Jump to content

Μάυρη συγχορδία


Karasu_Noroi

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα:Μπάρδας Χρήστος

Είδος: Μουσικό/ερωτικό

Βία; Όχι

Σεξ; Όχι

Αυτοτελής; Όχι, πρώτο κεφάλαιο

 

 

 

 

 

Όλα ξεκινάνε με ένα ταξίδι…

 

Το καράβι πλησίαζε με την όπισθεν για να δέσει στο λιμάνι. Ο χειμώνας δεν είχε μπει ακόμη για τα καλά και δεν φυσούσε ιδιαίτερα αλλά για κάποιο λόγο κρύωνε υπερβολικά. Είδε τον κόσμο που περίμενε να επιβιβαστεί να μαζεύεται μπροστά στην αποβάθρα και αναρωτήθηκε που βρίσκουν το κουράγιο να πλακώνονται για να μπουν μέσα. Έκλεισε το παλτό του, τύλιξε γύρο από το λαιμό το κασκόλ του και αφού φορτώθηκε τον σάκο του ακολούθησε το πλήθος.

Μόλις είδε τις κυλιόμενες σκάλες ανακουφίστηκε που λειτουργούσαν αυτή τη φορά. Τα καράβια αυτής της γραμμής δεν ήταν και ότι πιο καινούριο. Συνήθως σκουριασμένα απομεινάρια του παρελθόντος που οι εταιρίες τα έριχναν στην άγονη γραμμή. «Ένα πλοίο έχουν όλο κι όλα σιγά μην γκρινιάξουν και για το πώς είναι» γκρίνιαξε.

Το καταλάβαινε αυτό, ένοιωθε τόσο ανάγκη να ξεφύγει που το καράβι ήταν το τελευταίο που τον ένοιαζε, η μπόχα των καθισμάτων, η χαλασμένη τηλεόραση και τα μπαγιάτικα σάντουιτς των 5 ευρώ ήταν ένα αναγκαίο κακό που είχε μάθει να υπομένει.

Το κεντρικό σαλόνι του πλοίου ήταν γεμάτο από κόσμο κάθε λογής. Στρατιωτικοί που θα περνούσαν κάπου άλλου την άδεια τους, φοιτητές που επέστρεφαν χαρούμενοι στην πόλη που σπούδαζαν, τσιγγάνοι που είχαν στρώσει κάτω τα χαλιά τους και κοιμόντουσαν ο ένας πάνω στον άλλων στα ίδια χαλιά που αύριο θα μοσχοπουλούσαν σε κάποιον άτυχο. Μέσα σε όλο αυτό τον πανικό δεν κατάφερε να βρει μια θέση που να μπορεί να ηρεμίσει.

Βγήκε έξω στο κατάστρωμα και στάθηκε στην πρύμνη κοιτώντας το νησί να χάνετε πίσω του. Ήταν ακόμη 9 η ώρα όμως σχεδόν όλα τα φώτα είχαν σβήσει.

“Μια πόλη που δεν κοιμάται ποτέ; μάλλον η πόλη που σε κοιμίζει για πάντα..” μονολόγησε χαμένος στη σκέψη του.

Δίπλα του στεκόταν ένας μηχανοδηγός, μεγάλος σε ηλικία με μαυρισμένο και σκαμμένο πρόσωπο από της κακουχίες. Στο στόμα του είχε στραβά ένα τσιγάρο που μάλλον είχε σβήσει από ώρα αλλά δεν έδειχνε να το είχε καταλάβει. Ο γέρος έβγαλε ένα λερωμένο μαντίλι από την τσέπη του και σκούπισε τα μάτια του. Όταν ξαναγύρισε το βλέμμα του στη θάλασσα είπε,

“όλη μου τη ζωή κάπου πάω αλλά πολλές φορές σκέφτομαι τι αφήνω πίσω, γιατί μπορεί κάποιο από αυτά τα νησιά να ήταν η Ιθάκη μου και εγώ να φοβήθηκα να βγω από το καράβι. Και στην τελική δεν έφτασα πουθενά…”

Ο νεαρός κατέβασε το κεφάλι και έκλεισε τα μάτια του, τα λόγια του γέρου ακόμη και αν δεν ήταν σίγουρος αν τα έλεγε για να τα ακούσει αυτός, του χτύπησαν μία ευαίσθητη χορδή.

Πίσω του ακούστηκε μία πόρτα να κλείνει και όταν άνοιξε τα μάτια του ο γέρος είχε χαθεί… ξανακοίταξε από το παράθυρο μέσα στο σαλόνι και δεν βρήκε την όρεξη να επιστρέψει. Πέταξε το σάκο του σε ένα από τα τραπέζια στο κατάστρωμα και κάθισε σε μία καρέκλα με το βλέμμα καρφωμένο στον ορίζοντα. Την σκέψη του έκοψε το κινητό του που χτυπούσε στην τσέπη του με ήχο κλήσης ένα από τα αγαπημένα του τραγούδια, τo last resort των Paparoach. Η αναγνώριση κλήσης έλεγε Κώστας, φίλος του και συνεργάτης στην μπάντα τους. Ήξερε ότι αυτή θα ήταν η πρώτη από τις πολλές εξηγήσεις που θα έπρεπε να δώσει.

“Παρακαλώ;“

“Τι παρακαλάς ρε;” του είπε ο άλλος γελώντας. “Είχαμε κανονίσει σήμερα για πρόβα, άντε θα έρθεις;”

“Δεν νομίζω ρε… είμαι στο καράβι, πάω στο χωριό”

“Καλά ρε μαλάκα τι σε έπιασε και τρέχεις εκεί έτσι ξαφνικά;“ …το σκέφτηκε λίγα λεπτά και συνειδητοποίησε το λόγο. “Ρε συ, δεν είπαμε τέλος δεν θα την ξαναδείς; Πάλι τα ίδια;”

Ο Χρήστος ξεφύσησε απογοητευμένος, ότι είχε γίνει με εκείνη την κοπέλα του είχε κοστίσει πάρα πολύ.

“Όχι ρε δεν θα πάω να την δω, ούτε θα κάτσω καθόλου Αθήνα για να την ψάξω, κατευθείαν στο χωριό θα πάω, δεν άντεχα άλλο, ήθελα να πάρω λίγο αέρα και να αλλάξω παραστάσεις… θα με βοηθήσουν να την ξεχάσω..”

Ο φίλος του έδειξε ότι τον καταλάβαινε, “Οκ ότι πεις, εσύ ξέρεις καλύτερα, αν και κατα τη γνώμη μου δεν πρέπει να κάνεις έτσι για μία κοπέλα που δεν σε κατάλαβε ποτέ”.

“Ναι ρε, don’t worry, θα έχω χρόνο να γράψω στίχους κι’ ολας για όταν γυρίσω”

“Αϊ καλά, να δούμε τι μαλακίες ερωτιάρικα θα μας γράψεις” του είπε ο άλλος δήθεν απογοητευμένος. Ο Χρήστος χαμογέλασε.

“Άντε γαμίσου ρε, ότι θέλω θα γράψω, όχου! Άντε θα τα πούμε σε μία βδομάδα όταν θα γυρίσω”

Έκλεισε το κινητό και το έσβησε μία και καλή. Χρησιμοποίησε το σάκο του για μαξιλάρι και ξάπλωσε στο πάγκο που είχε δίπλα του. Μια εικόνα στο μυαλό και ο ύπνος ήρθε άμεσα.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Είναι πολύ μικρό κομμάτι για να προλάβουμε να νοιαστούμε για την όποια συνέχεια. Δεν γεννάται κανένα ερωτηματικό, καμία έξαψη της φαντασίας μας. Θα σου έλεγα, ανέβασε και λίγο ακόμη για να μπορέσουμε να σου πούμε τη γνώμη μας.

 

Ακόμη και σ' αυτό το μικρό κομμάτι όμως, διέκρινα μια βιασύνη. Λες πράγματα της στιγμής, δεν στέκεσαι σε καμιά σκέψη και καμιά εικόνα, κι αυτό προκαλεί μια αδιαφορία στον αναγνώστη.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..