Vampiro Posted June 24, 2010 Share Posted June 24, 2010 Όνομα Συγγραφέα:Vampiro Είδος: τρόμος Βία; Ναι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων:2670 Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: enjoy! Το οικογενειακό δείπνο Η ιστορία μας εξελίσσεται σε ένα προάστιο της Θεσσαλονίκης. Κανονικά αυτό το μέρος έσφυζε από νυχτερινή ζωή, αλλά το συγκεκριμένο βράδυ δεν έβλεπες ούτε ψυχή στους δρόμους. Τα στόρια σε όλα τα σπίτια ήταν κατεβασμένα και τα παντζούρια κλειστά, λες κι ο κόσμος κρυβόταν από κάτι. Αλλά τι; Στο διώροφο σπίτι κοντά στο δημοτικό έμενε μια μεγάλη οικογένεια. Ο μπαμπάς, η μαμά, η μεγάλη κόρη, η Άννα και τα δύο δίδυμα αγοράκια τους, ο Χρήστος και ο Γιάννης. Ο πατέρας εργαζόταν στην τράπεζα, η μητέρα δεν δούλευε αλλά έμενε σπίτι για να προσέχει τα δίδυμα, που ήταν πέντε χρονών. Η έφηβη αδερφή τους, κάθε βράδυ έβγαινε έξω με το αγόρι της και γυρνούσε ξημερώματα. Η αλήθεια είναι ότι οι γονείς της δεν τον συμπαθούσαν και πολύ γιατί την έφερνε πίσω αργά, όμως της είχαν αδυναμία και δεν της χαλούσαν ποτέ χατίρι. Έτσι και σήμερα, οι άλλοι είχαν πάει για ύπνο, αλλά αυτή είχε βγει. Καθόταν στο αμάξι του φίλου της σ’ ένα άδειο παρκινγκ και φιλιότανε. Όταν άρχιζαν δεν είχαν σταματημό. -Αντώνη, πρέπει να πάω σπίτι. Έχω ήδη αργήσει πάρα πολύ.. και θα με σκοτώσουν οι δικοί μου, του είπε ανάμεσα στα καυτά φιλιά τους. - Αν θες να φύγεις, θα πρέπει να περπατήσεις μόνη σου, γιατί εγώ δεν το κουνάω από εδώ. Αφού ξέρεις ότι δεν θα σου πουν τίποτα! Μείνε λίγο ακόμα μαζί μου και μετά θα σε πάω σπίτι. -Μη με βασανίζεις!.. Δεν έχει πλάκα.. Κοίταξε έξω. Σαν να είχε σκοτεινιάσει πολύ, φεγγάρι δεν φαινόταν στον ουρανό και τα φώτα στο παρκινγκ δεν ήταν αναμμένα. Δεν υπήρχε περίπτωση να βγει να περπατήσει μόνη της. - Αφού ξέρεις πόσο φοβάμαι το σκοτάδι! Γιατί σου αρέσει να μου κάνεις τέτοια.., του είπε ναζιάρικα. -Μην φοβάσαι! Εγώ είμαι εδώ!, της απάντησε και πίεσε τα χείλια του πάνω στα δικά της. Ξαφνικά ακούστηκε ένας θόρυβος από το πίσω μέρος του αμαξιού, σαν κάτι να χτύπησε στη λαμαρίνα. -Τι ήταν αυτό; - Που θες να ξέρω, απάντησε αυτός. -Αντώνη σε παρακαλώ βγες και δες τι είναι! -Θα βγω, αλλά αν δεν είναι τίποτα όταν μπω θα τις φας που με έπρηξες με τις φοβίες σου!, της έκλεισε το μάτι πονηρά καθώς άνοιγε την πόρτα. Βγήκε από το αμάξι και με βαριεστημένα βήματα κατευθύνθηκε προς τα εκεί που ακούστηκε ο θόρυβος. Δεν φαινόταν κανείς, έκανε μια βόλτα γύρω από το αμάξι αλλά τζίφος. Μπήκε ξανά μέσα. -Τώρα θα τις φας! Για πάμε στο πίσω κάθισμα να σου δώσω μερικές ξυλιές για να μάθεις! Άλλη φορά να βγεις εσύ. Αλλά ξέχασα πόσο χέστης είσαι!!., είπε ο Αντώνης και την έπιασε ελαφρά από τα μαλλιά και έχωσε την γλώσσα του στο στόμα της. Είχαν μόλις βολευτεί στο πίσω κάθισμα όταν ξανά ακούστηκε το γρατζούνισμα. Η Άννα τον άφησε και κοίταξε έξω τρομαγμένη. Μόνο μαυρίλα υπήρχε γύρω τους. -Ποιος σκατά να είναι; Την έβαψε ο ματάκιας.. Θα βγω και θα του κόψω τον κώλο!, είπε εξαγριωμένος. Έσπρωξε την Άννα μακριά του και άνοιξε γρήγορα την πόρτα. Η Άννα δεν πρόλαβε καλά, καλά να συνειδητοποιήσει τι είχε γίνει. Ο Αντώνης θυμωμένος άρχισε να τρέχει γύρω από το αυτοκίνητο, να βρίζει και να ουρλιάζει. -Άμα σε βρω μαλακισμένο που μου χτυπάς όλη την ώρα το αμάξι, θα σου χαράξω το πρόσωπο τόσο πολύ, που όταν τρέξεις σπίτι στην μανούλα σου δεν θα σε αναγνωρίζει! Εμφανίσου τώρα αμέσως αν τολμάς βρωμό ανώμαλε, που τη βρίσκεις με το να παίρνεις μάτι τα ζευγαράκια! Η Άννα καθόταν χαλαρά στο κάθισμα και άκουγε τον Αντώνη.’’ Τι άγριος που γίνεται όταν θυμώνει! Πολύ γουστάρω!’’ Ξαφνικά όλα ησύχασαν, οι κραυγές του σταμάτησαν σαν να κόπηκαν με μαχαίρι. ’’Μάλλον θα βρήκε αυτόν που χτυπούσε το αμάξι και θα τρέχει από πίσω του για να τον πιάσει.’’, σκέφτηκε η Άννα. Πέρασε ένα δεκάλεπτο κι εκείνος ήταν ακόμα άφαντος. Η Άννα άρχισε να ανησυχεί. Κοίταξε έξω από το παράθυρο κι αντίκρισε μόνο σκοτάδι. Έκλεισε τα μάτια της και ακούμπησε το κεφάλι της στο κάθισμα, σιγοτραγουδώντας μέσα από σφιγμένα χείλη. Σχεδόν την είχε πάρει ο ύπνος όταν η πόρτα από δίπλα της άνοιξε απότομα και κάποιος την τράβηξε βίαια έξω. *** Το ίδιο βράδυ, λίγες ώρες αργότερα, τον Χρήστο τον ξύπνησε ένας παράξενος θόρυβος, προερχόμενος από το υπνοδωμάτιο των γονιών του. ”Μάλλον ο μπαμπάς θα είναι που ροχαλίζει πάλι”, σκέφτηκε. Μοιραζόταν το δωμάτιο με το δίδυμο αδελφό του, αλλά εκείνος κοιμόταν βαριά, σε αντίθεση με τον ίδιο που δεν μπορούσε να βρει ησυχία. Έτσι σηκώθηκε από το κρεβάτι του και πήγε να κλείσει την πόρτα τους, που τα βράδια ήταν ανοιχτή για να αφήνει το φως του διαδρόμου να μπαίνει μέσα. Ο Γιάννης φοβόταν πολύ το σκοτάδι. Αλλά στη μέση της διαδρομής σταμάτησε, γιατί αντιλήφθηκε ότι κάτι παράξενο συνέβαινε στην κρεβατοκάμαρα των γονιών του. Ο ήχος που άκουγε δεν ήταν από τα ροχαλητά του μπαμπά του, αλλά πιο παράξενος. Ο ήχος που κάνει κάποιος χωρίς τρόπους όταν ρουφάει σούπα! Τρομαγμένος, γιατί δεν το χωρούσε το κεφάλι του, ποιος θα μπορούσε να τρώει σούπα μέσα στη νύχτα, μπήκε στο δωμάτιο τους και πέτρωσε με το θέαμα που αντίκρισε. Στην αρχή δεν έβγαζε νόημα αυτό που έβλεπε. Στο κρεβάτι ήταν ξαπλωμένος ο μπαμπάς του, αλλά από πάνω του είχαν πέσει η αδερφή του και ο φίλος της. Από αυτούς προέρχονταν οι παράξενοι ήχοι, έκαναν σαν άγρια θηρία. Από δίπλα πρόσεξε ότι στεκόταν η μαμά του με σκισμένη νυχτικιά! Αυτό που τον τρόμαξε πολύ ήταν τα μάτια της, που είχαν γυρίσει έτσι που μόνο το ασπράδι φαινόταν. Αίμα έτρεχε από το ανοιχτό στόμα της. Γύρισε να φύγει, αλλά δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό να ρίξει μια ματιά πίσω του. Η αδερφή του είχε σηκώσει το κεφάλι της, αίμα έτρεχε από το στόμα της και από τις άκρες των δοντιών της που είχαν γίνει γαμψά σαν ζώου. Καθώς τον κοιτούσε έγλειψε με απόλαυση τα χείλη της. Η γλώσσα της ήταν διχαλωτή όπως τα φίδια. Άφησε το ’’γεύμα’’ της και όρμησε προς το μέρος του. Ο Χρήστος πρόλαβε να δει ότι όλο το κρεβάτι ήταν γεμάτο αίματα και έντερα. Σταμάτησε στην πόρτα και στάθηκαν αντικριστά. Την κοιτούσε φοβισμένος στα μάτια και αισθάνθηκε κάτι ζεστό να τρέχει ανάμεσα στα πόδια του. Κοιτιόντουσαν για αρκετά λεπτά, μέχρι που αυτή του χαμογέλασε. Του έδειξε τους μεγάλους κυνόδοντες της γεμάτους λεκέδες από αίμα. Αυτός από τον τρόμο του δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα του από πάνω της. Με ένα κρύο χέρι του έπιασε το λαιμό και έγλειψε τα ματωμένα χείλη της. Εκείνη τη στιγμή το αγόρι της σήκωσε το κεφάλι του και τους είδε. Το πρόσωπο του ήταν κατακόκκινο, με μια γρήγορη κίνηση έβγαλε την φιδίσια γλώσσα του και έγλειψε τη μύτη και μάτια του. Του χαμογέλασε με ένα φριχτό χαμόγελο και μετά βούτηξε το κεφάλι πάλι μέσα στο στομάχι του μπαμπά του. Η Άννα τον έσπρωξε έξω και έκλεισε την πόρτα. Ακούστηκαν ουρλιαχτά μέσα από το δωμάτιο και μετά τίποτα. *** Ζαλισμένος, έτρεξε πίσω. Μπήκε σαν αστραπή στο δωμάτιο και άναψε το φώς για να ξυπνήσει ο Γιάννης. Αλλά αυτός ήταν ήδη ξύπνιος και καθόταν στο κρεβάτι. -Χρήστο, ποιος φωνάζει έτσι? Συνέβη κάτι? Ο Χρήστος χαμένος στις σκέψεις του δεν άκουσε την ερώτηση. Ο Γιάννης κατέβηκε από το κρεβάτι και πήγε κοντά του. Τον ταρακούνησε λίγο, αλλά και πάλι δεν πήρε απάντηση. Μιας και ο άλλος δεν έλεγε να πει τίποτα, ο Γιάννης γύρισε πλάτη και προχώρησε προς το κρεβάτι του. Τότε ο Χρήστος ξανά γύρισε στον κόσμο μας, πρόλαβε τον Γιάννη πριν ξαπλώσει, τον πήρε από το χέρι και τον τράβηξε μέχρι την πόρτα. -Θα σου εξηγήσω άλλη φορά, αλλά τώρα πρέπει να φύγουμε γρήγορα από δω. Προσπάθησε να μην κάνεις φασαρία!, του ψιθύρισε. Καθώς κατέβαιναν τις σκάλες, η πόρτα της κρεβατοκάμαρας άνοιξε. Ο Γιάννης άκουσε την μαμά του που τον φώναζε να έρθει κοντά της. Δεν ήξερε τι να κάνει, ήθελε να πάει να δει, αλλά ο Χρήστος του κρατούσε πολύ σφιχτά το χέρι. Η φωνή της ακουγόταν όλο και πιο απελπισμένη. Τον Γιάννη τον έτρωγε η περιέργεια να πάει να δει τι τον ήθελε η μαμά του. Αλλά πώς; Αφού ο αδελφός του δεν τον άφηνε. Με μια απότομη κίνηση απελευθέρωσε το χέρι του, ρίχνοντας τον Χρήστο κάτω. Σήκωσε το κεφάλι και είδε τον Γιάννη να ανεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες με κατεύθυνση το δωμάτιο των γονιών του. -Γιάννη… ΜΗ!!!, φώναξε όταν είδε τον αδερφό του να μπαίνει. Η πόρτα έκλεισε κρύβοντας το τι γινόταν εκεί μέσα. Μόλις σηκώθηκε, με όλη την δύναμη που του είχε απομείνει έτρεξε προς την πόρτα και ακούμπησε το αυτί του πάνω στο κρύο ξύλο. Δεν ακουγόταν τίποτα. Απόλυτη ησυχία. Άνοιξε προσεκτικά. Το πάτωμα ήταν γεμάτο αίματα, η Άννα ήταν πεσμένη στα τέσσερα και τα έγλειφε. Σοκαρισμένος σήκωσε το κεφάλι του και είδε την μαμά του όρθια πάνω στο κρεβάτι. Στο δεξί της χέρι κρατούσε το κομμένο κεφάλι του Γιάννη, ενώ ο φίλος της αδερφής του έπινε το αίμα που έτρεχε σαν ρυάκι από το λαιμό. Αυτό ήταν, η συνείδηση του τον εγκατέλειψε τελείως εκείνη τη στιγμή. Δεν κατάλαβε καν πως έφυγε από εκεί μέσα, αλλά βρέθηκε ξαφνικά στην εκκλησία της γειτονιάς του. Φυσικά ήταν κλειστή τέτοια ώρα. Σωριάστηκε σε ένα παγκάκι απ’ έξω. Πήρε εμβρυακή στάση, με τα γόνατα του να ακουμπούν το πιγούνι του και έκλεισε τα μάτια. Αισθάνθηκε πολύ μόνος, σαν να είχε χάσει το άλλο του μισό. Σαν να είχε χάσει όλη του τη ζωή έτσι όπως την ήξερε. Τον πήρε ο ύπνος. *** Την άλλη μέρα τον ξύπνησε κάποιος που του χτυπούσε ελαφρά το μπράτσο. -Χρήστο! Τι κάνεις εδώ? Η φωνή ήταν γνώριμη, άνοιξε τα μάτια και είδε τον παπά της πρωινής λειτουργίας να στέκεται από πάνω του. -Συγνώμη! Αλλά δεν μπορούσα να κοιμηθώ στο σπίτι., απάντησε ζαλισμένος από τον ύπνο. -Γιατί? Δεν είναι καλά οι γονείς σου? -Μια χαρά είναι… δηλαδή….νομίζω ότι είναι καλά… δεν ξέρω, τραύλισε, Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορώ να θυμηθώ γιατί βρίσκομαι εδώ! Θυμάμαι μόνο ότι κάτι συνέβη στο σπίτι.. -Τότε πρέπει να γυρίσεις πίσω, γιατί θα ανησυχήσουν η μαμά και ο μπαμπάς σου! Σίγουρα θα σε ψάχνουν. - Μα… δεν νομίζω ότι θέλω να πάω πίσω. Θέλω να μείνω εδώ! Δεν θυμόταν τι είχε γίνει χτες, αλλά μια φωνή μέσα στο μυαλό του, του έλεγε να μην γυρίσει πίσω. Δεν μπορούσε να το πει στον παπά όμως γιατί θα νόμιζε ότι έχει τον διάβολο μέσα του, που πιστεύει τέτοια πράγματα. ’’Έχω δέκα λεπτά πριν αρχίσει η λειτουργία, θα τον πάω σπίτι να μιλήσω και λίγο με την μαμά του και να της πω ότι πρέπει να τον προσέχει περισσότερο.’’, σκέφτηκε ο παπάς και είπε δυνατά. -Μη στενοχωριέσαι. Θα σε συνοδεύσω εγώ.. Πήρε τον Χρήστο από το χέρι και μαζί πήραν τον δρόμο για το σπίτι του. Όταν έφτασαν έμειναν και οι δύο με το στόμα ανοιχτό! Το σπίτι ήταν σε κακή κατάσταση, σαν να μην είχε μείνει κανείς εκεί για πολλά χρόνια. Μέσα δεν ήταν κανείς, όλα τα δωμάτια ήταν άδεια. Ούτε έπιπλα δεν υπήρχαν. Ο μικρός άρχισε να κλαίει και ο παπάς έκανε τον σταυρό του. Δεν είχε ξανά δει κάτι παρόμοιο και η ατμόσφαιρα που επικρατούσε εκεί μέσα ήταν καθαρά διαβολική, δεν περιγραφόταν αλλιώς. Δεν ήθελε να έχει κάτι να κάνει άλλο με αυτό το θέμα. Γύρισαν μαζί πίσω στην εκκλησία. Εκεί πήραν τηλέφωνο την αστυνομία και τους εξήγησαν πως είχαν γίνει τα πράγματα. Ήρθαν και τον πήραν, τον έστειλαν στην κοινωνικοί πρόνοια. Δεν ήξεραν τι να κάνουν μαζί του, όλη του η οικογένεια είχε εξαφανιστεί. Τελικά αφού περνούσαν οι μήνες και εκείνοι παρέμεναν άφαντοι, αποφάσισαν να τον στείλουν σε ένα πολύ καλό ορφανοτροφείο. *** Τα χρόνια πέρασαν, τον Χρήστο τον υιοθέτησαν και πλέον είχε ξεχάσει εντελώς εκείνο το βράδυ. Περνούσε μια χαρά στο καινούργιο του σπίτι, αλλά πάντα ένοιωθε ότι κάτι του έλειπε. Μόλις έγινε είκοσι χρονών βρήκε δουλειά και νοίκιασε δικό του σπίτι. Το αγαπημένο του δωμάτιο ήταν το σαλόνι, που είχε μια μεγάλη βιβλιοθήκη, με μια τεράστια συλλογή βιβλίων βαμπίρ. Τα βαμπίρ ασκούσαν μια παράξενη γοητεία πάνω του, που δε μπορούσε να εξηγήσει. Ένα βροχερό βράδυ του Οκτωβρίου, καθόταν στην αγαπημένη του πολυθρόνα και διάβαζε ένα πολύ καλό βιβλίο: «Το διεστραμμένο πείραμα», της Λίζας Παπαϊωάννου. Είχε χαθεί μέσα στις σελίδες, όταν ξαφνικά το τηλέφωνο χτύπησε. -Ναι?, απάντησε. -Γεια σου αδερφούλη! -Ε? Συγνώμη ποιος είσαι? Πλάκα με κανείς; Παραξενεύτηκε. Η θετή μητέρα του δε μπορούσε να κάνει παιδιά και δεν είχε υιοθετήσει ποτέ άλλο εκτός από εκείνον. -Με ξέχασες βλέπω…ο αδερφός σου ο Γιάννης είμαι. Πόσο μου έλειψες!.. -Δεν καταλαβαίνω, ποιος είσαι? Τι θες? -Ο δίδυμος αδερφός σου ο Γιάννης. Τη δήλωση αυτή την ακολούθησε σιωπή. Ο Χρήστος είχε πάθει σοκ. Είχε να σκεφτεί την πραγματική του οικογένεια και τον αδερφό του για χρόνια. -Ο αδερφός μου πέθανε., είπε ξέψυχα. - Αν ήμουν νεκρός πως μπόρεσα και σε πήρα τηλέφωνο? Εκτός αν νομίζεις ότι έχουν τηλέφωνα στον άλλο κόσμο. -Δεν σε πιστεύω.… -Δεν θυμάσαι που κοιμόμασταν στο ίδιο δωμάτιο και μας άφηναν συνέχεια ανοιχτή την πόρτα γιατί φοβόμουν το σκοτάδι; Δίπλα μας ήταν το δωμάτιο της Άννας, που ποτέ δεν ερχόταν σπίτι στην ώρα της και μας ξυπνούσε μέσα στη νύχτα.. -Αν είσαι όντως ο αδερφός μου, θα είχες την ευγένεια να μου εξηγήσεις που εξαφανιστήκατε τόσα χρόνια.. Μεγάλωσα με ξένους ανθρώπους τότε που με παρατήσατε.. -Κάνεις λάθος, δεν σε παρατήσαμε. Εσύ μας άφησες.. Αλλά δεν έχει νόημα να τα συζητάμε από το τηλέφωνο. Έχεις την ευκαιρία να μάθεις τι έγινε και να μας δεις όλους αν έρθεις στο οικογενειακό δείπνο που ετοιμάζω στο σπίτι μου αύριο στις οχτώ. Τι λες; Θα έρθεις; -Θα το σκεφτώ., απάντησε ξερά ο Χρήστος. Δεν ήξερε τι να κάνει, του φαινόταν τόσο παράλογο όλο αυτό. Αλλά είχε και περιέργεια να τους ξανά δει για να του εξηγήσουν. Το πιο πιθανό ήταν ότι επρόκειτο για απατεώνες, αλλά τι σκοπό μπορεί να είχαν με το να του πουλήσουν ένα τόσο τρελό παραμύθι… -Μην απαντάς έτσι αόριστα.. Θα μας προσβάλεις αν δεν έρθεις. Η περιέργεια του έτρωγε το μυαλό. Έπρεπε να πάει να τους δει. Τελικά αποφάσισε. -Γιάννη, θα έρθω. -Θα περάσουμε πολύ ωραία και ετοιμάζω ένα υπέροχο δείπνο. Σπεσιαλιτέ μου! Έλα αύριο στις εννιά στην διεύθυνση Τζων Κέννεντυ 4 στην Πυλαία. Πριν προλάβει να απαντήσει ο Χρήστος, ο Γιάννης του έκλεισε το τηλέφωνο. Την άλλη μέρα περίμενε πως και πώς να γίνει η ώρα επτάμιση για να ξεκινήσει. Αγόρασε και λουλούδια, γιατί δεν μπορούσε να πάει με άδεια χέρια. Ήταν μια σκοτεινή νύχτα και δεν υπήρχε πολύς κόσμος έξω στους δρόμους. Όταν έφτασε στη διεύθυνση που του είχε δώσει είδε φώτα σε κάθε παράθυρο και μια γλυκιά μουσική ακουγόταν από μέσα. Χτύπησε το κουδούνι, περίμενε, αλλά κανείς δεν ήρθε. Το ξανά χτύπησε. Τίποτα. Δοκίμασε το πόμολο και η πόρτα άνοιξε. Μπήκε μέσα και βρέθηκε σε ένα διάδρομο. Μόνο η μουσική ακουγόταν, κατά τα άλλα μια νεκρική ησυχία επικρατούσε. Ξαφνικά, άκουσε γέλια από ένα δωμάτιο λίγο πιο κάτω. Ανατρίχιασε. Είχε κάτι το περιπαιχτικό αυτό το γέλιο, αλλά και σαγηνευτικό. Φαντάστηκε ότι τον περίμενε μια πολύ αισθησιακή γυναίκα εκεί μέσα και τον τραβούσε με το γέλιο της σαν Σειρήνα. Τα φώτα γύρω του έσβησαν αλλά δε τρόμαξε. Ακολούθησε τον ήχο από το γάργαρο γέλιο. Αισθάνθηκε ότι το παντελόνι του τον στένευε στον καβάλο και αντιλήφθηκε ότι είχε μια στύση τεραστίων διαστάσεων. Έφτασε στο δωμάτιο. Ήταν η τραπεζαρία. Κεριά φώτιζαν πάνω στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι και διαπερνούσαν το σκοτάδι. Γύρω από αυτό καθόταν όλη του η οικογένεια. Σαν να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα, ήταν όλοι εκεί. Όλοι; Μόνο ο δίδυμος αδερφός του έλειπε. Το γέλιο προερχόταν από την αδερφή του που παρότι είχε μείνει στην ίδια ηλικία με τότε είχε κάτι το πρόστυχο πάνω της. Του χαμογέλασαν όλοι πλατιά, με προσμονή, δείχνοντας τα γαμψά τους δόντια. Πισωπάτησε έντρομος, καθώς εκείνο το βράδυ πριν από δεκαπέντε χρόνια ήρθε στη μνήμη του λες και συνέβη χθες. Αυτή ήταν η οικογένεια του, αλλά δεν ήταν ανθρώπινη. Είχαν βρει μετά από τόσο καιρό το τελευταίο μέλος της. Ξαφνικά ένα κρύο χέρι του έπιασε τον ώμο και τον έστρεψε σιγά, σιγά. Είδε ότι από πίσω του στεκόταν ο αδερφός του, το ακριβές αντίγραφο του εαυτού του. Ήταν ο μόνος που είχε μεγαλώσει. -Αδερφούλη μου σκοπεύεις να φύγεις πριν σερβιριστεί το κυρίως πιάτο? -Και….ποιό είναι αυτό?, ρώτησε με τρεμάμενη φωνή ο Χρήστος. -ΕΣΥ!, φώναξαν όλοι και όρμησαν πάνω του. The End Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted June 24, 2010 Share Posted June 24, 2010 Γεια σου, Ιωάννα και καλωσόρισες στο φόρουμ. Λοιπόν, όσον αφορά την ιστορία σου... Χμμ, καταρχάς, θα πρέπει να πω ότι δεν είμαι μεγάλος οπαδός των βρικολάκων ως πρωταγωνιστών είτε σε βιβλία ή σε ταινίες, αν και με σαγηνεύουν ως όντα. Επίσης, από το ψευδώνυμό σου, ψυλλιάστηκα την υπόθεση της ιστορίας Η αλήθεια είναι ότι θα ήθελα να δω κάτι διαφορετικό, κάτι ανατρεπτικό, κάτι που να μην το έχουμε συνηθίσει σε παρόμοιες ιστορίες, αλλά δεν το είδα. Επίσης, το τέλος είναι εύκολα προβλέψιμο. Η γλώσσα που χρησιμοποιείς είναι πολύ καλή, αλλά σου λείπει ο τρόπος. Χρειάζεται να γίνεις λίγο περισσότερο περιγραφική κι όχι να μας δίνεις απλά τις σκηνές. Κάποιες μεταβάσεις από σκηνή σε σκηνή, μερικές αποφάσεις των εμπλεκομένων, καθώς και κάποιες εξελίξεις της ιστορίας, μου φάνηκαν λιγάκι απότομες κι αδικαιολόγητες. Για παράδειγμα, το ότι ο Χρήστος «ξέχασε» τι είχε συμβεί το προηγούμενο βράδυ. Αν ήθελες να μας πεις ότι το υποσυνείδητό του απώθησε ένα βίαιο γεγονός, θα έπρεπε να μας το δώσεις με έναν διαφορετικό τρόπο. Αυτές οι λίγες προσωπικές σκέψεις από εμένα Ήταν μια αρκετά καλή πρώτη προσπάθεια, αν και δεν ξέρω πόσο έχεις ασχοληθεί, γενικά. Περιμένω κι άλλες ιστορίες σου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wordsmith Posted June 26, 2010 Share Posted June 26, 2010 Αρκετά καλό και σίγουρα καλύτερο από ό,τι περίμενα, μια και δεν έχω διαβάσει άλλο δικό σου! Μπράβο! Έχετε και οι δύο το ίδιο ταλέντο και πολλή πλάκα εκεί που "διαφημίζεις" την αδελφούλα! Κατά τα άλλα, για τα δικά μου γούστα, η ιστορία ήταν πολύ σκέτη από λεπτομέρειες και επίθετα, καλά λέει ο Άγγελος ότι θα έπρεπε να είναι πιο περιγραφική. Μη σου πω κιόλας ότι δε δείχνει αρκετή άνεση με τη γλώσσα, μοιάζει λίγο παιδικό και "μουδιασμένο" το ύφος (σας έφαγαν τα αγγλικά και σουηδικά διαβάσματα και τις δύο!). Από την άλλη, βέβαια, λένε ότι "το πιο δύσκολο στο γράψιμο είναι να γράφεις απλά". Η υπόθεση είναι ενδιαφέρουσα, εντυπωσιακή και ολοκληρωμένη. Απλώς να έχεις περισσότερη αυτοπεποίθηση όταν την αναπτύσσεις. Και πες και της Λίζας να γραφτεί κι αυτή στο φόρουμ! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Drake Ramore Posted June 26, 2010 Share Posted June 26, 2010 Μου άρεσε η πρώτη σου προσπάθεια. Δείχνει αν μη τι άλλο οτι υπάρχουν δυνατότητες. Το θέμα είναι λίγο κλισέ, αλλά απο την άλλη τι να γράψεις για βρικόλακες και να μην φαίνεται γνωστό; Θα συμφωνήσω οτι σου λείπει ο τρόπος στην γραφή αν και είναι προσεγμένο το κείμενο. Πηδάς απο σκηνή σε σκηνή κοφτά και χωρίς να διατηρείς μια ροή. Χρειάζεται στην αρχή κάθε σκηνής να προσαρμοστεί ο αναγνώστης στα νέα πρόσωπα που έρχονται κοφτά και χωρίς προοικονομία, κάτι που δεν βοηθάει στο δέσιμο της ιστορίας. Απο εκει και πέρα η γραφή θα έλεγα πως είναι περισσότερο δημοσιογραφική παρά λογοτεχνική. Δεν κατάφερα να μπώ στην ιστορία γιατι δεν ένιωθα οτι την διαβάζω και την φαντάζομαι, αλλά οτι μου την αφηγείται κάποιος. Ποιός όμως;Δεν διαφαίνεται ούτε ένα τρίτο πρόσωπο, ούτε ο παντογνώστης αφηγητής. Είναι λίγο θολή η ταυτότητα του αφηγητή. Φράσεις όπως: η ιστορία μας εξελίσσεται σε ένα προάστιο της Θεσσαλονίκης... Ετσι και σήμερα οι άλλοι είχαν πάει για ύπνο... το ίδιο βράδυ, λίγες ώρες αργότερα... Τα χρόνια πέρασαν, τον Χρήστο τον υιοθέτησαν... Την άλλη μέρα περίμενε πως και πως... Εντείνουν αυτήν την αίσθηση οτι υπάρχει ένας αφηγητής ο οποίος όμως προς το τέλος "μισοεξαφανίζεται" δίνοντας στην ιστορία μια περισσότερο λογοτεχνική χροιά. Όσον αφορά τώρα τους χαρακτήρες και την πλοκή υπάρχουν ορισμένα κενά που αποδυναμώνουν πολύ το τέλος και στερούν την αληθοφάνεια απο την ιστορία. Το πιο βασικό είναι οτι δεν υπάρχει κίνητρο για αυτό που κάνουν τα αδέρφια τον Χρήστο. Τον θέλουν μόνο για γεύμα; Για να τον μετατρέψουν; Κι αν είναι για αυτό γιατί περίμεναν τόσα χρόνια; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted June 26, 2010 Share Posted June 26, 2010 Λοιπόν, έκανα αρκετές στάσεις κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης. Αυτό με αποπροσανατόλισε αρκετά. Άλλες φορές έφταιγε κάποια πρόταση που θα μπορούσε να είναι πιο προσεγμένη κι άλλες φορές ήταν υπεύθυνη κάποια παραχώρηση στην αληθοφάνεια, που έπρεπε να κάνω για χάρη της πλοκής. Όμως, λέω ότι: Αν η ιστορία είχε περισσότερες πληροφορίες για τη σχέση του Χρήστου με την οικογένειά του (κατά τη γνώμη μου οι οικογενειακοί δεσμοί αποτελούν ιδιαίτερα γόνιμο έδαφος για να πετάξεις πάνω του τον σπόρο του τρόμου), τότε το πράγμα θα αύξανε σε ενδιαφέρον για μένα, ενώ, πιθανώς, θα είχα και τη δυνατότητα να κάνω πιο άνετα τις παραχωρήσεις σε σχέση με την αληθοφάνεια που έγραψα πιο πάνω (θεωρώντας ότι όλο το κειμενο έχει να πει κάτι άλλο και επομένως η αληθοφάνεια μπορεί να πάει για λίγο στην άκρη). Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted June 27, 2010 Share Posted June 27, 2010 (edited) Ελπίζω να μη σε παίρνω από τα μούτρα, αλλά η πρώτη-πρώτη φράση σου, μου προκαλεί ανατριχίλες. «Η ιστορία μας ξεκινάει»; Μου θυμίζει ταινία Ντίσνεϊ. Βάλε μας κατευθείαν στην περιγραφή και μη σκας για εισαγωγικές προτάσεις. Άλλωστε ένα διήγημα έχει πολύ μικρή έκταση για να «σηκώνει» και εισαγωγές τέτοιου είδους. Η γλώσσα που χρησιμοποιούν τα παιδία, δεν είναι γλώσσα πεντάχρονων. Μάλλον ενηλίκων θα την έλεγα. Επίσης, προς τι τα αγγλικά ερωτηματικά; Η ελληνική γλώσσα έχει ένα πολύ διακριτικό αλλάσαφές σημαδάκι για να δείχνει την ερώτηση, το ; . Γενικά τώρα, το κείμενο είναι λίγο αδύναμο. Όχι από πλευράς γλώσσας, που είναι απλή αλλά σταθερή και ευχάριστη. Ούτε από πλευράς περιγραφών, που και ωραίες είναι και υποστηρίζουν αυτό που θες να πεις. Αλλά είναι αδύναμο από πλευράς αιτιών. Το διάβασα κι είχα συνέχεια απορίες, ειδικά όσο πλησίαζε το τέλος. Γιατί η Άννα κι ο Αντώνης είχαν πάει στο σπίτι της Άννας και δεν είχαν φάει κάτι άλλο στο δρόμο; Γιατί όταν πήγε με τον παπά, το σπίτι του είχε τη μορφή της εγκατάλειψης; Γιατί δεν τον πήρε κάποιος συγγενής να τον μεγαλώσει, αλλά τον έστειλαν κατευθείαν στο ορφανοτροφείο (εντάξει, υπερβολή δική μου, αυτό, αλλά ξέρω μια παρόμοια περίπτωση και κάπως έτσι γίνονται τα πράγματα); Γιατί χρειάστηκε να μεγαλώσει για να τον φέρουν στο οικογενειακό τους δείπνο και να τον φάνε; Γιατί όλοι οι άλλοι είχαν μείνει ίδιοι κι ο Γιάννης είχε μεγαλώσει; Τι έγινε με τον Αντώνη; Πάρα πολλά τα γιατί και δε με άφησαν να απολαύσω τον τρόμο. Edited June 27, 2010 by Naroualis Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Vampiro Posted June 28, 2010 Author Share Posted June 28, 2010 Αρχικά να σας ευχαριστήσω όλους που διαβάσατε το διήγημα μου.. Η αλήθεια είναι ότι τώρα που βλέπω τα σχόλια σας καταλαβαίνώ ότι όντως έχει κενά η ιστορία. Είναι βέβαια η πρώτη μου προσπάθεια και ελπίζω να βελτιωθώ με τον καιρό.. Δεν έχω τόση ευχέρια με τη γλώσσα γιατί τελείωσα σχολείο στη Σουηδία και το να γράφω στα ελληνικά με δυσκολεύει. Αλλά είχε πλάκα, το διασκέδασα και θα επιστρέψω δριμύτερη!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Pilgrimage Posted July 2, 2010 Share Posted July 2, 2010 (edited) Πολύ καλό αλλά η όλη φάση οικογένεια και βαμπίρ μπορεί να αναλυθεί πολύ καλύτερα και εκτενέστερα(βλ. τους παραπάνω) Δεν μπορώ να πω ότι με χάλασε, ήταν αρκετά καλό. ΥΓ.Οι βαμπίρ δεν ζουν με κομμένο κεφάλι, άρα ο Γιάννης πρακτικά ήταν νεκρός.Άσε που δεν είχαν λόγο να το κόψουν. Και επίσης μου έδωσες στην αρχή την εντύπωση των Ζόμπι.Δεν είναι οι Βαμπίρ ούτε λυκάνθρωποι, ούτε Ζόμπι να σκωτώνουν έτσι άμυαλα και βίαια, είναι ποιό κάλτ και μυστικοπαθείς αν το πούμε έτσι. Είναι κακόβουλα μεν, ευγενικά πλάσματα δε. Θα περίμενα τίποτα ποιό κουλτουριάρικο στον τρόπο με τον οποιό τρέφονται.(αναφέρομαι στην αρχή κυρίως) Edited July 2, 2010 by Pilgrimage Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.