Jump to content

Ξημέρωμα στην Άνυα


Παρατηρητής

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Γιώργος Χατζηκυριάκος (Παρατηρητής)

Είδος: Φαντασία

Βία; Όχι

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων: 2500

Αυτοτελής; Απόσπασμα από τους Βασιλιάδες του Μικρού Καλοκαιριού

Σχόλια:

 

Θα σας πω ένα τραγούδι που μου ‘ρθε στο μυαλό

 

Για έναν φίλο που κάποτε είχε πει ένα ρητό

 

Κάποια πουλιά τραγουδούν για λευτεριά

 

Κάποια φεύγουν και πετούν ψηλά

 

Locomondo – Ο Γλάρος

 

 

 

Ξημέρωμα στην Άνυα

 

 

 

 

Το πρώτο πρωινό του Ορφέα στην Άνυα έμοιαζε με ψέμα. Έχοντας συνηθίσει τόσα χρόνια να ξυπνά στο κρεβάτι του, στο στενάχωρο διαμέρισμα εκείνης της βρώμικης πολυκατοικίας που ήταν χαμένη ανάμεσα σε τόσες άλλες μες στο κέντρο της Αθήνας, νόμιζε πως θα άκουγε τις ενοχλητικές κόρνες από το δρόμο και το βόμβο από το ενοχλητικό γουφερ του γείτονα που έκανε τους τοίχους και τα πατώματα να τρίζουν. Θα σηκώνονταν από το κρεβάτι, θα έφτιαχνε καφέ κι έπειτα θα έβραζε μέσα στο σπίτι μέχρι το βράδυ, έχοντας περάσει όλη την ημέρα στην τηλεόραση αφού δεν είχε τίποτα το ουσιαστικό να κάνει (εκτός από την κιθάρα του). Και μέχρι τότε έπρεπε να υποστεί την γκρίνια της μητέρας του για τους κακούς βαθμούς από το σχολείο και για τη δυσαρέσκεια που έβγαζε ο Ορφέας απέναντι στον Τάκη, το νέο της φίλο και μέλλοντα πατέρα του όπως επίσης και στους γιους του, τα μέλλοντα αδέλφια του.

 

Όμως όχι. Εκείνο το πρωινό, όπως και η μέρα που θα ακολουθούσε, δεν ήταν σαν τα συνηθισμένα. Δεν βρισκόταν στο ζεστό διαμέρισμα με τους σαράντα βαθμούς αλλά σε εκείνο το δροσερό καλυβάκι μπροστά στην παραλία. Δεν ήταν ιδρωμένος από τη ζέστη, αντιθέτως ένιωθε μια ευχάριστη δροσιά που τον προκαλούσε να παραμείνει στο κρεβάτι και να χουζουρεύει με τις ώρες. Αντί για κόρνες άκουγε τα χαρούμενα γέλια των παιδιών που έπαιζαν κοκορομαχίες στη θάλασσα ενώ αντί εκείνο το κακόφωνο στερεοφωνικό του γείτονα στα αυτιά του ερχόταν η γλυκιά μελωδία μιας κιθάρας.

 

Του πήρε κάμποση ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσει που βρισκόταν. Μια τα γέλια και η μουσική, μια η δροσιά και η μυρωδιά της θάλασσας στα ρουθούνια του και μια το ευχάριστο φως του ήλιου που έμπαινε από το παράθυρο, τον επανέφεραν στην πραγματικότητα. Βρισκόταν στην Άνυα!

 

Άνυα. Υπήρχε τελικά. Και γιατί όχι; Επειδή η μητέρα δεν πίστευε πως ο μπαμπάς του, μετά το διαζύγιο, είχε ανακαλύψει ένα παραδεισένιο μέρος όπου ήταν πάντα καλοκαίρι και που ζούσαν τα πιο απίθανα πλάσματα; Ή επειδή η Άνυα δεν υπήρχε στο χάρτη της Ελλάδας και στις κουτσομπολίστικες τηλεοπτικές εκπομπές με τις πιο «καυτές» παραλίες; Τα πρώτα γράμματα που είχε πάρει από τον μπαμπά του, στα οποία περιέγραφε τη μαγεία εκείνου του τόπου, μήπως δεν ήταν αρκετά για να τον κάνουν να πιστέψει; Μα και βέβαια. Άλλωστε, όπως του έλεγε παλιά, τα ομορφότερα μέρη δεν υπάρχουν στους χάρτες και στους τουριστικούς οδηγούς μα παραμένουν κρυφά μέχρι να καταφέρεις να τα εντοπίσεις. Πλέον ήταν στην Άνυα και δεν έδινε δεκάρα για το αν ο κόσμος πίστευε ή όχι στην ύπαρξη της.

 

Αλλά πώς είχε φτάσει εκεί; Ανακάθισε στο κρεβάτι και έφερε στο μυαλό του τις αναμνήσεις της προηγούμενης μέρας. Όλα είχαν γίνει τόσα ξαφνικά, τόσο απρόσμενα αλλά και τόσα αστεία. Είχαν βγει για φαγητό με την μητέρα, το φίλο της και τα παιδιά του φίλου της σε μια ταβέρνα που ήταν φίσκα στον κόσμο. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως θα κάθονταν εκεί μέχρι αργά το βράδυ ώστε να παρακολουθήσουν όλους τους αγώνες του μουντιάλ της μέρας –κι αυτό για τον Ορφέα θα ήταν διπλό μαρτύριο. Κι ήταν τότε, λίγο πριν σκοτεινιάσει, όταν εμφανίστηκε ένα περίεργο καταπράσινο αμάξι με ένα τεράστιο καπέλο στην οροφή, που το έκανε να μοιάζει με αστείο διαφημιστικό κάποιας ιρλανδέζικης μπύρας. Οι πινακίδες του δεν είχαν αριθμό κυκλοφορίας, αντί για αυτόν μια διαφορετική φράση μπρος και πίσω. Η μπροστινή έγραφε Irish Rover και η πισινή Kiss Μy Irish Ass. Ήταν ένα όχημα τόσο τρελό όσο και ο οδηγός του, ο Άντι, ο οποίος φρέναρε απότομα έξω από την ταβέρνα, φωνάζοντας στον κόσμο:

 

«Γέι, κότες! Είδατε κανέναν γλάρο να τραγουδά πριν να νυχτώσει…εμ…αν το λέω καλά;»

 

Η έκπληξη του κόσμου ήταν μεγάλη όμως του Ορφέα ακόμα μεγαλύτερη καθώς αναγνώρισε εκείνα τα περίεργα λόγια. Ήταν μια φράση που την έλεγε ο μπαμπάς του παλιά, αν και ποτέ δεν είχε καταλάβει τι ακριβώς σήμαινε. Εκτός αυτού, στα γράμματα που του είχε στείλει, συχνά έκανε λόγο για έναν φίλο του Ιρλανδό που οδηγούσε ένα αστείο αυτοκίνητο με ένα καπέλο στην οροφή και τότε αμέσως κατάλαβε πως ο Άντι είχε έρθει για εκείνον.

 

«Κοιτάξτε έναν βλάκα!», είπε ο Τάκης. «Θα σκοτώσει κανέναν άνθρωπο έτσι όπως πάει.»

 

Μη δίνοντας σημασία ούτε στον πατριό του ούτε και στον κόσμο που έβριζε τον Άντι και του φώναζε να φύγει, ο Ορφέας έτρεξε δίπλα του και τον ρώτησε με αγωνία.

 

«Έχεις έρθει από την Άνυα;»

«Άι!» του απάντησε κοιτώντας τον από πάνω μέχρι κάτω. «Εσύ είσαι ο…πως σε λένε ο…ο Μορφέας;»

 

«Ορφέας!»

 

«Ο γιος του Θησέα, σωστά;»

 

«Του Οδυσσέα.»

 

«Χμ, όλο τον μπερδεύω. Τέλοσπάντων, εσύ είσαι;»

 

«Εγώ είμαι, ναι!»

«Επιτέλους σε βρήκα! Τρία καλοκαίρια σε ψάχνω. Με έστειλε ο μπαμπάς σου να σε φέρω στην Άνυα.»

 

«Είμαι έτοιμος.»

 

«Μέσα τότε! Πάμε σπίτι»

 

Τη στιγμή που ο Ορφέας έμπαινε στη θέση του συνοδηγού, η μητέρα του ούρλιαζε σαν παλαβή, ενώ ο Τάκης και οι γιοι του κοιτούσαν απορημένοι. Ο Ορφέας τους κούνησε το χέρι από το παράθυρο και με το νέο του φίλο του έφυγε για την μακρινή Άνυα, αφήνοντας πίσω τους άλλους να κοιτούν σαν χάνοι και τη μάνα του να φωνάζει «βοήθεια, πήραν το γιο μου οι εξωγήινοι!»

 

Όταν έφτασαν πια σε εκείνο το μυστικό μέρος, έπειτα από ένα πραγματικά αξέχαστο ταξίδι, η νύχτα είχε προχωρήσει και δεν έμεναν πολλές ώρες για το ξημέρωμα. Ο Ορφέας δεν είδε πολλά από την Άνυα μιας και ήταν σκοτάδι, πρόλαβε όμως να συναντήσει τον πατέρα του στην παραλία όπου ένα ακόμα ξέφρενο πάρτι έφτανε στο τέλος του. Ήταν μια αρκετά κωμική αντάμωση καθώς ο ένας ήταν μεθυσμένος και ο άλλος ζαλισμένος από το ταξίδι, με αποτέλεσμα να ξεράσουν και οι δύο ενώπιον των παρευρισκόμενων οι οποίοι δεν έχασαν την ευκαιρία να σατιρίσουν την κατάσταση λέγοντας:

 

«Είναι πράγματι ο γιος του Όντι! Ο Άντι δεν έκανε λάθος τελικά!»

 

Αυτά είχαν συμβεί την προηγούμενη μέρα και έμοιαζαν κάπως απίθανα για να είναι αληθινά. Το είχε σκάσει μαζί με έναν άγνωστο, είχε ταξιδέψει με το πιο περίεργο αμάξι που είχε φτιάξει ποτέ άνθρωπος, αντάμωσε με τον πατέρα του που είχε να τον δει χρόνια και πια, μετά από τόσα καλοκαίρια θα έκανε διακοπές! Και όχι σε οποιοδήποτε μέρος αλλά στη θρυλική Άνυα.

 

Σηκώθηκε από το κρεβάτι και έριξε μια ματιά στο χώρο. Θα πρέπει να ήταν ένα καλυβάκι – γιατί έτσι έμοιαζε – κάποιου που έμενε μόνος. Υπνοδωμάτιο, κουζίνα και σαλόνι βρίσκονταν όλα μαζί εκτός από το μπάνιο που βρισκόταν στο πίσω μέρος του μικρού κτίσματος. Λες και το είχε φτιάξει κάποιος ναυαγός, το καλυβάκι είχε πράγματα άσχετα μεταξύ τους, όπως κυνηγετικά σύνεργα μαζί με αλιευτικά αλλά και παιχνίδια για παραλία. Σε έναν πάγκο στέκονταν αντικείμενα που θύμιζαν έπαθλα όμως ο Ορφέας δεν μπορούσε να καταλάβει από τι είδους αγώνες τα είχε αποκτήσει ο ιδιοκτήτης της καλύβας εκτός από ένα που είχε επιγραφή και έλεγε:

 

Βραβείο καλύτερου κιθαριστή της Γιορτής των Φωνακλάδων.

 

Στον τοίχο πάνω από τον πάγκο υπήρχαν φωτογραφίες, ζωγραφιές κι ένας χάρτης που έμοιαζε με εκείνους που οι πειρατές σημείωναν τους κρυμμένους θησαυρούς τους. Ο Ορφέας πρόσεξε μια φωτογραφία η οποία του ήταν πολύ γνώριμη. Έδειχνε εκείνον μαζί με τον πατέρα του να χαιρετάνε το φακό. Αυτή η φωτογραφία ήταν πολύ παλιά γιατί ο Ορφέας εκεί ήταν γύρω στα έξι με εφτά χρονών και ο πατέρας του είχε μακριά μαλλιά, που, από όσο θυμόταν, τα είχε κόψει στο μισό πριν μερικά χρόνια. Λίγο πιο πέρα, στον ίδιο τοίχο, ήταν γραμμένες τρεις φράσεις με γαλάζια μπογιά, που έμοιαζαν με λίστα υπενθυμίσεων καθώς πάνω-πάνω έλεγε:

 

 

 

Να θυμηθώ να κάνω κάποτε

 

 

Και από κάτω

 

 

 

Να βρω την Τιρ να Νογκ

 

Να βρω το Νησί των Μακάρων

 

Να φέρω τον γιο μου στην Άνυα

 

 

 

Χαμογέλασε καθώς διάβασε το τελευταίο. Χάρηκε που ο μπαμπάς του δεν το είχε ξεχάσει, παρόλο που είχαν περάσει πολλά χρόνια από την τελευταία φορά που μίλησαν στο τηλέφωνο.

 

Εκείνη τη στιγμή άκουσε βήματα από πίσω και είδε στο πάτωμα να αποτυπώνεται μια σκιά. Κάποιος μόλις είχε μπει. Ο Ορφέας γύρισε χαμογελαστός, περιμένοντας να αντικρίσει τον πατέρα του καθώς δεν υπήρχε αμφιβολία πως εκείνο το καλυβάκι ήταν δικό του. Όμως το χαμόγελο του χάθηκε αμέσως μόλις συνειδητοποίησε πως αυτός που μπήκε μέσα δεν ήταν ο πατέρας του μα κάποιος άλλος.

 

Αντίκρυ του είχε ένα περίεργο πλάσμα που για μερικά δευτερόλεπτα τον έκανε να κοκαλώσει από την τρομάρα. Έμοιαζε με άνθρωπο, μόνο που ήταν υπερβολικά κοντός για άνθρωπος και πολύ πιο φαρδύς και μυώδης. Είχε μακριά άγρια μαλλιά και εξίσου μακριά και άγρια γένια. Φορούσε ένα κοντοπαντέλονο και στο χέρι κρατούσε κάτι που στρογγυλό που όμως ο Ορφέας δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν γιατί είχε την προσοχή του στραμμένη στο αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο του νάνου και στα γουρλωτά του μάτια που ήταν έτοιμα να εκτοξεύσουν φλόγες.

 

Τι ειν’ τούτος, αναρωτήθηκε χωρίς να μιλήσει και γιατί με κοιτάζει έτσι;.

 

«Τι γυρεύεις εδώ πέρα;», ρώτησε ο νάνος καθόλου μα καθόλου φιλικά.

 

«Ε…εγώ…να…εδώ ξύπνησα!», αποκρίθηκε ο Ορφέας τρομαγμένος.

 

«Εδώ είναι το σπίτι μου.»

 

«Το σπίτι σου; Μα νόμιζα ότι…»

 

«Δεν με νοιάζει τι νόμιζες.», τον διέκοψε ο νάνος. «Δεν μου αρέσει να εισβάλουν στο χώρο μου.»

 

«Τότε να φύγω. Θα με αφήσεις να φύγω…έτσι;»

 

«Δεν έχεις να πας πουθενά…», γρύλισε ο νάνος τραβώντας ένα κοκάλινο μαχαίρι που έκρυβε στην πλάτη του.

 

«Όχι έχω, έχω!», είπε ο Ορφέας καταϊδρωμένος. «Ο πατέρας μου είναι κάπου εδώ γύρω! Τον συνάντησα εχθές το βράδυ και….»

 

«Είναι πολύ αργά για τον πατέρα σου.»

 

«Τι θες να πεις;»

 

«Τον κρεμάσαμε το πρωί. Μαζί με τον Ιρλανδό που σε έφερε στα μέρη μας.»

 

Ο Ορφέας ένιωσε τη γη κάτω από τα πόδια του να χάνεται.

 

«Τον κρεμάσατε;»

 

«Αυτά παθαίνουν όσοι αποκαλύπτουν τα μυστικά μας στον κόσμο. Ετούτη η γη δεν είναι για τον οποιονδήποτε. Οι παραβάτες τιμωρούνται.»

 

Τώρα τα πράγματα ήταν δύσκολα για τον Ορφέα. Μέσα σε μια στιγμή όλες εκείνες οι όμορφες σκέψεις, οι κεφάτες αναμνήσεις της προηγούμενης μέρας και η παραδεισένια Άνυα καταστράφηκαν με μιας. Ο ίδιος δεν ήξερε πώς να αντιδράσει και το μόνο που ήθελε να του συμβεί εκείνη τη στιγμή ήταν να ανοίξει η γη και να τον καταπιεί καθώς ο βλοσυρός νάνος έκανε ένα απειλητικό βήμα ορμώντας καταπάνω του. Ο Ορφέας, ουρλιάζοντας γεμάτος απόγνωση, πισωπάτησε, μπουρδουκλώθηκε κι έπεσε.

 

Και τότε πλατς! Κάτι έσκασε στο πρόσωπο του μουσκεύοντας τον για τα καλά. Μόλις είχε δεχτεί κατάμουτρα μια νεροβόμβα.

 

Μέχρι να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί, ένα τρανταχτό και συνεχόμενο γέλιο πλημμύρισε το καλύβι. Με τα νερά να στάζουν από το απορημένο πρόσωπο του, ο Ορφέας αντίκρισε τον νάνο, εκείνον τον νάνο που πριν από ένα λεπτό τον απειλούσε πως θα τον σκοτώσει, να γελά ασταμάτητα. Γελούσε τόσο πολύ που κόντευε να σκάσει καθώς το πρόσωπο του κοκκίνιζε ολοένα πιο πολύ.

 

«Σ’ την έφερα μικρέ!», κατάφερε να πει έπειτα από πολύ κόπο ο νάνος.

 

Τώρα ο Ορφέας δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Μόλις είχε πιαστεί κορόιδο σε μια καλοστημένη φάρσα, κάτι που από τη μια τον ανακούφισε και από την άλλη τον εκνεύρισε. Όμως το μόνο που μπορούσε να κάνει εκείνη τη στιγμή ήταν να γελάσει γιατί δεν γινόταν αλλιώς. Το γέλιο του νάνου όσο πήγαινε γινόταν όλο και πιο αστείο και θύμιζε εκείνα τα κουκλάκια που τα πιέζεις και χαχανίζουν.

 

Τελικά ο πλακατζής νάνος, αφού σκούντηξε δυο τρεις φορές στους τοίχους μην βλέποντας που πηγαίνει, κατάφερε να βγει έξω από το καλύβι. Ο Ορφέας τον άκουγε να γελά σπασμωδικά, να βήχει και να φωνάζει ο μικρός την πάτησε!

 

Κόκκινος από ντροπή αλλά και από το σημάδι που του είχε αφήσει η λαστιχένια νεροβόμβα, ο Ορφέας βγήκε κι αυτός με τη σειρά του έξω. Τότε βρέθηκε αντίκρυ με μια καταγάλανη θάλασσα στην επιφάνεια της οποίας αντανακλούσε το φως του πιο ευχάριστου μεσημεριανού ήλιου που είχε δει ποτέ του. Το θέαμα αυτό του προκάλεσε μια ξαφνική γαλήνη που τον έκανε να ξεχάσει τα πάντα, ακόμα και τη φάρσα του νάνου. Επιτέλους έβλεπε θάλασσα.

 

Στάθηκε για λίγο να τη χαζεύει με τα μάτια μισόκλειστα από την αντηλιά ενώ μέσα του φούντωνε ολοένα η όρεξη να πάρει φόρα και να βουτήξει. Μα τότε άκουσε μια γνώριμη φωνή από δίπλα του να του λέει:

 

«Ξυπνητούρια μικρέ! Καλή σου μέρα»

 

Ήταν ο πατέρας του. Καθόταν στη σκιά του πεύκου δίπλα από το σπιτάκι, παίζοντας την κιθάρα του. Σηκώθηκε και με ένα χαμόγελο μεταξύ αθώας χαράς και αταξίας πλησίασε για να δώσει μια σφιχτή αγκαλιά..

 

«Μπαμπά!»

 

«Επιτέλους ανταμώνουμε Ορφέα. Δηλαδή, το κάναμε χθες βράδυ, μόνο που ήμουν λιγάκι ντίρλα! Θα έπρεπε να ήμουν κατάλληλα προετοιμασμένος να σε υποδεχτώ, μόνο που δεν ήξερα πότε ακριβώς θα φτάσεις.»

 

«Δεν πειράζει, ούτε εγώ δεν ήμουν καλά. Είχε πολλές στροφές ο δρόμος.»

 

Τώρα που ήταν μέρα και είχε φως, πατέρας και γιος μπορούσαν να δουν ξεκάθαρα ο ένας τον άλλον. Ο Ορφέας είχε μεγαλώσει, δεν ήταν πια αγόρι όπως τον θυμόταν ο μπαμπάς του αλλά ένας έφηβος που κόντευε να ενηλικιωθεί. Όσο για τον Οδυσσέα ή Όντι όπως τον φώναζαν στην Άνυα, το δέρμα του είχε σκουρύνει και τα μαλλιά του, εκτός του ότι είχαν ξανθύνει υπερβολικά από τον ήλιο, είχαν φτάσει και πάλι μέχρι τη μέση. Έδειχνε πολύ πιο νέος από ότι ήταν τότε που έφυγε από το σπίτι, το πρόσωπο του είχε γαληνέψει ενώ τα μάτια είχαν αποκτήσει μια μυστήρια γαλαζωπή λάμψη.

 

«Βρε εσύ ψήλωσες πολύ! Σε θυμάμαι τόσο δα. Άντρεψες απότομα μου φαίνεται.»

 

«Πέρασαν πολλά χρόνια μπαμπά. Την τελευταία φορά που πήρα γράμμα σου ήμουν δεκατριών.»

 

«Και τώρα πόσο είσαι;»

 

«Δεκάξι σε λίγες βδομάδες.»

 

«Πέρασαν τόσα χρόνια; Τι διάολο, πως περνά ο καιρός εκεί έξω; Σαν χθες μου φαίνεται που έφυγα από την Αθήνα.»

 

«Κι όμως λείπεις χρόνια. Σε περίμενα να έρθεις και να με πάρεις.»

 

«Λοιπόν, τώρα είσαι εδώ, μαζί μου. Η Άνυα θα σου αρέσει πολύ. Ίσως βέβαια να σου πάρει κάμποσες μέρες να τη συνηθίσεις. Κι εγώ δυσκολεύτηκα στην αρχή.»

 

«Έτσι μου φαίνεται. Λίγο πριν μπήκε κάποιος μες στο σπίτι και μου έκανε πλάκα.»

 

«Ναι, το πρόσεξα!», είπε ο πατέρας γελώντας. «Ήμουν κι εγώ στον κόλπο!»

 

«Εσύ;»

 

«Με παρακάλεσε να τον αφήσω για αυτήν την πλάκα και είπα να μην του χαλάσω το χατήρι. Μην τον παρεξηγείς, ο Κλότσος δεν είναι κακός. Απλώς για αυτόν τον νάνο οι φάρσες είναι όλη του η ζωή.»

 

«Πώς είπες ότι τον λένε;»

 

«Τον λέμε Κλότσο γιατί είναι για κλωτσιές. Με την καλή έννοια πάντα! Και τι δεν έχει κάνει αυτός ο νάνος! Το πιο πετυχημένο του ήταν που μπήκε σε μια εκκλησία και παρίστανε τον προφήτη-Ηλία ο άτιμος! Είναι να μην του καρφωθεί στο μυαλό η λαδιά. Δεν σου είχα μιλήσει ποτέ για αυτόν στα γράμματα μου;»

«Όχι. Πάντως πρέπει να έχετε πολλούς τρελούς εδώ πέρα. Μέχρι στιγμής έχω γνωρίσει δύο. Ένας ο Κλότσος και ο άλλος ο Άντι.»

 

«Α όχι, ο Άντι δεν είναι τρελός. Τρελό είναι το αυτοκίνητο του, ο Ρόβερ. Ο Άντι απλώς μεθάει συχνά και πρέπει να πω ότι είναι μάλλον ο μόνος άνθρωπος που μπορεί να οδηγεί καλύτερα αν είναι μεθυσμένος!»

 

«Τον συμπάθησα πολύ, παρόλο που οδηγεί περίεργα και που συνέχεια μπερδεύει το όνομα μου! Αλήθεια, που είναι τώρα;»

 

«Ή θα κοιμάται ή θα επισκευάζει το αμάξι του. Ο Άντι δεν μένει στην ακρογιαλιά. Έχει το σπίτι στον κάμπο, δίπλα από το Δάσος του Μεσημεριού. Λέω να πάμε να τον επισκεφτούμε αφού πρώτα κάνουμε ένα μπανάκι.»

 

«Πολύ θα το ΄θελα όμως δεν έχω πάρει μαγιό μαζί μου. Φύγαμε πολύ βιαστικά εχθές.»

 

«Δεν έχεις μαγιό ε; Ωραία λοιπόν, θα βουτήξεις με τα ρούχα!»

 

«Τι; Όχι, όχι μπαμπά!», άρχισε να φωνάζει ο Ορφέας καθώς ο πατέρας του κατάφερε να τον πιάσει και να τον πάει σηκωτό μέχρι τη θάλασσα. Σε λίγα λεπτά ο Ορφέας βρισκόταν μέσα στο αλμυρό νερό.

 

«Τι έχεις να πεις τώρα μικρέ;», ρώτησε γελώντας ο πατέρας του.

 

«Είστε όλοι τρελοί εδώ!»

 

«Λοιπόν, καλωσόρισες στην Άνυα!», είπε και βούτηξε στη θάλασσα.

 

Ο Ορφέας αφήνοντας το κορμί του ελεύθερο στην αγκαλιά του δροσερού νερού, έκλεισε τα μάτια απολαμβάνοντας τη στιγμή και ψιθύρισε:

 

«Επιτέλους διακοπές!»

 

 

 

 

 

Με μια λαχτάρα στην καρδιά για κείνο που δεν είδα

που άλλοι Παράδεισο το λεν κι άλλοι το λεν Πατρίδα

 

Μίλτος Πασχαλίδης –Ηράκλειο Καλαμάτα

 

 

 

 

 

 

 

Καλό Καλοκαίρι

 

Γιώργος Χατζηκυριάκος

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

Γλυκό, γλυκίτατο το καρπούζι. Έτσι πρέπει να είναι το καλοκαίρι και δεν περίμενα τίποτα λιγότερο από σένα Γιώργο. Θέλω κι εγώ να πάω εκεί, στην παραλία της Άνυας.

 

Με κοψοχόλιασε ο νάνος σου (αν και... interesting catch) αλλά χαλάλι, όλα επιτρεπτά στη μυθική Άνυα, μυθικέ μας συγγραφέα.

 

Από τις ιστορίες που απολαμβάνεις διαβάζοντας, κι όταν τελειώνεις, κλείνεις τα μάτια για να το ζήσεις λίγο παραπάνω. Ευχαριστώ για την περιήγηση.

Link to comment
Share on other sites

Δροσερό και παιδικά αθώο. Πάρα πολύ ωραίο. Αν είναι σε τέτοια φάση και η Νοέλα που μου έλεγες χτες, τολμώ να πω πως διακρίνω στον ορίζοντα ένα διαμάντι. :thmbup:

Link to comment
Share on other sites

Καλώς σε βρήκαμε στην Άνυα, Παρατηρητή, ευχαριστούμε που μας κάλεσες! :holiday:

 

Το βρήκα υπέροχο, πραγματικά ένα αναπάντεχο ταξίδι σε δροσερή, εξωτική παραλία. Πάρα πολύ ωραία η περιγραφή του νάνου όταν γελούσε, ωραίος και ο Ιρλανδός, αφασία ο πατέρας, όλοι ωραίοι. (Αλήθεια, τώρα που το σκέφτομαι, κατασκήνωση αρρένων ήταν εκεί; :devil2: Πουλάκι μου, σε τσάκωσα! )

 

Το μόνο που βρήκα άκυρο (αλλά τελείως), ήταν αυτό το "σαλόνι". Sorry mate, αλλά νομίζω οι καλύβες δεν έχουν σαλόνια! Από 'κει που φανταζόμουν μια καλαμένια καλύβα, με πήγες στα... μπανγκαλόουζ. :tease:

 

 

Αλλά πολύ ωραίο το διήγημα. Δεν ξέρω αν είναι το καλύτερο του διαγωνισμού, ξέρω όμως σίγουρα πως είναι αυτό που μ' αρέσει πιο πολύ, και με διαφορά.

Link to comment
Share on other sites

Αχχχ... τι να σου πω τώρα εσένα?

Θα κλέψω από τα παιδιά γιατί μάλλον δε μπορώ να τα πω καλύτερα:

Ευχαριστώ για την περιήγηση.
Καλώς σε βρήκαμε στην Άνυα, Παρατηρητή, ευχαριστούμε που μας κάλεσες! holiday.gif

 

Ούτε κι αυτό είναι ακριβώς ιστορία, είναι μια μαγική περιήγηση σε ένα μαγικό μέρος.

 

Γιωργο μου, μη μεγαλώσεις ποτέ σε παρακαλώ.

Link to comment
Share on other sites

Πάρα πολύ όμορφη ιστορία, παραμυθένια για τα καλά! Οι περιγραφές της Άνυας και των κατοίκων της ήταν πραγματικά πετυχημένες. Οφείλω να ομολογήσω ότι η σκηνή με τον νάνο, αρχικά, φάνηκε σαν ένα μη αναμενόμενο τουίστ, και μπορώ να πω ότι με τρόμαξε.

 

 

 

 

Κατά τα άλλα, ήταν ένα πανέμορφο ταξίδι.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Η ιστορία είναι και τεχνικά άρτια, και καλογραμμένη.

Διαβάζοντας την όμως μου δημιουργήθηκαν πάρα πολλές απορίες για τους χαρακτήρες για την Άνυα για το αμάξι, για τον Νάνο, για τον πατέρα...που δεν εξηγούνται.

Χρειάστηκε να διαβάσω στην φόρμα στην αρχή του κειμένου μια πρόταση, για να καταλάβω οτι τέτοιες απορίες είναι και αναμενόμενες και αναπάντητες σε ένα τέτοιο κείμενο.

 

Αυτοτελής; Απόσπασμα από τους Βασιλιάδες του Μικρού Καλοκαιριού

Εκλαμβάνω λοιπόν την ιστορία ως μέρος ενός μεγαλύτερου συνόλου, και υπο αυτό το πρίσμα μπορώ να πω οτι με ικανοποίησε πολύ.

Είναι ένα δροσερό σφηνάκι πρωτότυπης φαντασίας.

Link to comment
Share on other sites

Το απόσπασμα «Ξημέρωμα στην Άνυα» έχει όλα τα στοιχεία μιας καλή φαντασμαγορίας, παραμυθένιους κόσμους, μαγικές δυνάμεις, χιούμορ και ποίηση. :band:

 

Βρήκα στο κείμενο μια διάχυτη μελαγχολία για το ανέφικτο με έντονη την γεύση της απώλειας. Η καρδία μου σφίχτηκε σε αρκετά σημεία εξ’ αίτιας αυτής της διάθεση και αυτό δείχνει ότι με επηρέασε σαν αναγνώστη. Ο κόσμος της Άνυας δεν είναι τόπος διακοπών, αλλά διακοπής από πολλά άλλα πράγματα, την νομοτέλεια της πραγματικότητας, τις πιεστικές σχέσεις, του αναγκαστικού χωρισμού και γι’ αυτό το λόγο η θλίψη ισορροπεί μέσα στην ιστορία πάνω σε μια σκιώδη γραμμή που αχνοφαίνεται όπως μια ξασπρισμένη φωτογραφία. Είναι μια στιγμή που έχει αιχμαλωτιστεί στο παρελθόν και διαρρέει κρυφά προς την λήθη, μια στιγμή που αν καταφέρεις να την διοχετεύσεις στις καρδιές μας θα πετύχεις μια ωραία νουβέλα ή ένα καλό μυθιστόρημα. :cheer:

 

Καλές διακοπές δλδ διακοπές…;)2

 

 

Link to comment
Share on other sites

Σαν ανεξάρτητο κείμενο δεν έχει τίποτα ιδιαίτερο να πει -μ' εξαίρεση ίσως τη φάρσα την οποία έχαψα κι εγώ μαζί με τον Ορφέα. Σαν ξεκίνημα μιας μεγάλης ιστορίας ή μέρος της, είναι καλό. Τι μου θύμισε, τι μου θύμισε;

Δεν περνά το καλοκαίρι ε;

Νομίζω πως όταν τελειώσει, θα έχει καλά νέα!

Link to comment
Share on other sites

Πολύ όμορφη ιστορία. Πραγματικά με ταξίδεψε, με έκανε να θέλω σαν τρελή να κολυμπήσω κι εγώ στην παραμυθένια παραλία της Άνυα. Εκμεταλλεύτηκες πολύ καλά το θέμα των διακοπών και πρέπει να πω, πως ως γνωστό ψάρι την έχαψα κι εγώ την φάρσα του νάνου. Λέω, δεν μπορεί, τώρα θα το γυρίσει σε δυστοπία, δεν μπορεί τόση ευτυχία. Αλλά ευτυχώς, μπορεί και παραμπορεί!:thmbup:

Link to comment
Share on other sites

Ο λόγος εδώ βοήθησε πάρα πολύ την ιστορία. Αναπόφευκτα, το κείμενο έφευγε γρήγορα, χωρίς στραβοπατήματα στην ανάγνωση. Η (μέχρι τελικής πτώσης smile.gif ) αισιόδοξη διάθεσή της, βοηθάει την Άνυα να κερδίσει έξτρα πόντους

αν και, παρά το γεγονός ότι πάτησα τη μπανανόφλουδα, δεν βρίσκω κάποιον ιδιαίτερο λόγο για την φάρσα.

 

Το μόνο θέμα που προέκυψε με το που τελείωσα την ιστορία, ήταν ότι μου φάνηκε πως, αν και καλογραμμένη, ωστόσο δεν είχε κάτι ιδιαίτερο σε σχέση με την πλοκή της (

εκτός από την φάρσα

) που θα με βοηθήσει να την συγκρατήσω για πολύ στο μυαλό μου.

Πάντως, πραγματικά, κύλλαγε πάρα πολυ άνετα.

 

 

 

Ο κόσμος της Άνυας δεν είναι τόπος διακοπών, αλλά διακοπής από πολλά άλλα πράγματα...

Κι εγώ αυτό σκεφτόμουν

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..