Bonanza Jellybean Posted June 28, 2010 Share Posted June 28, 2010 Όνομα Συγγραφέα:Λίζα Παπαϊωάννου Αριθμός Λέξεων:8.126 1. Το απόγευμα τον βρήκε να κάθεται στο μπαλκόνι με μια μπύρα στο χέρι. Ήταν καλοκαίρι και το μεγαλόπρεπο θέαμα του ήλιου που έδυε και έβαφε τον ορίζοντα κατακόκκινο τον είχε αφήσει άναυδο. Η ζέστη είχε αρχίσει να υποχωρεί κι ένα δροσερό αεράκι φυσούσε. Σε συνδυασμό με το ποτό του ήταν πραγματική απόλαυση, χαλάρωνε πάρα πολύ. Ένιωθε ευτυχισμένος και γεμάτος. Αλλά ποιόν κορόιδευε; Ήταν μόνος του. Δεν είχε ούτε έναν άνθρωπο να του κάνει παρέα και να μοιραστεί αυτή τη στιγμή μαζί του. Ο τελευταίος χρόνος ήταν μια κόλαση που έφερε τα πάνω κάτω στη μέχρι στιγμής στρωμένη ζωή του. Πως τυχαίνει καμιά φορά και νομίζουμε ότι είναι όλα υπό έλεγχο… Είναι αστείο το πόσο άδικο έχουμε. Ο Βαγγέλης το κατάλαβε μια και καλή όταν έπιασε την εδώ και μια δεκαετία σύζυγο του με άλλον άντρα. Ακούγεται σαν κακόγουστο αστείο, κι όμως είναι η αλήθεια. Το είχε καταλάβει ότι κάτι έτρεχε παρότι έλειπε πολλές ώρες από το σπίτι λόγω της δουλειάς του. Αυτό συνέβαινε συχνά καθώς ήταν ορκωτός λογιστής. Αφού έγινε η αρχή δεν μπορούσε να βγάλει τις υποψίες από το μυαλό του. Την ήξερε καλά την Μάρθα, παρότι είχαν απομακρυνθεί λίγο τον τελευταίο καιρό και διάβασε όλα τα σημάδια στην αλλαγή συμπεριφοράς της. Ένας φίλος του, του σύστησε να απευθυνθεί σε έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ για να σιγουρευτεί. Θα την παρακολουθούσε και ταυτόχρονα θα παγίδευε το τηλέφωνο του σπιτιού τους, ώστε να έχει σε κασέτα όλα τα ενοχοποιητικά στοιχεία. Έτσι βγήκε η προδοσία στη φόρα κι από κει και έπειτα όλα έγιναν εφιάλτης. Τσακωμοί κι άλλοι τσακωμοί και φωνές και κατηγορίες. Μετά, το λόγο πήραν τα δικαστήρια κι εκεί έγιναν ακόμα χειρότερα τα πράγματα. Το πιο οδυνηρό ήταν η ψυχολογία των παιδιών καθώς βρέθηκαν στη μέση όπως συμβαίνει πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις. Η απόφαση του δικαστηρίου τον έκανε να νοιώθει ‘και κερατάς και δαρμένος’. Έπρεπε να πληρώνει διατροφή στην Μάρθα κάθε μήνα, σχεδόν τα μισά χρήματα από το μισθό του. Όσο για το σπίτι που είχαν αποκτήσει μαζί, θα έμενε σε εκείνη γιατί ήταν γυναίκα κι είχε τα παιδιά στα οποία η επιμέλεια θα μοιραζόταν ανάμεσα στους δυο τους. Πραγματικά άδικη απόφαση. Όλα αυτά κράτησαν μήνες και άφησαν το Βαγγέλη σε μια πολλή άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Μπορεί να ράγισε η καρδιά του όταν κατάλαβε ότι η γυναίκα του τον απατούσε και με όλα όσα ειπώθηκαν στις αίθουσες των δικαστηρίων από ψυχρούς δικηγόρους, που το μόνο που τους ένοιαζε ήταν η δουλειά τους και καθόλου η κατάθλιψη που όλο κι ένοιωθε να τον πλησιάζει, ή το γεγονός ότι καταστρεφόταν η ζωή του κι αυτά που πάλευε χρόνια να χτίσει. Το χειρότερο από όλα ήταν, ότι θα τη δεχόταν πίσω τη Μάρθα αν πραγματικά το ήθελε κι η ίδια. Θα τη συγχωρούσε. Όμως αυτή δε δεχόταν καν να το συζητήσει. Το μόνο που του είπε ήταν ότι είχε πάψει να τον αγαπάει εδώ και καιρό κι ότι χαιρόταν που έγιναν έτσι τα πράγματα. Συνέχισε λέγοντας, ότι δεν νοιώθει τίποτα για αυτόν κι ότι μάλλον ποτέ δεν το είχε κάνει. Είχε συμβιβαστεί μαζί του. Το ίδιο βράδυ κι ένα μπουκάλι αργότερα δεν μπόρεσε να σβήσει τα λόγια της, που είχαν εντυπωθεί στο μυαλό του θαρρείς με πυρωμένο σίδερο. Να τος τώρα καθισμένος στο μπαλκόνι του σπιτιού τους. Αυτές ήταν οι τελευταίες μέρες του εδώ. Η Μάρθα είχε φύγει στη μητέρα της μαζί με τη Γεωργία και τον Σπύρο, τα δυο τους παιδιά πέντε κι οχτώ χρονών αντίστοιχα, για να του δώσει το περιθώριο να μαζέψει τα πράγματα με την ησυχία του. Δεν είχε ξεκινήσει να κάνει τίποτα ακόμα. Καθόταν όλη την ημέρα και χάζευε τη θέα σκεφτόμενος τρόπους για να μη φύγει. Θα έκανε κατάληψη στο σπίτι και δεν θα το κουνούσε με τίποτα. Ας έμπαινε η αστυνομία να τον βγάλει. Θα δενόταν στο ψυγείο με αλυσίδες. Μα τι σκεφτόταν; Τι νόημα είχαν όλα αυτά αφού η γυναίκα του, (ωχ συγνώμη η πρώην γυναίκα του, έπρεπε να το συνηθίσει), δεν τον είχα αγαπήσει ποτέ. Εδώ που τα λέμε δεν υπήρχε κανείς σε ολόκληρο τον κόσμο που να τον είχε αγαπήσει εκτός ίσως από τα παιδιά του. Αυτό τον έκανε να αισθάνεται πολύ μόνος και δυστυχισμένος. Τι από όλα που έκανε καθημερινά είχε σημασία τελικά; Η απάντηση ήταν τίποτα απολύτως. Ακόμα και τα βλαστάρια του, τη μητέρα τους προτιμούσαν, αφού αυτή έβλεπαν συνέχεια. Ίσως κάποια στιγμή να καταλάβαιναν όταν θα μεγάλωναν, ίσως βέβαια κι όχι. Ο καιρός θα έδειχνε αν θα κατανοούσαν τον κουρασμένο γέρο πατέρα τους, που σπάνια ασχολιόταν μαζί τους γιατί όλη μέρα δούλευε, μη τυχόν τους λείψει τίποτα. Πήρε το ασύρματο τηλέφωνο από το τραπέζι για να καλέσει κανέναν φίλο του να έρθει να του κάνει παρέα, αλλά ήταν Σάββατο κι όλοι θα ήταν με τις οικογένειες τους. Αυτό που έπρεπε να κάνει, ήταν να σηκωθεί επιτέλους από την καρέκλα που είχε στρογγυλοκαθίσει και να αρχίσει να μαζεύει τα πράγματα του, που δεν ήταν και λίγα. Καταλάβαινε ψυχολογώντας τον εαυτό του ότι προσπαθούσε να το αναβάλει όσο γινόταν. Δεν θα ήταν κάτι εύκολο, θα ήταν πολύ ψυχοφθόρο. Αλλά έπρεπε να γίνει. Είχε μόνο αυτό το σαββατοκύριακο και ήδη είχε χάσει μία μέρα. Ο ήλιος στον ορίζοντα είχε χαθεί εντελώς τώρα. Μόνο μια πορτοκαλιά γραμμή είχε μείνει και το φεγγάρι φώτιζε ήδη από την άλλη πλευρά του ουρανού. Είχε φτάσει η νύχτα κι ήταν η ώρα για δράση. Δεν μπορούσε να το αναβάλει άλλο. Είχε πάρει την απόφαση του. Θα ξεκινούσε από τη σοφίτα εκεί που είχε όλα τα παλιά του πράγματα, φωτογραφίες από τα παιδικά του χρόνια και ποιος ξέρει τι άλλο ξεχασμένο. Ήταν η πιο ανώδυνη λύση. Θα ασχολιόταν την επόμενη μέρα με τα πιο φρέσκα, που τον πονούσαν και περισσότερο. Έτσι νόμιζε φυσικά.. Γιατί εκεί πάνω στη σοφίτα θαμμένο και ξεχασμένο για πολλά, πολλά χρόνια ήταν κάτι που θα του έκανε άνω κάτω για ακόμα μια φορά τη ζωή και θα του προκαλούσε όση αναστάτωση δεν είχε νοιώσει ούτε καν με το διαζύγιο. Προς το παρόν ήρεμος, μάζεψε τα πράγματα του από έξω και μπήκε μέσα στο σπίτι. Το κλιματιστικό που δούλευε από το μεσημέρι το είχε δροσίσει πολύ. Πήγε στην αποθήκη να πάρει τη σκάλα. Σιγοτραγουδούσε όλη την ώρα καθώς τα βήματα του τον οδηγούσαν στο πεπρωμένο του. 2. Η ‘σοφίτα’, όπως την αποκαλούσαν, δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα πατάρι που ευτυχώς ήταν αρκετά ευρύχωρο ώστε να το έχουν γεμίσει με κάθε λογής παλιό πράγμα, που είχαν μαζέψει τόσα χρόνια. Ακόμα και τα παιδικά του πράγματα ήταν εκεί. Τα είχε μαζέψει όλα από το πατρικό του όταν είχαν πεθάνει οι γονείς του. Ακούμπησε τη σκάλα στον τοίχο και ανέβηκε μέχρι πάνω. Άνοιξε το πορτάκι και κατευθείαν του ήρθε μια μυρωδιά υγρασίας, που όμως ήταν πολύ ευχάριστη. Μπροστά, μπροστά είχε έναν παλιό ανεμιστήρα που δεν τον χρησιμοποιούσαν πλέον. Τον κατέβασε κάτω. Σειρά είχαν οι βαλίτσες τους και τα παπλώματα, που ήταν τυλιγμένα σε νάιλον μέχρι τον επόμενο χειμώνα. Τα πράγματα που έψαχνε ήταν στο βάθος, βάθος όπως συμβαίνει πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις. Για να μπορέσει να τα φτάσει αναγκάστηκε να ανέβει ολόκληρος πάνω στο πατάρι. Μπουσούλισε προς το βάθος καθώς το ταβάνι ήταν πολύ χαμηλό. Έκανε στην άκρη το παλιό γραμμόφωνο των δικών του και κάτι άλλες αντίκες που η γυναίκα του (πρώην έτσι; Μη ξεχνιόμαστε..) δεν ήθελε ούτε να τις δει. Ο ίδιος λάτρευε οτιδήποτε παλιό, αλλά αυτή δεν συμφωνούσαν κι έτσι φυσικά έγινε το δικό της. Έτσι το σπίτι τους ήταν διακοσμημένο με μοντέρνο στυλ, αυτό που είναι μόνο για να δείχνεις. Να δείχνεις σε τρίτους τι καλά που τα καταφέρνεις. Τώρα όμως που ήταν μόνος του θα έβαζε ότι παλιατζούρα ήθελε. Ήταν κι αυτό μια μικρή εκδίκηση. Μια μικρή νίκη στον αέναο πόλεμο του χωρισμού. Βρήκε τα παλιά πράγματα σε ένα κουτί από πάνες στην πιο μακρινή γωνία του παταριού. Φύσηξε τη σκόνη από πάνω του και αμέσως τον έπιασε φτάρνισμα. Χριστέ μου, πρέπει να είχε αιώνες να καθαρίσει εδώ πίσω η Μάρθα. Σίγουρα αυτός είχε αιώνες να κοιτάξει αυτό το κουτί. Το πήρε μαζί του και το κατέβασε από τη σκάλα με πολύ προσοχή. Ώρα ήταν να πέσει να σπάσει τίποτα και δεν θα τον έψαχνε και κανείς. Δεν είχε κανέναν να ενδιαφέρεται, που βρίσκεται κι αν είναι καλά. Ήταν τραγικό αν το σκεφτόσουν. Κοίταξε το κουτί πάλι και η διάθεση του ανέβηκε. Είχε όρεξη για μια βόλτα στο μονοπάτι των αναμνήσεων. Βγήκε έξω στη βεράντα με αυτό αγκαλιά, αλλά πρώτα άναψε το φως, αφού είχε βραδιάσει πλέον. Το άφησε δίπλα στην καρέκλα του και μπήκε μέσα να πάρει ακόμα μια μπύρα από το ψυγείο. Η νύχτα ήταν πολύ γλυκιά, ότι πρέπει για νοσταλγία. Και το ηλιοβασίλεμα που είχε παρακολουθήσει πιο πριν έπαιζε το ρόλο του. Πάνω, πάνω βρήκε ένα παλιό κουτί από σοκολατάκια. Δάκρυσε με το που το είδε. Το είχε αγοράσει η μητέρα του στο Παρίσι, στο πρώτο της ταξίδι με τον πατέρα του. Εκεί μέσα φυλούσε τις φωτογραφίες της. Άνοιξε το καπάκι. Όλες ήταν ασπρόμαυρες κι οι άκρες τους ήταν λίγο γυρισμένες από τα χρόνια. Η πρώτη έδειχνε το πατρικό του. Αχ, πόσο του έλειπε το πρώτο του σπίτι! Μόνο που το έβλεπε ήταν σαν να παίρνει τζούρα από τα νιάτα του. Εκεί στην αυλή έξω από το διώροφο έπαιζε ώρες ποδόσφαιρο με τους φίλους του και σκαρφάλωνε στα δέντρα κάνοντας τους πειρατές ή τους εξερευνητές. Η δεύτερη φωτογραφία έδειχνε τους γονείς του τη μέρα του γάμου τους. Πιο κάτω βρήκε τους παππούδες του και μετά να σου κι ο ίδιος μωρό με ένα χαζό σκουφί γύρω από το κεφάλι του. Στην επόμενη πάλι αυτός με την μικρή αδερφή του στο καρότσι νεογέννητη. Συνέχισε να τις κοιτάει με δάκρυα στα μάτια. Πόσο του είχε λείψει η προηγούμενη ζωή του… Οι υπόλοιπες ήταν όλες από την παιδική του ηλικία. Σε πολλές έπαιζε μπάλα με τα παιδιά της γειτονιάς. Το λάτρευε το ποδόσφαιρό. Μετά αγκαλιά με τους δύο κολλητούς του έξω από το σπίτι του ενός. Κάτω, κάτω βρήκε μια σχολική φωτογραφία. Πρέπει να ήταν από τις τελευταίες τάξεις του δημοτικού ίσως και τις πρώτες του γυμνασίου, γιατί έδειχνε να έχει πάρει πολύ μπόι και σαν να διακρινόταν μια σκιά στο πιγούνι του, από τα γένια που μόλις είχαν αρχίσει να βγαίνουν. Γέλασε μόνος του, παίρνοντας μια ρουφηξιά από τη μπύρα του, καθώς κοιτούσε τα μούτρα των συμμαθητών του. Πολλούς από αυτούς τους έβλεπε ακόμα. Πόσο πολύ τους είχε αλλάξει ο χρόνος.. Συνέχισε να χαχανίζει καθώς ακολουθούσε τις φάτσες στη σειρά με το δάχτυλο του. Πήρε άλλη μια γουλιά από τη μπύρα και αμέσως κόντεψε να πνιγεί. Άρχισε να βήχει μανιασμένα ενώ από τα μάτια του έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν το πρόσωπο της κοπέλας στη φωτογραφία. Αυτό που νόμιζε πως είχε διαγράψει από τη μνήμη του, αλλά που δεν το είχε κάνει από ότι φαίνεται. Πόσο απλά γίνεται καμιά φορά το ραντεβού με το πεπρωμένο μας. Σκούπισε τα χείλη του με την ανάστροφη του χεριού του και γύρισε το βλέμμα του στην εικόνα. Τώρα όλα τα πρόσωπα σαν να είχαν θολώσει και το μόνο που ξεχώριζε ήταν το δικό της. Τόσο όμορφη.. (πως μπορούσε να είχε αμφιβάλλει ποτέ για αυτό), έβλεπε ξεκάθαρα τη μοναδικότητα του. Ήταν ότι πιο υπέροχο είχε δει ποτέ. Πλέον μπορούσε να είναι σίγουρος για τη χρονολογία: ήταν από την πρώτη γυμνασίου. Τότε την είχε γνωρίσει. Είχε έρθει στο σχολείο, καινούρια μαθήτρια, από κάποιο νησί της Ελλάδας, αλλά όσο και να έστυβε το μυαλό του δεν μπορούσε να θυμηθεί από ποιο. Δεν είχε σημασία εξάλλου. Ήταν μαζί στην ίδια τάξη, από την αρχή. Αυτή ήταν πολύ εσωστρεφής και σοβαρή. Δεν χαζολογούσε ιδιαίτερα κι είχε μια αύρα γαλήνης γύρω της. Ήταν ψηλή και υπερβολικά αδύνατη. Αλλά αυτό που πρόσεχες πιο πολύ πάνω της ήταν τα μάτια της, που φώτιζαν με μια εσωτερική φλόγα, τόσο που πίστευες καμιά φορά ότι θα σε έκαιγε με το βλέμμα της. Δεν είχε καμιά σχέση με αυτό που ήταν ο ίδιος τότε. Ήταν πολύ όμορφος μικρός, (ήθελε να πιστεύει βέβαια ότι του είχε μείνει και τώρα λίγη γοητεία..) και πάρα μα πάρα πολύ ζωηρός. Δεν έκλεινε το στόμα του, ο κόσμος όλος του άνηκε, και όλα τα κορίτσια αναστέναζαν στο πέρασμα του. Φούσκωνε από περηφάνια, την είχε ψωνίσει πολύ. Όποια ήθελε μπορούσε να την έχει. Δεν ήταν πολλοί που θα μπορούσαν να το πουν αυτό. Οι γυναίκες έκλαιγαν για πάρτη του. Κι αυτή φυσικά είχε πάθει το ίδιο μαζί του. Έχανε τα λόγια της και ντρεπόταν πάρα πολύ όταν του μιλούσε. Το καταλάβαινε κι αυτό τον έκανε να αισθάνεται ακόμα πιο καλά με τον εαυτό του. Πόσο μαλάκας ήταν και πόσο λάθος είχε κάνει. Δες τώρα που είχε φτάσει η ζωή του. Πόσες ανόητες αποφάσεις είχε πάρει και σε πόσα σταυροδρόμια είχε στρίψει σε λάθος δρόμους. Θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί πολύ διαφορετικά η ζωή του. Του ήρθε μια ξαφνικά αναλαμπή, που τον έκανε να μείνει σύξυλος στην καρέκλα του. Μα βέβαια!! Τότε είχε γίνει το μεγάλο λάθος, τότε που ήταν μικρός. Ήταν τόσο επιφανειακός που είχε φοβηθεί και είχε διώξει μακριά του την μόνη αγάπη της ζωής του. Όλα όσα ακολούθησαν ήταν μια τιμωρία. Πως μπορούσε να την έχει ξεχάσει; Τότε, ούτε που το κατάλαβε για πότε βρέθηκε να είναι τρελά ερωτευμένος μαζί της. Έγινε τόσο γρήγορα η μετάβαση, από το να το έχει πάρει πάνω του που φαινόταν τόσο μαγεμένη μαζί του, μέχρι το σημείο του να ζηλεύει ακόμα και όποιον απλά της μιλούσε. Κι όμως παρά τα χρόνια αισθήματα του, ποτέ δεν έφτασε να της τα εξομολογηθεί. Δεν ήξερε γιατί. Είχε πάρα πολλές σχέσεις εκείνα τα χρόνια, περνούσε καλά, το διασκέδαζε και δεν ήθελε να κατασταλάξει κάπου. Έμενε ικανοποιημένος με την ιδέα ότι αυτή θα ενδιαφερόταν ακόμα για αυτόν. Πόσο εγωιστής είχε υπάρξει.. Πόσο άσχημα είχε φερθεί σε πολλούς ανθρώπους, τώρα που το σκεφτόταν. Του άξιζαν αυτά που είχε περάσει. Ήταν αηδιαστικός. Έκλεισε το κουτί με τα σοκολατάκια θάβοντας τη φωτογραφία της κοπέλας στο βάθος. Δεν την έβλεπε πια, αλλά η εικόνα της έμενε χαραγμένη στο μυαλό του. Το είχε παρακάνει όμως για εκείνη τη μέρα. Αισθάνεται ότι δεν έχει αντοχές για άλλες αναμνήσεις. Αυτό που περίμενε ότι θα τον έκανε να χαρεί τον έχει στοιχειώσει. Ίσως να έφταιγε όλη η διάθεση που είχε δημιουργήσει και συνήθως το βράδυ τα πράγματα φαντάζουν πιο σκούρα. Αποφάσισε να πάει να ξαπλώσει και να συνεχίσει να μαζεύει το πρωί. Το πρωί που όλα θα φάνταζαν καλύτερα. Τα άφησε όλα έτσι όπως ήταν και πήγε στο μπάνιο. Στον καθρέφτη αντίκρισε έναν ξένο. Μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια, τα μαλλιά του με τόνους του γκρίζου και το βλέμμα ενός τρελού. Έφυγε χωρίς να πλυθεί. Δεν άντεχε να βλέπει το πρόσωπό του γιατί διάβαζε σε αυτό όλα όσα είχε χάσει τόσα χρόνια. Όλοι αυτό δεν κάνουμε άλλωστε καθώς μεγαλώνουμε; Έφτασε στην κρεβατοκάμαρα αλλά έμεινε να κοιτάει το κρεβάτι που είχε μοιραστεί δέκα χρόνια με τη γυναίκα του (πρώην που να πάρει και να σηκώσει). Δεν ήθελε να περάσει τα τελευταία βράδια στο σπίτι, εδώ μέσα. Έτσι πήρε το μαξιλάρι του κι ένα σεντόνι κι έστρωσε στον καναπέ στο σαλόνι. Ήταν πτώμα αλλά η εικόνα του κοριτσιού έμενε αναλλοίωτη μέσα του. Το όνομα της είναι Χρυσάνθη σκέφτηκε πριν τον πάρει ο ύπνος. Το όνομά της είναι Χρυσάνθη.. 3. Ο ύπνος ήρθε μετά από λίγο, αλλά ήταν άστατος, γεμάτος με όνειρα τα οποία στοίχειωναν το πρόσωπο της Χρυσάνθης. Το πρόσωπο της όμως δεν ήταν αυτό του μικρού κοριτσιού των φωτογραφιών, αλλά της γυναίκας που είχε γίνει. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά καθώς χάιδευε το μάγουλό της και προχωρούσε προς το μακρύ λαιμό της. Τα λαμπερά της μάτια τον κοίταζαν σαν υπνωτισμένα. Δεν χωρούσε το κεφάλι του τέτοια ομορφιά. Πως όμως μπορούσε να τη φαντάζεται στην τωρινή ηλικία της; Μα τι σκεφτόταν.. Αφού την είχε δει, άσχετο που το μυαλό του δεν είχε κάνει το συνειρμό. Ήταν πριν από δύο ή τρία χρόνια που είχε πάει στο σχολείο για να πάρει το γιο του. Η Μάρθα ήταν κρεβατωμένη με σαράντα πυρετό και δεν μπορούσε ούτε να κινηθεί. Θυμόταν ότι είχε πάρει άδεια από τη δουλειά για να τη βοηθήσει. Είχε φτάσει νωρίς κι έμεινε να περιμένει έξω στην αυλή από εκεί που ήξερε πως έβγαιναν τα παιδιά. Τότε ήταν που την είδε. Μόνο που μέχρι σήμερα δεν είχε κατανοήσει ότι έβλεπε την αγάπη της ζωής του. Τώρα εξηγούταν η αναστάτωση του εκείνη τη μέρα. Είχε να τη δει εφτά χρόνια τουλάχιστον. Ήταν το ίδιο ψηλή και αδύνατη. Τα μακριά μαύρα μαλλιά της έφταναν ως τη μέση της. Φορούσε τζίν αθλητικά και ένα μακό μπλουζάκι και στο τέλειο πρόσωπό της δεν είχε ίχνος μακιγιάζ. Σε αντίθεση με τη Μάρθα που περνούσε όλη της τη μέρα στο κομμωτήριο και βαφόταν ακόμα και για να κατέβει στο περίπτερο. Παρόλα αυτά ήταν πολύ πιο εντυπωσιακή, από οποιαδήποτε γυναίκα είχε δει. Πρέπει να είχε μείνει να την κοιτάει σαν χάνος γιατί όταν πέρασε από δίπλα του, του έριξε ένα στραβό πονηρό βλέμμα (τόσο χαρακτηριστικό της..) και του χαμογέλασε. Το ίδιο έκανε κι αυτός. Δεν αντάλλαξαν κουβέντα αλλά αυτή σίγουρα τον είχε αναγνωρίσει, γι’ αυτό και το χαμόγελο. Όλα του φαίνονταν ξεκάθαρα. Γιατί όμως δεν του είχε μιλήσει; Δεν είχε την περιέργεια να μάθει τι έκανε; Από ότι φαίνεται όχι. Αν κι είχε περάσει τόσος καιρός σαν ένα μαχαίρι να μπήχτηκε στην καρδιά του. Δεν είχε διαβάσει κάτι στο βλέμμα της; Σίγουρα κι αυτή θα έτρεφε ακόμα αισθήματα για αυτόν. Ένας τέτοιος έρωτας δεν περνάει έτσι απλά. Ειδικά όταν είναι ανεκπλήρωτος. Μέσα στον ύπνο του το αποφάσισε. Δεν ήταν αργά. Θα την έβρισκε, θα της έλεγε πως αισθανόταν. Θα ήταν όπως στα παραμύθια, όλα θα έφτιαχναν στο τέλος και θα μπορούσε επιτέλους να είναι ευτυχισμένος. Πόσα είχε να της πει… πόσα χρόνια και πόσα πράγματα είχαν μαζευτεί. Ήξερε ότι θα τον καταλάβαινε. Ήταν σίγουρος για τη Χρυσάνθη, ήταν το άλλο του μισό. Αν έκανε λάθος όμως; Ποιος του έλεγε ότι δεν είχε κάνει κι αυτή τη δική της οικογένεια κι ότι δεν ήταν ευτυχισμένη μακριά του. Μπορεί να τον είχε ξεχάσει κι εκείνη κι όλα να ήταν ευσεβείς πόθοι. Πως θα τα εγκατέλειπε όλα για αυτόν; Δεν θα το έκανε, κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα το έκανε. Η γνωστή δειλία, του έσφιξε το στήθος αλλά αποφάσισε για μία φορά στη ζωή του να την πνίξει. Από φόβο για τα αισθήματα του την είχε χάσει τότε κι είχε μάθει από το λάθος του. Αυτό δεν θα ξανά γινόταν. Ακόμα και να είχε προχωρήσει θα της έλεγε απλά πως είχε νοιώσει γι’ αυτήν και θα της ζητούσε συγνώμη για την υποκρισία του. Λες να τον περνούσε για παλαβό; Όχι θα καταλάβαινε.. Σίγουρα θα την τρέλαινε κι αυτή το γεγονός ότι δεν είχε μάθει ποτέ τι αισθανόταν για αυτή. Θα ήταν η εξιλέωσή του. Από την άλλη σκέψου αν τόσα χρόνια τον περίμενε και με το που θα της άνοιγε την καρδιά του, θα έπεφτε στην αγκαλιά του όπως γινόταν στις ταινίες. Η ευτυχία του θα ήταν απόλυτη και τα όσα είχε ζήσει μέχρι τώρα θα ήταν απλά μια παρένθεση ή ένα κακό όνειρο. Είχε μείνει να της χαϊδεύει το πρόσωπο τόση ώρα. Τώρα έσκυψε κοντά της και της φίλησε απαλά τα χείλη. Ήταν τόσο θεϊκή η στιγμή που νόμισε πως θα πέθαινε. Ξύπνησε και η απογοήτευση, που ήταν απλά ένα όνειρο, τον πλημμύρισε. Ακόμα ήταν νύχτα και το δωμάτιο ήταν ολοσκότεινο. Άναψε το φώς δίπλα του για να πάει να πιεί ένα ποτήρι νερό, αλλά έμεινε να κοιτάει τον καθρέφτη του μπουφέ σαν μαγεμένος. Τελικά δεν είχε κοιμηθεί τόσο ήρεμα όσο νόμιζε εκτός αν είχε μπει κάποιος άλλος κι είχε γράψει στον καθρέφτη που υπήρχε πάνω από το μπουφέ. Αποκλείεται όμως, αναγνώρισε τον γραφικό του χαρακτήρα. Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της νύχτας είχε υπνοβατήσει. Είχε πάει πρώτα στην κρεβατοκάμαρα κι είχε πάρει ένα από τα άπειρα κραγιόν της Μάρθας (και τι ειρωνεία!! είχε επιλέξει το αγαπημένο της, κόκκινο της φωτιάς), μετά είχε γυρίσει στο σαλόνι κι είχε γράψει με αυτό πάνω στον καθρέφτη. Αυτό ήταν πραγματικά τρομαχτικό από μόνο του, αλλά σε συνδυασμό με αυτό που διάβασε, άρχισε να ανησυχεί ότι έχει χάσει το μυαλό του. Σηκώθηκε από τον καναπέ και πλησίασε να το δει καλύτερα. Όλη την ώρα ευχόταν πως ήταν παραίσθηση και θα σβηνόταν από τα μάτια του, αλλά φυσικά αυτό δεν συνέβη. Αυτό που είχε γράψει ήταν ένα ποίημα: ‘Δε θέλω να ζήσω ούτε μια μέρα χωρίς εσένα Δε θέλω να ζήσω ούτε μια μέρα παραπάνω Θέλω να ζήσουμε μαζί τυλιγμένοι κουβάρι Αχώριστοι σαν στήλη χρωμοσωμάτων πλεγμένοι Κει που τελειώνουν τα χέρια σου αρχίζουν τα δικά μου Στα χείλη μου εφύτρωσε ο πόθος της ψυχής μου Οι καρδιές μας μπλεγμένες σε μια… τόσο, τόσο κοντά Την ακούς που χτυπάει;’ Πως του είχε έρθει αυτό το ποίημα; Τι παράξενο ήταν πάλι και τούτο; Δεν πρέπει να το είχε διαβάσει πουθενά, γενικά δεν είχε χρόνο για ανάγνωση και δεν ήταν οπαδός της ποίησης. Όμως του φαινόταν αμυδρά γνωστό. Κάτι είχε συμβεί σε σχέση με αυτό το ποίημα. Συνδεόταν με τη Χρυσάνθη, αλλιώς προς τι ο συνειρμός αυτός; Μήπως ήταν κάτι που τους είχε διαβάσει η φιλόλογος τους τότε και το είχε συνδυάσει με αυτή; Αυτό πρέπει να ήταν αν έκρινε από το ερωτικό περιεχόμενο του. Αμέσως στο μυαλό του ήρθε η εικόνα ενός τετραδίου και πάνω του γραμμένο με κομψά κοριτσίστικα γράμματα το ίδιο ακριβώς οχτάστιχο, μια αφελής κι ερασιτεχνική προσπάθεια σε δεκαπεντασύλλαβο. Αλλά ακριβώς γι’ αυτό ήταν τόσο γλυκό. Μα φυσικά! Ήταν δικό της! Το είχε γράψει γι’ αυτόν τότε που ακόμα ήταν ερωτευμένη μαζί του. Το είχε διαβάσει από το ίδιο αυτό τετράδιο. Η Χρυσάνθη καθόταν εκεί στο θρανίο και δεν συναντούσε το βλέμμα του. Είχε κοκκινίσει λίγο. Αυτός το είχε προσέξει φυσικά. «Εσύ το έγραψες;», την είχε ρωτήσει με λίγη αλαζονεία, που τη χρησιμοποιούσε σαν όπλο για να μειώνει όλους τους υπόλοιπους. Πως το ευχαριστιόταν μέσα του που κολακευόταν ο εγωισμός του. Πόσο γελοίος είχε υπάρξει. Αυτή τον είχε κοιτάξει με τα τόσο εκφραστικά και έξυπνα της μάτια και του είχε πει: «Σου αρέσει; Ναι, δικό μου είναι.» «Πολύ. Δεν ήξερα ότι γράφεις. Είναι για κάποιον συγκεκριμένο;», της χαμογέλασε με το πιο φωτεινό και γοητευτικό χαμόγελο που είχε στο ρεπερτόριο του. «Μπορεί…», δεν άκουσε τη συνέχεια της πρότασης της γιατί τον φώναξε από απέναντι η Μαρία με την οποία κάτι παιζόταν και σίγουρα θα έμπαινε στο παντελόνι της κάποια στιγμή. Έτσι το είχε αυτός. Νόμιζε ότι μπορούσε να συμπεριφέρεται στους άλλους όπως ήθελε. Πως του είχε συμπεριφερθεί η ζωή σε αντάλλαγμα; Θυμόταν ακόμα το βλέμμα όλο απογοήτευση και σιχαμάρα που του είχε ρίξει η Χρυσάνθη. Δεν της είχε δώσει καθόλου σημασία εκεί που την είχε στα ζεστά. Θυμόταν ακόμα και την αηδία που είχε νοιώσει για τον ίδιο, αλλά που με ένα ανασήκωμα των ώμων την είχε ξεπεράσει στα δεκαπέντε. Δεν μπορούσε να κάνει το ίδιο είκοσι χρόνια αργότερα. Μετά από λίγες μέρες είχε προσέξει ότι το είχε μουτζουρώσει το ποίημα. Δεν ήταν πια στο εξώφυλλο της. Ήταν σαν μαχαιριά, που διέγραψε κάτι τόσο όμορφο. Αυτός έφταιγε φυσικά, που είχε μειώσει το περιεχόμενο του μπροστά στα μούτρα της. Θα πήγαινε να τη βρει, την επόμενη κιόλας μέρα. Δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Έπρεπε να της μιλήσει. Το παλιό της σπίτι ήταν σχετικά κοντά στο σπίτι που ζούσαν με τη Μάρθα. Δεν είχε αλλάξει περιοχή όταν παντρεύτηκε. Διάλεξε ένα κοντά στο πατρικό του, του άρεσε η Πυλαία. Ήταν ήσυχα. Αν ήταν τυχερός δεν θα είχε φύγει η Χρυσάνθη, ή τουλάχιστον θα υπήρχε κάποιος να τον ενημερώσει για το που είχε μετακομίσει. Με αυτή τη σκέψη ένοιωσε πιο ήρεμος. Θα κοιμόταν ήσυχα το υπόλοιπο βράδυ και θα σηκωνόταν πρωί, πρωί να την ψάξει. Έτσι θα ξεκινούσε η καινούρια του ζωή. Ήταν πολύ αισιόδοξος, αύριο όλα θα διορθωνόταν. Με αυτή τη σκέψη πήγε να ξαπλώσει. 4. Τον ξύπνησε ο ήλιος που έπεφτε στα μάτια του και τον τύφλωνε. Στην αρχή κρύφτηκε κάτω από το σεντόνι αλλά αμέσως θυμήθηκε ότι είχε πράγματα να κάνει και πετάχτηκε με ένα πήδο. Δεν θα χασομερούσε καν περιμένοντας να φάει πρωινό. Καφέ θα έπαιρνε από έξω. Τα πράγματα του, που είχε να μαζέψει μπορούσαν να περιμένουν. Θα το έκανε το απόγευμα λίγο πριν γυρίσει η Μάρθα και τα παιδιά. Αισθάνθηκε χαρά αναμεμιγμένη με λίγη κακία, όταν σκέφτηκε ότι την επόμενη φορά που θα έβλεπε την πρώην γυναίκα του μπορεί να είχε ήδη κάτι άλλο στη ζωή του. Κάτι που δεν το είχε μάθει ποτέ αυτή και το είχε μολύνει με τη σκέψη της. Η Χρυσάνθη ήταν μόνο δική του. Ή τον είχε περιμένει και κείνη τόσα χρόνια ή όχι. Μπορεί κατά ένα περίεργο παιχνίδι της μοίρας να την έβρισκε μόνη της. Ίσως να είχε μόλις χωρίσει κι αυτή. Οι κατάλληλες συνθήκες για να είναι επιτέλους μαζί. Έβαλε τα πιο ωραία ρούχα που μπόρεσε να βρει και μετά έριξε ένα ξύρισμα. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, δεν ήταν κι άσχημος! Δεν είχε αλλάξει δα και τόσο πολύ από τις μέρες του στο σχολείο. Θα τον αναγνώριζε σίγουρα. Κι αν όχι θα ήταν μεγάλη η έκπληξη της. Χαμογέλασε στον εαυτό του και ξεκίνησε. Αποφάσισε να πάει με το αυτοκίνητο του, έτσι πήρε τα κλειδιά πάνω από το κομοδίνο. Το αμάξι ήταν το μόνο που μπόρεσε να κρατήσει μετά το δικαστήριο. Κάτι ήταν κι αυτό. Έξω η μέρα ήταν χαρά Θεού. Ήλιος και πάλι ήλιος. Χαιρέτισε με χαρά τη γειτόνισσα, που άπλωνε τη μπουγάδα της στην αυλή. Του ανταπέδωσε κοιτάζοντας τον από πάνω μέχρι κάτω. Σίγουρα θα ήταν το επίκεντρο του κουτσομπολιού στην γειτονιά εδώ και καιρό. «Μάντεψε ποιόν είδα έξω το πρωί. Τον άντρα της Μάρθας, υποτίθεται έχουν χωρίσει, από ότι λένε αυτός έφταιγε. Όλη την ώρα έλειπε από το σπίτι. Καλά του έκανε και τον κεράτωσε! Κι εγώ το ίδιο θα έκανα, αλλά ο Μήτσος μου ξέρεις πως είναι μ’ αγαπάει κι ας παίζει όλη μέρα χαρτιά στο καφενείο. Χα, χα..». Η ζωή συνεχίζεται. Η πρώτη του στάση ήταν για καφέ να ανοίξει το μάτι του και να μαζέψει δυνάμεις. Η Χρυσάνθη έμενε σε μια ήσυχη γειτονιά της Πυλαίας όπου τα πράγματα δεν είχαν αλλάξει τόσο πολύ από την ασταμάτητη ανοικοδόμηση. Εκεί έμοιαζε ακόμα με το χωριό που ήταν κάποτε. Όλοι οι άνθρωποι που ήταν έξω στις αυλές τους, οι περισσότεροι μεγάλης ηλικίας, τον κοίταξαν περίεργα καθώς περνούσε. Ένας εισβολέας καβάλα στο αυτοκίνητο του, τους χαλούσε την ηρεμία. Αποφάσισε να το παρκάρει σε μια γωνιά, να μη τραβάει τόσο την προσοχή και να συνεχίσει με τα πόδια. Ήταν ωραία εμπειρία εξάλλου να περνάει από τα παλιά λημέρια του. Εδώ ήταν λες και είχε σταματήσει ο χρόνος, στις παλιές καλές εποχές. Εδώ ανέπνεες ακόμα. Κόντεψε να προσπεράσει το σπίτι της, αλλά μετά είδε μια τεράστια καρυδιά που φύτρωνε ακριβώς δίπλα του. Το θυμόταν αυτό το δέντρο, πόσες φορές το είχε σκαρφαλώσει κι αυτός και οι φίλοι του. Ήταν ακριβώς έξω από το οικόπεδο. Πλησίασε στο φράχτη και κοίταξε την άσπρη μονοκατοικία με τα κεραμίδια και τα ξύλινα παντζούρια. Τίποτα δεν είχε αλλάξει, σαν να μην πέρασε μια μέρα από τότε. Ένοιωσε μια ανατριχίλα να τον διαπερνάει. Το στομάχι του τον γαργαλούσε και ήταν ένα βήμα πριν βγάλει τον καφέ που είχε πιεί, τόση ήταν η αγωνία του. Είχε φτάσει η μεγάλη στιγμή , η ώρα της αλήθειας. Θα τη μάθαινε τώρα, μια για πάντα. Αποφασιστικά, χωρίς να αφήσει τον εαυτό του να το σκεφτεί παραπάνω και μετά να το μετανιώσει, άνοιξε την πόρτα του φράχτη και πέρασε μέσα στην αυλή. Αμέσως του ήρθε η μυρωδιά από τα λουλούδια του κήπου. Καλό σημάδι κι αυτό. Όλα ήταν όμορφα και του έλεγαν ότι ήταν η τυχερή του μέρα και θα έβρισκε αυτό που ζητούσε. Προχώρησε προς την πόρτα, μη τολμώντας ούτε να αναπνεύσει, και χτύπησε το κουδούνι. Περίμενε κοιτάζοντας γύρω νευρικά. Δεν ήξερε που να βάλει τα χέρια του να μη φανεί ότι τρέμουν. Μετά από λίγο άκουσε το κλειδί να γυρίζει στην κλειδαριά και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με μια άγνωστη γυναίκα, γύρω στα δέκα χρόνια μεγαλύτερη του. Είχε φαρδιούς γοφούς κι ευγενικό πρόσωπο. Του χαμογέλασε. «Παρακαλώ, μπορώ να σας βοηθήσω με κάτι;», η φωνή της ήταν γλυκιά και ζεστή. «Ναι, καλημέρα σας… η αλήθεια είναι ότι ψάχνω μια κοπέλα που έμενε κάποτε εδώ. Το όνομα της είναι Χρυσάνθη Παπανικολάου, δεν ξέρω αν σας λέει κάτι το όνομα. Ήμασταν παλιοί συμμαθητές κι έχω χρόνια να τη δω. Όταν ήταν μικρή αυτό ήταν το σπίτι της. Δεν ξέρω πόσο καιρό έχει που έχει μετακομίσει, μήπως ξέρετε εσείς…», σταμάτησε γιατί κατάλαβε ότι τον είχε πιάσει νευρικότητα και την είχε πρήξει στην πολυλογία. «Παλιοί συμμαθητές έτσι; Ναι μη στενοχωριέσαι την ξέρω τη Χρυσάνθη. Είμαστε ξαδέρφες. Λυπάμαι που θα σε απογοητεύσω αλλά δεν μένει πια εδώ. Η αλήθεια είναι ότι έχουμε κόψει επαφή… έχω χρόνια να της μιλήσω..» «Μήπως ξέρετε που μπορώ να τη βρω. Έχει αφήσει κάποια διεύθυνση ή κάτι;» «Ναι βέβαια. Έχω την τελευταία της διεύθυνση. Αλλά ας μη τα λέμε εδώ στα σκαλιά εφόσον έκανες τόσο δρόμο μέχρι εδώ για να τη δεις. Πέρασε μέσα να σε κεράσω ένα καφέ. Το όνομα μου είναι Μαίρη παρεμπιπτόντως.» «Χάρηκα πολύ, Βαγγέλης. Δεν θέλω να σας γίνω φόρτωμα. Καλύτερα να φύγω.», της έδωσε το χέρι του χωρίς να της πει ότι έμενε κι αυτός στην Πυλαία. Η γυναίκα είχε υποθέσει ότι ερχόταν από μακριά και δεν έβρισκε το λόγο να τη διορθώσει. Η αλήθεια θα έφερνε πολλές ερωτήσεις. «Όχι μη σας ανησυχεί. Κάνατε τόσο δρόμο. Έστω ένα χυμό για να δροσιστείτε.» Ο Βαγγέλης ήξερε ότι όσο και να αντιστεκόταν δεν θα του έδινε τη διεύθυνση αν δεν τον περνούσε πρώτα από κόσκινο. Να έχει και ένα κουτσομπολιό να πει με τις φίλες της την επόμενη μέρα. Αλλά ήταν αναγκαίο κακό κι έτσι την ακολούθησε μέσα στο σπίτι της. Τον έβαλε να κάτσει μέσα στο σαλόνι σε ένα λουλουδάτο καναπέ και του έφερε μια πορτοκαλάδα. Κάθισε σε μια πολυθρόνα απέναντι του. «Ήσασταν μαζί με τη Χρυσάνθη στο γυμνάσιο; Φίλοι από τα παλιά που χαθήκατε;» «Ναι και στο λύκειο ήμασταν μαζί, αλλά δεν ήμασταν και τόσο κοντινοί φίλοι. Χαθήκαμε μετά.» Η άλλη φάνηκε να παραξενεύεται : «Δεν την έχεις δει δηλαδή από τότε; Με το συμπάθιο κιόλας Βαγγέλη αλλά αφού δεν κάνατε παρέα γιατί την ψάχνεις τώρα;» Αποφάσισε να πει ψέματα γιατί η αλήθεια ήταν πολύ περίπλοκη για να ακουστεί νορμάλ. Θα τον περνούσε για τρελό. Ίσως και να ήταν λίγο τελικά. Αποφάσισε να το παίξει στην τύχη, να ρίξει άδεια για να πιάσει γεμάτα, στηριζόμενος στο γεγονός ότι οι ξαδέρφες είχαν καιρό να συναντηθούν. «Είναι κάτι σχετικό με τη δουλειά της. Ένας κοινός μας φίλος μου είπε ότι μπορούσε να με βοηθήσει. Θέλω να φύγω από τη δική μου δεν είμαι ευχαριστημένος, τα λεφτά είναι ελάχιστα. Αυτός όμως, ο κοινός φίλος, μου έδωσε αυτή τη διεύθυνση της Χρυσάνθης.» Η Μαίρη τον κοίταξε παραξενεμένη. Κάποια χαζομάρα πρέπει να είχε πει. Αχ, τι τα ήθελε όλα αυτά. Μετάνιωσε που είχε ξεκινήσει όλη αυτή την ιστορία. «Τη δουλειά της;…. Θέλετε κι εσείς να γίνετε ποιητής; Γράφετε;» Κάτι μέσα του σκίρτησε. Είχε γίνει ποιήτρια η αγάπη του. Μα και φυσικά τι άλλο θα μπορούσε να γίνει; Το είχε από μικρή μέσα της. Ξαφνικά αυτό το ποίημα που είχε γράψει στον καθρέφτη του φάνηκε σαν οιωνός. Τον έκανε να την ποθεί ακόμα περισσότερο. Συνήλθε γρήγορα από το σοκ. «Ναι , θα με βοηθούσε, θα μου σύστηνε κάποιον εκδότη, έτσι τουλάχιστον μου είπε ο φίλος μου.» «Πιστεύω ότι ευχαρίστως θα το κάνει. Ήταν πάντα καλός χαρακτήρας, έτοιμη να βοηθήσει όποιον είχε την ανάγκη της. Κρίμα που έχουμε χάσει επαφή. Αλλά έτσι το θέλησε η ίδια. Είναι λίγο ερημίτης, της αρέσει να έχει την ηρεμία της. Όπως καταλαβαίνεις σε αυτή την πόλη, τόσο άσχημη που έχει γίνει σου πνίγει κάθε καλλιτεχνική σου έμπνευση. Γι’ αυτό έφυγε.» «Θα μου πείτε που μπορώ να τη βρω; Δεν μπορώ να κάτσω για πολύ ώρα, ξέρετε είμαι λίγο βιαστικός…» «Φυσικά θα σας πω. Μετακόμισε στην Καστοριά εδώ και πέντε χρόνια.» «Έχετε κάποια διεύθυνση να μου δώσετε; Έστω ένα τηλέφωνο;» «Τηλέφωνο δεν χρησιμοποιεί. Δεν της αρέσει, δεν έχει καν κινητό όπως όλος ο κόσμος. Τι να πεις.. η παραξενιά του δημιουργού…. Όσο για τη διεύθυνση, του έριξε μια περιπαικτική ματιά, κάτι θα κάνουμε για σένα Βαγγέλη.» 5. Είχε μόλις περάσει την Βέροια όταν άρχισε να χτυπάει το κινητό του. Χωρίς να κόψει ταχύτητα το πήρε στο χέρι του και αμέσως σιχτίρισε μέσα από τα δόντια του. Ήταν η Μάρθα. Αυτό προμήνυε μπελάδες. Για να τον παίρνει κάτι θα είχε συμβεί. Θα έπρεπε να της δώσει εξηγήσεις πού ήταν και τι έφτιαχνε κάτι που δεν είχε καμία διάθεση να κάνει. Αλλά δεν μπορούσε να την αγνοήσει. Θα τον έπρηζε στα τηλέφωνα. Καλύτερα να το απαντήσει και να ξεμπερδεύει. Γρήγορα και ανώδυνα. «Ναι;» «Που είσαι; Καλά, έχεις τρελαθεί τελείως; Τι χάλια είναι αυτά στο σπίτι; Νόμιζα ότι θα τα είχες μαζέψει και θα είχες φύγει τώρα. Κι αντί γι’ αυτό βρίσκω χάος εδώ. Τι είναι αυτά; Πεταμένες φωτογραφίες, η σοφίτα χάλια. .. Ζωγράφισες τους καθρέφτες με το κραγιόν μου; Είναι κάποιο είδος αστείου που δεν καταλαβαίνω;», δεν θα ξέφευγε τόσο ανώδυνα τελικά. Η Μάρθα είχε γυρίσει πιο νωρίς, είχε ήδη μεσημεριάσει, και φυσικά είχε βρει την ακαταστασία του. «Νόμιζα ότι θα επέστρεφες το βράδυ αν όχι αύριο το πρωί. Ότι θα μου έδινες χρόνο να τα μαζέψω.», η φωνή του ήταν γεμάτη δηλητήριο. «Τα έχεις χάσει παιδί μου;», η φωνή της ανέβηκε μια οχτάδα. Άρχισαν τα όργανα, «Έλα αμέσως να μαζέψεις. Θα φύγω για δύο ωρίτσες να πάω για έναν καφέ. Όταν γυρίσω θέλω όλα να είναι όπως τα βρήκες και κατά προτίμηση να λείπουν τα πράγματα σου.» Το θράσος της ήταν απίστευτο και εκείνη τη στιγμή πραγματικά απόρησε τι είχε βρει να αγαπήσει σε αυτή τη γυναίκα. Ο θυμός τον κατέκλυσε. «Λυπάμαι που θα σε απογοητεύσω αλλά αν θέλεις μάλλον θα πρέπει να τα μαζέψεις μόνη σου. Μου έτυχε μια επείγουσα δουλειά. Να ελέγξω τα βιβλία μιας εταιρίας στην Καστοριά… κι όπως καταλαβαίνεις..» «Πας καλά; Κυριακή είναι σήμερα. Τι δουλειά έχεις που δεν μπορούσε να περιμένει μέχρι αύριο. Από ότι ξέρω όλες οι εταιρίες είναι κλειστές αυτή τη μέρα.» «Ωχ δεν υπάρχει λόγος πλέον να σου δίνω αναφορά, σου είπα έχω δουλειά. Όταν γυρίσω θα τα μαζέψω όλα μην ανησυχείς. Τώρα όμως πρέπει να κλείσω γιατί οδηγάω στην Εγνατία και μπορεί να χάσω τον έλεγχο. Το ξέρω ότι δεν σε νοιάζει αλλά νοιάζει εμένα και τα παιδιά μου όποτε..» Αυτό την ταρακούνησε και την έκανε να σωπάσει για λίγο. Για λίγο πάντα. «Δεν τελειώσαμε σε καμία περίπτωση. Μη τολμήσεις να μου κλείσεις το τηλέφωνο…» «Δεν μπορώ να μιλήσω άλλο. Έφτασα στα τούνελ και δεν έχω σήμα… πρέπει να κλείσω..» «Μη τολμήσεις… Μη τολμήσεις..» Όμως τόλμησε κι αφού της έκλεισε το τηλέφωνο έκλεισε και τελείως το κινητό. Γέλασε δυνατά. Μια ακόμα νίκη στον πόλεμο του διαζυγίου. Φτηνά τη γλίτωσε πάντως. Ότι και να γινόταν δεν μπορούσε να του χαλάσει την διάθεση πλέον. Το παραμύθι του γινόταν πραγματικότητα κομμάτι, κομμάτι. Αυτή ήταν η μοίρα του κι όσα του είχαν συμβεί μέχρι στιγμής απλά είχαν σκοπό να τον δοκιμάσουν, να ελέγξουν τις αντοχές του και να του δείξουν τι πραγματικά έχει νόημα στη ζωή του. Η Μαίρη, η ξαδέρφη της Χρυσάνθης, του είχε δώσει έναν ακόμα λόγο να ελπίζει. Δεν ήταν παντρεμένη, τουλάχιστον μέχρι την τελευταία φορά που είχαν μιλήσει κι αν είχε κάνει κάτι τέτοιο σίγουρα θα μαθαινόταν. Με εξαίρεση την συντροφιά του Όλιβερ του σκύλου της, δεν υπήρχε άλλο αρσενικό στη ζωή της. «Αφού αρχίσαμε να απορούμε μέσα στην οικογένεια μήπως της αρέσουν οι γυναίκες.. Χα, χα», είπε με μια μικρή δόση κακίας η ξαδέρφη. Με μια μοναδική ζήλια που βγάζουν μόνο οι γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας για μικρότερες τους. Κι αν είναι και ανύπαντρες στα τριάντα τους χωρίς παιδιά ένας λόγος παραπάνω. Για αυτόν όμως ήταν ένα όνειρο που πραγματοποιήθηκε. Με τη δύναμη που θα μάζευε από την συνάντηση του με τη Χρυσάνθη θα αντιμετώπιζε τη Μάρθα στο σπίτι. Εντωμεταξύ είχε αρχίσει να περνάει τα πρώτα γουναράδικα, σημάδι ότι πλησίαζε την Καστοριά. Είχε ανατριχιάσει ολόκληρος και η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Σχεδόν είχε φτάσει. Στην επόμενη στροφή δεν μπόρεσε να μη σταματήσει μαγεμένος. Κατέβηκε από το αυτοκίνητο για να κοιτάξει καλύτερα. Πρώτη φορά ερχόταν στην Καστοριά και το θέαμα που αντίκρισε τον έκανε να μείνει με το στόμα ανοιχτό. Η λίμνη απλωνόταν γύρω του σαν καθρέφτης. Η πόλη την αγκάλιαζε με αγάπη γύρω, γύρω και πέρα αντίκρισε τα βουνά γεμάτα ομίχλη να αντανακλώνται στην επιφάνεια της. Ήταν ένα όνειρο ηρεμίας και ομορφιάς. Ακόμα ένα κομμάτι που ταίριαζε τέλεια στο πάζλ που είχε φτιάξει στο κεφάλι του. Όλα ήταν σαν ψεύτικα, σαν σκηνικό ταινίας ή σαν ζωγραφιά κάποιου ταλαντούχου καλλιτέχνη. Είχε φτάσει η ώρα λοιπόν. Έκανε το σταυρό του και πήγε στο αυτοκίνητο. 6. Δεν δυσκολεύτηκε να βρει το σπίτι της. Ο πρώτος άνθρωπος που ρώτησε για τη διεύθυνση, τον βοήθησε να τη βρει. Τέτοια ευγένεια είχε ξεχάσει ότι υπήρχε, εκεί στο αστικό κέντρο που έμενε. Ούτε καλημέρα δεν έλεγαν πλέον στην πόλη. Το σπίτι ήταν μια τριώροφη κατοικία στην παλιά πλευρά της πόλης, σε ένα διατηρητέο κτίριο. Τα παραθυρόφυλλα ήταν από καφετί ξύλο και από τα μπροστινά μπαλκόνια πρέπει να είχε καταπληκτική θέα της λίμνης, έτσι αμφιθεατρικά που ήταν χτισμένη η πόλη. Δεν δυσκολεύτηκε να τη φανταστεί να κάθεται εκεί έξω και να γράφει τα ποιήματα της. Η Μαίρη του είχε πει ότι είχε εκδώσει δύο συλλογές και είχε πάρει πολύ καλές κριτικές στον τύπο. Αυτό που θα τη ρωτούσε και το είχε περιέργεια, ήταν αν είχε συμπεριλάβει και το πρώτο της το ποίημα, αυτό που είχε γράψει στον καθρέφτη, σε κάποια από τις συλλογές της. Πω, πω Θεέ μου πόσα είχαν να πουν οι δυο τους, να ανοίξουν την καρδιά τους… Είχε κάνει μια στάση πριν έρθει εδώ για να αγοράσει ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα. Δεν ήθελε να την τρομάξει, αλλά δεν μπορούσε και να πάει με άδεια χέρια μετά από τόσα χρόνια. Πήγε κοντά και κοίταξε το θυροτηλέφωνο κρατώντας την αναπνοή του. Στην αρχή νόμιζε ότι είχε παραισθήσεις επειδή έλπιζε τόσο πολύ να αντικρίσει το όνομα της, αλλά αφού χαλάρωσε είδε ότι όντως ήταν αυτό: «Παπανικολάου Χρυσάνθη». Εδώ ήταν, δεν είχε μετακομίσει ξανά. Έμενε στο ρετιρέ. Σκούπισε με το χέρι του, το ιδρωμένο μέτωπο. Αυτό ήταν… να μη το καθυστερεί άλλο. Χτύπησε το θυροτηλέφωνο. Το χτυποκάρδι του μεγάλωσε καθώς τα δευτερόλεπτα περνούσαν. Δεν του απάντησε κανείς. Περίμενε λίγο ακόμα και μετά ξανά χτύπησε. Μήπως δεν ήταν σπίτι; Τα παραθυρόφυλλα της ήταν κλειστά, ίσως να είχε πάει καμιά βόλτα ή να είχε κάποια δουλειά στο κέντρο. Αυτός θα την περίμενε ούτως ή άλλως μέχρι να γυρίσει. Δεν υπήρχε περίπτωση να φύγει τώρα. Θα κατασκήνωνε στα σκαλοπάτια της. «Παρακαλώ μήπως μπορώ να σας βοηθήσω; Ψάχνετε κάτι;», η γυναικεία φωνή πίσω του τον τρόμαξε και κόντεψε να ρίξει τα λουλούδια που κρατούσε. Γύρισε και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με μια μεσόκοπη γυναίκα γύρω στα εξήντα με γενναιόδωρες καμπύλες και κουρασμένα μάτια. Παρόλα αυτά το χαμόγελο της ήταν ζεστό. «Ναι, μένετε κι εσείς στην οικοδομή; Ψάχνω για τη γυναίκα που μένει στο ρετιρέ. Την Χρυσάνθη αν την έχετε ακουστά. Είμαι ένας φίλος της από τα παλιά.», της είπε δείχνοντας της την ανθοδέσμη που είχε στο χέρι. Το χαμόγελο της εξαφανίστηκε και τον κοίταξε καχύποπτα. Κάθε διάθεση ευγένειας είχε εξανεμιστεί. «Μα τι άνθρωποι είστε εσείς τελοσπάντων; Δεν θα μας αφήσετε ποτέ να ηρεμήσουμε; Τι άλλο θα σκαρφιστείτε για να αποσπάσετε πληροφορίες για αυτή. Φτάνει. Αφήστε την ψυχούλα της να ηρεμήσει.» Ο Βαγγέλης δεν το περίμενε αυτό το ξέσπασμα κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Που ήταν μπλεγμένη η αγαπημένη του και προσπαθούσε να την προστατεύσει αυτή η κυρία; «Νομίζω ότι μάλλον κάνετε κάποιο λάθος. Σας λέω την αλήθεια, είμαι ένας παιδικός φίλος της από τη Θεσσαλονίκη. Έχω πάρα πολλά χρόνια να τη δω, έμαθα τη διεύθυνση από συγγενείς της που έχει επάνω. Ότι και να πιστεύετε για εμένα είναι λάθος.» «Όλοι εσείς οι δημοσιογράφοι λέτε τις ίδιες μπούρδες. Ναι μεν λέτε ψέματα, δεν διασταυρώνετε και τις πηγές σας. Δεν έχει συγγενείς η Χρυσάνθη κι αν είχε δεν είχε καμία σχέση μαζί τους σίγουρα. Σας είπα, δεν πρόκειται να μάθετε τίποτα παραπάνω από εμένα. Δεν έχετε καμία ευαισθησία τέλος πάντων; Είστε τόσο χοντρόπετσοι; Το κοριτσάκι πέθανε αφήστε το να αναπαυτεί επιτέλους!» Κάτι συνέχισε να λέει αλλά ο Βαγγέλης δεν άκουσε τίποτα άλλο. Όλη η ένταση της ημέρας που είχε μαζευτεί έσκασε μέσα του και οι εικόνα μπροστά στα μάτια του άρχισε να μαυρίζει. Από κάποιο μακρινό μέρος κατάλαβε ότι του έπεσε η ανθοδέσμη στα πόδια και τα τριαντάφυλλα σκόρπισαν στα σκαλιά της οικοδομής. Μια σουβλιά του διαπέρασε την καρδιά και τον έκανε να διπλωθεί στα δύο. «Χριστέ μου… έπαθα καρδιακή προσβολή.», σκέφτηκε αλλά την επόμενη στιγμή τα σκαλιά σαν να ήρθαν προς το μέρος του και μετά δεν υπήρχε τίποτα. 7. Η μέρα τον βρήκε σε ένα ακόμα άγνωστο σαλόνι. Και αυτή τη φορά η ελπίδα του είχε πεθάνει μαζί με την παιδική του αγάπη. Όλα του φαινόταν σαν εφιάλτης. Η κυρία που τον είχε αποπάρει κάτω, κάτι έλεγε συνέχεια από την κουζίνα αλλά ούτε που την άκουγε. Φυσικά είχε καταλάβει το λάθος της και ντροπιασμένη τον είχε βοηθήσει να σηκωθεί από κάτω, που είχε σωριαστεί και τον ανέβασε στο σπίτι της που ήταν στην ίδια οικοδομή στον κάτω όροφο. Τον είχε ακουμπήσει στον καναπέ και είχε πάει σοκαρισμένη στην κουζίνα να του φέρει ένα νερό. Στην αρχή είχε πιστέψει ότι είχε πάθει έμφραγμα, αλλά ήταν μια απλή λιποθυμία από την υπερένταση. Θεέ μου ήταν νεκρή… δεν μπορούσε να το χωρέσει το κεφάλι του. Σίγουρα κάποιο λάθος θα είχε γίνει. Θα την είχε μπερδέψει με άλλη, μια απλή συνωνυμία ίσως. Αλλά μέσα του η καρδιά του, του έλεγε την αλήθεια. Είχε καθυστερήσει πολύ. Αυτός έφταιγε για το θάνατο της. Ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Η γυναίκα ήρθε με ένα ποτήρι στο χέρι της. Ήταν κάτασπρη και έτρεμε ολόκληρη: «Ότι και να πω είναι λίγο. Η συμπεριφορά μου ήταν απαράδεκτη. Πρέπει να με καταλάβετε όμως. Είχα την Χρυσάνθη σαν κόρη μου και αυτές τις τελευταίες βδομάδες μας έχουν ταράξει οι δημοσιογράφοι.» «Μη στενοχωριέστε καθόλου. Δεν έγινε κάτι. Απλά πήρα το μεγαλύτερο σοκ της ζωής μου. Και να σας εξηγήσω δεν θα μπορέσετε να κατανοήσετε πόσες ελπίδες είχα εναποθέσει σε αυτή τη συνάντηση. Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι… ότι … είναι νεκρή…», ένας κόμπος δημιουργήθηκε στο λαιμό του και αναγκάστηκε να πιει λίγο από το νερό για να μη ξεσπάσει σε κλάματα μπροστά σε μια άγνωστη. «Αχ παιδί μου, τι να σου πω. Ήταν τόσο καλή κοπέλα, ήρεμη και ευγενική. Δεν ενοχλούσε κανέναν. Πάντα καθόταν με ένα βιβλίο ή έγραφε στα σημειωματάρια της. Ποτέ δεν χρησιμοποιούσε υπολογιστή. Μόνο κάτι παλιά τετράδια για να γράφει τα ποιήματα της. Ήταν μόνη της, σπάνια την έβλεπα με συντροφιά. Από τη φύση της ήταν ερημίτης. Αλλά ήταν ευτυχισμένη είμαι σίγουρη γι’ αυτό. Δεν υπήρχε κάποιος λόγος για να το κάνει αυτό..», η κυρία ξέσπασε σε κλάματα. Έβγαλε ένα μαντήλι από τη τσέπη και σκούπισε τα μάτια της. «Τι θέλετε να πείτε με αυτό; Πως πέθανε; Της συνέβη κάποιο ατύχημα;» «Αχ παιδί μου πώς να σου το πω και είσαι και φίλος της. Η Χρυσάνθη πνίγηκε στη λίμνη.» «Τι; Πως έγινε αυτό. Έπεσε μέσα κατά λάθος;» «Όχι αγόρι μου αυτό είναι το φοβερό της υπόθεσης. Έπεσε μέσα με τη θέληση της. Δεν θέλω καν να πω τη λέξη…. Έβαλε η ίδια τέλος στη ζωή της.» Η μία απίστευτη πληροφορία διαδέχονταν την άλλη και δεν ήξερε πώς να τις επεξεργαστεί. Από ότι του εξήγησε μετά σε πιο ήπιο τόνο και χωρίς κλάματα, η Χρυσάνθη είχε βγει για την καθιερωμένη απογευματινή βόλτα της. Από την οποία δεν γύρισε ποτέ. Κανένας δεν θα ήξερε τι είχε γίνει, αν δεν την είχαν δει δύο άτομα να μπαίνει μέσα στη λίμνη με τα ρούχα της και να βυθίζεται όσο προχωρούσε. Μέχρι να προλάβουν να αντιδράσουν είχε εξαφανιστεί. Αμέσως κάλεσαν την άμεση δράση αλλά δεν μπόρεσαν να ανακαλύψουν το σώμα της κοπέλας κι ας χτένισαν όλη τη λίμνη. Η ιστορία ήταν απίστευτη για τα δεδομένα της Καστοριάς αλλά και όλης της Ελλάδας. Το είχαν δείξει και στις ειδήσεις, απλά τελευταία με όλα αυτά που του συνέβαιναν δεν είχε χρόνο να δει τηλεόραση και δεν είχε πέσει στην αντίληψη του. Η κυρία Παρθένα, αυτή που τον είχε ανεβάσει στο σπίτι της, ήταν όλη η οικογένεια που της είχε απομείνει. Δεν είχε πλέον άλλες επαφές με τους συγγενείς της και οι αληθινοί γονείς της είχαν πεθάνει. Κανονικά τους αυτόχειρες δεν μπορείς να τους θάψεις σύμφωνα με την εκκλησία, αλλά η κυρία Παρθένα είχε κινήσει όσα νήματα μπορούσε κι έτσι η κηδεία της Χρυσάνθης είχε γίνει κανονικά έστω και με άδειο φέρετρο. Δεν μπορούσε όμως με τίποτα να πιστέψει ότι μια κοπέλα σαν αυτή ήθελε να βάλει τέλος στη ζωή της. Δεν υπήρχε κάποιος λόγος. Ότι είχε το συζητούσε με την ηλικιωμένη γυναίκα. Ήταν κάτι σαν κλισέ πάντως. Ποιητής αυτόχειρας. Σαν άνοστο αστείο. «Εσύ Βαγγέλη παιδί μου τι κάνεις εδώ;», τον ρώτησε με τη σειρά της. «Εγώ ήμουν παλιός συμμαθητής της Χρυσάνθης. Ήμασταν φίλοι αλλά είχα να τη δω πολύ καιρό… Είμαι και εγώ ποιητής.», και ξαφνικά τα ψέματα και οι δικαιολογίες που ήθελε να πει σκάλωσαν στο λαιμό του. Είχε βαρεθεί να φοβάται να αντικρίσει την αλήθεια, να κρύβεται πίσω από το δάχτυλό του. «Όχι δεν είναι έτσι τα πράγματα… Λυπάμαι αλλά δεν είναι έτσι…Αχ Θεέ μου δεν αντέχω άλλο! Δεν αντέχω άλλο! Η Χρυσάνθη ήταν η παιδική μου αγάπη. Δεν ήμασταν όμως ποτέ μαζί γιατί ήμουν ένας δειλός. Ένας δειλός! Την άφησα να φύγει μέσα από τα χέρια μου, το καταλαβαίνετε; Από κει και πέρα η ζωή μου πήγε κατά διαόλου. Παντρεύτηκα μια γυναίκα που δεν με αγαπούσε και τα παιδιά μου δεν με ξέρουν καν γιατί όλη τη μέρα δουλεύω. Είμαι μόνος μου. Ολομόναχος αλλά καλά να πάθω.. μετά από όλο αυτό τον καιρό συνειδητοποίησα τι πραγματικά θέλω. Αλλά είναι αργά. Θεέ μου πόσο αργά… Τώρα δεν θα μπορέσω ποτέ να της πω πως αισθανόμουν και πως αισθάνομαι ακόμα για κείνη… δεν θα μπορέσω ποτέ να της πω συγνώμη για τον τρόπο που της φέρθηκα δεν θα μπορέσω ποτέ να ξανά δω τα μάτια της…», ο Βαγγέλης δεν άντεξε άλλο και ξέσπασε σε κλάματα. Είχε ξεγυμνώσει την ψυχή του. Οι λυγμοί τον τράνταζαν ολόκληρο. Η κυρία Παρθένα ήρθε δίπλα του και κάθισε. Έβαλε το χέρι της στον ώμο του. «Έτσι βγάλτο από μέσα σου παιδί μου και μη στενοχωριέσαι άλλο. Πρέπει να φανείς δυνατός τώρα. Απλά πέρασες μια δύσκολη δοκιμασία και γι’ αυτό σου ήρθε πάλι στο μυαλό. Έτσι συμβαίνει με τους παιδικούς έρωτες ειδικά αν είναι ανολοκλήρωτοι. Όλοι τους θυμόμαστε με αγάπη. Κάνεις λάθος να πιστέψεις ότι ήταν η εξιλέωση σου. Δεν είναι έτσι αγόρι μου.» «Όχι, όχι εγώ φταίω για το θάνατο της. Κι αυτή με σκεφτόταν είμαι σίγουρος. Είμαστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλο. Το ξέρω. Απλά βαρέθηκε να με περιμένει..» «Δεν ξέρεις τι λες παιδί μου. Σταμάτα να βασανίζεις τον εαυτό σου. Έχεις το λόγο μου για αυτό που θα σου πω. Δεν σε θυμόταν καν, πάντα μου έλεγε ότι δεν είχε αναμνήσεις από το σχολείο γιατί δεν υπήρχε κάτι να τη συγκινήσει. Ήταν μια αγγαρεία για αυτή. Αν ένιωθε κάτι θα το έλεγε σε μένα. Ήταν πολύ συναισθηματικός άνθρωπος. Όλα τα έχεις δημιουργήσει στο μυαλό σου.» Ο Βαγγέλης όμως συνέχισε να κλαίει. Δεν μπορούσε να σταματήσει ακόμα και να ήθελε. Είχε γίνει η αρχή. Μόλις συνήρθε λίγο γύρισε τα κοκκινισμένα μάτια του στην κυρία. «Θέλω να πάω στο μνήμα της να την αποχαιρετίσω.» 8. Η κυρία Παρθένα τον άφησε να ανέβει στο πάνω διαμέρισμα της Χρυσάνθης. Εδώ ο χρόνος σαν να είχε σταματήσει. Ο σκύλος της ο Όλιβερ, ένα Λαμπραντόρ καθόταν στο παράθυρο και περίμενε την κυρία του, έτσι όπως έκανε πάντα όταν αυτή έλειπε από το σπίτι. Δεν έτρωγε καθόλου και μόνο κλαψούριζε όταν του έφερναν φαγητό. Στο γραφείο της ήταν το τετράδιο που έγραφε τις σκέψεις της. Δίπλα ήταν τα δύο βιβλία της που είχαν εκδοθεί. Μπορεί να είχε να τη δει για χρόνια αλλά ήταν σαν να την γνώριζε. Ίσως να ήταν μαζί σε μια άλλη ζωή Τώρα πλέον ήξερε ότι η οικοδέσποινα της Χρυσάνθης είχε κάνει λάθος. Μπορεί να μην της είχε μιλήσει για αυτόν, αλλά γνώριζε ότι τον περίμενε όλα αυτά τα χρόνια κι ότι δεν τον είχε ξεχάσει. Πάνω στο διαμέρισμα της, ξεφυλλίζοντας τις συλλογές της είδε σε μία το ποίημα που είχε γράψει και μετά ξεγράψει για αυτόν όταν ήταν ακόμα στο σχολείο. Ήταν το μοναδικό στο οποίο υπήρχε αφιέρωση της από κάτω: ‘Στην πρώτη μου αγάπη με την ελπίδα ότι θα βρεθούμε ξανά, αν όχι εδώ, ίσως σε μια άλλη ζωή..’ Αν αυτό δεν ήταν η μοίρα του, τότε δεν ήξερε τι ήταν. Τυφλός όμως, όπως τον είχε καταντήσει η ζωή του, είχε καθυστερήσει και την είχε χάσει. Η τελευταία στάση της ημέρας ήταν στο νεκροταφείο. Ο ήλιος έδυε, βάφοντας τον ουρανό πορτοκαλοκίτρινο. Οι τελευταίες αχτίδες έπεφταν πάνω στο γυαλί του μνήματος και έκαναν τα μάτια του να πονούν. Ίσως να έφταιγε και το κλάμα του. Ακόμα και τώρα δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλα του. Έσκυψε και άφησε τα λουλούδια που κρατούσε στο χώμα. Η φωτογραφία της τον κοιτούσε κατάματα. Ήταν το ίδιο όμορφη όπως την θυμόταν. Και την θυμόταν σαν να ήταν χθες, οι μέρες που έζησαν μαζί ήταν χαραγμένες στο κεφάλι του. Αυτό ήταν. Όλα είχαν τελειώσει σε μια στιγμή. Τα λόγια που ήθελε να της πει πέθαιναν σιγά, σιγά στο στήθος του, αφήνοντας πίσω τους καμένη γη η οποία δεν θα ξανά φύτρωνε ποτέ. Η εξιλέωση που περίμενε δεν ήρθε ποτέ. . ΤΕΛΟΣ Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tattoman Posted June 28, 2010 Share Posted June 28, 2010 (edited) πολή καλή προσπάθεια, μου άρεσε. Το ύφος σου είναι πολύ ωραίο. Όπως και οι εκφράσεις σου, πολύ μελετημένες και όμορφες.Συνέχησε να γράφεις... (γράφεις ωραία ποίηση) Edited June 29, 2010 by Tattoman Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Kelley Posted June 30, 2010 Share Posted June 30, 2010 Η έκταση του κειμένου είναι απαγορευτική, όμως σε αποζημιώνει ο λόγος, που τρέχει ανεμπόδιστος, σαν να σε παίρνει από το χέρι και να σε ξεναγεί σε κάθε γωνιά του αναστατωμένου μυαλού του ήρωα της ιστορίας. Ως ιδέα και ως θέμα μπορεί να φαντάζει αρχικά κοινότυπο, αλλά δεν παύει να έχει δύναμη μέσα του, μια και όλοι κάποια στιγμή φτάνουμε στη ζωή μας σε αυτά τα σταυροδρόμια, όπου επεξεργαζόμαστε με κριτική ματιά τις επιλογές μας και πλέκουμε σενάρια για το τι θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει διαφορετικά. Σενάρια που τελικά δεν έχουν καμιά αξία, διότι δεν αλλάζουν ποτέ το παρόν μας και σπανίως αλλάζουν το μέλλον μας. Συνεπώς, για μένα αυτή η ιστορία έχει διαχρονική αξία και όχι εφήμερη, και σίγουρα προτιμώ τη διαχρονικότητα των ιδεών σε ένα κείμενο, παρά τα πυροτεχνήματα της εκάστοτε λογοτεχνικής μόδας. Αυτό που με μάγεψε πιο πολύ είναι η αλληλουχία των σκέψεων και των συναισθημάτων του ήρωα σου. Δεν με έπεισε για τις προθέσεις του, μια και η απελπισία και η απογοήτευση είναι πολύ κακοί σύμβουλοι, όμως με έκανε να τον συμπαθήσω και να τον λυπηθώ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Bonanza Jellybean Posted July 3, 2010 Author Share Posted July 3, 2010 Σας ευχαριστώ θερμά και τους δύο για τα καλά σας λόγια. Η αλήθεια είναι ό,τι ανησύχησα για το μεγεθος της ιστορίας κι ό,τι κανείς δε θα τη διάβαζε γιατί θα την έβρισκε μεγάλη. Χαίρομαι πάρα πολύ που σας άρεσε!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Lady Nina Posted October 4, 2010 Share Posted October 4, 2010 Η αλήθεια είναι πως στην αρχή τρόμαξα με το μέγεθος της ιστορίας και παρ'ολίγο να την αφήσω, κυριώς επειδή το πρώτο μέρος, παρ'ότι είναι στρωτό, δεν έχει ιδιαίτερη πλοκή. Ωστόσο, μεγάλη-ξεμεγάλη, δεν το μετάνιωσα καθόλου που τη διάβασα! Πραγματικά με συγκίνησε όσο δεν παίρνει... Πλάνταξα στο κλάμα, κυριολεκτικά! Ίσως επειδή έχω βρεθεί, κατά κάποιο τρόπο, στη θέση του πρωταγωνιστή... Πάντως, σε ευχαριστώ πολύ που με ταξίδεψες με την ιστορία σου, καθώς και για την έκρηξη συναισθημάτων που μου προκάλεσες! Συγχαρητήρια για τη γραφή σου! Υ.Γ.: Αλήθεια, ψυχολογία έχεις σπουδάσει; Έχεις καταφέρει (κατά την άποψή μου) να σκιαγραφήσεις πολύ καλά τους χαρακτήρες! Από τον κύριο μέχρι και τον πιο δευτερεύοντα. Συγχαρητήρια και πάλι! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Bonanza Jellybean Posted November 14, 2010 Author Share Posted November 14, 2010 Η αλήθεια είναι πως στην αρχή τρόμαξα με το μέγεθος της ιστορίας και παρ'ολίγο να την αφήσω, κυριώς επειδή το πρώτο μέρος, παρ'ότι είναι στρωτό, δεν έχει ιδιαίτερη πλοκή. Ωστόσο, μεγάλη-ξεμεγάλη, δεν το μετάνιωσα καθόλου που τη διάβασα! Πραγματικά με συγκίνησε όσο δεν παίρνει... Πλάνταξα στο κλάμα, κυριολεκτικά! Ίσως επειδή έχω βρεθεί, κατά κάποιο τρόπο, στη θέση του πρωταγωνιστή... Πάντως, σε ευχαριστώ πολύ που με ταξίδεψες με την ιστορία σου, καθώς και για την έκρηξη συναισθημάτων που μου προκάλεσες! Συγχαρητήρια για τη γραφή σου! Υ.Γ.: Αλήθεια, ψυχολογία έχεις σπουδάσει; Έχεις καταφέρει (κατά την άποψή μου) να σκιαγραφήσεις πολύ καλά τους χαρακτήρες! Από τον κύριο μέχρι και τον πιο δευτερεύοντα. Συγχαρητήρια και πάλι! Έλενα μου σε ευχαριστώ πάρα πολύ για τα καλά σου λόγια και συγνώμη που άργησα τόσο να σου απαντήσω, αλλά ήμουν πολύ απάσχολημένη αυτόν τον καιρό. Πραγματικά με συγκίνησες κι εσύ με αυτά που μου γράφεις.. Δεν έχω σπουδάσει ψυχολογία, αλλά Λογιστική Χρηματοοικονομική (αυτό που λέμε καμία σχέση...). Απλά αυτή η ιστορία είναι πολύ κοντά στην καρδιά μου γιατί έχω βρεθεί στην θέση της Χρυσάνθης (κατά έναν τρόπο έτσι;..) κι είπα ότι θα είχε ενδιαφέρον να το γράψω από την άλλη πλευρά... Χίλια ευχαριστώ και πάλι!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Asgaroth Posted December 16, 2010 Share Posted December 16, 2010 δε μπορώ να πω πολλά λόγια μα σε ευχαριστώ πραγματικά για τη δημοσίευση που έκανες. Αρκούμαι στο να πω πως η γραφή σου κυλά αβίαστα και προδιαθέτει να συνεχίσει κάποιος παρότι μπορεί να τρομάζει από το...μέγεθος. Μπόρεσες να μου περάσεις συναισθήματα και όπως λέει παραπάνω η λαίδη Νίνα τα πρόσωπα είναι πολύ ρεαλιστικά.Και οι εικόνες που μεταφέρεις. Όπως ηλιοβασίλεμα, ο ήρωας περικυκλωμένος από παλιά πράγματα, το σπίτι της Χρυσάνθης, η λίμνη.... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.