Cassandra Gotha Posted July 26, 2010 Share Posted July 26, 2010 Όνομα συγγραφέα: Cassandra Gotha Είδος: Φαντασία (ως προς την κοσμοπλασία και μόνο). Αριθμός λέξεων: 2000 και κάτι Βία και σεξ απόντα. Σχόλια: Καλό καλοκαίρι! Όταν θες απλά να φύγεις Στο σπίτι των Ίκαλ επικρατούσε απόλυτη σιγή. Η ζέστη του καλοκαιριού φούντωνε μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα. Το γιγάντιο φυτό Μπαρ Ίσμπα, που ήταν το σπίτι των Ίκαλ, είχε στρέψει τα φύλλα του προς τη γη σε μάταιη αναζήτηση δροσιάς. Τις τελευταίες πέντε μέρες άρχιζε να χάνει το γαλάζιο χρώμα του και έπαιρνε το καλοκαιρινό πορτοκαλί. Τα πρώτα κίτρινα άνθη ξεμυτούσαν από την οροφή. Αυτά τα λουλούδια ήταν άμυνα εναντίον της ξηρασίας. Το φυτό γεννούσε ασκιά χυμών, αποθήκες για τις πιο δύσκολες μέρες. Η Βάρσελ αναστέναξε κουρασμένη. Όχι πως έκανε τίποτα όλη μέρα. Ξαπλωμένη στο κλαδί της ήταν την περισσότερη ώρα, πίνοντας Σανάδα. Η προχωρημένη της εγκυμοσύνη δεν της επέτρεπε να κάνει και πολλά πράγματα. Τα μωρά χοροπηδούσαν σε κάθε της κίνηση, κουράζοντάς την αφόρητα. Κούνησε αργά τη μακριά λευκή ουρά της, το χαρακτηριστικό γνώρισμα της οικογένειας Ίκαλ. Σηκώθηκε με κόπο απ’ το κλαδί, προσπάθεια που την έκανε να λαχανιάσει. Έκανε ένα νεύμα στον αέρα με το δεξί της χέρι, σαν να έδειχνε κάτι μπροστά της, λέγοντας Μπι βα μιεν, κι αμέσως ο Μπι εμφανίστηκε. «Μπι ακουέλα κε.» «Το ξέρω. Δεν κουράστηκες;» «Ιόρ μα βε σάμιν ο σέλα, καν Βάρσελ.» «Ωχ, Μπι, δεν θα βρείτε νερό εκεί.» Η Βάρσελ, τόσο νωχελικά που θα νόμιζε κανείς πως ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει, μάζεψε μία ιδρωμένη τούφα μαλλιά από το μέτωπό της και συνέχισε. «Καλά, όταν τελειώσετε θα έρθεις;» «Μα. Πάρ ετ να κάβις κιάμπα.» «Κι εγώ αυτό σκεφτόμουν. Θα σε περιμένω.» Του έσκασε ένα γρήγορο φιλί. Εκείνος αποχώρησε, αυτή τη φορά κάνοντας ο ίδιος το νεύμα της επιστροφής. Η Βάρσελ γύρισε στο κλαδί της αποφασισμένη να μην το αφήσει μέχρι το απόγευμα που θα γυρνούσε η οικογένειά της. Όλοι εργάζονταν, παρά την αποπνικτική ζέστη, κι έτσι έμενε μόνη της την περισσότερη μέρα. Ήθελε να φύγει, να πάει κάπου μακριά. Με τον Μπι. Ονειρευόταν τη μεγάλη λίμνη Ομπάτ, εκεί όπου ο λαός του Μπι έστηνε χορό κάθε βράδυ και τα γέλια αντηχούσαν μέχρι το δάσος στα ριζά του βουνού. Το χρειαζόταν, είχε να φύγει από το Σάμπραλ πολύ καιρό. Την τελευταία φορά που έλειψε από τον οικισμό, ήταν τόσο μικρή που το κρεβάτι της ακόμα δεν είχε μεγαλώσει. Καιρό τώρα σκεφτόταν να λείψει για λίγο από το σπίτι, αλλά δυστυχώς δεν είχε λόγο. Για κυνήγι δεν μπορούσε να πάει στην κατάστασή της, ούτε χρειαζόταν φυσικά, με τόσα Άμπαθ στην περιοχή να πηδάνε από δέντρο σε δέντρο. Ξάπλωσε στο αναπαυτικό κλαδί της που τώρα το ένιωθε σαν αγκαθωτό θάμνο, προσπαθώντας να βρει λόγο για ένα ταξίδι. Δεν έβρισκε τίποτα. Άλλαξε πλευρό αναστενάζοντας. * Το απόγευμα όλοι γύρισαν από τις εργασίες τους. Οι γονείς και τα δεκαπέντε αδέρφια της από τα χωράφια της οικογένειας, όπου καλλιεργούσαν Σάναδ, και ο Μπι από τις εκσκαφές στα βόρεια του οικισμού, όπου ο Γέροντας είχε ακούσει νερό κάτω απ’ το πετρώδες έδαφος. Όμως ο Γέροντας, όλοι το ήξεραν, δεν άκουγε καλά τελευταία. Πριν ένα χρόνο είχε πει πως άκουσε το θεραπευτικό ασήμι σε μια σπηλιά. Όμως, μετά από δυο εβδομάδες μόχθο, οι άντρες που έσκαβαν ανακάλυψαν ότι αυτό που του μιλούσε ήταν το ευτελές χρυσάφι, ένα μέταλλο ασήμαντο, άχρηστο για οτιδήποτε. Βέβαια, παρά τα είκοσι χρόνια του, όσο ζούσε ακόμα και μιλούσε, οι Σαμπραλοί είχαν υποχρέωση να τον ακούνε. «Σε λίγο θα σας στέλνει να σκάβετε πάνω στα σύννεφα.» γκρίνιαξε η Βάρσελ. Ο Μπι γέλασε με το υπέροχο γάργαρο γέλιο του λαού του. Οι Αλάρ ήταν πλάσματα πανέμορφα, με πολλά χρώματα πάνω τους (που γίνονταν πιο έντονα στο σκοτάδι), με μπλε διάφανα φτερά, χωρίς ουρά και με πιο μακριά πόδια από τους Σαμπραλούς, και μάτια στο χρώμα του ασημιού. Και αυτά τα μάτια ήταν ο κύριος λόγος που οι Σαμπραλοί σέβονταν τόσο τους Αλαριανούς και τους δέχονταν σαν δικούς τους. Κανένας άλλος δεν πατούσε το πόδι του στο απομονωμένο Σάμπραλ, και οι κάτοικοι σπανίως έφευγαν για άλλα μέρη. «Παν βέριτ-σε, καν Βάρσελ» της είπε γλυκά. Εκείνη χαμογέλασε και η ουρά της τυλίχτηκε ντροπαλά στους αστραγάλους της. Φιλί. Ηχηρό. Καρδιοχτύπι και αγκάλιασμα. «Πάμε κάπου μαζί;» «Νε ρντα;» «Δεν ξέρω, κάπου αλλού, οι δυο μας. Για λίγες μέρες.» Ο Μπι το σκέφτηκε για μια στιγμή, όσο του χρειαζόταν πάντα για να πάρει μια απόφαση, και της απάντησε κεφάτος. «Έιρ, να σε μιεν τόριεβ ντ’ Ομπάτ;» «Μέσα στο μυαλό μου είσαι! Κι εγώ αυτό σκεφτόμουν. Όμως πώς θα τους φανεί που θα φύγω; Τι θα τους πούμε;» «Πόττε.» είπε ο Μπι ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους. Είχε δίκιο. Δεν χρειαζόταν να τους πούνε τίποτα. * Το κωνικό φύλλο Ούμπαπ σερνότανε αργά πάνω στα νερά του βάλτου. Παρά την περασμένη ώρα του δειλινού, είχε ακόμα ζέστη και η Βάρσελ υπέφερε από τις αναθυμιάσεις των στάσιμων νερών με τα σαπισμένα φύλλα και τις ρίζες που έζεχναν γύρω τους. Ο Μπι οδηγούσε το Ούμπαπ με ένα μεγάλο κλαδί, προσπερνώντας τα μικρά εμπόδια που βρίσκονταν στο δρόμο τους, και κουνώντας ήρεμα πότε-πότε τα μεγάλα φτερά του, κάνοντας αέρα στη σύντροφό του. Τα κουνούπια ήταν το χειρότερο. Τον ίδιο δεν τον τσιμπούσαν, όπως κανέναν της φυλής του, αλλά τον ενοχλούσαν. Η καημένη η Βάρσελ όμως, δεν προλάβαινε να τα σκοτώνει με χαστούκια πριν της επιτεθούν τα επόμενα, ρουφώντας άπληστα το γλυκό αίμα της. Ο κολλώδης ιδρώτας έκανε τα πράγματα ακόμη χειρότερα. Όταν πια το τελευταίο φως της μέρας έγλυφε με τις φλόγες του τις κορυφές των δέντρων, τα νερά πάνω στα οποία έπλεε το ζευγάρι άρχισαν να καθαρίζουν, και η βλάστηση να αραιώνει. Ο Μπι μουρμούρισε με ευχαρίστηση «Μραρ σα ίμμιεν, μραρ σα μαν » και η Βάρσελ χαμογέλασε στο άκουσμα των λέξεων. Ήταν η αρχή ενός τραγουδιού των Αλάρ, που μιλούσε για την ομορφιά της λίμνης και των άστρων που βρίσκονταν μέσα της. Τον είχε ακούσει να το τραγουδάει πολλές φορές. Εκείνος άφησε το κλαδί που κρατούσε μέχρι τότε, και έπιασε ένα άλλο, κοντόχοντρο, που στην άκρη του υπήρχε ένα παχύ φύλλο Σάναδ, βαρύ από τον χυμό που ήταν ακόμη γεμάτο. Μ’ αυτό συνέχισε να οδηγεί τη βάρκα τους πάνω στα καθαρά πια νερά της λίμνης Ομπάτ. * Ο νεαρός Λάμακ και η μητέρα του ξεφώνιζαν χαρούμενοι «Σε Μπι! Σε Μπι καραβιάμ!» φτερουγίζοντας χαμηλά πάνω-κάτω στην όχθη. Είχαν αναγνωρίσει τους ταξιδιώτες από μακριά, μια που τους περίμεναν (πριν ξεκινήσουν το ταξίδι τους, ο Μπι μεταφέρθηκε για λίγο στη λίμνη για να προετοιμάσει τους δικούς του ότι θα τους επισκεφθεί με την αγαπημένη του). Ανυπόμονοι, πέταξαν μέχρι εκεί και έπιασαν τη βάρκα από τις δύο άκρες βοηθώντας τους να φτάσουν στην ακτή γρηγορότερα. Η Βάρσελ γέλασε ξαφνιασμένη, απολαμβάνοντας αυτή την αυθόρμητη κίνηση. Όταν η πανάλαφρη βάρκα βγήκε στα ρηχά, ο Μπι βοήθησε την Βάρσελ να πατήσει στη μαλακή άμμο και αμέσως αγκάλιασε τους δύο συγγενείς του. Μόλις έγιναν οι συστάσεις, ξεκίνησαν να βρουν τους άλλους μέσα στο σύδενδρο που αντηχούσε από τραγούδια και γέλια. Η Βάρσελ παρατήρησε κιόλας μια αλλαγή στον χαρακτήρα του αγαπημένου της. Ήταν πιο ζωηρός από ό,τι συνήθως, και μιλούσε πιο πολύ. Βέβαια, είχε την αποστολή να μεταφράζει τα λόγια της Βάρσελ στα Αλαριανά, αλλά και χωρίς αυτό θα μιλούσε πολύ. Μέχρι να φτάσουνε στο σύδενδρο, που δεν απείχε περισσότερο από πέντε λεπτά περπάτημα, είχε αφηγηθεί εικόνες από το ταξίδι τους με τη βάρκα, και συνέχιζε με τη ζωή του στο Σάμπραλ. Πέταγε συνεχώς κουβέντες που απευθύνονταν στην ίδια, μάλλον για να την κάνει να νιώσει άνετα και να μιλήσει κι αυτή με τους συγγενείς του. Αυτό όμως την κούραζε λίγο, προτιμούσε να έρθουν τα πράγματα πιο φυσικά και να μπει στο κλίμα με το πάσο της. Προσπαθούσε πάντως να χαμογελάει συνεχώς και να μην αφήνει την ουρά της να κουνιέται εκνευρισμένα. Το σύδενδρο ήταν σαν τόπος κρυμμένος απ’ την πραγματικότητα. Το φως είχε πέσει πια και μέσα στο σκοτάδι διακρίνονταν ολοκάθαρα τα αστραφτερά χρώματα των Αλάρ. Είχε δει τα χρώματα του δικού της φτερωτού άντρα, αμέτρητες νύχτες που αγκαλιάζονταν, μιλούσαν, ή περπατούσαν στις θαμνώδεις εκτάσεις του Σάμπραλ. Όμως το να τους βλέπει όλους μαζί, εκατό Αλάρ, ίσως και παραπάνω, με τα ασημένια μάτια τους να λαμπυρίζουν μέσα στο ημίφως, ήταν μεγάλη ευχαρίστηση. Ο Μπι άρχισε αμέσως να αγκαλιάζει άντρες, γυναίκες και παιδιά, που μιλούσαν όλοι μαζί κουνώντας με έξαψη τα φτερά τους. Ο τόπος φώτισε από τα φτερουγίσματα, τόσο που η Βάρσελ σκέφτηκε πως αν είχαν εχθρούς θα τους έβλεπαν από μακριά. Ο λαός της ήταν πάντα καχύποπτος, κι έτσι είχε μάθει να σκέφτεται. Οι Αλάρ όμως δεν είχαν εχθρούς. Ζούσαν ήρεμα κι ανέμελα και δεν καταλάβαιναν τους φόβους και την καχυποψία των Σαμπραλών. Ένας-ένας ήρθαν και την χαιρέτισαν, άλλοι πιάνοντάς της το χέρι, άλλοι φιλώντας την, και μερικά παιδιά ακουμπούσαν με περιέργεια την κοιλιά της. Μια μητέρα πλησίασε και της ζήτησε συγνώμη, μαζεύοντας το αδιάκριτο νεραϊδάκι της, όμως η Βάρσελ τη διαβεβαίωσε με ένα νόημα ότι δεν την πείραζε. Στη συνέχεια, ήρθε η ώρα του φαγητού. Ο Μπι της έπιασε το χέρι τρυφερά και την οδήγησε στην ζωοδόχο πηγή, το μέρος απ’ όπου οι Αλάρ μάζευαν και έπιναν το μυστικό ποτό τους, αυτό που λεγόταν πως τους χάριζε την απίστευτη μακροζωία τους. Οι Αλάρ ζούσαν εκατό χρόνια, καμιά φορά και παραπάνω. Ο Μπι ήταν κιόλας τριάντα, και στα μάτια της εξάχρονης Βάρσελ αυτό φαινόταν μυθικό. Ο αγαπημένος της δεν έμοιαζε μεγαλύτερος από έναν εφτάχρονο νέο άντρα, στην ακμή της δύναμής του. Όταν έφτασαν πίσω απ’ τα δέντρα, στο μικρό ξέφωτο της πηγής, η Βάρσελ άφησε να της ξεφύγει μια φωνή έκπληξης και θαυμασμού. Μια κοπέλα που στεκόταν δίπλα της χαμογέλασε ευχαριστημένη, και της έκανε νόημα να πλησιάσει. Ο Μπι της άφησε το χέρι και η Βάρσελ κατευθύνθηκε προς την πηγή, που δεν ήταν τίποτε άλλο από νερό που ανάβλυζε μέσα απ’ το βράχο. Όμως εκείνο το νερό λαμποκοπούσε και τραγούδαγε, ακουγόταν σαν… Η Βάρσελ δεν μπορούσε να καταλάβει σαν τι. Σαν αστέρια που πέφτουν, σαν βροχή μέσα σε όνειρο, σαν πολλά μωρουδίστικα γέλια; «Λίσσε» την παρότρυνε η κοπέλα, και η Βάρσελ έβαλε το χέρι της στη ροή του νερού και ήπιε. Χαμογέλασε, προσπαθώντας να κρύψει την ελαφριά απογοήτευσή της, γιατί το ασημένιο λαμπερό νερό δεν είχε καμιά ιδιαίτερη γεύση. Ήταν απλά πολύ δροσερό. Κι εκείνη τη στιγμή ήρθε το πρώτο κάλεσμα από το Σάμπραλ. Τους έψαχναν. Ο Μπι και η Βάρσελ κοιτάχτηκαν. «Μην πας, θα τους πω απλά ότι είμαστε καλά» «Μάε ρέμιαν-» «Όχι, Μπι. Άσε το σ’ εμένα.» Έβαλε χωνί τα χέρια μπροστά στο στόμα της και άρχισε να μιλάει με τη μητέρα της στο Σάμπραλ. Όλοι οι Αλάρ απομακρύνθηκαν διακριτικά και καταπιάστηκαν με την προετοιμασία του δείπνου. Αράδιαζαν φρούτα στο χορτάρι, γέμιζαν ξύλινες κούπες με νερό της πηγής, έξυναν φλοιό του δέντρου Μπαλάτ για να βγάλουν τη μυρωδάτη σάρκα του. Η Βάρσελ μίλησε πολλή ώρα με τη μητέρα της, και όταν τέλειωσε η συζήτησή τους ήταν εκνευρισμένη. «Κε νορ;» «Ναι, εντάξει. Έτσι κι αλλιώς, πάντα θα βρίσκουν κάτι να θυμώνουν.» Του γέλασε παιχνιδιάρικα και τον έπιασε απ’ το χέρι. Κάθισαν για φαγητό, και η Βάρσελ έμαθε πολλά πράγματα για τη ζωή των Αλάρ, που δεν της είχε εξιστορήσει ο Μπι. Μέχρι το τέλος του δείπνου είχε χαλαρώσει τελείως και ένιωθε τόσο άνετα μαζί τους, που γέλαγε κι αστειευόταν. Ο Μπι έδειχνε απόλυτα ευτυχισμένος εκεί. Δεν τον είχε ξαναδεί έτσι. Η νύχτα ήταν δροσερή και υπέροχη. Το ζευγάρι ξάπλωσε κάτω απ’ τ’ αστέρια, όπως και όλοι οι Αλάρ όταν δεν έβρεχε. Ο Μπι έστρωσε χλωρά μεγάλα φύλλα στο χορτάρι, και ξάπλωσαν επάνω. Η Βάρσελ δεν μπορούσε να βολέψει εύκολα το βαρύ σώμα της που φιλοξενούσε τέσσερα μικρά, δύο σε κάθε πλευρά της κοιλιάς, αλλά ένιωθε τόσο χαλαρωμένη που δεν την ένοιαζε και πολύ. Παρατήρησε με ευχαρίστηση ότι δεν υπήρχαν κουνούπια. Σκέφτηκε πως δεν θα είχαν τροφή εκεί, αφού δεν τσιμπούσαν τους Αλάρ, άρα γι’ αυτό δεν υπήρχαν. Μόνο και μόνο γι’ αυτό, σκέφτηκε, θα έμενε ευχαρίστως μαζί τους. Το μόνο που την ενοχλούσε αμυδρά ήταν το φως που έβγαινε απ’ τη γη. Το μέρος ήταν γεμάτο από το ασημένιο νερό που ανάβλυζε απ’ την ζωοδόχο πηγή, κι έτσι όλα έβγαζαν ένα γλυκό φως τη νύχτα, σαν αυτό του φεγγαριού. Σκέφτηκε ότι δεν θα κοιμόταν αν δεν σκοτείνιαζε κανονικά ο χώρος γύρω της. Είχε μάθει να κοιμάται μέσα στο γιγάντιο φυτό Μπαρ Ίσμπα, που ήταν το σπίτι της, και της ήταν πολύ μεγάλη διαφορά αυτό το ιδιαίτερο τοπίο. Στρέφοντας το βλέμμα της στο νυχτερινό ουρανό, είπε στον Μπι ότι ήταν ωραία που έφυγαν για λίγο, και πως αύριο θα κολυμπούσαν στη λίμνη. Εκείνος της απάντησε πως ναι, ήταν πολύ ωραία, και πως θα κολυμπούσαν όλη μέρα αν ήθελε. Μετά η Βάρσελ έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στα όνειρα, γλυκά και ανέμελα. * Η ελαφριά βάρκα εμφανίστηκε μέσα απ’ τα δέντρα του βάλτου. Ο Μπι πάτησε στο νερό και την τράβηξε στην όχθη. Ο πατέρας της Βάρσελ πλησίασε γελώντας, ενώ η μητέρα της έτρεξε να τη φιλήσει. «Μην μου το ξανακάνετε αυτό, να φύγετε έτσι! Πώς είναι τα μικρά;» «Έτοιμα να βγουν πια. Δεν φαίνεται;» Φαινόταν. Το βράδυ, μετά το φαγητό, όπου εξιστορήθηκαν με κάθε λεπτομέρεια όλες οι ασχολίες του ζευγαριού κατά την απουσία τους, (όπως το πότε κολυμπούσανε και πού, τι έτρωγαν, πώς ήταν ο τόπος και τι έλεγαν με τους Αλάρ), η Βάρσελ και ο Μπι αντάλλαξαν μία παρατεταμένη αγκαλιά στην πόρτα του Μπαρ Ίσμπα, και φιλήθηκαν. Η Βάρσελ ένιωθε πολύ κουρασμένη. Το μόνο που κατάφερε να του πει ήταν «Να πηγαίνουμε κάθε χρόνο, εντάξει; Την ίδια εποχή.» Και αποσύρθηκε στο κλαδί της, το οποίο είχε ήδη ετοιμάσει τα τέσσερα παρακλάδια, προσωρινά κρεβατάκια για τα μωρά που θα γεννιόνταν από ώρα σε ώρα. Όταν θες απλά να φύγεις.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted July 27, 2010 Share Posted July 27, 2010 Γλυκό, όμορφο, καλοκαιρινό και εξωγήινο, σαν την παραλία του Παρατηρητή ή το παζάρι της Deadend. Η πολυτάλαντη Cassandra Gotha ανταποκρίνεται στις περιστάσεις και μας χαρίζει ονειρεμένες, φανταστικές διακοπές, βγαλμένες από... αυτοβιογραφικές (να τολμήσω να πω) καταστάσεις και φαντασιώσεις. Ένα όνειρο μακριά από την ρουτίνα και την διαπίστωση ότι η πλεγμένη πλοκή προκαλεί ενοχλητικό ιδρώτα. Καλό Καλοκαίρι και σε σένα Άννα! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Zaratoth Posted July 27, 2010 Share Posted July 27, 2010 Ένα ωραίο κείμενο που στην αρχή με ενοχλεί η έλλειψη ανάλυσης του κόσμου, αλλά με ένα μαγικό τολμώ να πω τρόπο καταφέρνει στην πορεία με την περιγραφή της να με κάνει να ξεχάσω τις ενστάσεις μου. Από τη στιγμή που περνάνε τη λίμνη και μετά με έχουν τραβήξει η περιγραφή και τα δρόμενα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted July 27, 2010 Share Posted July 27, 2010 Η δεύτερη ουρά στο διαγωνισμό, σε φάντασυ αυτή τη φορά (κι όπως έλεγα και πιο πριν στην Τέτη - πολύ φάντασυ όμως) πράγμα που εμένα με συνασπάζει έτσι κι αλλιώς. Έχουν περισσότερα κοινά από την ουρίτσα αυτές οι δύο ιστορίες, η κάθε μία στο είδος της σαφέστατα. Είναι καλοδουλεμένη, απόλυτα ονειρική, δεν είναι κι αυτή εδώ τόσο πολύ ιστορία, όσο μια απόλυτα ταξιδιάρικη αφήγηση. Μου αρέσουν τα είδη σου και θα ήθελα να δω τι θα έβγαζε ο δεσμός τους Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Drake Ramore Posted July 27, 2010 Share Posted July 27, 2010 Σε αυτήν την ιστορία μπορώ να κάνω copy-paste αυτούσια τα σχόλια που έκανα στην ιστορία της Deadend. Εκεί είναι η επιστημονικής φαντασίας κοσμπλασία και η τεχνολογική ανάλυση που φορτώνουν την ιστορία, εδώ η κοσμοπλασία ή ονοματοπλασία και η γλωσσοπλασία. Η ιστορία έχει πολύ όμορφες εικόνες, αλλά σε τόσο μικρό μέγεθος δεν κατάφερα να αφομοιώσω όλα αυτά τα θαυμαστά πράγματα και έμειναν μόνο εικόνες. Τελικά τώρα που το σκέφτομαι (και διαβάζοντας παράλληλα και τα σχόλια στην ιστορία σου) ίσως να είναι περισσότερο θέμα προτιμήσεων που δεν μπορώ να απολαύσω τέτοιες ιστορίες και να μην φταίει καν η ιστορία. Ίσως το ίδιο να ισχύει και στης Τέτης...χμμμ Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Παρατηρητής Posted July 28, 2010 Share Posted July 28, 2010 Όμορφο, μαγικό και νεραιδένιο. Η ζωηρή φαντασία της Κασσάνδρας μας μεταφέρει στο Μικρό Βασίλειο των νεραιδών, παρουσιάζοντας νέα πλάσματα με δικές τους ιδιότητες και δική τους γλώσσα (η οποία ηχητικά μου άρεσε πολύ). Το διήγημα έχει κάτι από τη μαγεία κάποιας θερινής νύχτας όπου πυγολαμπίδες κάνουν κύκλους στον αγρό, κάτι τέτοιο μου θύμισε. Κι επειδή τα καλοκαίρια και οι διακοπές κρύβουν μέσα τους τον έρωτα, η Κασσάνδρα φρόντισε να μας το θυμίσει χρησιμοποιώντας το ερωτικό στοιχείο ως κεντρικό θέμα της ιστορίας. Πολύ καλό και θα ήταν σίγουρα καλύτερο αν συνοδευόταν απο έγχρωμη εικονογράφηση. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
christina Posted July 28, 2010 Share Posted July 28, 2010 Πολύ όμορφα γραμμένο, δροσερό και ρομαντικό. Μου άρεσε. Όμως αν και νομίζω οτι κατάλαβα γιατί ο ένας μιλάει στη δική του γλώσσα και ο άλλος οχι, κάπως με ξένισε αυτο το σημειίο, προσωπικη μου γνώμη φυσικά.. Καλό καλοκαίρι... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted July 28, 2010 Share Posted July 28, 2010 Πολύ γλυκιά και όμορφη ιστορία. Η περιγραφή των τοπίων κάνει το μυαλό σου να γεμίζει με εικόνες από μαγικούς κόσμους. Σίγουρα κάνει κάποιον να θέλει να πάει διακοπές σε κείνα τα μέρη. Μου άρεσαν τα πλάσματά σου και διασκέδασα πολύ με τους διαλόγους. Από την άλλη, με δυσαρέστησε το γεγονός ότι δεν υπήρξε κάποιο μικροεπεισόδιο στην ιστορία. Σκεφτόμουν συνεχώς: Πού είναι αυτό το καταραμένο Τρολ; :Ρ Ίσως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα οικογενειακό/αισθηματικό φάνταζυ διήγημα, με καταπληκτική απόδοση των εικόνων και των συναισθημάτων. Καλό απόγευμα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
deadend Posted July 28, 2010 Share Posted July 28, 2010 Παν βερίτ-σε καν μραρ σε ίμμιεν, σημαίνει: Πάμε μαζί στην λίμνη των άστρων. Ωραίο και αληθοφανές κλίμα, σπουδαία γλωσσοπλασία, υποκλίνομαι! Εύχομαι φανταστικές διακοπές σε όλους κι αν βρείτε ένα τέτοιο μέρος μην γυρίσετε πίσω και μην το πείτε το δρόμο σε κανέναν. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted July 30, 2010 Share Posted July 30, 2010 Καλό γράψιμο, ωραίες εικόνες, όμορφη κοσμοπλασία που δυστυχώς ήταν το μοναδικό ενδιαφέρον στην αφήγηση καθώς τελικά... Δεν συνέβαινε τίποτα. Οκ, σε κρατούσε ως το τέλος, αλλά όταν έφτανες εκεί... Χμ, ήθελες κάτι τελοσπάντων! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Adicto Posted July 30, 2010 Share Posted July 30, 2010 Η κοσμοπλασία ήταν εκεί (και έχεις ταλέντο σε αυτήν), οι περιγραφές ήταν ευφάνταστες, το κείμενο έρεε γλυκά και η γραφή ήταν αψεγάδιαστη. Κάτι μου έλειψε όμως και εμένα όπως και του Σόλονορ. Ήθελα κάτι πιο στέρεο σαν κεντρική ιδέα, κάτι που θα με έβαζε και μένα στον κόσμο των πλασμάτων σου. Είναι μία υπέροχη αφήγηση, που εξαντλέιται όμως στις περιγραφές, δίχως κεντρική ιστορία. υγ Ίσως βέβαια να λέω απλώς μπούρδες και να ανήκω και εγώ στην ίδια κατηγορία αναγνωστών με τον Ντρέηκ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted July 31, 2010 Author Share Posted July 31, 2010 Αγαπητή Cassandra Gotha. Η ιστορία σου μου άρεσε. Κύλισε ευχάριστα και ταξιδιάρικα. Ήταν μέσα στο κλίμα των διακοπών. Όμως, αν ήθελες να πετύχεις κάτι παραπάνω, με ένα τέχνασμα ας πούμε, να δείξεις στον αναγνώστη την φύση των διακοπών, με λύπη σε πληροφορώ ότι απέτυχες. Η απουσία πλοκής είναι εξαιρετικά δύσκολο πράγμα. Θέλει δουλειά, να γνωρίζεις πολύ καλά τα εργαλεία και το θέμα σου. Εσύ μου έδωσες την εντύπωση ότι ξεκίνησες την κατασκευή του μικρού σου οικοδομήματος χωρίς να έχεις μαζί σου αρκετά καρφιά. Και φαίνονται οι τρύπες αγαπητή μου. Σας ευχαριστώ όλους για την ανάγνωση και τον σχολιασμό. Ό,τι μου γράψατε ήταν χρήσιμο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
manstredin Posted August 6, 2010 Share Posted August 6, 2010 (edited) Κύλησε πολύ άνετα και ευχάριστα, η γραφή ήταν στρωτή και έρεε και κατάφερες να ου δώσεις την εικόνα αυτών των δυο πλασμάτων και των κόσμων τους χωρίς κουραστικές περιγραφές. Πρέπει όμως να ομολογήσω πως εν μέρει συνέχισα να διαβάζω για να δω αν θα υπήρχε κάποια ανατροπή παρακάτω. Η κοσμοπλασία ήταν όμορφη, αλλά δεν κατόρθωσε να με απορροφήσει απόλυτα, ίσως λόγω έλλειψης δράσης. έντιτ: το παραπάνω σχόλιο έγινε πριν να διαβάσω των υπολοίπων χεχ. Edited August 6, 2010 by manstredin Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted August 8, 2010 Share Posted August 8, 2010 Μια χαρά η ιστορία. Οι διάφορες φανταχτερές λεπτομέρειες του κόσμου των ηρώων σου λειτούργησαν για μένα. Οι διακοπές είναι εκεί και ο λόγος κινείται σε καλό επίπεδο. Η πλοκή δεν έχει κάποια κορύφωση, ωστόσο, μέσα στον μαγικό κόσμο της ιστορίας, αυτό μοιάζει να περνάει σχετικά απαρατήρητο, τουλάχιστον διαβάζοντάς την για πρώτη φορά (με μια δεύτερη νομίζω ότι κάποιος μπορεί να το εντοπίσει αυτό). Περίμενα ένα κάποιο μεγαλύτερο πανηγύρι (από την πρωταγωνίστρια) με το που ο Μπι προτείνει στην Βαρσέλ το μέρος των διακοπών τους. Κάποιες από τις λέξεις που έχεις φτιάξει ήταν πολύ οκ... σαν να θύμιζαν πραγματικές λέξεις ή κάτι τέτοιο (πχ το 'πόττε' κι αυτό το 'Μπι βα μιεν') ΥΓ: Για κάποιον λόγο, μου φάνηκε ότι θα ήταν πιο φυσιολογικό να έχει γνωρίσει η Βαρσέλ την οικογένεια του Μπι (έστω), οπότε οι μεταξύ τους συστάσεις με ξένισαν κάπως. Οι ιστορίες σου (μέσα στο λίγο διάστημα που διαβάζω κείμενά σου) γίνονται ωραίες, καλογραμμένες ιστορίες. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted August 8, 2010 Author Share Posted August 8, 2010 Ευχαριστώ παιδιά. Dagoncult, πάντα όταν μου γράφεις σχόλια έχουμε υλικό για κουβέντα (ή, τέλος πάντων έχω υλικό για σκέψη). Το ότι αυτή τη φορά δεν έχω να σου πω απαντήσω τίποτα, δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό. Χίλια ευχαριστώ για τα καλά λόγια: Οι ιστορίες σου (μέσα στο λίγο διάστημα που διαβάζω κείμενά σου) γίνονται ωραίες, καλογραμμένες ιστορίες. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Innerspaceman Posted September 3, 2010 Share Posted September 3, 2010 (edited) Ονειρική ατμόσφαιρα και ταξιδιάρικη με συνεπείρε ο κόσμος σου Cassandra! Ήμουν μέσα σε αυτόν. Έρεε σαν σαν αστέρια που πέφτουν, σαν βροχή μέσα σε όνειρο, σαν πολλά μωρουδίστικα γέλια; Δυνατή εικονοπλασία ιδικά μερικά σημεία όπως: Εκείνη χαμογέλασε και η ουρά της τυλίχτηκε ντροπαλά στους αστραγάλους της. Φιλί. Ηχηρό. Καρδιοχτύπι και αγκάλιασμα. Το κωνικό φύλλο Ούμπαπ σερνότανε αργά πάνω στα νερά του βάλτου. ήταν εξαίσια, τα είδα μπροστά μου! Μόνο αρνητικό ίσως, μου φάνηκε απο αρχής μέχρι τέλους σαν να διαβάζω ένα κομμάτι μιας πολύ μεγαλύτερης ιστορίας. Η γλώσσα που έπλασες είναι πιστικότατη και επιτελεί τον σκοπό της. Τώρα όμως, δεν είμαι σίγουρος ότι πολυκατάλαβα τι γίνεται με την γλώσσα και με τα παιδάκια που γεννήθηκαν. Υπονοείται σε κάποια σημεία ή στο τέλος κάτι αλλά δεν είναι σαφές αν θέλει να πει ο ποιήτης κάτι παραπάνω απ' το πιο προφανές . Μάλλον ή δεν το διάβασα προσεχτικά ή μου απόσπασε την προσοχή η όμορφη κοσμοπλασία σου, χωρίς να δώσω ιδιαίτερο βάρος σε αυτά τα στοιχεία δράσης- πλοκής. Επ' ευκαιρίας θυμάμαι κάτι πολύ εύστοχο και βαρυσήμαντο που είχα διαβάσει κάπου , με το οποίο συμφωνώ και επαυξάνω: Η διαδικασία της ανάγνωσης, λέει, δεν είναι καθόλου λιγότερο σημαντική υπόθεση απο αυτή της συγγραφικής. Μάλλον πρέπει να το ξαναδιαβάσω άλλη μια φορά. Edited September 3, 2010 by Innerspaceman Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mindtwisted Posted June 10, 2011 Share Posted June 10, 2011 Ω, την έχω διαβάσει πολλές φορές αυτή την ιστορία. Κάθε λίγους μήνες την ξαναθυμάμαι. Εντάξει, μπορεί να μην έχει κάποια συγκλονιστική ανατροπή η κάτι παρόμοιο, αλλά είναι σαν το θαλασσινό αεράκι που φυσάει όταν έχεις χαλαρώσει κάτω απ' την ψάθινη ομπρέλα στην παραλία. Αυτή την αίσθηση μου βγάζει. (Επίσης, δεν ξέρω γιατί, αλλά κάτι έχω πάθει με την πρώτη παράγραφο. Αυτό το δέντρο θα ήθελα να το έχω στον κήπο μου, .) Μια και πλησιάζουν οι διακοπές λοιπόν, αποφάσισα τελικά να σχολιάσω για να την ξαναθυμηθούμε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted June 10, 2011 Author Share Posted June 10, 2011 (edited) Απίστευτο! (Που θυμάσαι ακόμα αυτό το τυλιγμένο γλυκάκι ντε). είναι σαν το θαλασσινό αεράκι που φυσάει όταν έχεις χαλαρώσει κάτω απ' την ψάθινη ομπρέλα στην παραλία. Ναι! Ναι, αυτό είναι! Κάποιος το έπιασε! Ευχαριστώ... Edit για να μην είμαι άδικη: όχι, εντάξει, δεν το έπιασες μόνο εσύ. Τα σύκα σύκα και η σκάφη σκάφη. Edited June 10, 2011 by Cassandra Gotha Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.