Jump to content

Υπόσχεση στους Νεκρούς


Solonor

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Antonio di Pasco

Είδος: Βάντασυ

Βία; Σφαγές, κανιβαλισμοί, ανθρωποθυσίες.

Σεξ; Φιλιά κι υποσχέσεις.

Αριθμός Λέξεων: 3499.

Αυτοτελής; Ναι.

Σχόλια: The world is going up in flames.

Υπόσχεση στους νεκρούς.

Από τον πύργο του ναού εγώ κι ο δάσκαλός μου ατενίζαμε πάνω από τα τείχη της πόλης. Τα χωράφια είχαν κατακλυστεί από μια ορδή που στο αυγινό φως θύμιζε λεφούσι μυρμήγκια που στριφογύριζαν γύρω από νεκρό σπουργίτι∙ την πόλη μας. Οι κανίβαλοι είχε έρθει απροειδοποίητα από τα βουνά. Τα αιμοσταγή όντα, που είχαν καταστρέψει κάθε οικισμό του βορρά εκτός από τούτη την πόλη, είχαν επιχειρήσει τρεις φορές στις προηγούμενες μέρες να εισβάλουν. Τρεις φορές η φρουρά τα είχε αποκρούσει. Ωστόσο δεν είχαν διαλυθεί. Είχαν μεγάλες αντοχές στο κρύο και στην πείνα και μέσα από τα τείχη τούς περίμενε λαχταριστό έπαθλο.

 

Εγώ πάλι τουρτούριζα. Έβηξα, μήπως και με προσέξει ο δάσκαλός μου, όμως εκείνος δεν κουνήθηκε.

 

Είχαμε ξενυχτήσει. Λίγες μέρες πριν, είχαμε ανοίξει την κοιλιά ενός ταύρου ενώπιον του βασιλιά. Ο δάσκαλός μου, ο μάντης και αρχιερέας της πόλης, είχε σκαλίσει τα σωθικά κι είχε αφαιρέσει το συκώτι. Αφού το είχε μελετήσει, είχε πει στο βασιλιά την πρόβλεψή του:

 

«Μονάχα οι νεκροί θα σώσουν την πόλη».

 

Δεν είχα δει το πρόσωπο του βασιλιά, είχα κατεβασμένο το κεφάλι, όμως είχα ακούσει καλά τα λόγια του: «τότε, ιερέα, είσαι υπεύθυνος για τη σωτηρία της». Έπειτα είχε φύγει δίνοντας στο δάσκαλό μου διορία ως το τέλος του τριημέρου της πανσέληνου, τις μοναδικές νύχτες που πιάνουν τα ξόρκια των νεκρών.

 

Κι η πρώτη, η χτεσινή, είχε περάσει, χωρίς αποτέλεσμα.

 

Ο δάσκαλός μου ξεφύσηξε. Το ψύχος διαπερνούσε τα ρούχα.

 

«Δάσκαλε», είπα, «έχουμε δυο βράδια ακόμη. Ξεκουραστείτε λίγο. Θα ξαναπροσπαθήσουμε απόψε».

 

Ο δάσκαλός μου σκούπισε κάτι στο μάτι του. «Αυτή η γη, ζέχνει από τις ανάσες των νεκρών», είπε. «Τους νιώθω, δεν περνούν τη γέφυρα, προδομένοι περιμένουν κάτω από τα χώματα. Κι όμως χτες απέτυχα να απαντήσω στον Ψυχοπομπό».

 

Τον πλησίασα, περπατώντας προσεκτικά στο γλιστερό πλακόστρωτο του πύργου. Αν παραπατούσα θα γκρεμοτσακιζόμουν στην αυλή του ναού. Το καμπουριασμένο κορμί του δασκάλου μου είχε κολλήσει στις πολεμίστρες σαν καχεκτικό αναρριχητικό φυτό. Ήταν μικροκαμωμένος και στο πρόσωπό του είχαν απομείνει λιγοστές άσπρες τρίχες.

 

«Χρειάζεστε ύπνο», είπα. «Χτες ήμασταν απροετοίμαστοι. Απόψε, θα τους υποσχεθούμε αυτό που θέλουν».

 

Ο δάσκαλός μου με κοίταξε αυστηρά, όπως όταν με ρωτούσε κάτι που όφειλα να γνωρίζω. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα. «Και τι είναι αυτό που θέλουν οι νεκροί;» ρώτησε.

 

Δεν ήξερα.

 

 

 

Ξύπνησα με τα δάχτυλα του δασκάλου μου να με ταρακουνούν βίαια. Τινάχτηκα στο κρεβάτι και κοίταξα έξω απ’ το παράθυρο, ο ουρανός ήταν βαμμένος με το θολό χρώμα του χειμωνιάτικου απογεύματος.

 

«Σήκω», είπε ο δάσκαλός μου και τα μάτια του είχαν την κρυστάλλινη διαύγεια που έπαιρναν κάθε φορά που ήξερε τι να κάνει.

 

«Βρήκατε τι να προσφέρουμε στους νεκρούς;» ψέλλισα.

 

Ο δάσκαλος έσμιξε τα φρύδια του. Σε οποιονδήποτε άλλον εκτός από μένα θα έδειχνε θυμωμένος, εγώ όμως ήξερα πως αν υπήρχε μια έκφραση που αντιστοιχούσε σε σπίθα χαμόγελου, τότε ήταν αυτή. «Όχι», είπε. «Όμως ξέρω κάποια που θα μας πει».

 

Κάπως έτσι βρέθηκα να περπατώ στο έρημο καλντερίμι προς το νεκροταφείο προσπαθώντας να διώξω τη θύμηση του κορμιού της.

 

Το κρύο κι η πολιορκία των κανίβαλων είχαν κάνει τους ανθρώπους να αμπαρωθούν στα σπίτια τους. Ήχοι δεν ακούγονταν και φαντάστηκα πως κάπως έτσι θα ήταν η πόλη έξω από τα τείχη.

 

Δεν ήταν η πρώτη φορά που την πολιορκούσαν κανίβαλοι. Είκοσι χρόνια πριν είχαν κατορθώσει να την καταστρέψουν ολοσχερώς. Οι μόνοι που είχαν γλιτώσει τότε ήταν οι στρατιώτες. Ο φρούραρχος είχε διαφύγει με τους άντρες του μέσα στη νύχτα με τρία καράβια, διαπράττοντας τη χειρότερη προδοσία: είχε εγκαταλείψει τους συμπολίτες του στους κανίβαλους. Ελάχιστοι είχαν γλιτώσει, όμως σύντομα είχαν έρθει νέοι κάτοικοι και ξανάχτισαν την πόλη. Τα χρυσορυχεία στα βουνά άξιζαν το ρίσκο στο νου πολλών, μεταξύ άλλων και του πατέρα μου. Ο δάσκαλός μου ήταν ένας από τους επιζώντες.

 

Κι οι νεκροί συνάνθρωποί του, ήλπιζε να είναι εκείνοι που θα μας έσωζαν τούτη τη φορά. Τα φαντάσματά τους περιδιάβαιναν τα σοκάκια και στοίχειωναν τα σπίτια. Δεν θα ησύχαζαν κι ο δάσκαλός μου πίστευε πως υπήρχε τρόπος να τους αφυπνίσει. Ήταν ίσως η τελευταία ελπίδα της πόλης. Μόνο που χτες είχε αποτύχει.

 

Η φρουρά της πόλης δεν θα άντεχε για πολύ. Αν δεν ήταν χειμώνας, οι άνθρωποι θα διέφευγαν με καράβια από το λιμάνι, οι κανίβαλοι φοβούνταν το νερό. Όμως κανείς δεν τολμούσε να ταξιδέψει μ’ αυτόν τον καιρό και το μόνο που είχε κάνει ο βασιλιάς ήταν να στείλει μερικούς γενναίους ναυτικούς να ζητήσουν βοήθεια από την κοντινότερη πόλη –που απείχε μέρες. Κανείς δεν είχε επιστρέψει.

 

Έφτασα στη γερμένη καγκελόπόρτα του νεκροταφείου και δεν μπόρεσα να μη συλλογιστώ πως κάπως έτσι θα έμοιαζε η πόλη, αν οι κανίβαλοι εισέβαλαν.

 

Οι επιτύμβιες στήλες των νεκρών ξεφύτρωναν σαν κομμένοι κορμοί μέσα από το κρυσταλλιασμένο χώμα. Τα λιγοστά δέντρα άπλωναν τα κλαδιά από πάνω τους, μαύρα κι άδεια από φύλλα. Περπάτησα στο δρομάκι με την καρδιά μου να χτυπά δυνατά. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουν εδώ.

 

Πήγα στο οστεοφυλάκιο. Πήρα μια ανάσα, ο παγερός αέρας έκαψε τα πνευμόνια μου. Την άφησα κι είδα το νέφος του χνώτου μου.

 

«Νόμιζα πως μ’ είχες ξεχάσει», άκουσα την πιο γλυκιά φωνή του κόσμου.

 

Γύρισα και την είδα. Παρά το ψύχος φορούσε μονάχα έναν τρίχινο χιτώνα που έπεφτε ως τα γόνατά της. Ένιωσα ζεστασιά, ήξερα καλά τι έκρυβε από κάτω. Με πλησίασε. Τα γκρίζα μάτια της με βύθιζαν στη μοναξιά της. Τα ξανθά, ανακατεμένα μαλλιά της έλαμπαν με τη θαμπάδα του χιονιού. Τα χέρια της τυλίχτηκαν στους ώμους μου.

 

«Μου έλειψες», είπε και τα χείλη της έσμιξαν με τα δικά μου. Τα αισθάνθηκα υγρά, δροσερά. Θυμήθηκα όλες τις φορές που κάναμε έρωτα στο χιόνι και στη βροχή και στην ανοιξιάτικη λιακάδα. Δίχως να το ξέρει ο δάσκαλός μου μού είχε κάνει το ομορφότερο δώρο όταν αποφάσισε να με στέλνει στο νεκροταφείο για να της φέρνω φαγητό από τις θυσίες ζώων. Την είχα ποθήσει από την πρώτη φορά. Αν και είχα ακούσει για την κόρη της μάγισσας, δεν περίμενα να αντικρίσω ένα τέτοιο πλάσμα. Οι κάτοικοι μιλούσαν με μίσος γι’ αυτήν, είχα ακούσει ιστορίες για άντρες που είχαν επιχειρήσει να τη βλάψουν κι είχαν καταλήξει να τρέχουν πανικόβλητοι. Κάποια μέρα μού είχε δώσει μια κανάτα με κρασί και μου είχε ζητήσει μια χάρη.

 

«Σε παρακαλώ…» μου είχε πει, «ρίξε λίγο κρασί στον τάφο του πατέρα σου και συγχώρεσέ τον. Τα βράδια δεν μ’ αφήνει να κοιμηθώ».

 

Τα λόγια της μου είχαν φανεί παράξενα, είχα ξεχάσει την κακία που κρατούσα στον πατέρα μου επειδή αντί να με αναθέσει στη φρουρά, μ’ είχε στείλει μαθητευόμενο στο ναό. Ωστόσο, είχα υπακούσει.

 

Την επόμενη φορά που την είχα δει, μου είχε πει ότι για να μ’ ευχαριστήσει, θα έκανε ό,τι ήθελα. Της είχα πει πως ήθελα ένα φιλί, σαν κι αυτό που μου χάριζε τώρα.

 

Το οποίο και έσβησα τραβώντας μαλακά τα χείλη μου. «Δεν ήρθα για μένα», είπα. «Μ’ έστειλε ο δάσκαλός μου».

 

Και της είπα τι μου είχε ζητήσει.

 

Φτάσαμε στο ναό λίγο πριν χαθεί το τελευταίο μουντό φως της μέρας. Ο δάσκαλός μου μας υποδέχθηκε. Στο βωμό είχε ήδη δεμένο ένα δούλο, υπνωτισμένο και γυμνό, έτοιμο για θυσία.

 

Κρύφτηκα διακριτικά στις σκιές. Εκείνη προχώρησε θαρρετά.

 

Ο δάσκαλός μου δεν τη χαιρέτησε. «Πρέπει να μιλήσω στη μητέρα σου», της είπε μοναχά.

 

Η φωνή της ήταν ψυχρή: «αυτήν που δολοφόνησες…»

 

Είδα το πρόσωπο του δασκάλου μου να συσπάται σε μια σκληρή έκφραση. Το μήλο του λαιμού του χοροπήδησε. «Η μητέρα σου εγκατέλειψε την πόλη με τον εραστή της. Πήρε την τιμωρία που της άξιζε όταν είχε το θράσος να επιστρέψει».

 

«Έτσι λες εσύ».

 

Ο δάσκαλός μου πήρε μια βαθιά ανάσα. «Δεν θα προσπαθήσω να σε πείσω για τίποτα», είπε. «Θα σου προσφέρω όμως ό,τι επιθυμείς για να με βοηθήσεις».

 

«Και τι βοήθεια ζητάς;»

 

«Η μητέρα σου ήξερε πράγματα για τους νεκρούς που δεν τα ήξερε κανένας νεκρομάντης ή ιερέας. Δεν ήταν τυχαίο που είκοσι χρόνια πριν, είχε προφητέψει την εισβολή των κανίβαλων πολύ πριν συμβεί». Ο δάσκαλός μου έκανε μια παύση. «Πριν λίγο καιρό», συνέχισε, «εγώ ο ίδιος είδα πως η σωτηρία της πόλης είναι στους νεκρούς. Τόσοι νεκροί αδικοχαμένοι στην τελευταία καταστροφή…»

 

«Θέλεις να τους αφυπνίσεις», τον διέκοψε εκείνη.

 

«Ναι».

 

«Κι η μητέρα μου;»

 

«Χτες κάλεσα τον Ψυχοπομπό. Δεν αρνήθηκε πως υπάρχουν ψυχές σ’ αυτή την πόλη που περιμένουν να περάσουν τη γέφυρα. Όμως πριν μου επιτρέψει να τους αφυπνίσω, με ρώτησε τι μπορώ να τους προσφέρω».

 

Στο ναό δεν ακουγόταν τίποτα.

 

Ο δάσκαλός μου χαμήλωσε το κεφάλι. «Δεν ήξερα τι να πω».

 

Ο δάσκαλός μου σήκωσε το κεφάλι. «Η μητέρα σου θα ξέρει. Για να την καλέσω χρειάζομαι το αίμα σου. Είσαι η μόνη συγγενής».

 

Είδα τα βλέφαρά της να σμίγουν. «Είπες πως θα μου προσφέρεις ό, τι επιθυμώ».

 

«Ναι».

 

«Εντάξει. Αυτό που θέλω, είναι ο μαθητευόμενός σου».

 

Δεν θα μάθω ποτέ αν τα μάτια του δασκάλου μου γούρλωσαν περισσότερο από τα δικά μου.

 

 

 

Ο δάσκαλός μου δέχθηκε δίχως άλλες ερωτήσεις. Τον βοήθησα να ετοιμάσει την τελετή σκυφτός, δεν τολμούσα να τον κοιτάξω στα μάτια. Άλλαξα τα κεριά στις θέσεις τους, κουβάλησα τους αμφορείς με τις προσφορές, καθάρισα κι ακόνισα τα μαχαίρια.

 

Δεν είχα διανοηθεί ποτέ πως θα ερχόταν η στιγμή που θα μάθαινε για τον κρυφό έρωτά μου.

 

Της έδωσα να πιει τρεις γουλιές από το ίδιο δοχείο που είχε ποτίσει ο δάσκαλός μου το δούλο νωρίτερα. Εγώ ήπια μονάχα μία, τα ούρα του δασκάλου, αφού είχε φάει λίγο από το δηλητηριώδες βότανο του ύπνου, ήταν ισχυρό υπνωτικό.

 

Όταν όλα ήταν έτοιμα είχε πια βραδιάσει για τα καλά. Πριν ξεκινήσουμε ήχησε ο πρώτος κεραυνός. Δεν τόλμησα να προτείνω να αναβάλλουμε την τελετή.

 

Ο δάσκαλός μου άρχισε να απαγγέλει κι εγώ επαναλάμβανα. Έξω άρχισε να βρέχει και χρειαζόταν προσπάθεια για να μην μπερδεύομαι. Όσο προχωρούσε η τελετή οι βροντές αντηχούσαν όλο και πιο ισχυρές, λες κι η οργή της καταιγίδας πλησίαζε. Όταν ήρθε η ώρα, έχυσα το γάλα, το μέλι και το κρασί στα ιερά με το χώμα κι όταν ολοκληρώσαμε την επίκληση, χάραξα το γράμμα του Ψυχοπομπού στο στήθος του δούλου. Έπειτα του κάρφωσα το μαχαίρι στην καρδιά. Στη συνέχεια έκανα μια τομή στο χέρι της κόρης της μάγισσας και άφησα το αίμα της να ποτίσει τα ιερά με το χώμα. Τέλος, άκουσα το δάσκαλό μου να επαναλαμβάνει το όνομα της μάγισσας επτά φορές.

 

Όταν έσβησε η φωνή του, ένας κεραυνός έσεισε το έδαφος. Τρόμαξα∙ πίστεψα πως το ξόρκι δεν είχε πιάσει. Όμως εκείνη τη στιγμή, ο νεκρός δούλος σηκώθηκε σαν πήλινη κούκλα. Κοίταξε το δάσκαλό μου με μάτια λευκά σαν από μάρμαρο. Κι όταν μίλησε, η φωνή του ήταν γυναικεία.

 

«Οι τόποι των νεκρών είναι μοναχικό μέρος χωρίς εσένα, αγάπη μου», είπε κι ώσπου να απαντήσει ο δάσκαλός μου, αντήχησαν τρεις απανωτοί κεραυνοί. Η καταιγίδα λυσσομανούσε, οι στάλες συνέθεταν ένα απόκοσμο βουητό. Όμως θαρρώ πως είχα χάσει την ακοή μου.

 

Γιατί δεν είχα ιδέα πως η μάγισσα αγαπούσε το δάσκαλό μου.

 

«Δεν θα αργήσει η μέρα που θα έρθω να σε βρω», είπε εκείνος. Ήρεμα; Ψυχρά; Δεν κατάλαβα. «Όμως ως τότε θέλω τη βοήθειά σου».

 

«Θα την έχεις», είπε ο δούλος με τη γυναικεία φωνή που έμοιαζε τόσο σ’ εκείνη της κόρης της μάγισσας.

 

«Ζήτησα από τους νεκρούς να σώσουν την πόλη μας…» Μια βροντή διέκοψε τα λόγια του. Ήξερα πως η επαφή δεν μπορούσε να κρατήσει περισσότερο από εικοσιμία ανάσες. «…ο Ψυχοπομπός με ρώτησε τι μπορώ να τους προσφέρω». Ο ουρανός άστραψε κι ακολούθησε ένας κρότος και μια κραυγή. Κάποιο σπίτι είχε πάρει φωτιά.

 

Κανείς μας δεν πήρε τα μάτια του από το δούλο. «Αυτό που ζητούν οι νεκροί», είπε, «είναι η εκ…», μια βροντή έσκασε εκκωφαντικά έξω από το ναό, γκρέμισε κάποιο δέντρο, «…ση», ολοκλήρωσε ο δούλος. Και το κορμί του έπεσε άψυχο στο βωμό κι η βροχή έμοιαζε να έχει κοπάσει απότομα.

 

«Άκουσε κανείς τι είπε;» ρώτησε ο δάσκαλός μου με τρεμάμενη φωνή.

 

«Όχι», ψέλλισα.

 

«Ούτε εγώ άκουσα», είπε η κόρη της μάγισσας. Με πλησίασε. Έπιασε το χέρι μου. «Και τώρα ήρθε η ώρα να μου δώσεις αυτό που μου υποσχέθηκες».

 

Ο δάσκαλός μου την κοίταξε θυμωμένος, έμοιαζε τώρα να πυργώνεται ευθυτενής πάνω απ’ το βωμό. «Θα τον πάρεις όταν το πω εγώ».

 

Εκείνη άφησε τη χούφτα μου. Κοίταξε το δάσκαλό μου για μια ατέλειωτη στιγμή, λες και είχε κάτι να του πει. Έπειτα γύρισε πλάτη κι έφυγε. Στην είσοδο του ναού κοντοστάθηκε. «Ήσασταν μαζί… Μήπως εγώ…»

 

Ο δάσκαλός μου έφτυσε. «Όχι. Είσαι το μπάσταρδο του προδότη».

 

Την είδα να χάνεται έξω στο σκοτάδι.

 

Εκείνο το βράδυ, κοιμηθήκαμε ελάχιστα. Ξεκινήσαμε τις ετοιμασίες της τελευταίας τελετής με το δάσκαλό μου νωρίς το επόμενο πρωί. Δεν μιλήσαμε, ούτε για τον έρωτά του με τη μάγισσα, ούτε για το δικό μου με την κόρη της. Ελπίζαμε μόνο να είχαμε βρει τη σωστή λέξη. Τριβέλιζε το μυαλό μας μα δεν τολμούσαμε να την προφέρουμε, λες και θα χαλούσε το ξόρκι.

 

Το μεσημέρι, επισκέφτηκε το ναό ο βασιλιάς. Ήταν πεπεισμένος πως οι κανίβαλοι θα επιτήθονταν το βράδυ. Εγώ φοβήθηκα πως θα ήταν θυμωμένος, όμως το μόνο που ζήτησε από το δάσκαλό μου ήταν να μάθει αν υπήρχε ελπίδα. Η φρουρά, είπε, δύσκολα θα αντιστεκόταν. Ο δάσκαλός μου του απάντησε πως θα μαθαίναμε όλοι μας πολύ σύντομα.

 

Ο ουρανός ήταν καθαρός ως και το απόγευμα, έτσι πιστέψαμε πως ήμασταν τυχεροί. Δεν θα έβρεχε.

 

Όταν νύχτωσε, μας περίμενε μια χειρότερη έκπληξη. Είχαμε δέσει νέο δούλο στο βωμό κι ήμασταν σχεδόν έτοιμοι. Την ώρα που ποτίζαμε το χώμα των ιερών με τις προσφορές, ακούστηκε η πρώτη κραυγή από έξω. Δεν δώσαμε σημασία, αρχίσαμε να απαγγέλουμε την επίκληση. Ακολούθησαν μακρινά ουρλιαχτά. Κι έπειτα μια ακόμη φωνή, πιο κοντινή:

 

«Βοήθεια! Εισβολή!»

 

Οι κανίβαλοι μπήκαν στην πόλη, σκέφτηκα. Όλα τέλειωσαν.

 

Κοίταξα το δάσκαλό μου τραυλίζοντας τα λόγια, με καθησύχασε μ’ ένα απότομο νεύμα. Δεν έπαψε να ψέλνει. Μου έδειξε το δούλο, είχε έρθει η ώρα. Καθυστερούσα. Χάραξα βιαστικά τα γράμματα στο κορμί του. Οι κραυγές και τα ουρλιαχτά συνεχίζονταν, όμως ο δάσκαλός μου αδιαφόρησε. Συνειδητοποίησα πως η ύστατη ελπίδα της πόλης βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στο δωμάτιο. Κάρφωσα το μαχαίρι στην καρδιά του δούλου. Άκουσα το δάσκαλό μου να λέει το όνομα του Ψυχοπομπού επτά φορές. Θυμήθηκα την κόρη της μάγισσας, η καρδιά μου βρόντηξε σαν τη χτεσινή καταιγίδα. Ο δούλος σηκώθηκε και ξέχασα τα πάντα. Με τρομαχτική φωνή, απαίτησε να μάθει γιατί ο δάσκαλός μου τον ενοχλούσε ξανά. Ακούστηκαν κρότοι.

 

Ο δάσκαλός μου είπε τα σωστά λόγια. Όταν τέλειωσε, ο δούλος χαμογέλασε και στο φως των κεριών το πρόσωπό του είχε θωριά δαιμονική.

 

«Οι νεκροί ρωτούν τι έχεις να τους προσφέρεις», είπε. Έξω, μια γυναικεία φωνή εκλιπαρούσε για έλεος, επικίνδυνα κοντά.

 

Ο δάσκαλός μου είπε τη λέξη: «Εκδίκηση».

 

Και το πτώμα του δούλου σωριάστηκε.

 

 

 

Τα πόδια μου έτρεμαν. Βγήκα στην αυλή του ναού μουδιασμένος, ακολουθώντας το δάσκαλό μου που είχε τρέξει σαν έφηβος. Κάτω από το λόφο αντίκρισα ένα φρικτό θέαμα. Δεν ξέρω τι περίμενα να δω. Τους νεκρούς να ανασταίνονται;

 

Δεν είδα τίποτα τέτοιο.

 

Η πόλη είχε αλωθεί από τις ορδές των κανίβαλων. Είχαν πλημμυρίσει τους δρόμους. Πελώριες πύρινες γλώσσες φώτιζαν φρικαλεότητες. Τα ουρλιαχτά δεν σταματούσαν.

 

Άκουσα τη φωνή του δασκάλου μου: «Απέτυχα». Γύρισε προς τον πύργο του ναού κι έκανε δυο βαριά βήματα.

 

Τον άρπαξα από τους ώμους. «Πρέπει να φύγουμε!» ξεφώνησα.

 

Με κοίταξε και τα χρόνια είχαν επιστρέψει στο πρόσωπό του. Τα μάτια του ήταν θολά. «Φύγε. Εγώ θα μείνω εδώ».

 

Πήγα να μιλήσω, δεν μ’ άφησε. «Γύρνα σ’ εκείνη» είπε. «Της το υποσχέθηκα».

 

Έτρεξα σαν αλλόφρων γονιός που ψάχνει το παιδί του, προσπερνώντας όσα είχα ακούσει μονάχα στις φοβερές διηγήσεις του δασκάλου μου: μυριάδες κανίβαλοι, πλάσματα με λευκά μάτια και λιμαρισμένα δόντια τρέφονταν με τους κατοίκους της πόλης. Αλλους τους βασάνιζαν ή έπαιζαν μαζί τους όπως οι γάτες με τα ποντίκια. Είδα ανθρώπους να τρέχουν πανικόβλητοι. «Στο λιμάνι», άκουσα να λένε, «στη θάλασσα». Τους προσπέρασα. Μάζεψα ένα σπαθί από έναν κατακρεουργημένο φρουρό που ανέπνεε ακόμη και σκότωσα τρεις κανίβαλους ώσπου να φτάσω. Στις ύστατες στιγμές της ζωής μου, ίσως γινόμουν αυτό που πάντα ήθελα.

 

Πέρασα τη ριγμένη πόρτα του νεκροταφείου κι έμεινα μαρμαρωμένος. Μια σκιά ξεπρόβαλε γρυλίζοντας. Ένας κανίβαλος με ματωμένο στόμα. Και μόνο η σκέψη με όπλισε με δύναμη, τον αποκεφάλισα μ’ ένα χτύπημα. Έτρεξα στο οστεοφυλάκιο. Άκουσα ένα θόρυβο, ύψωσα το σπαθί μου.

 

Την είδα.

 

Ήταν σώα. Την αγκάλιασα και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Το σπαθί μου ακούμπησε χάμω. Τη φίλησα.

 

«Γιατί ήρθες;» μου είπε.

 

«Το ξόρκι απέτυχε. Αν είναι να πεθάνω», είπα κι αισθάνθηκα αφόρητα ήρωας, «θέλω να πεθάνω μαζί σου».

 

Έσμιξε τα φρύδια της σε κάτι σαν χαμόγελο. «Τελικά ο ιερέας τήρησε την υπόσχεσή του», είπε.

 

«Ναι. Και τώρα πάμε. Ίσως στο λιμάνι να βρούμε τρόπο να φύγουμε».

 

Δεν παρατήρησα τι μου θύμιζε το χαμόγελό της. Ένας ήχος ακούστηκε λες και κατακρημνίζονταν βράχια, είδα καπνό να υψώνεται από ένα διαλυμένο σπίτι. «Τι υποσχέθηκε ο ιερέας στους νεκρούς;»

 

«Εκδίκηση», είπα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά είχα παγώσει λες και το κρύο που τόση ώρα δεν ένιωθα μού επιτέθηκε μονομιάς.

 

«Πού είναι;»

 

«Στο ναό», άκουσα τη φωνή μου να ψιθυρίζει.

 

«Πήγαινε», είπε, «και πες του τι ποθούν οι νεκροί. Αφού τήρησε την υπόσχεσή του, ας μάθει».

 

Μου είπε.

 

Τώρα πια άκουγα ένα σεισμό να δονεί το στήθος μου. Είπα: «Πήγαινε στο λιμάνι. Θα έρθω να σε βρω».

 

Ένευσε.

 

Κι έτρεξα στο ναό. Στο δρόμο συνάντησα πιο πολλά κουφάρια παρά κανίβαλους, οι περισσότεροι πρέπει να είχαν ακολουθήσει τον κόσμο που κατέφευγε στο λιμάνι. Φαντάστηκα τη σφαγή και καταράστηκα την ιδέα μου. Όμως ήταν πολύ αργά.

 

Μπήκα λαχανιασμένος στο ναό. Παραπάτησα ως το βωμό. Βρήκα το δάσκαλό μου να προσεύχεται. Με υποδέχθηκε ψύχραιμος. Όταν του είπα τι είχα μάθει, τα μάτια του έγιναν δυο λαμπερές πανσέληνοι.

 

«Πάω να φέρω ένα δούλο από τον πύργο», είπα, «όλα είναι έτοιμα, θα επαναλάβουμε την τελετή».

 

«Όχι», είπε ο δάσκαλός μου ξέπνοος. «Τους ελευθέρωσα».

 

Για δέκα ανάσες που δεν πήρε κανένας μας, μείναμε βουβοί. Έπειτα τον είδα να πηγαίνει στο βωμό και να βγάζει το χιτώνιό του. Τον είδα να ρίχνει στη χούφτα του το βότανο του ύπνου από μια γαβάθα και πριν προλάβω να τον εμποδίσω το κατάπιε όλο. Τέτοια ποσότητα αρκούσε για να σκοτώσει δέκα βόδια. Ο δάσκαλός μου ξάπλωσε στο βωμό, γυμνός. Έτοιμος για θυσία. «Ξεκίνα», είπε κι έβηξε.

 

Πραγματοποίησα την τελετή, όσο πιο καλά μπορούσα. Έχυσα τις προσφορές από τους αμφορείς και χάραξα το κορμί του, έψαλα την επίκληση και κάρφωσα την καρδιά του κλαίγοντας. Επανέλαβα επτά φορές το όνομα. Όταν τον είδα να σηκώνεται όρθιος, αναθάρρησα, λες και τον έβλεπα ξανά ζωντανό. Όμως τα μάτια του ήταν από μάρμαρο κι η φωνή του ξένη.

 

«Αν δεν έχεις μια καλή προσφορά», είπε ο Ψυχοπομπός από το στόμα του, «θα σε πάρω μαζί μου».

 

Έδωσα την υπόσχεση.

 

Το κορμί του δασκάλου μου έπεσε νεκρό στο βωμό.

 

Έσυρα το σπαθί μου ως το λιμάνι σε μια διαλυμένη πόλη. Οι κανίβαλοι συνέχιζαν να λεηλατούν, να καταστρέφουν, να τρέφονται. Όταν έφτασα, βρήκα τους τελευταίους επιζώντες να συνωστίζονται πίσω από τις ασπίδες λιγοστών φρουρών. Μπροστά τους είχαν τους κανίβαλους. Πίσω, τη θάλασσα.

 

Δεν την είδα πουθενά.

 

Αναρωτήθηκα γιατί οι νεκροί δεν είχαν έρθει. Τι είχε πάει στραβά; Μήπως η προφητεία ήταν λανθασμένη;

 

Τώρα πια δεν είχε σημασία. Οι κανίβαλοι ήταν παντού. Ήταν γυμνοί και πολεμούσαν με νύχια και δόντια. Έπεφταν από τα ξίφη και τα δόρατα των φρουρών αλλά ήταν αμέτρητοι. Σύντομα θα έσπαζαν τον κλοιό. Και τότε όλα θα τέλειωναν.

 

Έψαξα με το βλέμμα μου μακριά, στα τείχη. Η ιδέα της επίκλησης φάνταζε γελοία. Από πού άραγε περίμενα τους νεκρούς να μας σώσουν; Θα έβγαιναν από τη γη; Θα έρχονταν από το βουνό;

 

Είδα τα πανιά. Έχασα την ανάσα μου. Θυμήθηκα τους ναύτες που είχαν ζητήσει βοήθεια. Μετά από λίγο κατάλαβα. Η φωτεινή χαραμάδα της σελήνης στη σκοτεινή θάλασσα, έβαφε μ’ ασήμι τα διάφανα περιγράμματά των τριών καραβιών. Δεν ανήκαν σε ζωντανούς. Δεν ήταν οι νεκροί της πόλης που θα μας έσωζαν.

 

Ήταν οι προδότες.

 

Άκουσα τους κανίβαλους να ουρλιάζουν από φόβο, σαν δαρμένα σκυλιά. Πισωπάτησαν. Από τα καράβια φάνηκαν πρόσωπα. Οι άνθρωποι παραμέρισαν. Στο λιμάνι, ένας προς έναν κατέβηκαν τα φαντάσματα των φρουρών που είχαν προδώσει την πόλη είκοσι χρόνια πριν. Είχαν διάφανες σιλουέτες και άδειες κόγχες. Σχημάτισαν ένα τείχος ασπίδων μπροστά από τους ζωντανούς. Οι κινήσεις τους ήταν απότομες, αποφασιστικές.

 

Μονάχα ένας έμεινε πίσω.

 

Τότε την εντόπισα. Ήταν εκεί, ολομόναχη στο διάδρομο που είχαν διαβεί τα φαντάσματα. Μπροστά της έστεκε ένας πανύψηλος φασματικός πολεμιστής με πανοπλία φρούραρχου. Αν είχε μάτια κάτω από το κράνος του, πρέπει να την κοίταζε. Τελικά την άφησε και μπήκε στο κέντρο της παράταξης των υπολοίπων. Χίμηξαν δίχως ιαχές, δίχως τον παραμικρό ήχο.

 

Οι κανίβαλοι τράπηκαν σε φυγή.

 

 

 

Στέκομαι πλάι στην κόρη της μάγισσας κι ολοκληρώνω το τελευταίο μου γραπτό πριν αφιερωθώ στην τέχνη του πολέμου.

 

Ο φασματικός πολεμιστής, ο προδότης φρούραρχος τής είπε ότι, εν αντιθέσει με το βασιλιά και το δάσκαλό μου, είχε πιστέψει στο όραμά της μητέρας της. Την είχε απαγάγει όταν τον είχε προσεγγίσει για να μεσολαβήσει στο βασιλιά ώστε να εκκενωθεί η πόλη.

 

Εκείνη χύνει λίγο γάλα στον τάφο.

 

Η μητέρα της ήταν ήδη έγκυος από το δάσκαλό μου. Όταν είχε δραπετεύσει από τον προδότη κι είχε επιστρέψει στην πόλη, ο δάσκαλός μου δεν την είχε πιστέψει. Την είχε εκτελέσει για προδοσία.

 

Η κόρη της μάγισσας χύνει λίγο μέλι στον τάφο.

 

Ο δάσκαλός μου δεν την είχε αναγνωρίσει ποτέ, δεν της είχε δείξει στοργή, δεν υπήρξε ποτέ πατέρας της. Όμως δεν θα τον αφήσει μακριά από την ανάπαυση.

 

Χύνει λίγο κρασί στον τάφο του.

 

Ήξερε πάντα τι θέλουν οι νεκροί.

 

Εξιλέωση.

 

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

Ζητώ χίλια συγγνώμη!Το σβήνω και το κρατάω για το τέλος!Συγγνώμη για την ανοησία μου!!cold.gif

Edited by Stanley
Link to comment
Share on other sites

:aohmy: Κάποια σχόλια έχουν γίνει στην ιστορία του διαγωνισμού πριν την ώρα τους.

 

Θερμή παράκληση: Να μην γραφτούν άλλα μέχρι την κατάλληλη στιγμή.

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Φοβερά γραμμένο, σε ρουφάει από την πρώτη στιγμή. Με λίγες απλές λέξεις σε βάζει μέσα στις σκηνές, έτσι, μαγικά.

Η υπόθεση καλή, η εξέλιξη καλή, αρκετά τα μυστικά αλλά δεν με πείραξε (ποιος είπε ότι πρέπει να είναι μόνο ένα).

Η σκηνή στο λιμάνι λίγο ενοχλητικά γνώριμη, όμως τέλεια ταιριαστή, έρχεται φυσικά. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς.

 

Ένα πάρα πολύ καλογραμμένο διήγημα.

 

Έχω να συμπληρώσω το εξής: αριστοτεχνική εκμετάλευση του χώρου που μας δόθηκε.

Edited by Cassandra Gotha
Link to comment
Share on other sites

Διάβασα την ιστορία σου ξημερώματα,ακούγοντας Inceptionκαι το μυστήριο με είχε καθηλώσει,η αγωνία,η δράση,το συναίσθημα(όχι πολύ,αλλάυπήρχε).

 

 

Και πάνω που περίμενα να τελειώσει και να μείνω σέκος,κραυγάζω"ε;ΟΧΙ!".Ειλικρινά,το τέλος με χάλασε. Αφενός για το παραπλανητικότου πράγματος, όπου ο αφηγητής δεν αποκαλύπτει την υπόσχεση σαν να είναικάποιος συγγραφέας που θέλει να πουλήσει,(έξυπνη,αλλά ύπουλη η χρήση του κ γιανα μην δοθεί χιντ για το ξ),αφετέρου επειδή δεν μου είπε κάτι,και το τελευταίοκομμάτι δεν με άγγιξε. Περίμενα κάτι άλλο,πιο δυνατό και πιο-γιαμένα-ταιριαστό.

 

 

Πολύ καλή η ιστορία σου,σε κρατάει σε ασταμάτητη εγρήγορση,ξέρεις ναδημιουργείς ατμόσφαιρα και προσδοκίες, αλλά σου είπα,το τέλος της με χάλασεαρκετά και με προσγείωσε...

 

 

Δεν έχω κάποια άλλη παρατήρηση. Καλή επιτυχία!

 

 

Link to comment
Share on other sites

Όχι απλά ένα μπράβο, όχι ένα ευχαριστώ. Ειλικρινά δεν ξέρω τι να γράψω για αυτή την ιστορία. Θεωρώ περιττό και άδικο να αναφέρω δυο τρία σημεία που λίγο με χάλασαν γιατί πραγματικά το κείμενο με μάγεψε. Δεν σου κρύβω πως το τέλος δεν μου άρεσε, αλλά η γενική εικόνα που μου άφησε ήταν πολύ καλή. Κύλησε ωραία, όμορφες σκηνές, σωστές περιγραφές.

 

Μπράβο!!!

Link to comment
Share on other sites

Αρχικά θα πω το μείον της…

μου θύμισε πολύ τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Η όλη φάση του ότι οι νεκροί θα σώσουν την πόλη, ότι εκείνοι έφτασαν με καράβια, ότι ήταν προδότες. Σαν να έβλεπα τη Μίνας Τιριθ να καταστρέφεται από Ορκ.

 

Από εκεί και πέρα η ιστορία είναι αρκετά καλή, η ανάγνωσή της δεν κούραζε και με κράτησε ως το τέλος. Ενδιαφέρουσες οι σκηνές με τις ανθρωποθυσίες. Ενδιαφέρων ο τρόπος μέτρησης του χρόνου. Η αναλογία δράσης-μυστηρίου ήταν σωστή και δούλεψε μια χαρά με την ιστορία.

 

Κάποιες σκέψεις που έκανα:

 

Νομίζω πως είκοσι χρόνια είναι πολύ λίγα για να έχουν πεθάνει όλοι οι προδότες, δεδομένου ότι ήταν στρατιώτες άρα και σχετικά νεαρής ηλικίας.

 

Αυτό που δεν είμαι σίγουρος αν κατάλαβα σωστά είναι το γιατί η κοπέλα δεν είπε στον ιερέα τι είναι αυτό που θέλουν οι νεκροί εξαρχής. Είναι επειδή ήταν υπεύθυνος για τον θάνατο της μητέρας της και μ’ αυτόν τον τρόπο τον εκδικήθηκε; Αλλά ακόμη κι αν ήθελε να τον εκδικηθεί δεν θα έπρεπε να βάλει πάνω απ’ όλα την σωτηρία της πόλης της και να του το πει;

 

Το τέλος ήταν καλό. Ίσως να ήθελα κάτι πιο δυνατό, αλλά ακόμη κι έτσι, δεν με πείραξε.

 

 

Καλή επιτυχία στον διαγωνισμό!

Edited by Mesmer
Link to comment
Share on other sites

όντως πολύ καλή ιστορία. Παρότι δεν συμπαθώ αυτού του τύπου τις ιστορίες. Η συγγεκριμενη ήταν τέλεια. όντως οι περιγραφές και ο τρόπος που εξελήσεται η ιστορία είναι πολύ ωραίαος...μπράβο

Link to comment
Share on other sites

Δεν θα σου το κρύψω.

 

θυμίζει έντονα άρχοντα των δαχτυλιδιών

 

αλλά ήταν τόσο καλά γραμμένη και κυλούσε τόσο άψογα που εμένα δεν με πείραξε. Απορώ πώς χώρεσες όλη αυτή την ιστορία σε τόσο λίγες λέξεις.

Βέβαια υπάρχει μια μικρή λεπτομέρεια στην οποία σκάλωσα όπως έχω την τάση να κάνω, αλλά δεν έχει τόση σημασία,

 

τα ούρα του δασκάλου, αφού είχε φάει λίγο από το δηλητηριώδες βότανο του ύπνου, ήταν ισχυρό υπνωτικό. Το πρόβλημά μου είναι οτι θεωρώ λίγο απίθανο να υπάρχει τέτοιο βότανο κι αν υπάρχει γιατί ο δάσκαλος δεν χρησιμοποιεί κάτι άλλο που δεν προυποθέτει να καταπιεί κάτι δηλητηριώδες και οι υπόλοιποι να πίνουν τα ούρα του, είμαι σίγουρος οτι άμα ήθελε θα το έβρισκε. Εγώ τουλάχιστον άμα ήμουνα ο μαθητής του τέτοιο πράγμα δεν υπήρχε περίπτωση να το βάλω στόμα μου, θα έβαζα βέτο, βρες άλλο υπνωτικό θα έλεγα, εν ανάγκη θα χτυπούσα το δούλο στο κεφάλι με κάτι βαρύ, εξάλλου πεθαμένος θα κατέληγε μετά την τελετή.

 

Όχι βέβαια οτι αυτό μου χάλασε και την ιστορία η οποία ήταν πολύ ενδιαφέρουσα, αν και δεν ταυτίστηκα ιδιαίτερα με τους πρωταγωνιστές.

 

Γενικά πάρα πολύ καλή ιστορία... σου εύχομαι καλή επιτυχία!!!!

Edited by Mindtwisted
Link to comment
Share on other sites

Ήταν φανταστικό, και από γραφή και από υπόθεση. Μέχρι το τέλος με κράτησε σε αγωνία. Επίσης μου άρεσε ο ρεαλισμός και το πως την έκλεισες. Καλή επιτυχία!

Link to comment
Share on other sites

Αρρρργκ! Όχι ρε Αντώνη! Δεν το περίμενα αυτό από σένα!

 

προδότες νεκροί/όρκοι/εξιλέωση και ήταν ανάγκη να τους βάζεις να έρχονται με καράβια?!

 

Στα θετικά: καλό το εφέ με τον κεραυνό, πολύ ωραίες οι τελετουργίες και επικλήσεις, η θυσία του δασκάλου πολύ καλή στιγμή, και βέβαια κορυφαία η κεντρική ιδέα: πράγματι, τι είναι αυτό που ζητάνε πάνω απ’ όλα οι νεκροί.

Γενικά όμως βρήκα την εκτέλεση κάπως αδύναμη, σα μια έλλειψη συνοχής να το πω, σα να τρέχει ο τύπος υπερβολικά πολύ πέρα δώθε (με κούρασε τόσο τρέξιμο σε τόσο μικρό κείμενο)

 

 

 

 

 

 

τα ούρα του δασκάλου, αφού είχε φάει λίγο από το δηλητηριώδες βότανο του ύπνου, ήταν ισχυρό υπνωτικό. Το πρόβλημά μου είναι οτι θεωρώ λίγο απίθανο να υπάρχει τέτοιο βότανο κι αν υπάρχει γιατί ο δάσκαλος δεν χρησιμοποιεί κάτι άλλο που δεν προυποθέτει να καταπιεί κάτι δηλητηριώδες και οι υπόλοιποι να πίνουν τα ούρα του, είμαι σίγουρος οτι άμα ήθελε θα το έβρισκε. Εγώ τουλάχιστον άμα ήμουνα ο μαθητής του τέτοιο πράγμα δεν υπήρχε περίπτωση να το βάλω στόμα μου, θα έβαζα βέτο, βρες άλλο υπνωτικό θα έλεγα, εν ανάγκη θα χτυπούσα το δούλο στο κεφάλι με κάτι βαρύ, εξάλλου πεθαμένος θα κατέληγε μετά την τελετή.

 

 

 

Η συγκεκριμένη πρακτική εαφαρμόζονταν, μεταξύ άλλων, από τους σαμάνους των φυλών της Σιβηρίας, των Λαπώνων κλπ. Yποτίθεται ότι οι συγκεντρώσεις της ζητούμενης (αλκαλιοειδούς; ) ουσίας στα ούρα του δασκάλου βρίσκονταν σε ανεκτές για τον οργανισμό του μαθητή επίπεδα... ή πολύ απλά, έτσι τη βρίσκανε. (για να πουλήσω και λίγο εγκυκλοπαιδική μούρη... :Ρ)

 

Link to comment
Share on other sites

Από τα πιο καλογραμμένα και ατμοσφαιρικά, ιδιαίτερα η τελετή με την ανθρωποθυσία. Βέβαια η ατμόσφαιρα είναι πολύ μακάβρια για τα γούστα μου, κανίβαλοι, ξαντεριάσματα, θυσίες, αίματα κλπ. Το διάβασα 2-3 φορές και ακόμα δεν είναι σίγουρη ότι κατάλαβα τι γίνεται. Αν έχω καταλάβει σωστά, νομίζω ότι το μυστικό που αποκαλύπτεται στο τέλος είναι

κάπως ασήμαντο για να κρέμεται απ' αυτό η σωτηρία της πόλης, τα προσωπικά του μάγου και της μάγισσας, δηλαδή. Περίμενα κάτι πιο έντονο από μια αποκάλυψη τύπου "τίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδιά". Και θα έπρεπε την κόρη της μάγισσας να την έχεις παρουσιάσει νωρίτερα, αφού παίζει τέτοιο ρόλο. Στο τέλος, δηλαδή, δίνεις πολλές πληροφορίες μαζεμένες, ενώ μέχρι εκεί τις έδινες με το σταγονόμετρο.

 

Τέλος πάντων, μπορεί να μην κατάλαβα καλά. Συγχαρητήρια, πάντως, είσαι από τα φαβορί!

Link to comment
Share on other sites

Ευτυχώς εδώ δεν είχε ούτε σεξ με κατσίκια, ούτε βιασμούς!

 

Λοιπό, από έναν έμπειρο του είδους, παίρνουμε αυτό ακριβώς που θα περιμέναμε. Δυνατά γραμμένο, δράση, ενδιαφέρον, άνεση στην έκφραση, μαγεία, τα πάντα. Δεν παίρνουμε βέβαια αυτό το κάτι παραπάνω που έχουμε πάρει από άλλες ιστορίες σου, αλλά δεν μπορούμε πάντα να το περιμένουμε αυτό. Μπορεί να μην είναι η πιο αυθεντική και η πιο συγκλονιστική ιστορία σου, αλλά είναι μια δυνατή φάντασι ιστορία με τα όλα της.

 

Μόνο τα καράβια με χάλασαν λίγο κι εμένα.

Link to comment
Share on other sites

Η γνώμη μου:

 

The Bad News

 

Για τα καράβια κλπ. τα έχεις ακούσει και μάλλον θα τ' ακούσεις και από άλλους. Εμένα πάντως που, παρά την ελλιπή παιδεία μου στο είδος, αναγνώρισα την μη πρωτοτυπία, δεν με πείραξε πολύ γιατί πιστεύω ότι το διήγημα επικεντρώνεται αλλού και λέει ένα σωρό άλλα πράγματα εκτός από αυτό.

 

[...] σα να τρέχει ο τύπος υπερβολικά πολύ πέρα δώθε (με κούρασε τόσο τρέξιμο σε τόσο μικρό κείμενο)

Συμφωνώ. Αυτή είναι το κυριότερο πρόβλημα της ιστορίας σου. Πολύ τρέξιμο! Ο αναγνώστης (εγώ τουλάχιστον) δεν προλαβαίνει να απολαύσει όσο γίνεται όλα τα υπόλοιπα (και είναι πολλά) ακριβώς επειδή τρέχει πίσω απ' τους χαρακτήρες να προλάβει την πλοκή. Τι μπορείς να κάνεις:

1) Να αλλάξεις την πλοκή έτσι ώστε να χρειάζεσαι λιγότερες σκηνές / τρεξίματα, ή (αν αυτό δεν είναι δυνατόν)

2) Να "κλέψεις" μερικές μη σημαντικές ή μη ατμοσφαιρικές σκηνές χρησιμοποιώντας κάποιες ενδιάμεσες κατάλληλες προτάσεις να να ξεπεράσεις διαδικαστικά στάδια τα οποία πρέπει μεν να αναφερθούν, αλλά δεν πρέπει να πάρουν έκταση ούτε μιά λέξη πάνω από το αναγκαίο.

Κατά προτίμηση και τα δύο.

Γενικά σε τέτοιο μέγεθος δεν πρέπει να έχεις πάνω από τρεις (σε εξαιρετικές περιπτώσεις τέσσερεις) σκηνές.

 

The Good News

 

Δράση! Δυνατές σκηνές! Βία! Ατμόσφαιρα τρόμου και επερχόμενης κατάστροφής!

Ας μου συγχωρηθεί η ύβρις, αλλά μου θύμισε Τροία αφού έχει ανοίξει ο Δούρειος Ίππος και τα τείχη. Σόρρυ θείε Όμηρε, δεν συγκρίνω, απλά θυμάμαι.

Αγωνιώδης χρήση του χρόνου! Σκοτεινό και ένοχο παρελθόν! Σχέσεις και συγγένειες! Δηλαδή, ΟΚ, ελάχιστα πράγματα έλειπαν! Στα πολύ συν και η καλή ιδέα του μυστικού και του τρόπου ημιπαρουσίασής του. Ισχυρή ιστορία.

 

The SOS button:

 

Αν είχα δικαίωμα να σου κάνω μόνο ένα σχόλιο ή αν μπορούσες στο μέλλον να εφαρμόσεις μόνο ένα από τα παραπάνω:

 

Slow down! Πόσο; Τόσο!

 

Link to comment
Share on other sites

Είναι μία από τις λίγες φορές (ελπίζω :devil2: ) που θα ξεκινήσω με λίγη κακία....

 

Αρχικά, μου έφερε στο νου Άρχοντα, στην σκηνή που ο Άραγκορν και ο στρατός από φαντάσματα βγαίνουν από τις βάρκες, σε έναν συνδυασμό με τον 13ο Πολεμιστή και λίγη Αρχαία Ελληνική τραγωδία... (αυτός ο συνδιασμός φυσικά και δεν είναι κακός.... ) Αλλά, για να πω και την κακιούλα μου, μου θύμισε έντονα το Σκοτεινό Χωριό που αλλιώς το διαφημίζανε και άλλη ήταν η ιστορία.... (ελπίζω ως εδώ να μην χρειάζομαι Spoiler Tags)

 

και τώρα πάμε στα σπόιλερ....

Γιατί: εκεί που περίμενα να διαβάσω, και να δω στην φαντασία μου να σχηματίζεται η πόλη με τα λευκά ανθρωποειδή να σκίζουν τις σάρκες των φρουρών και να νιώσω την αγωνία της ανθρωποθυσίας, έμεινα με μια ιστορία αγάπης, και μια ιστορία προδοσίας και περηφάνιας.

 

 

all in all ηταν καλή ιστορία, με κράτησε και με έκανε να περιμένω την συνέχεια και το τέλος.... απλά.... ήταν λίγο λάθος η διαφήμιση (για μένα τουλάχιστον) :D

 

Καλή επιτυχία από μένα

Link to comment
Share on other sites

Βαρύτιμα, αλλά και αθώα μυστικά, μαεστρικά δοσμένα, συνθέτουν την υπέροχη αυτή ιστορία. Ρεαλιστική ατμόσφαιρα, concept που φέρνει λίγο σε Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, με τους Προδότες που κατεβαίνουν από τα καράβια για να σώσουν την πόλη, δυνατή αφήγηση που κρατάει σε εγρήγορση τον αναγνώστη παρασέρνοντάς τον στο περιβάλλον όπου εκτυλίσσεται η ιστορία, εναλλασσόμενες σκηνές που αφορούν τόσο στις ‘εξωτερικές’ συνθήκες, όσο και στην ‘εσωτερική’ εξέλιξη της ιστορίας. Η θυσία του αρχιερέα δασκάλου προκαλεί ανάμικτα συναισθήματα, λύπη μα και συγκίνηση, όμως η αίσθηση που προκαλεί το τέλος της ιστορίας είναι παρήγορη και ανακουφιστική, με ελπίδα για το μέλλον. Το μόνο που δεν κατάφερα να καταλάβω ήταν η έκφραση «ιερά με το χώμα» στην επίκληση της μάγισσας, ενώ ως αρνητικό θα κατέτασσα τη λέξη «λεφούσι» στην αρχή της ιστορίας. Τα συγχαρητήριά μου, Solonor!

 

 

Καλή επιτυχία στο διαγωνισμό!

Link to comment
Share on other sites

Καλά, δε μπορείς άμα δε βάλεις κάτι τέτοιο:

που πίνουνε τα ούρα του δάσκαλου (μαύρο!)

ακόμα και σε μια τέτοια ιστορία. Τσκ τσκ τσκ ... Τέσπα, υποθέτω δε θα ήσουν εσύ :p

Ο λόγος είναι όπως πάντα δικός σου, καίριος και άρτιος, χωρίς τίποτα περισσότερο από όσα χρειάζεται για να γίνεται κατανοητός. Το ύφος εδώ είναι σχεδόν συναισθηματικό όμως. Έχω εντυπωσιαστεί. Δεν κάνω πλάκα.

 

Εμένα ούτε τα καράβια με χάλασαν (άσε που ο κύριος καθηγητής δεν την έχει γράψει έτσι τη σκηνή, οπότε και στους άλλους δε θυμίζει Τόλκιν αλλά Πήτερ Τζάκσον -θα έσκαγα άμα δεν το έλεγα μιλάμε :p) ούτε και τα

τσίσα-υπνωτικό

ούτε και το τρέξιμο ιδιαίτερα. Το μόνο που λίγο με χαλάει είναι το ότι έχεις ξεπετάξει πολλά τύπου μυστικά στα οπόια και βασίζεται η ιστορία (δε λέω ότι είναι εκτός σε καμία περίπτωση) αλλά δεν ξέρω ποιο είναι το ας πούμε "βασικό" της. Κι όχι τελικά μυστικό, αλλά θέμα.

 

 

Δηλαδή, έχεις την πόλη και τους τρώνε οι κανίβαλοι, κάνουνε την επίληση που τελικά δεν την χρειάζονται γιατί η κόρη ξέρει από πριν τι θέλουν οι νεκροί, έχεις και την ιστορία του δάσκαλου με τη μάγισσα και εκδίκηση της κόρης, αλλά σε ποιον? όχι σε αυτόν που φταίει στους άλλους της πόλης. Υποψιάζομαι πως αν είχες αποφασίσει ποιο θα έπρεπε να είναι το πιο ισχυρό σημείο της ιστορίας μάλλον θα είχες αποφύγει όλο αυτό το τρέξιμο του πρωταγωνιστή.

 

 

Γενικά όμως, αν και η αλήθεια είναι πως δεν το είχα καταλάβει εξαρχής, τρεις μέρες μετά την πρώτη ανάγνωση μου έχει μείνει στο μυαλό, τη θυμόμουνα αρκετά καλά πριν την ξανακοιτάξω και μπορώ να πω ότι είναι μια ωραία ιστορία, δυνατή, με το τέλος και τα όλα της.

Edited by Nienor
Link to comment
Share on other sites

Πάντως, όσον αφορά στα καράβια, ούτε που σκέφτηκα την ταινία, άλλωστε δεν είμαι και τόσο μεγάλος φαν. Απλά θα ήθελα

τους νεκρούς να έρχονταν αλλιώς!

Link to comment
Share on other sites

Δεν με νοιάζει αν θυμίζει τα καράβια στην ταινία. Η άφιξη τους εδώ δουλεύει δυνατά, δραματικά, ανακουφιστικά και συγκινητικά. Σβήνοντας από την μνήμη μου τη σκηνή από τον "Άρχοντα", με την οποία κόλησαν πολλοί, είναι από τις στιγμές που απογειώνει την ιστορία. Πολλές ωραίες εικόνες: η σχέση βοηθού με τον μάγο, ο έρωτας βοηθού με κόρη μάγισσας, η σχέση νεκρής μάγισσας με μάγο, η ιστορία με τους προδότες, όλα καλό υλικό. Ακόμα και η πινελιά του γιού που συγχωρεί τον πατέρα του στον τάφο, ένα διηγηματάκι από μόνο του. Ένας μπουφές με τα όλα του.

Link to comment
Share on other sites

Μου άρεσε πολύ η ιστοριούλα. Καλογραμμένη και ωραία η ροή του λόγου.

Μου άρεσε η ατμόσφαιρα που δημιούργησες.

Δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με τους περισσότερους προλαλήσαντες.

Link to comment
Share on other sites

Αν και είναι μόλις η δεύτερη ιστορία του διαγωνισμού που διάβασα, πιστεύω πως στοχεύει ψηλά. Η όλη φάση πάντως μόνο άρχοντα δεν μου θύμισε. Πιο πολύ σκέφτηκα Αζτέκους σε ένα μεσαιωνικό κόσμο. Ένα μικρό αριστούργημα για μένα που τα υπέρ του κάνουν τα κατά να φαίνονται ασήμαντα.

Link to comment
Share on other sites

Για μένα το μεγαλύτερο ατού του διηγήματος είναι το βάθος της ιστορίας. Πολλά έχουν συμβεί σε αυτόν τον κόσμο και όλα παίζουν κάποιο ρόλο. Ο μόνος που δεν έχει back-story είναι ο μαθητευόμενος και νόμιζα ότι στο τέλος θα μας απεκάλυπτες ότι είναι γιος του μάγου κι άρα

μισός αδερφός της κόρης της μάγισσας

. Μουχαχα, ξέρω άρρωστο.

 

Ένα πλην που βρήκα είναι για τη

συγχώρεση-εξιλέωση

. Τόσο εύκολο είναι για κάποιον να συγχωρέσει και μπορεί να το κάνει αμέσως μόλις το ζητήσει κάποιος; Θα ήθελα να περάσει από κάποια συναισθηματική διεργασία ο χαρακτήρας μέχρι να φτάσει σε αυτό (έστω μια-δυο προτάσεις).

 

Το ξαναδιάβασα το κείμενο και είδα ότι στη δεύτερη φορά.. όταν πάει να γίνει αυτό.. αρχίζεις να αφηγήσαι το τί γίνεται στην πόλη. Άρα δεν ξέρουμε από τι πέρασε ο χαρακτήρας για να γίνει αυτό. χμμμ καλό τρικ.

 

Πάντως το διάβασα άνετα και το απόλαυσα. thmbup.gif

Edited by Διγέλαδος
Link to comment
Share on other sites

Στα θετικά: Οι κανίβαλοι. Τα ζευγάρια δάσκαλος/μαθητής, μητέρα/κόρη, δάσκαλος/μητέρα, μαθητής/κόρη. Η καταιγίδα την ώρα της επίκλησης. Η δράση. Το απλό ύφος.

 

Στα όχι θετικά: Η απότομη είσοδος. Τα αρκετά πήγαινε-έλα από το ναό στο νεκροταφείο και πίσω και ξανά στο νεκροταφείο και στο ναό και μετά στο λιμάνι. Το κλείσιμο, από το: «Στέκομαι πλάι στην κόρη της μάγισσας…» και μετά… έπεσαν πολλές εξηγήσεις. Το ζήτημα με το ‘εκ’ – ‘εξ’.

 

Καλή φάση ήταν πάντως, αρκετά πρωτότυπη (νομίζω οι κανίβαλοι είναι που μετράνε αρκετά) και σε κρατούσε ως το τέλος.

 

ΥΓ:

Περίμενα κάτι πιο εντυπωσιακό στις θυσίες των δούλων, αλλά δεν φταίω εγώ… εσύ φταις… κι εκείνη η κατσίκα… devil2.gif

 

Link to comment
Share on other sites

 

Πολύ καλό διήγημα, καλογραμμένο, αγχωτική ατμόσφαιρα, τρομεροί χαρακτήρες και οι σχέσεις μεταξύ τους

Θύμισε Άρχοντα η φάση με τα φαντάσματα στο τέλος αλλά δεν με ενόχλησε καθόλου, η σκηνή έφερε ανακούφιση και τέλος στην εισβολή

Οι ανθρωποθυσίες με χάλασαν λίιιιιγο. Δηλαδή, πόσους δούλους είχαν για πέταμα? :p

Επίσης οι περιγραφές απ'τις μάχες στο δρόμο για κάποιο λόγο μου θύμισε καταστροφή της Σμύρνης( στη συνέχεια τρέχανε προς τη θάλασσα-λιμάνι όπως και εκεί)

Και τελικά εξιλέωση για τους προδότες. Ωραία!

 

 

Καλή επιτυχία!

Link to comment
Share on other sites

Το βρήκα καλογραμμένο. Έχεις κάνει αρκετή δουλειά για να προσθέσεις επιπλέον στοιχεία στο κεντρικό θέμα της πολιορκίας, το οποίο μου φάνηκε αρκετά κλισέ. Το «κόλπο» με τον κεραυνό δείχνει κάπως «φτηνό» αν σκεφτείς όλα αυτά που έχουν προηγηθεί για να γίνει η συζήτηση με το νεκρό. Η μόνη ένσταση που έχω είναι ότι η ιστορία έμοιαζε πολύ με παρόμοιες που έχω δει ή διαβάσει, αλλά αυτό δεν είναι κάτι που μπορείς να αποφύγεις εύκολα.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..