Jump to content

κουήν.


Rikochet

Recommended Posts

Είδα τον Κουήν πρώτη φορά στην εξώπορτα της απέναντι πολυκατοικίας, καμπουριαστό, να καπνίζει. Με κοίταξε και ύστερα στράφηκε προς τις γάτες που σκάλιζαν τα σκουπίδια στη γωνία και δε με ξανακοίταξε μέχρι που έφυγα και πήγα εκεί που σκόπευα να πάω. Όταν γύρισα το βράδυ δεν ήταν εκεί. Την επόμενη μέρα όταν ξαναβγήκα δεν ήταν εκεί. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να σημειώσω την απουσία του, και δε τη σημείωσα. Όταν γύρισα τον βρήκα πάλι στην εξώπορτα, καθισμένο στο μικρό σκαλάκι, να καπνίζει και να κοιτάει το πεζοδρόμιο. Τον κοίταξα για λίγη ώρα. Δε μου έδωσε σημασία. Ανέβηκα σπίτι.

 

Μετά από κείνες τις δύο συναντήσεις τον έβλεπα κάθε δύο ή τρείς μέρες, μόνο όταν γύριζα σπίτι και πολύ σπάνια όταν έφευγα. Τον κοίταζα, με κοίταζε, στεκόμασταν έτσι για λίγο και ανέβαινα σπίτι. Αυτό κράτησε ένα μήνα περίπου.

 

Την επόμενη φορά που τον βρήκα, έκατσα κι εγώ στο σκαλί της εξώπορτας της πολυκατοικίας απέναντι του και άναψα τσιγάρο. Δεν άλλαξε κάτι στην έκφραση του. Με κοίταξε για λίγο, και άρχισε να ασχολείται με κάτι άλλο. Προσπάθησα να ασχοληθώ κι εγώ. Κοίταξα τις ρόδες των παρκαρισμένων αυτοκινήτων. Κοίταξα την καύτρα του τσιγάρου μου. Κοίταξα τα παπούτσια μου. Έψαξα μάταια να βρώ γάτες να περιεργαστώ. Βαρέθηκα και ξαναέστρεψα την προσοχή μου στον ίδιο. Κοιτούσε το πεζοδρόμιο. Τέλειωσε το τσιγάρο του. Το πέταξε. Έβγαλε καινούριο. Έβγαλε ένα κουτί σπίρτα. Το κούνησε. Το ξανακούνησε. Ξαναέβαλε το κουτί στην τσέπη και σηκώθηκε και με πλησίασε και με ρώτησε Έχεις αναπτήρα; Του έδωσα. Άναψε το τσιγάρο και μου τον επέστρεψε και έγνεψε σαν ευχαριστώ. Έκανε να φύγει όταν τον ρώτησα Μένεις απέναντι; Όχι είπε και επέστρεψε στη θέση του. Κάπνισε το τσιγάρο του. Τον κοιτούσα μέχρι να το τελειώσει. Ύστερα το έσβησε και με κοίταξε μια τελευταία φορά και έφυγε. Ανέβηκα κι εγώ σπίτι.

 

Μέσα στον επόμενο μήνα έμαθα ότι τον έλεγαν Κουήν, ότι θεωρούσε τους αναπτήρες αναγκαίο κακό και ότι καθόταν εκεί για να σκοτώνει ώρα. Ο χρόνος που περνούσα απέναντι του καπνίζοντας αυξανόταν καθώς περνούσε ο καιρός. Τον είδα να έρχεται και να μπαίνει στην πολυκατοικία. Να βγαίνει μετά από κάποια ώρα και να καπνίζει έξω σιωπηλός. Να ξαναμπαίνει για πέντε λεπτά και μετά να βγαίνει και να φεύγει.

 

Αφού σχημάτισα μια σαφή ιδέα των κινήσεων του και διαπίστωσα ότι ήταν απαράλλαχτες, η παρατήρηση μου ελαττώθηκε μέχρι που έφτασε στην αρχική της διάρκεια. Ήσυχος μέσα στην σιγουριά της επανάληψης, καθόμουν και κοιτούσα τον κύκλο μια στις τόσες, για να επιβεβαίωσω ότι δεν είχε αλλάξει.

 

Ο Κουήν μάλλον είχε αρχίσει να συνηθίζει την παρουσία μου. Δεν έφερνε πλέον σπίρτα. Του πρόσφερα τον αναπτήρα, και αυτός, μια στις τόσες, μου έδινε μια απάντηση. Μέσα στον δεύτερο μήνα έμαθα ότι επισκεπτόταν ένα διαμέρισμα στον πρώτο όροφο και ότι προτιμούσε να περνάει όσο λιγότερο χρόνο γίνεται εκεί μέσα. Και στις αρχές του τρίτου μήνα, αφού είχα επιστρέψει και καθίσει στο σκαλάκι μου λίγο νωρίτερα, είδα ένα κεφάλι στο παράθυρο του πρώτου ορόφου. Σωστότερα, είδα τη σκιά ενός κεφαλιού. Κάτι δε πήγαινε καλά με το περίγραμμα ή με τα μάτια μου. Ήταν σίγουρα ένα κεφάλι αλλά το σχήμα δεν ήταν ακριβώς αυτό που θα έπρεπε. Πάντως κοιτούσε προς την μεριά απ’όπου έφτανε ο Κουήν.

 

Ο Κουήν αργούσε. Το κεφάλι στο τζάμι κουνιόταν πάνω-κάτω, αργά. Τελικά ο Κουήν έφτασε. Ιδρωμένος και με γουρλωμένα μάτια. Με πλησίασε βιαστικά και μου έδωσε ένα πακέτο τσιγάρα και μου είπε Για τη φωτιά και μπήκε στην πολυκατοικία. Το κεφάλι προχώρησε σε άλλο δωμάτιο, μάλλον για να τον συναντήσει. Δεν ήθελα να περιμένω άλλο. Ανέβηκα σπίτι.

 

Αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον είδα. Για λίγο καιρό στεκόμουν στην ίδια θέση και περίμενα, και το κεφάλι στο τζάμι περίμενε κι αυτό. Το περίγραμμα του γινόταν όλο και πιο περίεργο, φούσκωνε, πάχαινε απ’τη μια μεριά.

 

Όταν τελικά κατάλαβα ότι ο Κουήν δεν επρόκειτο να ξαναγυρίσει, στάθηκα την ίδια ώρα στην ίδια θέση και περίμενα να φανεί το κεφάλι. Όταν εμφανίστηκε έδειξα με το δάχτυλο μου το στήθος μου και μετά την πολυκατοικία. Το κεφάλι έγνεψε αργά. Εξαφανίστηκε απ’το παράθυρο. Πήγα στην εξώπορτα. Μου άνοιξε. Μπήκα και ανέβηκα στον πρώτο. Είχε μόνο μια πόρτα και ήταν μισάνοιχτη. Μπήκα μέσα.

 

Ένα μικρό χωλ, ένα σαλόνι γεμάτο βαριά καφέ έπιπλα και μετά μια κρεβατοκάμαρα. Δίπλα στο μεγάλο διπλό κρεβάτι ένα παράθυρο με λευκές κουρτίνες. Πίσω απ’τις κουρτίνες μια καμπουριασμένη φιγούρα. Κοιτούσε προς τη μεριά που ερχόταν ο Κουήν. Το περίγραμμα του κεφαλιού της φούσκωνε προς το μέρος μου και καμπύλωνε την κουρτίνα που ακουμπούσε πάνω του.

 

Μου μίλησε με φωνή γριάς και δήλωσε Δε θα ξανάρθει ο γιόκας μου. Ρώτησα ο Κουήν; Μου είπε Ο γιόκας μου με παράτησε.

 

Προχώρησα προς το μέρος της. Το ένα της χέρι σφιγμένο γύρω απ’τις κουρτίνες τις κρατούσε κολλητά πάνω της. Ρώτησα Σας φρόντιζε; Μου απάντησε Δεν έχω άλλον. Ρώτησα Γιατί έφυγε; Μου είπε Δεν άντεχε άλλο. Ρώτησα Τι δεν άντεχε; Μου είπε Αυτό και το χέρι της έσφιξε κι άλλο την κουρτίνα.

 

Μου είπε Στην αρχή ήταν μικρό. Δε του έδινα πολλή σημασία και έτσι ούτε κι αυτός. Μετά άρχισε να μεγαλώνει. Ήθελε να με πάει σε γιατρό. Εγώ του έλεγα δε χρειάζομαι γιατρό θέλω εσένα να με φροντίζεις. Είσαι ο γιόκας μου.

 

Έκανε μια μικρή παύση και έβηξε. Το χέρι της άφησε την κουρτίνα και κάλυψε το στόμα της. Οι κουρτίνες επέστρεψαν στη θέση τους και την άφησαν ακάλυπτη.

 

Συνέχισε Ο γιόκας μου δεν άντεξε. Όσο το έβλεπε να μεγαλώνει δεν ήθελε να βρίσκεται κοντά μου. Με ρωτούσε αν θέλω κάτι και αφού φρόντιζε για όλα όσο πιο γρήγορα μπορούσε πήγαινε και καθόταν κάτω. Μετά ανέβαινε και με ρωτούσε αν θέλω κάτι άλλο κι εγώ τον λυπόμουν και του ‘λεγα να πας στην ευχή του Θεού. Και τον τσάντιζε αυτό και μου έλεγε, μου έλεγε πάντα το ίδιο πράγμα, Στην ευχή του Θεού μάνα; Αλήθεια; Και έφευγε.

 

Την πλησίασα και στάθηκα δίπλα της. Κοιτούσα τη μεριά του κεφαλιού της που έγερνε προς το μέρος μου και μετά τα σχέδια στις κουρτίνες. Τράβηξα τελείως τις κουρτίνες και το λιγοστό φως που απέμενε μέχρι να βραδιάσει της φώτισε το πρόσωπο. Μείναμε εκεί ακίνητοι με το κεφάλι της γερμένο πάνω στον ώμο μου χωρίς να πονάει και το βήχα της να έρχεται και να φεύγει, να κοιτάμε έξω απ’το παράθυρο προς τη μεριά που ερχόταν ο Κουήν.

 

Κατέβηκα κάτω. Έκατσα στο σκαλάκι που καθόταν ο Κουήν. Πήγα να ανάψω τσιγάρο αλλά δεν είχα σπίρτα. Είδα στην εξώπορτα της απέναντι πολυκατοικίας κάποιον καθισμένο στο σκαλάκι να μου τείνει τον αναπτήρα του.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Μου άρεσε αυτή η ιστορία. Το λέω έτσι, χωρίς πολλά άλλα σχόλια.

Μ' αυτό τον αέρα του αόριστου και του αμυδρά απειλητικού, που ωστόσο δεν τρομάζει καθόλου τον εμπλεκόμενο, μ' αυτή την επανάληψη του κενού χρόνου, πέτυχε όλα όσα θα ήθελες να πεις. :thmbup:

Link to comment
Share on other sites

Πολύ καλό!thmbup.gif

Θα το ήθελα πιο μεγάλο και με περισσότερες αποκαλύψεις βέβαια, αλλά κι έτσι κάνει μια χαρά την δουλειά του γιατί αφήνει ανοικτό ένα σύμπαν πιθανοτήτων.

Link to comment
Share on other sites

Μου άρεσε η ιδέα και η ασάφειά της. Μου άρεσαν και οι διάλογοι, αλλά μήπως θα έπρεπε να μοιάζουν και σαν διάλογοι; Εννοώ, πως μου φάνηκε παράξενη η επιλογή σου να μην τους βάζεις σε εισαγωγικά, ή τουλάχιστον να τους κάνεις σε πλάγιο λόγο, χωρίς δηλαδή τα κεφαλαία. Αυτό ήταν το μόνο που με ξένισε.

Ανατριχιαστικό το τέλος

όπου, στο δικό μου μυαλό τουλάχιστον, ο κεντρικός χαρακτήρας μοιάζει να παίρνει την θέση του Κουίν στην φροντίδα της μάνας.

 

Link to comment
Share on other sites

Μου άρεσε και μου άρεσε και το ύφος σου. Μου προκάλεσε μια περίεργη θλίψη.

Link to comment
Share on other sites

Άψογος. Ασάφεια, υπαινικτικότητα, κοφτός λόγος, κατάλληλο πρόσωπο αφήγησης. Τρόμος στις σκιές...

 

 

Link to comment
Share on other sites

Επιτέλους! Μπορώ να βρω την πλοκή σε μια από τις ιστορίες σου :) .

 

Μέχρι τώρα, στα γραπτά σου που έχω διαβάσει, έβρισκα αρκετά χαλαρή την πλοκή, αλλά εδώ τα πράγματα είναι πιο συγκεκριμένα. Καταλυτικά σ' αυτό βοηθάει φυσικά το φινάλε, που βάζει το όριο στο οποίο μπορεί να σταματήσει η σκέψη τού αναγνώστη.

 

Θα προτιμούσα κι εγώ αν οι ατάκες ήταν με πλάγια γράμματα (ή κάποιον άλλο τρόπο). Να πω μάλιστα πάνω σ' αυτό, πως υπήρξαν φορές που είχα και προβληματάκι να πιάσω αμέσως την αρχή της ατάκας - Ο ρυθμός είναι πολύ γρήγορος και πιστεύω ότι το να ξεχωρίζουν οπτικά τα λόγια των ηρώων βοηθάει τον αναγνώστη να κάνει την ακαριαία σύνδεση που απαιτείται.

 

Καλή η ιδέα για το τέλος, όπως επίσης και η ατμόσφαιρα/κατάσταση/σκηνή μέσα στο δωμάτιο (που αν και λίγες αράδες... με ρούφηξε).

 

Συγχαρητήρια για την ιστορία.

 

ΥΓ: Απορία: γιατί δεν κάθεσαι να γράψεις κάτι (ας πούμε... χμ... κάναν τρόμο ίσως; ) με παρόμοια συνοχή στην πλοκή (και, παρακαλώ, από 3000 λέξεις και πάνω), και μετά να μας κάνεις την τιμή;; :) :) thmbup.gif

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..