manstredin Posted August 20, 2010 Share Posted August 20, 2010 Όνομα Συγγραφέα: Βάγια Ψευτάκη Είδος: είπα αυτή την ιστορία να την βάλω στον τρόμο... Βία; ε, δεν θα το έλεγα... Σεξ; μπα Αριθμός Λέξεων: 1400 περίπου Αυτοτελής; ναι (αν και εντάσσεται στην γενική κοσμοπλασία της Ενυδρίας) Σχόλια: ήθελα να την κάνω πιο άγρια, και ως πρώτη γραφή είχα στο μυαλό μου πως θέλω να βγει τρόμου. Δεν τα κατάφερα όπως θα ήθελα, αλλά είναι η δεύτερη συνειδητή προσπάθεια να γράψω κάτι που να ανήκει στο συγκεκριμένο είδος. Κόκκινη Κλωστή Ραμμένη Έτρεχε με όλη της την δύναμη, η καρδιά της κόντευε να σπάσει, τα γόνατά της λύγιζαν. Έστριψε απότομα στην πρώτη γωνία που βρήκε, έτρεξε, διέσχισε το σκοτεινό σοκάκι, αντί για δευτερόλεπτα, μετρούσε πια ανάσες. Έστριψε ξανά απότομα, δίχως να γυρίσει για να κοιτάξει πίσω. Ποιος ξέρει πού το βλέμμα της θα σκάλωνε, πότε τα αυτιά της θα εντόπιζαν τον παράξενο συριστικό εκείνο ήχο. Σκόνταψε σε μια λακούβα και έπεσε στα τέσσερα, σύρθηκε χωρίς μιλιά να βγάλει. Στηρίχτηκε στον τοίχο και σηκώθηκε, για να πέσει μετά από λίγο πάλι. Τώρα το βλέμμα της καρφώθηκε στη γωνία, σ’ εκείνη απ’ όπου είχε έρθει. Δεν φαινότανε κανείς, μα πάλι, ο διώκτης της ήταν ύπουλος, και να που ένα λευκό χαμόγελο είχε μόλις ξεπροβάλλει. Κόλλησε στον ξεβαμμένο σοβά, ήταν γκρίζος, άραγε τι χρώμα να είχε εκείνη; Μια γρήγορη ματιά στα ρούχα της-ήταν άσπρα και ευτυχώς σκονισμένα-μα μόλις ξανά το βλέμμα της ύψωσε, δεν φαινόταν τίποτα, πουθενά, μάλλον το σοκάκι την είχε κρύψει καλά. Κατέρρευσε, δίχως τα πόδια της να της δώσουν την πολυτέλεια να διαλέξει. Κοίταξε ολόγυρα, το λιγοστό φως από μια λάμπα που πάσχιζε να σκορπίσει τις ακτίνες της δεν ήταν αρκετό για να διώξει τις σκιές που τύλιγαν τα σπίτια, υψωμένα ψηλά, ως τον ουρανό, σκοτεινά και μαυρισμένα λες από καπνό. Δεν ήξερε πού βρισκόταν. Παράξενο, δεν ήταν, να περνά σχεδόν όλη της την ζωή σε τούτη ‘δω την πόλη και παρόλαυτά να αγνοεί γειτονιές ολάκερες, μύρια μπαράκια και καταγώγια. Δεν ήταν δυνατόν να είχαν αλλάξει όλα τόσο. Έφταιγε το σκοτάδι, και οι σκιές με τα λαμπερά χαμόγελα. Αποφάσισε να συρθεί μέχρι την άκρη του στενού, μήπως κι έπιανε το μάτι της την ταμπελίτσα με την οδό, μπορεί να ήταν κοντά στο σπίτι κάποιου φίλου. Μοχθώντας να μην κάνει πολύ θόρυβο, έφτασε, κοίταξε ψηλά, μα τα λευκά γράμματα είχαν γίνει ίδιο χρώμα με την σκόνη. Αναστέναξε και στύλωσε την πλάτη στον τοίχο. Πέρασε τα δάχτυλά της μέσα απ’ τα μαλλιά, τα ένιωθε λιγδωμένα και βαριά, κι ανέδιδαν μια απαίσια μυρωδιά, ιδρώτα, που έντονα της θύμιζε το τρίχωμα της κατσίκας που είχε όταν ήταν μικρή, στο περιβόλι, πέρα από την πίσω αυλή. Δεν μπορούσε να υπολογίσει πόσος καιρός είχε περάσει από τότε που τα πλάσματα με τα χαμόγελα είχαν κάνει την εμφάνισή τους στην πόλη. Θυμόταν όμως πως ήταν το τελευταίο πρωί με λιακάδα. Η Λέια καθόταν στο μπαλκονάκι της, με ένα φλιτζάνι καφέ και ένα βιβλίο στην αγκαλιά της, όταν άκουσε τις πρώτες κραυγές. Είχε τότε σηκωθεί και είχε γείρει πάνω στο κάγκελο, και το μόνο που είχε προλάβει να δει ήταν μια γυναίκα πεσμένη μπρούμυτα χάμω και τα σύννεφα που έτρεχαν και καταβρόχθιζαν τον ήλιο. Ταράχτηκε τότε, αλλά δεν τόλμησε να κάνει κάτι περισσότερο από το να κοιτάει μαγνητισμένη την πεσμένη γυναίκα. Για μια στιγμή, της είχε περάσει απ’ τα μυαλό να κατέβει να την βοηθήσει, αλλά ο φόβος που της έτσουζε σαν μαστίγιο την καρδιά είχε άλλη γνώμη. Τράβηξε την καρέκλα κοντά στα κάγκελα, και με το βιβλίο ακόμα στα χέρια κάθισε και περίμενε. Τα μάτια της είχαν δειλά επιστρέψει στις αράδες του βιβλίου-ήταν ένα όμορφο παραμύθι που ευχόταν να είχε ακούσει μικρή, το έλεγαν, αν θυμόταν καλά, Νεραϊδοφωνή*-όταν άκουσε έναν ξερό κρότο στον πέτρινο δρόμο. Το βλέμμα της καρφώθηκε πάνω σ’ ένα παιδί που κειτόταν μπρούμυτα κι αυτό, λίγα μέτρα πέρα απ’ τη γυναίκα. Κοίταξε πάνω, προς τα άλλα μπαλκόνια, τα σύννεφα είχαν καλύψει τον ουρανό, κι ήταν τόσο μαύρα. Κοίταξε απέναντι, και τότε τον είδε. Μια φιγούρα μαύρη, ξεχώριζαν πόδια και χέρια και κορμός, μα μόνο αυτό και τίποτα άλλο. Πίεσε το βλέμμα της να μείνει πάνω του, σ’ αυτό το συνονθύλευμα σκιών, και μερικές ανάσες μετά, κάτι φώτισε αστραπιαία, δόντια άσπρα, κοφτερά. Απέστρεψε αμέσως τη ματιά της, τη στύλωσε κάτω στο δρόμο, οι ανάσες τις τώρα λαίμαργες, κοφτές. Ένιωθε τη λάμψη να τις χαϊδεύει τα μάγουλα, να την παραμονεύει. Μια ανεπαίσθητη κίνηση στον δρόμο. Το πλακόστρωτο, λίγο πιο πέρα απ’ το παιδί, είχε υποχωρήσει. Στη θέση του είχε τώρα δημιουργηθεί μια ολοστρόγγυλη τρύπα που ανέδυε σκοτάδι, μεγάλη αρκετά για να πέσει κάποιος μέσα. Δάγκωσε τα χείλη της να μην ουρλιάξει. Η πεσμένη γυναίκα κουνιόταν. Πρώτα τα χέρια της, με σπασμωδικές κινήσεις, με τον αγκώνα να σχηματίζει αφύσικες γωνίες, στηρίχτηκε κι ανασηκώθηκε-οι παλάμες προς τα μέσα οι αγκώνες προς τα έξω-κι άρχισε να σέρνεται με τα πόδια της άψυχα να ακολουθούν μέχρι που έφτασε το παιδί. Με το ένα της χέρι το γύρισε ανάσκελα, και τότε τα χείλη της τραβήχτηκαν πέρα ως πέρα σ’ ένα χαμόγελο που της ξέσχιζε τα μάγουλα, τις έσχιζε το πρόσωπο στη μέση. Η Λέια μπορούσε να δει πως το παιδί ήταν ξύπνιο, κι αν και δεν έβλεπε το βλέμμα του, ένιωθε τον τρόμο του να αναδύεται, τα ουρλιαχτά την συγκλόνισαν πριν να τ’ ακούσει. Κι όταν μετά από λίγο τα άκουσε, δεν άντεξε να πάρει τα μάτια της απ’ τις σελίδες του βιβλίου στην αγκαλιά της. Σηκώθηκε με το κεφάλι κάτω, με το βλέμμα στο πάτωμα μην τυχόν και πέσει πάνω και σ’ άλλη φρίκη. Μπήκε στο σπίτι της, πάτησε τον διακόπτη και το κίτρινο φως της λάμπας έλουσε αφιλόξενα το δωμάτιο. Το χαμόγελο στο απέναντι μπαλκόνι την είχε εντοπίσει. Ήταν πλέον σίγουρη πως θα ερχόταν και για ‘κείνη. Πήγε στο σαλόνι και άνοιξε την γυάλινη προθήκη. Πήρε στα χέρια της το δίκοπο μαχαίρι με τη δερμάτινη λαβή που της είχε πάρει δώρο ο καλός της πριν κάποια χρόνια. Το ζύγισε στην παλάμη της, το βάρος του καθησυχαστικό, μα καθώς το περιεργαζόταν, η αντανάκλαση απ’ την λεπίδα την τύφλωσε απότομα και τινάχτηκε ασυναίσθητα και το κοφτερό μαχαίρι καρφώθηκε στα σανίδια. Στη στιγμή άνοιξε την εξώπορτα και πετάχτηκε έξω. Κι από τότε έτρεχε μέχρι που έφτασε σε τούτο τον άγνωστο δρόμο. Χαμένη στις σκέψεις της, προσπαθούσε να βγάλει νόημα από όσα είχε δει και θυμόταν. Η πρωτεύουσα της Ενυδρίας ήταν πάντα μια πόλη παράξενη, αχανής, με λογής αλλόκοτα όντα. Της το είχε πει η μάνα της, έπρεπε να φύγει την στιγμή που στον θρόνο ανέβηκε η Χλέμια η Πίκρα. Τι δουλειά είχε η ιέρεια της Σκέψης της Μαγικής μακριά από το τσίρκο, από τα θυμιάματά του, απ’ τα θολά του φώτα; Δάγκωσε τα χείλη της, ήταν ξερά και έτσουζαν. Άκουσε ένα θρόισμα από την άκρη του στενού, εκείνη σύρθηκε αθόρυβα προς τα πίσω. Ξάφνου άκουσε ουρλιαχτά από ένα σπίτι διπλανό και το φως της λάμπας τρεμόπαιξε και με ένα «τσαφ» άφησε τον δρόμο σκοτεινό και σιωπηλό. Άρχισε να μπουσουλάει, και μετά από λίγο έφτασε σε άλλη μια γωνία. Κρυφοκοίταξε, το σοκάκι έμοιαζε αδειανό, πήρε μια κοφτή ανάσα και έστριψε. Ακούστηκε ένα «χρατς» που έσκισε την ησυχία, ήταν το μπλουζάκι της που είχε πιαστεί σε μια πρόκα που ξεπρόβαλλε απ’ τον τοίχο. Το τράβηξε και ξηλώθηκε, κι εκείνη την στιγμή ένιωσε την γη από κάτω της να υποχωρεί. Ενστικτωδώς, κρατήθηκε απ’ το καρφί, η παλάμη της μάτωσε, το αίμα της διέτρεξε την κλωστή και μερικές σταγόνες πέσανε στην τρύπα που κάτω της άνοιγε σκοτεινή. Έβγαλε μια κραυγή, κοφτή, πνιγμένη απ’ την προσπάθεια. Ήταν σίγουρη πως άκουγε κάποιον να ανεβαίνει, σαν αράχνη που βγαίνει απ’ το λαγούμι της, μια αράχνη με ένα χαμόγελο που έσταζε φαρμάκι. Κοίταξε κάτω, είδε τα δόντια που λαμπύριζαν, ένα δάκρυ της ξέφυγε καθώς το καρφί της σωτηρίας της ξεκολλούσε. Μα την στιγμή που θα έπεφτε, το βλέμμα της σκάλωσε στην κλωστή της μπλούζας της από βελόνα περασμένη. Η ιέρεια της Σκέψης της Μαγικής είχε βρει τα οράματά της. «Κόκκινη κλωστή δεμένη, από βελόνα περασμένη», ψιθύρισε κι έπεσε με τα χείλη σφραγισμένα σφιχτά, σφίγγοντας στην παλάμη της το νέο της όπλο. Ήξερε πλέον πως αν ήθελε, η πρόκα έπαυε να είναι καρφί, είχε γίνει βελόνα περασμένη σε κλωστή, και η Λέια είχε από μικρή μάθει να ράβει. Έπεσε με τα χέρια ανοιχτά, σε μια μοιραία αγκαλιά, βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με δυο σειρές δόντια. Τότε μόνο έβγαλε μια παρατεταμένη κραυγή και γράπωσε με δύναμη τις σκιές που είχε για χείλη. Το πλάσμα δεν ήξερε πώς να αμυνθεί σε μια επίθεση, τόσο απρόβλεπτη και εξωφρενική. Σε λίγα δευτερόλεπτα, επικράτησε απόκοσμη ησυχία. Το παράθυρο του σπιτιού δίπλα στην τρύπα άνοιξε ένα χλωμό αγόρι. Έγειρε απ’ το περβάζι και κοίταξε κάτω. Άκουσε ένα σούρσιμο απ’ το σκοτάδι και οι τρίχες στον αυχένα του στάθηκαν προσοχή. Κάτι ανέβαινε. Ένιωθε τα μάτια του υγρά, το λαρύγγι του στεγνό. Απ’ τις σκιές ξεπρόβαλλε μια μικροκαμωμένη γυναίκα, τα μάτια της κίτρινα, τρελά. Το παιδί ήθελε να φύγει, αλλά ήταν μαθητευόμενος της Μέλο της Γνωσόλας, κι ένα τέτοιο κουτσομπολιό θα του έδινε σίγουρα το πτυχίο του και μάλιστα με έπαινο. Η γυναίκα σκαρφάλωσε ως την επιφάνεια αγκομαχώντας, κάτι έσερνε πίσω της δεμένο, νεκρό. Ήταν ένας Χαμόγελος, με τα χείλη ραμμένα σφαλιστά, ο πρώτος του είδους του που είχε πάψει να χαμογελά. Νεραϊδοφωνή:Το πρώτο συγγραφικό έργο του Δημήτρη Φιλοκώστα Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tattoman Posted August 20, 2010 Share Posted August 20, 2010 Μπράβο, πολύ ωραίο. Μεταδήδεις με επιτυχία το συναίσθημα που θες και με συνδέεις με τον χώρο. Προσωπικά μου αρέσει αυτό το ύφος και το στιλ ιστοριών.well done Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
TODESTRIEB Posted August 20, 2010 Share Posted August 20, 2010 η γραφη σου βγαζει πειρα...Οσο η ροδελα του ποντικιου μου κατεβαινε,τοσο πιο συναρπαστικο γινοταν. Άκουσε ένα σούρσιμο απ’ το σκοτάδι και οι τρίχες στον αυχένα του στάθηκαν προσοχή. Πολυ καλο αυτο! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted August 25, 2010 Share Posted August 25, 2010 Είναι αρκετά σπούκι, αν και όχι τόσο όσο άλλες της ενυδρίας, έχει όμως κι αυτή αυτές τις μικρές ανατριχίλες σε ανυποψιάστα σημεία της αφήγησης. Καλή ιστορία. Δεν ξέρω αν προσπαθώντας να γράψεις κάτι συγκεκριμένο έχασες λίγο από τη μαγική σου δόση. Έμοιαζε κάπως στυλιζαρισμένη, κάπως στρωτή για ενυδρεία. Όμως παρόλο που στην αρχή με ξένισε λίγο, ύστερα με πήρε μαζί της κι έπαψα να νοιάζομαι. Και το τέλος... ε, το τέλος πια είναι ενυδρία καθαρή. Σαν κρύσταλλο ένα πράγμα. Που δεν έχεις ιδέα με ποιον είσαι και γιατί. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.