Tattoman Posted June 29, 2010 Share Posted June 29, 2010 (edited) Όνομα συγγραφέα: Tattoman Είδος: Αστυνομικό Βία: Ναι Σεξ: Όχι Αυτοτελής; Όχι-τα πρώτα 5 κεφάλαια Σχόλια: είναι λίγο μεγάλο ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η νεαρή κοπελίτσα καθόταν σταυροπόδι σε ένα δερμάτινο καναπέ με κάποια σκισίματα που μαρτυρούσαν την ηλικία του. Δίπλα της υπήρχε ένα καφέ ξύλινο κομοδίνο που επάνω του δέσποζε ένα φωτιστικό που έμοιαζε με αντίκα. Βρίσκονταν σε ένα μικρό δωματιάκι με λιγοστά έπιπλα και ξεβαμμένους τοίχους διακοσμημένοι με πίνακες. Ένα διπλό παλιό ξεχαρβαλωμένο κρεβάτι, μια πράσινη ταλαιπωρημένη κουζινούλα γεμάτη ακαταστασία, και ένας καναπές κολλητά με ένα νεοκλασικό φωτιστικό. Με λίγα λόγια ένα μικροσκοπικό αχούρι. Η σκόνη μπορούσε να γίνει εμφανής σε πολλά μέρη του διαμερίσματος. Ολόκληρος ο φωτισμός του σπιτιού βασίζονταν σε ένα και μόνο λαμπτήρα που κρέμονταν από το μουχλιασμένο ταβάνι του σαλονιού. Μόνο που στην περίπτωσή μας ο όρος σαλόνι δεν θα ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Το κύριο δώμα ήταν ένας χώρος ίσος με ένα μικρό δωματιάκι που θεωρούνταν σαλόνι. Το δώμα όμως αυτό θα μπορούσε να παρομοιαστεί μόνο με το στέκι διαμονής ενός σκύλου και κανενός άλλου πλάσματος. Το κορίτσι άναψε ένα τσιγάρο και πότισε με καπνό την ατμόσφαιρα γύρω της. Ήταν ξανθούλα, γύρω στα είκοσι και με ένα τρομερά ελκυστικό πρόσωπο αλλά και κορμί. Καφέ μάτια που σε κρατούσαν συνεχώς σε αμηχανία όταν εστίαζαν πάνω σου, μαγευτικά πόδια που συνήθως ήταν καλυμμένα με ζαρτιέρες, και ένα πλούσιο στήθος που ποτέ δεν περνούσε απαρατήρητο από τον ανδρικό πληθυσμό. Ήταν το τέλειο πλάσμα, φτιαγμένο μόνο και μόνο για να επηρεάζει τα πάντα και τους πάντες γύρω του. Τράβηξε ακόμη μια τζούρα και κοίταξε το ρολόι που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο απέναντί της το οποίο έδειχνε 9.45 Σηκώθηκε και φόρεσε ένα καφετί φόρεμα που άφηνε αρκετά εκτεθειμένο το μπούστο της. Έβαλε να γίνεται ένας εσπρέσο και έκατσε σε μια καρέκλα δίπλα από τον καναπέ. Κοίταξε τον καινούριο πίνακα που ήταν πάνω στο καβαλέτο. Ήταν στημένο έτσι ώστε το φως από το παράθυρο να πέφτει πάνω του και να τον φωτίζει, να του δίνει λάμψη, όπως υποστήριζε η Βαλέρια. Στον καμβά ήταν σχεδιασμένα δυο χέρια που με κάποιο τρόπο συνδέονταν, το ένα αιχμαλώτιζε το άλλο και δεν το άφηνε να ξεφύγει, όμως το κρατούσε κοντά του από ανάγκη και το έσφιγγε με δύναμη. Αυτή ήταν η δύναμη και το πάθος που η Βαλέρια ήθελε να περάσει στον θεατή μέσα από τους πίνακές της. Από μικρή που ζωγράφιζε το είχε βάλει σκοπό να μεταδίδει τέτοιου είδους αισθήματα και εικόνες, που θα εξέφραζαν πόθο και την αίσθηση που έχει κάποιος όταν ερωτεύεται αληθινά, συνήθως δηλαδή την γλύκα του πρώτου έρωτα. Τέτοια αισθήματα η Βαλέρια άρχισε να εκφράζει από τα 13 της όταν ζούσε στην Ελλάδα και είχε πρωτοερωτευτεί ένα αγόρι της ηλικίας της. Είχε νιώσει τόσο υπέροχα που καθημερινά ξεχνούσε τα πάντα γύρω της, όλα εξαφανίζονταν και γίνονταν σκιές, μόνο αυτός υπήρχε και τίποτε άλλο στον κόσμο. Όποτε ζωγραφίζει φέρνει στο νου της το άρωμα του πρώτου εκείνου έρωτα. Μιας και η δουλειά της ( μια από τις πολλές) την αφήνει μακριά από την γεύση της πρώτης εκείνης εμπειρίας. Ο έρωτας απλά την κάνει όργανο του, μόνο και μόνο για να υπηρετήσει άλλους. Αυτοί οι άλλοι είναι θύματα, όχι της Βαλέριας, αλλά της ίδιας τους της ζωής, που τους έχει καθηλώσει μόνο στην μία όψη του έρωτα, και πορεύονται μακριά, χιλιόμετρα μακριά από την γνήσια όψη. Έσβησε το τσιγάρο της σε ένα λερωμένο με μπογιές βάζο μελιού που το χρησιμοποιούσε για τασάκι. Αυτό άφησε να του ξεφύγει ένα κύμα πυκνού καπνού που σημάδευε το τέλος του. Μετά σηκώθηκε και κατέβασε τον καφέ από το καμηνετάκι, τον έχυσε στο φλιτζάνι και μύρισε για λίγο το άρωμά του καθώς εκείνος άχνιζε. Γέμισε τα πνευμόνια της και αγνάντεψε λίγο τον κατασκότεινο δρόμο που ήταν σχεδόν έρημος. Ετοιμάστηκε να ρουφήξει μια καυτή γουλιά καφέ, όταν ένα χτύπημα στην πόρτα διέκοψε την απόλαυση. Άνοιξε και μπροστά της εμφανίσθηκε ένας ψηλός γυμνασμένος άντρας που παρόλα αυτά είχε ένα πρόσωπο με ήρεμα χαρακτηριστικά και φαινόταν ευγενέστατος. Είχε σκούρα μαλλιά και ανοιχτό χρώμα προσώπου. «Συγγνώμη για την ενόχληση και την ώρα, ενδιαφέρομε για το δωμάτιο που νοικιάζεται από κάτω. Χτύπησα όλες τις πόρτες όμως καμία δεν ανταποκρίθηκε και έτσι βρίσκομε μπροστά σας» είπε ο ευγενής κύριος κοιτώντας το στήθος της Βαλέριας. «Μήπως θα μπορούσα να περάσω για να μου δώσετε μερικές πληροφορίες, και να μου μιλήσετε λίγο για την γειτονιά? Δεν θέλω να μετακομίσω σε ένα μέρος που δεν θα ξέρω τι σοι άνθρωποι κατοικούνε» Χαμογέλασε και περίμενε την απάντηση. «Δυστυχώς δεν είμαι εγώ η υπεύθυνη για το διαμέρισμα, όμως όταν η ιδιοκτήτρια λύπει μου αφήνει τα κλειδιά σε περίπτωση που περάσει κάποιος. Θα μου δίνατε μεγάλη χαρά αν με αφήνατε να σας μιλήσω για τους ανθρώπους και τον τρόπο ζωής της γειτονιάς και της οικοδομής μας, περάστε σαν στο σπίτι σας.» δήλωσε γοητευμένη η κοπέλα. Ο άντρας πέρασε το κατώφλι της πόρτας και προχώρησε στο εσωτερικό του σπιτιού παρατηρώντας τον χώρο. Η Βαλέρια έκλεισε την πόρτα και έγνεψε στον κύριο να καθίσει στον καναπέ. «Με συγχωρείς για την ακαταστασία, το διαμέρισμά μου δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλο αλλά αυτά διαθέτω για το νοίκι και νομίζω πως μπορεί να εξυπηρετήσει τις ανάγκες ενός ανθρώπου. « Φυσικά και κατά τη γνώμη μου είναι υπέρ αρκετός. Βλέπω πως ασχολείστε με τη ζωγραφική» είπε ο άνδρας δείχνοντας τον 2 επί 2 χώρο που η Βαλέρια είχε τοποθετημένα τα καβαλέτα, τα πινέλα, και την παλέτα για την ζωγραφική της. «Ναι, κύριε..., πως είπαμε το ονοματάκι σας?» ρώτησε με ένα ίχνος τσαχπινιάς στις λέξεις της. «Είμαι ο Νταν, εσείς?» «Βαλέρια» απάντησε η κοπέλα πετώντας του ένα προσποιητά αθώο βλέμμα. Εκείνος πήρε ευγενικά το χέρι της και το φίλησε. «Χαίρομαι που έχω μπροστά μου μια τόσο όμορφη κοπέλα» Αυτή ανταπέδωσε στριφογυρίζοντας με τα δάχτυλά μια τούφα από τα μαλλιά της κάνοντάς τα πλεξούδα, και κοιτώντας με μια πονηρή ματιά από πάνω μέχρι κάτω τον γυμνασμένο άνδρα. Με αυτό τον τρόπο ήταν σαν να τον έκρινε. «Δεν πρέπει να είναι πάνω από 35» υπολόγισε, «τι έχω να χάσω» «Καθίστε» τον παρότρυνε. Εκείνος άνετος ακούμπησε στον καναπέ και έβγαλε το δερμάτινο σακάκι μαζί με το μαύρο κλασικού τύπου καπέλο του. Αυτή τα πείρε και τα άφησε σε μια ραγισμένη κρεμάστρα. Όταν επέστρεψε κάθισε στον καναπέ μαζί του έχοντας κάποια εκατοστά απόσταση. «Λοιπόν Βαλέρια, πες μου για την γειτονιά σας.» είπε ο άντρας, που τώρα ήταν ντυμένος ένα μαύρο πουλόβερ πάνω από ένα άσπρο πουκάμισο. «Που λέτε κύριε Νταν…» «Στον ενικό παρακαλώ , για εσένα είμαι ο Νταν και για μένα είσαι η Βαλέρια. «ΟΚ, λίγα πράγματα Νταν. Είμαστε μια γειτονιά με τις παραξενιές μας. Όμως ο κόσμος είναι σχετικά ήσυχος εδώ, με τις ιδιοτροπίες του αλλά ήσυχος.» «Και όμορφος όπως βλέπω» ήρθε το κοπλημέντο από τον Νταν, που έδειχνε να συμπαθεί υπερβολικά την νεαρή κοπέλα. Αυτή πάλι γέλασε μαζεύοντας τα χέρια ανάμεσα στα πόδια της, και συνέχισε. «Όπως έλεγα, ο κόσμος εδώ είναι ελαφρά κουτός. Ίσως το δείχνει με τις πράξεις του αλλά προς τους ξένους ανθρώπους είναι υπερβολικά ευγενικός σε τέτοιο σημείο που καμιά φορά τους προκαλούν ενόχληση. Σε γενικές γραμμές μια ασυνήθιστη γειτονιά ιδανική για αυτούς που ψάχνουν κάτι καινούριο. Οχ, συγγνώμη που το ξέχασα, δεν σου πρόσφερα τίποτα Νταν, θα ήθελες κάτι να πιεις?» «Όχι ευχαριστώ, είμαι αρκετά κουρασμένος και σε λίγο θα φύγω, αφήνοντας την υπέροχη συντροφιά σου. Απλά πέρασα για να πληροφορηθώ για το διαμέρισμα και νομίζω πως με ενδιαφέρει πολύ. Μήπως θα μπορούσατε τώρα να μου δείξετε λίγο τους χώρους του?» «Βέβαια, μισό λεπτό να φέρω τα κλειδιά, τα έχω στο μικρό δωματιάκι μέσα, περιμένετε με εδώ, επιστέφω αμέσως.» δήλωσε άνετη η Βαλέρια και πέρασε στο άλλο μικροσκοπικό δώμα. «Γιατί τέτοια βιασύνη?» αναρωτήθηκε νοητά η κοπέλα. Έψαξε για λίγο και τα βρήκε χωμένα βαθιά στην τσέπη του παλτού της. Μετά επέστρεψε με μικρά χαρωπά πηδηματάκια και κοίταξε στο σαλόνι. Δεν υπήρχε κανένας. «Κύριε Νταν» φώναξε ανήσυχη η Βαλέρια « Κύριε Νταν, φύγατε?» Τι κόπανος ενοχλήθηκε η κοπέλα με το πανέμορφο σώμα. Δεν σε χρειαζόμαστε ,υπάρχουν κι άλλοι, δεκάδες άλλοι, σκέφτηκε ανασηκώνοντας τα στήθια της με μια κίνηση. Κατευθύνθηκε προς την γωνίτσα που είχε φυλαγμένα τα ποτά και άνοιξε ένα μπουκάλι ουίσκι. Άρπαξε ένα ποτήρι, πρόσθεσε πάγο και έπειτα άφησε να κυλήσει στο εσωτερικό του γυαλιού το χρυσαφένιο υγρό, βγάζοντας έναν κελαρυστό ήχο που διακόπτονταν από τα ραγίσματα των παγακίων λόγο της αλλαγής της θερμοκρασίας. Το ποτήρι περικυκλώθηκε από τα λεπτεπίλεπτα δάχτυλά της όμως την ίδια στιγμή έσπασε στο μωσαϊκό σκορπίζοντας θρύψαλα. Άρπαξε απότομα αυτό που κύκλωνε τον λαιμό της, ενώ ταυτόχρονα πάλευε να διατηρήσει τις αισθήσεις της που φαίνονταν να την εγκαταλείπουν. Η Βαλέρια πάλευε με μανία να απελευθερωθεί από την λωρίδα που πίεζε ασφυκτικά τον λάρυγγα τη, ενώ η αίσθηση της ασφυξίας την κυρίευε. Κατάφερε να πατήσει μια αγκωνιά στα γεννητικά όργανα του εχθρού της, ο οποίος άφησε να του ξεφύγει ένα βογκητό από τον πόνο. Όμως για την κοπέλα ήταν Ίδη πολύ αργά, τα πάντα γύρω της άρχισαν να θολώνουν και είχε χάσει σχεδόν όλη την όρασή της. Την αμέσως επόμενη στιγμή το κορίτσι γονάτισε, έπεσε μπρούμυτα κάτω με την ματωμένη μύτη της πιεσμένη στο πάτωμα από μωσαϊκό. Την ίδια στιγμή ένας άνδρας άνοιξε το κινητό του και έκανε ένα τηλεφώνημα. Αμέσως μετά άνοιξε την πόρτα του ήσυχου πια διαμερίσματος και έφυγε κλίνοντας την σιωπηλά. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Ο υπαστυνόμος Φρανς στεκόταν έξω από ένα παμπάλαιο, άσπρο κτίριο που φαίνονταν έτοιμο να καταρρεύσει από τα χρόνια που κουβαλούσε στην πλάτη του. Μιλούσε στον ασύρματο με κάποιους συναδέρφους του. Γύρω του βρίσκονταν περίπου έξι περιπολικά της αστυνομίας που στις κορυφές τους αναβόσβηναν οι σειρήνες εκπέμποντας κοκκινωπά χρώματα και δημιουργώντας σκιές μέσα στην πυκνή νύχτα. Ο Χώρος έπληττε από αρκετούς ακόμα αστυνόμούς μερικοί εκ των ποίων συνομιλούσαν ο ένας στον άλλον και δημιουργούσαν χάος. Λίγα μέτρα πιο πέρα, πίσω από τις απαγορευτικές κορδέλες στέκονταν ένας νεαρός άντρας με πυκνά, σγουρά μαλλιά και μάλωνε με δυο αστυνομικούς οι οποίοι μετά βίας τον συγκρατούσαν με τα χοντροκομμένα και καλογυμνασμένα μπράτσα τους. «Αφήστε με να περάσω, τι συνέβη?» φώναζε εξαγριωμένος. «Σας παρακαλούμε κύριε αφήστε μας να κάνουμε την δουλειά μας. Ο χώρος είναι περιφραγμένος όπως βλέπετε και η είσοδος επιτρέπεται σε όσους εμπλέκονται επαγγελματικά με αυτή την υπόθεση. Και κάντε στην άκρη, δεν σας χρειαζόμαστε» είπε ο ένας αστυνομικός «είναι δικιά μας υπόθεση και κανενός άλλου.» «Εντάξει,» είπε κάπως πιο ήρεμα, για να κοροϊδέψει τους νεόφερτους αστυνομικούς «απλά πείτε μου τι συνέβη, ξέρω κάποια κοπέλα εκεί μέσα και είναι πολύ στενή μου φίλη, σας παρακαλώ, σας παρακαλώ!.» ο άνδρας ικέτευε και έδειχνε έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Με το ζόρι συγκρατούσε τα δάκριά του, δεν ήξερε τι συνέβη, όμως από την στιγμή που πλησίασε τον χώρο τον έπιασε ένα σφίξιμο στο στομάχι. «Πως είναι εμφανισιακά η φίλη σας» ρώτησε ο αστυνομικός αναστενάζοντας για την καινούρια αγγαρεία του και αποφεύγοντας να δώσει πληροφορίες προτού σιγουρευτεί. «Είναι ξανθομάλλα, με καφετιά μάτια και υπέροχο πρόσωπο» Δήλωσε με τρεμάμενη φωνή και φανερά συγχυσμένος. Ο αστυνόμος μίλησε στον διπλανό του και εκείνος ειδοποίησε τον υπαστυνόμο Φρανς ψιθυρίζοντας κάτι Ιταλικά στον ασύρματο. Σε λίγο κατέφθασε ένας χοντρός κύριος γύρω στα πενήντα με λιγδωμένα σγουρά μαλλιά. Παρόλη την αγριότητα της εμφάνισης του, κάτι τον έκανε να δείχνει ευγενέστατος και καλοπροαίρετος. Πλησίασε στις ερυθρόλευκες κορδέλες με αργά βήματα καθώς ψηλάφιζε με τα μάτια του την εμφάνιση του άνδρα που στεκόταν συγχυσμένος και έτοιμος να μπουκάρει τρέχοντας ανεξέλεγκτα στον προφυλαγμένο χώρο πίσω από τους δυο νεαρούς αστυνομικούς. Εκείνοι συγχυσμένοι έκαναν να του εξηγήσουν μα αυτός σήκωσε το χέρι του προστάζοντάς τους να σωπάσουν. Πέρασε κάτω από τις κορδέλες σηκώνοντας τες με μία κίνηση του χεριού του, ακούμπησε τον άνδρα στον ώμο και με το χέρι του τον παρακίνησε να σταθεί κάτω από ένα πεύκο ελάχιστα μέτρα πιο πέρα. Εκείνος τον ακολούθησε και χωρίς να χάσει δευτερόλεπτο άρχισε να τον ρωτάει ασταμάτητα. «Μισό λεπτό κύριε, θα τα μάθετε όλα αμέσως, πρώτα από όλα πως λέγεστε»είπε ήρεμα ο χοντρός άντρας. «Το όνομα μου είναι ‘Πάμπλο Ραφάτι’ και θα σας παρακαλούσα να μου εξηγήσετε τι συμβαίνει εδώ πέρα γιατί ανησυχώ για την φίλη μου. Κατοικεί σε αυτό το κτίριο και είχαμε κανονίσει να συναντηθούμε στο διαμέρισμά της, όμως την καλώ εδώ και τέσσερις ώρες στο κινητό και δεν το σηκώνει. Έτσι πέρασα για να δω αν της συνέβη κάτι άτυχο στα αλήθεια ή αν έτσι απλά με έστησε.» απάντησε ο άντρας που είχε αρχίσει να ανακτά ξανά τον έλεγχο του εαυτού του. «Είμαι ο υπαστυνόμος ‘Φρανς Λαβέτ’ και υπεύθυνος για αυτήν την υπόθεση. Ήσαστε πολύ στενά δεμένος με την φίλη σας?» «Αρκετά. Γνωριζόμαστε 2 χρόνια και έχουμε μια πολύ καλή σχέση.» «Νομίζω πως θα μας φανείτε πολύ χρήσιμος, όσον αφορά την υπόθεση. Θα σας παρακαλούσα να με ακολουθήσετε στο εσωτερικό του κτιρίου, όμως ψύχραιμα και με αυτοσυγκράτηση σε οτιδήποτε σας προκαλέσει πανικό. Αν δημιουργήσετε κάποιο πρόβλημα θα διατάξω να σας συνοδεύσουν έξω από ο κτίριο άμεσα. Είμαι κατανοιτός?» Ρώτησε με αυστηρότητα ο υπαστυνόμος Φρανς. «Μάλιστα» Πέρασαν από τον διάδρομο της αυλής που ήταν κυριευμένος από χάος και όχλο. Καθώς περπατούσαν ο Πάμπλο κοιτούσε ολόγυρα τα πάντα και τα παρατηρούσε με προσοχή όμως ένοιωθε λες και είχε χάσει την ακοή του, απλά παρακολουθούσε. Τα κόκκινα μάτια του γυάλιζαν μπροστά στους αστυνομικούς που είχαν ανοίξει διάλογο, στις φανταχτερές σειρήνες κολλημένες στις κορφές των περιπολικών που σε τύφλωναν, και τα πάντα που εμπλέκονταν σε αυτό που ο Πάμπλο θεωρούσε σχεδόν αυτονόητο. Άλλωστε ο υπαστυνόμος του είχε μιλήσει με τέτοια σιγουριά και τον είχε προτρέψει να πάνε στο εσωτερικό του κτιρίου. Τι θα μπορούσε να είναι πιο πιστικό στο να αφήσει να εννοηθεί πως κάποιος γνωστός του εμπλέκεται στην υπόθεση. Ήταν σαν να του το πέταγε ξεκάθαρα στα μούτρα. Ατένισε για λίγο τον ουρανό την στιγμή που πλησίαζαν στην πόρτα του κτιρίου. Ήταν καλυμμένος με ένα πυκνό κατάμαυρο πέπλο που την ίδια στιγμή τυλίγονταν γύρο από ην καρδιά του Πάμπλο. Δεν ήξερε τι θα αντίκριζε εκεί μέσα, παντός ήταν βέβαιος πως δεν θα τον ενθάρρυνε ψυχολογικά. Πέρασαν από το κατώφλι της πόρτας που ήταν ολάνοιχτη και μπαινόβγαιναν άνθρωποι. Το μωσαϊκό στο πάτωμα του ισογείου ήταν μέσα στην βρομιά και οι τοίχοι ήταν λερωμένοι από σκούρες δαχτυλιές και πατημασιές που κάλυπταν σχεδόν όλη την επιφάνια. Ασανσέρ δεν υπήρχε, μόνο κάτι παλιές σκάλες που είχαν απλωμένο ένα στρώμα σκόνης. Ένα κλασικού τύπου φωτιστικό με τρεις λάμπες και ένα ποδήλατο συμπλήρωναν τον χώρο. Ο Πάμπλο αναγνώρισε αμέσως το κόκκινο ποδήλατο της φίλης του και η μορφή της επανήλθε ξανά στο μυαλό του καθώς ανέβαινε ένα ένα τα σκαλοπάτια. Έφτασαν στην παλιά ξύλινη πόρτα του διαμερίσματος που φρουρούνταν από δυο οπλισμένους αστυνομικούς και στάθηκαν μπροστά της. Ο Φρανς τον κοίταξε προσεκτικά με τα μεγάλα μπλε μάτια του σαν να τον προειδοποιούσε. « Πάμπλο… επέτρεψέ μου να σου μιλάω στον ενικό, τώρα πια είμαστε συνεργάτες. Θα σε προειδοποιήσω ξανά να μην αγγίξεις τίποτα και να αντιδράς με αυτοέλεγχο σε οτιδήποτε σου προκαλέσει δυσάρεστα συναισθήματα. Έκανε να ανοίξει την πόρτα όμως σταμάτησε. «Και νομίζω πως έχεις κάθε δικαίωμα να μάθεις προτού μπεις σε αυτό το δωμάτιο…πως η φίλη σου έπεσε θύμα δολοφονίας. Λυπάμαι πολύ Πάμπλο. Όμως θέλω να νομίζω πως η βοήθειά σου θα φανεί πολύτιμη και θα μας βοηθήσει να προχωρήσουμε στην υπόθεση και στην εύρεση του ανθρώπου που στέρησε τη ζωή από την φίλη σου. Για τελευταία φορά πριν ανοίξω αυτή την πόρτα, είσαι απόλυτα έτοιμος να μπεις στο διαμέρισμα? αν κάνεις πίσω θα σεβαστώ απόλυτα την απόφασή σου γιατί κατανοώ τα συναισθήματα που σε πνίγουν αυτή την στιγμή, τον κόμπο και το σφίξιμο στην καρδιά, την τάση για εμετό και την βουβαμάρα που σε αποξενώνει από αυτόν τον κόσμο και σε βυθίζει στο σκοτάδι. Για τον πολύ απλό λόγο πως έχω βιώσει και εγώ αυτά τα συναισθήματα και πίστεψέ με, γνωρίζω απόλυτα την ψυχολογία κάποιου σε αυτήν την περίπτωση. Ο υπαστυνόμος Φρανς την στιγμή εκείνη έκανε την δουλειά του και είχε κατορθώσει με επιτυχία να καλμάρει τον συγγενή του θύματος. Ο Πάμπλο γέμισε τα πνευμόνια του με καινούριο, φρέσκο και ανανεωμένο οξυγόνο το οποίο είχε μόλις φιλτράρει ο Φρανς. «Πάμε.» δήλωσε αποφασισμένος. Ο υπαστυνόμος τον χτύπησε φιλικά στον ώμο για να του δώσει κουράγιο και γύρισε το μπρούτζινο πόμολο. Η παλιά ξύλινη πόρτα άνοιξε αφήνοντας ένα ανατριχιαστικό τρίξιμο και μπροστά τους εμφανίσθηκε ένα μικρό δώμα πλημμυρισμένο από την σκόνη και την ευωδιαστή μυρουδιά του λαδιού. Η οποία μυρουδιά δεν φάνταζε ευχάριστη σε πολλούς ανθρώπους, όμως ο Πάμπλο την είχε συνηθίσει και κάθε φορά που το άρωμα αυτό άγγιζε τα ρουθούνια του, ανατρίχιαζε ολόκληρο το σώμα και τα σωθικά του πλημμύριζαν από την φλογερή αίσθηση της Βαλέριας. Αυτή η μυρουδιά άγγιξε και τώρα τον Πάμπλο μόνο που τώρα φάνταζε λίγο πιο πικρή. Ο Φρανς πέρασε από το ανώφλι τρίβοντας την χοντροκομμένη μύτη του που δυησδήονταν από το άρωμα των χημικών ουσιών των μπογιών. Τα τεράστια, ελάχιστα πεταγμένα έξω μάτια του λαμπίρισαν στο ενοχλητικό φως των ανιχνευτικών φακών των αστυνομικών, που διαπερνούσαν το μουντό σκοτάδι. Οι κόρες τους διαστάλθηκαν και τρεμόπαιξαν για να εντοπίσουν τα λιγοστά ίχνη φωτός στο δώμα. Ντεντέκτηβ, ερευνητές, εγκληματολόγοι και αστυνομικοί ήταν ή σκυμμένοι και αφοσιωμένοι στην εργασία τους ή όρθιοι και συνομιλούσαν μεταξύ τους. «Θα πρέπει να σου έχει δημιουργηθεί μια απορία εδώ και κάμποση ώρα». Δήλωσε ο υπαστυνόμος Φρανς. «Και νομίζω πως θα πρέπει να σου εξηγήσω γιατί όλος αυτός ο κόσμος, οι αστυνομικοί, οι ερευνητές και ο όχλος επικρατεί σε τούτη την υπόθεση. Φαινομενικά είναι ένα απλό ζήτημα, όχι κάτι το συγκλονιστικά ακραίο για την αστυνομία. Το Μπάρι χτυπιέται από το έγκλημα και οι αρχές σπεύδουν να καλύψουν την κατάσταση. Καθημερινά δεκάδες αναφορές για εγκλήματα και δολοφονίες καταφθάνουν στο αστυνομικό τμήμα της Περιοχής. Όμως όχι αυτή η υπόθεση, ετούτη είναι τελείως διαφορετική και απαιτείται μεγάλη σοβαρότητα και λεπτότητα στο θέμα. Προχώρησε και θα σου εξηγήσω. Έκαναν μερικά βήματα και έκλεισαν πίσω την πόρτα. Την ίδια στιγμή δυο αστυνομικοί πλησίασαν κοντά τους. «Κύριε» είπε ο ένας «ερευνήσαμε κάθε μέρος του χώρου όμως δαχτυλικά αποτυπώματα δεν φάνηκαν πουθενά. Η δουλεία πρέπει να έγινε πολύ προσεχτικά. Ο δράστης δεν άγγιξε τίποτα απολύτως με τα πέντε δάχτυλα της παλάμης του που να μπορεί να γίνει εμφανές στο χώρο. Ψάξαμε όλα τα έπιπλα, το δάπεδο, τους τοίχους, τα αντικείμενα, τα πάντα όμως ούτε ένα μικρό στοιχείο. Ξαφνικά ακούσθηκε μια φωνή από τα δεξιά τους. Κύριε Φρανς νομίζω πως αυτό αξίζει να το δείτε. Ο νέγρος ερευνητής τους έκανε νόημα να πλησιάσουν. Εκείνοι έφτασαν στο αναφερόμενο σημείο, έσκυψαν πάνω από τον ερευνητή και στάθηκαν σαστισμένοι. Αυτός πλησίασε κάτι με το ένα του χέρι που ήταν καλυμμένο από ένα λευκό γάντι και με το άλλο εστίασε τον φακό φωτίζοντας ένα σημείο του δαπέδου με το στιλπνό φως. Αρχικά κανένας δεν μπόρεσε να διακρίνει τίποτα αλλά μερικά δευτερόλεπτα αργότερα άρχισε να εμφανίζεται στα μάτια τους ένα αραιό υγρό μέσα σε δεκάδες μικροσκοπικά κομμάτια γυαλιού που λαμπίριζαν στο φως του φακού. «Ένα σπασμένο ποτήρι άλλοτε γεμισμένο με ουίσκι?» ρώτησε ο Πάμπλο που έδειχνε ξαφνικά υπερβολικό ενδιαφέρον στο να βοηθήσει στην υπόθεση, έτσι συνέχισε. «Η αλήθεια είναι πως έπινε αρκετά, της άρεζε, ήταν διασκέδαση για αυτή, το ποτό και το τσιγάρο.» «Όχι» διευκρίνισε ο σκουρόχρωμος ερευνητής «όχι το ουίσκι» και εστίασε πιο πολύ σε ένα από τα θρυμματισμένα κομμάτια γυαλιού. Όλοι τους έσκυψαν ακόμη πιο πολύ, μαζί και δυο ακόμα άτομα που είχαν μαζευτεί στο σημείο. Έσκυψαν τόσο που είχαν πλέον διπλωθεί στην μέση. Έψαχναν για κάτι το μικροσκοπικό που με το ζόρι ξεχώριζε ανάμεσα στο μαλαματένιο υγρό. Ξαφνικά εντόπισαν μια πολύ μικρή βαθυκόκκινη κηλίδα που ξεχώριζε. «Αίμα!» αναφώνησαν ταυτόχρονα ο Πάμπλο και ο Φρανς. «Και όχι του θύματος, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Ο ερευνητής απευθύνθηκε στον Φρανς. «Κύριε σκόπευα να σας ειδοποιήσω άμεσα όμως προλάβατε και καταφθάσατε στο σημείο νωρίτερα. Εντοπίσαμε άλλο ένα ίχνος αίματος πριν από πέντε λεπτά. «Το στείλατε για ανάλυση» «Μάλιστα κύριε τα αποτελέσματα αναμένονται από λεπτό σε λεπτό. Έχουμε το DNA του θύματος, και περιμένουμε την ιδιοποίηση για το αν υπάρχει ταύτιση με τα ίχνη αίματος που βρέθηκαν ελάχιστα εκατοστά από το θύμα. ‘Θύμα, θύμα, θύμα!’ οι λέξη αυτή βούιζε στα αυτιά του Πάμπλο ο οποίος ήταν σε ήρεμη κατάσταση την στιγμή εκείνη, όμως η επανάληψη της λέξης αυτής του δημιουργούσε ναυτία. «Μπορώ να την δω σε παρακαλώ?, νομίζω πως έχω το δικαίωμα» ρώτησε με ένα ίχνος απαίτησης ο Πάμπλο. «Κανένα πρόβλημα» απάντησε ο υπαστυνόμος «αρκεί πρώτα για τυπικούς λόγους να μου δείξεις την ταυτότητά σου.» Η πρόταση αυτή φάνηκε γελοία στον Πάμπλο. «Δεν μου έχετε εμπιστοσύνη κύριε Φρανς?» «Βεβαίως σου έχω, και μάλιστα αρκετά μεγάλη για να σου επιτρέψω να οδηγηθείς μέχρι αυτό το σημείο χωρίς να μου την δήξεις από πριν. Αν επιθυμείς να δεις το θύμα είναι άκρως απαραίτητο να μου εμφανίσεις την ταυτότητά σου Πάμπλο αλλιώς θα σε συνοδέψω ήσυχα και ωραία έξω.» Ο Φρανς γνώριζε πως είχε κάνει σφοδρό λάθος. Το μελόδραμα του θύματος τον είχε επηρεάσει σε τέτοιο βαθμό ώστε να ξεχάσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις που απαιτούνταν στις περιπτώσεις δολοφονίας. Φαίνονταν εν μέρει σίγουρος για την αθωότητα του συγγενή, όμως ο τυπικός έλεγχος της Ιταλικής αστυνομίας είχε ξεθάψει πολλές βρόμικες υποθέσεις. Ο Πάμπλο είχε φρακάρει και το πρόσωπό του άρχισε να παίρνει ένα σκυθρωπό τόνο καθώς ανοιγόκλεινε το στόμα του για να προφέρει κάποιες λέξεις. Την ίδια στιγμή έκανε την εμφάνιση του κάποιος κύριος που φορούσε μαύρο παραδοσιακό Ιταλικό καπέλο. «Με συγχωρείτε κύριοι, και συγγνώμη που διακόπτω αυτή την πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση. Θα ήθελα να μιλήσω με τον κύριο Πάμπλο, είμαι ιδιωτικός Ντεντέκτηβ και κατά λάθος πείρε το αυτί μου την κουβέντα σας. Νομίζω πως ο κύριος Πάμπλο θα μπορούσε να με βοηθήσει σχετικά με την υπόθεση. Θα θέλατε να με ακολουθήσετε?» Ο υπαστυνόμος πήγε να αντιδράσει ανοίγοντας διάπλατα το στόμα του όμως την ίδια στιγμή ο Πάμπλο τον διέκοψε μιλώντας φωναχτά. «Με μεγάλη μου χαρά κύριε.» δήλωσε ανακουφισμένος από την σωτήρια επέμβαση του Ντεντέκτηβ. «Δεν το νομίζω.» αντέδρασε έντονα ο Φρανς. Η υπόθεση αυτή αφορά μονάχα την Ιταλική αστυνομία και θα σας παρακαλούσα να μην εμπλακείτε.» Ο υπαστυνόμος είχε αρχίσει να χλομιάζει όπως είχε συμβεί λίγα δευτερόλεπτα πριν με τον Πάμπλο. Τον έπιασε δύσπνοια και ένα νευρικό τρεμόπαιγμα έγινε εμφανές στο αριστερό του μάτι. «Έχω την εντύπωση πως ο συγγενής του θύματος έχει κάθε δικαίωμα να μου δώσει κάποιες απαραίτητες πληροφορίες που έχω ανάγκη, με την θέλησή του βέβαια.» «Θα σας πρότεινα να εξαφανισθείτε αυτή την στιγμή, αν δεν θέλετε να καταλήξετε στο κρατητήριο για παρεμπόδιση αποστολής της αστυνομίας.» ξεστόμισε ο αναψοκοκκινισμένος εύσωμος κύριος. Τα είχε πάρει για τα καλά, μετά βίας συγκρατούσε τον εαυτό του από την έντονη απροσδόκητη αίσθηση να χώσει μια μπουνιά στο σαγόνι του περίεργου ντετέκτιβ. Στα ελάχιστα δευτερόλεπτα σιωπής που ακολούθησαν, οι τρεις τους ψηλάφιζαν με τα μάτια τους την μορφή και τις σκέψεις του καθενός. Ο αναστατωμένος Πάμπλο είχε εστιάσει το ανήσυχο βλέμμα του στον ντετέκτιβ και περίμενε την σωτήρια αντίδρασή του. Εκείνος με την σειρά του έριχνε ένα φονικό βλέμμα στον υπαστυνόμο που δήλωνε ξεκάθαρα τις προϋποθέσεις του. Αυτός όμως παρέμενε σοβαρός και συνέχιζε να καρφώνει τον ντετέκτιβ με την απειλή που του είχε ρίξει προ λίγου. Η ατμόσφαιρα ήταν εξαιρετικά ψυχρή και τα παγερά βλέμματα που κυκλοφορούσαν την βάραιναν ακόμα περισσότερο. Ο ντετέκτιβ έπνιξε την αντίδρασή του και έφυγε απότομα κατευθυνόμενος προς την εξώπορτα. «Καιρός ήτανε» ψιθύρισε χαμηλόφωνα ο εύσωμος κύριος καθώς τον ακολουθούσε με το βλέμμα του μέχρι να εξαφανιστεί τελείως από την τον χώρο. «Λοιπόν, που είχαμε μείνει?» «Κύριε!, κύριε!, έφθασαν τα αποτελέσματα του ελέγχου αίματος που στείλαμε για εξέταση πριν 20 λεπτά.» πετάχτηκε ένας μικρόσωμος σαν νάνος που βρίσκονταν λίγα μέτρα πιο πέρα. «Λοιπόν, υπάρχει ταυτοποίηση με το αίμα του θύματος?» Εκείνος τους έγνεψε να πλησιάσουν κοντά του και άνοιξε το laptop που είχε στηριγμένο στα πόδια του. Μπροστά τους εμφανίσθηκε μια σκούρο- πράσινη απόχρωση που κάλυπτε όλο το εσωτερικό της οθόνης. Ο σχιστομάτης ερευνητής ακολούθησε με το δάχτυλό του μια κάψουλα πάνω στην οθόνη που σιγά σιγά γέμιζε με ένα βαθυκόκκινο χρώμα. Όταν είχε πλέον ολοκληρωθεί η διαδικασία ο υπολογιστής έβγαλε έναν ήχο που έμοιαζε με καμπανάκι και κάτι γράμματα εμφανίσθηκαν στην οθόνη. «Δεν υπάρχει ταύτιση!» είπε ενθουσιασμένος ο κοντοπίθαρος ανθρωπάκος με την παράξενη προφορά, ο οποίος είχε βυθιστεί στην καρέκλα του. «Το δήγμα αίματος είναι παρμένο από διαφορετικό άτομο. Και μάλλον του ίδιου του θύματος. Ο μάγκας την έχει βάψει άσχημα, πολύ άσχημα!» δήλωσε τρίβοντας τα χέρια του και βγάζοντας μια χαρωπή γκριμάτσα. «Ναι, ψέλλισε απορροφημένος από τις σκέψεις του ο υπαστυνόμος. Για λίγα δευτερόλεπτα είχε κολλήσει την ματιά του στο έδαφος δίχως να κουνήσει ούτε ελάχιστα το σώμα του. Τα μάτια του φράκαραν σε ένα σημείο και οι κόρες του εστίασαν διάπλατες κάπου στην επιφάνεια του μωσαϊκού. Την επόμενη στιγμή μετακινήθηκε απότομα με μια δρασκελιά ακριβώς δίπλα από την καρέκλα του σχιστομάτη βοηθού του και στάθηκε σε ένα σημείο τελείως ακίνητος. Κρύος ιδρώτας πλημμύριζε το σβέρκο του, και ένωσε τις μουσκεμένες παλάμες του με τρεμάμενα χέρια. Σκούπισε με τον καρπό το μέτωπό του και άρχισε να μιλάει. Η κίνηση του αυτή δεν τράβηξε την προσοχή κανενός, διότι όλοι τους είχαν συνηθίσει και θεωρούσαν απόλυτα φυσιολογική την αγχώδης συμπεριφορά του υπαστυνόμου και τις ξαφνικές κινήσεις του. «Όπως ξεκίνησα να σου λέω Πάμπλο όταν μπήκαμε στο διαμέρισμα…» έσκυψε στο πάτωμα με μια αστραπιαία κίνηση και πήγε να γυρίσει προς τη μεριά του Πάμπλο όταν συνειδητοποίησε πως ο νεαρός έλειπε. Γούρλωσε τα τεράστια μάτια και κοίταξε τριγύρω. «Πάμπλο!» φώναξε. Όλοι όσοι βρίσκονταν στο διαμέρισμα τον κοίταξαν τρομοκρατημένοι και επικράτησε απόλυτη σιωπή. Σταμάτησαν κάθε είδους εργασία ή ενασχόληση και πάγωσαν στις θέσεις τους. «Σκατά!» αυτή την φορά ο Φρανς ούρλιαξε χτυπώντας με το παχύ χέρι του το ξύλινο τραπεζάκι που είχαν στήσει για το laptop. Ο φορητός υπολογιστής ταρακουνήθηκε και ο μικροσκοπικός άντρας ταράχτηκε. Έτρεξε προς την εξώπορτα ενώ καλούσε στον ασύρματο τους συνεργάτες του. «Ετοιμάστε το περιπολικό, έρχομαι.» Κατέβαινε σαν αστραπή τις βρόμικες σκάλες που ήταν γεμάτες πολυκοσμία και όχλο. Έτρεχε και ταυτόχρονα έσπρωχνε τους ανθρώπους που πλημμύριζαν τα σκαλοπάτια, για να ανοίξει δρόμο. Τότε χτύπησε το κινητό του. Εκείνος χωρίς καν να κοιτάξει το όνομα του ανθρώπου που καλούσε το άνοιξε βιαστικά καθώς συνέχισε να κατεβαίνει. Μόλις άκουσε την φωνή σταμάτησε απότομα. «Τι θες!» ψιθύρισε νευριασμένος με ανακατεμένα σαν άχυρα μαλλιά. Η αντρική φωνή απάντησε με γρήγορες, βιαστικές λέξεις και ταυτόχρονα έκλεισε το τηλέφωνο. Ο υπαστυνόμος Φρανς ακούμπησε την πλάτη του στον παγωμένο τοίχο ανακουφησμένος, ενώ περνούσαν από μπροστά του τρεις αστυνομικοί με τα βλέμματα τους κολλημένα στο αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο του. Τον κοιτούσαν σαν να δήλωναν πρόθημα την διάθεσή τους να βοηθήσουν την κατάσταση υστερίας που φαίνονταν να βρίσκεται εκείνη την στιγμή. Εκείνος τους πέταξε ένα νευρικό βλέμμα και αμέσως γύρισαν τα πρόσωπά τους από την άλλη συνεχίζοντας την πορεία τους. Ο υπαστυνόμος πληροφόρησε με τον ασύρματο τους συνεργάτες του. «Αλλαγή σχεδίων ,δεν θα χρειαστώ περιπολικό τελικά, γυρίστε αμέσως πίσω στις θέσεις σας.» Πείρε μια βαθιά ανάσα και γέμισε με δύναμη τον οργανισμό του. Άνοιξε την ιδρωμένη χούφτα του και κοίταξε στο εσωτερικό της. Την ξανάκλεισε σφίγγοντας με δύναμη τα χοντροκομμένα δάχτυλά του. Μετά έχωσε το χέρι του στο βάθος της αστυνομικής του στολής. Στη συνέχεια τράβηξε πάλι τον δρόμο για το διαμέρισμα υπό τα αινιγματικά βλέμματα των ανυποψίαστων αστυνομικών που φρουρούσαν την είσοδο. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ο Πάμπλο Ραφάτι έτρεχε με όση δύναμη μπορούσε για να ξεφύγει από τον φόβο που τον κυρίευε. Η καρδιά του πάλλονταν καθώς έριχνε φευγαλέες ματιές πίσω του, προς την ετοιμόρροπη πολυκατοικία που πλήττονταν από αστυνομικούς. Ανέμενε από λεπτό σε λεπτό την άφιξη του περιπολικού της Ιταλικής αστυνομίας. Ήξερε πως ο υπαστυνόμος Φρανς θα κινούνταν γρήγορα θέλοντας να μάθει τον λόγο της ξαφνικής αναχώρησης του. Η σφοδρή αντιπαράθεση που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα σε αυτόν και τον υπαστυνόμο ευθύνονταν στην πλαστή ταυτότητα του, την οποία ο Φρανς είχε απαιτήσει να δει. Έχοντας γλιτώσει παρά τρίχα, ο Πάμπλο αισθάνονταν ευγνώμον για τον άγνωστο ντετέκτιβ που είχε διακόψει την κουβέντα τους πάνω στην ώρα. Βίγλισε για μια στιγμή τις κόκκινες σειρήνες των περιπολικών που φωσφόριζαν στη νύχτα. Ο ουρανός ήταν πνιγμένος από σύννεφα που ξεχώριζαν με το γκριζωπό χρώμα τους εξαιτίας του ασθενικού φωτός του φεγγαριού. Αυτό πότιζε με φως τα σύννεφα, με τον τρόπο αυτό τα έκανε να παίρνουν ένα γκριζωπό χρώμα και να διαφέρουν από την κατάμαυρη μουντή άβυσσο που τα περιέβαλε. Βρίσκονταν σε μία σχετικά ήσυχη περιοχή σχεδόν έξω από το Μπάρι. Σα δεξιά του δέσποζαν μερικά άχαρα, γκριζωπά μέσα στο μπετό σπίτια και πολυκατοικίες. Ο δρόμος ήταν έρημος και το μοναδικό πράγμα που έσπαγε την ανατριχιαστική σιωπή εκείνη την στιγμή ήταν ο βαρύς ήχος των σταγόνων της βροχής που μαστίγωναν την παγωμένη άσφαλτο. Μπροστά του είχαν προλάβει να δημιουργηθούν κιόλας κάποιες λασπωμένες λακκούβες με νερό που κάθε τόσο βουτούσε άθελά μέσα τους τα πόδια του και γέμιζε με πιτσιλιές τις άκρες του παντελονιού του. Καθώς έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα ο άνεμος σφύριζε και τα πεθαμένα από το κρύο δεντράκια που ήταν χωμένα σε παρτέρια πάνω στο πεζοδρόμιο περνούσαν από τις άκρες των ματιών του απλά αφήνοντας το στίγμα τους. Ξαφνικά άρχισε να εμφανίζετε στο βάθος της οδού ένα αχνό φως που πλησίαζε με σταθερή ταχύτητα. Αυτός σταμάτησε στην μέση του δρόμου και ατένισε το φως που όλο και δυνάμωνε την ίδια στιγμή που οι χοντρές σταγόνες προσέκρουαν στο κεφάλι του και στην συνέχεια κυλούσαν στο πρόσωπό του σαν ρυάκια μειώνοντας την όρασή του. Έχε γίνει μούσκεμα από την κορφή ως τα νύχια και στέκονταν σύξυλος και παγωμένος. Τον έπιασε πανικός και άρχισε πάλι να τρέχει, θέλοντας να αποφύγει το περιπολικό που τον ακολουθούσε. Την στιγμή που προχωρούσε τυφλά στον άδειο δρόμο ένα άλλο αυτοκίνητο φάνηκε μπροστά του που έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα. Δεν έμοιαζε με περιπολικό της αστυνομίας, τα φώτα του ήταν αρκετά αδύναμα ίσως για να μην τραβάνε την προσοχή. Ο Πάμπλο τα έχασε, έπιασε τα μουσκεμένα μαλλιά του και κατέπνιξε το συναίσθημα να αφήσει μια κραυγή στον άνεμο. Ένα χέρι ξεπρόβαλε από το μπροστινό άγνωστο αμάξι, και κουνήθηκε πέρα δώθε μέσα στο πυκνό σκοτάδι της παγερής νύχτας. Ο Πάμπλο ίσα που μπόρεσε να το διακρίνει καθώς οι καταραμένες σταγόνες της βροχής τον τύφλωναν υποχρεώνοντάς τον να σκουπίζει το μέτωπο του κάθε τρεις και λίγο. Ο αγχωμένος άνδρας δέχτηκε το χέρι αυτό ως σανίδα σωτηρίας διότι ερμήνευσε το νεύμα σαν παρότρυνση να πλησιάσει το αμάξι την ίδια στιγμή που το εχθρικό περιπολικό της αστυνομίας τον φυγάδευε. Έφτασε στο σημείο του άγνωστου οχήματος και αυτό σταμάτησε. Η άσπρη πόρτα του αυτοκινήτου άνοιξε για να τον υποδεχτεί. Εκείνος λαχανιασμένος και έτοιμος να καταρρεύσει χώθηκε μέσα και ακούμπησε την πλάτη του στο άνετο κάθισμα καταβεβλημένος από την κούραση της ξέφρενης κούρσας του. «Ξεκίνα, ξεκίνα!» ούρλιαξε στον άντρα που βρίσκονταν στο κάθισμα του συνοδηγού. Εκείνος εκτέλεσε την διαταγή και την ίδια στιγμή έκανε μια εντυπωσιακή στροφή 180 μοιρών αλλάζοντας τελείως την πορεία του αμαξιού. Τώρα η αστυνομία κυνηγούσε ένα άσπρο παλιό μοντέλο Alpha Romeo που είχε εισέρθει μέσα ο ύποπτος. Το αμάξι ανέβασε απότομα ταχύτητα. Ο μυστηριώδης άντρας γύρισε προς τον Πάμπλο φωτίζοντας το νεανικό πρόσωπό του από τα ασθενικά φώτα της αστυνομίας που διαπερνούσαν το γυαλί του καπό και κάνοντάς τον να αφήσει μια έκπληκτη έκφραση στο πρόσωπό του. «Ντεντέκτηβ?» αναφώνησε ο Πάμπλο έκπληκτος. Εκείνος γύρισε πάλι το κεφάλι του μπροστά και συνέχισε να οδηγά προσέχοντας τον δρόμο ευθεία. Ξαφνικά έκανε μια απότομη στροφή και το αμάξι χάθηκε μέσα σε κάτι λιθόστρωτα σοκάκια. Τώρα περνούσαν μέσα από στενά που και στις δυο πλευρές τους έβλεπαν τους τοίχους και τα πίσω παράθυρα των σπιτιών και που και που συναντούσαν κάδους ή μπάζα παρατημένα από τους κατοίκους. Έτσι το ο ντετέκτιβ ήταν υποχρεωμένος να καταφεύγει συχνά σε εντυπωσιακές μανούβρες. Όταν πλέον είχαν ξεφύγει από το κυνηγητό της αστυνομίας ο άντρας που οδηγούσε μίλησε. «Όπως κατάλαβες είμαι ο ντετέκτιβ που σου απεύθυνα τον λόγο πριν κανένα μισάωρο στο συμβάν, τα συλλυπητήρια μου για την φίλη σας κύριε Πάμπλο. Ο Πάμπλο έβαλε το μυαλό του να λειτουργήσει έντονα για μια στιγμή, προσπαθώντας να θυμηθεί αν ο ντετέκτιβ ήταν παρόν όταν ο υπαστυνόμος Φρανς του είχε δώσει συλλυπητήρια. Όμως η μνήμη του τον διαβεβαίωνε για την απουσία του ντετέκτιβ τη στιγμή εκείνη. Τον κοίταξε κάπως καχύποποπτα όμως συνέχισε την κουβέντα. «Ευχαριστώ, όμως έχω μια απορία και θα ήθελα πολύ να μου την λύσετε.» «Είμαι όλος αυτιά» είπε απασχολημένος από την υπερβολικά δύσκολη οδήγησή του και στρίβοντας το τιμόνι μια από την μια και μια από την άλλη πλευρά, θυμίζοντας παλαιστή που προσπαθούσε να κατατροπώσει το θήραμα του. Και οι δυο τους μιλούσαν και την ίδια στιγμή ταρακουνιόντουσαν από τις λασπωμένες λακκούβες και πέτρες που εξείχαν στον ανώμαλο δρόμο που διάβαιναν. «Πως βρεθήκατε σε αυτό ακριβώς το σημείο ακριβώς αυτή τη στιγμή, και ποια είναι η αιτία που με καλέσατε να ανέβω στο αμάξι σας.» «Αν δεν κάνω λάθος σε έσωσα.» δήλωσε με άνεση ο ντετέκτιβ. Ο Πάμπλο κοίταξε με γουρλωμένα μάτια τον άντρα στην θέση του οδηγού και ένα καρδιοχτύπι τον ταρακούνησε καθώς έκανε να ανοίξει την πόρτα στα δεξιά του. Η ανησυχία έπνιξε και πάλι το πρόσωπό του και άφησε κάποια σημάδια φρένειας ως αποτυπώματα της εσωτερικής του ταραχής. Ο πιτσιρικάς ιταλός ήταν ένας τετραπέρατος και χαρισματικός άνθρωπος που πολύ απλά όπως και σε χιλιάδες ανθρώπους, δεν του είχε δοθεί η ευκαιρία να αναδειχθεί. Η ζωή του είχε κυλήσει στραβά. Ίσως όμως έκανε και αυτός τις λάθος κινήσεις και τα ανοίγματα που τον καθιέρωσαν σε μια δύσβατη πλευρά της ζωής. Μόλις στα 7 του η ζωή του ταράχτηκε από την επίπονη ψυχολογικά απώλεια της μητέρας του. Για αυτόν ήταν σαν να κατέρρευσε ολόκληρο το σύμπαν. Η μητρότητα είναι ένα αγαθό που οτιδήποτε άλλο στον κόσμο θα αδυνατούσε να χαρίσει και για τα παιδιά αποτελεί μια σφοδρή ανάγκη. Το αμέσως επόμενο πλήγμα στην ζωή του ήρθε στα 16 του, όταν έχασε τον πατέρα του, τον Φράνκο. Όχι ότι υπήρξε ποτέ μια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ τους. Το σπίτι συνεχώς πλήττονταν από λογομαχίες και καβγάδες που αφορούσαν τα κοινωνικοπολιτικά και τα οικονομικά ζητήματα. Κάποιες πάλι φορές θίγονταν και οικολογικά θέματα στα οποία ο Πάμπλο υποστήριζε θερμά το περιβάλλον και έθιγε τους μεγαλοεπιχειρηματίες και τους αρχηγούς κρατών που το εκμεταλλεύονταν προκειμένου να αποκτήσουν επιπλέον χρήματα, σαν να μην τους έφθαναν όσα είχαν. Ο πατέρας πάλι κατατάσσονταν στην ακριβώς αντίθετη πλευρά, υποστηρίζοντας πως το ανθρώπινο γένος ξεκίνησε σε αυτόν τον συγκεκριμένο πλανήτη μόνο και μόνο για να εκμεταλλευτεί τα υλικά αποθέματά του, και τόνιζε πως σε περίπτωση που προκύψει η ανάγκη να μολύνουν το πλανήτη προς κάποιο όφελος τους θα έχουν το κάθε δικαίωμα να το κάνουν. Ο Πάμπλο συνέχισε την μίζερη ζωή του κατοικώντας με την γιαγιά του η οποία του πρόσφερε τα απαραίτητα όμως δεν είχε ποτέ την οικονομική δυνατότητα να του παρέχει τις σπουδές του. Η υπόλοιπη ζωή του κύλησε προς τον κατήφορο. Η ανεργία μάστιζε αυτόν τον πανέξυπνοι άνθρωπο στον οποίο δεν είχε δοθεί ποτέ η δυνατότητα να αποκτήσει ένα καταξιωμένο επάγγελμα που θα αναλογεί με τις δυνατότητές του. Βρέθηκε να χρησιμοποιεί μια πλαστή ταυτότητα όταν λόγο της ελλείψεις χρημάτων αναγκάστηκε να διαρρήξει ένα σπίτι. Παρόλη την ευφυΐα του, δεν κατάφερε να κλέψει ούτε ένα πολύτιμο αντικείμενο του σπιτιού. Τις επόμενες μέρες ακολούθησε ένα κυνηγητό με την αστυνομία και επειδή υπήρχε η υποψία πως είχαν ανακαλύψει την προσωπικότητα του από στοιχεία, ο ίδιος αναγκάστηκε να χρησιμοποιεί μια πλαστή ταυτότητα ενός προσώπου που είχε αρκετά όμοια χαρακτηριστικά με τον ίδιο. «Μην ανησυχείς, κατάλαβα αμέσως την πλαστή ταυτότητά σου, την στιγμή που ο υπαστυνόμος σου ζήτησε να του την εμφανίσεις και εσύ χλόμιασες. Είναι η δουλειά μου ξέρεις και θα ήταν ανήκουστο αν δεν το καταλάβαινα από την αρχή.» Μετά από τόσα καρδιοχτύπια στο σημερινό βράδυ ο Πάμπλο ήταν έτοιμος να καταρρεύσει από τις πολλαπλές αναταράξεις της ψυχικής του ηρεμίας. Μέσα στην ίδια νύχτα είχε χάσει μια ερωμένη με την οποία είχαν εμφανίσει σημάδια έρωτος και σωματικής έλξης εδώ και πέντε μήνες, επίσης είχε καταδιωχτεί από την αστυνομία λόγο της πλαστής ταυτότητας που διέθετε και κινδύνευε να συλληφθεί σε περίπτωση που οι αστυνομικοί ανακάλυπταν τα ίχνη του μετά την ξέφρενη φυγάδευσή του. Τέλος είχε τρομοκρατηθεί από τις απίστευτες ικανότητες εύρεσης της πλαστής ταυτότητάς του από έναν σωτήριο ντετέκτιβ, ο οποίος τον είχε γλιτώσει την τελευταία στιγμή. Όσο να ναι ο νεαρός Ιταλός δεν είχε περάσει και λίγα. «Α, και κάτι ακόμα. Ο υπαστυνόμος θέλησε να μου διευκρινίσει τον λόγο που η Ιταλική αστυνομία έχει εστιάσει τόσο επίμονα σε αυτήν την συγκεκριμένη υπόθεση. Μου ανέφερε πως ο φόνος της φίλης μου…(ο Πάμπλο ξεροκάταπιε και κόπιασε για να συνεχίσει) αποτελεί ιδιαίτερη υπόθεση η οποία απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή και επιφυλακτικότητα. Όμως αδυνατώ να καταλάβω γιατί συμβαίνει αυτό σε μια απλή για τις Αρχές του ‘Μπάρι’ υπόθεση. «Εεε…ξέρεις(έξυσε για λίγο το καλοχτενισμένο κεφάλι του) η αστυνομία κυνηγά περίπου δυο χρόνια τον δράστη που σκορπά τον τρόμο και τον φόβο στην πόλη και τα περίχωρα του Μπάρι. Έχει διαπράξει συνολικά 15 φόνους, και με όλο τον σεβασμό Πάμπλο, δεν νομίζω πως η κοπέλα σου αποτελούσε κάτι το ξεχωριστό για αυτόν τον άνθρωπο, απλά την πρόσθεσε στην λίστα με τα θύματά του που όλο και επεκτείνετε.» Η αδιαφορία που διέτρεχε τα λόγια του ντετέκτιβ φαίνονταν πως είχε πειράξει σε μεγάλο βαθμό τον Πάμπλο. Για τον ίδιο σήμαινε πολλά, όμως αδυνατούσε να κατανοήσει γιατί η δολοφονία της φίλης του φάνταζε στους άλλους σαν μια ρουτίνα. Μιλούσαν με τόση απάθεια που ήταν φανερό πως η υπόθεση αντιμετωπίζονταν σαν μια επαγγελματική εργασία και τίποτε άλλο. Βυθισμένος στην απόγνωση βούλιαξε στο αναπαυτικό δερμάτινο κάθισμα της Alpha Romeo και βίγλισε το φεγγάρι που ξεχώριζε στον μελανό ουρανό. Τα σκοτεινά καλντερίμια είχαν πλέον τελειώσει και μπροστά τους τώρα ξανοίγονταν δρόμος, όχι αρκετά φαρδύς αλλά σαφέστατα πιο βατός από του προηγούμενους. Έβγαιναν έξω από την πόλη και κατευθύνονταν με πιο ήπιους ρυθμούς προς τα βόρεια. Δεξιά και αριστερά των δρόμων υπήρχε μια λωρίδα γραμμής καλυμμένη από χαλίκια. Ο Πάμπλο γύρισε τον μουσκεμένο λαιμό του προς τα πίσω και κατασκόπευσε από το βρεγμένο τζάμι(που καθαρίζονταν από τους δύο υαλοκαθαριστήρες, οι οποίοι κινούνταν μανιωδώς δεξιά αριστερά)τον άδειο δρόμο που χάνονταν πίσω τους. Το γεγονός του φόνου της ερωμένης του Βαλέριας, είχε χάσει για τον Πάμπλο την συγκίνηση που απαιτούνταν λόγο της ευτυχής αποφυγής του από τους μπελάδες που θα του προκαλούνταν σήμερα. «Που πάμε? Ρώτησε. «Θα ήθελα να σου προτείνω να με συνοδεύσεις σπίτι μου για να γευματίσουμε. Γνωρίζω και κατανοώ απόλυτα την κατάσταση στην οποία είσαι βουτηγμένος αυτή την στιγμή, όμως θα μου έδινες πραγματικά μια μεγάλη χαρά αν μου παρείχες κάποιες χρήσιμες πληροφορίες για την φίλη σου. Υπάρχει μια μεγάλη αντιπαράθεση μεταξύ Ιταλικής αστυνομίας και ιδιωτικών ντετέκτιβ ή μυστικών υπηρεσιών. Ο υπαστυνόμος Φρανς προσπάθησε να σου πλασάρει ένα απωθητικό πρόσωπό μου για να αποφύγει αυτήν ακριβώς την κατάσταση. Να σε πάρω με το μέρος μου.» απάντησε ο άντρας στο κάθισμα του οδηγού. Όσον αφορά τα λεγόμενα του ντετέκτιβ, ο Πάμπλο φαινόταν να έχει πειστεί, όσον αφορά την περίπτωση του γεύματος δεν θα μπορούσε να αρνηθεί. Για τον ίδιο ήταν μια αρκετά δελεαστική πρόταση. Η οικονομική του κατάσταση δεν θα άφηνε αυτήν την ευκαιρία να πάει χαμένη, πόσο μάλλον ο ίδιος. Η ποιότητα της διατροφής του δεν ήταν και η καλύτερη . Έχοντας αναλάβει εδώ και τρεις μήνες τα καθήκοντα του δασοφύλακα και δουλεύοντας τα απογεύματα ο μισθός του περιόριζε την διατροφή του σε πρόχειρα γεύματα που ανταποκρίνονταν στην οικονομική δυνατότητα του. Έτσι ένα καλό γεύμα θα του πρόσφερε μεγάλη ικανοποίηση. «Εντάξει.» δήλωσε ευχαριστημένος και πλησίασε τα σκασμένα χέρια του στο στόμα για να τα θερμάνει με τα χνότα του που αποτελούσαν πηγή θέρμανσης και προστασίας από το αντίξοο κρύο του Χειμώνα. «Θα μας πάρει περίπου 10 λεπτά για να φτάσουμε στο σπίτι μου. Μένω σε ένα περίχωρο της πόλης του Μπάρι. Ξέρεις μου αρέσει η ηρεμία και θεωρώ απόλαυση την ζωή σε ένα τέτοιο μέρος. Τα πάντα κυλούν σε αργούς ρυθμούς δίχως να υπάρχει η βιασύνη και ο όχλος της πόλης. Είσαι με λίγα λόγια άρχοντας.» είπε ο ντετέκτιβ. «Πως σε λένε?»ρώτησε απότομα ο Πάμπλο «Είμαι ο Σίλβιο.» «Χάρηκα» δήλωσε σαν να τον έβλεπε πρώτη φορά. «Παρομοίως» ανταπέδωσε ο ντετέκτιβ σιγογελώντας. Ο Πάμπλο πήγε να ανοίξει ο στόμα του όμως την ίδια στιγμή ένας αποκρουστικός ήχος τηλεφώνου τον διέκοψε τραβώντας απότομα την προσοχή του. Ο ίδιος έστρεψε το βλέμμα του στο αντικείμενο από το οποίο προέρχονταν ο θόρυβος, το οποίο ήταν σφηνωμένο σε μια θήκη του Alpha Romeo. «Με συγχωρείς είπε ταραγμένος ο Σίλβιο και με μια απότομη κίνηση άρπαξε το κινητό του. Χωρίς να κοιτάξει τον αριθμό που τον καλούσε και ο οποίος αναβόσβηνε στην οθόνη του τηλεφώνου. Πλησίασε βιαστικά το κινητό στο αυτί του και μίλησε. «Εμπρός?» Το μόνο πράγμα που κατόρθωσε να ακούσει ο Πάμπλο ήταν μια βαριά αγχώδες φωνή που αντηχούσε δυνατά μέσα από το τηλέφωνο. Οι φωνές όμως του συνομιλητή μπορούσαν να ακουστούν σε κάθε σημείο του ευρύχωρου αμαξιού. Ο ντετέκτιβ άκουσε αυτά που του φώναζε ο συνομιλητής του και πέταξε ένα αμήχανο ‘τα λέμε’ καθώς ένα κύμα παγερού ιδρώτα περιτύλιγε τον λαιμό και το σβέρκο του. Στη συνέχεια έκλεισε και έριξε βίαια το τηλέφωνο του με μια απότομη κίνηση στις θήκες δεξιά του. «Ένας φίλος» δήλωσε ο Σίλβιο δίχως να του απευθύνει τον λόγο ο Πάμπλο. Η αγχώδες και περίεργη συμπεριφορά του ντετέκτιβ είχε προβληματίσει και είχε θέσει σε κίνηση τα γρανάζια του μυαλού του Πάμπλο. Η εικόνα που είχε σχηματίσει για τον Σίλβιο μέχρι την στιγμή εκείνη χαρακτηρίζονταν από σοβαρότητα, ηρεμία και εξαιρετικά προσεκτικές και νοητικά προσεγμένες κινήσεις και προτάσεις. Όμως μια τέτοια συμπεριφορά φάνταζε εξαιρετικά αλλόκοτη και εκδήλωνε μια παράξενη αμηχανία όσον αφορά το πρόσωπο του ιδίου. Έχοντας ξεφύγει από την ασφυχτική πίεση της αστυνομίας, ο Πάμπλο άφησε στο περιθώριο για κάμποσα λεπτά τις σκέψεις και τις φοβίες του, αράζοντας στο αναπαυτικό δερμάτινο κάθισμα του αυτοκινήτου. Μια ησυχία πλημμύρισε το αμάξι, η οποία ξεκούραζε αφάνταστα τον Πάμπλο. Ένοιωσε τα μάτια του να βαραίνουν ελαφρώς και ρούφηξε με ευχαρίστηση κάθε γουλιά από το ευχάριστο αυτό διάλειμμα. Εστίασε το βλέμμα του στους έντονους μπλε αριθμούς που έδειχναν την ώρα στο ηλεκτρονικό ρολόι που ήταν τοποθετημένο στο κέντρο του αυτοκινήτου, δίπλα από διάφορα πολύπλοκα συστήματα και συσκευές. Τα φωσφορούχα γράμματα αναβόσβηναν καθώς η ώρα είχε μόλις διαβεί τις 11. Πέρασαν κάμποσα λεπτά σιγής και από τους δύο άντρες όταν μπροστά τους άρχισε να διακρίνεται ένα γέρικο δάσος από ιτιές. «Πλησιάζουμε» δήλωσε ο ντετέκτιβ. Το ασημένιο φεγγαρόφωτο έλουζε τις αιωνόβιες ιτιές που ήταν φυτρωμένες άστατα σε διάφορα μέρη του δάσους δίχως να ακολουθούν ένα συγκεκριμένο μοτίβο. Τα λεπτεπίλεπτα κλαράκια τους σχημάτιζαν μια καμπύλη και στο σύνολο τους δημιουργούσαν μια φιγούρα που θύμιζε φάντασμα μέσα στο πυκνό σκοτάδι. «Πάντα θεωρούσα τις ιτιές δέντρα-φαντάσματα. Μου ξυπνάνε μια άγρια αίσθηση νευρικότητας που με τρομοκρατεί κατά κάποιο τρόπο, με αγριεύει. Από την άλλη τις θεωρώ συντρόφους μου, δεν ξέρω αλλά είμαι πραγματικά δεμένος με αυτά τα φυτά.» είπε ο Σίλβιο, που γνώριζε πολύ καλά την έρημη περιοχή. Πάντως για τον Πάμπλο κάθε άλλο παρά συμπαθητικές φαίνονταν αυτές οι ιτιές. Ίσα ίσα φάνταζαν σαν δόλιες σκοτεινές μορφές που τους κατασκόπευαν μέσα στην νύχτα. Βέβαια είχε εξοικειωθεί με την μορφή όλων των δέντρων εξαιτίας της δουλείας του. Όμως το συγκεκριμένο θέαμα δεν του προκαλούσε ευχαρίστηση. Ανατρίχιασε και τράβηξε το βλέμμα του από την παγερή εικόνα τους. Ο όγκος των άγριων δέντρων σχημάτιζε έντονες και μεγάλες σαν πελώρια πέπλα σκιές καθώς το στιλπνό φως των προβολέων του αυτοκινήτου χτυπούσε στους γέρικους κορμούς τους. Το όχημα κινούνταν πλέον με υπερβολικά αργή ταχύτητα λόγο της εξαιρετικής ανωμαλίας του δρόμου που τους εμπόδιζε να κινηθούν με άνεση. Τα χοντρά λάστιχα του αυτοκινήτου ταλαιπωρούνταν καθώς έρχονταν σε επαφή με την ανώμαλη επιφάνεια του δύσβατου δρόμου. Η τραχιά χαλικωτή επιφάνεια του, ανάγκαζε τους επιβάτες του αυτοκινήτου να ταρακουνιούνται συνεχώς προκαλώντας τους ναυτία. Φώτα δεν υπήρχαν σε κανένα σημείο και ο δρόμος ήταν βυθισμένος στο σκοτάδι. Υπερβολικά ζαλισμένος ο Πάμπλο περίμενε πως και πώς να φτάσουν στο διαμέρισμα του Σίλβιο. Ήξερε πως εκεί θα τον περίμενε μια ευχάριστη ανάπαυση με ένα πιάτο ζεστό φαγητό, ίσως και ένα ποτήρι καλό κρασί που θα τον ανακούφιζε από τα σημερινά. Χασμουρήθηκε και σταύρωσε τα χέρια του περιμένοντας την άφιξή τους. Σε εκείνο το σημείο οι κουραστικές στροφές που οδηγούσαν στο σπίτι τελείωναν και μπροστά τους έκανε την εμφάνιση τους μια μεγάλη ανηφόρα που έκρυβε την θέα του σπιτιού που πλησίαζαν. Καθώς ξεκινούσαν την ανηφόρα κάτι ή ίσως κάποιος φάνηκε στην κορφή της. Κάτι σαν σκιά. Ο Πάμπλο βίγλισε την σκοτεινή μορφή, αλλά παρέμεινε εφησυχασμένος σκεπτόμενος πως θα ήταν κάποιος ακόμα κάτοικος της ερημικής αυτής συνοικίας. «Πόσοι ακόμα άνθρωποι κατοικούν σε αυτόν τον τόπο?»ρώτησε ο Πάμπλο «Εεε…ελάχιστοι, έως καθόλου, ιδίως τον Χειμώνα που οι συνθήκες είναι αντίξοες.» Ο ίδιος είχε προσέξει την φιγούρα μπροστά τους. Ανέπτυξε ταχύτητα και προχώρησε. Έφτασαν ελάχιστα μέτρα μακριά από το σημείο, και κι οι δυο τους συνειδητοποίησαν πως δεν ήταν τίποτε άλλο πέρα από έναν καμπούρη, κακόμοιρο γεράκο που με το ζόρι στέκονταν στα πόδια του με την βοήθεια ενός ξύλινου μπαστουνιού. Πλησίασαν ακόμα πιο πολύ στον ηλικιωμένο άνθρωπο και έριξαν φως από τους προβολείς του αυτοκίνητου. Όμως για κάποιο λόγο ο Σίλβιο ανέβασε την σκάλα έντασης του φωτός που εκπέμπανε. Είχαν φτάσει σε απόσταση αναπνοής, όταν για ελάχιστα δευτερόλεπτα το στιλπνό φως φώτισε το ροζιασμένο και ρυτιδιασμένο πρόσωπο του γέρου. Για όσο πρόλαβε, ο Πάμπλο διέκρινε τα ταλαιπωρημένα χαρακτηριστικά που υποδείκνυαν πως ο άντρας βρίσκονταν σε άθλια κατάσταση. Είχε την εντύπωση πως διέκρινε ένα μεγάλο σημάδι σαν έγκαυμα στο αριστερό του μάγουλο. Η συνολική εικόνα του προσώπου του τον τάραξε. Με αργή φωνή που σταματούσε από διακοπές ο ίδιος ρώτησε στον Σίλβιο «Τον γνωρίζεις.» «Είναι ο γερο-Σεμπάστιαν, μετακόμισε εδώ πριν καμιά δεκαριά χρόνια και μετανάστευσε από την Γερμανία. Παράξενος άνθρωπος. Μένει δυο τετράγωνα πιο πέρα από εμένα και είμαστε οι μοναδικοί μόνιμοι κάτοικοι σε αυτόν τον τόπο. Έχει τις παραξενιές του, βέβαια είναι αρκετά δύσκολο να μην επηρεασθείς και να μην σου δημιουργηθούν παραξενιές σε ένα τέτοιο ‘ιδιότροπο’ μέρος. Την ίδια στιγμή που είχαν περάσει ξυστά από τον γέρο, είχε δημιουργηθεί στον Πάμπλο η εντύπωση πως αυτός έκανε να απομακρυνθεί από το αμάξι κάποια μέτρα ως προφύλαξη, αυτή η κίνηση βέβαια έγινε με κάποια ίχνη φόβου από την μεριά του ηλικιωμένου. Ανέβηκαν την μεγάλη ανηφόρα και πάρκαραν έξω από το σπίτι. Φαίνονταν ένα άνετο σπίτι επενδυμένο από ξύλο με δυο ορόφους και μια όμορφη σοφίτα στην κορφή του. Ένα τόσο μεγάλο σπίτι δεν ταίριαζε σε καμία περίπτωση με την νοοτροπία του τόπου. Η πρώτη προσδοκία που θα δημιουργούνταν στον οποιονδήποτε, θα ήταν μια μικρή καλύβα ζωσμένη από κισσούς ή άγρια φυρά του εδάφους. Ένας όμορφος και προσεγμένος κήπος βρίσκονταν μπροστά από το σπίτι. Ήταν σπαρμένος με γκαζόν, ενώ σε κάποια σημεία του έστεκαν πήλινα παρτέρια με κοκκινωπά λουλούδια στο εσωτερικό τους. Μικροί φράχτες και πολύπλοκες βραχονησίδες στόλιζαν που και που το μέρος. Στην μέση ένα στριφογυριστό λιθόστρωτο μονοπάτι οδηγούσε στην κύρια είσοδο. Εκεί ήταν τοποθετημένα δυο μεγάλα φυτά (από όσο μπορούσε να διακρίνει ο Πάμπλο μέσα στο σκοτάδι) που έστεκαν ορθά σαν φύλακες της εισόδου. «Εδώ είμαστε» είπε ο Σίλβιο ανοίγοντας την παλιά σιδερένια πόρτα και χαμογελώντας κοιτάζοντας καμαρωτά το διώροφο σπίτι του. Πορεύτηκαν στο φιδίσιο μονοπάτι και έφτασαν στην είσοδο. Την ώρα που ο ντετέκτιβ ξεκλείδωνε την πόρτα ακούστηκαν πολύ κοντινά γαβγίσματα και ένας πανέμορφος σκύλος έκανε την εμφάνιση του κάτω από το ασθενικό φως του λαμπτήρα της εισόδου. Την στιγμή όμως που μας αντίκρισε έκοψε απότομα ταχύτητα και στάθηκε προσοχή μπροστά τους. Τους πλησίασε φοβισμένα εκδηλώνοντας μικρά προσεκτικά βήματα. Ήταν σχετικά μικρός σε μέγεθος, με μελί στα περισσότερα σημεία χρώμα και με άσπρες λακουβίτσες οι οποίες δεν καλύπτονταν από τρίχωμα. Ήταν κάτι σαν χτυπήματα. Είχε σαγηνευτικά μάτια που συγκινούσαν. «Μπόμπι, τι κάνεις βρε άτιμε? να σου γνωρίσω τον Πάμπλο.» είπε ο ντετέκτιβ. Το σκυλί κούνησε διστακτικά με μια φοβισμένη κίνηση το κεφάλι του. ‘πανέξυπνο’ σκέφτηκε ο Πάμπλο. Την ίδια στιγμή όμως εκδήλωσε την απορία του. «Από πού του δημιουργήθηκαν οι ουλές στο στομάχι?» Ρώτησε περίεργος. «Εεε…» ο ντετέκτιβ έξυσε για λίγο το κεφάλι του βιασμένος να μπει στο κτήριο. «Ήταν ατύχημα, τον πάτησε αυτοκίνητο πριν κανένα μήνα και οι πληγές του δεν έχουν επουλώσει ακόμα.» «Το καημένο» δήλωσε ο Πάμπλο, την ίδια στιγμή που συλλογίζονταν πως ήταν δυνατόν ένα αυτοκίνητο τόσων χιλιάδων κιλών να προκαλέσει τόσο επιφανειακές πληγές σε ένα πλάσμα πολύ μικρότερο σε μέγεθος και σε βάρος. Όμως ήταν υπερβολικά ταλαιπωρημένος και προτίμησε να μην συνεχίσει τον συλλογισμό του, αλλά να μπει στο σπίτι. Πέρασαν στο ισόγειο, ένα πανέμορφο χώρο στολισμένο και διακοσμημένο υπέροχα και με γούστο από τον ιδιοκτήτη. Στις άκρες έστεκαν συλλεκτικά σκαλιστά βάζα γεμισμένα με πολύχρωμα λουλούδια. Οι μπεζ τοίχοι ήταν διακοσμημένοι με καλόγουστους παραδοσιακούς πίνακες. Μπροστά τους ξεδιπλώνονταν μια στριφογυριστή μαρμάρινη σκάλα με σιδερένια κάγκελα στις πλευρές της. «Ωραίο σπίτι» είπε ο Πάμπλο, «το διατηρείς τέλεια από ότι βλέπω.» «Ναι, προσπαθώ, βέβαια δεν είναι και εύκολο, ιδικά σε ένα τέτοιο μέρος που η υγρασία και το κρύο καταστρέφουν τα πάντα.» Όντως το κρύο εκεί πάνω ξεπερνούσε κατά πολύ το κρύο που επικρατούσε κάτω στην πόλη. Το κλίμα πάνω στο βουναλάκι δεν ήταν ιδιαίτερα καλό. Τις περισσότερες φορές επικρατεί τσουχτερό αεράκι και ψυλόβροχο που καμιά φορά μετατρέπετε σε γερή μπόρα η οποία συχνά δημιουργεί προβλήματα. Το χώμα είναι μαλακό και με την βροχή μετατρέπετε σε λάσπη που ταλαιπωρεί τους περαστικούς, όσοι μπορούν να υφίστανται σε αυτόν τον τόπο. Ανέβηκαν τις σκάλες και καθώς προχωρούσαν έκαναν την εμφάνιση τους παράξενα φυτά, που δύσκολα θα παρομοιάζονταν με τα συνηθισμένα. Οι πρώτες δύο μεγάλες γλάστρες που συνάντησαν περιείχαν κάτι συλλεκτικά Μπονσάι, τα οποία ήταν αρκετά μεγάλα για το είδος τους. Ο Πάμπλο δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει τι λογιών φυτά ήταν όμως τα κοιτούσε με θαυμασμό καθώς ανέβαινε τις μικρές σε έκταση σκάλες. Ο Σίλβιο που είχε προσέξει το θαυμαστό βλέμμα του Πάμπλο, δεν δίστασε να περηφανευτεί για την αξιοθαύμαστη συλλογή του. «Τα συλλέγω εδώ και κάτι χρόνια. Ξέρεις ταξίδεψα πολύ, σε κάθε γωνιά που θεωρούσα ελκυστική και που μου ταίριαζε. Από κάθε μέρος κράτησα και κάτι, κάτι που θα μου φέρνει στο νου έντονες και μαγικές εμπειρίες, γεμάτες από πάθος και αίσθηση, και οι οποίες φυσικά θα κουβαλάνε μαζί τους το άρωμα του τόπου τους. Τα συγκεκριμένα φυτά είναι εξαιρετικά σπάνια και συλλεκτικά κομμάτια. Τα απέκτησα σε ένα από τα ταξίδια μου και από τότε μου έχουν γίνει ανάρπαστα. Τα προσέχω αν τα μάτια μου, βέβαια πλήρωσα πολλά για αυτά, μια μικρή περιουσία. Άνοιξαν την μεγάλη ξύλινη πόρτα που έστεκε σαν φρουρός μπροστά από το σπίτι, και μπήκαν στο εσωτερικό του. Ο ντετέκτιβ πίεσε τον διακόπτη και τα φώτα άναψαν πλημμυρίζοντας το σπίτι. Την ίδια στιγμή έκανε την εμφάνιση του ένα πολύ ιδιαίτερο σπίτι επενδυμένο από ξύλο. Τα πάντα είχαν μια νότα φρένειας. Διάσπαρτες στον χώρο βρίσκονταν διάφορες αλλόκοτες πολυθρόνες με παράξενα σχήματα που θύμιζαν τρομακτικές σκιές μέσα στην λάμψη του μισοφέγγαρου. Περίεργα αραβικά κόκκινα χαλιά με περίτεχνα χρυσαφιά μαξιλαράκια έδιναν μια ιδιαίτερη ανατολίτικη νότα στο σαλόνι. Εντυπωσιακά πορτρέτα στόλιζαν τους τοίχους και δεκάδες μικροσκοπικά συλλεκτικά αντικείμενα και παμπάλαιες αντίκες έστεκαν πάνω στα τραπεζάκια και στα μπουφέ μαζί με μεσαιωνικά πολύφωτα και λαμπατέρ. Επάνω στα ράφια της τεράστιας, ξύλινης βιβλιοθήκης που βρίσκονταν τοποθετημένη σε έναν τοίχο, υπήρχαν τρομαχτικές και τερατόμορφες μινιατούρες από ξωτικά, κολασμένους και σκοτεινά πλάσματα του διαβόλου. Τα συγκεκριμένα κομμάτια φαίνονταν πως ήταν φιλοτεχνημένα απίστευτη προσοχή και λεπτομέρεια. Το σπίτι φαίνονταν να χωρίζεται σε διάφορα πολύπλοκα μικρά μέρη. Τον κύριο χώρο αποτελούσε το σαλόνι με την βιβλιοθήκη. Από εκεί και πέρα το σπίτι εμπλέκονταν σε κάποιους διαδρόμους που αποτελούσαν το πίσω μέρος του σπιτιού που δεν ήταν τόσο ξανοιγμένο. Τα φώτα δεν ήταν τοποθετημένα τυχαία όμως όλα μαζί συμμετείχαν σε μια ονειρεμένη ατμόσφαιρα, με χαμηλό φωτισμό. Η ατμόσφαιρα αυτή φάνταζε κατάλληλη για να αποτελέσει χώρο έμπνευσης για διάφορα πράγματα. «Δεν έχω λόγια,» απάντησε ο Πάμπλο «τα πάντα είναι τόσο προσεγμένα και πανέμορφα…» «Έχω και εγώ τις δεισιδαιμονίες μου, μου αρέσει να συλλέγω αξιολάτρευτα και σπάνια αντικείμενα, θα το παρατήρησες στα ράφια της βιβλιοθήκης μου.» «Ναι, το ομολογώ» είπε ο Πάμπλο εστιάζοντας το βλέμμα του στις περίτεχνες μινιατούρες των ραφιών της βιβλιοθήκης. Συνέχισαν και μπήκαν στην κουζίνα. Ένα σχετικά μικρό δώμα με κάποια κόκκινα πλακάκια. Σε μια άκρη υπήρχε ένα τραπέζι στρωμένο με καρό τραπεζομάντιλο. Τα πάντα ήταν τόσο γραφικά, έδεναν μεταξύ τους δημιουργώντας ένα φανταστικό σύνολο. Το ιδιαίτερο γούστο του ιδιοκτήτη μπορούσε να γίνει εμφανές σε πάρα πολλά σημεία. Ο Σίλβιο πρόσταξε τον Πάμπλο να καθίσει και έπιασε δουλειά. Άναψε το μάτι της ηλεκτρικής κουζίνας και άρπαξε ένα τηγάνι. Στην συνέχεια κάλυψε την επιφάνεια του τηγανιού με ένα μικρό στρώμα λαδιού και πείρε στα χέρια του λεπτές φέτες κασεριού. Μετά τις βύθισε μέσα στο λάδι και τις άφησε να τσιγαρίσουν. «Θα μου επιτρέψεις να σου προσφέρω όσα μόνο διαθέτω, θα φτιάξω κάτι γρήγορο και ελπίζω να μην αργήσω πολύ.» είπε ο Σίλβιο, πιάνοντας ένα κοφτερό μαχαίρι για να ανοίξει την συσκευασία ενός τοματοπολτού. «Κανένα πρόβλημα» δήλωσε ο Πάμπλο ο οποίος έδειχνε υπερβολικά πεινασμένος. Δεν φαίνονταν να τον ενοχλούσε και πολύ η ποιότητα του φαγητού, το μόνο που έδειχνε να τον απασχολεί εκείνη την στιγμή ήταν να γεμίσει το άδειο καταπονεμένο στομάχι του. Ο Σίλβιο γέμισε νερό μια κατσαρόλα και την έβαλε σε ένα άλλο μάτι για να κοχλάσει. Άρπαξε μια συσκευασία ιταλικών μακαρονιών και την άνοιξε με το μαχαίρι. Κινούνταν σε γρήγορους ρυθμούς αρπάζοντας και αφήνοντας συσκευασίες και σκεύη. Μετά από κανένα λεπτό έριξε τα μακαρόνια στο καυτό νερό και τα άφησε μέσα κλείνοντας το καπάκι. Κάθισε για λίγο να ξεκουραστεί σε μια καρέκλα δίπλα από τον ταλαιπωρημένο Πάμπλο. Έβγαλε ένα μικρό αναστεναγμό και σταύρωσε τα πόδια του. «Λοιπόν, φοβερά πράγματα συνέβησαν σήμερα. Πρώτα η δολοφονία μετά το γεγονός ότι αποτέλεσες στόχο της αστυνομίας για μια ψεύτικη ταυτότητα…» χάιδεψε τα κατάμαυρα μαλλιά του «τι έχεις να πεις εσύ για όλα αυτά?» «Όταν συνειδητοποίησα πως η Βαλέρια ήταν νεκρή πάγωσε το αίμα μου, χάθηκα, όλα μου φάνηκαν ασπρόμαυρα. Παρόλα αυτά, τα γεγονότα που συνέβησαν στην συνέχεια και η ευχάριστη για μένα προς το παρόν κατάληξη με κάνουν να νιώθω ευνοημένος από την εξέλιξη των γεγονότων» Ο Πάμπλο έδειχνε υπερβολικά μεγάλη εμπιστοσύνη στον ντετέκτιβ. Του αποκάλυπτε τα πάντα και μιλούσε με βάσιμη σιγουριά για τα γεγονότα που πλέον είχε σαν συνεργάτη του τον άνθρωπο ο οποίος τον έχε σώσει. Δεν άφηνε τίποτα κρυφό. «Το ξέρεις πως με την πράξη που έκανα μπορώ να κατηγορηθώ από τις αρχές για φυγάδευση κατηγορούμενου ή ύποπτου προσώπου?» είπε ο Σίλβιο. Ο Πάμπλο κατέβασε το κεφάλι ντροπιασμένος. «Μην ανησυχείς, για εμένα είμαστε πλέον φίλοι. Σε βοήθησα γιατί δεν τρέφω και ιδιαίτερη συμπάθεια προς τους τύπους της αστυνομίας. Συχνά αδιαφορούν και πετάνε στο καλάθι των αχρήστων σοβαρές υποθέσεις και δολοφονίες, δεν δείχνουν την απαιτούμενη προσοχή σε κάθε περίπτωση με αποτέλεσμα η κατάληξη να είναι ευχάριστη για τον δράστη. Εκατοντάδες άνθρωποι έχουν χάσει την ζωή τους εξαιτίας της ανικανότητας της αστυνομίας. Παλιοτόμαρα!» φώναξε εξοργισμένος ο Σίλβιο. «Με συγχωρείς, όμως δεν αντέχω τα εφησυχασμένα, καλοθρεμμένα πρόσωπά τους. «Και πάλι συγγνώμη» είπε ο Σίλβιο ταραγμένος, με ανήσυχο βλέμμα «Θα ήθελες να πιεις κάτι πριν το φαγητό?» πείρε μια βαθιά ανάσα και έτριψε με την παλάμη το πρόσωπό του. Η συμπεριφορά αυτή δεν υπήρξε αδιάφορη για τον Πάμπλο που παρατήρησε και την ταραγμένη έκφρασή του ντετέκτιβ. «Ναι βέβαια, νομίζω πως το χρειάζομαι μετά από όλα αυτά.» Ο Σίλβιο σηκώθηκε και κατευθύνθηκε με αργά βήματα προς το σαλόνι. Ο Πάμπλο τέντωσε τον λαιμό του και τον παρακολούθησε από την ανοιχτή πόρτα της κουζίνας. Πλησίασε σε ένα μπουφέ που πάνω του έστεκε ένα κρυστάλλινο μπουκάλι γεμάτο με ένα μαλαματένιο υγρό. Δίπλα ήταν γυρισμένα ανάποδα τρία μικρά ποτηράκια του ουίσκι. Ακριβώς πίσω από το Μεγάλο γυάλινο μπουκάλι βρίσκονταν κάτι που ο Πάμπλο αδυνατούσε να αναγνωρίσει, γιατί τα τρία αυτά ποτηράκια βρίσκονταν ακριβώς μπροστά του. Παρόλα αυτά, μέσα από το διάφανο γυαλί ίσα-ίσα που διακρίνονταν μια μακριά γκρίζα γραμμή. Τα χέρια του ντετέκτιβ ακούμπησαν πάνω στο ξύλινο μπουφέ και στάθηκαν για λίγα δευτερόλεπτα εκεί. Ο ντετέκτιβ έδειχνε να σκέφτεται. Σκούπισε με το μανίκι το ιδρωμένο πρόσωπό του και γέμισε δυο ποτήρια με ουίσκι, έπειτα πρόσθεσε πάγο και έκανε να γυρίσει προς την κουζίνα. Ο Πάμπλο τραβήχτηκε απότομα με μια αστραπιαία κίνηση. Όσο να ναι αυτή η συμπεριφορά του μέχρι τότε ήρεμου και ατάραχου Σίλβιο δεν μπορούσε να επεξηγηθεί στο μυαλό του Πάμπλο. ¨Τι το ξαφνικό θα μπορούσε να είχε συμβεί?¨ Την ίδια στιγμή ο ίδιος έπεισε τον εαυτό του να οδηγηθεί στο πιο πιθανό για την περίπτωση συμπέρασμα. Προφανώς νοούνταν λανθασμένα, και είχε παρεξηγήσει χωρίς κανένα απολύτως λόγο την συμπεριφορά του ντετέκτιβ, που στο κάτω-κάτω θα μπορούσε να ευθύνονταν και στον ίδιο τον Πάμπλο, ο οποίος με τις λανθασμένες κινήσεις του είχε οδηγήσει ένα ντετέκτιβ σε μια ίσως επικίνδυνη κατάσταση. Διάβηκε και πάλι το ανώφλι της κουζίνας και ακούμπησε το ποτήρι μπροστά από τον Πάμπλο. Το υγρό άρχισε να δημιουργεί παλμικές κινήσεις σκορπίζοντας σταγονίδια του αλκοολούχου ποτού στο ερυθρόλευκο τραπεζονμάντηλο. Ο νεαρός ιταλός που καθόταν στην καρέκλα ταράχτηκε. Ο Σίλβιο άρπαξε μια σιδερένια τσιμπίδα και γύρισε από την άλλη πλευρά τις λωρίδες ελβετικού τυριού που τσιτσίριζαν μέσα στο λάδι. Μετά πείρε μια κουτάλα και ανακάτεψε τα μακαρόνια. «Το φαγητό θα είναι έτοιμο σε κανένα πεντάλεπτο, μέχρι τότε ας χαλαρώσουμε πίνοντας λίγο ποιοτικό ουίσκι.» Ακούμπησε την λεπτή επιφάνεια από το στόμιο του ποτηριού στα χείλη του και το μαλαματένιο υγρό κύλησε στον λάρυγγα του θερμαίνοντας τις αμυγδαλές του. Αμέσως ο άντρας άφησε να του ξεφύγει ένας ήχος ικανοποίησης που εξέφραζε την αγαλλίαση που ένιωθε ο οργανισμός του καθώς το ποτό απλώνονταν στο εσωτερικό του. Την ίδια κίνηση έκανε και ο Πάμπλο, μιμούμενος τον ντετέκτιβ και παρόμοια άφησε να του ξεφύγει ένα άκουσμα ανακούφισης. Ο Σίλβιο έχοντας αδειάσει το ποτήρι του εξέφρασε την επιθυμία του για λίγο ακόμα από το αλκοολούχο ποτό. «Πάω να το ξαναγεμίσω, θες να κάνω το ίδιο και με το δικό σου?» ρώτησε. «Όχι, ευχαριστώ δεν είναι ανάγκη, το δικό μου έχει ακόμη.» είπε δείχνοντας το ποτήρι του στον ντετέκτιβ. «Όπως επιθυμείς» είπε ο Σίλβιο και πέρασε για δεύτερη φορά το κατώφλι της ξύλινης πόρτας της κουζίνας για να γεμίσει και πάλι το ποτήρι του με ουίσκι. «Μπορώ να ανακατέψω τα μακαρόνια?» ρώτησε ο Πάμπλο φωνάζοντας ελαφρά καθώς ο ντετέκτιβ είχε φτάσει στον πάγκο με το γυάλινο μπουκάλι. «Κανένα πρόβλημα Πάμπλο» απάντησε. Ο νεαρός σηκώθηκε από την καρέκλα του, στάθηκε πάνω από τον πάγκο της κουζίνας και βάλθηκε να ανακατεύει τα μακαρόνια που έβραζαν προκαλώντας κυματισμούς στην επιφάνεια του νερού μέσα στην κατσαρόλα. Πλανήθηκε για λίγο με το βλέμμα του στον ξύλινο πάγκο της κατασκευασμένης από μέλλω κουζίνας. Κολλημένες στον τοίχο υπήρχαν διάφορες ηλεκτρικές συσκευές και ασημένια σκευή. Στα δεξιά του ήταν ακουμπισμένη μια σημερινή ιταλική εφημερίδα. Ο Πάμπλο σάρωσε με μια γρήγορη ματιά τις επικεφαλίδες των άρθρων που ήταν τυπωμένα με μαύρο μελάνι επάνω στο φθηνό χαρτί. «Έκρηξη πετρελαιοφόρου στον κόλπο του Μεξικού-Η μεγαλύτερη οικολογική καταστροφή των τελευταίων δεκαετιών.» (Λίγα εκατοστά πιο πέρα) «Ο λαός ξεχύνετε στους δρόμους του Μπάρι ζητώντας άμεση λύση στο πρόβλημα ανεργίας που μαστίζει το κράτος.» Τα μεγάλα σκούρα γράμματα περνούσαν αστραπιαία μπροστά από τις κόρες του καθώς αυτός κατευθύνονταν όλο και πιο κάτω στο εξώφυλλο της εφημερίδας. Τα χαρισματικά μάτια του Πάμπλο σταμάτησαν σε ένα ιδιαίτερο σημείο της σελίδας. Ο τίτλος του άρθρου ήταν «Αδράνεια, η ιταλική αστυνομία φάνηκε ανίκανη να συλλάβει δολοφόνο που χτύπησε στην Νάπολη πριν δυο μέρες.» Όμως αυτό που τράβηξε την προσοχή του νεαρού ιταλού δεν ήταν η επικεφαλίδα αλλά κάτι το ιδιαίτερο. Εκεί ακριβώς έκανε την απρόσμενη εμφάνιση της μια κόκκινη κηλίδα. Αρχικά φάνηκε στον Πάμπλο σαν να είχε προκληθεί από ένα ατύχημα. Το μυαλό του διέτρεξε αυτόματα στην κοντινή συσκευασία τοματοπολτού που προηγουμένως είχε ανοίξει ο Σίλβιο για να την χρησιμοποιήσει στα μακαρόνια. Σχεδόν αμέσως ο τετραπέρατος ιταλός παρατήρησε ένα ακόμα στοιχείο. Στο ίδιο ακριβώς σημείο με την κόκκινη στάλα, η επιφάνεια της εφημερίδας ήταν ελαφρά εξογκωμένη. Σαν κάτι να βρίσκονταν ακριβώς κάτω από εκείνη την κηλίδα. Κάτι το οποίο κάλυπταν τα λεπτά φύλλα της εφημερίδας. Ο Πάμπλο περίεργος έκανε να τραβήξει την εφημερίδα για να ανακαλύψει το μυστηριώδες αντικείμενο, όμως την ίδια στιγμή η φωνή του Σίλβιο τον διέκοψε. «Βλέπω ενημερώνεσαι» πέταξε το υπονοούμενο ο Σίλβιο, βλέποντας τον Πάμπλο να κοιτά την εφημερίδα με ένα έντονο βλέμμα σαν να ήταν έτοιμος να την κάνει μια χαψιά. «Ναι, την βρήκα ανοιγμένη και είπα να της ρίξω μια ματιά καθώς θα ανακατεύω τα μακαρόνια.» «Αχα, και πολύ καλά έκανες. Μόνο αδιάφορα δεν είναι τα χθεσινά νέα, δεν συμφωνείς?» Ο απογοητευμένος ιταλός στρογγυλοκάθισε σε μια βολική καρέκλα και κατάπιε μια γουλιά ουίσκι, μην αφήνοντας την εφημερίδα από την καχύποπτη ματιά του. «Ναι, πράγματι.» «Τι έχεις να πεις για την έκρηξη της πετρελαϊκής κηλίδας, συγκλονιστικό γεγονός έτσι? Ο Πάμπλο κατέπνιξε την επιθυμία του να ορμήξει στην ανοιγμένη εφημερίδα την οποία τώρα ο Σίλβιο έκλεινε με προσοχή αργά-αργά. Έτσι υποχρεώθηκε να συμμετάσχει στην συζήτηση και να απαντήσει στην ερώτηση που του έκανε ο ντετέκτιβ. «Ένα από τα συγκλονιστικά που συμβαίνουν συχνά πυκνά στις μέρες μας. Παρακολουθώ τακτικά τα περιβαλλοντικά νέα, όπως και τα αστυνομικά και έχω σημειώσει αρκετές περιβαλλοντικές καταστροφές. Άλλη μία προστίθεται.» «800.000 χιλιάδες λίτρα πετρελαίου έχουν χυθεί στις θάλασσες του Μεξικού, και συνεχίζουν να απορρέουν εξαιτίας της τρομαχτικής έκρηξης που σημειώθηκε στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις. Νομίζω πως το πλήγμα θα είναι μεγάλο, δεν συμφωνείς?» Ο Σίλβιο πετούσε συνεχώς την μπάλα στον Πάμπλο περιμένοντας να ακούσει την γνώμη του. Βέβαια για τον Πάμπλο δεν υπήρχε πρόβλημα. Ο ίδιος σύλλεγε εδώ και χρόνια μανιωδώς στοιχεία για πολλά και διάφορα θέματα. Σύλλεγε αποκόμματα εφημερίδων που αφορούσαν ποίκιλλα θέματα όπως, οικολογικές καταστροφές, περιβαλλοντικά εγκλήματα, δολοφονίες. Σύλλεγε τα στοιχεία με ότι μέσο είχε στην διάθεση του και από τις πηγές που θα μπορούσε να έχει ένας άνθρωπος με την οικονομική κατάσταση του νεαρού ιταλού. Έτσι είχε αποκτήσει μια πλήρες άποψη όσον αφορά τα περιβαλλοντικά θέματα, τις οικολογικές καταστροφές, και γνώριζε αρκετά στοιχεία για τις δολοφονίες που χαράχτηκαν στις τελευταίες δεκαετίες. «Πιστεύω πως τέτοια πράγματα συμβαίνουν συχνά-πυκνά στις μέρες μας, κάποια προκαλούν μεγάλα πλήγματα στην φύση και άλλα μικρότερα. Το αξιοσημείωτο ερώτημα είναι άμα ενημερωνόμαστε πλήρες και ανοιχτά για όλα όσα συμβαίνουν, ή απλά έχουμε διαμορφώσει τις απόψεις μας σύμφωνα με αυτά που μας πλασάρουν.» «Τι πιστεύεις ότι μας πλασάρουν?» εστιάζοντας προσεκτικά στα επόμενα λόγια του Πάμπλο, τα οποία περίμενε με ανυπομονησία. «Αναμφίβολα όχι την αλήθεια. Δεν ξέρω, …ίσως ό,τι είναι προς όφελός τους.» «Αυτό που λες δεν με αφήνει καθόλου αδιάφορο, ίσα-ίσα μου έλκει το ενδιαφέρον, όμως που στηρίζεις τα λεγόμενά σου? Εννοώ από κάπου θα πρέπει να πληροφορήθηκες στοιχεία για να διαμορφώσεις αυτού του είδους την άποψη. Και αν μου επιτρέπεις, θα ήθελα να σου θέσω ένα ερώτημα.» «Ελεύθερα.» «Πως ένας τόσο απλός καθημερινός άνθρωπος, με ένα τόσο χαμηλό εισόδημα που πιθανότατα δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να ακολουθήσει ανώτατες σπουδές, του έχει κινήσει το ενδιαφέρον ένα τόσο λεπτό θέμα και μάλιστα ο ίδιος έχει πολύ ιδιαίτερες απόψεις που σηκώνουν συζήτηση. Αυτή και μόνο η κουβέντα του Σίλβιο εξόργισε τον Πάμπλο. Του θύμισε τον πατέρα του. Οι ισχυρισμοί του ταυτίζονταν με τα λεγόμενα του. Ο σκληροτράχηλος άνθρωπος με το όνομα Φράνκο, υποστήριζε πως οι αμόρφωτοι δεν είχαν το δικαίωμα να ψαχτούν και να εκφραστούν ελεύθερα όσον αφορά τα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα. Ο ίδιος είχε σπουδάσει ψυχολόγος και ήταν άριστα μορφωμένος. Είχε πραγματοποιήσει ανώτατες σπουδές και διάβαζε ασταμάτητα. Παρόλα αυτά, δεν κατόρθωσε ποτέ να κάνει μια άνετη ζωή. Τα περισσότερα χρόνια του τα είχε περάσει κάνοντας μικροδουλειές δεξιά και αριστερά οι οποίες δεν παρείχαν ένα αξιόλογο εισόδημα. Ίσως αυτή να ήταν η αιτία που ο κύριος Φράνκο εξέφραζε τόσο αυστηρές και φασιστικές γνώμες. Κατά κάποιο τρόπο κάτι τον έπνιγε και με τις φωνές του ξεθύμανε και για αυτόν σήμανε μια εκδίκηση προς την ζωή. Ο Πάμπλο όμως ανέκτησε την ψυχραιμία του και ευτυχώς για αυτόν είχε την ευφυΐα να απαντήσει στον ντετέκτιβ με ένα ήρεμο, και πανέξυπνο ταυτόχρονα τρόπο. «Αρχικά επέτρεψέ μου να σε λέω Σίλβιο.» «Φυσικά» «Ωραία, θα ήθελα να σου πω δυο πράγματα Σίλβιο. Πρώτα από όλα νομίζω πως κάθε άνθρωπος στον πλανήτη έχει ίσα δικαιώματα με τους υπόλοιπους, ανεξαρτήτως της κοινωνικής του θέσης. Από την στιγμή που κάποιος αποκτά το ενδιαφέρον για κάποιο συγκεκριμένο τομέα, έχει το κάθε δικαίωμα να λογομαχήσει με κάποιον εκφράζοντας ελεύθερα και με όποιον τρόπο αυτός επιθυμεί, τις γνώμες του. Επιπλέον μπορεί να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς του όπως θέλει, αρκεί βέβαια να μην ξεπερνά τα όρια. Εξού και ο όρος της Δημοκρατίας Σίλβιο, που πάει αυτός ο όρος όταν έρχονται αντιμέτωποι δυο διαφορετικής εξουσίας και οικονομικής κατάστασης άνθρωποι? Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που θα ήθελα να εκφράσω. Το δεύτερο είναι πως αν δεν αναποδογυρίσεις άμεσα τις λωρίδες κασεριού στο τηγάνι σου, σε λίγο θα έχουν γίνει κάρβουνο.» «Ο Σίλβιο προσπάθησε να χαμογελάσει μετά βίας, όμως ο εκνευρισμός του δεν μπορούσε να μην γίνει εμφανής. Σηκώθηκε και με την πιρούνα αναποδογύρισε τις φέτες ελβετικού τυριού. Αμέσως μετά σούρωσε τα μακαρόνια και έβαλε σε ένα άλλο τηγάνι την σάλτσα να γίνεται. Ξανακάθισε πίνοντας άλλη μια γουλιά ουίσκι. Τότε ο Πάμπλο αναρωτήθηκε γιατί το θέμα της συζήτησής τους είχε στραφεί απότομα προς τα οικολογικά θέματα ενώ ο αρχικός σκοπός της συνάντησης ήταν η βοήθεια που θα πρόσφερε ο Πάμπλο στον ιδιωτικό ντετέκτιβ που είχε βρεθεί στο κέντρο του εγκλήματος για να ερευνήσει την σημερνή δολοφονία. «Τώρα θα ήθελα να σου κάνω και εγώ μια ερώτηση από την πλευρά μου. Αμφιβάλω αν σε κάλεσε κάποιος για να παρευρεθείς στο σημερινό περιστατικό. Είσαι ιδιωτικός ντετέκτιβ από ότι μας ανέφερες μπροστά στον υπαστυνόμο Φρανς. Αν είναι έτσι, τότε τι σου προκάλεσε τόσο το ενδιαφέρον για να ασχοληθείς με την δολοφονία της φίλης μου, καθημερινά συμβαίνουν εγκλήματα στον κόσμο, γατί το συγκεκριμένο λοιπόν?» Ξαφνικά η συζήτηση είχε αποκτήσει έναν ανταγωνιστικό τόνο και ένα έντονο ενδιαφέρον. Ίσως ένα ανακριτικό ύφος ή μια μικρή αντιπαράθεση στις απόψεις των δυο πλευρών έδιναν ιδιαίτερη σημασία στα λεγόμενα τους. «Για να είμαι ειλικρινής, δεν εξέφρασα με ακρίβεια τον όρο του επαγγέλματός μου. Διαφορετικά δεν θα με άφηναν να εισέλθω στον χώρο. Δεν είμαι ακριβώς ιδιωτικός ντετέκτιβ. Η μάλλον είμαι αλλά όχι με την απόλυτη έννοια του όρου. Μου διαθέτουν αποστολές για διάφορα θέματα. Συχνά πραγματοποιώ έρευνες, συλλέγω στοιχεία για κάποιες εταιρίες ή για ιδιώτες οι οποίοι τα έχουν ανάγκη. Άλλες φορές μου αναθέτουν στενές παρακολουθήσεις ή παρόμοια καθήκοντα. Δεν είμαι διαθέσιμος για τις δημόσιες υπηρεσίες, δρω μόνο για άλλους αυτόνομους ανθρώπους ή πολύ σπάνια δρω για προσωπικό μου εγωισμό, όταν ένα θέμα μου τραβάει έντονα την προσοχή και είμαι πεπεισμένος για αυτό. Λοιπόν, ιδού γιατί ερευνώ την συγκεκριμένη υπόθεση. Μου έχουν αναθέσει μια δουλειά και είμαι υποχρεωμένος να την βγάλω εις πέρας. Εδώ ακριβώς σκόπευα να με βοηθήσεις.» Ο Πάμπλο δεν μπήκε στον κόπο να ρωτήσει το πώς κατάφερε ο Σίλβιο να ξεγελάσει τους δυο νεόφερτους αστυνομικούς της εισόδου. «Και αν μου επιτρέπεις, τι ακριβώς σου έχουν αναθέσει όσον αφορά την υπόθεση?» «Λυπάμαι αλλά αυτό που μου ζητάς είναι αδύνατο. Η συνεργασία μου με τα άλλα πρόσωπα γίνεται πάντα μέσα στα πλαίσια της ανονημότητας και η αποστολή μου πάντα είναι άκρως απόρρητη ως προς τους άλλους ανθρώπους.» «Τότε λυπάμαι αλλά με όλον τον σεβασμό, δεν νομίζω πως θα μπορέσω να σου παρέχω τις πληροφορίες που θες για την φίλη μου και όλα τα σχετικά. Θα προτιμούσα πρώτου δώσω τις πληροφορίες να γνωρίζω για ποιο λόγο τις έχεις ανάγκη.» «Μα σου έχω ήδη πει, τις χρειάζομαι για μια έρευνα σχετικά με το θέμα.» «Αυτό ακριβώς είναι που θέλω να μάθω, τι είδους έρευνα είναι αυτή και για πιο λόγο πραγματοποιείται. Διαφορετικά οι πληροφορίες μου δεν θα σου είναι διαθέσιμες.» Για τον Πάμπλο ήταν ένας τρόπος να ανακαλύψει προς τι το έντονο ενδιαφέρον του ντετέκτιβ επάνω στην υπόθεση. Πίστευε πως είχε πιάσει το ποντίκι στην φάκα. Ήταν υπερβολικά περίεργος όσων αφορά την συμπεριφορά και τα κίνητρα του Σίλβιο. Έτσι λοιπόν άρπαξε την ευκαιρία και στρίμωξε τον Σίλβιο, ο οποίος ήταν υποχρεωμένος ή να αποκαλύψει τις πηγές, τα κίνητρά και τα πάντα για την αποστολή του ή απλούστατα να μην συλλέξει τις πληροφορίες του Πάμπλο. Όμως άμα ο ντετέκτιβ είχε πραγματικά την υποχρέωση να λύσει το μυστήριο της δολοφονίας ή να πραγματοποιήσει έρευνα σχετικά με αυτήν, οι πληροφορίες του Πάμπλο θα ήταν ατόφιο χρυσάφι για τον ίδιο. Θα ήταν εξωφρενικά αδιανόητο να μην υποκύψει στο δίλημμα που του έθετε ο Πάμπλο. Θα μπορούσε απλούστατα να μην απαντήσει με ειλικρίνεια, να σκαρφιστεί μια ιστορία που να περιέχει μερικά γνήσια δεδομένα αλλά πολύ απλά να κρύβει τα στοιχεία που ο ντετέκτιβ επιθυμεί να μην αποκαλύψει. Προς μεγάλη όμως έκπληξη του Πάμπλο τίποτα από αυτά δεν συνέβη. Ο Σίλβιο παρέμενε αμετάπειστος. «Όπως επιθυμείς.» είπε ο Σίλβιο αδιάφορα. Ο Πάμπλο αμέσως σκέφτηκε πως με τα λεγόμενά του αναιρούνταν και ο βασικός σκοπός της επίσκεψής του στην κατοικία του. Ίσως να παίζει το παιχνίδι του, έχουμε χρόνο ακόμα. Πέντε λεπτά αργότερα, το τραπέζι ήταν γεμάτο από πιάτα γεμισμένα με μακαρόνια καλυμμένα με κόκκινη σάλτσα και με τηγανισμένες λωρίδες ελβετικού τυριού. Δίπλα τους υπήρχανε δυο ποτήρια καλό λευκό κρασί. Το μόνο πράγμα που διέκοπτε την σιωπή ήταν ο ήχος των μαχαιροπήρουνων που κροτάλιζαν καθώς έρχονταν σε επαφή με τα πιάτα. Τόση ώρα ο Πάμπλο δεν είχε σηκώσει το βλέμμα του από παραγεμισμένο πιάτο του και έτρωγε με αφοσίωση. Όμως ήταν ο πρώτος που αποφάσισε να διακόψει την εκνευριστική σιωπή. Ήταν ολοφάνερο πως ανάμεσά τους βρίσκονταν ένα τοίχος διαφορετικών απόψεων, όμως ο Πάμπλο θεώρησε πως ίσως θα έπρεπε να συμπεριφερθεί λίγο πιο ζεστά σε έναν άνθρωπο που του πρόσφερε δείπνο και την ζέστη στο σπίτι του. Τελικά αποφάσισε να φερθεί κανονικά στον Σίλβιο και να λογομαχήσει μαζί του μόνο σε περίπτωση που ο ίδιος προσβάλει την προσωπικότητα ή τις απόψεις του με άσχημα λόγια. «Λοιπόν Σίλβιο, πόσα χρόνια είσαι στο επάγγελμα, και τι πιστεύεις ότι σε τράβηξε σε αυτό?»ρώτησε ο Πάμπλο. «Από μικρός ασχολούμαι με τέτοιου είδους θέματα. Μόλις πιτσιρικάς διάβαζα εφημερίδες σχετικά με τα ζητήματα που απασχολούσαν τον κόσμο, και οι δολοφονίες καταλάμβαναν πολλά άρθρα. Από μικρό παιδί ασχολούμουν με τα προβλήματα της κοινωνίας, ψαχνόμουν, σχημάτιζα μια άποψη για τον κόσμο, την κοινωνία και το ανθρώπινο γένος. Σιγά- σιγά μπήκα στην εφηβεία και άρχισα να κατανοώ καλύτερα κάποια πράγματα. Κατευθύνθηκα λοιπόν προς εκείνον τον τομέα έχοντας τις δικές μου απόψεις και τους δικούς μου δυνατούς ισχυρισμούς. Στα είκοσί μου σπούδασα εγκληματολογία. Από την στιγμή που αποφοίτησα κάνω ακριβώς την ίδια δουλειά που κάνω τώρα. Συλλέγω πληροφορίες και εκτελώ διαταγές άλλων. Βέβαια πληρώνομαι καλά για αυτό που κάνω.» «Ουάου! Έχεις πραγματικά μεγάλη εμπειρία στον τομέα. Υποθέτω πως αυτός θα είναι και ο λόγος που έχεις τόση ζήτηση.» Ο ντετέκτιβ δεν ήταν σίγουρος άμα έπρεπε να δεχτεί ή να αρνηθεί το κοπλημέντο, διχάστηκε. «Θα ήθελα να σε ρωτήσω πόσο καιρό συλλέγεις βιβλία και τι είδους Παρατήρησα καθώς μπαίναμε την τεράστια ξύλινη βιβλιοθήκη σου. Είναι ασφυχτικά γεμάτη με βιβλία.» «Ναι» είπε ο Σίλβιο «συλλέγω βιβλία σχεδόν από φοιτητής, τότε άρχισα να διαβάζω εντατικά διάφορα θέματα, όπως είπα και πριν ψαχνόμουνα. Πολλά βιβλία μου έχουν μείνει από τότε, ποτέ δεν πετάω βιβλίο. Τα βιβλία μου έχουν διάφορα θέματα. Είναι κυρίως αστυνομικά μυθιστορήματα. Βέβαια δεν θα μπορούσαν να λείπουν και τα κοινωνικοπολιτικά βιβλία ή τα οικονομικά. Εκτός αυτών ίσως να υπάρχουν και άλλα διάσπαρτα βιβλία με διάφορα θέματα, έχω να τα ξεκαθαρίσω εδώ και πέντε χρόνια, τα καθαρίζω επιφανειακά και τα αφήνω πάλι στην θέση τους.» «Ωραία. Λοιπόν νομίζω πως τελείωσα το φαγητό μου, θα μπορούσα τώρα να ρίξω μια ματιά στην εντυπωσιακή βιβλιοθήκη σου?» ρώτησε ο Πάμπλο. Ο Σίλβιο συνοφρυώθηκε. Πήγε να ανοίξει το στόμα του όμως την ίδια στιγμή κόμπιασε και το ξανάκλεισε. «Βέβαια» είπε τελικά έπειτα από καταβολή μεγάλης προσπάθειας. Ο Πάμπλο επαίνεσε τον εαυτό του για το σπουδαίο κατόρθωμα του. Το να δει την βιβλιοθήκη του δεν ήταν ο πρωταρχικός στόχος. Ο νεαρός τετραπέρατος ιταλός δεν είχε ξεχάσει την μυστηριώδης γκριζωπή λωρίδα που είχε παρατηρήσει πίσω από το γυάλινο μπουκάλι ουίσκι πάνω στο τραπέζι. Γνώριζε πως ίσως να επρόκειτο για ένα απλό καθημερινό αντικείμενο ή απλά μια γραμμή του τραπεζομάντιλου που ήταν στρωμένο πάνω στο ξύλινο τραπεζάκι. Όμως τον έτρωγε η περιέργεια και ήθελε προτού φύγει από το σπίτι να μάθει πάση θυσία πει τίνος πρόκειται. Σηκώθηκαν και με τον ντετέκτιβ να τον οδηγεί κατευθύνθηκαν προς την βιβλιοθήκη. Πέρασαν το κατώφλι της πόρτας και πλησίασαν στο μικρό ξύλινο τραπεζάκι που επάνω του δέσποζε ένα πανέμορφο γυάλινο μπουκάλι με ουίσκι. Περνούσαν από την δεξιά πλευρά του τραπεζιού όταν ο Πάμπλο διαπίστωσε πως πίσω από το μπουκάλι του τραπεζιού δεν υπήρχε απολύτως τίποτα πέρα από ένα κόκκινο τραπεζομάντιλο. Ο Πάμπλο έβρισε από μέσα του τον εαυτό του. Στάθηκαν μπροστά στην βιβλιοθήκη του Σίλβιο και ο νεαρός ιταλός παρατήρησε εντυπωσιασμένος κάθε βιβλίο που υπήρχε στα ράφια της. Αναγνώρισε πολλά αστυνομικά μυθιστορήματα. Όπως ¨τον Φάρο¨, ή το ¨Αίθουσα φόνων¨ της Τζέιμς.Π.ΝΤ. Ακόμα διέκρινε την εντυπωσιακή τριλογία ¨Millennium¨ του συγγραφέα Στιγκ Λάρσον. Επιπλέον βρήκε και βιβλία κοινωνικοπολιτικού περιεχομένου ή βιβλία οικονομολόγων όπως του είχε αναφέρει ο Σίλβιο. Όμως αυτό που τράβηξε την προσοχή του Πάμπλο ήταν μια άλλη παράξενη κατηγορία βιβλίων. Μια συλλογή δέκα τόμων από φθαρμένα και κατασκονισμένα βιβλία που ήταν σφηνωμένα ανάμεσα στα ράφια. Μπορούσες εύκολα να καταλάβεις πως τα βιβλία δεν κυκλοφορούσαν πλέον στην αγορά και πως επρόκειτο για μια εξαιρετικά σπάνια συλλογή. Ο τίτλος τους ήταν: ¨Οδηγίες για μαθητευόμενους φονιάδες¨. Αυτό για το οποίο δεν ήταν σίγουρος ο Πάμπλο ήταν άμα ο τίτλος ήταν χιουμοριστικός ή εκπροσωπούσε το περιεχόμενο των βιβλίων. Ο Σίλβιο είχε προσέξει το σημείο στο οποίο εστίαζε η ματιά του Πάμπλο και αμέσως πείρε τον λόγο. «Καταλαβαίνω την εντύπωση που σου έχουν προκαλέσει αυτά τα βιβλία. Τα είχα αγοράσει πριν καμιά δεκαριά χρόνια από έναν παράξενο μελαψό τύπο στην Γαλλία, που είχε στην ιδιοκτησία του ένα πάγκο με μυστηριώδη βιβλία. Τα αγόρασα για τον ίδιο λόγο που το κοιτάς τόσο επίμονα. Όταν τα πρωτοείδα αυτό που μου κίνησε το ενδιαφέρον ήταν ο τίτλος τους. Είναι ζήτημα άμα τα έχω ανοίξει πάνω από τρεις φορές στην ζωή μου. «Απίστευτα πραγματικά βιβλία, δεν ξέρω όμως αν κατατάσσονται στα βιβλία επικίνδυνου περιεχομένου. Τέλος πάντων, η βιβλιοθήκη σου με εντυπωσίασε στα αλήθεια. Νομίζω πως έχει περάσει η ώρα και αύριο δουλεύω. Αμ ήτοι άλλο έχω ανάγκη από ξεκούραση και πρέπει να φύγω. Θα ήθελα πάντως κάποια φορά να ανακαλύψω περί τίνος πρόκειται αυτή η συλλογή βιβλίων που μόνο αδιάφορο δεν με άφησε.» Ο Σίλβιο γέλασε μετά βίας. «Χάρηκα για την γνωριμία και ελπίζω να ξανανταμώσουμε στο μέλλον. Χίλια ευχαριστώ για το γεύμα Σίλβιο ήταν υπέροχο.» Ο Πάμπλο κινήθηκε προς την εξώπορτα και ο Σίλβιο τον ακολούθησε. Στάθηκαν για μια στιγμή στο κατώφλι. «Ε, Πάμπλο, ορίστε μια κάρτα με το τηλέφωνό μου. Άμα ποτέ αλλάξεις γνώμη για τις πληροφορίες σου τότε μην διστάσεις να μου τηλεφωνήσεις.» Ο Πάμπλο έκανε να φύγει σηκώνοντας το χέρι του, όμως ο Σίλβιο τον ξαναδιέκοψε. «Α, και με συγχωρείς αλλά η θέση μου είναι πραγματικά πολύ δύσκολη. Μου είναι στα αλήθεια απαγορευμένο να αποκαλύψω τα στοιχεία των υποθέσεων μου.» «Εντάξει, δεν υπάρχει πρόβλημα.» είπε ο Πάμπλο «ΟΚ, μήπως θα ήθελες να σε πετάξω με το αυτοκίνητο? Δεν θα ήταν και ό,τι καλύτερο να τριγυρνάει κάποιος μέσα στις ερημιές τέτοια ώρα.» «Όχι, σε ευχαριστώ, νομίζω πως λίγος καθαρός αέρας θα μου έκανε καλό. Εξάλλου και η βροχή έχει σταματήσει, θα είμαι εντάξει.» «Κανένα πρόβλημα, καληνύχτα και πάλι.» Ο Σίλβιο έκλεισε την πόρτα και γύρισε γρήγορα μέσα. Ο Πάμπλο κατέβαινε πλέον τα μοναχικά σκαλοπάτια της μονοκατοικίας. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Ήταν πρωί της επομένης και ο υπαστυνόμος Φρανς κατευθύνονταν προς την είσοδο του αστυνομικού τμήματος. Ο ουρανός του Μπάρι ήταν συννεφιασμένος όπως ακριβώς την προηγούμενη μέρα. Κοιτώντας τον δύσκολα θα μπορούσες να διακρίνεις κάποια σημεία φωτός. Αντιθέτως ήταν πνιγμένος από γκριζωπά σύννεφα που είχαν καλύψει όλη την δυνατή ορατή επιφάνεια από την θέση του υπαστυνόμου. Καθώς ο Φρανς περπατούσε με το συνηθισμένο, αγχώδες βιαστικό ύφος, πατούσε πάνω στην βρεγμένη καθαρή άσφαλτο από την βροχή της προηγούμενης μέρας. Περνούσε την είσοδο ενός μεγάλου, άσπρου, ορθογώνιου κτιρίου που είχε χαρακτηριστικά παραδοσιακού κτίσματος με περίτεχνα μάρμαρα και όμορφα σκούρα παράθυρα. Ανάμεσα στα κάγκελα της εισόδου και στο σημείο που υψώνονταν το κτήριο υπήρχε ένας αρκετά μεγάλος χώρος που χρησίμευε για πάρκινγκ. Στην υπερυψωμένη καγκελόπορτα της εισόδου βρίσκονταν ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι που ήταν ικανό να χωρέσει έναν άνθρωπο και ένα γραφειάκι για τις δραστηριότητες του. Εκεί πέρα βρίσκονταν καθημερινά ο φύλακας της εισόδου, που άκουγε στο όνομα Κάρλο Ντοτσόλι. Ήταν ένας περιποιημένος κύριος γύρω στα σαράντα με καστανά πυκνά μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω και μικροσκοπικά γυαλιά μυωπίας στηριγμένα στην λεπτή γαλλική μυτούλα του. Στο πρόσωπό του μπορούσες να διακρίνεις ένα ίχνος εγωισμού και ελάχιστης αλαζονείας που όμως συνοδεύονταν από χαρακτηριστικά που έκρυβαν έναν πανέξυπνο εγκέφαλο. Ο Κάρλο συχνά εκτελούσε και δουλειά γραφείου, πέρα από τα καθήκοντα του φύλακα της εισόδου. Αυτό συνέβαινε επειδή δεν είχε φτάσει στην βαθμολογία για να εκτελεί εργασίες σαν αυτές των άλλων αστυνομικών, και έτσι περιορίζονταν σε υποδιέστερα καθήκοντα, πράγμα που σήμαινε πως είχε ακόμη μέλλον στο επάγγελμα. Παρότι εκτελούσε διαφορετικά καθήκοντα από τους άλλους, η σωματική του διάπλαση ήταν σε μεγάλο βαθμό καλύτερη από των άλλων, στην πραγματικότητα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί τερατώδης. Είχε εξαιρετικά μεγάλη μυϊκή μάζα στους ώμους του και ένα καλλίγραμμο σώμα έτοιμο να ανταποκριθεί σε κάθε ανάγκη που παρουσιάζονταν. Ο υπαστυνόμος Φρανς πλησίασε στο ξύλινο σπιτάκι και έγνεψε στον Κάρλο για να του ανοίξει την σιδερένια πόρτα. Εκείνος τον χαιρέτισε εγκάρδια και πάτησε το κουμπί της εισόδου. Η ψηλή καγκελόπορτα άνοιξε βγάζοντας έναν ήχο σαν τρίξιμο και παραμέρισε για να περάσει ο υπαστυνόμος. Εκείνος πέρασε και περπάτησε μέχρι την εσωτερική πόρτα του κτηρίου. Εκεί συνάντησε κάποιους συνομήλικους συναδέρφους και αντάλλαξαν χαιρετισμούς. Ο ένας από αυτούς, όντας κολλητός φίλος και συνάδερφος του Φρανς, τον ακολούθησε στον εσωτερικό διάδρομο που οδηγούσε στο ασανσέρ. Καθώς περνούσαν το κατώφλι της πόρτας διαπίστωσαν πως ο στενός διάδρομος έπληττε από κόσμο που περίμενε στην σειρά για να πάει στα γραφεία του. Έτσι αποφάσισαν να περπατήσουν μέχρι την άλλη πλευρά όπου και υπήρχαν οι σκάλες που οδηγούσαν στα γραφεία της αστυνομίας. Ανέβηκαν τα σκαλιά και χώρισαν στον επάνω όροφο για να πάνε στα πόστα εργασίας τους. Ο Φρανς περπατούσε με ταχύ βηματισμό και κατευθύνονταν προς το γραφείο του. Καθώς περπατούσε σε έναν διάδρομο με άσπρους τοίχους στα δεξιά, έβλεπε το εσωτερικό των άλλων αιθουσών που ήταν παρατεταγμένες στην σειρά. Αντί για τσιμεντένιους τοίχους, το εξωτερικό τους ήταν επενδυμένο με διαφανή, αλεξίσφαιρα τσάμια που καθιστούσαν δυνατή την όραση του εσωτερικού του δωματίου. Εκείνη την στιγμή η εικόνα των δωματίων ήταν γεμάτη κίνηση. Αστυνομικοί έβαζαν μπρος τις καφετιέρες για να ετοιμάσουν τον πρώτο καφέ της ημέρας που θα τους ξυπνούσε. Άλλοι έψαχναν σε φακέλους για δεδομένα, ή κάποιοι συνομιλούσαν νυσταγμένοι. Ο Φρανς τους αγνόησε και συνέχισε την πορεία του. Στο τέλος του διαδρόμου, και δίπλα από το δικό του γραφείο βρίσκονταν το γραφείο του διευθυντή της αστυνομίας. Η πόρτα ήταν κλειστή, μέχρι την στιγμή που ο Φρανς πέρασε από μπροστά για να ανοίξει την πόρτα της δικιάς του αίθουσας. Τότε αυτή άνοιξε και έκανε την εμφάνιση του ένας ψηλός κύριος. Άνοιξε την πόρτα και στάθηκε στο κατώφλι. Ήταν μελαψός με σκούρη επιδερμίδα και μαύρα κοντά μαλλιά. Καφέ, ήρεμα μάτια που συνήθως καλύπτονταν από λεπτά γυαλάκια μυωπίας και ύψος γύρω στο ένα και ογδόντα πέντε. Το πρόσωπό του χαρακτήριζαν κάποια στοιχεία που εξέφραζαν ηρεμία και γαλήνη. Είχε καλογυμνασμένο σώμα με εντυπωσιακά ποντίκια. Ο Αμερικανός Μάρτιν Νίκολσον ήταν ο νεαρότερος σε ηλικία διευθυντής που είχε υπάρξει εδώ και μια δεκαετία στο αστυνομικό τμήμα του Μπάρι. Ήταν η αιτία πολλών συζητήσεων και σχολείων μέσα και έξω από το τμήμα εξαιτίας της εντύπωσης που είχε δημιουργηθεί πως ο ίδιος δεν ήταν αρκετά πεπειραμένος για να αναλάβει τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις ενός διευθυντή της αστυνομίας. Η αντιπάθεια του κόσμου ίσως να ευθύνονταν σε ένα βαθμό και στην αμερικάνικη καταγωγή του ή στο χρώμα του δέρματός του που διέφερε σφοδρά από αυτό των ιταλών. Στα δύο χρόνια που ο Νίκολσον είχε αναλάβει τα καθήκοντά του δεν θυμόταν να είχε ακούσει έστω και μια φορά ένα θετικό σχόλιο για την προσωπικότητά του. Ήταν δακτυλοδεικτούμενος όπου και αν βρίσκονταν. Η στάση του Νίκολσον όμως παρέμενε σοβαρότατη και απόλυτα ευγενική απέναντι στα πρόσωπα που του φέρονταν με άθλιο τρόπο και εξέφραζαν αντιφατικές απόψεις όσων αφορά τον ίδιο και το έργο του στην Ιταλική αστυνομία. Πίστευε πως ο ίδιος βρίσκονταν στο Μπάρι για να εκτελέσει το καθήκον του και τίποτα δεν ήταν σε θέση να τον προσβάλει. Όλα όσα λέγονταν αποτελούσαν απλά τις γνώμες ενός μάτσου ηλίθιων οι οποίοι δεν γνώριζαν ούτε μια σπιθαμή από το έργο που είχε διαπράξει αυτά τα δυο χρόνια ο Νίκολσον. Αυτή ήταν και η άποψη του ίδιου για τα πρόσωπα που τον σχολίαζαν με αρνητικό τρόπο. Η γνώμη του Φρανς για την προσωπικότητά του διευθυντή του δεν ήταν και η καλύτερη. Απλά δεν τον χώνευε. Όχι ότι είχε κάτι προσωπικό με το χρώμα του, απλά το πρόσωπό του και μόνο για τον Φρανς αποτελούσε αιτία αντιπάθειας. Ένα επιπλέον μειονέκτημα που ο Φρανς είχε εντοπίσει εδώ και καιρό στον Νίκολσον ήταν πως ο ίδιος ήταν εργασιομανής. Από την στιγμή που τον έβλεπε να μπαίνει νωρίς-νωρίς στο γραφείο του δεν ξανάβλεπε την πόρτα του να ανοίγει μέχρι τις έξι το απόγευμα όπου έβγαινε για τσιμπήσει κάτι, και μετά επανέρχονταν δριμύτατος για να συνεχίσει την δουλειά του μαζί με ένα αχνιστό φλιτζάνι καφέ. Ανέθετε σε όλους τους συναδέρφους του Φρανς και στον ίδιο τεράστιο φόρτο ερευνών και δύσκολων αποστολών. Απαιτούσε την πλήρη περιγραφή του προσώπου που ήταν το επίκεντρο της έρευνας και σε περίπτωση που έλειπε μια αξιοσημείωτη πτυχή της έκθεσης, τότε από ήρεμος και συγκρατημένος άνθρωπος μετατρέπονταν σε έναν άκρως ευέξαπτο και έβαζε τις φωνές στο πρόσωπο που είχε αναλάβει την έκθεση. Επιπλέον ήταν αδύνατο για ένα τόσο τέλειο άνθρωπο να αναλάβει ένα καθήκον και να μην το τελειώσει κάποτε. Ίσως να περνούσε καιρός και το ζήτημα να εξαφανίζονταν από τα πρώτα θέματα συζητήσεων της επικαιρότητας όμως ο ίδιος ήταν πεπεισμένος πως το θέμα που είχε αναλάβει κάποτε θα λάμβανε τέλος. Ίσως για αυτό δεν τον συμπαθούσε ο κόσμος. Γιατί δεν είχε προλάβει να ολοκληρώσει όσα είχε κάποτε αρχίσει, και γιατί τα μείζονα θέματα της ιταλικής κοινωνίας δεν είχανε λυθεί. Ο Νίκολσον απλά συνέχιζε το έργο του, και ο ίδιος πίστευε πως κάποια στιγμή τα αποτελέσματα των ερευνών του θα έρχονταν στην επιφάνεια και πως τα στόματα των ακαλλιέργητων ανθρώπων και των προσβλητικών εφημερίδων θα έκλειναν μια για πάντα. «Καλημέρα.» είπε ο διευθυντής «έρχεσαι λίγο μέσα? σε χρειάζομαι» «ΟΚ, είπε ο Φρανς» ενοχλημένος που ο νέγρος του χάλαγε το πρόγραμμα, πρωινιάτικα.» Πέρασε το κατώφλι και έπειτα από την παρακίνηση του Νίκολσον κάθισε σε μια δερμάτινη καρέκλα μπροστά από το τεράστιο γραφείο του ανωτέρου του. Με το που έμπαινες βρισκόσουν απέναντι σε ένα τεράστιο παράθυρο πίσω από το ξύλινο γραφείο. Το παράθυρο κάλυπταν ημιδιαφανείς κουρτίνες που απλά μείωναν την ποσότητα φωτός που εισέρχονταν στον χώρο. Μόνο που την σημερινή μέρα η ένταση του φωτός δεν ήταν πολύ δυνατή. Ήταν ένα πραγματικά εντυπωσιακό γραφείο. Επενδυμένο από ξύλο βελανιδιάς και κατασκευασμένο από ακριβό και πολύ καλής ποιότητας υλικό. Στην επιφάνειά του ήταν στοιβαγμένοι δεκάδες φάκελοι και έγραφα σε σειρά. Υπήρχαν φάκελοι πολλών χρωμάτων και μαύρα ντοσιέ σκορπισμένα δεξιά και αριστερά. Ακόμη μπορούσες να βρεις άκοπα πεταμένα και τσαλακωμένα φύλλα στις κορυφές των σορών. Επιπλέον μερικά συλλεκτικά αντικείμενα στόλιζαν το γραφείο. Ασημένιες πένες, επίχρυσες κλεψύδρες και μικρές μπρούτζινες μινιατούρες διάσημων ανθρώπων, μέσα στους οποίους μπορούσες να αναγνωρίσεις τις φιγούρες του Νιλ Άρμστρονγκ και του Μπιλ Γκέιτς. Μπροστά -μπροστά έστεκε ένα laptop- Apple και δίπλα ακριβώς ένα μεγάλο φλιτζάνι καφέ, που από ότι μπορούσες να διακρίνει κανείς περιείχε έναν φρέσκο, καφέ υγρό που άχνιζε αναδεικνύοντας την θερμότητά του. «Λοιπόν» είπε ο Νίκολσον καθώς αναπαύονταν και αυτός στην τεράστια καρέκλα του «έμαθα πως τα πήγες χθες.» του είπε πετώντας στην άκρη του γραφείου μπροστά στον Φρανς ένα μάτσο τοπικών εφημερίδων και μη. Έπειτα περίμενε την αντίδραση του υπαστυνόμου. «Ο Φρανς έσκυψε το κεφάλι και έκανε να εξηγήσει στον διευθυντή του την στάσιμη και μη προοδευτική πορεία της έρευνας, όσον αφορά την προηγούμενη νύχτα. Όμως αυτός δεν τον άφησε. «Σου πρόσφερα τόσους ερευνητές, τόσους εγκληματολόγους για να τελειώσεις επιτέλους αυτήν την εξωφρενική υπόθεση που έχει πάρει ακραίες διαστάσεις, και εσύ έπειτα από έναν ακόμα φόνο, έπειτα από μια ακόμη χαμένη ψυχή εσύ επαναπαύεσαι και αδυνατείς να βάλεις ένα τέλος ή έστω να παρουσιάσεις κάποια νέα στοιχεία για την υπόθεση. Αν κάνω λάθος σε παρακαλώ διέψευσέ με. Ο υπαστυνόμος πήγε να ανοίξει το στόμα του, το ξανασκέφτηκε και τελικά το έραψε. Ο διευθυντής συνέχισε το κήρυγμα. «Μέχρι τώρα έχουν διαπραχθεί δύο φόνοι. Από τον ίδιο δράστη. Αυτό το γνωρίζουμε εξαιτίας του παρόμοιου τρόπου δολοφονίας και των δυο θυμάτων. Πράγμα που σημαίνει πως ούτε σε αυτόν τον τομέα έχεις παρουσιάσει σημαντικά στοιχεία ή έστω κάποια αξιόλογη συνεισφορά. Ο Φρανς δεν είχε παρά να ακούει βουβά και αμίλητα τα λεγόμενα του Νίκολσον. Το αξίωμά του δεν του παρείχε την δυνατότητά να αντιδράσει. «Ακόμη και τα ίχνη αίματος που εντοπίστηκαν στο έδαφος αποκαλύφθηκε, έπειτα από λεπτομερής εξέταση πως άνηκαν σε μια φίλη του θύματος με το όνομα Μόνικα Μπερέτα. Την ανέκρινε η επιλεγμένη ομάδα που έστειλα προσωπικά ο ίδιος, ενώ εσύ δεν ξέρω τι ακριβώς στο διάολο έκανες. Τελικά η ίδια είχε κοπεί στο χέρι σε μια επίσκεψή της στο σπίτι της φίλης της. Απολύτως μηδέν! κύριε Λαβέτ, ουδεμία πρόοδος» Ο υπαστυνόμος δεν ήξερε αν έπρεπε να μιλήσει ή όχι, ήταν σε υπερβολικά δύσκολη θέση, μάλλον σε ταπεινωτική θέση. «Οι τοπικές εφημερίδες κάνουν λόγο για μια βουτιά στο κενό εκ μέρους της αστυνομίας του Μπάρι. Μέχρι προ λίγου δεν ήξερα τι θα έπρεπε να κάνω. Θα μπορούσα κάλλιστα να σε απαλλάξω από την υπόθεση, όμως αποφάσισα να σου δώσω μια τελευταία ευκαιρία γιατί τα περιθώρια στενεύουν. Δεν θα σε αφήσω όμως μόνο στην υπόθεση. Κατέφυγα στην απόφαση να σου δώσω έναν βοηθό, ελπίζω να σε κάνει να βελτιωθείς. Διαφορετικά δεν ξανασχολήσε με αυτό το ζήτημα, και τα καθήκοντά σου τα αναλαμβάνει πλήρες ο καινούριος βοηθός σου. Ο Φρανς ήτανε απογοητευμένος ίσως και εκνευρισμένος με την ροπή των γεγονότων, και είχε μια απαίσια αίσθηση. Ένιωθε μεν τσατισμένος που θα εμπλέκονταν και άλλο πρόσωπο στην υπόθεση αλλά ήταν και απλά αδύνατος και παθητικός δέκτης. Ο διευθυντής της αστυνομίας Μάρτιν Νίκολσον σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου του και πάτησε ένα κουμπί που τον σύνδεε με την γραμματέα. «Στείλε μου τον.» είπε. «Δέκα δευτερόλεπτα αργότερα η πόρτα άνοιξε και έκανε την εμφάνιση του ένας νεαρός αστυνομικός. Φορούσε σκούρο καφέ σακάκι με άσπρο πουκάμισο και ανοιχτόχρωμο παντελόνι. Γύρω από τον λαιμό του ήταν τυλιγμένο ένα μπεζ κασκόλ με κρόσσια στην άκρη του, για να τον προφυλάσσει από το δριμύ ψύχος που επικρατούσε στην πόλη. Ένα κλασικό ιταλικό καπέλο χρώματος γκρι με μαύρη κορδέλα, έστεκε επάνω στο κεφάλι του. Φαίνονταν ζωντανός, λίγο αφελής και έτοιμος να αναλάβει τα καθήκοντά του. «Να σου συστήσω τον καινούριο βοηθό σου. Είναι ο Νίνο Ροσέτι, πρόσφατα διορισμένος στο τμήμα μας και μόλις στην ηλικία των 25 χρονών.» Ο υπαστυνόμος έριξε ένα εξεταστικό βλέμμα στον πιτσιρικά αστυνομικό που έστεκε όρθιος με καμαρωτό ανάστημα έτοιμος να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Ο πολύπειρος αστυνομικός αμφέβαλε πολύ για τις δυνατότητες του καινούριου βοηθού του. Μόνο με μια ματιά είχε αποκτήσει μια άποψη για το περί τίνος επρόκειτο ο κύριος Ροσέτο. Αυτό που έμενε τώρα ήταν να ελέγξει και τις πρακτικές δυνατότητες του, όμως και για αυτές η άποψή του δεν ήταν και πολύ ενθαρρυντική. Από την στιγμή που ο βοηθός του πέρασε την πόρτα, ή μάλλον από την στιγμή που ο Νίκολσον του ανακοίνωσε πως θα είχε βοηθό, ο ίδιος αμφέβαλε αν η συνεργασία τους θα ήταν αποτελεσματική. Ήταν πεπεισμένος να μην συνεργαστεί με κανέναν άλλον πέρα από τον εαυτό του για αυτή την υπόθεση. Είχε τους δικούς του λόγους… «Κύριε Ροσέτι από εδώ ο υπαστυνόμος Φρανς Λαβέτ, ο ίδιος θα σας δίνει οδηγίες και θα σας κατευθύνει όσον αφορά την υπόθεση που είστε υπεύθυνοι. Ελπίζω με τις αποτελεσματικές σας πράξεις και τις ικανότητές σας να βοηθήσετε τον κύριο Λαβέτ να λύσει το μυστήριο της υπόθεσης και να κάνει πρόοδο στην υπόθεση της δολοφονίας που πραγματοποιήθηκε χθες το βράδυ λίγο έξω από το κέντρο του Μπάρι.» «Χάρηκα κύριε Λαβέτ, θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να σας βοηθήσω.» είπε ο Νίνο, απλώνοντας εγκάρδια το χέρι του στο μέρος του Φρανς. «Παρομοίως.» είπε ο Φρανς και αντάλλαξαν μια χειραψία, την στιγμή που ο ίδιος ο υπαστυνόμος σκέφτονταν πως αυτό δεν επρόκειτο να συμβεί ποτέ. Ήταν απόλυτα σίγουρος πως δεν θα έδινε καμιά προτεραιότητα στον Νίνο και πολύ απλά θα τον είχε στην άκρη, δεν θα του έδινε σημασία ούτε θα του ανέθετε καθήκοντα, θα ήταν σαν να μην υπήρχε. Όμως αυτό που τον προβλημάτιζε προς το παρόν ήταν η αντίδραση του Μάρτιν Νίκολσον σε περίπτωση που μάθαινε πως ο Φρανς αγνοούσε πλήρες τον βοηθό του. Πίστευε πως θα ήταν καταστροφικό αν χάσει την υπόθεση για αυτόν θα ήταν ένα μεγάλο πλήγμα, πιο μεγάλο από ότι μπορείτε να φανταστείτε. «Μπορείτε και οι δυο να πηγαίνετε είπε τελικά ο Νίκολσον σηκώνοντας το φλιτζάνι καφέ και πίνοντας μια γουλιά. Τους έδηξε με το χέρι του την πόρτα και τους έγνεψε να φύγουν. Μόλις σηκώθηκαν, ο νέγρος διευθυντής ξαναμίλησε. «Α, καλά που το θυμήθηκα, Φρανς, δώσε σε παρακαλώ όταν βγεις όλα τα στοιχεία, τις αναφορές, ιστορικά, περιγραφές των φόνων και ό,τι έχει να κάνει με την υπόθεση στον κύριο Ροσέτι. Βγάλε του αντίγραφα και χρησιμοποίησε το φωτοτυπικό σε ό,τι χρειαστείς. Θέλω να έχει μια πλήρη διάγνωση των όσων συμβαίνουν και συνέβησαν. Φρόντισε να μην παραλήψεις κανένα απολύτως στοιχείο. Ακόμη θα ήθελα να τηλεφωνήσεις και να βρεις τον φίλο μου και ερευνητή Χάρι Στιούαρτ, διδάσκει στο πανεπιστήμιο της Βοστόνης όμως θέλω να ελπίζω πως θα μπορέσει να με βοηθήσει. Πες του να έρθει το συντομότερο δυνατό στο Μπάρι, είναι επείγον ζήτημα και θέλω οπωσδήποτε να εξαντλήσω κάθε πιθανότητα για να τελειώσουμε αυτήν την υπόθεση. Είναι απίστευτος ερευνητής και ελπίζω να μας βοηθήσει, σε αντίθεση με τα άτομα που εσύ ο ίδιος προσέλαβες. Και κάτι ακόμα, θέλω το τηλέφωνο και την διεύθυνση του Πάμπλο Ραφάτι που από ότι πληροφορήθηκα το έσκασε χθες. Και δεν ξέρω πως στον διάβολο τον άφησες να φύγει. Τέλος πάντων, θέλω μέχρι το απόγευμα να έχεις βρει την διεύθυνση και όλα τα στοιχεία του και να μου τα παραδώσεις στο γραφείο μου. Αφού ο Φρανς πείρε το τηλέφωνο και την διεύθυνση του ερευνητή Στιούαρτ από τον διευθυντή Νίκολσον αποσύρθηκε έτοιμος να εκραγεί από τα νεύρα του, στο γραφείο του για να δουλέψει τα αντίγραφα που επρόκειτο να δώσει στον Νίνο. Ο ίδιος αδυνατούσε να το πιστέψει. Μέσα σε μισή ώρα είχε χάσει την αυτονομία και το πρωινό του. Είχε χάσει κάθε διάθεση για εργασία και ήταν έτοιμος να εισβάλει στο γραφείο του διευθυντή του και να του χώσει δυο μπουνιές στο σαγόνι. Του είχε απλούστατα καταστρέψει την μέρα και του είχε προσθέσει έναν ανόητο, χάχα, πιτσιρικά στο σβέρκο του. Κάθισε στην καρέκλα του γραφείου του και παράγκηλε καφέ. Επιπλέον ζήτησε να του φέρουν όλες τις σημερινές εφημερίδες. Ήθελε να ξέρει από περιέργεια και μόνο, τι ανέφεραν οι εφημερίδες της ημέρας για την χθεσινή δολοφονία. Ποσώς τον ενδιέφερε τι θα περιλάμβαναν τα σχόλια τους, το μόνο που ήθελε ήταν να τελειώσει την αποστολή του και να ηρεμήσει. Ήξερε όμως πως τα πράγματα δεν επρόκειτο να είναι τόσο εύκολα, ιδιαίτερα μετά την πρόσληψη του καινούριου βοηθού και μετά το ξέσπασμα του διευθυντή του. Έπρεπε όλα να γίνουν με προσοχή και λεπτότητα. Αποφάσισε να αφήσει για μετά τα ενοχλητικά αντίγραφα της υπόθεσης που θα παρέδιδε στον καινούριο βοηθό του. Έκανε ένα διάλυμα και ρούφηξε δυο γουλιές από τον αχνιστό καφέ που του σέρβιρε η γραμματέας. Ο Φρανς Λαβέτ είχε αξίωμα μεγαλύτερο από αυτό των άλλων αστυνομικών. Είχε δικό του ευρύχωρο γραφείο και είχε στην διάθεσή του όποια στιγμή επιθυμούσε τις υπηρεσίες της γραμματέας, η οποία δούλευε σε ένα γραφείο παραδίπλα. Έτσι συνήθιζε να σερβιρίζεται καφέ κάθε πρωινό, φτιαγμένο από τα χεράκια της γραμματέας Σαμπίνας. Στις δέκα και μισή, ο Φρανς σήκωσε το ακουστικό του και τηλεφώνησε στον ερευνητή Χάρι Στιούαρτ ο οποίος την στιγμή που έγινε το τηλεφώνημα δίδασκε στο πανεπιστήμιο της Βοστόνης και απάντησε λέγοντας πως θα τηλεφωνούσε ο ίδιος αργότερα, γιατί βρίσκονταν στον χώρο διδασκαλίας. Ο υπαστυνόμος τελείωσε τον καφέ του, και για τις επόμενες δυο ώρες στέκονταν μπροστά από το φωτοτυπικό μηχάνημα ολοκληρώνοντας την αντιγραφή των στοιχείων σχετικά με την υπόθεση. Στις μία η ώρα παρέδωσε την αναφορά της υπόθεσης στον Νίνο Ροσέτι ο οποίος πρόσχαρα έπεσε με τα μούτρα στην δουλειά. Του απέμενε να παραδώσει στοιχεία σχετικά με τον Πάμπλο Ραφάτι στον Νίκολσον. Δεν ήταν δύσκολο για αυτόν, ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει και τι είδους στοιχεία θα παρέδιδε στον διευθυντή της αστυνομίας. Αρκούσε ένα μόνο τηλεφώνημα. Ο παχύσαρκος άντρας σκέφτηκε να σηκώσει για δεύτερη φορά το ακουστικό του τηλεφώνου που βρίσκονταν πάνω στο γραφείο του. Όμως άλλαξε γνώμη, έβγαλε από την τσέπη, το κινητό του μάρκας Σόνι Έρικσον και κάλεσε έναν αριθμό που είχε αποθηκευμένο. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Ο Ρώσος βιομήχανος Λεονάρντ Ρουμπίνσκι ήταν στα πενήντα εφτά του. Κρατιόταν υπερβολικά καλά για την ηλικία του. Τα καφετιά μαλλιά του μόλις που άρχιζαν να γκριζάρουν προβάλλοντας αραιά κάποιες άσπρες τρίχες. Τα είχε πάντα χτενισμένα με μια παλιομοδίτικη χωρίστρα. Είχε μαύρα μάτια και λευκή επιδερμίδα. Αρκετά ψηλός και με κάποια περίσσια κιλά, υπόδειγμα της ευμάρειας του, ήταν ένας καλοδιατηρημένος, φυσιολογικός άνθρωπος που έδειχνε πολύ νεότερος από ότι δήλωνε η ταυτότητά του. Είχε μεγάλα δάχτυλα, το χαρακτηριστικότερο ήταν και ο δείκτης που το διακοσμούσε ένα χρυσό δαχτυλίδι. Επιπλέον κρεμασμένη στον καρπό του δεξιού του χεριού ήταν περασμένη μια ασημένια αλυσίδα, που δεν την είχε βγάλει από την στιγμή που του την έκανε δώρο ένας φίλος. Ζούσε μια άνετη ζωή απολαμβάνοντας τις ανέσεις και τα κέρδη των επιχειρήσεων του. Ο όμιλος Ρουμπίνσκι ήταν επεκταμένος σχεδόν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Αυτό καθιστά τον βιομήχανο Ρουμπίνσκι σε έναν από τους ισχυρότερους οικονομικά ανθρώπους στην Ιταλία. Στην ιδιοκτησία του περιλαμβάνονταν εκατοντάδες εργοστάσια, επιχειρήσεις, εμπορικά καταστήματα, εταιρίες μεταφορών, βιομηχανίες πλοήγησης, έως και εργαστήρια αλιείας. Αυτή η λίστα θα μπορούσε να εμπλουτιστεί με αρκετές λέξεις ακόμη. Τα γραφεία διοίκησης του ομίλου στεγάζονται σε ένα εντυπωσιακό κτήριο γύρω στα πενήντα μέτρα ψηλό επενδυμένο εξωτερικά με αλουμινένια παράθυρα που το έκαναν να λαμπιρίζει στο φως του ήλιου. Το κτήριο βρίσκονταν στο κέντρο του Μπάρι και απείχε μόλις πέντε λεπτά με το αυτοκίνητο από την κεντρική πλατεία. Τα ετήσια έσοδα του ομίλου υπολογίζονταν γύρω στα πενήντα εκατομμύρια ετησίως. Το ποσό αυτό αυξομειώνεται κάθε χρόνο εξαιτίας της ανομοιότητας των εσόδων και των εξόδων ξεχωριστά κάθε επιχείρησης. Το μόνο σίγουρο είναι πως ο τζίρος δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να πέσει κάτω από τα εικοσιπέντε εκατομμύρια, πράγμα που θα σήμαινε καταστροφή, αναλογιζόμενοι τα έξοδα του ομίλου κάθε χρόνο. Η σταθερότητα των επιχειρήσεων το καθιστά αδύνατο. Κάθε χρόνο οι επιχειρήσεις κινούνται ανοδικά με αποτέλεσμα η περιουσία του Ρουμπίνσκι να έχει χαρακτηριστεί μεγαλειώδεις. Οι καταθέσεις του σε τράπεζες και τα ομόλογά, φτάνουν δε ιλιγγιώδη ποσά, που στην πραγματικότητα κανείς δεν ξέρει τον ακριβή αριθμό τους. Γίνονται βέβαια συνεχώς εκτιμήσεις για το συνολικό ποσό της περιουσίας του όμως οι τραπεζικοί λογαριασμοί του παραμένουν απόκρυφα. Ο όμιλος Ρουμπίνσκι είχε ιδρυθεί από τον πάππου του Λεονάρντ. Το 1946 ο Μίκα Ρουμπίνσκι επένδυσε ένα μεγάλο κεφάλαιο ανοίγοντας σταδιακά κάποιες επιχειρήσεις που περιορίζονταν σε γεωργικούς και κτηνοτροφικούς κλάδους. Με το πέρασμα των χρόνων και καθώς οι επιτυχημένες επιχειρήσεις παρείχαν σημαντικά ποσά στον ιδιοκτήτη Μίκα Ρουμπίνσκι, το κεφάλαιο αυξήθηκε και προήλθε ραγδαία ανάπτυξη στον όμιλο. Έτσι με συνεχής ανάπτυξη και μέριμνα για τις επιχειρήσεις το σύμβολο του ομίλου Ρουμπίνσκι έκανε τον γύρο του κόσμου. Ο όμιλος πέρασε από γενιά σε γενιά και έφτασε στον σημερινό του αποδέκτη. Σήμερα τα ινία των επιχειρήσεων κρατά ο πενήντα-επτάχρονος Λεονάρντ Ρουμπίνσκι ο οποίος και κληρονόμησε στην ηλικία των είκοσι έξι χρονών, τον όμιλο. Έχει αφιερώσει την μισή ζωή του για χάρη του ομίλου και είναι η επαγγελματική ενασχόληση από την οποία και διατηρείται. Κάνει μια εργένικη ζωή. Δεν έχει οικογένεια, έτσι το μόνο πρόσωπο που διατηρείται από τα έσοδα των επιχειρήσεων είναι μονάχα ο ίδιος. Προσωπικά ο ίδιος δεν είχε ποτέ ούτε την επιθυμία ούτε την ανάγκη να αποκτήσει οικογένεια. Τα καταφέρνει μια χαρά και από μόνος του, έχει τις ελευθερίες και τις ανέσεις που θα αδυνατούσε να του προσφέρει μια οικογενειακή ζωή. Ο ίδιος πίστευε πως μια οικογένεια θα τον αποσπούσε από την αφιέρωση του στα προβλήματα και στα θέματα του ομίλου. Ο Λεονάρντ κατέχει το μεγαλύτερο ποσοστό των μετοχών του ομίλου. Τα επόμενα τρία μέλη που συμπεριλαμβάνονται στην διοίκηση και έχουν ένα αξιόλογο ποσοστό μετοχών, είναι τα ξαδέρφια του. Ο ίδιος κατέχει το εξήντα-εφτά τοις εκατό των συνολικών μετοχών του ομίλου. Η ξαδέρφη του Ρίκα Ρουμπίνσκι κατέχει το δεκαπέντε τοις εκατό και τα δίδυμα αδέρφια Λάντι και Ντον Τάρενσον, κατέχουν το υπόλοιπο δέκα τοις εκατό. Από ό,τι αντιλαμβάνεστε η ισχύει του Λεονάρντ στον όμιλο είναι τεράστια. Στην πραγματικότητα ο ίδιος είναι αυτός που ρυθμίζει και βγάζει εις πέρας τις υποχρεώσεις και τα ζητήματα του ομίλου. Τα υπόλοιπα μέλη κατέχουν απλά διακοσμητικό τίτλο και δεν έχουν ασχοληθεί ποτέ με τα του ομίλου, αν εξαιρέσουμε κάποιες προσπάθειες της Ρίκα Ρουμπίνσκι. Οι σχέσεις μεταξύ τους δεν είναι και οι καλύτερες, εκτός από αυτήν της Ρίκα Ρουμπίνσκι με τον Λεονάρντ. Οι δυο τους αν και ήταν αρκετά απομακρυσμένοι και κατοικούσαν σε διαφορετικά μέρη, έτρεφαν κάποια συμπάθεια, έστω και μικρή ο ένας για τον άλλον. Παρόλα αυτά συναντιόντουσαν σπάνια όποτε ο όμιλος διοργάνωνε σύσκεψη. Αντιθέτως, οι σχέσεις μεταξύ των δίδυμων και του Λεονάρντ ήτανε απλούστατα μηδαμινές. Σπάνια αντάλλαζαν κουβέντες και όποτε αυτό συνέβαινε δεν γίνονταν για καλό. Ο διευθυντής του ομίλου αντιπαθούσε σφόδρα τους αδερφούς Τάρενσον οι οποίοι είχαν αποκτήσει κάποτε μετοχές, όταν ο όμιλος βρίσκονταν σε κατάσταση κατάρρευσης. Υπήρχε ανάγκη από λεφτά και τα δυο αδέρφια ήταν έτοιμα να τα προσφέρουν δίχως διαπραγματεύσεις. Ο Λεονάρντ δεν είχε άλλη επιλογή από το να συμφωνήσει με την πώληση των μετοχών. Όμως πίστευε πως τα δίδυμα ήταν δυο κομπλεξικά ανώριμα που δεν είχαν επιχειρησιακό μυαλό. Η φήμη του ομίλου είναι τεράστια. Οι αλλεπάλληλες συμφωνίες και ανταλλαγές παροχής υπηρεσιών με κράτη και εταιρίες του εξωτερικού είναι πολύ συχνές. Ο όμιλος εξάγει κάθε χρόνο ογκώδες ποσά εμπορευμάτων τα οποία καταλήγουν σε αγορές του κόσμου. Μερικές φορές έχει τύχει να ποζάρει το σήμα του ομίλου σε διάφορα περιοδικά. Επί της ουσίας, ο όμιλος Ρουμπίνσκι είναι ένας από τους πιο δημοφιλείς ομίλους στον κόσμο με διεθνή αναγνώριση. Ήταν μία η ώρα και ο Λεονάρντ Ρουμπίνσκι βρίσκονταν στην αίθουσα συσκέψεων με τους άλλους μετόχους του ομίλου. Πραγματοποιούσαν meting με θέμα τα εμπορεύματα στην Νορβηγία. Ήταν καθισμένοι κυκλικά μπροστά από ένα μεγάλο οβάλ τραπέζι. Εκτός από τους μετόχους στο meting παρευρίσκονταν και άλλοι συνεργάτες, όπως διευθυντές διαφόρων εταιριών ξεχωριστά βρίσκονταν, εξωτερικοί συνεργάτες και απεσταλμένοι άλλων χωρών. Μπροστά από τον κάθε παρευρισκόμενο υπήρχε ένα λευκό φλιτζάνι καφέ και ένα μπουκαλάκι εμφιαλωμένο νερό, πολλά από τα οποία ήταν άδεια, πράγμα που σήμαινε ότι το meting έφτανε στο τέλος του. Ο Λεονάρντ κάθονταν στην κορφή του τραπεζιού. Φορούσε μαύρο κουστούμι και άσπρο πουκάμισο με μια κόκκινη γραβάτα. Ήταν ντυμένος επίσημα. Φαίνονταν κουρασμένος από την πολύ δουλειά, ταλαιπωρημένος από το πολύωρο και κουραστικό meting που λάμβανε χώρα. Ήταν έτοιμος να τους πει να διακόψουν, όταν το κινητό του χτύπησε διακόπτοντας την ηρεμία που επικρατούσε. «Μπορείτε να πηγαίνετε κύριοι και κυρίες. Ανανεώνουμε το ραντεβού μας για τον επόμενο μήνα. Να είστε καλά.» είπε καθώς το κινητό του συνέχιζε να χτυπά.» Το άνοιξε καθώς οι υπόλοιποι σηκώνονταν από τις καρέκλες τους. «Ναι?» είπε Από το τηλέφωνο ακούστηκε μια κάπως γρήγορη και διστακτική φωνή στα ιταλικά. «Θα την έχεις. Πέρνα το βραδάκι από το γραφείο μου.» H φωνή φάνηκε να αντιτίθεται. «Εντάξει πέρνα στις πεντέμισι, θα σε περιμένω στο γραφείο μου.» είπε ο Λεονάρντ. «για». Έκλεισε το τηλέφωνο και ξεφύσησε αγχωμένος. Χάιδεψε με το χέρι του τα όμορφα, περιποιημένα μαλλιά του και στην συνέχεια βάλθηκε να πασπατεύει με το δάχτυλο το χρυσαφένιο δαχτυλίδι του. Είχε μια πολύ δύσκολη μέρα και το μόνο που είχε ανάγκη την στιγμή εκείνη ήταν λίγη ξεκούραση. Έφυγε τελευταίος από την άδεια αίθουσα και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του. Ο διευθυντής της αστυνομίας Μάρτιν Νίκολσον καθόταν σκεπτικός στην άνετη, δερμάτινη καρέκλα του γραφείου του. Είχε μόλις παραγγείλει το δεύτερο κύπελλο καφέ μέσα στο πρωί και το είχε σχεδόν αδειάσει. Η ποσότητα κατανάλωσης καφεΐνης το τελευταίο διάστημα είχε αναπτυχθεί ραγδαία. Ειδικά με την εξέλιξη των πρόσφατων γεγονότων. Ο ίδιος είχε βαλθεί να σκέφτεται τον λόγο για τον οποίο ο Φρανς δεν δρούσε αποτελεσματικά. Απλά επαναπαύονταν, δεν μπορούσε να διανοηθεί πως ήταν δυνατόν να ενεργεί με τέτοια απάθεια ένας αστυνομικός που μάλιστα είχε μεγαλύτερο αξίωμα από των υπόλοιπων. Θα μπορούσε αυτό να οφείλονταν απλά σε μια ανικανότητα? Ο υπαστυνόμος είχε μεν γεράσει κάπως, πλησίαζε τα πενήντα δύο, αλλά αυτό δεν σήμαινε πως ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να αναλάβει και να βγάλει εις πέρας τα καθήκοντά που του αναθέτονταν. Όχι, ο ίδιος πίστευε πως δεν τήθονταν ζήτημα περί ανικανότητας. Ο Φρανς Λαβέτ του είχε αποδείξει και σε προηγούμενες υποθέσεις πως δρούσε άκρως αποτελεσματικά. Τι το παράξενο είχε αυτή η υπόθεση και αδυνατούσε να κάνει κάποια πρόοδο? Ήταν πολλές οι περιστάσεις που ο Φρανς είχε δράσει πολύ εφευρετικά και οι έρευνες του έφερναν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Δεν μπορεί, κάτι συνέβαινε πίσω από την πλάτη του, κάτι πήγαινε στραβά στην όλη υπόθεση, και έπρεπε να το βρει όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Έπρεπε να πάρει μια απόφαση, και αυτή έπρεπε να παρθεί την στιγμή εκείνη. Ήταν σχεδόν βέβαιος πως ο καινούριος βοηθός δεν θα πρόσφερε απολύτως καμία βοήθεια. Του Φρανς δεν του άρεζε να έχει συνεργάτες, προτιμούσε να δουλεύει μόνος του, δεν του άρεζε καν να του παρέχουν οι άλλοι βοήθεια. Ήταν προφανές πως δεν επρόκειτο να υπάρξουν καλές σχέσεις μεταξύ του Φρανς και του βοηθού του, Νίνο. Ο υπαστυνόμος απλά θα τον άφηνε έξω από την υπόθεση και δεν θα λάμβανε υπόψη του καμία απολύτως ανακάλυψη του. Θα τον έβγαζε νοκ- άουτ χωρίς να το καταλάβει κανένας. Όμως ο Νίκολσον το είχε κιόλας καταλάβει και δεν σκόπευε να μείνει άπραγος μέχρι να χαθούν και άλλες ζωές. Μια λύση ήταν να τον βγάλει ολοκληρωτικά από την υπόθεση. Όμως δεν θα ήταν σωστό να συμβεί αυτό σε έναν άνθρωπο που είχε προσφέρει τόσα πολλά στην ιταλική αστυνομία. Απλούστατα, ο Μάρτιν δεν ήταν σε θέση να φερθεί τόσο απότομα σε έναν άνθρωπο που είχε αποτελέσει πολύ καλό αστυνομικό στα χρόνια εργασίας του Νίκολσον στο τμήμα. Δεν θα άρμοζε στον Νίκολσον κάτι τέτοιο. Επιπλέον, υπήρχε μια πιθανότητα να υπάρξουν αντιδράσεις, όσο και από τους συναδέρφους που δεν συμπαθούσαν τον διευθυντή τους, όσο και από τον τοπικό τύπο που θα κατηγορούσε τον ίδιο για την απόφαση του να ξεκάνει από την υπόθεση ένα πεπειραμένο αστυνομικό. Τα πράγματα ήταν δύσκολα και ο ίδιος έπρεπε να πάρει μια σημαντική απόφαση. ¨Τι θα κάνει με τον υπαστυνόμο Φρανς¨. Έτριψε για λίγο το πηγούνι του και τελικά αποφάσισε. Σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου του με μια κίνηση και σχημάτισε έναν αριθμό που αντιστοιχούσε σε αυτόν του τμήματος ερευνών της αστυνομίας. Μετά από δύο χτύπους ένας άντρας απάντησε στο τηλέφωνο. «Ναι?» είπε η ανδρική φωνή. «Έλα Χουάν, ο Μάρτιν είμαι.» Η φωνή σιώπησε για λίγο. «Α, κύριε Νίκολσον, συγγνώμη δεν σας κατάλαβα. Τι θα μπορούσα να κάνω για σας?» Ο άντρας έδειχνε να έχει ξαφνιαστεί από την χρησιμοποίηση του ενικού προσώπου και από την φιλικότητα με την οποία εκφράζονταν ο διευθυντής του. «Σε χρειάζομαι για μια εξυπηρέτηση, γνωρίζω πως σε διακόπτω από τις εργασίες σου οι οποίες είναι πολύ φορτωμένες αυτό το διάστημα, όμως σε έχω πραγματικά ανάγκη.» Ο Χουάν Τσε Γιανγκ ήταν ένας κοντοπίθαρος κινέζος. Άσος στα ηλεκτρονικά ζητήματα και στις εγκαταστάσεις κοριών, καμερών, και άλλων κατασκοπικών συσκευών. Μιλούσε άπταιστα ιταλικά και η ιταλική αστυνομία τον είχε προσλάβει για εξειδικευμένες έρευνες ξεχωριστών ατόμων. Ήταν το μόνο άτομο που έτρεφε κάποια συμπάθεια και σεβασμό στον διευθυντή του, από την αστυνομία του Μπάρι. Επίσης ήταν το μόνο άτομο που ο Νίκολσον συμπάθούσε και μπορούσε να τον εμπιστευθεί. Αυτό ίσως να οφείλονταν στο ότι και οι δυο τους προέρχονταν από διαφορετικές χώρες εκτός της Ιταλίας και ότι οι δυο τους ήταν οι μόνοι που θα μπορούσαν να λάβουν ρατσιστικά σχόλια από το υπόλοιπο προσωπικό της αστυνομίας. Ο Χουάν δεν είχε ούτε έναν γνωστό μέσα στο τμήμα που να τον χαιρετά ή να κουβεντιάζει μαζί του, ήταν μόνος του και έβγαζε το ψωμί του εγκαταστώντας κατασκοπικές συσκευές σε δύσβατους χώρους, για χάρη της αστυνομίας. Έτσι το μόνο πρόσωπο με το οποίο συναναστρέφονταν ο Χουάν εντός του τμήματος ήταν ο διευθυντής του Μάρτιν Νίκολσον. «Πείτε μου περί τίνος πρόκειται.» είπε ο Χουάν «Δεν μπορώ να σου εξηγήσω από το τηλέφωνο, θα προτιμούσα να περάσεις μια βόλτα από το γραφείο μου. Έχεις χρόνο?» «Σίγουρα κύριε Νίκολσον, έρχομαι αμέσως.» Δύο λεπτά αργότερα ο σχιστομάτης κινέζος χτύπησε διστακτικά την πόρτα. «Πέρνα μέσα.» είπε ο Νίκολσον. Εκείνος πέρασε αθόρυβα και με επιφύλαξη το κατώφλι της πόρτας και στην συνέχεια την έκλεισε προσπαθώντας να μην βγάλει κανένα τρίξιμο. «Κάθισε» τον παρότρυνε ο διευθυντής. Ο Χουάν τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε μπροστά από το γραφείο. «Χουάν, μπορώ να σε εμπιστευθώ?» «Σίγουρα κύριε.» «Αυτό που θα ήθελα από εσένα είναι να εγκαταστήσεις ένα κοριό στο τηλέφωνο κάποιου. Ήταν κλασική ρουτίνα. «Ευχαρίστως κύριε Νίκολσον, σε ποιανού τηλέφωνο?» «Σε ενός συναδέρφου σου.» Ο σχιστομάτης κινέζος άνοιξε διάπλατα τα μάτια του, κάνοντας τις δυο σχισμές να ανοίξουν κάπως περισσότερο. «Κύριε Νίκολσον, με όλο το σεβασμό, νομίζω πως θα υπήρχε πρόβλημα να συμβεί κάτι τέτοιο. Στην πραγματικότητα θα μπορούσε να θεωρηθεί παράνομη αυτή η δράση και πολύ πιθανό να υπάρξουν και κάποιες σοβαρές συνέπειες εκ μέρους σας. Παρόμοιες συσκευές εγκαθίστανται μόνο με την άδεια του διευθυντή σε περίπτωση που η χρήση τους είναι απαραίτητη για την κατασκοπεία κάποιου προσώπου μόνο και μόνο για να έρθει εις πέρας η δουλειά και το έργο της αστυνομίας. Πράγμα που σημαίνει πως…» Ο άνδρας άρχισε να μιλά όλο και πιο γρήγορα. «Χουάν τα γνωρίζω όλα αυτά και ελπίζω πως δεν θα αρνηθείς να το κάνεις. Επιπλέον, η δουλειά αυτή θα γίνει για έναν σκοπό και θα εκπροσωπεί το έργο της αστυνομίας του Μπάρι. Όσον αφορά αυτόν τον τομέα λοιπόν, η δουλειά σου γίνεται προς όφελος της ίδιας της αστυνομίας και όχι προσωπικού μου οφέλους. Επομένως δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς. Λοιπόν… συμφωνείς?» Ο Χουάν Τσε Γιανγκ κάθισε για λίγο σκεφτικός και τελικά συγκατένευσε. «Σε ποιανού τηλεφωνική συσκευή θα θέλατε να εγκαταστήσω τον κοριό?» είπε ο Χουάν «Σε ένα πρόσωπο που δουλεύει πάνω στην υπόθεση των δύο δολοφονιών.» Ο Χουάν φάνηκε να εκνευρίζεται λιγάκι. «Υπάρχουν πάνω από πενήντα άτομα που δουλεύουν πάνω στην υπόθεση των δύο δολοφονιών. Μήπως θα μπορούσατε να γίνετε λίγο πιο ακριβής?» «Χουάν, θα ήθελα να τοποθετήσεις κατασκοπικό κοριό στο τηλεφωνικό σύστημα του υπαστυνόμου Φρανς Λαβέτ.» Ο κοντοπίθαρος άνδρας έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ο ίδιος δεν έτρεφε και ιδιαίτερη συμπάθεια στο πρόσωπο του Φρανς Λαβέτ. Στην πραγματικότητα τον μισούσε. Η αλήθεια όμως είναι πως ο ίδιος ήταν απλά ένας εγκαταστάτης κατασκοπικών συσκευών ενώ ο Φρανς ήταν υπαστυνόμος. «Κύριε έχει υψηλό αξίωμα, θα είναι κάπως δύσκολο.» «Είσαι απίστευτος επαγγελματίας, ξέρω πως μπορείς να τα καταφέρεις.» είπε και του έριξε ένα ενθαρρυντικό βλέμμα. Εκείνος έσκασε ένα χαμόγελο. Του άρεσε να τον ενθαρρύνουν, του έδιναν δύναμη. Ο Μάρτιν Νίκολσον ανταπέδωσε το χαμόγελο και συνειδητοποίησε ένα πράγμα. Ο Χουάν Τσε Γιανγκ είχε πάρει τα πάνω του, πράγμα που δεν ήταν καθόλου καλό για τους εχθρούς του. Κάθισαν άλλη μισή ώρα και κουβέντιασαν για την δουλειά. Έχει και συνέχεια… Edited June 29, 2010 by Tattoman Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted June 29, 2010 Share Posted June 29, 2010 Κατ' αρχήν καλωσήρθες. Ενδιαφέρον ξεκίνημα, συνέχισε. Μερικές παρατηρήσεις. -Ορθογραφία. Αν δεν κάνεις τον κόπο να προσέξεις το κείμενό σου, πώς μπορείς να ζητάς να το κάνει κάποιος άλλος; -Οι διάλογοί σου είναι ελαφρώς ξύλινοι. Κάν' τους πιο φυσικούς. -Υπερβολικά πολλές περιγραφές στο ξεκίνημα ειδικά. Μείωσέ τες λίγο, δίνε μια γενική άποψη του χώρου με 1-2, άντε 3 λεπτομέρειες. Αυτά για αρχή, καλή συνέχεια! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tattoman Posted June 29, 2010 Author Share Posted June 29, 2010 Ευχαριστώ solonor, θα κρατήσω τις συμβουλές σου και θα προσπαθήσω να βελτιωθώ στους τομείς που μου ανέφερες. Ευχαριστώ και για το καλοσόρησμα Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.