Jump to content

Έγχρωμο Παραμύθι


Παρατηρητής

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα:

Είδος: φαντασία -steampunk

Βία; περίπου

Σεξ; όχι

Αριθμός Λέξεων:

Αυτοτελής; ναι

Σχόλια: Μια παλιά ιστορία που έγραψα στο Στρατό το 2006. Αφιερωμένη στον Όθωνα (καλή τύχη όπου κι αν είσαι τώρα) και στην Κατερίνα (τελικά γυρίσαμε σπίτι)

 

 

 

 

 

Έγχρωμο Παραμύθι

 

Της ειρήνης και του πολέμου

 

 

 

Εισαγωγικό σημείωμα

 

 

 

Στον κόσμο του Γκρέγκεν, πολλά άλλαξαν από τότε που οι Νέοι Θεοί επέφεραν την Αναγέννηση των Θνητών. Αρχαίες φυλές εξαφανίστηκαν και νέες εμφανίσθηκαν στο προσκήνιο. Οι θεοί δεν κατάφεραν να ελέγξουν την ακμάζουσα άνοδο της φυλής των Ανθρώπων. Οι Άνθρωποι, έπειτα από τον εκατονταετή πόλεμο με τους Τεχνοκράτες Γνώμους, έγιναν η πρώτη δύναμη στο Γρέγκεν, ξεχνώντας τη σχέση τους με τα Ξωτικά από τα οποία αποπειράθηκαν να καταπατήσουν τις μαγικές χώρες. Νέοι πόλεμοι ξεκίνησαν όταν οι Άνθρωποι της Ανατολικής Ηπείρου αποίκησαν στη Δυτική Ήπειρο όπου έδρευαν οι Χώρες των Ξωτικών, Ρεκονσίλια και Γκόνζινα. Τα Ξωτικά ηττήθηκαν από τα νέα, πυροβόλα όπλα που χρησιμοποιούσαν οι Άνθρωποι και μία νέα τεράστια χώρα σχηματίστηκε, διαμορφωμένη από την νοοτροπία των αποίκων. Αυτή η χώρα ονομάστηκε Ερνέθια, χτισμένη πάνω στα ερείπια των αρχαίων πόλεων των αδικοχαμένων Ξωτικών.

Με την πράξη αυτή των Ανθρώπων, ο κόσμος συμπλήρωσε το Τέταρτο Αμάρτημα των Θνητών. Οι Θεοί καταράστηκαν τους κατοίκους της Ερνέθιας να υποφέρουν με τον εξής τρόπο: το έθνος τους να μην είναι ποτέ ενωμένο και οι πάντες σε εκείνη τη χώρα να μην καταφέρουν ποτέ να ξεπεράσουν τα πάθη τους.

Έτσι λοιπόν, εκεί που οι Ερνέθιοι πίστευαν πως μία νέα καλύτερη ζωή ξεκινούσε για εκείνους, το έθνος διχάστηκε. Κυβέρνηση δεν μπορούσε να σχηματιστεί. Την εξουσία αποζητούσαν δύο ομάδες ανθρώπων, οι Συντηρητικοί και οι Μαγοκράτες. Οι πρώτοι ήταν υποστηρικτές των αρχαίων ιδανικών, της βασιλείας, της στρατιωτικής αρετής και των γνωστών ως τότε μεθόδων μάχης. Οι δεύτεροι υποστήριζαν πως η ακμή και η δύναμη ενός έθνους στηρίζονταν στην Μαγεία, για αυτό και η διακυβέρνηση του κράτους έπρεπε να δίδεται μοναχά σε όσους την γνώριζαν και την ασκούσαν. Το αποτέλεσμα της διαμάχης αυτής ήταν το ξέσπασμα του Εμφυλίου της Ερνέθιας, του πολέμου μεταξύ των Βόρειων πολιτειών που αποτέλεσαν τη «Συμμαχία των Συντηρητικών» και των Νότιων που σχημάτισαν την «Μαγοκρατορία». Ένας πόλεμος που στοίχισε πολλά και στις δύο παρατάξεις και έβαψε τα λάβαρα με το αίμα των απλών ανθρώπων που μετείχαν σε αυτόν…

Πολεμιστές, αγρότες, και άνδρες που αναζητούσαν καλύτερο τρόπο διαβίωσης, τάχτηκαν υπέρ της «Συμμαχίας», ενώ μάγοι, καλλιτέχνες, κι επιχειρηματίες απορροφήθηκαν από τη Μαγοκρατορία. Όσες μάχες κι αν έδωσαν μεταξύ τους, όσο αίμα κι αν έχυσαν, όσους νεκρούς κι αν θρήνησαν, λίγοι κατάφεραν να συνειδητοποιήσουν πως ο μεγαλύτερος εχθρός δεν είναι εκείνος που υποστηρίζει αντίθετες αρχές, αλλά εκείνος που διατάζει, με μοναδικό του σκοπό την εξουσία…

 

Η ιστορία που ακολουθεί, είναι ένα σύντομο δρώμενο - ασήμαντο για τους περισσότερους - δύο ανδρών που εμπλάκηκαν άθελα τους στον «Αδελφικό Πόλεμο». Δύο καλλιτεχνών που φορώντας τη στολή της «Μαγοκρατορίας» ξαφνικά έχασαν τα όνειρα τους και λίγο πριν το τέλος, εκεί που δεν είχε μείνει πια τίποτα για εκείνους και που οι ίδιοι είχαν χάσει τους αγνούς εαυτούς τους, προσπάθησαν να μεταδώσουν το εξής μήνυμα:

 

« ο πόλεμος δεν είναι παρά μια τέχνη αρχάριων καλλιτεχνών

 

παιχνίδι εχθρών και ονείρων νεκρών »

 

 

 

 

Έγχρωμο Παραμύθι

 

 

 

 

 

Οχυρό Τγουίνταουερ, ξημερώματα. Το μοναδικό που έχει μείνει ακόμη στην κτήση της Μαγοκρατορίας, στην επαρχία Άρθρακ της κοιλάδας Νορθπαθ. Μα και αυτό δεν θα αντέξει για πολύ. Ο στρατός των Συντηρητικών βρίσκεται ήδη στους πρόποδες, η πλαγιά έχει μπλοκαριστεί. Η μόνη ελπίδα για τους σαράντα τρεις στρατιώτες της Μαγοκρατορίας που κρατούν το οχυρό είναι ένα μικρό και δύσβατο μονοπάτι στα βορειοδυτικά του βουνού. Από εκεί περιμένουν ενισχύσεις από τις πόλεις που υπάγονται ακόμα στη συμμαχία των Μαγοκρατόρων. Τρεις ημέρες τώρα… ενώ μέσα σε ένα δειλινό θα μπορούσαν να στείλουν ένα και μόνο τάγμα για να εξολοθρεύσει τη στρατιά των Συντηρητικών και να σώσει τους δικούς τους. Αλλά τι σημασία έχουν για τους Ηγήτορες σαράντα τρεις στρατιώτες κι ένα οχυρό με κατεστραμμένη μαγική ασπίδα προστασίας; Η λιποταξία και η εγκατάλειψη του καθήκοντος τιμωρείται με θάνατο και με οικτρό μεταθανάτιο βασανιστήριο. Αυτόν τον κανόνα δεν παρέβησαν οι σαράντα τρεις αυτοί στρατιώτες, κάποτε ονειροπόλοι πολίτες που εμπλάκηκαν άθελα τους στην παρανοϊκή ιστορία του εμφυλίου πολέμου που μέρα με τη μέρα καταστρέφει τη χώρα τους. Ίσως να μην βρίσκονταν εκείνο το ξημέρωμα εκεί, δίχως φαγητό νερό και πυρομαχικά, ίσως να ήταν ήδη νεκροί εάν ο ταγματάρχης Ίστριβερ και ο λοχαγός Νίκσον δεν ενεργούσαν ψύχραιμα σώζοντας τους από την πανωλεθρία που επέφερε η ξαφνική ενέδρα των Συντηρητικών στις όχθες του ποταμού Ρέντερβ. Το οχυρό στην ψηλή πλαγιά ήταν η μοναδική λύση για τους εναπομείναντες των τριακοσίων πενήντα ανδρών του τάγματος του Φτερωτού Κήρυκα, ωσότου να κατέφθαναν οι ενισχύσεις από το βορρά. Μα και η μαγική προστασία του κάποτε φημισμένου Τγουίνταουερ δεν άντεξε για πολύ. Ο συνεχές βομβαρδισμός του αντίπαλου πυροβολικού επί τρεις ημέρες, κατάρριψε κάθε τι που προστάτευε τα πέτρινα τείχη, αφήνοντας τα ευάλωτα ωσότου να ανεφοδιάζονταν με μπαρούτι από το νότο. Και ο ανεφοδιασμός είχε ήδη φτάσει, και μαζί του η συμμαχία τριών επαρχιών, διψασμένων για εκδίκηση από τα εγκλήματα των Μαγοκρατόρων κατά τις πρώτες ημέρες του πολέμου.

 

Ταγματάρχης Τζέσε Ίστριβερ και Λοχαγός Όνταν Νίκσον. Οι δύο μοναδικές ελπίδες των ανδρών που ξέφυγαν από τη σφαγή στο Ρέντερβ, από όσους είχαν ακόμη πίστη στην ομαδικότητα και από εκείνους που δεν είχαν χάσει εντελώς τα λογικά τους. Στην πραγματικότητα ήταν απλοί στρατιώτες και μάλιστα από εκείνους που επιστρατεύτηκαν με δυσκολία. Όταν οι Συλλέκτες τους βρήκαν, στάλθηκαν στην πρώτη σειρά του τάγματος του Ερυθρού Βέλους. Επιβιώνοντας σε πολλές μάχες, τον νικηφόρο καιρό της Μαγοκρατορίας, στάλθηκαν στο βορρά, στο τάγμα του Φτερωτού Κήρυκα ως ενισχύσεις. Στη μάχη του Μπον-Τερ, ο ταγματάρχης Ράισον πέθανε, αφήνοντας το τάγμα πανικόβλητο και έτοιμο να εξολοθρευτεί. Ο Τζέσε ύψωσε το πεσμένο λάβαρο και φορώντας το μανδύα του ταγματάρχη ξεγέλασε τους πάντες, σώζοντας έτσι τους δικούς του από τον πανικό και τον αφανισμό. Οι Συντηρητικοί κατέφυγαν στην κοντινότερη πόλη τους, περιμένοντας τον ανεφοδιασμό από την ανατολή, ενώ το τάγμα αναχώρησε βιαστικά για την Άρθρακ, όπου για κακή του τύχη έπεσε σε ενέδρα στον ποταμό Ρέντερβ. Ο Ίστριβερ και ο Νίκσον προσπάθησαν να σώσουν τους άνδρες και με κόπο και με τεράστιες απώλειες τους οδήγησαν στο οχυρό. Ο Νίκσον τιτλοφορήθηκε λοχαγός επίσης από τους στρατιώτες, όταν ανέλαβε την επίθεση του 1ου λόχου στο φαράγγι Φάραντ, καθώς ο τότε λοχαγός εγκατέλειψε δίχως να αφήσει ούτε ένα ίχνος. Οι άνδρες του οχυρού κατονόμαζαν αξιωματικούς τους δύο νεαρούς. Ο βαθμός παρέμενε ο ίδιος. Στρατιώτες. «Αλλά τι να τον κάνει κανείς το βαθμό σε τέτοιες περιστάσεις; Τι να τον κάνει κανείς το βαθμό έτσι κι αλλιώς από τη στιγμή που σκοτώνει και σκοτώνεται;», δύο από τα χιλιάδες ερωτήματα που βασανίζουν τον Τζέσε κ αυτό το ξημέρωμα. Πριν να αρχίσει ο πόλεμος, αναρωτιόταν για πιο σπουδαίες έγνοιες. Έπλαθε και έγραφε παραμύθια, μελετούσε την ιστορία των προγόνων του και σημείωνε μεθόδους με τις οποίες η χώρα θα βελτιώνονταν αντί να καταστραφεί από τα ίδια της τα παιδιά. Ήταν διασκεδαστής. Περιπλανιόταν κεφάτος από πόλη σε πόλη και διηγούνταν τα παραμύθια του. Ευχόταν να αξιοποιηθεί από κάποιον εκδότη και οι ιστορίες του να γίνονταν αγαπητά βιβλία. Έπρεπε από τότε, όταν η μία πόρτα έκλεινε μετά την άλλη να καταλάβαινε ότι οι περισσότεροι σε εκείνη τη χώρα νοιάζονταν μοναχά για το δικό τους όφελος, το δικό τους κέρδος. Πλέον είχε βρει την απάντηση στο ερώτημα που έκαναν οι περισσότεροι... «Γιατί να γίνεται εμφύλιος…γιατί να γίνεται πόλεμος…;»

Όμως κάτι σε εκείνο τον κόσμο τον κρατούσε να ελπίζει ακόμη. Η Κάθυ Μακάντιλαθ, η κόρη του γελαστού ανθρακωρύχου, η νεαρή ζωγράφος. Του είχε χαρίσει τις ομορφότερες στιγμές της ζωής του. Μαζί μοιράζονταν παρόμοια όνειρα, άδολα και αγνά. Εκείνη ονειρευόταν τη δική της γκαλερί και να δίδασκε σε μικρά παιδιά την τέχνη. Η Λιζάθια, η χώρα πέρα από την ανατολική θάλασσα, ήταν μία καλή ευκαιρία για να πραγματοποιήσει τα όνειρα της. Ο δρόμος για το λιμάνι ήταν δύσκολος. Ληστές, ομίχλες, το ζωντανό τρένο Ράνταστ που διέσχιζε τις πεδιάδες αναζητώντας ταξιδιώτες για τροφή, μία περιπέτεια για την οποία ο Τζέσε θα έγραφε τουλάχιστον τρία βιβλία, όμως οι δυο τους κατάφεραν να φτάσουν στο Νιου Μπέρεγκ. Το πάρτι στην ταβέρνα του Λάνιγκαν, το βράδυ πριν να αναχωρήσει το πλοίο, έμεινε αξέχαστο. Το ίδιο και ο γαλήνιος ύπνος, η πολυπόθητη αγκαλιά σε ένα απαλό κρεβάτι, έπειτα από ένα ρομαντικό παραμύθι που έφτανε σε αίσιο τέλος. Όμως το πλοίο δεν έφυγε ποτέ. Ο πόλεμος είχε ήδη ξεκινήσει αποφασίζοντας να δώσει εκείνος τέλος στο παραμύθι του Τζέσε και της Κάθυ. Οι Συλλέκτες έπιασαν τον νεαρό παραμυθά με τις μαγικές ιδιότητες και τον οδήγησαν στα τάγματα της Μαγοκρατορίας. Η Κάθυ, μέσα στην ταραχή ξέφυγε και πέφτοντας στη θάλασσα πιάστηκε από το σκοινί ενός ταχυδρομικού πλοιαρίου που είχε ήδη ξεκινήσει. Καθώς το λιμάνι απομακρύνονταν, με θλίψη συνειδητοποιούσε πως εκείνος που την έσπρωξε στη θάλασσα για να γλιτώσει από την επιστράτευση, αναχωρούσε για τον πόλεμο. Και πως δεν θα τον ξανάβλεπε ποτέ πια…

 

Όνταν Νίκσον. Πάντα απόμακρος και ακατάδεκτος. Η πίστη και η αφοσίωση του στην τέχνη τον έκανε έναν από τους καλύτερους ζωγράφους της χώρας. Κατάφερε να γίνει μαθητής της σχολής των Ονειροδουκών της Τέχνης, όπου αποφοιτώντας ύστερα, λειτουργούσε ως διακοσμητής αρχοντικών. Πάνω από είκοσι αρχοντικά στολίστηκαν με πίνακες και με γλυπτά του. Παρά αυτά, δεν πρόλαβε ακόμα να διακοσμήσει το κρύο υπόγειο στο οποίο κατοικούσε. Τα δίδακτρα για τη σχολή ήταν πανάκριβα…

Πίστευε πως υπήρχε κάποιος για να τον περιμένει να επιστρέψει. Κάποια… Η Λίζα με το άκαμπτο πρόσωπο και το αγγελικό ύφος. Σε κανέναν άλλο δεν είχε χαρίσει αγάπη. Τρία χρόνια σε ένα ψυχρό υπόγειο, πλημμυρισμένοι από ποτά, «φάερνταστ», μπογιές και πυλό, ζούσαν το μεθυσμένο έρωτα τους. Η Λίζα δεν βρισκόταν εκεί την ημέρα που ο Όνταν αναχωρούσε για τον πόλεμο. Ο νους της αρνούνταν να δεχτεί τα μηνύματα του. Όταν, έπειτα από δύο μήνες στον πόλεμο, του δόθηκε η ευκαιρία να επιστρέψει για λίγο στην πόλη του, τιμή για την πρωτοβουλία του στο φαράγγι Φάραντ, έμαθε πως η Λίζα ταξίδεψε σε άλλη χώρα. Παντρεύτηκε τον δάσκαλο της, το μάγο που την χρησιμοποιούσε ως μοντέλο για τα εντυπωσιακά γλυπτά του. Η αγάπη, το συναίσθημα που έκανε τόσα χρόνια για να κατανοήσει έστω και λίγο τη γλυκιά σημασία του, πέθανε όπως οι χιλιάδες συμπατριώτες που σωριάζοντας γύρω του τόσους μήνες τώρα. Από τότε ζωγραφίζει μόνο νεκρούς. Το σακίδιο του είναι ήδη γεμάτο με τριακόσια είκοσι δύο πορτραίτα σκοτωμένων στρατιωτών…συντρόφων αντιπάλων, δεν είχε σημασία, όπως έγραφε ο Τζέσε στις τελευταίες σειρές του νέου του παραμυθιού με τίτλο «Τα Δίδυμα». «Υποτίθεται πως είμαστε ένα, όχι να σκοτωνόμαστε μεταξύ μας. Όμως, έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν ίσχυε αυτό. Ο πόλεμος μας δείχνει ξεκάθαρα το πρόσωπο της ειρήνης. Της ειρήνης που χτίσαμε δίχως να χρησιμοποιήσουμε τα κατάλληλα υλικά: Αγάπη…αληθινή Αγάπη, την Αγάπη της μητέρας που αγκαλιάζει το νεογέννητο παιδί της, την Αγάπη που θα το βοηθήσει να μεγαλώσει και να πραγματοποιήσει τα όνειρα του. Άλλωστε… δεν υπάρχουν όνειρα, όπως δεν υπάρχουν και ιδανικά. Μοναχά συμφέροντα και διαταγές, ένας κόσμος για λίγους…

 

Θάνατος…

 

Θάνατος λοιπόν. Γιατί όχι; Ζώντας σε αυτήν την τρέλα, τελέσαμε τις διαταγές τους και τους αποδείξαμε επιτυχώς πως είναι ανώτεροι από εμάς…τώρα ας πεθάνουμε για αυτούς. Έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν έδωσαν σημασία στην ποιότητα που ο καθένας μας μπορεί να προσφέρει σε αυτό το απέραντο χωράφι που όλοι πατούμε, παρά μόνο στην ποσότητα που αποτελούμε όλοι μαζί, τον αριθμό, τη μάζα…την εξουσία τους, το μόνο τους…όνειρο.»

Κλείνει το βιβλίο του, έχοντας γράψει το τέλος. Θυμάται την αγαπημένη του και κλαίει. Ήθελε τόσο πολύ να βρίσκεται κοντά της εκείνο το παγερό πρωινό. Συντετριμμένα όνειρα ενός γελαστού παιδιού που αρνήθηκε να δεχτεί τη ζοφερή πραγματικότητα.

 

Ο Όνταν παύει να ζωγραφίζει. Η φλόγα της Ανατολής υψώνεται στον ουρανό. Οι δύο νέοι δίνουν τα έργα τους στον Πίτερ Κάσκ, τον ταχυδρόμο. Είναι ο μόνος που θα ακολουθήσει το δύσβατο μονοπάτι. Ο μόνος που θα φύγει από το οχυρό ζωντανός. Ο μόνος που πρέπει να φύγει ζωντανός.

 

Ο Τζέσε κοιτάζει τους στρατιώτες. Δύναμη τριάντα ένας άνδρες, οι υπόλοιποι ξεγραμμένοι. Δύο αποφάσισαν να βάλουν τέλος στη ζωή τους από το βράδυ, τρεις δεν επικοινωνούν καθόλου με τον κόσμο γύρω τους, πέντε δραπέτευσαν αναζητώντας μέσα στο σκοτάδι διαφυγή μέσα από άγρια βράχια και απότομους γκρεμούς. Όσοι είναι ακόμη ζωντανοί θα επιτεθούν. Μία μικρή ελπίδα, μία όμορφη ψευδαίσθηση της απόδρασης και της επιστροφής στο σπίτι, η αξιοπρέπεια του στρατιώτη να πεθάνει πολεμώντας, το τελευταίο δικαίωμα του ετοιμοθάνατου να σηκωθεί από το κρεβάτι του και να τρέξει, κλέβοντας λίγες ακόμη στιγμές από τη γη και τον ουρανό, πριν να αναχωρήσει για το σκοτάδι…

 

Ο ταγματάρχης πρέπει να εκφωνήσει λόγο. Ο Τζέσε είναι καλός στους ηρωικούς λόγους. όμως αυτή τη φορά, δεν υπάρχει νόημα να βγάλει κάποιον. Σε κανέναν πόλεμο δεν υπάρχει νόημα...

Λίγο πριν το τέλος, ανακτά τον παλιό του κεφάτο εαυτό. Το ονειροπόλο παιδί του λαού.

«Πάω σπίτι μου, να πιω καμιά μπύρα στο Ντάνσαρ’ς Ίν.…θα ‘ρθει κανείς για κέρασμα;»

Όσοι δεν ξέχασαν τι θα πει χαμόγελο, χαμογελούν.

 

 

 

 

 

Νορθπαθ, πρώτες πρωινές ώρες. Οι Συντηρητικοί ετοιμάζονται να καταλείψουν την πλαγιά. Προς μεγάλη τους έκπληξη, η πύλη του οχυρού Τγουίνταουερ ανοίγει και οι λιγοστοί άνδρες κατηφορίζουν τρέχοντας καταπάνω τους. Μία σφαίρα από τριακόσια τυφέκια και δύο βλήματα είναι αρκετά για να τους ισοπεδώσουν.

ΠΥΡ!!!

Εκκωφαντικοί κρότοι, σκόνη, φωτιά, σφαίρες που τσιρίζουν αίμα κι ένα έδαφος που σείεται. Η ομίχλη που σηκώνεται είναι παχιά, καλύπτοντας οτιδήποτε ξεμύτισε από την πύλη του οχυρού. Όσοι συνεχίσουν ακόμα, πέφτουν από τις σφαίρες της δεύτερης εκπυρσοκρότησης. Ο Όνταν βουτά στο αγαπημένο το χρώμα. Κόκκινο, το χρώμα του αίματος, του πολέμου, του έρωτα…του ήλιου που δύει. Ο Τζέσε γίνεται ένα με το παραμύθι. Καθώς σωριάζεται, θυμάται την αφιέρωση στην αρχή του τελευταίου του βιβλίου.

« Κάθε που θα ζωγραφίζεις νύχτα, να θυμάσαι τα μολυσμένα αστέρια που μας παρακολουθούν

Κάθε που θα ζωγραφίζεις ξημέρωμα, να θυμάσαι πως προσπάθησα να φτάσω κοντά σου

Κάθε που θα ζωγραφίζεις μέρα, βάλε όσο πιο πολλές πινελιές μπορείς, να γεμίσει ο κόσμος χρώματα, να αποκτήσει κάλλος η ζωή, να το βλέπουν οι άνθρωποι και οι καρδιές τους να ξυπνούν σαν από όνειρο προφητικό, την ευτυχία που προμηνύει…

 

Γιατί αν ένα παραμύθι πρέπει να μείνει αληθινό, αυτό πρέπει να είναι το δικό μας. Γι αυτό, κάνε το όσο πιο έγχρωμο μπορείς…»

 

 

 

 

 

Οι χρυσές θύρες της αίθουσας του Μαγοκράτορα ανοίγουν. Το δέμα που προορίζονταν για εκείνον, αφού πέρασε ένα σωρό μαγικές ανιχνεύσεις κρίθηκε ακίνδυνο για τη ζωή του και τελικά φτάνει στα χέρια του. Τριακόσια εικοσιτέσσερα πορτραίτα νεκρών στρατιωτών είναι το περιεχόμενο. Ο τίτλος της συλλογής του «διεστραμμένου», όπως χαρακτηρίστηκε, ζωγράφου, είναι ο εξής: η Αγάπη της Μητέρας

 

 

 

 

Γιώργος Χατζηκυριάκος.

 

 

 

 

 

Σημειώσεις

 

 

 

Μηνύματα διανοητικά: μαγική ιδιότητα που διαθέτουν όσοι ασκούν μαγεία.

 

Φάερνταστ: μαγική σκόνη που δρα σα ναρκωτικό από μάγους και καλλιτέχνες.

 

 

Ταχυδρομικά πλοιάρια: από τη στιγμή που αναχωρούν από το λιμάνι οποιασδήποτε χώρας, οποιασδήποτε πόλης, κανείς δεν έχει δικαίωμα να τους διακόψει το δρομολόγιου μέχρι το τέλος της διαδρομής.

 

Ταχυδρόμος: εν καιρό πολέμου απαγορεύεται η επίθεση στους ταχυδρόμους.

 

Συλλέκτες: υπεύθυνοι για τη στρατολόγηση των πολιτών

 

Τα Δίδυμα: βιβλίο του Τζέσε Ιστρίβερ που εκδόθηκε έπειτα τριακόσια περίπου χρόνια μετά το θάνατο του κάτω από τη φροντίδα ενός μακρινού του απογόνου στην Ερνέθια. Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε εάν το βιβλίο ήταν αφιερωμένο στον εμφύλιο ή σε δύο αδελφές ψυχές που καταδικάστηκαν να ζήσουν η μία μακριά από την άλλη.

Edited by Παρατηρητής
Link to comment
Share on other sites

Χαριτωμένο φλασάκι (διότι περί τούτο πρόκειται), που φανερώνει την ηλικία του, ή μάλλον τη δική σου όταν το έγραφες. Γνωρίζοντας τον ωριμότερο Παρατηρητή, σε προτρέπω να το επεξεργαστείς περισσότερο και να το αναδείξεις.

 

Έχει την επίγευση -ή την πρόγευση :Ρ- του Αμερικανικού Εμφυλίου. Παράξενη επιλογή,αλλά ωστόσο όχι αποτυχημένη.

 

Η αναφορά στο Τέταρτο Αμάρτημα είναι καλή, αλλά θα βρεθούν κάποιοι να σου γκρινιάξουν ότι δε λες ποια είναι τα προηγούμενα τρία. Μπορείς να επιλέξεις να μην τους ακούσεις. Εμένα μου άρεσε κι έτσι όπως είναι, μ’ έκανε να κάτσω να σκέφτομαι ποια θα μπορούσαν να είναι.

 

Στο εισαγωγικό αναφέρεις τη φράση «Κυβέρνηση δε μπορούσε να σχηματιστεί». Αυτή είναι αρκετά σύγχρονη, συν το γεγονός ότι ως εκείνη τη στιγμή δε μας έχεις δώσει κάποιο hint που να υποδεικνύει την ύπαρξη άλλου πολιτεύματος από τη μοναρχία/ολιγαρχία/φεουδαρχία. Ίσως να χρειαζόταν ένα μικρό κομμάτι ακόμη, σχετικά με το πολίτευμα των Ανθρώπων.

 

Οι πρώτες παράγραφοι είναι κάτι παραπάνω από τεράστιες, είναι αχανείς. Στο επισυναπτόμενο έχω μαρκάρει με § τασημεία που θα μπορούσες να τις σπάσεις ώστε να είναι πιο ευανάγνωστες. Suit yourself.

 

Θα ήθελα να προσθέσεις και την εποχή του χρόνου στην εισαγωγική φράση του κυρίως κειμένου. Οχυρό Τγουίνταουερ, τέλος καλοκαιριού, ξημερώματα. Ξέρω ‘γω, κάτι τέτοιο. Με βάζει περισσότερο στο κλίμα, χωρίς να λέει πολλά. Στην πρώτη παράγραφο έχεις επίσης μια αλλαγή χρονικού σημείου, ξεκινάς με περιγραφή της ΤΩΡΙΝΗΣ κατάστασης και κάπου στη μέση λες «Ίσως να μην βρίσκονταν εκείνο το ξημέρωμα εκεί». Άλλαξε το «εκείνο» με «ετούτο» και το έκανες πολύ πιο ομοιόμορφο.

 

Λες κάπου «αναρωτιόταν για πιο σπουδαίες έγνοιες». Είναι κάπως άκαμπτη η φράση. «Έχουμε» πιο σπουδαίες έγνοιες, δεν αναρωτιόμαστε γι’ αυτές.

 

Έχω ένα θέμα με τον Τζέσε. Ξαφνικά ενώ μου έχεις πει τόσα πράγματα γι’ αυτόν,αναφέρεις εκεί προς το τέλος της ιστορίας με την Κάθυ ότι είχε μαγικές ιδιότητες; Ελαφρώς ξεκάρφωτο. Επίσης θεωρώ ότι θα έπρεπε να υπάρχει κάπου ηδιευκρίνιση σχετικά με το αν οι στρατιώτες Συλλέγονται για τις μαγικές τους δυνάμεις ή με τον ντορβά. Η μόνη αναφορά στη στρατολόγηση με κάνει να πιστεύωτο πρώτο.

 

Ένα σημείο που με χάλασε τρελά -τρελά όμως- είναι εκείνο το τεράστιο ΠΥΡ!!! προς το τέλος. Τι το θες εκειδά; Δίνει μια πολύ παιδιάστικη εικόνα στην ατμόσφαιρα που έχεις κοπιάσει να στήσεις ως εκείνη τη στιγμή. (Για την ονοματοποιία δε θα σχολιάσω καν. Έχεις μεγαλώσει αρκετά από τότε που το έγραψες, ώστε να καταλαβαίνεις τι δεν πάει καλά.)

 

Στο επισυναπτόμενο, θα βρεις μερικά ορθογραφικά ή τυπογραφικά, σημειωμένα με κίτρινο μαρκαδόρο. Σου έχω σημειώσει επίσης μερικά εισαγωγικά («»), τα οποία κατά τη γνώμη μου είναι άχρηστα και μερικά ακόμη που τα συμπλήρωσα και είναι απαραίτητα. Τα κεφαλαία γράμματα είναι αρκετά για να καταλάβουμε με ποιον τρόπο χρησιμοποιούνται οι λέξεις αυτές (Μαγοκρατορία, Αδελφικός Πόλεμος).

 

 

Paramythi_Nar.doc

Edited by Naroualis
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..