Jump to content

Άλλια


Nienor

Recommended Posts

Πάρτε ένα καριώτικο παραμύθι μου, μιας και το βράδυ την κάνουμε προς τα εκεί. Το είχα γράψει νομίζω κάποια στιγμή πρόπερσυ κι έλεγα να το στείλω σε κάποιο διαγωνισμό στον οποίο δεν πήγε ποτέ. Well, το συμπαθώ κι είπα να σας το δείξω :)

 

Όνομα Συγγραφέα: Κιάρα

Είδος: ώχουυυυ

Βία; Μπα, ελάχιστα πράγματα

Σεξ; Υποτυπωδώς

Αριθμός Λέξεων: 2.275

Αυτοτελής; γιαπ

Σχόλια: Να είστε αμίληκτοι κτλ, τα ξέρετε :p

 

 

 

Άλλια

 

 

Στεκόταν κι αγνάντευε το πέλαγος με τα μαύρα, μακριά της μαλλιά να ανεμίζουν σα σμήνος κοράκια στο δειλινό. Μια λιγνή φιγούρα μπροστά στην οργή της θάλασσας, που ο βοριάς γύρευε να τη βγάλει όλη στην ακτή. Μαύρα μαλλιά, μαύρο φουστάνι κι η αλμύρα του πελάγους γύρω της, να την τυλίγει με μάγια κόντρα στο φως του δειλινού. Έτσι τη θυμάμαι. Αλλιώτικα δε μπορώ να στην περιγράψω.

 

 

 

Τον Σεπτέμβρη του ’28, ο αδερφός μου, ο Ξενοφός, έφαγε απόγευμα και βράδυ στο καφενείο του Θεόφιλου στην Αρέθουσα, να πίνει και να πίνει ώσπου σούρωσε. Η μάνα μου με έστειλε να τον μαζέψω άμα νύχτωσε και πέρασαν οι φίλοι του από την αυλή μας, χωρίς εκείνον, για τα σπίτια τους.

 

Πήγα και τον βρήκα και τότε μου τα ‘πε.

 

 

 

Ο Ξενοφός ήταν τότε δεκαεφτά χρονών κι όχι μόνο ήταν καλό παλικάρι, και ήδη οι μανάδες στο χωριό τον καλοκοιτούσανε για τις κόρες τους, μα ήταν κι άξιος. Τέτοια αγόρια, λένε, νωρίς είναι που πρέπει να τα καπαρώνεις, μικρά. Ο Πεύκος τον κορόιδευαν από μικρό. Ήταν ψηλός και νταβραντισμένος και οι πλάτες του μεγάλες· κάτι χέρια σαν βραχάκια και κουπιά για παλάμες. Ήταν και μελαχρινός, όπως κι η μάνα, και είχε κάτι μάτια μελιά και μεγάλα, με βλεφαρίδες σαν αγελάδας να τα σκεπάζουν, κι ένα βλέμμα γλυκό τόσο, που λιγωνόσουν άμα σε κοιτούσε. Εγώ τον καμάρωνα που ήταν αδερφός μου, μα έβλεπα και τις κοπελιές πως τον κοίταζαν όταν χόρευαν καριώτικο δίπλα του στα πανηγύρια και στα «ώωω» του χορού απάνω, εκείνον κοίταζαν κι όχι το αριστερό το πόδι που πετούσαν ψηλά.

 

Σου έμοιαζε πολύ, ήταν έτσι ανήσυχος όπως κι εσύ και ο τόπος πουθενά δεν τον χωρούσε. Όλο έφευγε κι ανέβαινε στο βουνό πάνω από το χωριό και κατέβαινε με τσουβάλια βότανα, αργά το βράδυ. Αλλά μόνο πρόφαση ήτανε και λίγη ώρα του έπαιρνε για να τα μαζέψει. Καμιά φορά με έπαιρνε μαζί του, καθόμασταν κάτω από τον μεγάλο πλάτανο στην πηγή του ρέματος, που κατεβαίνει ως τον Δρούτσουλα, κι αράζαμε εκεί στην σκιά για ώρες.

 

Στο βουνό είχε περάσει και τη μέρα, που το βράδυ της γύρισε σπίτι αμίλητος. Κι από τότε δεν ξαναγέλασε, ως τη νύχτα εκείνη του Σεπτέμβρη που σούρωσε και μου τα ξέρασε όλα. Τρεις μήνες μετά. Τρεις μήνες ήτανε σιωπηλός, έτρωγε με το ζόρι, κοιμόταν ελάχιστα και τις δουλειές του τις έκανε σα χαμένος.

 

Η μάνα κόντεψε να τρελαθεί. Δε μπορούσε να καταλάβει πως το παλικάρι της είχε καταντήσει έτσι, ίσκιος εκείνου που ήτανε και χαμένος. Έλεγε βέβαια ότι τούτο εκείνης για καψούρα της φαινότανε, κι εγώ της απαντούσα πως δεν ήξερα κανέναν που να πέθανε από έρωτα και να μη φοβάται. Άσχετα που έτρεμε κι εμένα το φυλλοκάρδι μου, μπας κι είχε σαλτάρει ο αδερφός μου εντελώς. Καμιά μας δεν μπορούσε να προβλέψει το δίκιο που είχε η άλλη.

 

Εκείνος, κάθε που τον ρωτάγαμε, μας απαντούσε «παρατάτε με» κι έφευγε από το σπίτι. Ούτε και οι φίλοι του που τους έπιασα κάποτε να τους ρωτήσω ήξεραν να μου πουν. Κι εκείνοι τα μεσάνυχτα τα δικά μας είχανε.

 

Κάθε που έφευγε για το βουνό, η μάνα κόρωνε από το κλάμα και μια φορά με έστειλε ξωπίσω του. Κατάφερα να φτάσω στον πλάτανο χωρίς να με πάρει χαμπάρι, παρόλο που δεν ήμουνα ποτέ καλή στην ανάβαση, και τον είχα δει να κάνει ότι κάναμε συνήθως εκεί. Άπλωσε τις αρίδες του και κοίταζε τα νερά με εκείνο το απλανές βλέμμα που είχε κι άμα ήτανε στο σπίτι. Καμία διαφορά, τίποτα γρουσούζικο ή παράξενο.

 

 

 

Τη νύχτα εκείνη του Σεπτέμβρη όμως, τον έπιασα μπόσικο μέσ’ το μεθύσι του και μου τα ξέρασε όλα. Είχε πλαγιάσει, μου ‘πε, με μια ανεράδα και τώρα να την ξαναβρεί δε μπορούσε.

 

«Τι λες, βρε αδερφέ;» Του έλεγα εγώ. «Βρήκες τη νύμφη να λούζεται και κατάφερες και να την πιάσεις και να τη χαλάσεις;»

 

«Ναι,» μου απάνταγε εκείνος «κι ήταν όμορφη σαν την Παναγιά.»

 

«Χωριό άλλο εδώ κοντά δεν έχει, πες μου ποια είναι και θα την έχεις. Αφού το ξέρεις, όλες σε θέλουν.»

 

Τίποτα εκείνος, τα ίδια και τα ίδια. Ανεράδα ήτανε, έλεγε, της πήρε τη μαντίλα της που την είχε απλωμένη στον πλάτανο κι εκείνη για την πάρει πίσω του έδωκε το κορμί της. Κι αυτός τώρα είχε χάσει τα μυαλά του. Και ήμουνα σίγουρη πως τα είχε χάσει, είτε από την ανεράδα ήτανε, είτε από κάποια άλλη, με αυτά που μου έλεγε χαμένα τα είχε. Και τόσο επέμενε που κόντεψα να τον πιστέψω κιόλας το βράδυ εκείνο. Και μακάρι δηλαδή να τον είχα πιστέψει γιατί ίσως γλυτώναμε τη συμφορά.

 

Πάντως οι τρίχες στο σβέρκο μου είχαν σηκωθεί ολόρθες. Το καφενείο είχε ώρα κλείσει κι ο Θεόφιλος έβλεπε το τρίτο του όνειρο άμα σηκωθήκαμε πια να πάμε σπίτι. Έβαλα τα ποτήρια και την άδεια μποτίλια από το τσίπουρο στο πεζούλι του παραθύρου και κινήσαμε να ανέβουμε σπίτι. Στο δρόμο με όρκισε στην Παναγιά να μην τα πω σε κανένανε, και δεν τα είπα κιόλας δηλαδή, έξω από μια κουβέντα στη μάνα για να μη σκάσει και τη χάσουμε: «Σεβντάς είναι, μάνα, μην ανησυχείς.» Κι εκείνη σταυροκοπιόταν καμιά ώρα μουρμουρίζοντας «δόξασι».

 

Μα και που μου τα ‘πε, δεν άλλαξε κάτι σπίτι μας, όπως ήταν συνέχισε να είναι ο Ξενοφός και χειρότερα γιατί αντί να του σιγάζει μέσα του όσο περνούσε ο καιρός, εκείνο φούντωνε και σαν αγρίμι έμοιαζε ο αδερφός μου, σαν ατσίδα κλεισμένη σε στενό κλουβί.

 

Και ήρθαν και περάσαν οι μανίτες, τα κάστανα κι οι καριβόλοι, ήρθε το χιόνι του Δεκέμβρη και χουχουλιάσαμε δίπλα στην ξυλόσομπα, μαγειρέψαμε ένα καλοκαιρινό κατσικάκι και χαιρετίσαμε τον καινούργιο χρόνο που ήρθε και ο Ξενοφός γυρισμό κοντά μας δεν είχε. Είχαμε πιστέψει τότε πια πως το γέλιο του είχε χαθεί για πάντα και δε θα το ξανακούγαμε ποτέ. Μέχρι που εκείνη τη μέρα του Φλεβάρη έφτασε σπίτι μας η Άλλια.

 

 

 

Κατέβαινα το μονοπάτι που βγάζει στο γιοφύρι της Πέρα Αρέθουσας όταν την είδα για πρώτη φορά. Λευκή σα χιόνι, με κατάμαυρα μαλλιά που γυάλιζαν στις λίγες ηλιαχτίδες που την εύρισκαν, περνώντας μέσα από τα φύλλα της κουμαριάς στο γιοφύρι, και για μάτια δυο γάλανθους φρεσκοκομμένους από το βουνό. Φορούσε ένα λευκό φουστάνι, αλέρωτο και λαμπερό, σα νυχτικό και στην αγκαλιά της κρατούσε ένα βυζανιάρικο μωρό, που μεγάλο για το μπόι της έμοιαζε, μελαχρινό.

 

«Καλήν εσπέρα» μου είπε, με μια φωνή που έμοιαζε νεράκι γάργαρο που κυλά σε ολάνθιστο περιβόλι.

 

«Καλή και σε ‘σένα» της απάντησα χάσκοντας.

 

Σπάνια βλέπαμε νέα μούτρα στο χωριό. Στην Αρέθουσα για να φτάσει κανείς πρέπει να έρχεται στην Αρέθουσα, γιατί πέρασμα για άλλο χωριό δεν είναι. Έτσι, τους ταξιδιώτες από τα άλλα χωριά τους περιμέναμε πάντα, αφού μηνούσαν πότε θα ‘ρθουν.

 

«Που μένει ο Ξενοφός;» Με ρώτησε σαν να μην έτρεχε τίποτα το περίεργο.

 

«Ο αδερφός μου ο Ξενοφός;» Άκουσα τον εαυτό μου να της αντιγυρνάει την ερώτηση.

 

Εκείνη με χάζεψε λίγο, με περιεργάστηκε κι ύστερα χαμογέλασε και μου ‘γνεψε καταφατικά.

 

Ήμουν ακόμα σαστισμένη άμα φτάσαμε σπίτι. Βρήκαμε τη μάνα στην αυλή να κεντάει βελονάκι σιγομουρμουρίζοντας. Η κοπέλα πήγε κατευθείαν προς το μέρος της και πριν προλάβω να βγάλω άχνα, γυρνάει και της λέει:

 

«Ήρθα μάνα και σού ‘φερα τον εγγονό σου.»

 

Και η μάνα μου πετάει το βελονάκι της καταγής, μπήγει τα κλάματα και την αγκαλιάζει. Κι εγώ μένω σύξυλη, σα στήλη άλατος και κοιτάζω μια τη μια και μια την άλλη, μπας και βγάλω άκρη. Άμα γύρισε ο Ξενοφός, η μάνα είχε ήδη στρώσει μια κούρνια του μωρού και είχε βγάλει γλυκό του κουταλιού στην Άλλια.

 

«Αυτό είναι το χριστιανικό σου;» Την είχα ρωτήσει εγώ όταν άκουσα πρώτη φορά το όνομά της. Εκείνη με είχε κοιτάξει απορημένη, μα δεν πρόκαμε να μου απαντήσει γιατί τότε την είδε ο Ξενοφός, πέταξε κάτω το δεμάτι τα ξύλα που κουβαλούσε και έτρεξε κοντά της.

 

Αργότερα μας είπε πως η γυναίκα αυτή θα γινόταν γυναίκα του, πως την αγαπούσε και μαζί της θα ζούσε στο εξής.

 

«Από πού έρχεσαι κόρη μου;» Τη ρώτησε κάποτε η μάνα σαν πήρε να σουρουπώνει.

 

«Από την Πηγή» της αποκρίθηκε εκείνη, κι η μάνα ησύχασε γιατί νόμισε πως της μιλούσε για το χωριό που είναι πάνω στη Μεσαριά, σιμά στο Φραντάτο και το λένε Πηγή. Κι ας μου σηκώθηκε εμένα η τρίχα μου κάγκελο, γιατί είχα άλλη γνώμη για την πηγή από όπου ερχόταν. Η νύχτα εκείνη ήταν η ομορφότερη που είχαμε περάσει τους τελευταίους εννιά μήνες. Το φεγγάρι ήταν ολόγιομο έξω από το παράθυρο και μέσα στην κάμαρα φωνές και γέλια, το γέλιο του Ξενοφού που νομίζαμε πως δε θα ακούγαμε ξανά, αντηχούσαν παντού. Μπρούσκο κρασάκι έρεε σα νερό στα λαρύγγια μας και μανίτες τουρσί κατέβαιναν έδεσμα στα στομάχια μας.

 

Το χωριό που θα μιλούσε και θα μας έπιανε στο στόμα του κανείς από τους τέσσερίς μας δεν το σκέφτηκε εκείνη τη νύχτα. Έτσι νόμισα τουλάχιστον εγώ. Μα την επόμενη μέρα, όταν η Γαρυφαλλιά ήρθε σπίτι και μας έφερε μήλα από τη μηλιά της, η μάνα ήταν έτοιμη. Της γνώρισε την Άλλια, σαν να την ήξερε από χρόνια και της είπε κι από πάνω, ότι για τον αρραβώνα του γιου της με το κορίτσι από την Πηγή δεν είχε μιλήσει σε κανέναν για να μην τον γλωσσοφάνε. Και η Γαρυφαλλιά τα ‘χαψε όλα.

 

Το παιδί βέβαια δε μπορούσε να κρυφτεί και κουβεντιάστηκε πολύ, μα όποιος γνώριζε τη μάνα του ξεχνούσε πως το ζευγάρι δεν το είχε ευλογήσει παπάς προτού να γεννηθεί. Όλοι την αγαπούσαν σαν κόρη τους με την πρώτη ματιά και, για να είμαι ειλικρινής, κι εγώ ακόμα, παρόλο που με έτρωγε ακόμα η έννοια του μεταφυσικού, την είχα συμπαθήσει εξαρχής και μέσα σε λίγες μέρες την αγαπούσα σαν αδερφή. Δεν ήταν και λίγο φυσικά που ο Ξενοφός μας είχε βρει το γέλιο του κι έτρωγε ξανά, μα και το κορίτσι, ήταν δεν ήταν ανεράδα, ήταν ευγενικό και έδειχνε τίμιο. Το παιδί της το αγαπούσε και το φρόντιζε, στο Στέφο φερόταν μπέσα και από δουλειές έπιαναν τα χέρια της. Τι άλλο να θέλαμε;

 

Σε λίγους μήνες μέσα όλοι την ήξεραν πια και τη λογάριαζαν δικιά τους. Χώρια που περίμεναν και το γλέντι του γάμου. Ο παπάς θα ερχόταν απ’ τον Έβδηλο να ευλογήσει το ζευγάρι στην Αγία Μαρίνα του χωριού μας, στις 21 του Μάρτη, στο ηλιοστάσι.

 

Ο καιρός είχε ανοίξει μέχρι τότε και οι πλαγιές ανθισμένες καλωσόριζαν την άνοιξη μετά το βαρύ χειμώνα. Ήταν γεμάτες βιολετί ανάματα, μαργαρίτες και γάλανθους όταν κατεβήκαμε από τα μονοπάτια μέχρι το Κυπαρίσσι, την παραλία κάτω από την πλαγιά όπου είναι σκαρφαλωμένη η Αρέθουσα, και ευωδίαζαν φρέσκα. Κάτω, στην Κορακιά, στα δεξιά της ακτής, όπου λένε πως κάποτε μόνο εκεί είχαν κοράκια τις φωλιές τους δίπλα στο νερό, τα βράχια χώνονται μέσα στη θάλασσα και φτιάχνουν εκεί μικρές, άγριες στεριές κι άμα έχει λίγο έστω κύμα και φυσάει βοριάς και την ανταριάζει, τις κουκουλώνουνε και βλέπεις μια τα βράχια, μια τους αφρούς, σαν να παίζουνε παιχνίδι στα μάτια σου.

 

Αυτά στεκόταν και κοιτούσε η Άλλια, φορώντας εκείνο το μαύρο φουστάνι, που η μάνα κάθε που την έβλεπε με αυτό έφτυνε τον κόρφο της. Στεκόταν και κοιτούσε τα κύματα να παλεύουν τους βράχους ώρες ολόκληρες κι ο Ξενοφός πίσω της χάζευε εκείνη. Τα μάτια του από πάνω της ποτέ δε μπορούσε να τα πάρει. Ακόμα κι άμα φύτευε στο περιβόλι ή έκοβε ξύλα για τη σόμπα, εκείνη κοιτούσε κι από θαύμα δεν είχε κουτσουρέψει τα πόδια του.

 

Δυο βδομάδες θέλαμε ακόμα τότε για το γάμο, μα η Άλλια από τη μέρα εκείνη δεν συνήλθε ποτέ. Χαμένη έμοιαζε σε όλο το δρόμο που κάναμε για το σπίτι. Δεν την κούρασε η ανηφόρα καθόλου, στιγμή δεν παραπονέθηκε, μα σα φτάσαμε στην αυλή πήγε στην κάμαρή τους και κοιμήθηκε για τρία μερόνυχτα συνέχεια. Ύστερα δε μας ξαναμίλησε. Κουβέντα δε βγήκε από το στόμα της. Για μέρες περιφερόταν στο σπίτι σιωπηλή, χλωμή σαν αερικό –τότε ήταν που θυμήθηκα ξανά πως ίσως και να ήταν- με τα μαλλιά να κρέμονται στους ώμους της και τα μάτια της να λάμπουν απόκοσμα. Ο Ξενοφός χρυσή την έκανε για να του πει μια λέξη ή να φάει μια μπουκιά, μα εκείνη τίποτα. «Έλα, κόρη μου, σε παρακαλώ» έλεγε η μάνα κάθε που έστρωνε τραπέζι, μα εκείνη τίποτα. Μόνο που δέχτηκε να προβάρει το νυφικό της μάνας μου και να την αφήσει να της το στρώσει στα μέτρα της, μα για τους δικούς της που τη ρωτούσε πότε θα ‘ρθουν για το γάμο κουβέντα.

 

Και την προηγούμενη του γάμου τους, βγήκε από το σπίτι με το νυφικό, τη νύχτα, χωρίς να την ακούσει κανείς και χάθηκε. Φεγγάρι δεν είχε και ήταν θεοσκότεινα. Κανείς δεν την ξαναείδε κι ούτε και μιλούσαν για κείνη στο χωριό, σα να μην είχε πότε ζήσει ανάμεσά τους. Ο Ξενοφός όμως την έψαχνε μέρα και νύχτα κι ο γάμος φυσικά ματαιώθηκε. Και μέσα σε μια ακόμα εβδομάδα χάσαμε κι εκείνον. Έπεσε από την πεζούλα του Αποστόλη, εφτά μέτρα κάτω, κατευθείαν στο νεκροταφείο, κι έσπασε το σβέρκο του. Κάποιοι ψιθύριζαν πως την είδε κι έτρεξε να την πιάσει κι έτσι έγινε το κακό. Κανείς μας δεν το γνωρίζει στ’ αλήθεια όμως. Η μάνα, ύστερα από αυτό δεν άντεξε πολύ. Έσβησε σα σπαρματσέτο ύστερα από λίγους μήνες.

 

Κι η δική μου η καρδιά ήταν κομμάτια. Όμως ήσουνα κι εσύ. Είχα μείνει μόνη μαζί σου κι εσύ ήσουνα ακόμα μωρό κι είχες την ανάγκη μου. Και σε μεγάλωσα σα δικό μου παιδί, παρόλο που ένα ράκος ανθρώπινο ήμουνα ύστερα από όλο τούτο το κακό. Εσύ μου έδινες τη δύναμη να συνεχίσω, γιατί αθώο ήσουνα για το φονικό. Όπως κι αν έγιναν τα πράγματα αληθινά, ό,τι κι αν δεν ξέρουμε, εσύ ανάμειξη δεν είχες. Ένα παιδάκι που του ‘μελλε να ορφανέψει κι από μάνα κι από πατέρα νωρίς. Τι έφταιγες; Κι ακόμα κι αν η μάνα σου ήταν ανεράδα, στοιχειό κακό, καλομοίρα ή αερικό, ο πατέρας σου ήταν αδερφός μου. Μα κι έτσι να μην ήτανε, πάλι θα σε αγαπούσα.

 

Τούτη είναι όλη η ιστορία και τώρα την ξέρεις.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Nienor, από 'μένα δεν θα πάρεις αυτό που πάντα ζητάς. Με συγχωρείς, αλλά δεν πρόκειται να ξεψειρίσω αυτό το πανέμορφο παραμύθι για να βρω ψεγάδια, να σκεφτώ τι και αν θα μπορούσε να το κάνει καλύτερο, τι μπορεί να του λείπει.

 

Τίποτα δεν θα βρω. Είναι μία από τις ιστορίες σου που με κάνεις να νιώθω υπέροχα, μελαγχολικά, ανάλαφρα όπως μόνο μ' αυτές γίνεται. Είναι μία αβίαστη βουτιά στη φαντασία, και οι εικόνες που μένουν είναι αυτές που πάντα κάνουν την ψυχή μου να πετά χαρούμενη και ελεύθερη. Θάλασσα άγρια, νύχτα και αστέρια.

 

Να είσαι καλά και να μου χαιρετίσεις το φεγγάρι από το αγαπημένο νησί. (Ναι, το φεγγάρι είναι ίδιο αλλά και διαφορετικό σε κάθε μέρος, μη γελάτε)! :holiday:

Link to comment
Share on other sites

Εχω μεγάλο πρόβλημα να σχολιάσω κείμενα που μου αρέσουν. Τι να γράψω;

 

Τα ερωτήματα που μένουν αναπάντητα για την φύση της Άλλιας δεν με ενοχλούν καθόλου. Δεν χρειάζονται πλήρεις εξηγήσεις σε τέτοιες ιστορίες γιατί χάνεται όλη η ατμόσφαιρα.

 

Η αφήγηση σκέτο ποίημα! Ωραίος και ο τρόπος παρουσίασης της ιστορίας!

 

Θα ήθελα να ήμουν αμίληκτος για να σε βοηθήσω, αλλά πέρα απο κανά δυο προτάσεις που ήθελα να έχουν ένα κόμμα για να πάρω μια ανάσα, δεν βρήκα κάτι που δεν μου άρεσε.

Link to comment
Share on other sites

Συγκινητικό, ρομαντικό, μαγευτικό, μυστηριώδες... ό,τι περιμένει κανείς από ένα παραμύθι. Πραγματικά με ταξίδεψε και με βύθισε στον κόσμο του. Η αφήγησή του, μοναδική... αυτό που λαμβάνουμε εμείς ως παραμύθι είναι μια πραγματική ιστορία, που διηγείται η κοπέλα στο ανιψάκι της. Η γλώσσα είχε την χροιά της μελαγχολίας και της μυσταγωγίας, της αλλοτινής εποχής που λαμβάνει χώρα η ιστορία.

Μπράβο σου, Κιάρα! Μ' άρεσε πάρα πολύ.

Link to comment
Share on other sites

"Στεκόταν κι αγνάντευε το πέλαγος με τα μαύρα, μακριά της μαλλιά να ανεμίζουν σα σμήνος κοράκια στο δειλινό. Μια λιγνή φιγούρα μπροστά στην οργή της θάλασσας, που ο βοριάς γύρευε να τη βγάλει όλη στην ακτή. Μαύρα μαλλιά, μαύρο φουστάνι κι η αλμύρα του πελάγους γύρω της, να την τυλίγει με μάγια κόντρα στο φως του δειλινού. Έτσι τη θυμάμαι. Αλλιώτικα δε μπορώ να στην περιγράψω."

 

Θα ήθελα μια μέρα να μπορέσω ν' αρχίσω ένα δικό μου διήγημα μ΄αυτόν τον τρόπο.

 

Ευχαριστώ και για όλα τα υπόλοιπα.

Link to comment
Share on other sites

"Στεκόταν κι αγνάντευε το πέλαγος με τα μαύρα, μακριά της μαλλιά να ανεμίζουν σα σμήνος κοράκια στο δειλινό. Μια λιγνή φιγούρα μπροστά στην οργή της θάλασσας, που ο βοριάς γύρευε να τη βγάλει όλη στην ακτή. Μαύρα μαλλιά, μαύρο φουστάνι κι η αλμύρα του πελάγους γύρω της, να την τυλίγει με μάγια κόντρα στο φως του δειλινού."

Συγγραφέως self-portrait. :wub:

 

Το εκτύπωσα (5 σελίδες) και το πήρα στο μπαλκόνι μου, με ένα ποτήρι κρύο καφέ φίλτρου. Και δεν το μετάνιωσα. Κιάρα μου, ανεράδα, το διήγημα σου είναι πανέμορφο. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι γράφτηκε από άτομο που ξέρω, ότι γράφτηκε από νέα κοπέλα, ότι γράφτηκε από σύγχρονη συγγραφέα. Και σε μια υπέροχη γλώσσα, από εκείνη που πιστεύεις ότι δεν υπάρχει πια. Και όλα αυτά τα θεωρώ υπέρ του διηγήματος, και θα διαφωνήσω κάθετα σε όποιον τα εκλάβει στα αρνητικά του. Με άρεσε, και με συγκίνησε, ο τρόπος με τον οποίο μας παρουσιάζεις τον αποδέκτη της αφήγησης στο τέλος, διορθώνοντας την πρώτη μου λαθεμένη εντύπωση ότι είχες απευθυνθεί, νωρίτερα, στον αναγνώστη της ιστορίας.

 

Αν είναι και καλά να του βρω κάτι αρνητικό, αυτό θα ήταν το εξής ένα: Έχεις το κλασσικό, λαογραφικό τρίγωνο της νεράιδας, του θνητού και της μάνας του, εμπλουτισμένου φυσικά με την προσωπική σου έντεχνη νότα. Αλλά εδώ μέχρι κι εγώ έχω γράψει γι αυτό το παραμύθι, χωρίς φυσικά να αγγίζω την δική σου γλώσσα. Το θέμα είναι ότι στην ερώτηση «Γιατί γράφτηκε αυτό το διήγημα;», δηλαδή «Τι διαφορετικό συμβαίνει σε αυτό το remake της γνωστής ιστορίας ώστε να δικαιολογεί άλλη μια εκδοχή της;» Και η απάντηση είναι (πλην του Ικαριότικου σκηνικού) τίποτα. Όλα τα κλασσικά μοτίβα είναι στη θέση τους, χωρίς καμία παρέκκλιση. Μέχρι κι εγώ μάντεψα την κατάληξη του ήρωα, έπεσα λάθος μόνο στο σκηνικό

(δεν ήταν στον γκρεμό της ακτής.)

 

 

Παρ’όλα αυτά, θεωρώ το εργάκι σου θησαυρό, και σαν τέτοιο να τον χειριστείς παρακαλώ.

 

Και τώρα μια ερώτηση, στα σοβαρά όμως: Τι τρέχει με σας τις γυναίκες και τις αντρικές χούφτες, τις μεγάλες σαν κουπιά; Είναι αυτό ελκυστική εικόνα; [Μια ο δικός σου ο Ξενοφός, και μια ο Κόμπες της Ευθυμίας.] Μου δίνετε πόντους για να μετρήσω και τις δικές μου;!

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

Πάρα πολύ όμορφο! Ποίημα! Το έχω γράψει ξανά: για να σταθεί ένα κομμάτι (λογοτεχνικό) χωρίς υπόθεση, πρέπει ο συγγραφέας να είναι καλός. Το δύσκολο είναι ο τρόπος, όχι η υπόθεση. Σ' αυτό το παραμύθι δεν υπάρχει καμιά φοβερή πλοκή, αλλά είναι πολύ ποιητικά γραμμένο και φτάνει αυτό για να δηλωθώ οπαδός του! Κιάρα, έχεις πετύχει αρκετά τη γλώσσα εποχής/χωριού για να στήνεται ικανοποιητικά η ατμόσφαιρα, κάτι που το θεωρώ πολύ δύσκολο. Σου ξέφυγαν μόνο κάποιες λεξούλες λίγο πιο καθαρευουσιάνικες/λόγιες, π.χ. "ανάβαση", "έδεσμα", "ράκος", αλλά δεν το χαλάνε. Ούτε, βέβαια, το χαλάνε τα ορθογραφικά λαθάκια και οι αρκετές άγνωστες λέξεις που έχω (έχεις σχέση με Ικαρία;).

Γιατί δε γράφεις κάτι μεγαλύτερο, να μην αποχωριζόμαστε τόσο γρήγορα τους χαρακτήρες; Δε θα θέλατε να μάθετε, οι υπόλοιποι, περισσότερα για αυτήν την οικογένεια; Ποιος ήταν ο πατέρας, π.χ., που δεν αναφέρεται καθόλου;

 

Με δυο λόγια, μπράβο! Θέλουμε κι άλλο!

 

(γκουχ-γκουχ...σπαμ... Σου θυμίζω ότι έχεις υποσχεθεί στο "Μύτη εν Χαλκίδι" να γράψεις σχόλια στο δικό μου "Μάγο που Πέφτει"... όταν γυρίσεις από τις διακοπές σου)

 

edit: Μα δεν είναι πιο αρρενωπό να έχει κάποιος μεγάλα χέρια παρά μικρά; Είχα γνωρίσει έναν με μικρά και ήταν σαν μαριονέτα.

Ποιος είναι αυτός ο Κόμπες της Ευθυμίας; Σε ποιο διήγημα;

Edited by wordsmith
Link to comment
Share on other sites

edit: Μα δεν είναι πιο αρρενωπό να έχει κάποιος μεγάλα χέρια παρά μικρά; Είχα γνωρίσει έναν με μικρά και ήταν σαν μαριονέτα.

Ποιος είναι αυτός ο Κόμπες της Ευθυμίας; Σε ποιο διήγημα;

Πρόκειτε για τη σειρά βιβλίων φάνταζυ, της Ευθυμίας Naroualis Δεσποτάκη, "Κόμπες ο Ντερλικοτής". Θα βρείς το πρώτο εδώ.

Link to comment
Share on other sites

Δε θα θέλατε να μάθετε, οι υπόλοιποι, περισσότερα για αυτήν την οικογένεια; Ποιος ήταν ο πατέρας, π.χ., που δεν αναφέρεται καθόλου;

Όχι. Αυτά μου έδωσε, είπε την ιστορία, δεν ζητώ άλλα. Δεν θα με ενδιέφερε το οικογενειακό δέντρο τους.

Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...

Σας ευχαριστώ όλους πάρα πολύ για τα καλά σας λόγια :) Εντάξει, είπαμε, θέλω πολύ να μου λέτε τα αρνητικά (γιατί σαφέστατα είναι κι ο μόνος τρόπος να μην τα επαναλάβω) αλλά δεν εννοώ να σας χαλάω και την ιστορία για να μου τα πείτε. Τα θέλω όταν τα έχετε, όταν σας περάσουν από το μυαλό διαβάζοντας, τότε είναι που θέλω κυρίως να τα ακούσω. Το θυμίζω για να μη μου τα κρατάτε κρυφά :)

 

Χαίρομαι πολύ λοιπόν που σας αρέσει η συγκεκριμένη ιστορία και την ευχαριστήθηκατε και σας ευχαριστώ θερμά που τη διαβάσατε.

 

Δυο τρεις απαντήσεις:

Το μέγεθος... δεν ξέρω. Πάντα τόσες είναι, μέχρι εκεί ξέρω. Ξέρω σίγουρα κι ένα κάρο άλλα στοιχεία, περιττά που πιστεύω θα πλατίαζαν απλά και δεν τα βάζω μέσα (πχ ο πατέρας έχει πεθάνει και η αδερφή δεν παντρεύτηκε ποτέ). Αλλά δεν ξέρω παρακάτω, αλήθεια, δεν ξέρω ποτέ τη συνέχεια και το τι γίνεται μετά.

Τα αντρικά χέρια. Χμμμ... ναι υποψιάζομαι πως είναι φετίχ το οποίο το μοιραζόμαστε στα σίγουρα με την Εφούλα (αγαπώ νότιο βάρβαρο). Είναι από τα πρώτα πράγματα που κοιτάω σε έναν άντρα έτσι κι αλλιώς, αλλά είναι κι ένας γρήγορος τρόπος για να περιγράψεις Το αρσενικό. Όπως λέω συνήθως για τα καπούλια μιας ελκυστικής γυναίκας, αν θυμάσαι την Ενέλλα και τα σχετικά... μετά από αυτό τα υπόλοιπα είναι λεπτομέρειες γιατί έχω την εντύπωση πως σου έχω δώσει ήδη το μήνυμα :p

Ντίνο μου, ο μύθος ποτέ δεν έχει διαφορά είναι ένας :) Ρωμαίος και Ιουλιέτα.- Μονίμως όμως. Το δικό μου έναυσμα για αυτήν εδώ είναι το παιχνίδι με τη λέξη: πηγή και Πηγή. Η Πηγή είναι πράγματι ένα χωριό στη Μεσσαριά της Ικαρίας κι όχι κατασκέυασμα δικό μου.

 

Κάποια στιγμή που θα την βρω και θα την ξεσκονίσω θα σας δώσω και άλλη μία με μια καλομοίρα. Χε. Όχι τη γνωστή, μια από τις πολλές καριώτικες.

Link to comment
Share on other sites

Ούτε, βέβαια, το χαλάνε τα ορθογραφικά λαθάκια

Παραδίνομαι :( Δείξτα μου. Έψαξα ξανάψαξα... δεν τα βρίσκω :( Βοήθα!

Link to comment
Share on other sites

Ούτε, βέβαια, το χαλάνε τα ορθογραφικά λαθάκια

Παραδίνομαι :( Δείξτα μου. Έψαξα ξανάψαξα... δεν τα βρίσκω :( Βοήθα!

 

Ναι, μάλλον έχεις δίκιο. Μα πώς είχα αυτή την εντύπωση όταν το πρωτοδιάβαζα; Εκτός από το "δόξασι"(=δόξα σοι) και το "εύρισκα"(=έβρισκα) δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Άκυρο και συγγνώμη.

Link to comment
Share on other sites

Α! Δεν είμαστε καλά που θα ζητήσεις και συγγνώμη!!! Εγώ σε ευχαριστώ πολύ που το ξαναέψαξες και μου έδειξες το "δόξα σοι" (το άλλο του word του αρέσει κι έτσι με υ οπότε υποθέτω πως συγκαταλέγεται στις νέες απλοποήσεις ή στην κατηγορία του αβγού :p). Πάντα χρήσιμο είναι να βάζεις τον άλλο να ξανακοιτάει και σε ευχαριστώ και γιαυτό :)

Link to comment
Share on other sites

Μα πώς είχα αυτή την εντύπωση όταν το πρωτοδιάβαζα; Εκτός από το "δόξασι"(=δόξα σοι) και το "εύρισκα"(=έβρισκα) δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Άκυρο και συγγνώμη.

Ανορθογραφάκια, αγκαθωτά, αποκρουστικά, με τα μικρά-μικρά τους ποδαράκια, σκαρφαλώνουν πάνω μου γιατρέ μου, είναι χιλιάδες, χώνονται στις πτυχές των ρούχων μου, μπερδεύονται μέσα στα μαλλιά μου, τσιμπολογούν τις φακίδες μου, τα τινάζω, τα ψεκάζω, τίποτα αυτά, συνεχίζουν να σκαρφαλώνουν, είναι παντού, παντού σας λέω!! :dazzled:

Link to comment
Share on other sites

Αχαχαχαχαχαχα. Τώρα είσαι κακός βρε, εγώ της το ζήτησα, άστην στην ησυχία της :p

Link to comment
Share on other sites

Μα πώς είχα αυτή την εντύπωση όταν το πρωτοδιάβαζα; Εκτός από το "δόξασι"(=δόξα σοι) και το "εύρισκα"(=έβρισκα) δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Άκυρο και συγγνώμη.

Ανορθογραφάκια, αγκαθωτά, αποκρουστικά, με τα μικρά-μικρά τους ποδαράκια, σκαρφαλώνουν πάνω μου γιατρέ μου, είναι χιλιάδες, χώνονται στις πτυχές των ρούχων μου, μπερδεύονται μέσα στα μαλλιά μου, τσιμπολογούν τις φακίδες μου, τα τινάζω, τα ψεκάζω, τίποτα αυτά, συνεχίζουν να σκαρφαλώνουν, είναι παντού, παντού σας λέω!! :dazzled:

 

-...τι να κάνω, γιατρέ μου;

-Να βράσεις έναν Χαλκιδαίο συγγραφέα και να τα ψεκάσεις με το ζουμί του. Μόνο έτσι θα πεθάνουν δηλητηριασμένα... :devil2: :lol::devil2::lol:

 

 

Και το "αμείλικτος", αλλά αυτό δεν πιάνεται, βέβαια.

Και δεν έχω φακίδες...:tongue::lol:

Link to comment
Share on other sites

Μόλις το τελείωσα. Πάρα πολύ ωραίο. Μου θύμισε κάτι ιστοριούλες που διάβαζα μικρός και κοιτούσα σα χαμένο. Πάρα πολύ ωραίο. :friends:

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..