιήσει την εντύπωσή μου, αλλά τα επόμενα πρωινά το επιβεβαίωσαν: Ο Γιάννης είτε χρειαζόταν καινούρια οδοντόβουρτσα κάθε τρεις μέρες, είτε είχε πια λιώσει τα δόντια του και φορούσε μασέλα, οπότε δεν είχε σημασία. «Σε ξύπνησα, ε;», είπε ακόμα βουρτσίζοντάς τα. «Συγνώμη, αλλά είναι ψυχαναγκαστικό. Το ξέρω ότι δεν χρειάζεται τόσο πολύ, αλλά δεν μπορώ να μην το κάνω». Κούνησα στωικά το κεφάλι μου. Η αναγνώριση της παρέκκλισης αποτελεί το σύνορό της με τη φυσιολογικότητα. «Άντε», έκανε όταν τελείωσε, «και σήμερα θα σε πάω στις Θέρμες στην κυρά-Μαριγώ». Ο δείκτης του ενώθηκε με τον αντίχειρα σε μια χειρονομία νοστιμιάς. «Θα φάμε μπιφτεκάκι», κούνησε αργά και ρυθμικά το χέρι του για έμφαση χαμογελώντας, «πατατούλες, σαλατούλα, κοκακολίτσα, να γλείφεις και τα δάχτυλά σου. Και θα πληρώσουμε μόνο 940 δραχμές». «ΟΚ», είπα μόνο, παρατηρώντας ότι είχε χρησιμοποιήσει ακριβώς τις ίδιες λέξεις με την ίδια σειρά όπως χθες το βράδυ. Περάσαμε όλο το πρωί (πρωί, το καλοκαίρι σ’ αυτό το πολύ… ιδιαίτερο νησί, θεωρούνται χοντρικά οι ώρες 10 π.μ. με 1 μ.μ.) στα καφενεία της παραλίας, όλο το τουρνουά απλωμένο πάνω από καφέδες, τυρόπιτες, εφημερίδες και περιοδικά, με εξειδικευμένο σκακιστικό χιούμορ να πηδάει από τραπέζι σε τραπέζι, και ο Γιάννης δεν ξέχασε να μου ρίξει μια καλή επανάληψη για το πού θα πάμε να φάμε το μεσημέρι. Εδώ είναι ένα καλό σημείο για να διευκρινίσω ότι ο Γιάννης είχε έρθει στο νησί μόλις την προηγούμενη μέρα, έχοντας να πατήσει από το περσινό καλοκαίρι. Σχεδόν τον είχα δει να βγαίνει από το καράβι και από τότε ήμασταν όλη την ημέρα μαζί, σε μια εποχή που δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα. Γύρω στις δύο το μεσημέρι, ξεκινήσαμε για τις Θέρμες. Είναι ένα χωριό τόσο κοντά στον Άγιο Κήρυκο που μπορείς να πας με τα πόδια. Κανονικά θα λιώναμε απ’ τη ζέστη, αλλά φυσούσε ένας αρκετά δυνατός καριώτικος άνεμος που έκανε τη δεκάλεπτη διαδρομή ανεκτή. Στο δρόμο δεν συναντήσαμε ψυχή, κάτι καθόλου περίεργο, αφού η εργάσιμη μέρα για τους περισσότερους ντόπιους ξεκινάει μετά τις πέντε το απόγευμα, το απόγευμα μετά τις δέκα το βράδυ, και το βράδυ μετά τις μία τη νύχτα. Κάπου στα μισά του δρόμου, ο Γιάννης ένωσε τον δείκτη του με τον αντίχειρα σε μια χειρονομία νοστιμιάς. «Στην κυρά-Μαριγώ…» «Θα φάμε μπιφτεκάκι», τον διέκοψα, «πατατούλες, σαλατούλα, κοκακολίτσα, να γλείφουμε και τα δάχτυλά μας». Μαθαίνω γρήγορα. «Ακριβώς», έκανε ο Γιάννης, προφανώς ανίκανος να καταλάβει την ειρωνεία. «Και να δεις, θα μας θυμάται από πέρσι». Ό,τι πεις. Όταν όμως φτάσαμε στις Θέρμες, αυτό που αντικρίσαμε ήταν ένα χωριό – φάντασμα. Η απόλυτη ερημιά. Δεν είδαμε ούτε ένα παιδί να παίζει, ούτε έναν χωριανό στο δρόμο. Ψυχή. «Ρε Γιάννη, είσαι σίγουρος ότι η κυρά-Μαριγώ θα είναι ανοιχτά;» «Μα φυσικά», απάντησε λες και δεν έβλεπε τι νέκρα επικρατούσε γύρω μας, «και θα μας σερβίρει μπιφτεκάκι, πατατούλες, σαλατούλα, κοκακολίτσα, να γλείφεις και τα δάχτυλά σου. Και θα πληρώσουμε μόνο 940 δραχμές». Γύρισα και τον κοίταξα. Η όλη φάση άρχιζε να διεκδικεί σουρεαλιστικές δάφνες. Αλλά η κυρά-Μαριγώ ήταν όντως ανοιχτά! Αυτά ήταν πραγματικά καλά νέα γιατί, παρά τον ανακουφιστικό αέρα, δεν θα ήθελα να γυρίσω αμέσως πίσω μ’ αυτόν τον ήλιο και μάλιστα νηστικός. Ήταν ένα μικρό ταβερνείο – σουβλατζίδικο με τη χαρακτηριστική κόκκινη ταμπέλα της Coca Cola, πέντε τραπεζάκια έξω και μόλις δύο μέσα. Για κάποιο λόγο ο Γιάννης διάλεξε ένα από τα μέσα τραπέζια. Η κυρά-Μαριγώ, ο κατά τα φαινόμενα μοναδικός ζωντανός ή τουλάχιστον ξύπνιος κάτοικος του χωριού, κατέφθασε χαμογελαστή. «Καλώς τα παιδιά! Άρχισαν οι αγώνες;» Ντίίίν! Κανονικά αυτό θα έπρεπε να χτυπήσει στο κεφάλι μου ένα καμπανάκι στο μέγεθος του κωδωνοστασίου της Παναγίας των Παρισίων, αλλά θυμάμαι ότι το μόνο που σκέφτηκα ήταν ένα αυτάρεσκο και πώς άρχισαν! Με νίκη επί του Νίκσεβιτς! Οπότε δεν το πήρα χαμπάρι. Δεν το είδα να ‘ρχεται καλπάζοντας προς το μέρος μου. Ο Γιάννης, αντάλλαξε έναν ήρεμο και φιλικό χαιρετισμό με την κυρά-Μαριγώ, και τότε εκείνη ρώτησε: «Τι να σας φέρω;» Και τι είπε ο θεός; Λοιπόν ο θεός –μετά από δεκαεφτά χρόνια έχω την εικόνα του ακόμα ολοζώντανη μπροστά μου- σήκωσε και τα δύο χέρια στο ύψος των ώμων του, δείκτες ενωμένοι με τους αντίχειρες, και χαμογέλασε κατευχαριστημένος: «Εγώ θα πάρω μια απ’ τα ίδια». Εγώ κόκαλο. Άφωνος. Παγωτό. Κοίταξα τον Γιάννη που, με τα μάτια καρφωμένα στο τραπέζι, εμφανώς δεν είχε την παραμικρή συναίσθηση της παραδοξότητας αυτού που είχε ξεστομίσει. Ο άνθρωπος δεν μου έκανε πλάκα. Έδινε μια απολύτως σοβαρή παραγγελία. Στράφηκα στην κυρά-Μαριγώ διψώντας για λίγη λογική. Και τότε εκείνη, χωρίς να χάσει στιγμή το καλοσυνάτο χαμόγελό της, μου είπε: «Ωραία. Εσείς;» ΟΚ, αυτό δεν ήταν αστείο. Θέλετε να παίξουμε; σκέφτηκα. Θα παίξουμε! «Θα πάρω κι εγώ μια απ’ τα ίδια», χαμογέλασα ηλίθια, έχοντας πλήρη επίγνωση του ότι ποτέ δεν πρόκειται να ξαναδώσω τέτοια παραγγελία στη ζωή μου. Για να σε δω τώρα, κυρά-Μαριγώ! Μέχρι να έρθει το φαγητό, ο Γιάννης προσπάθησε να μου εξηγήσει πόσο νόστιμο θα ήταν, αλλά τον σταμάτησα φουρκισμένος. Άρπαξα τον κατάλογο και βεβαιώθηκα ότι δεν υπήρχε μόνο ένα πιάτο διαθέσιμο. Είχε και σουβλάκια και μερίδα γύρο και ορεκτικά κι ένα κάρο άλλα πράγματα. Και μετά ήρθε η κυρά-Μαριγώ με τον δίσκο. Εντάξει, ξέρω ότι δεν απαιτείται μεγάλη αναγνωστική φαντασία για να μαντέψετε τα περιεχόμενά του. Αλλά εμένα μου συνέβαινε στ’ αλήθεια εκείνη τη στιγμή, ήταν η δικιά μου πραγματική ζωή. Προσπαθήστε να φανταστείτε την έκφρασή μου όταν είδα ότι έφερνε… …μπιφτεκάκι, πατατούλες, σαλατούλα και κοκακολίτσα. Κατάπια τη γλώσσα μου κι άρχισα να τρώω. Αν ήταν νόστιμο; Γλείφαμε και τα δάχτυλά μας. Υ.Γ.: Όχι, δεν πληρώσαμε μόνο 940 δραχμές. Ο λογαριασμός ήρθε 980. Έτσι, για να θυμίζει ότι δεν ήταν λογοτεχνία, φαντασία ή όνειρο. Αλλά χειροπιαστή, ζωντανή πραγματικότητα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted June 7, 2010 Share Posted June 7, 2010 Τέλειο! Άψογο! Υπέροχο! Σ' ευχαριστώ που το μοιράστηκες μαζί μας! Και σ' ευχαριστώ που με ταξίδεψες πίσω την αγαπημένη Ικαρία. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Drake Ramore Posted June 7, 2010 Share Posted June 7, 2010 Σουρεάλ καταστάσεις! Εκτός απο κωμωδία, αυτό γίνεται πολύ καλή ιστορία και σε άλλα είδη αν αλλαχθεί το τέλος.... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Adicto Posted June 7, 2010 Share Posted June 7, 2010 Xα!!! Και Ικαρία και σκάκι, πως να μην την αγαπήσω την ιστορία σου φίλτατε;! Μόνο εκεί θα μπορούσε να διαδραματίζεται αυτό το σκηνικό! υγ Διάβασε επειγόντως -αν δεν το έχεις κάνει ήδη- την Σκακιστική Νουβέλλα του Τσβάιχ (εκδόσεις Άγρα, είναι και μικρούλι)... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
KELAINO Posted June 7, 2010 Share Posted June 7, 2010 Εκτός απο κωμωδία, αυτό γίνεται πολύ καλή ιστορία και σε άλλα είδη αν αλλαχθεί το τέλος.... Χαχαχ, αυτό σκέφτηκα κι εγώ! Έχει όλα τα συστατικά... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted June 7, 2010 Share Posted June 7, 2010 Un-πιστεύτ-able! Προτείνω μια μίνι-συλλογή ιστοριών από το μαγαζί της κυρά-Μαριγώς. Καθεμιά για ένα από τα πιάτα του καταλόγου. Και χωρίς πλάκα τώρα, αν η ιστορία δεν είχε πλάκα, θα ήταν ελαφρώς ανατριχιαστική. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
trillian Posted June 7, 2010 Share Posted June 7, 2010 Χαχαχα Όμως ρε συ, για την Ικαρία μιλάμε... Μπορώ να σκεφτώ κι εγώ δυο τρία μέρη όπου εντάξει, ίσως δε θα έλεγα "μία από τα ίδια" ακριβώς, αλλά ένα "τα συνηθισμένα" και θα τελείωνα (κι αααααχ, μη μου μιλάτε για Ικαρία, ήδη κρατιέμαι με νύχια και με δόντια μέχρι να έρθουν οι διακοπες...) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Διγέλαδος Posted June 7, 2010 Share Posted June 7, 2010 (edited) Ο τύπος δεν κατάλαβα, θεώρησε ότι είπε την παραγγελιά πιο πριν (ή κάποιο ίσως φανταστικό πρόσωπο) ή περίμενε ότι θα το θυμόταν από πέρσι σαν να μην είχε περάσει μια μέρα; Edited June 11, 2010 by Διγέλαδος Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Drake Ramore Posted June 7, 2010 Share Posted June 7, 2010 Και χωρίς πλάκα τώρα, αν η ιστορία δεν είχε πλάκα, θα ήταν ελαφρώς ανατριχιαστική. Ναι,ναι.... αν σου πω τι συνέχεια είχα φανταστεί εκεί προς το τέλος.... Μπρρρρρ Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Jester Posted June 7, 2010 Share Posted June 7, 2010 Ναι,ναι.... αν σου πω τι συνέχεια είχα φανταστεί εκεί προς το τέλος.... Μπρρρρρ Χμμ, εισαγωγή για το επόμενο write-off; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Drake Ramore Posted June 7, 2010 Share Posted June 7, 2010 Ποιο write -off; Εγώ σκέφτομαι να το διασκευάσω στα κοντά... Καημένε κ.Μανωλιέ...τι σου έμελλε να πάθεις! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wordsmith Posted June 7, 2010 Share Posted June 7, 2010 Τώρα αυτό πρέπει να το κρίνουμε σαν διήγημα; :lol: Αν είναι έτσι, εγώ λέω ότι πάσχει στον τομέα της αληθοφάνειας, στο σημείο "φυσιολογικός- εγώ...". Διότι, κύριε mman, αν ήσουν όντως φυσιολογικός, ΘΑ ΕΓΡΑΦΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΛΛΑ ΣΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΕΤΣΙ!!! (να μην είναι ακαταλαβίστικα) Τρελέ επιστήμονα! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
mman Posted June 8, 2010 Author Share Posted June 8, 2010 Και σ' ευχαριστώ που με ταξίδεψες πίσω την αγαπημένη Ικαρία. Ικαρία και ξερό ψωμί! Νησί μοναδικό στο είδος του. Διάβασε επειγόντως -αν δεν το έχεις κάνει ήδη- την Σκακιστική Νουβέλλα του Τσβάιχ (εκδόσεις Άγρα, είναι και μικρούλι)... Το έχω διαβάσει και δεν ήταν άσχημο, αν και πάσχει αρκετά στην αληθοφάνεια (απομονωμένος παίχτης γίνεται πρωταθλητής χωρίς ισχυρούς αντιπάλους με ένα και μόνο βιβλίο). Καλύτερο ίσως είναι το "Η Άμυνα του Λούζιν" -αλλά ξεχνάω συγγραφέα. Και χωρίς πλάκα τώρα, αν η ιστορία δεν είχε πλάκα, θα ήταν ελαφρώς ανατριχιαστική. Χμμ. Ο χαρακτήρας του Γιάννη βγήκε μάλλον λίγο πιο spooky απ' ότι ήθελα, ίσως γιατί επέλεξα κάπως μονόπαντες αναφορές. Στην πραγματικότητα ήταν ένας αρκετά φιλικός τύπος, καθόλου απειλητικός -με τις παραξενιές του βέβαια. Ο τύπος δεν κατάλαβα, θεώρησε ότι είπε την παραγγελιά πιο πριν (ή κάποιο ίσως φανταστικό πρόσωπο) ή περίμενε ότι θα το θυμόταν από πέρσι σαν να μην είχε περάσει μια μέρα; Το δεύτερο. Ποιο write -off; Εγώ σκέφτομαι να το διασκευάσω στα κοντά... Καημένε κ.Μανωλιέ...τι σου έμελλε να πάθεις! Αναγνωρίζω ότι η ατμόσφαιρα παραπέμπει λίγο σε τρόμο, αλλά μερικά στοιχεία της, όπως συμβαίνει στην πραγματική ζωή, ήταν τελείως τυχαία (π.χ. το έρημο χωριό). Γενικά η όλη εμπειρία είχε τρελό γέλιο και έχω χάσει το λογαριασμό του πόσες φορές την έχω αφηγηθεί προφορικά, οπότε φαίνεται ότι ήταν η ώρα της να την καταγράψω. Φυσικά, όποιος θέλει είναι ευπρόσδεκτος να της αλλάξει τα λογοτεχνικά φώτα. [...] εγώ λέω ότι πάσχει στον τομέα της αληθοφάνειας, στο σημείο "φυσιολογικός- εγώ...". Κι είχα αρχίσει ν' απορώ: Δεν το πρόσεξε κανείς; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Gully Foyle Posted June 8, 2010 Share Posted June 8, 2010 Καλύτερο ίσως είναι το "Η Άμυνα του Λούζιν" -αλλά ξεχνάω συγγραφέα. Η άμυνα του Λούζιν (The Luzhin Defense ή The Defence, 1930), Vladimir Vladimirovich Nabokov Μτφρ: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Μεταίχμιο 2003 B) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Adicto Posted June 8, 2010 Share Posted June 8, 2010 Έχει γράψει και άλλο ο Ναμπόκοφ με σκάκι... "Η αληθινή ζωή του Σεμπάστιαν Ναιτ" (ή κάπως έτσι), εκδ Άγρα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.