Stanley Posted August 17, 2010 Share Posted August 17, 2010 Το παρακάτω είναι ένα μικρό απόσπασμα από τις τελευταίες σελίδες ενός διηγήματός μου, του οποίου ο τίτλος και ο πρωταγωνιστής είναι προφανές από πού έχουν εμπνευστεί! Θα έλεγα ότι είναι σίγουρα φαντασίας, ενώ, σύμφωνα με τα δικά σας μέτρα και κριτήρια, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και τρόμου(εγώ δεν θα το έλεγα,όπως δεν λέω και για τον Πόε,άλλωστε). Δεν ξέρω πώς φαίνεται έτσι αυτούσιο, αλλά το διήγημα είναι γύρω στις 12000 λέξεις και δε νομίζω να μπορώ να το βάλω όλο. Θα ήθελα να δω πώς σας φαίνεται. Ορίστε,λοιπόν: Βρισκόμουν σε ένα δωμάτιο, με πεντακάθαρους, ολόλευκους τοίχους και ένα πάτωμα στρωμένο με κάτασπρο , γυαλιστερό μάρμαρο. Ένοιωθα ευεξής και ανάλαφρος, έβλεπα τα πέλματά μου να πατούν σε όλη τους την έκταση πάνω στο δάπεδο, αλλά είχα την ψευδαίσθηση ότι αιωρούμουν ελάχιστα εκατοστά πάνω από αυτό. Ο αέρας που ανέπνεα πρέπει να ήταν πλούσιος σε οξυγόνο και γέμιζε τα παλλόμενα πνευμόνια μου με μια πικρίλα που, κατά έναν παράξενο τρόπο, με έκανε να αισθάνομαι μια ευχάριστη ζαλάδα, μια αλλόκοτη ευφορία χωμένη σε μια ανεπαίσθητη επίδραση μιας ημιλιπόθυμης κατάστασης. Μια σιωπή πιο πλατιά και επιβλητική από τη σιωπή που βασίλευε στα ζοφερά βάθη της Σκωτίας είχε απλωθεί στο δωμάτιο, δεν ακουγόταν τίποτα, ούτε καν ο ήχος από το σύρσιμο των ποδιών μου στο μάρμαρο. Άνοιξα το στόμα μου και φώναξα αν ήταν κανείς εκεί, μα όχι μόνο απάντηση δεν πήρα, αλλά και τα λόγια μου τα ίδια δεν ακούστηκαν , παρά μόνο μέσα στο κεφάλι μου. Το φως προερχόταν από μια άγνωστη πηγή και αντανακλώμενο πάνω στους κάτασπρους τοίχους που εξοστράκιζαν κάθε φωτεινή δέσμη προς τα μάτια μου, γινόταν πολύ δυνατό και έντονο. Είχα αρχίσει να υποψιάζομαι την εξήγηση. Μόλις χαμήλωσα τα μάτια μου προς το σώμα μου και παρατήρησα πως η γαλάζια νυχτικιά μου φαινόταν κι αυτή λευκή, πιο πολύ προς την απόχρωση του γκρίζου, σιγουρεύτηκα πως έβλεπα ένα όνειρο. Αρκετά συχνά έβλεπα όνειρα, και μπορώ να πω ότι απολάμβανα κάπου κάπου την τρυφερή και ανέμελη εμπειρία που τόσο απλόχερα και ανιδιοτελώς προσέφερε ο φίλος Μορφέας , το ακούσιο και εικονικό, αλλά τόσο ζωοφόρο αποτράβηγμα από την πραγματικότητα. Κανένα παράθυρο και καμία πόρτα δεν υπήρχε για να διακόψει τη μονοτονία του λευκού, καμία λάμπα δεν κρεμόταν από το επίσης λευκό ταβάνι, και ήταν πολύ δύσκολο να διακρίνω ακόμα και τις ακμές των τοίχων, τόσο που δυσκολευόμουν να προσδιορίσω το μέγεθος της αίθουσας. Σκέφτηκα να μετρήσω την περίμετρό της και να υπολογίσω στο πόδι το εμβαδόν της. Έκοψα, λοιπόν, μια λεπτή λουρίδα από τη νυχτικιά μου, την απόθεσα στο πάτωμα, εκεί που αυτό έβρισκε έναν από τους τοίχους, και με το δεξί μου χέρι να χαϊδεύει συνεχώς τον τοίχο αυτόν, άρχισα να περπατάω. Από τη στιγμή που ξεκίνησα από την κορδέλα μέχρι που την ξαναβρήκα, μέτρησα 142 βήματα συνολικά, περίπου ίδιο αριθμό για κάθε πλευρά. Το δωμάτιο ,επομένως, ήταν σχεδόν κανονικό τετράγωνο και αρκετά μεγάλο, γύρω στα 80 τετραγωνικά μέτρα. Αφού είχα λύσει την απορία μου σχετικά με το μέγεθος του δωματίου, κόλλησα την πλάτη μου στον τοίχο και έξυνα το γυμνό μου πηγούνι περιμένοντας αμέριμνος κάτι, ο,τιδήποτε να διαταράξει την νεκρική ηρεμία μου. Είχαν περάσει κάμποσα λεπτά χωρίς να συμβεί τίποτα, όταν σε μια στιγμή που έκανα για να ανοιγοκλείσω τα μάτια μου, εμφανίστηκε ως δια μαγείας λίγα μέτρα μπροστά μου μια ισχνή φιγούρα. Ήταν μάλλον άντρας και είχε την ίσια, μικροσκοπική πλάτη του στραμμένη προς το μέρος μου. Πλησίασα προς το μέρος του και άπλωσα το χέρι μου για να τον σκουντήσω μαλακά στην πλάτη, αλλά αυτό, εντελώς απροσδόκητα και τρομακτικά, διαπέρασε τη σάρκα του αγνώστου και εξαφανίστηκε μέχρι τον καρπό, σαν να ήταν άϋλο και φασματικό! Το τράβηξα γρήγορα πίσω φοβισμένος, και ξαναδοκίμασα να τον ακουμπήσω, αλλά μάταια : πάντα το σώμα μου περνούσε μέσα από το δικό του, χωρίς να το αγγίζει και χωρίς, φυσικά, ο άλλος να νοιώθει κάποια επαφή μαζί μου. Το γεγονός ότι ήμουν άϋλος και ότι δεν μπορούσα να αγγίξω κάποιον άλλον άνθρωπο, ενώ είχα ήδη προηγουμένως διαπιστώσει ότι μπορούσα να αγγίξω τον εαυτό μου ή και τον τοίχο, μου δημιούργησε αρχικά μια απόκοσμη εντύπωση, μια ανατριχίλα, αλλά γρήγορα θυμήθηκα ότι βρισκόμουν σε όνειρο και μου φάνηκε τελείως φυσιολογικό. Εν τω μεταξύ, ο άγνωστος άνδρας έκανε κάτι παράξενες κινήσεις , σαν να ψαχούλευε κάποιο μεγάλο σακούλι. Αποφάσισα να διασκεδάσω λιγάκι με την ΄΄ ιδιότητά ΄΄ μου και πέρασα με ολόκληρο πλέον το κορμί μου μέσα από το ίδιο του το σώμα, αντί να πάω γύρω γύρω , και βρέθηκα αμέσως μπροστά του. Γύρισα και είδα το αποστεωμένο πρόσωπο και το ετοιμόρροπο σκαρί του Ρόμπερτ Αμοντιλιάδο, που με τα ξερακιανά χέρια και μια υγρή αγωνία να είναι ξεκάθαρη στο πρόσωπό του, ανάδευε ένα ψάθινο, φαρδύ σακούλι. Ο άνθρωπος αυτός, πάνω που νόμιζα ότι είχα ησυχάσει από την αρρωστιάρικη επιρροή του και την εμμονή μου μαζί του, πάνω που είχα ανακουφιστεί από το βάρος της ακατανόητης περιέργειάς για την αξιολύπητη κατάστασή του, είχε ανεξήγητα και θρασύτατα εμφανιστεί στο δικό μου όνειρο, με την ίδια σιχαμερή φάτσα και τα ίδια λαδωμένα μαλλιά, αλλά μου φάνηκε ότι είχε αδυνατίσει κι άλλο. Ίσως πάλι να ήταν και η ιδέα μου. Μα, τι στην οργή γύρευε τόσην ώρα σε εκείνην την καταραμένη τη σακούλα; Αγκομαχούσε, ξεφύσαγε, έβηχε, δάγκωνε τα χείλια του, ξαναξεφύσαγε , στριφογύριζε τη γλώσσα του, ίδρωνε για να ψάξει μια αναθεματισμένη σακούλα κι εγώ ήμουν ακριβώς μπροστά του και δεν μπορούσε να με δει, η παρουσία μου την παραμικρή αναστάτωση δεν του προκαλούσε, αφού , ουσιαστικά , για αυτόν δεν υπήρχα. Μεγάλη χαρά ένοιωσα όταν λίγο αργότερα τον είδα να τραβάει το κοκκαλιάρικο χέρι του από το σάκο και περίμενα με περιέργεια να διαπιστώσω τι ήταν εκείνο που του είχε μονοπωλήσει την ξεψυχισμένη εναπομείνασα ενεργητικότητά του. Αμέσως, όμως, εξεπλάγην και μπερδεύτηκα ακόμα περισσότερο, καθώς με ένα θριαμβευτικό χαμόγελο που φανέρωνε τα δρακουλιάρικα δόντια του , με μια πανηγυρική και γλοιωδώς περήφανη έκφραση στο χλομό πρόσωπό του, κράδαινε μια ξύλινη, κωνική, σβηστή δάδα! Ήρθα στη θέση του σχολιαρόπαιδου, που εκεί που νόμιζε ότι είχε βρει τη λύση ενός δύσκολου μαθηματικού προβλήματος , αντ’ αυτού είχε οδηγηθεί σε έναν πιο περίπλοκο κυκεώνα και σε μια ακόμη πιο δυσνόητη πτυχή του προβλήματος. Μα, έψαχνε τόσην ώρα μέσα σε εκείνο το σακούλι μια ολόκληρη δάδα, που το μέγεθός της σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογούσε τη δυσκολία που αντιμετώπισε ο Αμοντιλιάδο στην ανεύρεσή της ∙ δεν ήταν δα και κανένα ψίχουλο, όπως , ίσως, θα περίμενα! Αλλά και μια δάδα σε ένα τόσο φωτεινό δωμάτιο το λιγότερο άχρηστη και περιττή θα ήταν, πόσο μάλλον σβηστή. Αυτές οι απορίες μου, ωστόσο, γρήγορα θα λύνονταν. Αφού θαύμασε για μερικά δευτερόλεπτα το εύρημά του, ο Αμοντιλιάδο άρχισε να περπατάει, με τον ίδιο πάντα νωχελικό τρόπο, και αφού πέρασε αυτός με τη σειρά του μέσα από το διάφανο κορμί μου , κατευθυνόταν ολόισια προς τον τοίχο. Μόλις έφτασε κοντά του, περίμενα με μια σατανική φαιδρότητα να τον δω να σκουντουφλάει στο τσιμεντένιο παραπέτασμα, αλλά εκείνος έσπρωξε με το άλλο χέρι από αυτό που βαστούσε τη δάδα ασθενικά τον τοίχο σε ένα σημείο του, και ένα μαύρο ορθογώνιο ξεπρόβαλε μπροστά στα μάτια μου. Ήταν σα να υπήρχε μια αόρατη πόρτα σε εκείνο το σημείο και ανοίγοντάς την προς τα έξω να εμφανίστηκε ένα κρυφό μονοπάτι. Αμέσως συνειδητοποίησα και τη χρησιμότητα της δάδας, καθώς με το που ο κάτοχός της πέρασε το κατώφλι της πόρτας , εκείνη άναψε με μια πυρόξανθη, φουντωτή φλόγα που ξεπετάχτηκε αληθινά από το πουθενά και φώτισε κάπως το κατασκότεινο και ανήλιαγο μονοπάτι. Ακολούθησα κι εγώ με μια αναζωπυρωμένη έξαψη και αγωνία, με ένα αναγεννημένο ενδιαφέρον για το που θα με οδηγούσε ο Ρόμπερτ Αμοντιλιάδο, γιατί ήταν προφανές ότι ήξερε που πήγαινε. Ο πυρσός φώτιζε ασθενικά το δρόμο του οδηγού μου, αρκετά, όμως, για να μπορώ να δω τα ασχημόκτιστα αγκωνάρια, που συναποτελούσαν τους τοίχους και το πάτωμα του μονοπατιού, με τις ασύμμετρες γωνίες και τα γκρίζα, όπως ο,τιδήποτε στο όνειρο, χόρτα να ξεπροβάλουν από τις σχισμές τους. Το σοκάκι ήταν στενό, μπορούσα να αγγίξω τα τοιχώματά του με ένα ανεπαίσθητο άνοιγμα των χεριών μου, και όταν έγλειψα με το δάχτυλό μου την επιφάνειά τους και το έφερα κοντά στα ρουθούνια μου μύρισα μια έντονη, υγρή, μεθυστική μούχλα που με κοπάνισε σα σφυρί στα μηνίγγια και με έκανε να παραπατήσω από αδιαθεσία, αλλά γρήγορα ανασυγκροτήθηκα και συνέχισα την παρακολούθησή μου. Αν δεν πλανήθηκα πολύ άσχημα, ανεβαίναμε συνεχώς σε μεγαλύτερο υψόμετρο, γεγονός που ίσως δικαιολογούσε την αραίωση του οξυγόνου στον αέρα που ανέπνεα, ο οποίος στην αρχή ήταν δροσερός και ευχάριστος, επηρεασμένος από την ατμόσφαιρα του λευκού δωματίου, αλλά όσο περνούσε η ώρα γινόταν όλο και πιο φτωχός και ανθυγιεινός. Σε συνδυασμό με τη μούχλα, που πύκνωνε ολοένα στους τοίχους και αναθυμίαζε μία σαπισμένη δυσωδία πολύ δυσάρεστη για τις αισθήσεις μου, είχα αρχίσει να νοιώθω μια πρώιμη ζαλάδα και λιγοθυμία που δυσκόλευαν σε ένα βαθμό την πορεία μου. Είχα εγκαταλείψει, λοιπόν, το όμορφο και ευήλιο δωμάτιο με το δροσερό και ζωογόνο αεράκι όπου βρισκόμουν στην αρχή του ονείρου μου, και τώρα περπατούσα σε ένα ζοφερό δρομάκι . Έβλεπα, παρ’ όλα αυτά, τον Αμοντιλιάδο, το χτικιάρη και αχαμνό Ρόμπερτ Αμοντιλιάδο, να συνεχίζει ακάθεκτος, να μην επηρεάζεται διόλου από την αποπνικτική ατμόσφαιρα που εμένα με είχε καταβάλει , και να σέρνει απελπιστικά το φασματικό του κορμί κρατώντας ψηλά τη δάδα, χωρίς να έχει επιβαρυνθεί επιπλέον από την αβάσταχτη κλεισούρα. Περπατούσαμε ασταμάτητα για μισή ώρα περίπου και τα πόδια μου είχαν κουραστεί από την εξαντλητική πεζοπορία, αισθανόμουν τις γυμνές πατούσες μου να πάλλονται πρησμένες και κόκκινες, τους μύες μου να αγκυλώνουν και να ανοιγοκλείνουν σαν σκουριασμένοι μεντεσέδες σε κάθε μου επίπονο βήμα προς τον άγνωστο προορισμό. Ο αέρας είχε γίνει πλέον σχεδόν άδειος από οξυγόνο, ζεστός και ανθυγιεινός , βαρύς και πηχτός σαν την ομίχλη που είχε πλακώσει την έπαυλη, και το μόνο που πρέπει να γέμιζε τα πνευμόνια μου ήταν η ανυπόφορη μπόχα από τη μούχλα που είχε πλέον απλώσει τα μικρά, νηματοειδή και τριχοφόρα αγγεία της σε όλη την επιφάνεια που μπορούσα να δω από το τρεμουλιαστό φως του πυρσού. Έβηχα και ρουφούσα τη μύτη μου, που είχε πρηστεί από την υπερπροσπάθεια που κατέβαλε για να στραγγίξει κάθε μόριο οξυγόνου που είχε απομείνει στην ατμόσφαιρα, άσθμαινα και βαριανάσαινα τόσο δυνατά, που απορούσα πως ακόμα ο οδηγός μου δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία μου. Και βλέποντάς τον να κρατά ψηλά τη φωτιά, σαν ένας ξεφτιλισμένος Προμηθέας, υπέφερα ακόμα περισσότερο, εκνευριζόμουν που αυτό το ερείπιο έσερνε εμένα όπου ήθελε, φούρκιζα βλέποντάς τον να είναι απλά το ίδιο σάψαλο, εγώ ήθελα να τον δω να βασανίζεται από αυτά που βασάνιζαν κι εμένα εκείνην την ώρα. Έβηχε βέβαια σαν τρελός, αλλά περίμενα να τον δω να γκρεμίζεται από κούραση και εξάντληση, να σπάει σε χίλια κομμάτια το αξιολύπητο, οστέινο κουφάρι του. Ήμουν ιδρωμένος και μάλλον είχα ανεβάσει πυρετό, το κεφάλι μου είχε μουδιάσει από το στόμα και πάνω και είχα αρχίσει να βλέπω διαστρεβλωμένα και θολά, τα λίγα πράγματα που μπορούσα, τέλος πάντων, να δω εκεί μέσα, όταν άκουσα τους πρώτους ήχους από τότε που είχα βρεθεί στο όνειρο. Ήταν τσιριχτοί, στριγκοί και διαπεραστικοί, και προέρχονταν χαμηλά από το έδαφος, με μια τρομακτική συνέχεια και σταθερότητα. Μόλις δέχτηκα τα πρώτα τσιμπήματα στα πόδια μου κατάλαβα ότι ήταν ποντίκια. Περιφέρονταν κατά δεκάδες ξοπίσω μου, δεν μπορούσα να τα δω γιατί το φως της φλόγας δεν έφτανε μέχρι εκεί, αλλά μπορούσα να αισθανθώ την σιχαμερή τους παρουσία, τις φιδίσιες ουρές τους να γρατσουνάνε τις γάμπες μου, και, το κυριότερο ,τα ψυχρά, πλατιά δόντια τους να μπήγονται πεινασμένα στη σάρκα μου και την υγρή μυτερή γλώσσα τους να γλείφει το δαγκωμένο μέρος. Τα κλωτσούσα με όλη τη δύναμη που μου είχε απομείνει, τα πάταγα, τα έλιωνα, τα έβριζα, τα καταριόμουνα. ΄΄ Μα, γιατί σε εμένα, πηγαίνετε και στον καταραμένο τον Αμοντιλιάδο ΄΄ ούρλιαζα απελπισμένος, αγνοώντας μέσα στον πανικό μου ότι ο λιπόσαρκος Αμοντιλιάδο δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον για τα αδηφάγα τρωκτικά. Είχα γονατίσει και πάλευα κυριολεκτικά μαζί τους , τα έδιωχνα παθιασμένα με χέρια και πόδια, οι δαγκωματιές πολλαπλασιάζονταν και κόντευα να λιποθυμήσω από την εξάντληση, όταν εντελώς ξαφνικά τα τρωκτικά εξαφανίστηκαν, ένα δυνατό φως ξεχύθηκε και φανέρωσε ότι είχαμε βρεθεί σε μια καινούρια αίθουσα. Ήταν ένα μακρόστενο δωμάτιο, πιο ρεαλιστικό από το ψυχεδελικό λευκό δωμάτιο της αρχής και από το κατασκότεινο μακρύ μονοπάτι που μόλις πριν από λίγο διέσχιζα. Πήρα μερικές βαθιές ανάσες από τον ίσα ίσα πιο ευχάριστο αέρα που υπήρχε εκεί μέσα, σκούπισα το μέτωπό μου από τον ψυχρό ιδρώτα που με είχε λούσει και προσπάθησα να συνέλθω, κάτι που δεν ήταν εύκολο, καθώς η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο δεν ήταν και πολύ καλλίτερη από αυτήν του μονοπατιού, με εξαίρεση τη φωτεινότητα που επικρατούσε. Τα πόδια μου πονούσαν ακόμα και μου ήταν δύσκολο να περπατήσω, και ο αέρας δεν ήταν αρκετός για να αναπληρώσω το χαμένο οξυγόνο, με αποτέλεσμα να δυσκολεύομαι να ανασάνω. Στο δυνατό φως μπόρεσα και είδα τα πληγιασμένα μου πόδια που ήταν γεμάτα από γυαλιστερές οδοντωτές τρύπες που έσταζαν ένα κίτρινο πηχτό πύον , και τον ποδόγυρο της νυχτικιάς μου που είχε ξεσκιστεί περιμετρικά από τα ακονισμένα δόντια των βρωμοαρουραίων. Παρατήρησα πιο προσεκτικά το νέο μέρος που είχα βρεθεί και γρήγορα διαπίστωσα ότι ήταν η κεντρική τραπεζαρία της έπαυλης Μακ Φλάιρ, με τους καστανούς τοίχους και το σημυδένιο τραπέζι στο κέντρο της, όπου πριν από λίγες ώρες είχε πραγματοποιηθεί εκείνο το αλησμόνητο φαγοπότι και με είχε πρωτοκεντρίσει η πρωτοφανής συμπεριφορά του Αμοντιλιάδο. Αλλά το τραπέζι δεν ήταν άδειο, ήταν ξανά φορτωμένο σε όλη του την έκταση, απ’ άκρη σ’ άκρη, με όλες τις λιχουδιές και όλη την λαχταριστή πανδαισία με την οποία ήταν φορτωμένο λίγες ώρες πριν. Η δάδα είχε σβήσει, τόσο ξαφνικά όπως είχε ανάψει, τη στιγμή που βρεθήκαμε στην τραπεζαρία, και αφού την πέταξε βιαστικά και αδιάφορα σε μια γωνιά, ο Αμοντιλιάδο κατευθύνθηκε στο τραπέζι με μια σπουδή που δεν περίμενα να ξαναδώ σε αυτόν τον άνθρωπο, με βήμα ταχύ και πιο αποφασιστικό από ότι συνήθως. Σε όλη τη διαδρομή δεν είχε βγάλει άχνα, δεν είχε πει το παραμικρό, δεν είχε εκφράσει κανένα συναίσθημα ή αντίδραση, μόνο έβηχε, αλλά τώρα τον είδα να τρίβει άπληστα τα χέρια του και να χαμογελά σαρδόνια καθώς καθόταν στην καρέκλα. Και αν δεν μου έπαιζε παιχνίδια η κούραση και ο πόνος, αν δε με απατούσε η νυσταγμένη από το φαί και το ποτό μνήμη μου, είχε το θράσος και την τόλμη να καθίσει στη δική μου θέση, στην ίδια γωνία που εγώ είχα καθίσει, στην ίδια ακριβώς καρέκλα! Ακόμη χειρότερα, παρατήρησα ότι τα φαγητά και τα ποτά ήταν ακριβώς τα ίδια με του δείπνου, ό,τι είχε ετοιμάσει το προσωπικό για το προηγούμενο βράδυ βρισκόταν και τώρα πάνω στο τραπέζι, χωρίς καμιά εξαίρεση. Παραξενεμένος από όλα αυτά και ανυπόμονος για τη συνέχεια, την οποία είχα αρχίσει να υποψιάζομαι, έκατσα σε μια καρέκλα απέναντι από τον Αμοντιλιάδο και περίμενα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinMacXanthi Posted August 18, 2010 Share Posted August 18, 2010 (edited) Θα σου πρότεινα να το ανεβάσεις όλο. Το αν θα διαβαστεί στις 12,000 λέξεις έχει να κάνει με το πόσο το κείμενο μπορεί να κρατήσει τον αναγνώστη. Αλλά απόσπασμα; και μάλιστα όχι από την αρχή; πολύ λιγότερες πιθανότητες να δεχτείς σχόλια και feedback που θα σε βοηθήσουν. Εναλλακτικά, μπορείς να το ανεβάζεις σε συνέχειες. Αλλά όχι ξεκινώντας από τις τελευταίες σελίδες. Από την αρχή ως το τέλος. Όπως είναι τώρα... Τι δουλειά έχει στη Σκωτία ένας τύπος που το όνομα του είναι περιοχή της Ισπανίας; (Μοντίγια) Σε διαβεβαιώνω πως ένα χρόνο στη Σκωτία (και λόγω research αρκετό ψάξιμο στις γενεαλογίες τους) Ρόμπερτ Αμοντιγιάντο δεν θα βρεις εδώ. Φαντάζομαι θα ήταν κάποιος που ήρθε από την Ισπανία; Φαντάζομαι, αλλά αν δεν το διαβάσω δεν έχει νόημα. Οπότε αν θες, ανέβαστο. Υπάρχουν και μεγαλύτερα κείμενα εδώ που το έχουν καταφέρει, οπότε don't fret. Υ.Γ. Το Amontillado διαβάζεται Αμοντιγιάντο. Edited August 18, 2010 by DinMacXanthi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Stanley Posted August 18, 2010 Author Share Posted August 18, 2010 Θα σου πρότεινα να το ανεβάσεις όλο. Το αν θα διαβαστεί στις 12,000 λέξεις έχει να κάνει με το πόσο το κείμενο μπορεί να κρατήσει τον αναγνώστη. Αλλά απόσπασμα; και μάλιστα όχι από την αρχή; πολύ λιγότερες πιθανότητες να δεχτείς σχόλια και feedback που θα σε βοηθήσουν. Εναλλακτικά, μπορείς να το ανεβάζεις σε συνέχειες. Αλλά όχι ξεκινώντας από τις τελευταίες σελίδες. Από την αρχή ως το τέλος. Όπως είναι τώρα... Τι δουλειά έχει στη Σκωτία ένας τύπος που το όνομα του είναι περιοχή της Ισπανίας; (Μοντίγια) Σε διαβεβαιώνω πως ένα χρόνο στη Σκωτία (και λόγω research αρκετό ψάξιμο στις γενεαλογίες τους) Ρόμπερτ Αμοντιγιάντο δεν θα βρεις εδώ. Φαντάζομαι θα ήταν κάποιος που ήρθε από την Ισπανία; Φαντάζομαι, αλλά αν δεν το διαβάσω δεν έχει νόημα. Οπότε αν θες, ανέβαστο. Υπάρχουν και μεγαλύτερα κείμενα εδώ που το έχουν καταφέρει, οπότε don't fret. Υ.Γ. Το Amontillado διαβάζεται Αμοντιγιάντο. Υπάρχουν και οι μετανάστες,ξέρεις!!Ευχαριστώ πάντως,θα το ανεβάσω σε συνέχειες.... ΥΓ:Το Βαρέλι του Αμοντιλιάδο δεν το γνωρίζεις...; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinMacXanthi Posted August 18, 2010 Share Posted August 18, 2010 Όπως είπα, μπορει να ήταν κάποιος που ήρθε απο την Ισπανία. Το Βαρέλι του Αμοντιλιάδο...χμμ, ίσως φταίει που τόσα χρόνια διαβάζω Poe μόνο στο πρωτότυπο, δηλαδή στην προκειμένη The Casque of Amontillado. Εσύ το ξέρεις; Γιατί θα ήξερες οτι διαβάζεται Αμοντιγιάντο. Αναμένω την αρχή λοιπόν. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
BladeRunner Posted August 18, 2010 Share Posted August 18, 2010 Στα ισπανικά, τα δυο λλ, διαβάζονται ως γ. Π.χ. Casillas--->Κασίγιας και όχι Κασίλας... Π.χ. Castillo--->Καστίγιο και όχι Καστίλο... Παραδείγματα από ονόματα ποδοσφαιριστών... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Stanley Posted August 18, 2010 Author Share Posted August 18, 2010 Βρε αγόρια,τα ξέρω αυτά,αλλά ο τίτλος είναι έμμεση αναφορά στο διήγημα του Πόε,το οποίο στα ελληνικά είναι το Βαρέλι του Αμοντιλιάδο!Πόσο πιο απλό,δλδ;Μου φαίνεται θα το ξανασκεφτώ να το ανεβάσω όλο,γιατί ακόμα και να σας αρέσει,θα πέσει τρελό θάψιμο!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinMacXanthi Posted August 18, 2010 Share Posted August 18, 2010 Ευτυχώς για εσένα, προσωπικά εγω καθώς κ πολλοί αλλοι εδω μέσα κρίνουμε το γραπτό και όχι τον συγγραφέα. Δεν είναι παντα εύκολο, τώρα αν εσύ προσπαθείς να το κάνεις πιο δύσκολο... Άλλωστε αν επχεις οξεία κριτική σκέψη μπορείς να κρίνεις το σχόλιο κι αν μπορεί να σε βοηθήσει. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Stanley Posted August 18, 2010 Author Share Posted August 18, 2010 Προφανώς αστειευόμουν....... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tattoman Posted August 18, 2010 Share Posted August 18, 2010 Μου άρεσε, και από ό,τι βλέπω δεν είμαι ο μόνος που τρέφει μια κάποια συμπάθεια για την χρήση των επιθέτων. Στην πραγματικότητα τα λατρεύω, όπως πολύ πιθανόν να κάνεις και εσύ. Πάντως, ίσως...να έβγαζες λίγα περιτά επίθετα. Δεν ξέρω, απλά γνώμη μου, γιατί παρόλο που τα επίθετα στο κείμενο σου είναι πολύ ωραία σε κάποια σημεία με ψυλοκούρασαν. ...Το παθαίνω και εγώ στα κείμενα μου... πάντως σαν κείμενο μου άρεσε, ανέβασε και το υπόλοιπο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Stanley Posted August 18, 2010 Author Share Posted August 18, 2010 Γιώργο,το συμμερίζομαι αυτό που λες...Δεν ξέρω,μόλις του κάνω καμιά ανάγνωση και πάλι,όπως συχνά ανατρέχω στα παλιά μου κείμενα, μπορεί να αφαιρέσω μερικά κατά το δοκούν. Παρασέρνομαι γενικά,αλλά το κάνω όπου νομίζω ότι πηγαίνει. Θα διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο και θα μου πείτε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tattoman Posted August 18, 2010 Share Posted August 18, 2010 Γιώργο,το συμμερίζομαι αυτό που λες...Δεν ξέρω,μόλις του κάνω καμιά ανάγνωση και πάλι,όπως συχνά ανατρέχω στα παλιά μου κείμενα, μπορεί να αφαιρέσω μερικά κατά το δοκούν. Παρασέρνομαι γενικά,αλλά το κάνω όπου νομίζω ότι πηγαίνει. Θα διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο και θα μου πείτε. οκ, μια ερώτηση, πόσες σελίδες Α4 ειναι όλο; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Stanley Posted August 18, 2010 Author Share Posted August 18, 2010 Γιώργο,το συμμερίζομαι αυτό που λες...Δεν ξέρω,μόλις του κάνω καμιά ανάγνωση και πάλι,όπως συχνά ανατρέχω στα παλιά μου κείμενα, μπορεί να αφαιρέσω μερικά κατά το δοκούν. Παρασέρνομαι γενικά,αλλά το κάνω όπου νομίζω ότι πηγαίνει. Θα διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο και θα μου πείτε. οκ, μια ερώτηση, πόσες σελίδες Α4 ειναι όλο; Καμία 30ριά...Αλλά οι σελίδες πάνε ανάλογα με την γραμματοσειρά,οπότε αλλάζουν.12000 λέξεις είναι,αν και έχω σκεφτεί κάποιες προσθήκες... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tattoman Posted August 18, 2010 Share Posted August 18, 2010 να σου κάνω μια πρόταση. Μου άρεσε το ύφος του κειμένου. Θα μπορούσες να γράψεις και άλλα δυο διηγήματα, με παρόμοια θέματα, που ξεφεύγουν. Δούλεψε τα και όταν τα έχεις έτοιμα γιατί όχι, δώσε την συλλωγή σου σε έναν εκδοτηκό οίκο και ότι βγει... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.