Jump to content

Recommended Posts

Οι σπόροι διέσχισαν το αχανές διάστημα, γλιστρώντας πάνω στο φως των άστρων, αγγίζοντας καταστροφικά αμέτρητους κόσμους που διατηρούσαν κάποιο είδος ζωής, ασταμάτητοι, αήττητοι, μέχρι να φτάσουν και στο δικό μας ηλιακό σύστημα. Απαλά, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, σκόρπισαν με το πιο αχνό, καλοκαιρινό αεράκι στην Γήινη εξοχή, και ρίζωσαν στο εύφορο της χώμα, παράγοντας τον βδελυρό τους καρπό. Άρχισαν να αντικαθιστούν τους ανθρώπους ενώ εκείνοι κοιμούνταν, με ζωντανά ανδρείκελα, αντίγραφα χωρίς ίχνος συναισθήματος, μηχανές περισσότερο παρά ανθρώπους. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που οι εισβολείς κατακτούσαν ένα είδος που διακατεχόταν τόσο έντονα από το άχρηστο συναίσθημα, αλλά και που ταυτόχρονα δημιουργούσαν την πρώτη τους φυλή, ικανή να τους δώσει ένα μέλλον, μια εξέλιξη. Οι κατακτητές δεν γνώριζαν ούτε οι ίδιοι την προέλευση τους. Ο σκοπός και η συμπεριφορά τους ήταν καταγεγραμμένα στις ίνες του γενετικού τους κώδικα, τίποτα περισσότερο από ένα φαρμακερό ένστικτο. Κι αυτός ο σκοπός ήταν η δημιουργία μιας κοινωνίας μερμηγκιών, μαριονέτων με κοινή, μηχανική λογική.

 

Απέτυχαν. Ο άνθρωπος πρόβαλλε πεισματική αντίσταση και μέσα σε δύο χρόνια είχε εξολοθρεύσει όλους τους εισβολείς. Μελέτησε την εξωγήινη βιολογία και μεθοδολογία. Έστησε ειδικό πλέγμα εντοπισμού και αντίστασης για να προλάβει κάθε νέο κύμα άφιξης σπόρων. Και όχι μόνο αυτό. Ακολούθησε το μονοπάτι στο διάστημα αντίστροφα, και σε λιγότερο από πενήντα χρόνια εντόπισε τον πλανήτη από τον οποίο είχαν έρθει οι σπόροι. Μια κουκίδα στα όρια του γαλαξία μας, τον QUE-21.

 

Ο ηλεκτρονικός πλοηγός πληροφόρησε τον Τζέθρο ότι ο πλανήτης ήταν εντός οπτικής εμβέλειας. Αγνόησε τις οθόνες και κοίταξε από το φινιστρίνι. Το άστρο VIZ534 ήταν αρκετά κοντά και χρωμάτιζε άπλετα τον καταραμένο πλανήτη. Η εικόνα ξάφνιασε τον Τζέθρο Σίγκελ, δεν μπορούσε όμως να αμφισβητήσει τα ίδια του τα μάτια. Ο Que-21 ήταν ένας πανέμορφος πράσινος κόσμος, χωρίς θάλασσες αλλά με ένα εκτενές δίκτυο από ποτάμια και παραπόταμους. Εκτός από τους πόλους, δεν υπήρχαν σύννεφα που να κρύβουν την θέα του πλανήτη.

 

«Να προσέχεις Σίγκελ» του είχαν πει στην άλλη άκρη του άλματος, «είσαι η δεύτερη μας προσέγγιση. Δεν είχαμε κανένα νέο από την πρώτη αποστολή. Διεκπεραίωσε πάση θυσία το μέγιστο του σκοπού σου.»

Τώρα όλη η ανθρωπότητα ήταν εκεί πίσω και περίμενε την επιστροφή του. Ή την σημαδούρα του Shelley με δεδομένα και ειδήσεις. Καμία ελπίδα άμεσης συνεννόησης. Ήταν όμως εκπαιδευμένος καλά. Δεν είχε σχέση με τους αστροναύτες του παρελθόντος. Εκείνος και το σκάφος του ήταν μια αρμάδα σε ένα σκάφος, ένα πλήρωμα σε ένα άτομο. Και το Shelley κουβαλούσε τρεις πυρηνικές κεφαλές στο οπλοστάσιο του. Η ειρηνόφιλη, διακριτική προσέγγιση δεν υπήρχε, ούτε καν στα χαρτιά.

«Κάνε τη ζημιά και γύρνα πίσω,» αυτές ήταν οι εντολές του.

Θα ακολουθούσαν άλλοι. Τις ίδιες εντολές είχε βέβαια και ο Ντόναλντ Κάουφμαν, που είχε προηγηθεί με το Polidori. Αλλά μετά το άλμα του δεν είχαν ξανά νέα του, εδώ και δύο μήνες. Ούτε καν μια σημαδούρα.

 

Ο Τζέθρο κοίταξε τον πλανήτη και ένιωσε νυχτερίδες να πεταρίζουν στα εντόσθια του.

«Δεν σε φοβάμαι» είπε μέσα από τα σφιγμένα του δόντια.

Δεν τον φοβόταν τον πλανήτη και όλα όσα έκρυβε στην επιφάνεια του. Τον μισούσε. Πενήντα χρόνια συνεχούς άμυνας της Γης στους σπόρους, ήταν αναμενόμενο να παρουσιαστούν διαρροές στο σύστημα. Τα αποκαλούσαν περιορισμένα περιστατικά. Σαν εκείνο στο Σμολ Φλατς, στο Νέο Μεξικό, τον τόπο που μεγάλωσε ο Τζέθρο. Στο αγρόκτημα που μοιραζόταν με την χήρα μητέρα του, όταν την έχασε, οκτώ χρονών αγοράκι. Και δεν την έχασε απλώς. Αντίκρισε ένα πρωί τον φονιά της, να τον κοιτάει ψυχρά πίσω από το νεκρό της βλέμμα. Αυτό εκεί δεν ήταν η μητέρα του. Σε ποιον να το πει όμως; Ο εισβολέας είχε κόψει κάθε επικοινωνία προς τον έξω κόσμο. Κλείστηκε στη σοφίτα και αρνήθηκε να κατέβει παρά τις παραινέσεις της. Το απόγευμα την άκουσε να σέρνει τον λοβό από την αποθήκη ως το καθιστικό του σπιτιού τους. Τον λοβό που περιείχε το αντίγραφο του. Τον είχε φέρει για εκείνον.

«Κοιμήσου Τζέθρο, κοιμήσου» του φώναζε από κάτω. «Κοιμήσου και θα ξυπνήσεις σε έναν νέο, υπέροχο κόσμο.»

Για δύο μέρες πάλευε τη νύστα και τη δίψα που τον τυραννούσαν στη ζεστή εκείνη σοφίτα, μέχρι που λυτρωτικά, άκουσε τα στρατιωτικά οχήματα να πλησιάζουν το σπίτι.

 

Έλεγξε τα μηχανήματα του και ευθυγράμμισε το Shelley για μια ομαλή προσέγγιση της στρατόσφαιρας του Que-21. Τα ραντάρ σάρωσης έδειχναν έναν απόλυτα φυσικό κόσμο, πλούσιο σε φυτική ζωή, και καμία ένδειξη τεχνητού πολιτισμού μέχρι νεωτέρας. Τα μηχανήματα του σκάφους εντόπισαν όμως ξεκάθαρα τους σπόρους, η στρατόσφαιρα ήταν γεμάτη από αυτούς. Έρεαν κατά εκατομμύρια από τον πλανήτη στο γύρω διάστημα. Κατέγραψε ποσότητες οξυγόνου στην επιφάνεια, όχι επαρκείς για να διατηρήσουν ανθρώπινη ζωή, και πολλά άλλα αέρια που οι υπολογιστές αδυνατούσαν να αναγνωρίσουν.

 

Πριν συμπληρώσει μια πλήρη τροχιά, ο υπολογιστής τον ειδοποίησε για μη φυσικούς σχηματισμούς στο έδαφος. Χρειάστηκε να απορροφηθεί για λίγα λεπτά στις αφύσικες γραμμώσεις που κάλυπταν ένα κομμάτι εδάφους, ίσο σε μέγεθος με την ήπειρο της Αφρικής, για να χάσει τις ενδείξεις των αισθητήρων που προειδοποιούσαν για επερχόμενο εχθρικό βλήμα. Ήταν απλά εκεί, μια πληροφορία σε αριθμούς που έτρεχαν αντίστροφα, χωρίς να σημάνει συναγερμός ως έπρεπε. Δεν θα μάθαινε ποτέ τη φύση του βλήματος που τον χτύπησε, το τράνταγμα όμως ήταν συγκλονιστικό. Είχε χάσει τη μισή δεξιά θωράκιση και μια πυρηνική κεφαλή. Η διαρροή οξυγόνου ήταν σημαντική και τα συστήματα συντήρησης ζωής άρχισαν να κλείνουν το ένα μετά το άλλο. Το μυαλό του υπολόγισε τις εναλλακτικές που είχε στη διάθεση του σε κλάσματα δευτερολέπτου. Έπρεπε να εγκαταλείψει το Shelley αμέσως.

 

Η διαδικασία αποβολής ήταν αυτόματη και γρήγορη. Καθυστέρησε μόνο γιατί σαν άνθρωπος με αισθήματα, και όχι σαν μηχανή, έπρεπε να εφαρμόσει κάποιες εναλλακτικές της τελευταίας στιγμής, κάτι που δεν υπήρχε στα τεφτέρια. Άνοιξε την καταπακτή προς το σκάφος διαφυγής και πήδηξε μέσα. Εφάρμοσε ολόκληρος όπως ένα χέρι σε γάντι, καθώς το σκάφος ήταν ταυτόχρονα άκατος, τανκ, πανοπλία και στολή μαζί. Σε όλο του το σώμα είχε υποδοχές που είχαν τοποθετηθεί χειρουργικά κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης του. Σε αυτές καρφώθηκαν αποφύσεις της γιγάντιας στολής που τον συνέδεσαν αμέσως με το σύστημα. Είχε αυτόματα όλο το λογισμικό του Shelley στο κεφάλι του. Δεν είχε παρά να σκεφτεί κάτι για να εκτελεστεί. Αποκολλήθηκε από το κύριο σκάφος και άρχισε την κάθοδο του προς την επιφάνεια του πλανήτη. Θωρακισμένος με την ίδια επικάλυψη του Shelley ευχήθηκε να μην τραβούσε νέα πυρά επάνω του.

 

Η στολή του διέθετε δύο ντεπόζιτα. Ένα μικρό για την κάθοδο, και ένα μεγαλύτερο για την επιστροφή στην τροχιά, σχεδιασμένο όμως για κόσμους χαμηλής κυρίως βαρύτητας. Η προσγείωση θα ήταν ένα είδος ελεύθερης πτώσης, με ελεγχόμενες εκπυρσοκροτήσεις, κυρίως για προσαρμογή κατεύθυνσης. Το σύστημα ήταν κατασκευασμένο για επιχειρήσεις κομάντο, με έναν πολεμιστή να πλησιάζει έναν στόχο, συνήθως κάποιον τεχνητό δορυφόρο, να πέφτει πάνω στον στόχο, να χτυπάει τον εχθρό σαν ολόκληρος λόχος, και μετά να επιστρέφει στο μητρικό σκάφος για άμεση διαφυγή. Καθώς έπεφτε, είδε το Shelley να συγκλονίζεται από δεύτερο χτύπημα και να εκρήγνυται. Το μόνο που πέρασε από το μυαλό του εκείνη τη στιγμή ήταν αν θα έστελναν και τρίτο αστροναύτη. Γιατί ο ίδιος κατευθυνόταν τώρα προς το εχθρικό έδαφος, με εισιτήριο χωρίς επιστροφή.

 

Συνέχισε να σαρώνει την επιφάνεια του εδάφους, αυτή τη φορά με το βλέμμα του. Οι οθόνες άναβαν μέσα στον εγκέφαλο του, εκείνος όμως είχε την ψευδαίσθηση ότι διάβαζε τις πληροφορίες πάνω στο κρύσταλλο της κάσκας του. Ήταν αρκετά κοντά τώρα για να πιάσουν οι αισθητήρες του τα συντρίμμια του Polidori. Δεν είχε παρά να το σκεφτεί, και οι προωθητήρες στόχεψαν εκείνο το σημείο ως ζώνη προσγείωσης. Η τριβή στην θωράκιση του ήταν μηδαμινή. Γαλάζιες ανταύγειες έσκαγαν και έγλυφαν την επικάλυψη του χωρίς όμως να προκαλούν ζημιά. Η κάθοδος όμως μέσα από διαφορετικές και ανώμαλες ατμοσφαιρικές πιέσεις τον τράνταξαν γερά. Τα πράγματα ηρέμισαν στα χίλια μέτρα, όταν άνοιξαν επιτυχώς τα αλεξίπτωτα του.

 

Το θέαμα από κάτω του ήταν εκπληκτικό. Οργωμένα χωράφια απλώνονταν από ορίζοντα σε ορίζοντα, οργανωμένα, χωρισμένα σε τέλεια γεωμετρικά τετράγωνα. Δεν έβλεπε όμως πουθενά μηχανήματα, κτίρια ή κάποια άλλη έλλογη κίνηση. Που ήταν οι αγρότες; Σταγόνες μιας αραιής βροχόπτωσης άγγιξαν την κάσκα του. Δεν έβλεπε πυκνά σύννεφα, παρά μόνο μια διάφανη αχλή, που κάλυπτε τον ουρανό σαν μεμβράνη. Δεν είχε δυστυχώς, στην παρούσα του θέση, την δυνατότητα να αναλύσει τη σύνθεση αυτής της υγρασίας και του νερού που παρήγαγε. Θα το φρόντιζε, αν προλάβαινε, όταν άγγιζε το έδαφος. Ήταν κοντύτερα τώρα, μπορούσε να διακρίνει καλύτερα τα φυτά, που πρέπει να υψώνονταν έως και δέκα μέτρα πάνω από την εύφορη λάσπη που τα γεννούσε. Το κάθε φυτό ήταν φορτωμένο με λοβούς, που γυάλιζαν στη βροχή σαν φρέσκα καλαμπόκια. Το Polidori είχε συντριβεί πάνω σε ένα από αυτά τα χωράφια, προκαλώντας εκτενή ζημιά. Κομμάτια του είχαν εκτοξευθεί προς κάθε κατεύθυνση. Ίσως να μην υπήρχε πλέον ελπίδα για τον Κάουφμαν, κάποιες όμως από τις πυρηνικές κεφαλές του σκάφους μπορούσαν να αποδειχτούν χρήσιμες.

 

Με το που το σκέφτηκε, οι νανοΐνες των αλεξιπτώτων του αποδεσμεύτηκαν και με τα γόνατα λυγισμένα έσκασε στη λάσπη του Que-21. Κύλησε βίαια στο υγρό έδαφος, σπάζοντας πολλούς κορμούς στη βάση τους, σκορπώντας λοβούς και κομμάτια καρπού γύρω του. Όταν επιτέλους σταθεροποιήθηκε και κατάφερε να σταθεί όρθιος, είχε σχηματίσει πίσω του ένα χαντάκι μήκους είκοσι μέτρων. Τα φυτά, σε σκούρα πράσινη απόχρωση, υψώνονταν σαν δάσος γύρω του. Το αυτοματοποιημένο σύστημα ζήτησε την έγκριση του για να αρχίσει να επεξεργάζεται το οξυγόνο του πλανήτη. Ακύρωσε τη διαδικασία και βασίστηκε στο εφεδρικό του απόθεμα. Προτιμούσε να παραμείνει στεγανός ενάντια στο εξωτερικό περιβάλλον. Από την θέση του δεν μπορούσε να διακρίνει τα συντρίμμια του Polidori, είχε όμως ανεπτυγμένη αίσθηση προσανατολισμού. Ήξερε που ήταν το σκάφος και προς τα εκεί κατευθύνθηκε.

 

Ο όγκος του, που τον έκανε να δείχνει σαν ένα γιγάντιο ρομπότ, βύθιζε τα κάτω του άκρα βαθιά στη λάσπη, καθιστώντας την πρόοδο του προβληματικά αργή. Ο κόπος όμως ήταν μηχανικός κι όχι δικός του. Τα μπατζάκια του απλά ακολουθούσαν τις ρομποτικές προεκτάσεις, που με τη σειρά τους ακολουθούσαν τις εντολές του νου του. Αν ο Τζέθρο ήθελα να φτάσει στον προορισμό του, αυτό το εκπληκτικό μέσον μεταφοράς θα τον πήγαινε εκεί.

 

Σε είκοσι περίπου λεπτά βγήκε στο ξέφωτο που είχε σχηματίσει η συντριβή. Με την πρώτη ματιά θα εκτιμούσε ότι το Polidori είχε δεχτεί ένα μόνο πλήγμα. Καθώς στάθηκε στο κέντρο των συντριμμιών και σκάναρε το κάθε κομμάτι, έκανε επίσης την έκπληκτη διαπίστωση ότι και ο Κάουφμαν είχε κάνει χρήση της ακάτου διαφυγής. Υπήρχε η πιθανότητα να είναι ζωντανός, έστω και δύο μήνες μετά. Οριακά, αυτή η γιγαντοστολή μπορούσε να σε φροντίσει για τόσο, απορροφώντας όσο οξυγόνο μπορεί να μαζέψει από την εξωγήινη ατμόσφαιρα, για να επεξεργάζεται τον αέρα και για να παράγει νερό. Και οι μερίδες υγροποιημένων πρωτεϊνών μπορεί να έχουν υπολογιστεί για έναν μήνα, ένας αποφασισμένος όμως αστροναύτης μπορεί να το τραβήξει πολύ περισσότερο. Ο Τζέθρο άνοιξε όλες τις συχνότητες επικοινωνίας και έψαξε να βρει κάποια μετάδοση ή ένα σήμα. Έλαβε σκέτο στατικό χιόνι. Ήταν έτοιμος να μεταδώσει ένα δικό του μήνυμα όταν πρόσεξε κάτι περίεργο στην περίμετρο της συντριβής. Πετάρισαν πάλι οι νυχτερίδες στο στομάχι του.

 

Ενάντια σε ένα κομμάτι φτερού που είχε καρφωθεί όρθιο στη λάσπη, στέκονταν τοποθετημένοι στη σειρά, τρεις μεγάλοι, γκρίζοι κώνοι. Ήταν οι πυρηνικές κεφαλές του Polidori. Οι μύτες τους ήταν ανοιγμένες και από μέσα απουσίαζαν οι πυροκροτητές τους. Ο Τζέθρο ένιωσε τον λαιμό του ξερό και σκύβοντας ελαφρά ρούφηξε λίγο νερό από το προσαρμοσμένο καλαμάκι στην κάσκα του. Οι κώνοι σίγουρα δεν είχαν πέσει τυχαία έτσι, ο ένας δίπλα στον άλλο. Και ποιος θα μπορούσε να τους παροπλίσει;

 

«Νόμιζα ότι δεν θα έστελναν άλλον» έκρωξε η ενδοεπικοινωνία στον λαιμό του.

Του ξέφυγε μια κραυγή έκπληξης και σήκωσε το βλέμμα του αναστατωμένος. Ο όγκος συνάδελφου στολής έσπρωξε μια συστάδα λοβών και βγήκε στο ξέφωτο μπροστά του. Συνέχισε να προχωράει και να τον πλησιάζει. Ο Σίγκελ σήκωσε το δεξί του χέρι, το τεράστιο μπράτσο της στολής όμως δεν μπορούσε να μεταδώσει επαρκώς την απειλητική διάθεση του χεριού από μέσα.

«Ως εκεί φίλε!» φώναξε στη συχνότητα.

Η αρματωσιά του Κάουφμαν σταμάτησε στα πέντε βήματα. Ο Σίγκελ μπορούσε να διακρίνει μόνο τη σκιά ενός προσώπου μέσα στην αντίπαλη κάσκα.

«Είμαι ο Ντόναλντ Κάουφμαν, του Διαγαλαξιακού Καταδρομέα Polidori» συνέχισε ο άλλος.

«Θέλω να το πιστέψω αυτό, Κάουφμαν» είπε ο Τζέθρο, «Αν θέλεις να πιστέψω ότι κατάφερες να μείνεις άυπνος για δύο μήνες σ’αυτό το μέρος.»

«Αυτό φοβόμουν κι εγώ όταν έπεσα. Αλλά τελικά τα φίλτρα της στολής λειτουργούν, ακόμα κι εδώ. Μπορείς να επεξεργάζεσαι τον αέρα, και να κοιμάσαι, χωρίς να ξυπνήσεις κάποιος άλλος. Έχεις το σκάφος σου σε τροχιά;»

Ο Τζέθρο δεν μπορούσε να αποφασίσει πώς να χειριστεί την δυσπιστία του.

«Καταστράφηκε. Με χτύπησαν από την επιφάνεια. Ναυαγοί και οι δύο μας δυστυχώς.»

Ο Κάουφμαν σήκωσε το χέρι του και έδειξε τον ορίζοντα.

«Είναι ένας πύργος. Δύο ώρες βάδην από δω.»

«Πύργος;»

«Ναι. Ένα κατασκεύασμα χωρίς είσοδο. Το έχω δει να εκτοξεύει βλήματα και να χτυπάει στόχους στην τροχιά του πλανήτη. Έχω ψάξει τρόπο να μπω μέσα αλλά δεν τα κατάφερα.»

«Έχεις δει άλλους; Τους χειριστές του πύργου;»

«Δύο μήνες δεν έχω δει κανέναν. Μόνο αυτά τα χωράφια, ένα ποτάμι προς τα εκεί, και τον πύργο.»

«Θα έχει κάποιο αυτοματοποιημένο σύστημα προστασίας» σχολίασε ο Τζέθρο.

«Αυτό σκέφτηκα κι εγώ.»

«Θα πρέπει να βρούμε τρόπο να το απενεργοποιήσουμε, πριν έρθει η επόμενη αποστολή. Αλλιώς δεν μας βλέπω να φεύγουμε από εδώ.»

«Δεν μπορεί να είναι ο μοναδικός πύργος σε όλον τον πλανήτη…»

«Αν υπάρχουν πολλοί πύργοι και λειτουργούν αυτόματα, κάπως θα πρέπει να συνδέονται μεταξύ τους με κάποιο κεντρικό σύστημα. Αν βρίσκαμε έναν τρόπο να έρθουμε σε επαφή με το λογισμικό το ενός πύργου, θα είχαμε σύνδεση με όλο, ή με μέρος του προστατευτικού πλέγματος. Από εκεί και πέρα, έχουμε πάνω-κάτω δύο μήνες να σπάσουμε τον κώδικα τους.»

«Αν βρούμε πρόσβαση.»

«Αν βρούμε πρόσβαση, ναι.»

 

Κοιτάχτηκαν για λίγο. Ο Τζέθρο έδειξε στον Κάουφμαν τις παροπλισμένες πυρηνικές κεφαλές.

«Μπορείς να μου εξηγήσεις αυτό;»

«Όταν άρχισα να πέφτω με το Polidori δεν περίμενα να γλιτώσω. Ενεργοποίησα τις κεφαλές και τις έθεσα σε χρονοδιακόπτη. Εγκατέλειψα το σκάφος και το ακολούθησα ως την συντριβή του. Το σύστημα προσγείωσης όμως ελαχιστοποίησε τη ζημιά και ξαφνικά είχα ελπίδα επιβίωσης. Ξέρω τι μας διέταξαν αλλά δεν ήθελα να πεθάνω. Μόλις που πρόλαβα να τα αφοπλίσω. Έχω όμως ακόμα τους πυροκροτητές μαζί μου.»

Ο Κάουφμαν έκανε ένα νόημα προς ένα εξωτερικό πορτάκι που είχε στο στήθος του.

«Θα τις πάρουμε μαζί μας, για κάθε ενδεχόμενο» είπε ο Τζέθρο δείχνοντας τις κεφαλές.

«Καλώς. Και που πάμε;»

«Εσύ που λες; Σ’αυτόν τον πύργο που ανέφερες. Δείξε τον δρόμο, κι εγώ ακολουθώ.»

 

Το εξωτερικό περίβλημα της στολής διέθετε αποθηκευτικούς χώρους για κάθε ενδεχόμενο και εκεί τοποθέτησαν τους κώνους. Έναν πρόλαβε να πάρει ο Κάουφμαν, τους άλλους δύο τους τσέπωσε ο Τζέθρο. Συνέχισε να μην νιώθει ασφαλής στην παρουσία του Κάουφμαν, το πρόσωπο του οποίου παρέμενε μια σιλουέτα μέσα στην κάσκα του. Ανέπνεε ακόμα με το εφεδρικό του απόθεμα, αρνούμενος μέχρι τελευταίας στιγμής να αναπληρώσει τον αέρα στη στολή του με το οξυγόνο του πλανήτη. Με τον Κάουφμαν μπροστά, διέσχιζαν το τοπίο σαν δύο μεταλλικές χελώνες μέσα στη λάσπη, κάτω από εξωγήινη βροχή. Καθώς το βάδην το είχαν αναλάβει ξένα πόδια, ο Τζέθρο είχε όλο τον καιρό να σεργιανίζει το τοπίο γύρω του, βυθισμένος σε σκέψεις. Η ενδοεπικοινωνία ανάμεσα στις δύο στολές παρέμενε ανοιχτή. Σποραδικά ακουγόταν λίγο στατικό χιόνι και αμυδρά η αναπνοή του Κάουφμαν. Δύο μήνες μόνος του σε αυτό το μέρος, με ξαφνική παρέα συνάδελφο από την Γη, και αυτός ο ναυαγός παρέμενε αφύσικα σιωπηλός. Ο Τζέθρο ρούφηξε λίγο βροχή με το δάχτυλο της στολής του και ανέλυσε το υγρό στοιχείο. Οι οθόνες τον πληροφόρησαν ότι βασικά ήταν κανονικό νερό, υδρογόνο-δύο-οξυγόνο, με κάποια πρόσθετα, άγνωστα ιχνοστοιχεία. Εκείνο όμως που τον θορύβησε περισσότερο ήταν η περιεκτικότητα σε μικροσκοπικά σποράκια, τόσο μικροσκοπικά, που αχνοφαίνονταν στην πιο δυνατή κλίμακα του υπολογιστή του. Διατήρησε την ψυχραιμία του και σκέφτηκε να περιμένει. Ας φαινόταν ότι είχε πιστέψει όλα όσα του είχε πει ο Κάουφμαν. Είχαν εκπαιδευτεί όλοι τους στην συμπεριφορά των εξωγήινων. Ήταν εύκολο να μπλοφάρεις σε βάρος τους.

 

Θα πρέπει να προχωρούσαν επί μία ώρα σε ευθεία, με το τοπίο να παραμένει ολόιδιο γύρω τους. Η εξάντληση της πτώσης είχε αρχίσει να καταλαμβάνει τον Τζέθρο, και το σταθερό ράμφισμα της βροχής στην κάσκα του δεν βοηθούσε καθόλου. Τα βλέφαρα του είχαν αρχίσει να βαραίνουν επικίνδυνα. Κάθε τόσο τίναζε το κεφάλι του και κοίταζε τους γκαστρωμένους λοβούς που κρέμονταν βαριοί παντού γύρω του. Είχε ήδη ρουφήξει την επιτρεπτή δοσολογία από αμφεταμίνες, η καταπόνηση του όμως τις τελευταίες ώρες, από την καταστροφή του Shelley και μετά, ήταν μεγάλη. Διαολόστειλε τις επιφυλάξεις και σκεφτόμενος την εντολή που υπερίσχυε όλων των άλλων, άνοιξε νέα πρόσβαση στο φαρμακείο του. Κάποια στιγμή το δάσος από κοτσάνια που τον περιέβαλε έμοιαζε να τρέμει γύρω του. Έβλεπε τους λοβούς να σαλεύουν χωρίς λόγο και κάθε σκιά ανάμεσα στις συστάδες να κινείται παράλληλα μαζί του. Υπήρχε κίνηση εκεί έξω, αδιόρατη σαν στοιχειό, τον παρακολουθούσε. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του ανήσυχος, προσπάθησε να εστιάσει το βλέμμα του, να σιγουρευτεί. Δεν ήταν μόνοι τους. Το μάτι του άρχισε να βουτάει σε ασυνείδητα σκοτάδια, καθώς ο ύπνος τον διεκδικούσε ύπουλα. Κοίταξε την πλάτη του Κάουφμαν που προπορευόταν και αναρωτήθηκε αν η στολή του θα συνέχιζε να τον ακολουθεί αν ο ίδιος αποκοιμιόταν. Ήταν η τελευταία του σκέψη πριν τον νικήσει η νύστα.

 

Ήταν γονατιστός μέσα στη σοφίτα του αγροτόσπιτου. Η ζέστη μέσα στη στολή ήταν αφόρητη. Δεν είχε νερό και τα αποθέματα του οξυγόνου τελείωναν. Ακόμα χειρότερα, ένιωθε τις σανίδες στο πάτωμα να τρίζουν και να λυγίζουν κάτω από το θωρακισμένο του όγκο. Από κάτω περίμενε εκείνη, την άκουγε να σούρνεται και να τον περιμένει.

«Κοιμήσου Τζέθρο» του φώναζε.

«Δεν είσαι η μητέρα μου!»

Επιχείρησε να το φωνάξει αλλά δεν τα κατάφερε. Ο λαιμός του είχε στεγνώσει. Του ξέφυγε ένα επώδυνο, βραχνό επιφώνημα. Το βλέμμα της τον παρακολουθούσε από τις χαραμάδες στο πάτωμα. Πολύ αργά αντιλήφθηκε ότι οι σανίδες δεν έτριζαν πια, αντίθετα είχαν μαλακώσει αφύσικα και βυθιζόταν μέσα σε αυτές. Πάλεψε μάταια να αντισταθεί, να σταθεί όρθιος, να πιαστεί από ένα δοκάρι της στέγης. Το πάτωμα τον κατάπιε σαν κινούμενη άμμος και έπεσε στη λάσπη που κάλυπτε το καθιστικό του σπιτιού του. Έβρεχε μέσα στο αγροτόσπιτο. Είδε να γκρεμίζεται ο νότιος τοίχος και να εισβάλλουν οι στρατιώτες. Άνοιξαν πυρ με τα τουφέκια τους πλήττοντας θανατηφόρα το ανδρείκελο που παρίστανε την μητέρα του. Σωριάστηκε στα γόνατα της και τον κοίταξε με τα μάτια της ορθάνοιχτα. Έδειχνε προδομένη.

«Μαμά!» ούρλιαξε και γέμισαν τα μάτια του δάκρυα.

Ένας αξιωματικός έσκυψε πάνω από την κάσκα του.

«Δεν ήταν η μάνα σου στρατιώτη. Σήκω πάνω!»

Δεν μπορούσε όμως να μην κλάψει. Η μητέρα του ήταν νεκρή.

«Σήκω πάνω είπα!» φώναξε ο αξιωματικός και κατέβασε την γροθιά του στην κάσκα.

 

Άνοιξε τα μάτια του πανικόβλητος. Κάτι είχε συμβεί. Είχε όντως τρανταχτεί η στολή του; Μόλις κατάφερα να διώξει την θαμπάδα του ύπνου, το πρώτο πράγμα που πρόσεξε ήταν το ράγισμα στο γυαλί. Ήταν μια εξωτερική χαρακιά, κι όχι σπάσιμο. Μετά αντιλήφθηκε την τεράστια γροθιά που κατέβαινε με ορμή πάνω στην κάσκα του. Άλλο ένα τράνταγμα και ο ανατριχιαστικός ήχος από γυαλί που ραγίζει. Δεν ήταν φυσικά γυαλί, αλλά μια ειδική σύνθεση επεξεργασμένης σιλικόνης, με ένα πλέγμα νανοϊνών, πάνω στις οποίες μικροσκοπικά νανορομπότ εκείνη τη στιγμή επιχειρούσαν να επισκευάσουν το ρήγμα. Φτάνει να σταματούσε την επίθεση που δεχόταν.

 

Ο Κάουφμαν είχε πέσει πάνω του, με τις στολές τους να συγκρούονται και να βγάζουν σπίθες, χαρακώνοντας η μια την άλλη. Σήκωσε τα χέρια του αμυντικά για να προστατέψει το κεφάλι του από το γρονθοκόπημα. Και παρά την βία στην οποία επιδιδόταν η αντίπαλη στολή, πιο τρομακτική ήταν η όψη του Κάουφμαν μέσα στη κάσκα του. Τον έβλεπε ξεκάθαρα τώρα. Είχε το βλέμμα της νεκρής μητέρας του, σε τέλεια αντίθεση με την λύσσα που επιδείκνυε η αρματωσιά του. Ατάραχο βλέμμα, ψυχρό, μηχανικό, χωρίς κανένα απολύτως συναίσθημα. Ο Τζέθρο έβρισε μέσα από τα δόντια του και έσφιξε την γροθιά του για να ανταποδώσει, αλλά η στολή του δεν υπάκουσε. Ο αριστερός του βραχίονας μετακινήθηκε ελάχιστα και έμεινε ακίνητος. Ο Κάουφμαν συνέχισε να τον σφυροκοπεί. Ο Τζέθρο πήρε μια βαθιά εισπνοή και άφησε μια μακρόσυρτη εκπνοή. Ο υπολογιστής της στολής δεν μπορούσε να ερμηνεύσει την ανθρώπινη οργή. Οι σκέψεις του, ένα μείγμα από μίσος και εκδικητική μανία, προκαλούσαν σύγχυση στο λογισμικό. Είχε εκπαιδευτεί γι αυτό. Χρειαζόταν ψυχραιμία και ξεκάθαρο μυαλό. Κάτι που σίγουρα διέθετε ο αντίπαλος του.

 

Είδε το ρομποτικό του χέρι να ενώνει τις δαγκάνες του και να καταφέρνει ένα τρομερό χτύπημα στην κάσκα του Κάουφμαν. Το ανδρείκελο που τον παρίστανε δεν ξαφνιάστηκε, ήταν ανίκανο να νιώσει καν φόβο. Συνέχισε την επίθεση του. Η βία τους είχε βουλιάξει στην υγρή λάσπη, και οι δύο μονομάχοι είχαν αρχίσει να γέρνουν ασταθείς. Ο Τζέθρο ήταν ο πρώτος που σκέφτηκε να το εκμεταλλευτεί. Άλλαξε τακτική, και αρπάζοντας τα χέρια του αντίπαλου στα δικά του, άρχισε να τον σπρώχνει, ενισχύοντας την κλίση τους προς το έδαφος. Έπεσαν και οι δύο κάτω, με τον Τζέθρο να γυρίζει απότομα από πάνω. Χωρίς να χάσει καιρό, σκαρφάλωσε πάνω στο στήθος του Κάουφμαν και σηκώνοντας τον δεξί του βραχίονα ελευθέρωσε το μυδράλιο του μπράτσου του. Σημάδεψε την θωράκιση του Κάουφμαν δύο παλάμες κάτω από την κάσκα του. Έριξε ένα βόλι, χάνοντας για λίγο κάθε οπτική στην έκρηξη από σπίθες που προκάλεσε.

 

Η πανοπλία του εχθρού άνοιξε σαν κονσερβοκούτι. Χωρίς να χάσει καιρό, Ο Τζέθρο κάρφωσε τον βραχίονα του βαθιά και απέσυρε την σφιγμένη του γροθιά, ξεριζώνοντας μια χούφτα από σωλήνες και καλώδια. Ο Κάουφμαν δεν είχε πλέον επαφή με την στολή του. Ήταν ένας σάλιαγκας μέσα σε άχρηστο κέλυφος. Με μια δυνατή γροθιά με το αριστερό του, τίναξε την κάσκα του ηττημένου στη λάσπη. Σα να ξεκοίλιαζε οστρακόδερμο, άνοιξε τον λαιμό της κατεστραμμένης θωράκισης και αρπάζοντας τον Κάουφμαν από τον ώμο, τον τράβηξε έξω. Τον σήκωσε ψηλά, φέρνοντας τους πρόσωπο με πρόσωπο. Άνοιξε το ηχείο που είχε στο στήθος και ψιθύρισε στο μικρόφωνο του.

«Τελικά, τα φίλτρα της στολής δεν μπορούν να κρατήσουν τον πλανήτη έξω. Σωστά;»

Ο ψευδο-Κάουφμαν κρεμόταν σαν πάνινη κούκλα από τα μηχανικά χέρια του Τζέθρο και τον κοίταζε άφοβα. Είχε ματώσει στο πρόσωπο και η βροχή ξέπλενε το αίμα του, πράσινο σαν τα φύλλα των καρπών που τους κύκλωναν.

«Πόσο άντεξε ο Κάουφμαν; Απάντησε μου» φώναξε εκνευρισμένος.

«Δεν θυμάμαι. Εγώ απλά γεννήθηκα σε αυτό το σώμα» απάντησε το ανδρείκελο.

«Γιατί μου επιτέθηκες; Γιατί δεν περίμενες να υποκύψω σαν τον Κάουφμαν.»

«Γνωρίζω τις εντολές που έχεις. Έπρεπε να προλάβω οποιαδήποτε ζημιά κατά του πύργου.»

 

Ασυναίσθητα, ο Τζέθρο σήκωσε το βλέμμα του και τον είδε. Είχαν πλησιάσει αρκετά και έδειχνε τεράστιος. Κυκλικός, γκρίζος, χωρίς κάποιο αρχιτεκτονικό χαρακτηριστικό, υψωνόταν λείος πίσω από τις κορυφές των φυτών και έμοιαζε να αγγίζει τον ουρανό.

«Μπορούσες να μου φυτέψεις μια σφαίρα» είπε.

«Σε χρειάζομαι ζωντανό» απάντησε ψυχρά το ανδρείκελο, τραβώντας πάλι το βλέμμα του.

«Υπάρχει λοιπόν τρόπος πρόσβασης στον πύργο;»

«Αν υπάρχει, εγώ δεν τον βρήκα.»

«Δεν υπάρχει κανείς μέσα;»

«Δεν ξέρω.»

«Ποιος τον έχτισε;»

«Δεν ξέρω.»

«Ποιος έσπειρε όλα αυτά τα χωράφια;»

«Δεν ξέρω.»

 

Του είχαν δώσει να μελετήσει φακέλους από ανακρίσεις αιχμαλωτισμένων εξωγήινων. Το κάθε αντίγραφο κατείχε τις μνήμες του θύματος του και ένα ανεξιχνίαστο ένστικτο που το ωθούσε στην μεθοδολογία του. Τίποτα άλλο. Αλλά, αν και ανίκανοι στο συναίσθημα, δεν είχαν πρόβλημα στην εξαπάτηση. Ήταν στη φύση τους όταν υιοθετούσαν το νέο τους προσωπείο. Μπορούσαν στο ελάχιστο να μιμηθούν ένα χαμόγελο ή μια έκφραση. Υπήρχε περίπτωση ο Κάουφμαν να λέει ψέματα τώρα, αλλά και να λέει την αλήθεια.

«Δεν είναι ο Κάουφμαν» υπενθύμισε στον εαυτό του.

Η αδρεναλίνη της μάχης του είχε απορροφήσει όλη την ενέργεια που είχαν ξεσηκώσει οι αμφεταμίνες. Ένιωθε μια ξαφνική εξάντληση να τον κατακλύζει, και ήταν μόνο ο μηχανισμός της στολής του που του επέτρεπε να κρατάει τον αντίπαλο του κρεμάμενο στον αέρα. Νύσταζε τρομερά. Δεν θα κατάφερνε να οπλίσει τις κεφαλές και να διεκπεραιώσει τις εντολές του αν δεν ξεκουραζόταν πρώτα.

«Πες μου ειλικρινά…» είπε από τα μεγάφωνα του στον εξωγήινο, «Όσο είμαι στεγανός στη στολή μου, μπορώ να κοιμηθώ ασφαλής;»

Το πρόσωπο του Κάουφμαν τον κοίταξε για μια αιωνιότητα. Μετά, τα χείλη του συσπάστηκαν σε ένα ειρωνικό χαμόγελο.

«Δεν μπορείς να μείνεις εκεί μέσα για πάντα» είπε.

Ίσως αυτή η απάντηση να ήταν αυτό που χρειαζόταν να ακούσει. Και το ειρωνικό χαμόγελο, ένας τρόπος να πατηθούν τα κουμπιά του. Με μια ασυναίσθητη σκέψη το μυδράλιο του έριξε άλλη μια βολή.

 

Είχε την εμπειρία ολοκληρωμένων γυμνασίων, όπου έκανε πλήρη χρήση όλου του οπλισμού του, στο κενό του διαστήματος αλλά και σε πιο γήινες συνθήκες, ενάντια σε αρματωμένα πλοία και ρομπότ. Δεν είχε δοκιμάσει ποτέ να ρίξει σε ζωντανό οργανισμό με το μυδράλιο της στολής, και σίγουρα όχι από τόσο κοντά. Στο αριστερό χέρι του Τζέθρο έμεινε μόνο ένα κομμάτι από την φόρμα του Κάουφμαν, ενώ η κάσκα και ο θώρακας του καλύφθηκαν από φυτικές σάρκες και πράσινο πολτό.

 

Ο ουρανός είχε αρχίσει να σκουραίνει, θα έπεφτε νύχτα πριν περάσει μια ώρα. Ενεργοποίησε τον αυτόματο σαρωτή σε μια λογικά ασφαλή περίμετρο και ενεργοποίησε τις πρόσθιες και οπίσθιες άμυνες. Οτιδήποτε κινούνταν μέσα στον κύκλο του οποίου το κέντρο κατείχε, θα προκαλούσε την άμεση ανταπόκριση του λογισμικού ασφαλείας. Τσέκαρε το σύστημα τρεις φορές πριν επιχειρήσει να χαλαρώσει. Λύγισε τα γόνατα του ελαφρά μέχρι να συναντήσει η πλάτη του το μικρό εξόγκωμα που τον βοηθούσε να κάθεται μέσα στη στολή. Έκλεισε τα μάτια και το συναίσθημα ήταν σχεδόν ηδονικό. Ένα μεγάλο κομμάτι του νου του πάσχιζε να αντισταθεί, αυτές μπορεί να ήταν η τελευταίες του στιγμές ως Τζέθρο Σίγκελ. Θα πέθαινε μέσα σε αυτό το στεγανό τσόφλι, μια μούμια του εαυτού του, θα θρυμματιζόταν σε σκόνη, ενώ ένα φρέσκο αντίγραφο του θα ξυπνούσε μέσα σε έναν από τους λοβούς που κρέμονταν στα κοτσάνια εκεί έξω. Μια μικρή φωνή που μίκραινε ολοένα, του έλεγε ότι δεν έπρεπε να κοιμηθεί. Και πριν το καταλάβει, κοίταξε κάτω και είδε τις γυμνές του πατούσες μέσα στη λάσπη. Σήκωσε το βλέμμα του και είδε ότι στεκόταν γυμνός, έξω από την στολή του. Έκανε ένα έκπληκτο βήμα εμπρός και άκουσε τα μυδράλια της αρματωσιάς του να τον εντοπίζουν και να οπλίζουν.

 

Σήκωσε ασυναίσθητα τα χέρια του σε μια μάταιη, προστατευτική στάση. Αμέσως η θωράκιση του Shelley άνοιξε πυρ εναντίον του. Ούρλιαξε και ξύπνησε ανακουφισμένος μέσα στη στολή του. Η θωράκιση του όμως όντως πυροβολούσε. Έξω επικρατούσε σκοτάδι και δεν έβλεπε τίποτα, πλην των πύρινων ριπών των μυδραλίων του. Κάτι είχε εισχωρήσει στην περίμετρο του και είχε ενεργοποιήσει την άμυνα προστασίας. Μόλις συνήλθε από την απότομη αφύπνιση, θυμήθηκε να αλλάξει σε όραση νυκτός. Ταυτόχρονα σίγησαν και τα πυροβόλα του. Η περίμετρος ήταν καθαρή. Δεν υπήρχαν σώματα στη λάσπη. Αυτό όμως δεν τον καθησύχασε. Το σύστημα ασφαλείας λειτουργούσε μια χαρά. Κάτι υπήρχε εκεί έξω, δεν ήταν μόνος. Τον διαπέρασε και μια ανακούφιση. Οι σφυγμοί του είχαν αυξηθεί από την ένταση και οι νυχτερίδες του πετάριζαν στο στομάχι. Ήταν ακόμα άνθρωπος, ήταν ακόμα ο Τζέθρο Σίγκελ. Έλεγξε την ώρα. Είχε καταφέρει ύπνο μιάμισης ώρας.

 

Ήταν μεγάλη η ανακούφιση, δεν είχε όμως σκοπό να «αλλάξει πλευρό» και να συνεχίσει τον ύπνο του. Ο λαιμός του ήταν στεγνός και ρούφηξε λίγο νερό. Δεν είχε πολύ καιρό. Τα αποθέματα οξυγόνου της στολής του ήταν οριακά εξαντλημένα. Δεν υπήρχε ελπίδα επιβίωσης για τον ίδιο. Είχε όμως να ακολουθήσει διαταγές, και χρειαζόταν όλον τον χρόνο που μπορούσε να εκμεταλλευτεί. Σε αυτόν τον χρόνο συμπεριλαμβανόταν και η έκθεση του στο οξυγόνο του πλανήτη. Μετά θα ήταν ένας αγώνας δρόμου με την προσωπική αντοχή στην αϋπνία. Δεν μπορούσε να βασιστεί στο ότι θα έβρισκε πρόσβαση στον πύργο. Για μέγιστο αποτέλεσμα θα έπρεπε να οπλίσει τις πυρηνικές κεφαλές του Polidori. Και οι πυροκροτητές ήταν αποθηκευμένοι στο καύκαλο του Κάουφμαν. Ήταν αναγκασμένος, μόλις ξημέρωνε, να βγει ο ίδιος εκεί έξω. Χρειαζόταν οξυγόνο για την εφεδρική του μάσκα. Αν το σχέδιο του είχε μια αντίστροφη μέτρηση, ξεκινούσε τώρα. Με μισή καρδιά έδωσε εντολή στο σύστημα να αρχίσει να επεξεργάζεται τον εξωτερικό αέρα. Άκουσε τις υποδοχές της στολής να ανοίγουν και να ρουφούν την ατμόσφαιρα του πλανήτη. Ρίγησε. Σε είκοσι περίπου λεπτά, θα ανέπνεε σπόρους, θα έβαζε αυτόν τον θάνατο στα πνευμόνια και στο αίμα του.

 

Η αυγή ήρθε βιαστική και γέμισε τη θέα από την κάσκα του με το γνώριμο, χθεσινό τοπίο. Σε ορισμένα σημεία του εδάφους, και πάνω στα κοτσάνια, μπορούσε να δει τα χτυπήματα από τις νυχτερινές βολές του. Δεν υπήρχαν όμως ίχνη από πράσινο αίμα. Και το χώμα, γεμάτο νερόλακκους, δεν βοηθούσε στο να εντοπιστούν πατημασιές. Τι στο διάολο πυροβολούσε λοιπόν το αμυντικό του σύστημα; Η στολή του Κάουφμαν ήταν ξαπλωμένη, αμετακίνητη στη θέση της. Και η βροχή είχε σταματήσει. Άστραψε μια πληροφορία στο οπτικό του πεδίο και του γνωστοποίησε ότι τα αποθέματα οξυγόνου ήταν αποκατεστημένα. Αυτό ήταν το τέλος στις αναμοχλεύσεις του. Ήταν ώρα να αναλάβει δράση η εκπαίδευση του. Έκανε άλλη μια μικρή παράκαμψη στο πρόγραμμα και έδωσε κάποιες έκτακτες εντολές στο σύστημα, ελπίζοντας να εφαρμοστεί σωστά αν στριμωχνόταν εκεί έξω. Σήκωσε το κεφάλι του όσο του το επέτρεπε ο αυχένας και η μάσκα εφεδρικού οξυγόνου προσαρμόστηκε στο πρόσωπο του. Άλλη μια σκέψη, μια σειρά από κωδικούς που απόκλειαν κάθε λάθος, και με ένα μακρόσυρτο σφύριγμα άνοιξε η κάσκα του.

 

Το φως και η αύρα του Que-21 χάιδεψαν το μέτωπο του. Δεν υπήρχε τίποτα δυσάρεστο σε εκείνη την αίσθηση. Του θύμισε τα δροσερά απογεύματα πίσω στο σπίτι, γιατί τα πρωινά στο Νέο Μεξικό, η ζέστη σε έφτανε πριν καν ροδίσει ο ουρανός. Μετά την κάσκα, ανασηκώθηκαν οι μεταλλικές του ωμοπλάτες, ελευθερώνοντας τα χέρια του. Ταυτόχρονα αποσύρθηκαν όλες οι αποφύσεις της θωράκισης από τις υποδοχές του, χαρίζοντας του ένα τσουχτερό ρίγος. Ήταν το ένα κομμάτι αυτής της τεχνολογίας, πάντρεμα σάρκας με μέταλλο, που δεν μπορούσε να συνηθίσει όσες φορές το εφάρμοζε. Άπλωσε τα χέρια του πάνω από το κεφάλι και αρπάζοντας τα προκαθορισμένα εξογκώματα τράβηξε τον εαυτό του πάνω στους ώμους της στολής του. Σε θήκη που κρεμόταν στους γοφούς του γυάλιζε το παλμικό του όπλο.

 

Κατέβηκε εύκολα την επιφάνεια της θωράκισης του και με ένα άλμα πλατσούρισε στη μαλακή λάσπη. Η ολόσωμη του φόρμα ήταν αεροστεγής και έλπιζε να τον προστατέψει από την υγρασία. Σκαρφάλωσε στο στήθος της αρματωσιάς του Κάουφμαν και κάθισε οκλαδόν μπροστά στην τρύπα που είχε ανοίξει με την βολή του. Έβγαλε από το σακίδιο του τον φορητό υπολογιστή και τον συνέδεσε με ένα από τα τραβηγμένα καλώδια στο τρυπημένο μέταλλο. Αμέτρητοι ήχοι του αποσπούσαν την προσοχή, μαθημένος όπως ήταν στην απομόνωση της στολής του. Φυσούσε αεράκι που κουνούσε τους λοβούς στα κοτσάνια, ενώ φύλλα και καρποί έσταζαν βροχή στις λακκούβες από κάτω. Ψίθυροι και φωτοσκιάσεις έμοιαζαν να στενεύουν έναν απειλητικό κλοιό, σα να συνωμοτούσαν εναντίον του. Τίναζε κάθε τόσο το κεφάλι, με το χέρι να πηγαίνει ασυναίσθητα στο όπλο του. Έψαχνε με το βλέμμα τον άγνωστο κίνδυνο που παραμόνευε στα παρασκήνια. Τα τεντωμένα νεύρα τού κόστισαν πολύτιμα δευτερόλεπτα αλλά πέτυχε τον σκοπό του. Μια καταπακτή στην πεσμένη αρματωσιά έσπρωξε αργά έξω το συγκεκριμένο ράφι αποθήκευσης. Οι τρεις πυροκροτητές ήταν όντως εκεί.

 

Άπλωσε το χέρι του και πάγωσε. Ήταν η στιγμή που καταργήθηκαν οι οφθαλμαπάτες. Ένα ανδρείκελο έσπρωξε την κουρτίνα από λοβούς και φύλα, βγήκε στο ξέφωτο, εκεί ακριβώς μπροστά του. Ήταν άλλο ένα αντίγραφο του Κάουφμαν, ολόγυμνο, στεκόταν και τον κοίταζε με το γνώριμο ψυχρό βλέμμα. Δεν πρόλαβε να αναρωτηθεί πως ήταν δυνατό να συμβαίνει αυτό, όταν καμιά εικοσαριά ακόμα αντίγραφα του πρώην αστροναύτη βγήκαν στο ξέφωτο περικυκλώνοντας τον Τζέθρο. Στα λίγα λεπτά που είχε να τα παρατηρήσει ξαφνιασμένος, πρόσεξε ότι σχεδόν κανένα τους δεν ήταν όμοιο με το άλλο. Πολλά από αυτά είχαν ατέλειες. Το δέρμα ενός είχε μια άγουρη πρασινωπή απόχρωση. Άλλο είχε σχηματισμένο μισό πρόσωπο, και κάποιων τους έλειπε το δεξί ή το αριστερό χέρι. Ίσως, η επίδραση των σπόρων σε αυτό το τοπίο, με τόσους λοβούς στο βεληνεκές κάθε γήινου αστροναύτη, να μην μπορούσε παρά να έχει αυτό το αποτέλεσμα. Πόσα αντίγραφα άραγε να είχε σπείρει ο Κάουφμαν; Πίσω από τους φανερούς είκοσι, στις σχισμές που επέτρεπαν οι συστάδες, ο Τζέθρο μπορούσε να δει μια μεγάλη σκιά, μια τρομακτικά μεγάλη, κινούμενη μάζα.

 

«Δεν μπορώ να σου επιτρέψω να τα πάρεις αυτά» είπε ο ψευτο-Κάουφμαν γνέφοντας προς τους πυροκροτητές.

Ο Τζέθρο τράβηξε αργά πίσω το χέρι του και στάθηκε όρθιος στην πεσμένη αρματωσιά. Κανένα από τα ανδρείκελα δεν έκανε κάποια απειλητική κίνηση εναντίον του. Στέκονταν εκεί και τον κοίταζαν.

«Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να καταφύγουμε στη βία, έτσι δεν είναι;» είπε ο Τζέθρο, «Είμαι ακόμα άνθρωπος αλλά αναπνέω ήδη τον επεξεργασμένο αέρα του πλανήτη. Είναι ζήτημα χρόνου μέχρι να γίνω ένας από σας.»

Τους ήταν πολύτιμος και το ήξερε.

«Δεν θα σου κάνουμε κακό» είπε το ίδιο ανδρείκελο, «Μπορούμε να περιμένουμε.»

Ο Τζάθρο ανασήκωσε τους ώμους του.

«Χάρισμα σας οι πυροκροτητές.»

Με ένα πήδημα βρέθηκε πάλι στη λάσπη, μπροστά στο πρώτο ανδρείκελο. Τα αντίγραφα τον παρακολουθούσαν ανέκφραστα, καμία αντίδραση που να φανέρωνε τις προθέσεις τους.

 

Ο Τζέθρο έκανε ένα βήμα προς την στολή του αλλά το πρώτο ανδρείκελο σήκωσε το χέρι του σταματώντας τον.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Τζέθρο, όσο πιο αδιάφορα μπορούσε.

«Δεν σε εμπιστεύομαι. Μπορείς ακόμα να προκαλέσεις αρκετή ζημιά με την αρματωσιά σου και δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήσουμε.»

«Τι νόημα θα είχε να κάνω ζημιά χωρίς να πετύχω κάτι» είπε ο Τζέθρο χωρίς να πείθει.

«Ξεχνάς ότι γνωρίζω τις διαταγές που έλαβες. Τις ίδιες διαταγές που έλαβα κι εγώ.»

«Εσύ δεν έλαβες καμία διαταγή» έκανε περιφρονητικά ο Τζέθρο.

Του είχε ξεφύγει μέρος της οργής του και το είχε μετανιώσει. Ο εξωγήινος δεν έδειχνε να το πρόσεξε.

«Οι διαταγές δεν είναι το μόνο που θυμάμαι. Ξέρω τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος.»

Ο Τζέθρο δεν κρατήθηκε.

«Περνιέστε για τόσο ανώτεροι, χωρίς ίχνος συμπόνιας ή τρυφερότητας, σκέτες μηχανές που έχουν μόνο ένα σκοπό, τον αφανισμό κάθε έλλογου πολιτισμού στο σύμπαν! Η οποιαδήποτε αντίσταση στους σκοπούς σας είναι η σπουδαιότερη εντολή που μπορεί να υπάρξει.»

«Δίνεις μεγάλη βάση στο συναίσθημα φίλε μου» είπε ο ψευτο-Κάουφμαν, δίνοντας μια ανεπιτυχή απομίμηση χαμόγελου. «Αυτό είναι η πηγή όλων των κακών που μαστίζουν τον άνθρωπο. Αλλά δεν θα επαναλάβω όλα όσα ήδη ξέρεις για το είδος σου. Γνωρίζω και όλα όσα νομίζετε ότι γνωρίζετε εσείς για μας. Διάβασα κι εγώ τις ίδιες αναφορές. Δεν μας τα έδειξαν όμως όλα. Έψαξα… ο Κάουφμαν έψαξε λίγο βαθύτερα και βρήκε απόρρητους φακέλους που δεν έδειξαν σε κανέναν σας. Αυτοί που σου έδωσαν τις εντολές, πριν μας κηρύξουν πόλεμο, πριν διατάξουν την ολική μας εξόντωση, εξάντλησαν κάθε προοπτική πιθανής μας εκμετάλλευσης ως στρατιωτικό όπλο. Περιγραφικά, η έλλειψη συναισθήματος μας κάνει τέλειους στρατιώτες. Ταυτόχρονα μας κάνει και τους χειρότερους. Δεν φοβόμαστε, δεν οργιζόμαστε, δεν μισούμε, δεν διαλέγουμε πλευρές. Δεν δεχόμαστε εντολές από κανέναν. Ούτε δίνουμε εντολές σε κανέναν. Δεν χρειάζεται. Έχουμε έναν κοινό σκοπό και φροντίζουμε ενωμένοι προς αυτόν. Είμαστε τέλειοι.»

 

Ο Τζέθρο δεν είχε δει όντως τον φάκελο που ανέφερε το ανδρείκελο. Δεν είχε όμως λόγο να αμφισβητήσει την γνησιότητα της πληροφορίας. Ήταν μια στρατιωτική, ανθρώπινα ξεροκέφαλη κίνηση που δεν θα την απέκλειε από τους γαλονάδες. Το δικό του πικρό χαμόγελο προς τον ψευτο-Κάουφμαν ήταν γνήσιο.

«Κι όμως, δεν είστε τέλειοι. Βλέπεις, παρατηρώντας αιχμαλώτους του είδους σας μάθαμε πράγματα για σας που δεν ξέρετε ούτε οι ίδιοι. Το μόνο που μπορείτε να σπείρετε στο σύμπαν είναι ο θάνατος.»

«Τι εννοείς;»

«Δεν έχει σημασία, σπατάλησα πολύτιμο χρόνο κουβεντιάζοντας μαζί σου.»

Ο Τζέθρο σήκωσε τον φορητό του υπολογιστή και πατώντας ένα πλήκτρο έστειλε μια προκαθορισμένη εντολή στη θωράκιση του.

 

Τρεις κινήσεις ξέσπασαν ταυτόχρονα. Ο Τζέθρο άρχισε να τρέχει προς την θωράκιση του. Τα ανδρείκελα χίμηξαν να τον σταματήσουν. Η θωράκιση άρχισε να βάλλει προς οτιδήποτε κινούνταν. Ο Τζέθρο έλπιζε ότι η θερμική του ταυτότητα που είχε περάσει στο σύστημα ως «μη-στόχος» θα του παρείχε αρκετή ασφάλεια μέχρι να φτάσει στη στολή. Τα φυτά που κύκλωναν το σκηνικό σάλευαν σε ξέφρενο χορό καθώς μια ορδή αντιγράφων του Κάουφμαν τα έσπρωχναν για να εισβάλουν στο μικρό ξέφωτο. Μπορούσε ακόμα να σκοτωθεί από μια αδέσποτη καθώς εκατοντάδες χέρια απλώνονταν να τον αρπάξουν. Τα μυδραλιοβόλα σάρωναν το σκηνικό θερίζοντας τα ανδρείκελα όπως μια μηχανή το γρασίδι. Κομμάτια των εξωγήινων και πηχτό, πράσινο αίμα έσκαγαν πάνω του όπως έτρεχε. Ένας ή δύο πρόλαβαν να τον αρπάξουν από τον ώμο ή το μπράτσο και αναγκάστηκε να σταματήσει για να ελευθερωθεί με κλοτσιές, αγκωνιές και γροθιές. Στις παρυφές του βλέμματος του έβλεπε τα αντίγραφα να συνεχίζουν να εισρέουν κατά δεκάδες.

 

Έπεσε με φόρα πάνω στη θωράκιση και ξεκίνησε να σκαρφαλώνει. Σε αυτό το σημείο βρισκόταν στο απυρόβλητο, το ίδιο όμως και τα πέντε ή έξι ανδρείκελα που είχαν ξεφύγει του μακελειού. Όρμισαν και γαντζώθηκαν πάνω του, τον έριξαν μαζί τους ανάμεσα από τα ακλόνητα πόδια της στολής. Κατάφερε μερικές κλοτσιές και γροθιές ακόμα, αλλά του ήταν αδύνατο να τους καταφέρει όλους. Εκείνοι δεν τον χτυπούσαν, προσπαθούσαν μόνο να τον ακινητοποιήσουν μέσα στα λασπόνερα. Ανά πάσα στιγμή τα μυδράλια θα έκαναν μια παύση ελάχιστων δευτερολέπτων, για να αλλάξουν γεμιστήρες, δευτερόλεπτα στα οποία περισσότερα ανδρείκελα θα διαπερνούσαν τη ζώνη άμυνας. Πριν προλάβουν να ακινητοποιήσουν και το δεξί του χέρι, κατάφερε να αρπάξει τη λαβή του παλμικού του όπλου. Το τράβηξε και πάτησε την σκανδάλη έχοντας την κάνη στραμμένη πάνω τους. Δύο από αυτούς εξαερώθηκαν σκάζοντας σαν καβουρδισμένα καλαμπόκια, αφήνοντας πίσω μια πράσινη μύξα που σκόρπισε, κουβαλώντας μια αποκρουστική μπόχα καμένων φύλλων. Κατάφερε να τιναχτεί όρθιος και να κατεβάσει την λαβή του όπλου στη μύτη ενός τρίτου εξωγήινου. Άκουσε τα μυδράλια του να κομπιάζουν, σίγουρο σημάδι ότι άλλαζαν γεμιστήρες. Δεν έπρεπε να χάσει κλάσμα δευτερολέπτου. Κομμάτιασε όλους όσους ήταν ήδη πάνω του και σκαρφάλωσε στην θωράκιση του σαν τρελός. Την ίδια στιγμή είκοσι σχεδόν αντίγραφα του Κάουφμαν έπεφταν στο κατόπι του.

 

Τα μυδράλια άρχισαν να ρίχνουν πάλι. Η αγωνία του Τζέθρο ήταν να καταφέρει να ενσωματωθεί πάλι ασφαλής μέσα στην αρματωσιά του. Κατάφερνε μια γερή κλοτσιά σε όσους τον προλάβαιναν, μια κίνηση που τον καθυστερούσε σημαντικά. Με το παλμικό του όπλο διέλυσε άλλους δύο που τον είχαν προσπεράσει από την πλάτη της στολής και είχαν βρεθεί από πάνω. Δεν είδε όμως τον εξωγήινο που του ήρθε από δεξιά. Έφαγε μια γερή γροθιά στα πλευρά και με άλλο ένα απανωτό χτύπημα παραλίγο να χάσει το κράτημα του. Του έπεσε το παλμικό όπλο, άχρηστο δίπλα στον κατεστραμμένο φορητό υπολογιστή, στις λάσπες. Έφτασε στην οροφή της θωράκισης και βρέθηκε να πολεμάει με γροθιές και κλοτσιές καμιά δεκαριά ανδρείκελα που επιχειρούσαν να τον πετάξουν κάτω. Από την στιγμή που θα πηδούσε μέσα στη στολή και οι μεταλλικοί ώμοι θα παγίδευαν τα χέρια του, μέχρι να κλείσει η κάσκα και να ενσωματωθεί με την αρματωσιά, για μισό λεπτό θα ήταν τελείως ευάλωτος σε εκείνους. Προσπαθούσε αλλά αποτύγχανε να ανοίξει μια απόσταση με τους διώκτες του. Τους έριχνε κάτω κι εκείνοι συνέχιζαν να έρχονται.

 

Δεν θα είχε ποτέ αρκετό χρόνο. Δεν μπορούσε να το καθυστερεί άλλο. Αφέθηκε να πέσει στο άνοιγμα του μεταλλικού λαιμού. Αμέσως μόλις εφάρμοσε, οι ώμοι της στολής έκλεισαν από πάνω του. Τώρα, μέχρι να δεχτεί τις αποφύσεις στις υποδοχές του, ήταν ένα εκτεθειμένο κεφάλι. Τον κύκλωσαν αμέσως τρεις. Ένας από αυτούς τον άρπαξε αμέσως από τα μαλλιά, ενώ ο άλλος έβαλε τα μπράτσα του εμπόδιο στο κλείσιμο της κάσκας.

«Θα σταματήσω το μυδράλιο. Το υπόσχομαι» τους είπε.

Ήταν το μόνο που σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή. Οι ψευτο-Κάουφμαν κοιτάχτηκαν και αμέσως αποτραβήχτηκαν. Για κάποιο λόγο επέλεξαν να τον πιστέψουν. Και για κάποιο λόγο επίσης, η παύση πυρός τους ήταν αρκετή. Η κάσκα σφύριξε και έκλεισε, κλειδώνοντας τον για άλλη μια φορά ασφαλή μέσα στην αρματωσιά του. Ένιωσε κατόπιν το δέσιμο και ήρθε ξανά σε επαφή με το λογισμικό του συστήματος. Αμέσως έδωσε εντολή για κατάπαυση του πυρός. Όπως τον πληροφόρησαν οι οθόνες, τα όπλα του βρίσκονταν στους τελευταίους τους γεμιστήρες. Δεν είχε άλλα πυρομαχικά.

 

Όσα ανδρείκελα ήταν σκαρφαλωμένα πάνω του, κατέβηκαν κάτω και οπισθοχώρησαν σε μικρή απόσταση γύρω του. Πενήντα από αυτά πρέπει να γέμιζαν το μικρό ξέφωτο. Πολλά περισσότερα έδειχναν να υπάρχουν πίσω από τις συστάδες. Τον κοίταζαν ανέκφραστα και περίμεναν.

«Τα παιδιά του Κάουφμαν» είπε φωναχτά στον εαυτό του. «Τα εξωγήινα του μπάσταρδα» συμπλήρωσε και ξέσπασε σε ένα νευρικό γέλιο.

Του ήρθε ναυτία στη σκέψη για τα αντίγραφα που θα δημιουργούσε ο ίδιος. Αν αποτύγχανε. Δεν είχε λόγο να καθυστερεί περισσότερο.

«Πάμε λοιπόν» είπε και ξεκίνησε προς την κατεύθυνση του πύργου.

Οι εξωγήινοι που βρίσκονταν στον διάβα του έκαναν άκρη, του άνοιξαν διάδρομο να συνεχίσει. Καθώς διέσχιζε το χωράφι και προσπερνούσε τη μία συστάδα μετά την άλλη, άρχισε να παίρνει μια εικόνα των αντιγράφων του Κάουφμαν. Ήταν εκατοντάδες. Βάδιζαν παράλληλα μαζί του, προπορεύονταν, ή τον ακολουθούσαν, κανένας δεν επιχειρούσε να τον σταματήσει. Ήξεραν που πήγαινε και δεν τους ένοιαζε. Είχε αποτύχει να οπλίσει τις κεφαλές του Polidori και ο φορητός υπολογιστής του ήταν κατεστραμμένος. Μόνο με τις μηχανικές γροθιές του θα μπορούσε πλέον να γκρεμίσει τον πύργο. Αυτή τη στιγμή, έδειχνε να είναι κυρίως θέμα περιέργειας να τον δει από κοντά.

 

Ο πύργος στεκόταν στο κέντρο ενός μεγάλου ξέφωτου, καταλαμβάνοντας ίδια τετραγωνικά όσο το κάθε ένα από τα χωράφια που απλώνονταν γύρω του. Έμοιαζε να είναι πέτρινος, ξεκινώντας από ένα κυκλικό, παρόμοιου πετρώματος βάθρο, ανυψωμένο κατά τρία σκαλοπάτια. Ο Τζέθρο ανέβηκε τα τρία σκαλιά και στάθηκε στο χείλος του βάθρου. Σήκωσε το βλέμμα του για να ατενίσει το ύψος του χτίσματος. Δεν μπορούσε να το υπολογίσει ακριβώς, στην κορυφή έμοιαζε να στενεύει λίγο, ή απλά ξεγελιόταν το μάτι. Ήταν απόλυτα λείο, χωρίς παράθυρα ή περβάζια. Γύρω από το βάθρο μαζεύονταν τώρα πλήθος τα ανδρείκελα, γεμίζοντας κάθε ελεύθερο κομμάτι γης. Για τον Τζέθρο ήταν σχεδόν εμετικό να κοιτάζει όλα αυτά τα πρόσωπα, ατελείς κόπιες ενός ανθρώπου, του ίδιου ανθρώπου. Ούτε απόθεμα από δέκα αρματωσιές δεν ήταν αρκετό για να τους γαζώσει όλους. Καλύτερα όμως να σταματούσε να νοιάζεται για εκείνους. Η κούραση του ήταν τεράστια και ένιωθε ήδη τα βλέφαρα του να βαραίνουν.

 

Πλησίασε τον πύργο και στάθηκε δίπλα του. Άνοιξε πάλι τη στολή του και ελευθέρωσε τα χέρια του. Τα άπλωσε έξω, άγγιξε την πέτρα. Ήταν λεία σαν μάρμαρο, όχι ακριβώς γκρίζα, σκουρότερη, σχεδόν μελανή στην απόχρωση. Υπήρχαν άτακτα σχέδια με γραμμώσεις και πλέγματα στο πέτρωμα, σίγουρα όμως δεν ήταν σαν τα μάρμαρα που ήταν εξοικειωμένος ο οποιοσδήποτε Γήινος. Ήταν μια ανατριχιαστική αίσθηση. Σαν να άγγιζε κάτι ζωντανό. Δεν μπορούσε να το περιγράψει αλλιώς. Ήταν όμως κρύο σαν πέτρα στην αφή, και δεν ένιωθε καμία δόνηση που να προδίδει κάποιο είδος δραστηριότητας από μέσα. Ο Τζέθρο αποτραβήχτηκε και κλείστηκε ξανά στη στολή του. Έκανε μια γροθιά και κατάφερε μερικά δυνατά χτυπήματα. Έκανε τρία βήματα πίσω και έριξε μια ριπή με το μυδράλιο του. Κοίταξε σκιαγμένος πίσω του αλλά οι εξωγήινοι δεν αντιδρούσαν. Εξακολουθούσαν να τον κοιτάζουν και να περιμένουν. Ο πύργος δεν είχε ούτε μια ελάχιστη γρατσουνιά. Δεν μπορούσε να ανοίξει μια είσοδο, ούτε καν να σκαρφαλώσει στην κορυφή του.

 

Κοίταξε άλλη μια φορά τους ιθαγενείς του Que-21. Δεν τον θεωρούσαν ακόμα απειλή. Έγλειψε τα ξερά του χείλη και ρούφηξε μια γερή δόση νερό από το σωληνάριο διατροφής. Έπρεπε να ενεργήσει γρήγορα, ήταν ο τελευταίος του άσσος στο μανίκι. Αυτή ήταν η στιγμή. Έδωσε εντολή και η θωράκιση του αποκόλλησε και έσπρωξε έξω το δεύτερο ντεπόζιτο που χρησίμευε για καύσιμα εκτόξευσης, προς επιστροφή στο μητρικό σκάφος. Μητρικό σκάφος όμως δεν υπήρχε, ούτε η απόσταση προς την τροχιά του πλανήτη ήταν ευνοϊκή. Αυτό ήταν ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή από την αρχή. Το ήξερε από την στιγμή που είχε πάρει την απόφαση για το άλμα. Γι αυτό και είχε αδειάσει το ντεπόζιτο πριν τη διαφυγή του. Αυτό που κουβαλούσε μέσα του ήταν μια από τις πυρηνικές κεφαλές του Shelley, οπλισμένη, και με τον χρονοδιακόπτη ρυθμισμένο στα δέκα λεπτά. Δεν είχε παρά να πατήσει, με το χέρι του, έναν διακόπτη. Είχε ρισκάρει την πιθανότητα της έκρηξης με το που θα προσγειωνόταν στην επιφάνεια του πλανήτη, λίγο όμως θα ήταν το κακό. Έτσι ή αλλιώς, δεν σκόπευε να παραμείνει ζωντανός.

 

Οι εξωγήινοι σίγουρα είχαν παρατηρήσει την αποκόλληση του ντεπόζιτου. Δεν θα είχαν όμως υποψιαστεί τι συνέβαινε, καθώς παρέμεναν απαθείς στις κινήσεις του. Σήκωσε με τους μεταλλικούς βραχίονες το ντεπόζιτο μπροστά στην κάσκα. Πήρε μια βαθιά ανάσα για να ηρεμίσει τον εαυτό του. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Έπρεπε να πληκτρολογήσει τον κωδικό στην ηλεκτρονική κλειδαριά του ντεπόζιτου, με το γυμνό χέρι, για να το ανοίξει. Κατόπιν να οπλίσει τη βόμβα και να σφαλίσει πάλι το ντεπόζιτο πριν τον προλάβουν τα ανδρείκελα. Μετά θα είχε τελειώσει. Τα πάντα θα εξαρτιόνταν στο αν οι εξωγήινοι θα κατάφερναν να ανοίξουν το ντεπόζιτο και να απενεργοποιήσουν την αντίστροφη μέτρηση μέσα σε δέκα λεπτά. Πίστευε ότι οι πιθανότητες τους ήταν τόσες, όσες είχε εκείνος να γκρεμίσει τον πύργο με τις γροθιές του.

 

Βλαστήμησε. Η ταραχή δεν έλεγε να τον εγκαταλείψει. Η προοπτική του θανάτου, τόσο κοντά τώρα, του ξυπνούσε νέα συναισθήματα. Δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι φοβόταν, ότι η επιθυμία του για ζωή ήταν τελικά δυνατότερη της εκπαίδευσης του. Το βρήκε ταυτόχρονα ειρωνικό, καθώς τώρα ήταν που χρειαζόταν να κατέχει λίγο από την ψυχρότητα των αντιπάλων του. Το μυαλό του πάσχιζε να βρει μια ισορροπία. Η πιθανότητα να υποψιαστούν τις προθέσεις του ανά πάσα στιγμή ήταν μεγάλη. Στο στρίμωγμα έλαμψε μια λύση μέσα του. Ήταν μια τραβηγμένη λύση, κάπως ριψοκίνδυνη, εμπεριείχε όμως αρκετή αδρεναλίνη για να τον ξεκινήσει, και ίσως τα κατάφερνε.

«Πάμε» είπε στον εαυτό του.

 

Η κάσκα του σφύριξε ανοιχτή. Οι μεταλλικοί ώμοι ανυψώθηκαν και ελευθέρωσαν τα χέρια του. Τράβηξε τον εαυτό του πάνω και έσκυψε πάνω στο ντεπόζιτο. Χτύπησε πάνω στα μικρά πλήκτρα τον κωδικό πρόσβασης. Το βαρύ καπάκι άνοιξε με έναν δυνατό κρότο. Ταυτόχρονα ο Τζέθρο άκουσε γύρω του να ξεσπά ένα βουητό, σαν καταιγίδα. Ήταν εκατοντάδες ανδρείκελα που ορμούσαν συγχρονισμένα προς την θέση του. Ο ψευτο-Κάουφμαν είχε καταλάβει ότι ετοίμαζε κάτι, κάτι καθόλου καλό για εκείνους. Ο Τζέθρο έσπρωξε το καπάκι και ρύθμισε τον χρονοδιακόπτη, αλλάζοντας το δεκάλεπτο σε τέταρτο. Διακινδύνευε πολύτιμο χρόνο, και η ελπίδα επιβίωσης του εξακολουθούσε να είναι μηδαμινή, ήταν όμως αυτός ο ελάχιστος χρόνος που του έδινε την ώθηση να ολοκληρώσει την διαταγή που είχε λάβει. Πάτησε τον διακόπτη και είδε τα δευτερόλεπτα να ξεκινούν την αντίστροφη τους πορεία. Αποτραβήχτηκε αμέσως και άφησε το καπάκι να πέσει στη θέση του, αυτόματα κλειδωμένο. Πήδηξε μέσα στη στολή και η κάσκα έκλεισε ασφαλής με το που άρχισαν τα ανδρείκελα να σκαρφαλώνουν πάνω του. Ένιωσε να ταλαντεύεται καθώς τον έσπρωχναν για να πέσει. Ήταν τόσο το πλήθος τους που μπορεί και να το κατόρθωναν. Η θωράκιση έσκυψε χαμηλά και οι μεταλλικοί βραχίονες άφησαν το ντεπόζιτο καταγής. Μετά, κάνοντας μια απότομη στροφή, τίναξε τους περισσότερους από πάνω του. Τα αντίγραφα όμως είχαν πάψει να ενδιαφέρονται για εκείνον. Τον παράτησαν και όρμησαν στο ντεπόζιτο, χτυπώντας το κάλυμμα του με τις γροθιές τους. Τα πρόσωπα τους ήταν ανέκφραστα αλλά για τον Τζέθρο, αυτή θα ήταν η πιο απελπισμένη στιγμή που θα μπορούσαν να βιώσουν αυτά τα πλάσματα. Άνοιξε το βήμα του, και με την υψηλότερη ταχύτητα που μπορούσε να αναπτύξει η στολή του, άρχισε να απομακρύνεται από τον πύργο. Κανείς δεν προσπαθούσε να τον εμποδίσει να φύγει. Τον προσπερνούσαν και όταν έπιανε κάποιο βλέμμα τους, δεν έβλεπε εκεί ούτε οργή, ούτε μίσος. Δεν γνώριζαν το συναίσθημα της εκδίκησης. Και ξαφνικά ένιωσε ένοχος, αυτή τη φορά ο κακός εισβολέας ήταν ο ίδιος.

 

Βρέθηκε πάλι στα χωράφια, περιτριγυρισμένος από τα ψηλά φυτά. Δεν έβλεπε ανδρείκελα γύρω του. Είχαν μαζευτεί όλα πίσω στον πύργο, προσπαθώντας μάλλον να βρουν τρόπο να ανοίξουν το ντεπόζιτο. Ο Τζέθρο βάσιζε τις ελπίδες του στο ότι δεν διέθεταν εργαλεία, αλλά ταυτόχρονα, είχαν την γνώση του Κάουφμαν με μια ψύχραιμη λογική ικανοί να τη διατηρήσουν ως το τελευταίο λεπτό. Δεν θα απελπίζονταν ποτέ για να τα παρατήσουν. Ξαφνικά είδε μια σκιά και με έναν υγρό γδούπο ένα αντίγραφο βρέθηκε πάνω στην κάσκα του. Οι γροθιές του πλάσματος έσταζαν πράσινο αίμα πριν ακόμα αρχίζει να γρονθοκοπεί το γυαλί που τους χώριζε. Το πρόσωπο του εξωγήινου παρέμενε ανέκφραστο, εκείνη τη στιγμή όμως ο Τζέθρο θα ορκιζόταν ότι είδε φωτιές στο βλέμμα του. Κατέβασε τον δεξί του βραχίονα και το τσάκισε στα δύο. Χάθηκε άψυχο στο έδαφος και ο Τζέθρο έκανε μια στροφή να δει αν έρχονταν άλλα. Δεν είδε καμία κίνηση. Αυτό το ένα θα συμπέρανε ότι αν του έπαιρνε τη στολή, θα μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει για να παραβιάσει το ντεπόζιτο. Ανόητη ιδέα, καθώς ο Τζέθρο είχε προσέξει ότι τα αντίγραφα δεν διέθεταν υποδοχές στο σώμα τους. Συνέχισε την φυγή του πριν αποκτήσουν και τα άλλα παρόμοιες χαζές ιδέες.

 

Τσάκιζε κοτσάνια και λοβούς στην ξέφρενη πορεία του προς το μικρό ξέφωτο. Έφτασε στην εξουδετερωμένη στολή του Κάουφμαν επτά λεπτά μετά την ενεργοποίηση της βόμβας. Δεν είχε καιρό να επιχειρήσει ασύρματο χάκινγκ, το οποίο πιθανό να ήταν και ακατόρθωτο. Άρχισε να τσακίζει καίρια σημεία της πεσμένης αρματωσιάς για μια ασφαλή αποκόλληση του ντεπόζιτου απογείωσης. Ήταν σίγουρος ότι έπρεπε να είναι γεμάτο. Με το μικρό λέιζερ του βραχίονα του έκοψε κάθε άχρηστο κομμάτι που εξείχε για να έχει αυτούσιο το ξένο εξάρτημα. Το προσάρμοσε εύκολα στις ράγιες της δικής του αρματωσιάς και το έσπρωξε μέσα. Το λογισμικό τον πληροφόρησε ότι υπήρξε επιτυχής ένωση με τα δανεισμένα καύσιμα. Ο χρόνος που είχε σπαταληθεί τώρα ήταν έντεκα λεπτά. Είχε τέσσερα λεπτά να προσπαθήσει να διαφύγει μια πυρηνική έκρηξη. Πρόσεξε κίνηση στην άκρη του ματιού του. Έρχονταν ανδρείκελα, πολλά στον αριθμό. Με μια απλή σκέψη οι προωθητήρες πήραν φωτιά και ο Τζέθρο εκτοξεύτηκε στον αέρα σαν βεγγαλικό. Άφησε πίσω του το μικρό ξέφωτο στις φλόγες.

 

Διέγραψε μια εντυπωσιακή καμπύλη προς τον ουρανό και συνέχισε να αναπτύσσει ταχύτητα πετώντας παράλληλα με το έδαφος. Τα χωράφια, γεωμετρικά πανομοιότυπα με ανάγλυφες γραμμώσεις, έρεαν από κάτω του σαν χείμαρρος. Τρία λεπτά για την έκρηξη. Φτάνει να μην είχαν ανοίξει το ντεπόζιτο. Ξαφνικά, ένα μικρό, προειδοποιητικό φωτάκι άρχισε να αναβοσβήνει στην οθόνη δεδομένων του. Ξένο σώμα είχε εμφανιστεί στο κατόπι του και πλησίαζε ταχύτατα. Δεν ήθελε πολύ μυαλό για να μαντέψει. Ο πύργος είχε βάλλει εναντίον του. Ο υπολογιστής δεν έδινε ανάλυση του βλήματος, δεν θα ήταν όμως διαφορετικό από εκείνα που κατέστρεψαν το σκάφος του. Έκανε μια βουτιά προς τα κάτω και συνέχισε την φυγή του σε χαμηλότερο επίπεδο. Το βλήμα που τον ακολουθούσε προσάρμοσε την πορεία του χωρίς να τον χάσει από το στόχαστρο του. Δύο λεπτά για την έκρηξη. Ετοίμασε τα μυδράλια του και ανέμενε για μια σίγουρη απόσταση. Είχε το πολύ δύο στροφές στους γεμιστήρες του. Εκείνη την στιγμή ο πίνακας δεδομένων τον ξάφνιασε με μια νέα πληροφορία. Στον μακρινό ορίζοντα, είχε εμφανιστεί αχνά το περίγραμμα άλλου ενός πύργου. Ο υπολογιστής σχεδόν ξεφώνησε ότι σύγκρουση με το βλήμα που τον ακολουθούσε ήταν άμεση. Τέντωσε τα μπράτσα του και παρέδωσε την τύχη του στο αυτόματο σύστημα άμυνας. Τα μυδράλια άδειασαν τους γεμιστήρες και σίγησαν. Το κόκκινο φωτάκι σταμάτησε να αναβοσβήνει. Το βλήμα είχε εξουδετερωθεί, αλλά χωρίς να καταγραφεί έκρηξη. Ένα λεπτό. Είδε στο βάθος, προς το σημείο που κατευθύνονταν, μια λευκή γραμμή να ανυψώνεται από το έδαφος ενάντια στο αχνό γαλάζιο του ουρανού. Και ο δεύτερος πύργος είχε ελευθερώσει βλήμα εναντίον του.

 

Έστριψε δεξιά, και αντί να συνεχίσει να απομακρύνεται, άρχισε να ακολουθεί μια κυκλική τροχιά γύρω από το σημείο μηδέν. Δεν είχε μείνει αρκετός χρόνος για να κερδίσει έδαφος που θα έκαμνε κάποια διαφορά. Δεν είχε τίποτα για να σταματήσει το επερχόμενο βλήμα, έλπιζε μόνο στο οστικό κύμα, που επίσης θα σήμανε το δικό του τέλος. Στα δέκα δευτερόλεπτα το βλήμα από τον πύργο ήταν πεντακόσια μέτρα μακριά του. Και όταν μηδενίστηκαν τα δευτερόλεπτα, δεν ακολούθησε η έκρηξη που περίμενε. Είχε αποτύχει. Έβρισε και βούτηξε χαμηλότερα, τόσο όσο να ξύνει τις κορυφές των δεκάμετρων φυτών στο έδαφος. Ο υπολογιστής τον πληροφόρησε ότι το βλήμα εξακολουθούσε να τον στοχεύει και ότι η σύγκρουση ήταν ζήτημα δευτερολέπτων. Μια λάμψη άστραψε στην κάσκα του και έχασε αμέσως τις οθόνες του. Δεν είχαν κλείσει όμως μόνο οι οθόνες. Είχε σβήσει ο υπολογιστής του. Το σύστημα ήταν νεκρό. Η στολή του δεν βούιζε πλέον. Βρισκόταν μέσα σε ένα σκοτεινό, εξουδετερωμένο καύκαλο που στροβιλιζόταν άτακτα προς το έδαφος. Ο νους του ήταν ένα κενό, και στη ζάλη της δίνης που του παρουσίαζε η κάσκα προσπαθούσε να σχηματίσει μια πρώτη σκέψη. Ήταν η διαπίστωση ότι ίσως και να τα είχε καταφέρει. Με το που άγγιξε τα κοτσάνια με τους λοβούς τον χτύπησε το οστικό κύμα της μεγάλης έκρηξης. Με μια ανάσα αμέτρητα εκτάρια μετατράπηκαν σε ιπτάμενα αποκαΐδια, και ο ίδιος σε μια φλεγόμενη σφαίρα. Χάθηκαν τα πάντα μέσα σε ένα εκτυφλωτικό λευκό φως.

 

Άνοιξε τα μάτια του. Το μισό του πρόσωπο ήταν βυθισμένο στη λάσπη. Ψιλόβρεχε και ένιωθε τις σταγόνες σε όλο του το σώμα. Ανασηκώθηκε μέσα στα λασπόνερα και κοίταξε τις χούφτες του. Το νερό που μαζευόταν μέσα στις παλάμες του ήταν μαύρο. Ο ίδιος ήταν γυμνός και ένα σκούρο πέπλο είχε καλύψει τον ουρανό. Σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε το σκηνικό που τον κύκλωνε. Καιγόταν ο μισός ορίζοντας, σκόρπιες φωτιές στιγμάτιζαν τον άλλον μισό. Πίσω από το μεγάλο πύρινο τοίχος υψωνόταν ένα τεράστιο, σταχτί μανιτάρι. Κοφτές ριπές ανέμου γέμιζαν τον αέρα με καμένα φύλλα που πετάριζαν σαν φλεγόμενα πουλιά. Ο Que-21 δεν είχε πουλιά, σκέφτηκε. Μετά θυμήθηκε τους αετούς στο Νέο Μεξικό. Ξανακοίταξε τα χέρια του.

«Δεν είμαι ο Τζέθρο Σίγκελ» είπε στον εαυτό του, «Είμαι ο Τζέθρο Σίγκελ» συμπλήρωσε.

Είδε δίπλα του πεσμένα κοτσάνια που είχαν γλιτώσει την φωτιά, με τους λοβούς τους γκαστρωμένους με ζωή, να αφρίζουν και να σκάνε, με περισσότερα αντίγραφα να γλιστρούν έξω, χλομά και υγρά, να σπαρταρούν και να αναπνέουν, να αποκτούν σταδιακά συνείδηση της ύπαρξης τους.

 

Έψαξε με το βλέμμα του να τον βρει και δεν άργησε να τον εντοπίσει. Ήταν μια μαύρη σωρός από σίδερα που κάπνιζε μόλις είκοσι μέτρα από εκεί. Κατευθύνθηκε προς την κατεστραμμένη στολή. Ο Γήινος είχε προφανώς επιζήσει της πτώσης και της λαίλαπας που ακολούθησε, και κατόπιν θα έχασε τις αισθήσεις του. Η κάσκα ήταν ανοιγμένη, και το κεφάλι του Τζέθρο εξείχε ελάχιστα. Το μισό του πρόσωπο ήταν μαυρισμένο, με εγκαύματα να γυαλίζουν κόκκινα όπου είχε σκάσει το δέρμα. Έσκυψε και τον άγγιξε, κι εκείνος διαλύθηκε σαν κούφια κούκλα κατασκευασμένη από στάχτη. Δεν είχε μείνει πλέον τίποτα από τον Τζέθρο Σίγκελ. Εκτός από τον όρθιο, νέο Τζέθρο Σίγκελ, που το δέρμα του γυάλιζε στιλπνό και φρέσκο. Έβλεπε εκατοντάδες άλλα αντίγραφα να σηκώνονται γύρω του. Υπήρχαν και πολλά μισοκαμένα, χωρίς κάτω άκρα, που σέρνονταν στην λάσπη και τη στάχτη. Ό,τι είχε απομείνει από την θωράκιση του Shelley δεν τους παρείχε πλέον καμία χρησιμότητα.

 

Δεν χρειάστηκε να πει κανείς τίποτα. Όλοι έκαναν την ίδια σκέψη. Έπρεπε να απομακρυνθούν από την περιοχή της έκρηξης, όσο πιο μακριά από το πυρηνικό μανιτάρι γινόταν. Υπήρχε η πιθανότητα η φυσιολογία τους να ήταν το ίδιο ευάλωτη στη ραδιενέργεια. Πρέπει να ήταν τουλάχιστο χίλιοι στον αριθμό και κινήθηκαν μαζικά προς το ένα σημείο που ξεχώριζε στον μακρινό ορίζοντα, το περίγραμμα ενός άλλου πύργου. Στη διαδρομή είχαν την ευκαιρία να αναμοχλεύσουν τις μνήμες του Τζέθρο και να κοιτούν πότε-πότε προς τον ουρανό, σαν να περίμεναν να δουν τα άστρα πέρα από τα σταχτιά σύννεφα που απλώνονταν στην στρατόσφαιρα. Κάπου εκεί ήταν το Νέο Μεξικό, το σπίτι τους. Τώρα έπρεπε να περιμένουν την επόμενη αποστολή από τη Γη. Ίσως τότε να έβρισκαν τρόπο να φύγουν από εδώ, να χτίσουν την κοινωνία τους κάπου που θα είχαν πρόσβαση σε τεχνολογία που τους ήταν οικεία.

 

Ο ένας Τζέθρο κοντοστάθηκε. Είχε μόλις θυμηθεί κάτι. Οι υπόλοιποι γύρω του συνέχιζαν να απομακρύνονται, πιθανό γιατί δεν το είχαν σκεφτεί ακόμα. Οι αξιωματικοί είχαν δείξει στον αστροναύτη έναν σημαντικό φάκελο. Ήταν μελέτες από αιχμαλωτισμένους εισβολείς. Τα ανδρείκελα ήταν στείρα, αδυνατούσαν να φέρουν απογόνους, και το όριο ζωής τους ήταν πέντε χρόνια.

«Κάθε πλανήτης με έλλογο πολιτισμό που πέφτει στην κυριαρχία των σπόρων είναι καταδικασμένος σε θάνατο» του είχαν πει.

Ήταν ένα λογικό συμπέρασμα. Ένα ανησυχητικό συμπέρασμα. Ο νέος Τζέθρο όμως ήταν ανίκανος να νιώσει ανησυχία. Γύρω του η μάζα συνέχισε να προχωρεί προς τον πύργο, σκόρπια όμως υπήρχαν ανδρείκελα που θυμούνταν τώρα τον φάκελο και σταματούσαν τον βηματισμό τους. Η ανυπαρξία ήταν σημαντικά αντίθετη στα σχέδια τους. Οι ελάχιστοι συνειδητοποιημένοι από αυτούς κοιτάχτηκαν και κατευθύνθηκαν ο ένας προς τον άλλον, μαζεύτηκαν σε μια μικρή ομάδα.

«Ο καιρός είναι λίγος» είπε ένας.

«Τι μπορούμε να κάνουμε;» ρώτησε άλλος.

«Να αλλάξουμε τακτική, να διαπραγματευτούμε μαζί τους. Οι Γήινοι ίσως μπορούν να βρουν τη λύση.»

«Και τι έχουμε που θα τους ήταν χρήσιμο;»

«Έχουμε έναν μήνα καιρό να σκεφτούμε κάτι» είπε ο νέος Τζέθρο στους άλλους. Αυτό που δεν είπε και κράτησε για τον εαυτό του ήταν ότι για μια θητεία πέντε ετών, μπορούσαν να αποδειχτούν οι τέλειοι στρατιώτες για τη Γη. Σίγουρα το ίδιο σκέφτονταν τώρα και οι άλλοι.

 

Συνέχισαν την πορεία τους, ελπίζοντας ότι όταν επιτέλους έφταναν στον πύργο, και οι χίλιοι θα είχαν καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα. Για τώρα, δεν είχαν παρά να περιμένουν. Είχαν πέντε χρόνια μπροστά τους.

 

Τέλος

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

Φαίνεται ενδιαφέρον. Άντε να δούμε τι θα γίνει στη συνέχεια... :)

Link to comment
Share on other sites

Πλάκα μου κάνεις;

 

Θες να μην κοιμηθώ όλο το βράδυ; Πού είναι το υπόλοιπο;;;;

Link to comment
Share on other sites

Κάτι με τραβάει σε αυτή την ιστορία, για κανένα λόγο μη την σταματήσεις!

Link to comment
Share on other sites

Η συνέχεια της ιστορίας εξακολουθεί να είναι ενδιαφέρουσα, όπως και το πρώτο της μέρος. Βέβαια, αν και είναι ακόμα πολύ νωρίς, υπάρχουν αρκετά σημεία που θέλω να ξεκαθαριστούν. Συνέχισε με τον ίδιο ρυθμό Ντίνο, ή αν μπορείς, δίνε μας και δυο επεισόδια τη μέρα :)

Link to comment
Share on other sites

Τελικά είχε δίκιο αυτός που μου είπε οτι μπορείς να γράψεις εξήσου καλά σε πάρα πολλά είδη. Και από ότι βλέπω το καταφέρνεις μια χαρά. Συνέχισε το...

 

 

Link to comment
Share on other sites

Ρε! Άψογο!!!

 

Πνευματικά δικαιώματα να κατοχυρώσεις. Να το κάνεις σειρά επιστημονικής φαντασίας στην Ελληνική τηλεόραση!!!

Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν, με εκπλήσεις... Νόμιζα ότι μόνο σε τρόμου και σε ότι έχει να κάνει με γεωργική παραγωγή (δένδρα από μύγες π.χ.) είσαι καλός...

 

Ντίνο μου αρέσει πολύ!!!

Μπράβο ρε συ!!!

 

...Συνέχα...

 

Και μην σκεφτείς να το τελειώσεις γρήγορα, θα αυτοκτονίσω!

Link to comment
Share on other sites

Πολύ καλό, Ντίνο. Όσο πάει γίνεται και πιο ενδιαφέρον. Αναμένουμε...

Link to comment
Share on other sites

Ωραίο, αλλά μου τα χάλασες λίγο στα επιστημονικά...

 

Μην βάζεις καύσιμα... Αχ... Τριβή από το οξυγόνο; Μάλλον εννοείς από την ατμόσφαιρα... Η πυκνότητα της ατμόσφαιρας δεν ήταν τόσο μεγάλη οπότε και η αντίσταση τριβής μικραίνει...

 

Η θωράκισή του αν η ατμόσφαιρα ήταν ακόμα και σαν της γής δεν θα πάθαινε σχεδόν τίποτα, τα διαστημικά λεωφορεία της νασα αλλάζουν πολύ μικρο μέρος των πλακιδίων θωράκισης που έχουν. Βασικά δεν αλλάζουν! Μόνο αν συμβεί κάτι όπως το ατύχημα που θυμόμαστε όλοι... Ένα κομμάτι πάγου κατα την εκτόξευση είχε συγκρουστεί πάνω του και έφυγε ένα μέρος των πλακιδίων...

 

Και 300 μετρα; Δεν νομίζω να φτάνουν καθόλου! Εκτός αν ο πλανήτης έχει μικρό σε δύναμη βαρυτικό πεδίο. Εκτός των άλλων, σε μια τέτοια στολή πιο πιθανό μου φαίνεται να έχει πολλαπλά αλεξίπτωτα. Πρώτα τα επιβράδυνσης από μεγάλη ταχύτητα (ειδικά με τρύπες για να μην σκιστούν) και μετά πιο μεγάλα ή φουσκωτές μπάλες όπως στα οχήματα που πήγαν στον άρη;

 

Κατά τα άλλα ωραία πάει, μου άρεσε πολύ αυτό με τις πληροφορίες στον εγκέφαλο αντί στην μάσκα. Πάντα φανταζόμουν τις στολές αυτές χωρίς τζάμι την ώρα της μάχης ή όταν μπαίνουν στην ατμόσφαιρα. Και ο άνθρωπος να βλέπει μόνο από συστήματα τρισδιάστατης αναγνώρισης χώρου (κάτι σαν πολύ εξελιγμένο ραντάρ)/

Edited by AftPeakTank
Link to comment
Share on other sites

Για άλλη μια φορά πολύ ωραία συνεχίζεις...

 

Σε προτιμώ σε αυτήν την ιστορία Ντίνο από τα σπλατερικά μυγόδεντρα...

Link to comment
Share on other sites

Η ιστορία αποκτά όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Συνέχισε ακάθεκτος, Ντίνο.

Link to comment
Share on other sites

Δεν διάβασα πολύ,λόγω ώρας,αλλά ή σου αρέσει ο Ίαν Άντερσον ή είσαι αγρονόμος μηχανικός!!biggrin.gif

Link to comment
Share on other sites

Ο Σίγκελ σήκωσε το δεξί του χέρι, το τεράστιο μπράτσο της στολής όμως δεν μπορούσε να μεταδώσει επαρκώς την απειλητική διάθεση του χεριού από μέσα.

Πλάκα μου κάνεις; Ντίνο, έγραψες! Παράτα τα Horror!

Μην ρίξεις την ποιότητα του κειμένου για κανένα λόγο. Αρέσει σε όλους όσο αρέσει και σε μένα;

Link to comment
Share on other sites

Ναι! Μια ψήφος κι από μένα. Κι εγώ το παρακολουθώ το σήριαλ και ο Ντίνος παρακαλείται να το συνεχίσει.

Link to comment
Share on other sites

Έλα αφήστε τα έτοιμα και πιάστε κάτι νέο...

Αφιερωμένο στο Ντίνο!

 

Αμάν, δεν το έχω υπογράψει!!!!!!!!!

post-2391-128204587374_thumb.jpg

Link to comment
Share on other sites

Πλάκα μου κάνεις; Ντίνο, έγραψες! Παράτα τα Horror!

 

E Peak συγγνώμη αλλα με έκανες και γέλασα... έχεις ρίξει καμια ματια στην βιβλιοθήκη ???

 

Τι εννοείς να σταματήσει τον τρόμο για την ΕΦ όταν η βιβλιοθήκη της ΕΦ είναι γεμάτη από Hajiyorgi ?

και μάλιστα πολύ καλο Hajiyorgi...

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..