Mesmer Posted September 12, 2010 Share Posted September 12, 2010 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Άγγελος Είδος: Τρόμος Βία; Ας πούμε, ναι Σεξ; Δεν χρειάστηκε Αριθμός Λέξεων: 6.666 (τυχαίο; ) Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: Μετά την ιστορία που έγραψα για τον διαγωνισμό Φάντασυ, επειδή ήταν υπέρ του δέοντος (σύμφωνα με τα δικά μου συγγραφικά κριτήρια ) ρομαντική, έπρεπε να γράψω κάτι «πραγματικά τρομακτικό» για να έρθω στα ίσια μου (επειδή η δράση-αντίδραση ισχύει και στη συγγραφή ). Η μοναδική ιστορία που με τρόμαξε τόσο πολύ όταν την έπλαθα στο μυαλό μου, τα βράδια πριν με πάρει ο ύπνος. Αν σας μεταδώσω ένα μικρό μέρος του τρόμου αυτού, θα είμαι ικανοποιημένος. Η παιδική χαρά Στις παρυφές του όρους Πάικο, κάπου νοτιοδυτικά του οικισμού Γρίβα, στα σύνορα των νομών Πέλλας και Κιλκίς, βρίσκεται ένα χωριό που δεν υπάρχει σε κανέναν χάρτη και το όνομα του οποίου έχει ξεχαστεί σχεδόν από τους πάντες. Ακόμη και οι δρόμοι που οδηγούσαν κάποτε σ’ αυτό, κακοτράχαλοι χωματόδρομοι ως επί το πλείστον, έχουν σχεδόν εξαφανιστεί από τα αγριόχορτα που έχουν φυτρώσει εδώ κι εκεί. Δεν υπάρχει, όμως, κάποιος που να ενδιαφέρεται για τον καθαρισμό τους, αφού ελάχιστοι είναι αυτοί που θέλουν να πάνε σ’ εκείνο το χωριό και κανένας απολύτως δεν θέλει να φύγει από εκεί. Αν ήταν γνωστό στον υπόλοιπο κόσμο, το χωριό αυτό θα αναγνωριζόταν ως ένα από τα πιο καταραμένα μέρη που υπήρξε ποτέ. Ίσως είναι το πιο καταραμένο μέρος που ακόμα υπάρχει. Ο λόγος είναι η παιδική του χαρά που «κοσμεί» το κέντρο του χωριού και κάνει τους πάντες να αλλάζουν τον δρόμο τους όταν πλησιάζουν και να αποφεύγουν ακόμη και να την κοιτάξουν. Παρά την σχεδόν απαράλλακτη καθημερινότητα, εκείνο το πρωινό ήταν λιγάκι διαφορετικό καθώς μια ξένη φιγούρα έφτασε στο χωριό και με βήμα σταθερό και σίγουρο κατευθύνθηκε προς την παιδική χαρά. Ο ξένος στάθηκε τρία μέτρα μακρύτερα από την περίφραξη της παιδικής χαράς. Με αργά βήματα άρχισε να προχωράει κατά μήκος της περίφραξης κοιτάζοντας πάντα προς το εσωτερικό της. Απ’ όσο μπορούσε να υπολογίσει η περίφραξη είχε μήκος σαράντα μέτρα και πλάτος τριάντα μέτρα. Πάνω από ένα στρέμμα. Άπλετος χώρος για να παίζουν τα παιδιά. Το εσωτερικό της παιδικής χαράς ήταν γεμάτο με παιχνίδια. Κούνιες, τραμπάλες, γύρω-γύρω-όλοι, τσουλήθρες, χωμάτινα σκάμματα και πολλών άλλων ειδών παιχνίδια σε διάφορα σχήματα και μεγέθη. Όλα φτιαγμένα για να διασκεδάζουν τα παιδιά με τον καλύτερο τρόπο κι όλα έδειχναν καινούρια και καλοδιατηρημένα. Κάτι περίεργο ήταν η περίφραξή της. Ήταν φτιαγμένη από χοντρά, συμπαγή, μεταλλικά κάγκελα που ήταν πυκνά τοποθετημένα και υψώνονταν για τουλάχιστον τρία μέτρα. Η κεντρική είσοδος της παιδικής χαράς ήταν φτιαγμένη από τα ίδια κάγκελα και στηριζόταν πάνω σε μεγάλους μεντεσέδες. Πάνω απ’ το μάνταλο της πόρτας υπήρχε τυλιγμένη μια χοντρή, βαριά, σκουριασμένη αλυσίδα σφαλισμένη με ένα τεράστιο λουκέτο. Όσο κι αν το εσωτερικό της ήταν φτιαγμένο για διασκέδαση, το εξωτερικό της ήταν φτιαγμένο σαν φυλακή. Μέσα στην παιδική χαρά υπήρχαν περίπου εκατόν-πενήντα παιδάκια, αγοράκια και κοριτσάκια, που δεν ξεπερνούσαν σε ηλικία τα δέκα με δώδεκα χρόνια, τα οποία ανεβοκατέβαιναν στα παιχνίδια, έτρεχαν, πηδούσαν, κυλιόντουσαν στα χώματα, έπαιζαν κουτσό και κυνηγητό, και γενικά, έκαναν ότι έπρεπε να κάνουν τα μικρά παιδιά για να διασκεδάσουν. Το παράξενο ήταν πως παρόλη την δραστηριότητα και τα παιχνίδια, μέσα από την παιδική χαρά δεν ακουγόταν ο παραμικρός ήχος. Τίποτα απολύτως. Δυο παιδάκια, ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι, που στέκονταν κάπως κοντύτερα στην περίφραξη, είχαν τα μάτια τους στραμμένα πάνω του. Το βλέμμα τους και η έκφρασή τους, όμως, ήταν εντελώς κενές, σαν να μην τον κοιτούσαν πραγματικά. «Είναι απίστευτο, έτσι;». Ο ξαφνικός ήχος της φωνής δίπλα του τον έκανε να πεταχτεί από τον τρόμο. Στράφηκε προς τα αριστερά και είδε έναν ψηλό άντρα να στέκεται μισό μέτρο παραπέρα. Ήταν περίπου σαράντα με σαράντα-πέντε χρονών, γύρω στα είκοσι χρόνια νεότερός του. Είχε μαύρα μαλλιά και καστανά μάτια και το πρόσωπό του έδειχνε αρκετά κουρασμένο. «Είναι όλα τους…», είπε ο ξένος δίχως να θέλει να αποτελειώσει την φράση του. «Νεκρά;», συμπλήρωσε ο, κατά τα φαινόμενα, ντόπιος και αφού άφησε λίγο χρόνο να περάσει, πρόσθεσε: «Ναι» Ο ξένος δεν απάντησε αμέσως. Μόνο έστρεψε τα μάτια του προς την παιδική χαρά και παρακολούθησε τα παιδάκια που συνέχιζαν αμέριμνα το παιχνίδι τους μέσα στην απόλυτη ησυχία. Το αγοράκι και το κοριτσάκι με τα ανέκφραστα πρόσωπα είχαν εξαφανιστεί. «Όντως απίστευτο… και ανατριχιαστικό». Παρά του ότι ο καιρός ήταν σχετικά ζεστός, ένιωσε μια ψύχρα να το τυλίγει. «Δεν έχουμε συχνά ξένους εδώ», είπε ο κάτοικος του χωριού. «Σταμάτησαν να καταφθάνουν ομαδικά πριν από πολύ καιρό κι αυτό επειδή φρόντισε η πολιτεία ώστε να μην λαμβάνεται τούτο το μέρος σαν τουριστικό αξιοθέατο. Γιατί αυτό είχε καταντήσει να είναι». Έφτυσε χάμω σχεδόν αηδιασμένος. «Χρησιμοποίησαν αστυνομικά μπλόκα και κατέστρεψαν τους δρόμους. Κι όταν έβλεπαν ένα τσούρμο κωλόπαιδα να έρχεται για να κάνουν τη μαγκιά τους τούς ξαπόστελναν στο διάολο», η φωνή του ήταν γεμάτη αγανάκτηση και μίσος. «Μετά από καιρό τα πράγματα ηρέμισαν. Οι γειτονικές νομαρχίες φρόντισαν ώστε να σβηστεί το όνομα του χωριού από κάθε αναφορά κι από κάθε χάρτη, ώστε να ξεχαστεί η ύπαρξή του. Σ’ αυτό βοήθησε και η τοπική Εκκλησία που κίνησε αρκετά νήματα για τον ίδιο λόγο. Από τότε δεχόμαστε μόνο σποραδικές επισκέψεις, τέσσερις-πέντε κάθε χρόνο, από άτομα που έχουν ψάξει αρκετά. Δεν είμαστε εύκολοι για να μας βρει κανείς», ο τόνος της φωνής του είχε χαμηλώσει. Προφανώς θα θέλανε να έχουν περισσότερη κίνηση, αλλά εκείνη η παιδική χαρά που έσφυζε από θάνατο, ήταν κάτι που τους το απέτρεπε. «Δεν μου είπες, όμως, εσύ γιατί είσαι εδώ;» «Όταν φτάσεις σε μια ηλικία είσαι διατεθειμένος να πιστέψεις πολλά πράγματα για την μετέπειτα ζωή. Τι υπάρχει εκεί, πόσο καλά μπορεί να είναι», είπε ο ξένος με μια δόση φιλοσοφίας στη φωνή του. Ο άντρας κούνησε καταφατικά το κεφάλι του συμφωνώντας. «Έχουμε δυο τύπους αφίξεων σε τούτο το μέρος», ενημέρωσε τον ξένο. «Νέους, που έρχονται εδώ για να αποδείξουν ότι δεν φοβούνται κι ότι το λέει η καρδιά τους, και μεγαλύτερους σε ηλικία που απλά θέλουν να βεβαιωθούν ότι υπάρχει κάτι καλό που μπορούν να αναμένουν μετά το πέρας της ζωής τους. Αλλά αυτό που βρίσκουν εδώ, ή καλύτερα αυτό που τους δείχνουμε, είναι αρκετό για να τους κάνει να μαζέψουν τα μπογαλάκια τους και να την κάνουν από δω χεσμένοι, άρον-άρον» «Τι είναι αυτό που τους δείχνετε, δηλαδή;», ρώτησε γεμάτος περιέργεια ο ξένος, χωρίς να είναι σίγουρος ότι θα ήθελε να μάθει την απάντηση. Στα χείλη του άντρα σχηματίστηκε ένα αμυδρό χαμόγελο, ίσως λιγάκι ειρωνικό. Έπιασε το μανίκι της μπλούζας του και το τράβηξε μέχρι τον αγκώνα του. Ύστερα πλησίασε την περίφραξη της παιδικής χαράς και είπε: «Τους δείχνουμε αυτό…», και λέγοντας αυτά τα λόγια πέρασε το χέρι του ανάμεσα από τα κάγκελα. Ο ξένος πισωπάτησε μερικά βήματα. Τα μάτια του έχασκαν ολάνοιχτα και το σαγόνι του έτρεμε κρεμασμένο. Ένιωθε την ανάσα του να βαραίνει και την καρδιά του να χάνει παλμούς. Το χέρι του άντρα που είχε περάσει ανάμεσα από τα κάγκελα είχε απογυμνωθεί από όλη τη σάρκα και το μόνο που φαινόταν ήταν τα κόκαλά του. Κόκαλα κατάλευκα και λαμπερά που λύγιζαν στις αρθρώσεις καθώς ο άντρας κουνούσε το χέρι του. Ο άντρας τράβηξε το χέρι του έξω κι εκείνο εμφανίστηκε πάλι στην κανονική του μορφή, χέρι ανθρώπινο, σάρκινο. Ύστερα το ξαναέσπρωξε μέσα, κάνοντας τα λευκά οστά να επανεμφανιστούν. «Ωραίο κολπάκι, έτσι;», είπε ο άντρας σαρκαστικά κοιτάζοντας τον ξένο, ενώ έβγαζε το χέρι του έξω από τα κάγκελα και μετά το ξαναέβαζε μέσα. «Πρόσεχε!», φώναξε ο ξένος με την ανάσα του σχεδόν να κόβεται. Δεν ήξερε τι τον είχε τρομάξει πιο πολύ, ήταν η εμφάνιση εκείνου του μικρού κοριτσιού που από το πουθενά όρμησε και άρπαξε το χέρι του άντρα ή η φρικιαστική φυσιογνωμία της; Κάθε παιδικό χαρακτηριστικό του προσώπου της είχε χαθεί. Τα μάτια της είχαν μετατραπεί σε δύο μελανές οπές που τα έδιναν ένα απόκοσμο, αποκρουστικό βλέμμα. Το δέρμα του προσώπου της ήταν γεμάτο βαθιές πληγές και αμυχές που αποκάλυπταν την σκουροκόκκινη σάρκα της. Τα χείλη της πρησμένα από πυώδη σπυριά. Είχε γραπωθεί από το οστέινο χέρι του άντρα και προσπαθούσε να τον τραβήξει προς τα μέσα. Τα νύχια στα δάχτυλά της ήταν μαύρα και μελανιασμένα. Ο άντρας άρχισε να σκούζει. «Άσε με, μαλακισμένο…», ούρλιαξε και μετά σε μια απεγνωσμένη κι αόριστη έκκληση φώναξε: «Βοήθεια!». Τραβούσε με όλη του την δύναμη το τρομακτικής όψης κορίτσι προς τα κάγκελα και το μικρό κι ελαφρύ της κορμί χτυπούσε πάνω τους με ορμή σε κάθε τράβηγμα. Αλλά εκείνη είχε αγκιστρωθεί για τα καλά επάνω του και δεν έλεγε να τον αφήσει. Τα μαύρα, κενά της μάτια τον κοιτούσαν γεμάτα μίσος. Άνοιξε το στόμα της, σαν να ωρυόταν απειλητικά προς το μέρος του, αλλά κανένας ήχος δεν ακούστηκε. Μέσα στο στόμα της φάνηκαν δόντια σάπια, αλλά και πολλά μυτερά, έτοιμα να ξεσκίσουν ό,τι αγγίξουν. Ο ξένος κοιτούσε αποσβολωμένος, μη ξέροντας τι να κάνει. Ο φόβος τον είχε παγώσει κι απλά στεκόταν χωρίς, όμως, να μπορεί να πάρει τα μάτια του από την μάχη που μαινόταν μπροστά. Άνιση, ίσως, αλλά το προς το ποια μεριά έγερνε η ζυγαριά ήταν αβέβαιο. Αυτό που είδε μετά τον τρομοκράτησε ακόμη περισσότερο. Ενώ ο άντρας μαχόταν να ξεφύγει από την αρπάγη του κοριτσιού, βροντώντας το συνεχώς πάνω στα κάγκελα, τα υπόλοιπα παιδιά της παιδικής χαράς συνειδητοποίησαν τι γινόταν κι άρχισαν να τρέχουν προς τα εκεί. Πάνω από εκατό παιδικές φιγούρες, με τα ίδια φρικτά χαρακτηριστικά σμιλεμένα στα πρόσωπά τους, να τρέχουν και να ουρλιάζουν προς το μέρος τους, χωρίς να ακούγεται ήχος. Όταν τα παιδιά-τέρατα απείχαν μερικές δεκάδες μέτρα από το σημείο της μάχης, ο άντρας γύρισε προς τον ξένο και σε μια ύστατη προσπάθεια για να τραβήξει την προσοχή του φώναξε: «Βοήθησέ με, άνθρωπε!». Αυτό κάπως ταρακούνησε τον ξένο και χωρίς να το πολυσκεφτεί όρμισε κι αγκάλιασε τον άντρα από πίσω. Τράβηξαν και οι δυο μαζί με όλοι τους την δύναμη και το χτύπημα που προκάλεσαν στο κορίτσι το έκανε να παρατήσει το χέρι του άντρα. Η ξαφνική απελευθέρωση του χεριού, μαζί με την φόρα που είχαν, έκανε τους δυο άντρες να πέσουν κατάχαμα προς τα πίσω. «Αν έτσι ήθελες να με τρομάξεις, σε πληροφορώ ότι το πέτυχες με το παραπάνω», είπε ο ξένος στον κάτοικο του χωριού, ενώ τον έσπρωχνε για να τον σηκώσει από πάνω του. «Πίστεψέ με, αυτό δεν ήταν μέσα στο πρόγραμμα, αλλά φαντάζομαι ότι έπιασες το νόημα». Σηκώθηκαν πάνω και τίναξαν τις σκόνες από τα ρούχα τους. Ο ξένος μπόρεσε να δει μερικές γρατζουνιές στον πήχη του άντρα, όμως όχι τίποτα σοβαρό. Τα παιδιά στην παιδική χαρά, έχοντας φορέσει τα καλά τους πρόσωπα, έστριβαν την πλάτη τους και ξαναγυρνούσαν στα παιχνίδια τους. Μόνο το κοριτσάκι είχε μείνει εκεί κοντά και τους κοιτούσε, με μάτια γαλαζοπράσινα τώρα, αλλά παρά το όμορφο χρώμα τους, στερημένα από κάθε είδους συναίσθημα. Ένα σιχαμερό της χαμόγελο αποκάλυψε τα σάπια και σουβλερά δόντια που κρύβονταν κάτω από εκείνο το γλυκό πρόσωπο. «Μη σε ξεγελάει η εμφάνισή τους. Δεν είναι καθόλου άνθρωποι… καθόλου. Αν μπορούσαν, θα μας σκότωναν όλους», είπε ο άντρας και ο ξένος δεν απάντησε, κατανοώντας πόσο εννοούσε αυτά που είχε πει. Αυτό που του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση ήταν ότι ενώ νωρίτερα, ο άντρας καλούσε σε βοήθεια, κάποιοι συγχωριανοί του είχαν βγει από τα στενά και στα παράθυρα των σπιτιών τους και παρακολουθούσαν, κανένας όμως δεν έτρεξε να βοηθήσει. Ήταν σαν να του έλεγαν: Ήθελές τα κι έπαθές τα. «Σ’ ευχαριστώ», είπε ο άντρας και χτύπησε τον ξένο φιλικά στον ώμο κι εκείνος κούνησε το κεφάλι του, αποδεχόμενος την ευχαριστία. «Αν δεν σου έχει κοπεί η όρεξη μετά από αυτό μπορώ να φιλέψω. Δεν έχω πολλά στο σπίτι μου, αλλά ένα πιάτο ρύζι και λίγο ψωμί μου περισσεύουν», ο φιλόξενος τόνος στην φωνή του άντρα ήταν παραπάνω από έκδηλος. Ίσως ήταν η πρώτη φορά που καλούσε κάποιον στο σπίτι του. «Να ‘σαι καλά, θα αποδεχτώ την πρότασή σου», είπε ο ξένος μ’ ένα χαμόγελο και μετά συμπλήρωσε: «Μπορείς να με λες, Κυριάκο» «Κι εγώ είμαι ο Αντώνης». Οι δυο άντρες έσφιξαν τα χέρια και ξεκίνησαν να περπατούν στα σοκάκια του χωριού. Το σπίτι του Αντώνη ήταν αρκετά μικρό. Μπαίνοντας μέσα βρέθηκαν σε μια στενή κουζίνα, που ο μόνος της εξοπλισμός ήταν ένα τραπέζι με δυο καρέκλες, μια ξυλόσομπα που λειτουργούσε και σαν μαγειρική κουζίνα και δυο ντουλάπια που, προφανώς θα είχαν κάποια απαραίτητα σκεύη. Μια δεύτερη πόρτα οδηγούσε, μάλλον, στο υπνοδωμάτιο. Δεν υπήρχε άλλη πόρτα για την τουαλέτα και ο Κυριάκος υπέθεσε ότι μπορεί να υπήρχε κάποια είσοδος στο υπνοδωμάτιο ή να ήταν εξωτερική. «Όπως βλέπεις ζούμε πολύ φτωχικά εδώ», είπε ο Αντώνης ενώ έριχνε μερικά ξύλα στη σόμπα και άναβε τη φωτιά. Στη συνέχεια έβγαλε μια κατσαρόλα από το ντουλάπι, τη γέμισε νερό από ένα μεγαλύτερο κουβά που υπήρχε εκεί δίπλα και την απόθεσε πάνω στην σόμπα. «Το ρεύμα έχει κοπεί εδώ και πολλά χρόνια. Κανείς δεν έρχεται να το φτιάξει κι ακόμη κι αν το έφτιαχναν, κανείς δεν θα είχε να πληρώσει, αφού δεν υπάρχουν δουλειές απ’ τις οποίες να έχουμε εισοδήματα. Το νερό έχει κοπεί κι αυτό. Μεταφέρουμε το απαιτούμενο από πηγάδια. Υπάρχει, ωστόσο, μια τηλεφωνική σύνδεση, που τερματίζεται στην κοινότητα του χωριού και συνδέεται απευθείας με την νομαρχία. Από εκεί συνεννοούμαστε και μας στέλνουν μια φορά τον μήνα προμήθειες. Όχι τίποτα πολύ, μη φανταστείς. Λίγο αλεύρι, λίγο ρύζι, λίγα μακαρόνια, μερικές κονσέρβες, λάδι. Τα παρατάνε σε ένα σημείο πάνω στον δρόμο κι εμείς πηγαίνουμε και τα κουβαλάμε με τα πόδια. Κατά τα άλλα πρέπει να είμαστε αυτάρκεις. Γι’ αυτό καλλιεργούμε πολύ και μαζεύουμε όποια αυτοφυή φυτά τρώγονται ή τουλάχιστον δεν είναι άνοστα», ο μακρύς μονόλογος του άντρα κατέληξε σε έναν αναστεναγμό. Όμως, μετά από λίγο συνέχισε. «Κι όλα είναι έτσι για σχεδόν πενήντα χρόνια. Εγώ ζω μ’ αυτόν τον τρόπο όλη μου τη ζωή, αλλά και μόνο που ξέρω πώς ζει ο υπόλοιπος κόσμος μακριά από εδώ, είναι αρκετό για να μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Αλλά λόγω αυτών των μικρών τεράτων δεν μπορώ να φύγω απ’ αυτό το κωλομέρος» «Και γιατί δεν μπορείς να φύγεις;», ρώτησε με περιέργεια ο Κυριάκος. «Κανείς δεν μπορεί να φύγει, κανείς», είπε ο Αντώνης κι ένα χαμόγελο θλίψης σχηματίστηκε στα χείλη του. «Θα σου πω μια ιστορία» Και του είπε την ιστορία. Και δεν ήταν καθόλου ευχάριστη… Την περίοδο μετά τα χρόνια της Κατοχής των Ελλήνων από τους Γερμανούς ακολούθησε μια αιματηρή και καταστρεπτική προσπάθεια του κομμουνιστικού κόμματος να καταλάβει την εξουσία. Η προσπάθεια αυτή υποβοηθήθηκε σθεναρά από τις βόρειες γειτονικές χώρες, οι οποίες στέλνανε μέχρι και εκπαιδευμένους οπαδούς του κομμουνισμού για να συμμετέχουν στις ένοπλες επιθέσεις κατά των Ελλήνων. Κάποια στιγμή, όταν οι επιθέσεις αυτές μεταφέρθηκαν στην ύπαιθρο, το χωριό βρέθηκε σε μια πολύ κρίσιμη κατάσταση. Και το κρίσιμη σημαίνει ότι ήταν πολύ πιθανόν όλοι οι κάτοικοι να έχαναν την ζωή τους. Ίσως μερικές γυναίκες να γίνονταν έρμαιο βιαστών, αλλά κι αυτό λογίστηκε ως κρίσιμη κατάσταση. Πολλοί από τους κατοίκους του χωριού είχαν συγκεντρωθεί στο κτίριο της Κοινότητα προσπαθώντας να βρουν μια λύση για το επικείμενο μαρτύριό τους. Το να το σκάσουν ήταν εκτός σχεδίου επειδή ήταν ήδη αργά. Έπρεπε να μείνουν εκεί και να παλέψουν, όσο μπορούν, μέχρι τέλους αν χρειαζόταν. Εντελώς ξαφνικά, η πόρτα του δωματίου όπου γινόταν η συγκέντρωση άνοιξε κι ένας παράξενος άντρας εμφανίστηκε στο κατώφλι της. Ήταν ντυμένος στα μαύρα, παντελόνι και χοντρή μπλούζα με κουκούλα που σκέπαζε το κεφάλι του. Τα χέρια του ήταν χωμένα στις τσέπες του και έστρεφε το βλέμμα του προς τον συγκεντρωμένο κόσμο, λες και κοιτούσε τον καθένα ξεχωριστά. Σήκωσε τα χέρια του και απομάκρυνε την κουκούλα. Μαύρα μακριά μαλλιά χύθηκαν και απλώθηκαν ως τους ώμους του. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν αδρά και διέθετε μια άγρια ομορφιά. Τα μάτια του, μαύρα κι αυτά, γυάλιζαν στο λιγοστό φως. Χαμήλωσε το βλέμμα του, σαν να ένιωθε άβολα που είχε τραβήξει τα βλέμματα πάνω του και χαμογέλασε, μάλλον προς τον εαυτό του. «Νομίζω ότι έχετε ένα μικρό πρόβλημα εδώ», είπε και η φωνή του ακούστηκε καθαρά σε όλο το δωμάτιο. «Ποιος είσαι εσύ;», ρώτησε ο πρόεδρος του χωριού, που έφυγε από την θέση του και προχώρησε προς τον άντρα. «Δεν έχει σημασία ποιος είμαι. Σημασία έχει ότι μπορώ να σας βοηθήσω», ανακοίνωσε δίχως δισταγμό. Πολλοί ψίθυροι ακούστηκαν στον χώρο. «Τι εννοείς όταν λες ότι μπορείς να μας βοηθήσεις;», ρώτησε ο πρόεδρος πλησιάζοντας κοντύτερα. «Αυτό που έρχεται προς τα εδώ είναι κάτι που δεν μπορείτε να το σταματήσετε μόνοι σας. Αν αρκεστείτε στις δυνάμεις σας είστε καταδικασμένοι. Εδώ έρχομαι εγώ και σώζω την κατάσταση», είπε ο άντρας με μια χροιά αυταρέσκειας στη φωνή του. «Και τι μπορείς να κάνεις εσύ;». Η ερώτηση του κοινοτάρχη, παρά τις αμφιβολίες της, ήταν γεμάτη προσμονή κι ελπίδα. «Ας πούμε ότι έχω τον τρόπο και τα μέσα», ήρθε η αόριστη απάντηση του άντρα. «Και ποια είναι η τιμή σου;», η φωνή του προέδρου είχε χαμηλώσει. «Αύριο το βράδυ, όταν θα έχετε πλέον σωθεί, θα ‘ρθω και θα σας βρω πάλι, όλους εδώ και τότε θα ζητήσω την αμοιβή μου. Αλλά πρέπει να μου υποσχεθείτε ότι θα μου την δώσετε, όποια κι αν είναι αυτή» Ο πρόεδρος στράφηκε προς τους συγχωριανούς του. Ήταν μια απόφαση που δεν μπορούσε να πάρει μόνος. Όλοι έδειχναν φοβισμένοι κι έτοιμοι να αποδεχτούν κάθε είδους βοήθεια. Ήξεραν ότι το τέλος πλησίαζε, έτσι κι αλλιώς, κι ήταν διατεθειμένοι να ρισκάρουν τα πάντα. Πολλά «ναι» ακούστηκαν, πολλά «είμαστε μαζί του», αλλά καμιά αρνητική γνώμη. Οπότε ο πρόεδρος δέχτηκε την προσφορά του άντρα, ελπίζοντας ότι δεν είχε κάνει κάποιο τραγικό λάθος. «Θα τα πούμε αύριο, λοιπόν», είπε ο άντρας και στράφηκε για να φύγει. «Περίμενε!», του φώναξε ο πρόεδρος. «Πώς να είμαστε σίγουροι ότι μπορούμε να σε εμπιστευτούμε;» Ένα μυστηριώδες χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη του άγνωστου άντρα. «Ποτέ δεν καλαμπουρίζω όταν πρόκειται για την επιβίωση ενός χωριού». Ήταν τα τελευταία του λόγια και μετά βγήκε από την πόρτα και εξαφανίστηκε. Κάποια κλάματα γυναικών ακούστηκαν μέσα στο δωμάτιο κι ο πρόεδρος, με χαρά, συνειδητοποίησε ότι ήταν κλάματα ελπίδας. Τελικά, ένιωσε ικανοποιημένος με την απόφασή του. Εκείνο το βράδυ πέρασε. Το επικίνδυνο βράδυ. Το βράδυ που αναμενόταν το αιματοκύλισμα στο χωριό. Αλλά τίποτα τέτοιο δεν συνέβη. Πολλοί ανέφεραν ότι ακούστηκαν ουρλιαχτά και κραυγές, μαζί με πυροβολισμούς, τις βραδινές ώρες. Μια άγρια μάχη έλαβε χώρα έξω απ’ το χωριό. Όπως έδειχναν τα πράγματα ο άγνωστος είχε κρατήσει την υπόσχεσή του. Έτσι έπρεπε να κρατήσουν κι εκείνοι τη δική τους. Το βράδυ της επόμενης μέρας έφτασε και πολλοί κάτοικοι είχαν μαζευτεί στο ίδιο δωμάτιο, καταχαρούμενοι και όλο γέλια. Ποιος θα το φανταζόταν αυτό; Μια τόσο μεγάλη αλλαγή μέσα σε μόνο μία μέρα. Όλοι περίμεναν τον άγνωστο να φανεί για να τον ευχαριστήσουν με όποιον τρόπο μπορούσαν που τους έσωσε από τον βέβαιο θάνατο. Κι όταν η πόρτα άνοιξε, με τον ίδιο ξαφνικό τρόπο που συνέβη και το προηγούμενο βράδυ, όλοι ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και επευφημίες. Ο άγνωστος άντρας τους κοιτούσε και χαμογελούσε. «Ήρθα μόνο για να εισπράξω την αμοιβή μου», είπε και πάλι η φωνή του ακούστηκε καθάρια μέσα στον χώρο. Ο πρόεδρος τον πλησίασε με τα χέρια του ανοιχτά, σαν να ήθελε να τον κλείσει στην αγκαλιά του, πράγμα που δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα. «Πες μας, καλέ μας άνθρωπε, σωτήρα μας, τι είναι αυτό που επιθυμείς και θα το έχεις» «Θέλω όλα τα παιδιά του χωριού, από πέντε έως δέκα ετών… νεκρά» Σιωπή. Ακινησία. Φόβος. Ένα τρεμάμενο γέλιο ακούστηκε από την μεριά του προέδρου, του οποίου τα χέρια είχαν κρεμάσει στα πλευρά του. «Νομίζω ότι ο φίλος μας αστειεύεται», είπε, αλλά η φωνή του δεν είχε καθόλου σιγουριά. Ο άγνωστος του έριξε ένα άγριο βλέμμα. «Δεν αστειεύομαι ποτέ όταν μιλάω για νεκρά παιδιά». Η σοβαρότητα και η σταθερότητα της φωνής του ήταν τρομακτική. Είσαι τρελός, ακούστηκε μια αντρική φωνή μέσα από το πλήθος, Είσαι ανώμαλος, συμπλήρωσε μια άλλη, γυναικεία. «Μισό λεπτό, μισό λεπτό», είπε ο πρόεδρος προσπαθώντας να διατηρήσει μια ηρεμία, τόσο στο χώρο, όσο και τη δική του. «Νομίζω ότι έχει γίνει μια παρεξήγηση», αυτήν τη φορά απευθυνόταν στον άγνωστο, «δεν περιμέναμε να ζητήσεις κάτι τέτοιο, κι όπως καταλαβαίνεις, αυτό είναι αδύνατο να το πάρεις». Ο πρόεδρος ήταν πλέον βέβαιος ότι είχε μπροστά του έναν τρελό, αλλά όπως είχε φανεί, επικίνδυνα τρελό. Πιο επικίνδυνο ακόμη κι από αυτό που είχαν να αντιμετωπίσουν χθες. «Το υποσχεθήκατε», είπε ο άγνωστος. «Ναι, αλλά όπως σου είπα, αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να γίνει». Ο πρόεδρος έψαχνε λόγια να βρει για να ξεφύγει από αυτήν την τόσο περίεργη κι ανόσια συνομιλία που είχε. Ένιωθε πως σιγά-σιγά οι συγχωριανοί του εξεγείρονταν και δεν ήθελε να φτάσουν στο σημείο όπου θα γινόταν κάποια φασαρία. Δεν ήξερε ποιους μπορεί να είχε στα νώτα του εκείνος ο άντρας. «Εγώ θα πάρω αυτό για το οποίο ήρθα», ο τόνος στη φωνή του ήταν οριστικός. Ο πρόεδρος είχε αρχίσει να οργίζεται κι αυτός. Ως πού θα πήγαινε αυτό; Τι είδους παιχνίδι έπαιζε; Σκέφτηκε πως ίσως θα ήταν καλύτερο να έπαιζε όπως κι εκείνος. Στάθηκε στητός μπροστά του και κοιτώντας τον μέσα στα μάτια του είπε: «Αλλιώς;» Ένας άντρας εκσφενδονίστηκε μέσα από τον συγκεντρωμένο κόσμο και βρέθηκε να αιωρείται ένα μέτρο πάνω από τα κεφάλια όλων. Τα χέρια και τα πόδια του πάλευαν στον αέρα, μη ξέροντας τι να κάνει. «Τι συμβαίνει;», φώναζε, «Κατεβάστε με κάτω!». Πολλές φωνές ανησυχίας άρχισαν να διαχέονται στην αίθουσα. Μέσα σε μια στιγμιαία λάμψη, τα ρούχα του άντρα άρπαξαν φωτιά. Σε μερικά δευτερόλεπτα είχαν γίνει όλα στάχτη και καπνός, αφήνοντας τον γυμνό και με το σώμα γεμάτο εγκαύματα, να ουρλιάζει από τον πόνο. Μαζί με τα δικά του ουρλιαχτά ενώθηκαν κι άλλα από τους ανθρώπους από κάτω του. Και τότε άρχισε η φρίκη. Σε όλο το σώμα του αιρούμενου άντρα άρχισαν να εμφανίζονται τομές, που σιγά-σιγά φάρδαιναν, βάθαιναν και επιμηκύνονταν. Από τα πόδια ως το κεφάλι οι τομές απλώνονταν κι ενώνονταν μεταξύ τους, καλύπτοντας όλο του το δέρμα, σαν ένα φρικιαστικό παζλ. Ο άντρας σφάδαζε από τον πόνο. Οι φωνές του κάλυπταν τις φωνές όλων. Κι όπως τίναζε χέρια και πόδια, προσπαθώντας να γλιτώσει από τον πόνο, ένα κομμάτι δερματικού ιστού ξεκόλλησε και πετάχτηκε μέσα στο πλήθος. Τα ουρλιαχτά και οι κραυγές πολλαπλασιάστηκαν κι έγιναν ακόμη πιο έντονα όταν περισσότερα κομμάτια του δέρματος του άντρα άφηναν το κορμί του κι έπεφταν πάνω στους ανθρώπους. Κι έπεφταν κι όλο έπεφταν, αποκαλύπτοντας όλο και περισσότερη από την σάρκα του άντρα, που έλαμπε κατακόκκινη κάτω απ’ το δέρμα του. Μέσα σε λίγα λεπτά δεν είχε μείνει ίχνος δέρματος πάνω στον άντρα. Ό,τι φαινόταν ήταν μύες και τένοντες και κόκαλα, και αίματα που έσταζαν από παντού. Το πιο φρικτό απ’ όλα ήταν το κεφάλι του, έτσι γυμνό που ήταν. Μάτια ολοστρόγγυλα μέσα στις κόγχες, θαρρείς και ήταν έτοιμα να πέσουν. Μύτη ανύπαρκτη, παρά μόνο μια τρύπα να χάσκει κενή. Δυο σιαγόνες γεμάτες δόντια, ακάλυπτες από κάθε είδους μάγουλων και χειλιών. Αλλά ο άντρας ήταν ακόμα ζωντανός. Δεν κουνούσε πλέον τα χέρια και τα πόδια του, μόνο το στόμα του κουνιόταν και μόνο άναρθρες κραυγές, χωρίς καθόλου δύναμη, ακούγονταν. Τα ουρλιαχτά από κάτω είχαν δώσει την θέση τους στον απόλυτο πανικό. Γυναίκες έπεφταν λιπόθυμες, πολλοί ξερνούσαν από δω κι από κει, άλλοι έτρεχαν να ξεφύγουν βρίσκοντας μόνο σφαλισμένα παράθυρα και πόρτες που, από κάποια ανώτερη δύναμη, ήταν αδύνατο να παραβιαστούν. Το μαρτύριο του άντρα δεν είχε τελειώσει με το ξεγύμνωμα από το δέρμα του. Μία-μία οι κλειδώσεις του άρχισαν να περιστρέφονται. Πρώτα ο αστράγαλος του αριστερού ποδιού άρχισε να στρίβει και να φτάνει σε γωνίες που ήταν αταίριαστες. Ήχοι σπασίματος κοκάλων και κοψίματος τενόντων ακούγονταν. Και τα δάχτυλα του ποδιού του άντρα βρέθηκαν να κοιτάνε προς τα πίσω. Μετά είχε σειρά το γόνατο, που έκανε κι αυτό μισή περιστροφή. Και μετά ολόκληρος ο μηρός. Το ίδιο επαναλήφθηκε και με το δεξί πόδι. Κατόπιν, οι περιστροφές ανέβηκαν στα χέρια. Καρποί, αγκώνες και ώμοι συστράφηκαν, εξαρθρώθηκαν και έσπασαν. Και μόνο τότε ο άντρας απελευθερώθηκε από τα αόρατα δεσμά του κι έπεσε, σαν ένα κομμάτι κρέας, στο έδαφος. Όπως είδαν μερικοί, ο άντρας δεν είχε πεθάνει ακόμα. Η φωνή του αγνώστου ακούστηκε ξανά, καθαρή και στεντόρεια. «Αλλιώς, αυτό, σε όλους σας», είπε και σταμάτησε, δίνοντάς τους χρόνο να το σκεφτούν. «Όλα τα παιδιά του χωριού, από πέντε έως δέκα ετών, νεκρά», επανέλαβε την αρχική του επιθυμία. «Έχετε τρεις μέρες καιρό. Και μην τολμήσετε να προσπαθήσετε να το σκάσετε, γιατί θα σας περιμένω». Και λέγοντας αυτά γύρισε την πλάτη του κι έφυγε. Ο τρόμος που επικράτησε ήταν απερίγραπτος. Όλοι έτρεξαν κι έπεσαν πάνω στις πόρτες για βγουν από κείνη την ρυπαρή αίθουσα. Ξεχύθηκαν στους δρόμους, τρέχοντας σαν αλλόφρονες. Οι γονείς ήθελαν απεγνωσμένα να φτάσουν στα σπίτια τους για να δουν αν τα παιδιά τους είναι σώα και πάνω απ’ όλα να τα προστατέψουν. Κι εκείνο το βράδυ ήταν το πιο τρομακτικό από οποιοδήποτε άλλο, στην ιστορία του χωριού. Το κλίμα της επόμενης ημέρας ήταν πολύ βαρύ και πολλών ειδών συναισθήματα και σκέψεις πλανιόνταν στον αέρα. Φυσικά, κανείς δεν προσπάθησε να το σκάσει. Αλλά όλοι, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, σκέφτηκαν τα παιδιά. Οι γονείς τι μπορούσαν να κάνουν για να κρατήσουν τα παιδιά τους ασφαλή. Οι υπόλοιποι, όσοι δεν είχαν παιδιά ή τα παιδιά τους δεν ήταν μέσα στα όρια που έθεσε ο δαίμονας (επειδή στα μυαλά όλων, μόνο δαίμονας θα μπορούσε να είναι), πώς θα έκαναν τους άλλους να θυσιάσουν τα παιδιά τους για την ασφάλεια όλων των υπολοίπων. Μέσα σε λίγες ώρες είχε δημιουργηθεί κι ένα κίνημα που σιγά-σιγά αύξανε σε αριθμό πιστών. Αυτό που έκραζαν χωρίς ντροπή και χωρίς ενοχές ήταν ότι αν από την επόμενη μέρα οι γονείς δεν σκότωναν τα παιδιά τους, τότε θα έμπαιναν οι ίδιοι σε κάθε σπίτι και θα το έκαναν μόνοι τους. Και δεν θα ήταν καθόλου ευγενικοί. Παραπάνω από το μισό χωριό είχε ενταχθεί στην ομάδα εκείνη μέχρι το βράδυ. Κι όλοι έμειναν ξάγρυπνοι περιμένοντας το ξημέρωμα. Μόλις χάραξε μια γυναίκα έκανε την εμφάνισή της μέσα από ένα σοκάκι του χωριού. Στα χέρια της κρατούσε ένα άψυχο αγοράκι που τα χέρια και πόδια του κρέμονταν ασάλευτα. Τα μάτια της γυναίκας ήταν γεμάτα δάκρυα, τα χείλη της έτρεμαν και λυγμοί έπνιγαν συνεχώς την αναπνοή της. Με αργά βήματα περπάτησε ως την πλατεία, στο κέντρο του χωριού κι εκεί απόθεσε το κορμί του παιδιού της. Και μετά έφυγε, δίχως να ρίξει βλέμμα πίσω της. Ήταν η σπίθα που άναψε την φωτιά. Μετά από λίγο κι άλλοι γονείς εμφανίστηκαν κρατώντας άψυχα κορμάκια στις αγκαλιές τους και κλαίγοντας για την αδικία με την οποία τους χτύπησε η ζωή. Μέχρι να βραδιάσει, ο αριθμός των νεκρών παιδιών έφτασε κοντά στο εβδομήντα και μέχρι να ξημερώσει είχε ξεπεράσει το εκατό. Λίγοι «άπιστοι» είχαν απομείνει, αλλά καθώς περνούσαν οι ώρες έβαζαν κι εκείνοι μυαλό και κατέφευγαν στην ύστατη λύση. Και το βράδυ της τρίτης νύχτας όλοι έμειναν στα σπίτια και στα κρεβάτια τους, σφίγγοντας ο ένας τον άλλο, δαγκώνοντας μαξιλάρια, κλαίγοντας μέσα σε σεντόνια, μη θέλοντας να είναι εκεί έξω και δουν τι θα έκανε ο δαίμονας με τα παιδιά, τα παιδιά τους. Το πρωί, μια απαίσια έκπληξη τους περίμενε. Στο κέντρο του χωριού την θέση της πλατείας είχε πάρει μια τεράστια παιδική χαρά, περιτριγυρισμένη από πανύψηλα χοντρά κάγκελα. Και μέσα από τα κάγκελα όλα τα παιδιά που το προηγούμενο βράδυ ήταν νεκρά, έτρεχαν κι έπαιζαν χαρούμενα. Οι κάτοικοι του χωριού άρχισαν να συρρέουν γύρω από εκείνο το περίεργο κατασκεύασμα που ξεφύτρωσε εκεί μέσα σε μια νύχτα. Μια γυναίκα αναγνώρισε την κόρη της κι αμέσως έτρεξε προς την πόρτα, την άνοιξε και μπήκε μέσα. Όλοι οι υπόλοιποι είδαν, έντρομοι, όλα τα μέρη της που δεν ήταν καλυμμένα από ρούχα να χάνουν τη σάρκα τους και να μένει μόνο ο σκελετός. Όταν η γυναίκα-σκελετός πλησίασε την κόρη της και τα υπόλοιπα παιδιά είδε τα χαρακτηριστικά τους να αλλάζουν και κατάλαβε το λάθος της. Άρχισε να τρέχει προς τα έξω αλλά τα παιδιά την είχαν πάρει στο κατόπι. Κάποιοι που στέκονταν κοντά στην πόρτα βιάστηκαν να την κλείσουν. Η γυναικά έπεσε πάνω στην πόρτα και πέρασε το πρόσωπό της μέσα από τα κάγκελα. Έκπληκτοι οι κάτοικοι του χωριού είδαν το πρόσωπό της να γίνεται και πάλι κανονικό, με τα μάτια της γεμάτα δάκρυα. «Σώστε με», είχε παρακαλέσει η γυναίκα, αλλά όλοι έκαναν πως δεν την άκουσαν. Τα τερατόμορφα παιδιά έπεσαν πάνω της κι άρχισαν να την κατασπαράζουν και να την διαμελίζουν. Και κανείς δεν ήξερε τι είδους άρρωστο παιχνίδι ήταν αυτό που τους είχε παίξει ο δαίμονας. Ο Κυριάκος δεν ήταν σίγουρος αν είχε κάνει καλά που έφαγε, επειδή τώρα ένιωθε πως ήταν έτοιμος να αδειάσει το στομάχι του. «Θεέ μου, αυτό ήταν πραγματικά απαίσιο», είπε ο Κυριάκος έχοντας μείνει εμβρόντητος από την αφήγηση της ιστορίας. «Αν δεν είχα δει όλα αυτά σήμερα το πρωί, δεν θα το πίστευα» «Κι όμως, είναι η μόνη αλήθεια», τον επιβεβαίωσε ο Αντώνης. «Είπες πως κανείς δεν μπορεί να φύγει από εδώ. Τι εννοούσες μ’ αυτό;», ρώτησε ο Κυριάκος. «Μετά από εκείνο το περιστατικό πολλοί ήταν εκείνοι που θέλησαν να φύγουν. Κάποιοι το έκαναν, αλλά μετά από καναδυό μέρες τους επέστρεψαν πίσω νεκρούς, από αμφίβολα αίτια» «Απίστευτο», ψέλλισε ο Κυριάκος. «Σ’ το είπα, φίλε μου, αυτό το μέρος είναι καταραμένο. Όλοι μας, γεννηθήκαμε και θα πεθάνουμε εδώ» «Μα καλά, ακόμη και τα παιδιά που γεννήθηκαν μετά από εκείνο περιστατικό κινδυνεύουν;» «Αν ήσουν στην θέση μου θα το διακινδύνευες;», ρώτησε όλο νόημα ο Αντώνης. Ο Κυριάκος κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι του. «Προσπαθήσατε να καλύψετε την παιδική χαρά, ώστε να μην φαίνεται;» «Ναι, το έχουμε κάνει και αυτό, πριν πολλά χρόνια. Δυο άτομα είχαν καταπιαστεί μ’ αυτήν τη δουλειά. Το επόμενο πρωί ό,τι είχαν φτιάξει βρέθηκε γκρεμισμένο κι από τους δυο τους, ο ένας πνίγηκε από το φαγητό και πέθανε κι ο άλλος τυφλώθηκε, χωρίς προφανή λόγο. Οι προσπάθειες σταμάτησαν εκεί, φυσικά» «Καταλαβαίνω» «Μια φορά είχε έρθει κι ένας μοναχός από το μοναστήρι της Παναγίας της Γουμένισσας. Ο άνθρωπος ήταν σχεδόν άγιος. Πίστευε ότι μπορούσε να ελευθερώσει τις ψυχές των αδικοχαμένων παιδιών. Έμεινε όλο το βράδυ πεσμένος στα γόνατα, μπροστά από την είσοδο της παιδικής χαράς, ψέλνοντας ύμνους και λέγοντας προσευχές. Το πρωί τον βρήκαν ξαπλωμένο στο έδαφος. Το σώμα του έτρεμε από σπασμούς και από το στόμα του έτρεχαν αφροί. Τελικά τον κλείσανε σε τρελοκομείο» Ο Κυριάκος δεν είπε κουβέντα, απλά καθόταν σκεφτικός. Όλα αυτά του είχανε πέσει πολύ βαριά και το χειρότερο απ’ όλα ήταν πως ήταν άκρως αληθινά. Κοίταξε το ρολόι του και κατάλαβε ότι η ώρα είχε περάσει. «Πρέπει να φύγω», είπε στον Αντώνη. «Θέλω να φτάσω στο αυτοκίνητό μου πριν νυχτώσει και είναι αρκετά μακριά από εδώ. Σ’ ευχαριστώ πολύ που μοιράστηκες το φαγητό σου μαζί μου, καθώς και την συγκλονιστική ιστορία του τόπου σου» Και οι δυο άντρες σηκώθηκαν και δώσανε τα χέρια. «Η ευχαρίστηση είναι όλη δική μου. Άλλωστε μην ξεχνάς ότι με έσωσες σήμερα. Αυτό ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω» Βγήκαν από το σπίτι και ο Αντώνης προχώρησε λίγα μέτρα δίπλα στον Κυριάκο. «Θα έλεγα “εις το επανιδείν” αλλά δε νομίζω να θέλεις να επιστρέψεις εδώ μετά από αυτά. Κι εγώ δεν υπάρχει περίπτωση να φύγω. Οπότε, αντίο» «Αντίο», είπε κι ο Κυριάκος κι από εκεί συνέχισε μόνος του τον δρόμο μέχρι το αυτοκίνητο. Του πήρε περίπου μια ώρα μέχρι να φτάσει εκεί, αλλά έφτασε προτού βραδιάσει. Μπήκε μέσα, όμως δεν έβαλε μπροστά, απλά κάθισε και περίμενε. Ώσπου βράδιασε. Κι αφού βράδιασε, περίμενε κι άλλο. Η ώρα ήταν σχεδόν δύο και μισή όταν άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Πήγε πίσω από το αυτοκίνητο και άνοιξε το πορτμπαγκάζ. Έβγαλε από κει μέσα μια μεγάλη κρεμαστή τσάντα, την φόρεσε στους ώμους και πήρε πάλι τον δρόμο για το χωριό. Το σκοτάδι ήταν βαθύ και ο ουρανός αφέγγαρος, κάτι που έκανε πολύ δύσκολο το να ακολουθήσει τον δρόμο που δεν υπήρχε. Δεν ήθελε να χρησιμοποιήσει κάποιο φακό για να μη γίνει αντιληπτή η παρουσία του. Έτσι, συνέχισε να περπατάει με αργά βήματα ώστε να μη χάσει το μονοπάτι. Όταν έφτασε στο χωριό η ώρα ήταν λίγο πριν τις τέσσερις το πρωί. Η έλλειψη ηλεκτρικού ρεύματος εξυπηρετούσε τον σκοπό του, καθώς τα πάντα ήταν καλυμμένα από ένα πυκνό σκοτάδι. Με ελαφριά βήματα έφτασε μέχρι την είσοδο της παιδικής χαράς. Δεν μπορούσε να δει κάποιο από τα παιδιά, αλλά ήξερε ότι ήταν εκεί και περίμεναν. Ίσως, εκείνο το αγοράκι και το κοριτσάκι που τον κοίταζαν το πρωί να είχαν καταλάβει από τότε τον σκοπό του. Με τα χέρια του έπιασε δύο διπλανά κάγκελα. Είδε το μέρος των δαχτύλων του που βρισκόταν στο εσωτερικό της παιδικής χαράς να μετατρέπεται σε σκέτο οστό. Αλλά εκτός από την αλλαγή στην όψη δεν ένιωθε κάποια άλλη διαφορά. Τεντώθηκε για να πιάσει τα κάγκελα ψηλότερα και μετά τράβηξε τον εαυτό του προς τα πάνω. Πιάστηκε με τα πόδια που κάπου ένα μέτρο πάνω από το έδαφος κι ύστερα τεντώθηκε πάλι για να συνεχίσει την ανάβαση. Το βρήκε πολύ χρήσιμο που είχε κρατήσει την φυσική του κατάσταση σε τόσο καλό επίπεδο. Ακόμη και με το βάρος στην πλάτη του μπορούσε να ανεβεί πολύ εύκολα. Όταν έφτασε στην κορυφή της πόρτας πέρασε το σώμα του από μέσα και παρατήρησε τα μέλη του που άλλαζαν σε οστέινα. Καμιά άλλη αλλαγή στην αίσθηση, πάλι. Πιάστηκε από ένα κάγκελο και αφέθηκε να συρθεί αργά ως το έδαφος. Όταν πάτησε κάτω και κοίταξε τον εαυτό του, με έκπληξη, διαπίστωσε ότι δεν έβλεπε μόνο τα κόκαλά του, αλλά τα μέλη του, όπως έπρεπε να είναι. Σχεδόν αμέσως άρχισε να τον καταλαμβάνει το μιαρό κλίμα της καταραμένης παιδικής χαράς. Άρχισε να κρυώνει, και το δέρμα του μυρμήγκιασε και ανατρίχιασε. Ανέπνεε με δυσκολία, σαν ο αέρας να είχε μετατραπεί σε κάτι παχύρευστο. Τα μάτια του έτσουζαν και η όρασή του θόλωσε. Στο στόμα του απλώθηκε μια πικρή γεύση που τον έκανε να θέλει να ξεράσει. Περισσότερο ένιωσε παρά είδε τις κινήσεις που γίνονταν γύρω του. Κοντά ποδαράκια μετέφεραν τα τερατόμορφα παιδιά όλο και πιο κοντά του. Τα ένιωθε να τρέχουν προς το μέρος του και σύντομα άκουσε τα βήματά τους. Ήταν τρομοκρατημένος, αλλά οι κινήσεις του έπρεπε να είναι ακριβείς και σίγουρες. Έβγαλε την τσάντα από τους ώμους του και την απίθωσε στο έδαφος. Έσκυψε για να την ανοίξει και διαπίστωσε ότι τα χέρια του έτρεμαν. Όχι τώρα, σκεφτόταν, όχι τώρα, είσαι τόσο κοντά. Προσπάθησε να πάρει μια βαθιά ανάσα για να ηρεμίσει, αλλά η μύτη του μπούκωσε από τον πυκνό αέρα της παιδικής χαράς. Σκατά, έπιασε το φερμουάρ και το τράβηξε, και η τσάντα άνοιξε. Η ανακούφισή του ήταν τεράστια. Μέσα στο αμυδρό, τεφρώδες φως μπορούσε να δει τα παιδάκια που κατέφθαναν τρέχοντας. Τα ολόμαύρα, κενά τους μάτια σε συνδυασμό με το σκοτάδι, τον έκαναν να νιώθει ότι μπορούσε να δει από μέσα τους. Είχαν όλα τα στόματά τους ανοιχτά, δείχνοντάς του τα απειλητικά, μυτερά τους δόντια. Πάνω από εκατό τερατάκια έτρεχαν προς το μέρος του. Γεμάτος αποφασιστικότητα άρπαξε με το χέρι του αυτό που είχε μες στην τσάντα και το έβγαλε έξω από τα κάγκελα, κρατώντας το ταυτόχρονα ψηλά, σε σημείο που να μπορούν να το δουν τα παιδάκια-τέρατα, αλλά να μην το φτάνουν. Διαπίστωσε ότι όταν το χέρι του ήταν στην έξω πλευρά, φαινόταν ξανά οστέινο. Τα τερατόμορφα παιδιά έφτασαν σε απόσταση δυο μέτρων από εκείνον, αλλά μόλις είδαν τι κρατούσε στα χέρια του σταμάτησαν, όλα ταυτόχρονα, σαν να ήταν συνεννοημένα. Τον είχαν κυκλώσει αφήνοντας μόνο ένα ημικύκλιο ακτίνας δυο μέτρων κενό. Τον κοιτούσαν με τα άδεια βλέμματά τους, περιμένοντας την επόμενη κίνησή του. Τα κοιτούσε κι εκείνος. Μάτια που μέσα τους υπήρχε μια άβυσσος, πρόσωπα σακατεμένα από αμυχές και εκδορές, αλλά, κατά τα άλλα, όλα μικρά παιδιά. Τόσο φρικτά, τόσο αηδιαστικά. Απλώνονταν γύρω του, μέχρι εκεί που μπορούσε να δει μέσα στο ελάχιστο φως, κι ήταν σίγουρος πως υπήρχαν κι άλλα κρυμμένα στο σκοτάδι. Κι όμως, είχε έναν πολύ σοβαρό λόγο για να βρίσκεται εκεί. «Μπορώ να σας ελευθερώσω», είπε, προσπαθώντας να διατηρήσει την φωνή του σταθερή. Στο χέρι του έσφιξε το μεγάλο κόφτη μετάλλων που κρατούσε. Αν μπορούσε να δει τους κόμπους των δαχτύλων του θα ήταν κάτασπροι. «Αλλά θέλω, πρώτα, να σας ζητήσω μια χάρη» Κοίταξε τα τρομακτικά πρόσωπά τους. Προσπάθησε να διακρίνει κάποιο σημάδι συναισθήματος. Τίποτα. Απλά στέκονταν εκεί και περίμεναν. «Θέλω να δω την αδερφή μου», είπε και η φωνή του έσπασε στις δυο τελευταίες λέξεις. Ένας λυγμός ανέβηκε στο λαιμό του. «Θέλω να δω την αδερφή μου για μια τελευταία φορά, σας παρακαλώ», το σπάσιμο στην φωνή του ήταν ακόμη πιο ευκρινές τώρα. Ένιωθε απαίσια που έπρεπε να παρακαλάει εκείνα τα φρικτά πλάσματα. Για λίγη ώρα δεν συνέβη τίποτα. Μετά από λίγο παρατήρησε μια κινητικότητα ανάμεσα στα παιδάκια, που από πίσω μεταφερόταν προς τα μπρος. Ένας στενός διάδρομος άνοιξε στο κέντρο των παιδιών κι ένα κορίτσι ήρθε και στάθηκε μπροστά του. Ήταν εκείνη, την είχε γνωρίσει. Παρά το πληγιασμένο προσωπάκι της, παρά τις αβύσσους που είχε για μάτια. Τα μαύρα μαλλάκια της έπεφταν ίσια κι άγγιζαν τους ώμους της κι εκείνο το ανοιχτό-ροζ φορεματάκι, ήταν το αγαπημένο της. Ας τελειώνουμε με αυτό, σκέφτηκε και τράβηξε τον κόφτη προς τα μέσα. Στράφηκε προς την πόρτα κι έβαλε την αλυσίδα μέσα στις σιαγόνες του κόφτη. Τον πίεσε με δύναμη και η αλυσίδα κόπηκε. Την ξετύλιξε από τα κάγκελα και μετά άνοιξε το μάνταλο της πόρτας. Την έσπρωξε κι εκείνη στράφηκε ομαλά και με ευκολία πάνω στους μεντεσέδες σαν να περίμενε από χρόνια αυτήν τη στιγμή. Ένιωσε τα μικρά τέρατα να ξεχύνονται. Περνούσαν από δίπλα του τρέχοντας κι απλώθηκαν στα στενά του χωριού. Του φαινόταν ότι ήταν μυριάδες έτσι που τον προσπερνούσαν χωρίς να έχουν τελειωμό. Κατά ομάδες, χώνονταν μέσα στα σπίτια και τότε άρχισαν και τα ουρλιαχτά. Όταν και το τελευταίο τερατάκι πέρασε από δίπλα του γύρισε προς το εσωτερικό της παιδικής χαράς. Νόμιζε ότι μόλις άνοιγε την πόρτα θα ήταν ο πρώτος που θα κατασπάραζαν, αλλά είχε κάνει λάθος. Τον είχαν αφήσει να ζήσει για κάποιον λόγο. Ακριβώς από πίσω του, εκεί που πίστευε ότι δεν θα υπήρχε τίποτα, στεκόταν η αδερφή του και τον κοίταζε. Το πρόσωπο της ήταν εκείνο που θυμόταν. Όμορφο και γλυκό, που έλαμπε κάτασπρο. Και τα ματάκια της, πράσινα σαν δυο μικρά σμαραγδάκια. Έπεσε στα γόνατα μπροστά της και ξέσπασε σε κλάματα. «Συγγνώμη», της είπε, «συγγνώμη. Εγώ φταίω για όλ’ αυτά. Εγώ είμαι η αιτία που τόσα χρόνια ταλαιπωρείσαι μ’ αυτόν τον απαίσιο τρόπο». Ποτάμια δακρύων έτρεχαν από τα μάτια του. Κοιτούσε μέσα στα δικά της ματάκια αλλά εκείνα τον κοιτούσαν δίχως ίχνος συναισθήματος. Της όφειλε, όμως, μια εξήγηση και θα της την έδινε, ακόμη κι αν ήταν μ’ αυτόν τον τρόπο. «Εκείνο το βράδυ, το βράδυ που πέθανες… το βράδυ που σε σκότωσαν, άκουσα τους γονείς μας να μιλάνε έξω από τα δωμάτιά μας. “Πρώτα τη μικρή” είχε πει η μαμά, “δεν θα κάνει πολλή φασαρία”. “Ναι”, είχε συμφωνήσει ο μπαμπάς, “και μετά σκοτώνουμε και τον μεγάλο”. Κι όταν κατάλαβα ότι θα έρχονταν και για μένα το ‘σκασα. Έφυγα, έτρεξα μακριά, μακριά απ’ το χωριό μέχρι που μου κόπηκε η ανάσα. »Με βρήκε κάποιος την επόμενη μέρα και με πήγε στην αστυνομία σ’ ένα άλλο χωριό κι εκεί είπα ψέματα. Είπα ψέματα για το όνομά μου, είπα ψέματα ότι οι γονείς μου με παράτησαν κι έφυγαν. Κι εκείνοι με κλείσανε σε ένα ορφανοτροφείο. Και μετά από καιρό μια καλή οικογένεια ήρθε και με πήρε, και με ανέθρεψε και με μεγάλωσε. Κι ενώ περνούσα καλά, βαθιά μέσα μου με πλήγωνε και με απομυζούσε το γεγονός ότι σε είχα εγκαταλείψει στα άσπλαχνα χέρια των γονιών μας. Γι’ αυτό, μετά από πολλά χρόνια επέστρεψα και τους σκότωσα. Τους σκότωσα στον ύπνο τους, όπως είχαν κάνει σε σένα… όπως θα έκαναν και σε μένα. Τους πλήρωσα με το ίδιο νόμισμα. »Φεύγοντας είδα αυτήν την παιδική χαρά, κάτι για το οποίο δεν είχα μνήμες και δεν ήξερα πώς είχε ξεφυτρώσει εκεί. Ήταν βράδυ και είδα μόνο την σφαλισμένη με αλυσίδα πόρτα. Και σήμερα, μετά από πολλά χρόνια, αποφάσισα να ‘ρθω να δω τι είναι αυτό το μέρος. Κι από τύχη έμαθα όλη την ιστορία και κατάλαβα ότι εγώ ήμουν η αιτία που ο δαίμονας τιμώρησε και καταράστηκε αυτό το μέρος. Επειδή ένα από τα παιδιά που ζήτησε ως αμοιβή είχε ξεφύγει, τιμώρησε τα υπόλοιπα, μαζί και τους κατοίκους, να ζουν μ’ αυτόν τον τρόπο. Για όλα φταίω εγώ. Αλλά να ξέρεις, δεν σταμάτησα στιγμή να σε σκέφτομαι και δεν σταμάτησα στιγμή να σ’ αγαπάω» Έπαψε να μιλάει. Τον είχε κουράσει το άκουσμα της ίδιας του της φωνής. Τα απόκοσμα ουρλιαχτά των κατοίκων του χωριού που έπεφταν στα χέρια των δολοφονημένων παιδιών αντηχούσαν στ’ αφτιά του. Δεν τον ένοιαζε που το προκάλεσε αυτό. Ίσως να τους άξιζε, ίσως πάλι όχι. Αυτόν τον ένοιαζε που είχε βρει ξανά την αδερφή του. Την κοίταξε έτσι πανέμορφη που στεκόταν μπροστά του και άνοιξε τα χέρια του για να την αγκαλιάσει. Και τότε η μορφή της άλλαξε πάλι, το προσωπάκι της σημαδεύτηκε, τα ματάκια της άδειασαν, τα δοντάκια της σάπισαν κι έτρεξε προς τα άλλα παιδάκια για να «παίξει» μαζί τους, αφήνοντάς τον μόνο. Ακούμπησε τα χέρια του στο έδαφος κι έτσι όπως ήταν πεσμένος στα τέσσερα άφησε για ακόμη μία φορά τα δάκρυά του να τρέξουν. Ο Αντώνης είχε δίκιο σ’ αυτό που είπε. Δεν ήταν καθόλου άνθρωποι. Ήταν τρομακτικά πλάσματα, φτιαγμένα από οργή, μίσος και θάνατο κι επειδή μπορούν, θα τους σκοτώσουν όλους. Κι εκείνος, έτσι καταρρακωμένος και καταραμένος που ήταν, ευχόταν μόνο ένα πράγμα. Να ήταν οι γονείς του ζωντανοί για να συμμετείχαν κι εκείνοι σ’ αυτό το παιχνίδι. ΤΕΛΟΣ Ορεστιάδα, 12 Σεπτεμβρίου 2010 Edited September 13, 2010 by Mesmer Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Drake Ramore Posted September 12, 2010 Share Posted September 12, 2010 Εδώ έχεις υλικό για ολόκληρο μυθιστόρημα! Καλή γραφή, ενδιαφέρουσα ιστορία, αλλά αρκετά αφηγηματικά κενά και επίσης αρκετά προβλήματα αληθοφάνειας. Αν εξαιρέσω τα σημεία που θέλουν δουλειά, η ιστορία σαν θέμα και σαν γραφή είναι πολύ καλή. Με κράτησε και για τις 6666 λέξεις της χωρίς να βαρεθώ ούτε στιγμή. Καλή δουλειά.Μπράβο! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Stanley Posted September 12, 2010 Share Posted September 12, 2010 (edited) Άγγελε,συγγνώμη...Μόλις άνοιξα το κείμενο μου το εμφάνιζε κωδικοποιημένα με κινέζικα συμβολάκια και νόμιζα ότι έκανες χούμορ! Edited September 12, 2010 by Stanley Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted September 12, 2010 Author Share Posted September 12, 2010 Άγγελε,συγγνώμη...Μόλις άνοιξα το κείμενο μου το εμφάνιζε κωδικοποιημένα με κινέζικα συμβολάκια και νόμιζα ότι έκανες χούμορ! Μακάρι να μπορούσα να γράψω μια ιστορία 6.000 λέξεων με κινέζικους χαρακτήρες Απόστολε, ευχαριστώ για το σχόλιο. Καταλαβαίνω τι εννοείς όταν λες αφηγηματικά κενά. Κι εγώ θα ήθελα να έγραφα κάποια κομμάτια διαφορετικά, ειδικά αυτά που αναφέρονται στην μυθολογία του χωριού. Θα προτιμούσα να τα έδινα μέσα από αφήγηση κι όχι από διαλόγους, επειδή έτσι φάνηκε σαν να δίνονται επιγραμματικά. Θα μεγάλωνε πολύ σε μέγεθος, βέβαια, αλλά είναι αυτό που λες, ότι υπάρχει υλικό για μυθιστόρημα. Όσο για την αληθοφάνεια, ε, λίγο-πολύ αυτού του είδους οι ιστορίες το έχουν και δυστυχώς η χρήση πραγματικών τοποθεσιών και ιστορικών αναφορών (όπως έκανα εγώ), ξεγελάει λίγο, αλλά δεν βοηθάει πολύ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Drake Ramore Posted September 13, 2010 Share Posted September 13, 2010 Αγγελέ, πραγματικά η ιδέα είναι εξαιρετική και αρκούντως τρομακτική (ακόμη και για φαν του είδους ...που είναι δύσκολο).Πιστεύω οτι μπορείς να παρακάμψεις τα προβλήματα αληθοφάνειας και τα κενά αν ανοίξεις ακόμη περισσότερο την ιστορία. Πιστεψε με, αξίζει να δουλέψεις πάνω σε αυτήν την ιδέα περισσότερο. Είναι φρέσκια, και δεν έχει χρησιμοποιηθεί πολύ στο παρελθόν. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tattoman Posted September 13, 2010 Share Posted September 13, 2010 Απλα Σαγινεφτικό!!!!!!!! Πορώθηκα πραγματικά! η καλύτερη ιστορία που έχω διαβάσει τον τελεφταίο καιρό! αγόρι μου η ιστορία σου είναι θάυμα!!!! απίστευτη έμπνευση.. Μπράβο Μπράβο και πάλι Μπράβο!!!!!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted September 13, 2010 Author Share Posted September 13, 2010 Απλα Σαγινεφτικό!!!!!!!! Πορώθηκα πραγματικά! η καλύτερη ιστορία που έχω διαβάσει τον τελεφταίο καιρό! αγόρι μου η ιστορία σου είναι θάυμα!!!! απίστευτη έμπνευση.. Μπράβο Μπράβο και πάλι Μπράβο!!!!!! Γιώργο, τι να πω... πολλά ευχαριστώ, για τα πολύ καλά σου λόγια. Σ' ευχαριστώ για τον χρόνο και το σχόλιο. Χάρηκα που σου άρεσε τόσο η ιστορία. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Drake Ramore Posted September 13, 2010 Share Posted September 13, 2010 Απλα Σαγινεφτικό!!!!!!!! Είσαι θεός! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tattoman Posted September 13, 2010 Share Posted September 13, 2010 Πραγματικά! ένιωσα μέσα μου κάθε συναίσθημα που απαιτούσε η σκηνή. Μου το μετέδωσες με απίστευτη επιτυχία. Εκεί που έπρεπε να τρομάξω και να ανατριχιάσω το πάθαινα. Εκεί που έπρεπε να συγκηνηθώ το πάθαινα.... Τα λόγια είναι περιτά για αυτήν την ιστορία. Και άμα την έβαζες στον διαγωνισμό θα την ψήφηζα (ακόμα και αν δεν έχω διαβάσει όλες τις ιστορίες) πρώτη αναμφήβολα. Μπράβο και πάλι! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Stanley Posted September 13, 2010 Share Posted September 13, 2010 Απλα Σαγινεφτικό!!!!!!!! Είσαι θεός! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Drake Ramore Posted September 13, 2010 Share Posted September 13, 2010 Το μιλήσαμε με τον Tatto. Φταίει κυρίως ο browser του που δεν έχει ορθογραφικό έλεγχο. Μόλις το φτιάξει τέτοια ορθογραφικά θα εξαφανιστούν. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Stanley Posted September 13, 2010 Share Posted September 13, 2010 Πάντως,το σαγινεφτικό είχε πολύ πλάκα,κάθεται και καλά στο μάτι!Ρε παιδιά,απλή είναι η λύση:google chrome!! Άγγελε,θα την διαβάσω κι εγώ την ιστορία σου,μόλις μπορέσω...;) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted September 13, 2010 Author Share Posted September 13, 2010 (edited) Να πω κι εγώ ότι μια αποκρυπτογράφηση το πέρασα το «σαγινεφτικό» Θα περιμένω σχόλια, Χρήστο, όποτε είσαι εύκαιρος, φυσικά. Edit: Γιώργο, έχασα τα δεύτερα εγκωμιαστικά σου σχόλια, που με κάνουν να νιώθω κάπως έτσι Και πάλι ευχαριστώ. Δυστυχώς, η ιστορία δεν ταιριάζει στον παρόντα διαγωνισμό, οπότε βάζω τα δυνατά μου με την άλλη. Edited September 13, 2010 by Mesmer Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Dark desire Posted September 18, 2010 Share Posted September 18, 2010 Απλα τελειο.... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Herc34es Posted September 22, 2010 Share Posted September 22, 2010 Γεια...μόλις διάβασα την ιστορία που έγραψες! Την διάβασα όλη για να εκφέρω γνώμη και μπορώ να πω ότι ήταν καλή... Αν και εμένα δεν μου αρέσουν ιστορίες τύπου καταραμένα μέρη, ψυχολογικού τρόμου κτλ γιατί δεν είναι ρεαλιστικά. Πάντως η ιστορία σου διαβάζεται. Α και δεν τρόμαξα καθόλου...μέχρι τώρα κανένα συγγραφικό έργο δεν με έχει τρομάξει. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Drake Ramore Posted September 22, 2010 Share Posted September 22, 2010 Αν και εμένα δεν μου αρέσουν ιστορίες τύπου καταραμένα μέρη, ψυχολογικού τρόμου κτλ γιατί δεν είναι ρεαλιστικά. Τι εννοείς "δεν είναι ρεαλιστικά"; Είναι παραδείγματος χάρη λιγότερο ρεαλιστικά απο ένα δάσος με ξωτικά και δράκους η απο ένα διαστημόπλοιο με άλιεν; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Herc34es Posted September 22, 2010 Share Posted September 22, 2010 Τι εννοείς "δεν είναι ρεαλιστικά"; Είναι παραδείγματος χάρη λιγότερο ρεαλιστικά απο ένα δάσος με ξωτικά και δράκους η απο ένα διαστημόπλοιο με άλιεν; Είναι το ίδιο μη ρεαλιστικά σαν τους δράκους και τα ξωτικά δλδ καταραμένα χωριά, μαγείες, δέμονες ψυχολογικά θρίλερ κτλ δεν μου αρέσουν...τώρα το διαστημόπλοιο με τα άλιεν το χάλασες λίγο...δεν ξέρουμε τι είδους εξωγηίνοι υπάρχουν εκεί έξω και προσωπικά δεν με καίει να μάθω αλλά όπως και να το κάνουμε εξωγηίνοι υπάρχουν, και φαντάσου να μοιάζουν με τα γνωστά άλιεν... Όταν εννοώ ρεαλιστικά εννοώ πραγματικότητα! Θέλω πραγματικότητα και όχι κάτι ψεύτικο (δεμονες καταρες κτλ κτλ). Ειδεμί επειδή είναι ψεύτικο δεν τρομάζω...περίπου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinMacXanthi Posted September 22, 2010 Share Posted September 22, 2010 Φαν του τρόμου στυλ Se7en κοινώς; ή όχι-φαν του τρόμου γενικά; (και καλωσόρισες κιόλας ) Α, να συμπληρώσω πως η φράση "μη ρεαλιστικά τύπου ψυχολογικός τρόμος" δεν ισχύει ακριβώς, γιατί ο ψυχολογικός τρόμος περιέχει απόλυτα ρεαλιστικές ιστορίες, και απόλυτα παρανόρμαλ ιστορίες. Φαντάζομαι όμως μιλάς για την δεύτερη περίπτωση. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Drake Ramore Posted September 22, 2010 Share Posted September 22, 2010 Τι εννοείς "δεν είναι ρεαλιστικά"; Είναι παραδείγματος χάρη λιγότερο ρεαλιστικά απο ένα δάσος με ξωτικά και δράκους η απο ένα διαστημόπλοιο με άλιεν; Είναι το ίδιο μη ρεαλιστικά σαν τους δράκους και τα ξωτικά δλδ καταραμένα χωριά, μαγείες, δέμονες ψυχολογικά θρίλερ κτλ δεν μου αρέσουν...τώρα το διαστημόπλοιο με τα άλιεν το χάλασες λίγο...δεν ξέρουμε τι είδους εξωγηίνοι υπάρχουν εκεί έξω και προσωπικά δεν με καίει να μάθω αλλά όπως και να το κάνουμε εξωγηίνοι υπάρχουν, και φαντάσου να μοιάζουν με τα γνωστά άλιεν... Όταν εννοώ ρεαλιστικά εννοώ πραγματικότητα! Θέλω πραγματικότητα και όχι κάτι ψεύτικο (δεμονες καταρες κτλ κτλ). Ειδεμί επειδή είναι ψεύτικο δεν τρομάζω...περίπου. Κοίταξε, όπως δεν ξέρουμε τι είδους εξωγήινοι υπάρχουν εκει έξω (όπως λες) , δεν ξέρουμε και τι δαίμονες υπάρχουν εκει έξω. Υποθέσεις κάνουμε. Αν καποιος αρέσκεται στο να πιστευει οτι υπάρχουν εξωγήινοι εκει έξω, αυτό δεν τους κάνει περισσότερο πραγματικούς απο τους δαίμονες που μπορεί να υπάρχουν εκει έξω. Το να αναφέρεις οτι "όπως και να το κάνουμε εξωγήινοι υπάρχουν" είναι στην ίδια λογική με το να λέει κάποιος οτι "όπως και να το κάνουμε δαίμονες υπάρχουν". Μάλιστα ο δεύτερος έχει και καμια δεκαριά θρησκείες απο πίσω για να υποστηρίξουν την γνώμη του. Τελοσπαντων, ήθελα να το διευκρινήσω γιατί η δήλωση "δεν μου αρέσουν γιατί δεν είναι ρεαλιστικά" είναι λίγο περίεργη σε ένα φόρουμ του φανταστικού, που σχεδόν όλη η θεματολογία του αντλείται απο μη ρεαλιστικές αναφορές (είτε αφορούν την συγγραφή, είτε την τηλεόραση και την μεγάλη οθόνη). Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinMacXanthi Posted September 22, 2010 Share Posted September 22, 2010 Όταν εννοώ ρεαλιστικά εννοώ πραγματικότητα! Θέλω πραγματικότητα και όχι κάτι ψεύτικο (δεμονες καταρες κτλ κτλ). Ειδεμί επειδή είναι ψεύτικο δεν τρομάζω...περίπου. Γι'αυτό λέω κι εγώ ότι ο τρόμος διαφέρει από την ΕΦ και την φάντασυ. Μπορείς να έχεις κείμενα για αναγνώστες σαν τον Herc που θέλουν ρεαλισμό (check) και άλλους που τον τραβάει τον Κθούλου και τον Παζούζου η καρδούλα τους. Απ'ότι κατάλαβα δηλαδή.Απ'όλα έχει ο μπαξές. (Τώρα αν έχουν τη δυνατότητα οι εξωγήινοι να καβαλάνε δίσκους και να έρχονται βόλτα στη Γη... ας μην το σχολιάσω.) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted September 22, 2010 Author Share Posted September 22, 2010 Καλημέρα, Ηρακλή. Ευχαριστώ για τον χρόνο και το σχόλιό σου. Επίσης, καλωσόρισες στο φόρουμ. Πάντως, το γεγονός ότι καμία ιστορία δεν σ' έχει τρομάξει, όπως λες, αλλά συνεχίζεις ακόμα να διαβάζεις τρόμο, σημαίνει ότι το ψάχνεις, που είναι καλό. Κάτι θα βρεθεί και για σένα. Για το θέμα του ρεαλισμού, όπως είπε και ο Απόστολος, όλοι όσοι διαβάζουν ή και γράφουν στο φόρουμ γνωρίζουν ότι οι ιστορίες, ως επί το πλείστον, είναι μακράν εκτός των ορίων του πραγματικού. Κι αν έπρεπε να τα παίρνουμε τοις μετρητοίς, το 99,9% των μελών θα έπρεπε να αρκεστεί στο να διαβάζει Άρλεκιν Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Drake Ramore Posted September 22, 2010 Share Posted September 22, 2010 Οκ, νομίζω οτι καταλαβαίνω που το πας Ντιν. Απλως για εμένα τα παραπάνω έργα ανήκουν αμιγώς στο κομμάτι των θρίλερ. Se7en, Silence of the lamps, Zodiac κλπ. Θρίλερ που κυρίως συνορεύουν με το αστυνομικό μυθιστόρημα μιας και συνήθως πρόκειται για "πειραγμένους" που τους κυνηγά κάποιος αστυνόμος. Στην ουσία πρόκειται για έργα που είναι η εξέλιξη των κλασικών του Κόναν Ντόυλ ή της Αγκάθα Κρίστι με Χολμς και Πουαρό αντίστοιχα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted September 28, 2010 Share Posted September 28, 2010 Πολύ καλή ιδέα που χαίρομαι που είχε ως μακρινή αφετηρία σκέψης το φτυάρι. Τιμή μου το όνομα -αν και θα ταυτιζόμουν περισσότερο με κανένα αρχιδάκι της παιδικής χαράς! Το υλικό σου λοιπόν είναι πολύ καλό κι η ιστορία όμορφη. Στα δυνατά σημεία μερικές φοβερές σκηνές όπως αυτή με το χέρι αλλά και ο δαίμονας με τις ατάκες του, ιδιαίτερα επικίνδυνο σημείο εδώ που τα λέμε. Εκτός από αυτά όμως, η διαχείριση του υλικού σου χωράει αρκετή βελτίωση. Καταρχάς ξεκινάς λίγο αμήχανα με πολλές επαναλήψεις λέξεων. Συνολικά το κείμενο χωράει ένα -10% οικονομία τουλάχιστον. Μετά, έτσι όπως παρουσιάζεις την πρώτη σκηνή δεν χτίζεις καθόλου το κλίμα κι έτσι αποδυναμώνεις την πρώτη, πανίσχυρη κατά τ' άλλα, γροθιά. Στη συνέχεια το πας κάπως καλύτερα, μέχρι την αποκάλυψη της ιστορίας που θέλει πολύ δουλειά και χάνει στο γεγονός πως δεν αναφέρει μια σκηνή έστω παιδοκτονίας. Αυτό θα μπορούσες βέβαια να το κρατήσεις -όπως κάνεις, καλή ιδέα αυτή- για το τέλος και να το περάσεις πιο ατμοσφαιρικά και με πιο καλή περιγραφή απ' όσο έχεις κάνει. Γενικά πιστεύω πως θέλει κι αυτό το σημείο λίγο χώρο παραπάνω, είναι αρκετά φρικαλέο. Το τέλος είναι καλό, αλλά το κομμάτι που εξηγεί ο τύπος, μπορεί να δοθεί και χωρίς διάλογο, ώστε να βάλεις περιγραφές. Πρακτικά θα πρότεινα τα εξής. -Συγκέντρωση στην οπτική του πρωταγωνιστή σ’ ολόκληρη την ιστορία ώστε να υπάρξει ταύτιση. Σταδιακή αποκάλυψη του φαινόμενου και σταδιακή ροή της πληροφορίας. -Συγκέντρωση στην οπτική του συνονόματου στην αφήγηση του παρελθόντος. Αν μπορείς μάλιστα να διαφοροποιήσεις και το ύφος, θα είναι πολύ καλό. Αυτά, μπράβο για την ιστορία σου, καλή συνέχεια! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted September 28, 2010 Author Share Posted September 28, 2010 Ευχαριστώ για τον χρόνο και το σχόλιό σου, Αντώνη. Χρειάζομαι τέτοιου είδους σχόλια εδώ, επειδή μου άρεσε η όλη ιδέα και θα ήθελα κάποια στιγμή να τη δουλέψω περισσότερο. Είναι αλήθεια πως στην παρούσα του μορφή, το κείμενο, μπορεί να δεχτεί μια μείωση 10%. Αλλά για να βάλω όλα τα άλλα που πολύ σωστά υποδεικνύεις, χρειάζεται μια μεγαλύτερη αύξηση, την οποία και θέλω. Ο λόγος που ήμουν φειδωλός στις περιγραφές είναι επειδή δεν ήθελα να γίνει πολύ μεγάλη η ιστορία, γιατί, κακά τα ψέματα, αν ήταν διπλάσια ή τριπλάσια σε μέγεθος, θα είχε πολύ λιγότερες αναγνώσεις, εδώ στο φόρουμ. Κάποια σημεία του κειμένου, όπως η σκηνή με τους δυο άντρες που θέλουν να καλύψουν την παιδική χαρά, και την σκηνή με τον μοναχό, θα ήθελα να τα δώσω μέσω αφήγησης. Θα είχε πιο πολύ ενδιαφέρον, πιστεύω, να βλέπαμε όλο το συμβάν, παρά μόνο να ακούμε για το γεγονός. Επίσης, θα ήθελα να προσθέσω κάποιες επιπλέον σκηνές που να αφορούν τη μυθολογία του χωριού και της παιδικής χαράς. Πχ πώς βρέθηκε η αλυσίδα τυλιγμένη στην πόρτα της, αφού αρχικά, όπως φάνηκε, δεν υπήρχε εκεί; Ποιος έχει τα κλειδιά, αν υπάρχουν; Θα μπορούσε να υπάρχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία πίσω απ' αυτό. Γενικά, χωράει πολλή δουλειά και συμμάζεμα γύρω-γύρω. Και πάλι ευχαριστώ. Καλό απόγευμα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Kafka Posted December 11, 2010 Share Posted December 11, 2010 Πολύ μου άρεσε η ιδέα σου με την τρομακτική παιδική χαρά, και ιδίως τα παραμορφωμένα παιδικά σώματα. Μου θύμησε λίγο και το παιχνίδι Sanitarium Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.