Jump to content

Η νύχτα της επιστροφής


lizbeth_covenant

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Λίνα

Είδος: Φαντασίας

Βία; Λιγάκι

Σεξ; Δυστυχώς όχι :Ρ

Αριθμός Λέξεων:3.495

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: Να ευχαριστήσω τους... Blind Guardian για την έμπνευση και την πολύτιμη βοήθεια!!!

 

 

Η νύχτα της επιστροφής.doc

 

 

Η νύχτα της επιστροφής

 

Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος εκείνο το πρωί και ένας παγωμένος άνεμος έκανε τα μάγουλα του άντρα να πονάνε και το κεφάλι του να βουίζει. Όμως στη θέα του χωριού που απλωνόταν μπροστά του, ένιωσε μεγάλη ευχαρίστηση. Πίεσε κι άλλο τα πόδια του στα πλευρά του αλόγου κι εκείνο έτρεξε αχόρταγα μέχρι την είσοδο του χωριού. Σύντομα βρέθηκαν σε έναν στάβλο, το άλογο χρειαζόταν τροφή και πολύ φροντίδα μετά από τέσσερις μέρες διαδρομής και ταλαιπωρίας. Και το αφεντικό του χρειαζόταν περισσότερες πληροφορίες για την αποστολή του.

 

Ο Ελμάντερ Όροζιλ, όπως ήταν το όνομα του ταξιδιώτη, κάθισε σε ένα παγκάκι έξω απ’ το στάβλο και άναψε την πίπα του. Το κρύο ήταν τσουχτερό, έτσι έσφιξε κι άλλο την κάπα πάνω στο κορμί του.

«Θα χιονίσει», του είπε με ένα στραβό χαμόγελο ο ιδιοκτήτης του στάβλου. Ήταν ένας κοντόχοντρος άντρας που κούτσαινε απ’ το δεξί πόδι. Μα ο Ελμάντερ δεν ενδιαφερόταν καθόλου για τον καιρό. Είχε σημαντικότερα θέματα να σκεφτεί.

«Έχω να σε ρωτήσω κάποια πράγματα», είπε χωρίς να χάσει χρόνο. «Είμαι απεσταλμένος του δούκα και θα ήθελα να με ενημερώσεις για έναν μικρό οικισμό που βρίσκεται εδώ κοντά. Ξέρεις τίποτα γι’ αυτό;».

«Σίγουρα εννοείς το δασοχώρι, φίλε μου», είπε ο άντρας κι ύστερα γέλασε με αστείο τρόπο. «Το φωνάζουμε έτσι γιατί είναι σ’ ένα ξέφωτο στο δάσος. Πρόκειται για το πολύ είκοσι σπίτια. Τι ζητάς να μάθεις;».

«Άκουσα ιστορίες για αυτό το μέρος. Κάποιοι από τα γύρω χωριά παραπονέθηκαν πως γίνονται τελετές μαγείας. Μα εγώ δεν πιστεύω σε τέτοιες ανοησίες», είπε αδιάφορα ο Ελμάντερ. «Πρέπει να ελέγξω αν γίνεται κάτι το παράνομο εκεί πέρα ή είναι απλά ιστορίες των γυναικών».

«Δεν ξέρω να σου πω αν είναι αλήθεια, μα έχω ακούσει τέτοιες ιστορίες», παραδέχτηκε ο άντρας. «Λένε πως μένουν μάγισσες σ’ εκείνο το μέρος».

«Και τι υποτίθεται πως κάνουν;». Ο κοντόχοντρος άντρας δίστασε για λίγο.

«Να… κάποιοι λένε πως οι μάγισσες κλέβουν μνήμες».

«Μνήμες;», έκανε κοροϊδευτικά ο Ελμάντερ και ρούφηξε λίγο καπνό.

«Υποστηρίζουν πως κάποια βράδια έρχονται μαύρες σκιές απ’ το δάσος και κλέβουν μνήμες των ανθρώπων. Δε θυμούνται τίποτα την άλλη μέρα και κυκλοφορούν σαν άδεια κουφάρια.», συνέχισε αμήχανα εκείνος, κοιτώντας μια τον Ελμάντερ και μια το δρόμο.

«Προβλέπω πως έκανα τόσο δρόμο άδικα μα δεν μπορώ να γυρίσω πίσω πριν κάνω μια επίσκεψη», είπε ο Ελμάντερ μιλώντας περισσότερο στον ίδιο του τον εαυτό.

«Είναι ένα χιλιόμετρο από την έξοδο του χωριού. Θα βρεις εύκολα το μονοπάτι. Μόνο που δεν έχει κανένα μέρος για να μείνεις».

«Δεν έχω σκοπό να σπαταλήσω πάνω από μερικές ώρες εκεί».

 

Ήταν φανερό πως η αποστολή δεν προκαλούσε κανένα ενδιαφέρον στον Ελμάντερ Όροζιλ. Στα λίγα χρόνια που βρισκόταν στην υπηρεσία του δούκα της επαρχίας Νόρντουμ, είχε αναλάβει πολλές αποστολές και είχε δει πολλά με τα μάτια του. Ληστές, δολοφόνοι, πόρνες, πολλοί άνθρωποι του υποκόσμου είχαν περάσει απ’ τα χέρια του. Όμως μάγοι και μάγισσες ποτέ. Η μαγεία είχε χαθεί πριν πολλά χρόνια και ο Ελμάντερ αμφέβαλλε αν υπήρξε ποτέ στ’ αλήθεια. Οι τέσσερις μέρες διαδρομής μέσα στο κρύο του χειμώνα, του φαίνονταν μεγάλη ταλαιπωρία για μια τέτοια υπόθεση και μόνο νεύρα του δημιουργούσε η κατάσταση.

«Φαντασιόπληκτοι χωριάτες», σκέφτηκε εκνευρισμένος.

 

Αφού καβάλησε και πάλι το άλογο του και πήρε τρόφιμα για την υπόλοιπη μέρα, τράβηξε προς το μονοπάτι που οδηγούσε βαθιά μέσα στο δάσος. Εκεί, το κρύο ήταν ανεκτό αν και ο ήχος του ανέμου που γλιστρούσε ανάμεσα απ’ τους κορμούς των δέντρων, τον ανατρίχιαζε. Δεν άργησε να αντικρίσει τα σπιτάκια του οικισμού στη μέση ενός μικρού ξέφωτου. Ο άντρας που συνάντησε νωρίτερα είχε απόλυτο δίκιο, δεν ήταν παραπάνω από είκοσι σπίτια.

«Τόση αναστάτωση για μερικά χαμόσπιτα», είπε μονολογώντας ο Ελμάντερ. Όταν πλησίασε αρκετά, κατέβηκε απ’ το άλογο και αφού το έδεσε σε ένα δέντρο, συνέχισε με τα πόδια.

 

Με μια πρώτη ματιά εκείνο το μέρος έμοιαζε ερημωμένο. Κανένας δεν κυκλοφορούσε ανάμεσα απ’ τα σπίτια. Οι αυλές, αν και περιποιημένες, ήταν άδειες. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία, που έκανε τα βήματά του στο χώμα να ακούγονται περισσότερο. Το μόνο που μαρτυρούσε πως το μέρος δεν ήταν εγκαταλελειμμένο ήταν ο καπνός που έβγαινε από τις καμινάδες των σπιτιών.

«Με συγχωρείτε! Είναι κανείς εδώ;», φώναξε ο Ελμάντερ μα δεν πήρε καμιά απάντηση. Με την άκρη του ματιού του έπιασε μόνο μερικές κινήσεις. Κάποιος έτρεξε στην πίσω αυλή ενός σπιτιού μα δεν πρόλαβε να δει το πρόσωπό του. Λίγο παρακάτω, μια γυναίκα τον κοιτούσε μέσα από ένα παράθυρο. Η έκφραση του προσώπου της δεν ήταν ιδιαίτερα φιλική και σύντομα έκλεισε την κουρτίνα και χάθηκε.

«Μα τι στο καλό συμβαίνει;», ψιθύρισε σαστισμένος ο νεαρός άντρας.

«Δε θέλουμε ξένους!», φώναξε μια γυναίκα από ένα σπίτι παραδίπλα, που σκούπιζε την αυλή της. Μα πριν προλάβει ο Ελμάντερ να πει το ποιηματάκι που είχε ετοιμάσει, η γυναίκα έτρεξε μέσα στο σπίτι της και έκλεισε την πόρτα με θόρυβο.

 

Στην αρχή ο Ελμάντερ δεν πίστευε πως συνέβαινε κάτι το περίεργο σ’ εκείνο το μέρος. Όμως μετά την ύποπτη συμπεριφορά των κατοίκων και το αφιλόξενο κλίμα που επικρατούσε, δεν μπορούσε παρά να σκεφτεί πως κάτι γινόταν εκεί πέρα. Ίσως όχι μαγείες και τέτοια παραμύθια, όμως αυτοί οι άνθρωποι κάτι έκρυβαν, το ήξερε.

«Τι γυρεύεις αγόρι;». Ο Ελμάντερ γύρισε ξαφνιασμένος, σχεδόν τρομαγμένος προς την πηγή της φωνής. Δεν περίμενε να του μιλήσει κάποιος απ’ αυτό το χωριό. Αντίκρισε έναν γέρο που καθόταν σε μια κουνιστή καρέκλα, στη μικρή του αυλή, ανάμεσα από πεσμένα φύλλα και κλαδιά. Ήταν τυλιγμένος με μια κουβέρτα.

«Είμαι περαστικός και πολύ κουρασμένος. Θα ήθελα ένα μέρος να ξαποστάσω. Είναι αδύνατο να συνεχίσω το δρόμο μου».

«Δεν μπορείς να μείνεις εδώ, λυπάμαι», του απάντησε ο γέρος. Είχε ένα φιλικό χαμόγελο που έκανε τον Ελμάντερ να πάρει θάρρος.

«Παρατήρησα πως δεν είμαι ευπρόσδεκτος εδώ πέρα», του απάντησε χαμογελώντας.

«Έτσι είναι. Δε συμπαθούν τους ξένους, ειδικά οι γυναίκες». Ο γέρος σήκωσε τους ώμους του στο τέλος της φράσης κι έπειτα γέλασε δυνατά. «Τις ξέρεις τώρα. Όλες ίδιες είναι». Κούνησε το χέρι του αδιάφορα, κάνοντας μια κίνηση σαν χαιρετισμό κι αφού σηκώθηκε από τη θέση του, μπήκε στο σπίτι.

 

Ο Ελμάντερ δεν είχε κάνει καμία πρόοδο στην έρευνά του. Μετά από αρκετή ώρα περιπλάνησης δεν είχε μάθει τίποτα σημαντικό για να λύσει το μυστήριο. Ο άνεμος που τον τύλιγε ήταν παγωμένος και αν υπολόγιζε σωστά, είχε περάσει το μεσημέρι και σε λίγο θα σκοτείνιαζε. Για μια στιγμή σκέφτηκε πως ίσως οι κάτοικοι να μη συμπαθούν τους ξένους γιατί η κοινωνία τους είναι κλειστή και τίποτα παραπάνω. Όμως κάτι μέσα του, του έλεγε να μην τα παρατήσει και να ψάξει περισσότερο αυτή την υπόθεση. Κάτι μέσα του τον προειδοποιούσε πως τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά.

 

Γεμάτος με μπερδεμένες σκέψεις και ανησυχία αποφάσισε να περάσει τη νύχτα στο προηγούμενο χωριό που συνάντησε και να επιστρέψει νωρίς το πρωί. Μα πριν αφήσει πίσω του εκείνο το μελαγχολικό μέρος, κάτι του τράβηξε την προσοχή. Στην αυλή ενός σπιτιού, μια γυναίκα ήταν γονατισμένη ανάμεσα απ’ τα χορτάρια κι μάζευε τα φύλλα με τα χέρια της. Απ’ το λιγοστό φως που περνούσε πλέον απ’ τα κλαδιά των δέντρων, ο Ελμάντερ κατάφερε να δει πως κατά μήκος του δεξιού της χεριού είχε ζωγραφισμένα περίεργα σύμβολα. Μα αυτό που μαγνήτισε το βλέμμα του ήταν το πρόσωπό της. Δεν του ήταν άγνωστο, όχι. Ήξερε καλά αυτό το πρόσωπο αν και είχε πολύ καιρό να το αντικρίσει.

«Βέλιαρ, εσύ είσαι;», ρώτησε έκπληκτος ο άντρας και πέρασε τον αυλόγυρο χωρίς να ρωτήσει. Η κοπέλα τον κοίταζε αποσβολωμένη.

«Ελμάντερ; Τι κάνεις; Πως βρέθηκες εδώ;», τον ρώτησε, με τρόμο θα έλεγε κανείς. Σηκώθηκε όρθια και ο άντρας τύλιξε τρυφερά τα χέρια της με τα δικά του.

«Είμαι περαστικός», είπε εκείνος, μπερδεμένος ακόμη απ’ την παρουσία της εκεί πέρα. «Πάνε χρόνια που έχω να σε δω. Δεν ήξερα ότι έφυγες απ’ την πρωτεύουσα. Είναι αστείο να σε βρίσκω εδώ!». Ένα χαμόγελο ενθουσιασμού και χαράς είχε χαραχτεί στο νεανικό του πρόσωπο. Μα η Βέλιαρ δεν ήταν το ίδιο χαρούμενη.

«Μένω εδώ και κάποιους μήνες σ’ αυτό το μέρος», του εξήγησε βιαστικά η κοπέλα ενώ κοιτούσε δεξιά κι αριστερά μήπως κάποιος τους βλέπει. «Ελμάντερ, δεν μπορείς να μείνεις άλλο εδώ, πρέπει να φύγεις τώρα. Δε γίνεται να μιλήσουμε περισσότερο».

«Γιατί τι συμβαίνει; Που έχεις μπλέξει; Έλα, πάμε μέσα να μιλήσουμε, τα χέρια σου είναι παγωμένα».

«Σε παρακαλώ, απλά φύγε από δω!», του είπε, χαμηλόφωνα αλλά με ένταση, εκείνη.

«Τι είναι αυτά;», τη ρώτησε ο άντρας, δείχνοντας τα σύμβολα που είχε στο χέρι της.

«Αυτά… είναι δικά μου τώρα πια», ψιθύρισε εκείνη και προσπάθησε να τα κρύψει με το σάλι που την τύλιγε.

Ξαφνικά μια γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας έτρεξε μέσα στην αυλή και αγκάλιασε στοργικά τη Βέλιαρ, παραμερίζοντας βίαια τον Ελμάντερ.

«Άφησέ την ήσυχη, παλιάνθρωπε!», του φώναξε γεμάτη απέχθεια.

«Η Βέλιαρ είναι…», ξεκίνησε να λέει μα δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του. Οι γυναίκες μπήκαν μέσα και του έκλεισαν την πόρτα στα μούτρα. «…φίλη μου», ψιθύρισε ολομόναχος.

 

Αυτό δεν μπορούσε να το αφήσει έτσι. Η ιστορία όσο προχωρούσε γινόταν όλο και πιο περίεργη. Μα με τη Βέλιαρ σ’ εκείνο το μέρος, το θέμα είχε γίνει προσωπικό. Την ήξερε από όταν και οι δύο ήταν παιδάκια και μεγάλωσαν μαζί, μιας και τα σπίτια τους ήταν δίπλα-δίπλα. Η Βέλιαρ ήταν ένα γλυκύτατο πλάσμα και ο Ελμάντερ από τότε που μπήκε στην υπηρεσία του δούκα και αναγκάστηκε να αφήσει πίσω τους φίλους του, πέρασε πολλά βράδια σκεπτόμενος τα καστανοκόκκινα μαλλιά της και τα πράσινα μάτια της. Μια περίεργη μοίρα τους ένωσε εκείνο το βράδυ ξανά.

 

Κρυμμένος κάτω απ’ το σκοτεινό πέπλο της νύχτας και με την μαύρη του κάπα τυλιγμένη πάνω του, έκανε τον κύκλο του σπιτιού με σκοπό να μπει μέσα. Βρήκε ένα δωμάτιο που ήταν άδειο και άνοιξε το παράθυρο όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Βρέθηκε στην κουζίνα του σπιτιού. Αφού σιγούρεψε πως κανείς δεν τον άκουσε, ακολούθησε το φως και τους ψιθύρους που άκουγε. Προχώρησε στο διάδρομο και σύντομα στεκόταν έξω απ’ το υπνοδωμάτιο της Βέλιαρ. Η κοπέλα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι και στο πλευρό της ήταν η άλλη γυναίκα. Ένα κερί έκαιγε στο κομοδίνο δίπλα τους.

«Δεν ήταν μόνο ο Ελμάντερ που με αναστάτωσε», άκουσε τη Βέλιαρ να λέει, ρουφώντας που και που τη μύτη της. «Τον τελευταίο καιρό δεν είμαι καλά. Ο ύπνος μου είναι γεμάτος με εφιάλτες, έχω παραισθήσεις. Φοβάμαι!».

«Είναι λογικό. Όλες μας είμαστε έτσι», την παρηγόρησε η γυναίκα. «Φταίει που πέρασαν χίλια χρόνια απ’ τον θάνατό του. Σύντομα όλα θα τελειώσουν καλή μου. Έμειναν μόνο μερικές ώρες».

«Οι τελευταίοι μήνες ήταν τόσο δύσκολοι», συνέχισε η Βέλιαρ καλύπτοντας το πρόσωπό της με τις παλάμες της. «Ειδικά οι σκιές με τρόμαζαν τόσο πολύ. Ίσως δεν είμαι ικανή για όλα αυτά. Ίσως δεν ανήκω εδώ. Μπορεί να κάνατε λάθος που με καλέσατε να ζήσω μαζί σας».

«Είναι αργά για να κάνεις πίσω. Απόψε θα αναστηθεί», της είπε χαϊδεύοντας τρυφερά το χέρι της. «Άλλωστε, αυτή η επιτυχία μας και τα σύμβολα στα χέρια σου, αποδεικνύουν πως είσαι μια από μας. Μην έχεις αμφιβολίες, γλυκιά μου και μη φοβάσαι. Κανείς δε θα σου κάνει κακό. Οι σκιές γεννιούνται για να τραβάνε τους ανθρώπους στο χωριό μας, όχι για να πειράξουν εσένα».

«Ναι φυσικά, το ξέρω. Απλά δεν έχω συνηθίσει ακόμη».

Ο Ελμάντερ, κολλημένος στον τοίχο του διαδρόμου, άκουγε τα πάντα σοκαρισμένος. Φαίνεται πως οι ιστορίες των κυράδων απ’ τα τριγύρω χωριά ήταν αλήθεια. Και η πραγματικότητα ξεπερνούσε κάθε παραμύθι. Έμεινε μέχρι που άκουσε αρκετά για να καταλάβει. Έπειτα έτρεξε ως το γραφείο της κοπέλας σε ένα διπλανό δωμάτιο. Βρήκε κάτι χαρτιά και σημειώσεις μέσα στα συρτάρια.

«Είναι νέα εδώ, υπήρχαν πολλά που έπρεπε να μάθει», σκέφτηκε ο άντρας και αφού διάβασε μερικά, τα πήρε βιαστικά μαζί του.

 

Συνδύασε τα πάντα στο μυαλό του. Σ’ εκείνο το χωριό στεγαζόταν μια ολόκληρη ομάδα γυναικών που εξασκούσε τη μαγεία. Άγνωστο από πού έμαθαν την τέχνη. Ξόρκια, τελετές, σκιές που ταξίδευαν ως τα διπλανά χωριά, ένας νεκρός που θα αναστηθεί, όλες αυτές οι πληροφορίες ενώνονταν σε μια θύελλα παρανοϊκών γεγονότων. Ο Ελμάντερ ζαλισμένος από όλα αυτά, βγήκε έξω από το σπίτι και παραμόνευε για να δει τι θα γινόταν στη συνέχεια. Πήρε μερικές βαθιές αναπνοές, προσπαθώντας να χωνέψει τα όσα έμαθε. Δεν ήταν σίγουρος αν όλα όσα προηγήθηκαν ήταν κάτι παραπάνω από ένα κακό όνειρο.

 

Το χωριό ήταν ακόμη βυθισμένο στην απόλυτη σιωπή, όταν μερικές ώρες αργότερα οι δύο γυναίκες βγήκαν επιτέλους από το σπίτι. Ο Ελμάντερ κρυμμένος πίσω από μερικούς θάμνους, παρακολουθούσε τα λόγια και τα βήματά τους.

«Αυτός ο άντρας μας άφησε ήσυχες επιτέλους», είπε η γυναίκα στη Βέλιαρ.

«Είμαι σίγουρη πως αύριο θα επιστρέψει», της απάντησε η κοπέλα. «Θα θέλει να με δει, ήμασταν καλοί φίλοι κάποτε».

«Δε χρειάζεται να ανησυχείς, είναι όλα υπό έλεγχο».

 

Οι δύο γυναίκες πήγαν ως μια μικρή, ξύλινη αποθηκούλα στο πίσω μέρος της αυλής και μπήκαν μέσα. Ο Ελμάντερ είχε γίνει η σκιά τους. Κρέμασαν το φαναράκι τους στον τοίχο κι έπειτα άνοιξαν μια καταπακτή στο δάπεδο. Ένα ζωηρό φως αναδυόταν. Τις άφησε να μπουν μέσα και να προχωρήσουν αρκετά πριν ακολουθήσει κι αυτός. Μέσα στην καταπακτή υπήρχε μια μικρή ξύλινη σκάλα που οδηγούσε σε μια υπόγεια στοά. Κατέβηκε αργά και φοβισμένα. Αναμμένοι δαυλοί ήταν τοποθετημένοι στον τοίχο και φώτιζαν το μονοπάτι. Οι τοίχοι ήταν φτιαγμένοι από πέτρα, κατάλαβε ο Ελμάντερ. Δεν είχε ιδέα που βρέθηκε, όμως δεν του άρεσε καθόλου. Η μυρωδιά εκεί μέσα τον ζάλιζε και η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική.

 

Μετά από καμιά εικοσαριά βήματα η στοά οδηγούσε σε μια μεγάλη, κυκλική αίθουσα. Ο Ελμάντερ παραμόνευε κρυμμένος όσο καλύτερα μπορούσε. Απ’ όσο καταλάβαινε πολλές παρόμοιες στοές υπήρχαν τριγύρω από την αίθουσα. Όλες οδηγούσαν στο ίδιο μέρος. Κι από κει κατέφθασαν κι άλλες γυναίκες. Φορούσαν ξύλινες μάσκες που έκρυβαν τα πρόσωπά τους μα τα ρούχα τους ήταν απλά και τα μαλλιά τους μαζεμένα. Την ίδια μάσκα φόρεσε και η Βέλιαρ.

«Μάγισσες», ψιθύρισε εκστασιασμένος ο Ελμάντερ καθώς παρατηρούσε τις γυναίκες να μαζεύονται γύρω από μια πέτρινη τράπεζα.

«Αδερφές μου», φώναξε δυνατά μια γυναίκα σηκώνοντας τα χέρια της. «Απόψε είναι η νύχτα που όλες περιμέναμε. Σε λίγες ώρες ο Χίελντορ ο Σεβάσμιος θα επιστρέψει κοντά μας μετά από χίλια χρόνια. Ολοκληρώσαμε με επιτυχία την τελετή. Ο μάγος τράφηκε με δώδεκα ψυχές όπως επιβάλλει το ξόρκι κι απόψε θα πάρει σάρκα και οστά, εδώ, μπροστά μας!».

 

Ο Ελμάντερ ανατρίχιαζε από τη φωνή και τα λόγια της γυναίκας. Παρατήρησε καλύτερα το μέρος, δεν ήταν ένα απλό υπόγειο. Οι πέτρες τριγύρω του μετρούσαν πολλά χρόνια, η κατάστασή τους το μαρτυρούσε. Στο βάθος της αίθουσας ο τοίχος ήταν σκαλισμένος περίτεχνα και σχημάτιζε μια περίεργη ανθρώπινη μορφή, γεμάτη με μικρές και μεγάλες ολοστρόγγυλες τρύπες. Φυτά και αράχνες ήταν μαζεμένες εκεί. Συνδυάζοντας τα λόγια των μαγισσών κατάλαβε πως αυτό το μέρος ήταν ένας τάφος, ο τάφος του μάγου για τον οποίο μιλούσαν. Και χρησιμοποιούσαν αθώους ανθρώπους για να τον φέρουν και πάλι στη ζωή.

«Η μεγάλη επιστροφή πλησιάζει!», φώναξε και πάλι η γυναίκα. «Το μόνο που μας χρειάζεται πλέον είναι ένα σώμα για να περάσει μέσα του το δυνατό πνεύμα του Χίελντορ». Ο Ελμάντερ ένιωσε τις τρίχες στο σβέρκο του να σηκώνονται όρθιες. «Μα δε θα στείλουμε αυτή τη φορά σκιές στα χωριά για να βρούμε το κορμί που χρειαζόμαστε. Ένας ευγενής κύριος βρίσκεται απόψε ανάμεσά μας και μας τιμά με την παρουσία του. Είναι τυχερός γιατί θα μας απαλλάξει από πολύ κόπο και δε θα αναστατώσουμε τα γύρω χωριά». Ο τόνος της φωνής της ήταν εύθυμος μα έκανε την καρδιά του Ελμάντερ να χτυπάει δυνατά. Η ταραχή του αυξήθηκε όταν κατάλαβε ότι μιλούσαν για τον ίδιο.

 

Οι μάγισσες γύρισαν όλες προς το μέρος του. Εκείνος αν και κρυμμένος πίσω από τον τοίχο, ήξερε πως τον έβλεπαν. Γνώριζαν ότι τις παρακολουθούσε όλη αυτή την ώρα και δεν είχαν σκοπό να τον αφήσουν να φύγει.

«Πλησίασε νεαρέ», του είπε η γυναίκα. «Δεν υπάρχει λόγος να κρύβεσαι πλέον». Ο Ελμάντερ ήξερε να χάνει και αυτή τη φορά είχε χάσει το παιχνίδι. Δεν είχε σκοπό να μείνει περισσότερο εκεί πέρα και να αφήσει τις μάγισσες να κάνουν ξόρκια πάνω του. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι έπειτα έτρεξε για να φύγει μακριά.

«Τον Ελμάντερ; Όχι!», άκουσε τη Βέλιαρ να φωνάζει πίσω του. Εκείνος έτρεχε γρήγορα προς το βάθος της στοάς για να ανέβει μετά στην αποθήκη και να χαθεί στο δάσος. Μα το σχέδιο του ναυάγησε όταν είδε δύο γυναίκες με πυρσούς στα χέρια να στέκονται κοντά στη σκάλα, απειλητικά και να του φράζουν την έξοδο.

«Τι ζητάτε;», ρώτησε ξέπνοα, γεμάτος τρόμο. Οι σκιές από τη φωτιά και οι μάσκες που φορούσαν, τις έκανε να μοιάζουν με στοιχειά απ’ τα παραμύθια.

«Έλα, αγόρι μου, πλησίασε», του είπε απαλά μια γυναίκα και άγγιξε τους ώμους του. Εκείνος αμέσως ένιωσε μια απέραντη αγαλλίαση. Οι μύες του κορμιού του χαλάρωσαν, το κεφάλι του σταμάτησε να βουίζει. Τα βλέφαρά του αφέθηκαν και μισόκλεισε τα μάτια του. Η μάγισσα τον είχε πλέον υπό τον έλεγχό της.

«Όχι, όχι σας παρακαλώ», φώναξε η Βέλιαρ. Τρέχοντας βρέθηκε κοντά στον Ελμάντερ και του χάιδεψε το πρόσωπο γεμάτη ανησυχία μα εκείνος δεν ένιωσε τίποτα. «Είναι φίλος μου δε θέλω να πάθει κακό!».

«Εμείς είμαστε η μόνη σου οικογένεια, Βέλιαρ», της απάντησε η γυναίκα. Έπειτα οι υπόλοιπες μάγισσες πήραν μαζί τους τον Ελμάντερ και την άφησαν πίσω να κοντανασαίνει απ’ την ταραχή της.

 

Ο Ελμάντερ ξάπλωσε στην πέτρινη τράπεζα ανάμεσα απ’ τον κύκλο των μαγισσών. Μέσα στο μυαλό του βρισκόταν σε ένα εντελώς διαφορετικό μέρος, δεν ένιωθε τον κίνδυνο που τον περιέβαλλε. Δεν άκουσε καν τις ψαλμωδίες των γυναικών. Οι φωνές τους, ενωμένες σαν μία, άρχισαν να ψέλνουν τα μελωδικά τους ξόρκια. Μα είχαν ξεχάσει πως μια απ’ αυτές δεν ήταν ανάμεσά τους. Η Βέλιαρ έφτασε και πάλι τρέχοντας στην αίθουσα της τελετής, κρατώντας στα χέρια της ένα τσεκούρι, απ’ αυτά που κόβανε τα ξύλα στο χωριό. Με όση δύναμη της πρόσφερε η απελπισία και η ταραχή της, παραμέρισε βίαια τις γυναίκες με τις μάσκες, διακόπτοντας τα ξόρκια τους και όρμησε στη σκαλισμένη μορφή στον τοίχο. Σήκωσε το τσεκούρι της και έσπασε ένα κομμάτι της πέτρας. Μια απ’ τις μάγισσες την τράβηξε απ’ τα μαλλιά και την έριξε κάτω.

«Όχι αυτόν, όχι!», ούρλιαξε κλαίγοντας σαν μικρό κορίτσι. Βρήκε τη δύναμη να σηκωθεί και πάλι και αγνοώντας τις φωνές των μαγισσών γύρω της άρπαξε έναν απ’ τους πυρσούς που έκαιγαν στους γύρω τοίχους. «Κάντε στην άκρη! Κάντε στην άκρη αλλιώς καμιά μας δε θα βγει ζωντανή απ’ αυτόν τον τάφο!».

«Βέλιαρ, έχεις τρελαθεί; Σε παρακαλώ λογικέψου, κορίτσι μου. Όλους αυτούς τους μήνες κάναμε τόσες προσπάθειες και απόψε-»

«Στην άκρη!», ούρλιαξε υστερικά η κοπέλα. Μέσα της έτρεμε από το φόβο μα κρατούσε το δαυλό με όλη της τη δύναμη και τα πόδια της πατούσαν γερά στο έδαφος. Προχώρησε προς τον Ελμάντερ που ήταν ακόμα ατάραχος και ξαπλωμένος, ενώ κοιτούσε απειλητικά τις γυναίκες γύρω της. «Ελμάντερ, σήκω, σήκω σε παρακαλώ, σύνελθε!». Τον ταρακούνησε με όλη της τη δύναμη και τον τράβηξε προς το μέρος της μέχρι που τον έριξε κάτω απ’ την πέτρινη τράπεζα.

Οι μάγισσες αρπάζοντας την ευκαιρία, μιας και η Βέλιαρ είχε στρέψει όλη της την προσοχή στον Ελμάντερ, της επιτέθηκαν. Την άρπαξαν απ’ τα μαλλιά και της πήραν τον αναμμένο δαυλό. Εκείνη αντιστεκόταν σθεναρά μα κάποιες απ’ αυτές έπεσαν επάνω της και δεν μπορούσε να κουνήσει ούτε χέρια ούτε πόδια.

«Ελμάντερ!», φώναξε ζητώντας βοήθεια μα δεν ήλπιζε για τίποτα πλέον.

 

Ο άντρας πεσμένος κάτω στο έδαφος, έβρισκε σιγά-σιγά τον εαυτό του. Τα πάντα γύριζαν και ο αέρας που τρύπωνε στα πνευμόνια του δεν ήταν αρκετός. Άκουσε το όνομά του να βγαίνει με δυσκολία απ’ το στόμα της Βέλιαρ και οι σκέψεις άρχισαν να ξεχωρίζουν μέσα στο θολωμένο του μυαλό. Μπροστά του οι γυναίκες την είχαν περικυκλώσει και δεν την άφηναν να φύγει. Τέντωσε το χέρι του με όση δύναμη διέθετε και τελικά κατάφερε να πιάσει τον δαυλό που ήταν πεσμένος λίγο πιο πέρα και έκαιγε πεισματικά. Όταν σιγούρεψε το κράτημα στην παλάμη του τον μετακίνησε και έβαλε φωτιά στα φορέματα των μαγισσών που στέκονταν μπροστά του. Η φωτιά εξαπλώθηκε στα υφάσματα και επικράτησε τρομερή αναστάτωση. Ο Ελμάντερ ένιωθε να χάνει και πάλι τις αισθήσεις του απ’ τον καπνό και τα ουρλιαχτά των γυναικών, μέχρι που η Βέλιαρ τον συνέφερε ξανά.

«Προσπάθησε να τρέξεις, Ελμάντερ σε εκλιπαρώ!», του ψιθύρισε. Εκείνος ούτε που κατάλαβε πως κατάφερε να βάλει δύναμη στο κορμί του και να σταθεί όρθιος. Με τη βοήθεια της κοπέλας έσυρε τα πόδια του και οι δυο τους απομακρύνθηκαν απ’ τις υστερικές φωνές και τα περίεργα ξόρκια που ακούγονταν.

 

Όταν βρέθηκαν και πάλι στην αποθήκη, με μεγάλη ανακούφιση ο Ελμάντερ δέχτηκε τον καθαρό αέρα να τον τυλίγει. Η Βέλιαρ άρπαξε το φαναράκι που ήταν ακόμη κρεμασμένο στον τοίχο και το πέταξε κάτω. Εκείνο έσπασε και η φωτιά εξαπλώθηκε στη μικρή αποθήκη.

«Δε θα μας ακολουθήσουν. Έλα!», του είπε και τον τράβηξε μαζί της.

 

Μερικά λεπτά αργότερα η Βέλιαρ και ο Ελμάντερ βρίσκονταν μέσα στο δάσος. Τα πόδια του Ελμάντερ έτρεμαν καθώς προσπαθούσε να τρέξει. Χωρίς αναπνοή, σταμάτησαν για να ξαποστάσουν και ο άντρας σωριάστηκε κάτω εξαντλημένος. Η Βέλιαρ κάθισε δίπλα του και τον πήρε στην αγκαλιά της. Ανάμεσα απ’ τα δέντρα, παρακολουθούσαν τη φωτιά να έχει θεριέψει, μακριά στο σπίτι της κοπέλας. Ο παγωμένος, νυχτερινός άνεμος μετέφερε ως εκεί τα αποκαΐδια και έφερνε στα αυτιά τους τις ψαλμωδίες των μαγισσών.

«Λυπάμαι τόσο πολύ, Ελμάντερ», είπε η κοπέλα. Τα μάτια της ήταν υγρά.

«Όλα τελείωσαν», απάντησε εκείνος. Την έσφιξε περισσότερο στην αγκαλιά του και ευχήθηκε να μπορούσε να ξεχάσει κάθε γωνιά αυτού του απαίσιου χωριού.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Λίνα, η ιστορία σου ήταν μια χαρούλα. Διαβάστηκε εύκολα και κυλούσε,είχε και κάμποση δράση για να σε κρατήσει. Από εκεί και πέρα,όμως, ήταν λιγάκι unoriginal,δεν είχε κάτι πρωτότυπο ή κάτι που να σε τραβήξει περαιτέρω. Δεν εχω να σου κάνω επισημάνσεις για λάθη ή αβλεψίες,απλά η φύση της ιστορίας ήταν τέτοια που δεν έδινε πολλά από συναισθηματική άποψη,μιλώντας για μένα,πάντα. Επιπλέον,δεν ξέρω πόσο θίγεται το θέμα του μυστικού,από την στιγμή,τουλάχιστον,που δεν ήταν και κάτι τελείως κρυφό η δραστηριότητα των γυναικών.Αυτά τα ολίγα...

 

 

Καλή επιτυχία σου εύχομαι!

Link to comment
Share on other sites

Η ιστορία είναι πολύ καλά γραμμένη, με ενδιαφέρουσα πλοκή και δράση ικανή να σε κρατήσει, αλλά δεν με συγκίνησε. Δεν ξέρω ίσως τη βρήκα πολύ συνηθισμένη, ίσως φταίει η περιεργειά μου. Γενικά μου έχει αφήσει μια απαλή αίσθηση, απλά πέρασε. Μπορεί να φταίει οτι δεν κατάφερα να ταυτιστώ με τους χαρακτήρες.

 

Πάντως νομίζω οτι είναι αρκετά καλή σαν προσπάθεια, καλή επιτυχία!!!

Link to comment
Share on other sites

Η ιστορία είναι ωραία και διαβάζεται εύκολα, αν και η εξέλιξη είναι λιγάκι προβλεπόμενη. Κάτι άλλο που ήθελα ήταν περισσότερες πληροφορίες. Επικεντρώθηκες στην περιπέτεια των δύο ηρώων και άφησες κάποια άλλα πράγματα ελλιπή.

 

 

Ποια ήταν πραγματικά η σχέση των δύο ηρώων; Μας την δίνει μόνο μέσω μιας μικρής παραγράφου, ενώ μέσα στην ιστορία φαίνεται ότι υπήρχε κάτι δυνατό που τους ένωνε, αλλά δεν φάνηκε πουθενά.

 

Ποια είναι η ιστορία της κοπέλας; Πώς έφυγε από την πόλη και βρέθηκε στο χωριό; Τι την οδήγησε/τράβηξε/εξανάγκασε να πάει εκεί;

 

Ποιος ήταν αυτός που προσπαθούσαν να ξυπνήσουν οι μάγισσες;

 

Ποιες ήταν οι προετοιμασίες που έκαναν τους τελευταίους μήνες οι μάγισσες; Έκλεβαν, στ’ αλήθεια, μνήμες κι αν ναι, τι έκαναν μ’ αυτές;

 

 

Καταλαβαίνω ότι θα χρειαζόσουν πολύ περισσότερο χώρο για να μπορέσεις να δέσεις όλα αυτά τα κομμάτια μαζί, αλλά θα μπορούσες να «κλέψεις» λίγο από άλλα σημεία της ιστορίας.

πχ η πρώτη σκηνή με τον ήρωα που φτάνει στο χωριό έξω από το δάσος θα μπορούσε να λείπει και να χρησιμοποιούσες τις λέξεις για να εμπλουτίσεις άλλα σημεία της ιστορίας.

 

 

Σου εύχομαι καλή επιτυχία!

 

 

Link to comment
Share on other sites

 

Το The Whicker Man με happy end επιτέλους.

 

 

Μου άρεσε, αν και χρειάζομαι λίγο περισσότερο background για το ζευγάρι, ο δεσμός του οποίου παίζει καθοριστικό λόγο για την επιλογή της στο φινάλε. Από τα διηγήματα που έχουν να μας πουν ένα παραμύθι χωρίς περιττές φανφάρες. Ευχάριστο ανάγνωσμα με αρκετές δόσεις αγωνίας.

Link to comment
Share on other sites

Δεν ξέρω γιατί, μου φάνηκε κάπως... σαν όλα να έγιναν σε fast forward, ναι, είχε και δράση, και μυστήριο, αν και δεν ήταν και τόσο πρωτότυπη.... δεν ήταν και τόσο συνηθισμένη...

 

Προσωπικά θα ήθελα κάτι περισσότερο από την σχέση των δύο, και ο γέρος στην μέση.... δεν ξέρω, μου φάνηκε λίγο παράταιρος.... σαν να ήταν εκεί μόνο για να δώσει δύο πληροφορίες και λίγο χρόνο στον πρωταγονιστή....

 

Γενικά, νομίζω κάτι της έλειπε.... δεν μου έδωσε τον χρόνο να ταυτιστώ με τους ήρωες σου... (αν και ίσως αυτό είναι δικό μου θέμα.....

 

καλή επιτυχία από μένα

Link to comment
Share on other sites

 

 

Όμορφη ιστορία με αίσιο τέλος, ωραία γραφή και πειστικούς χαρακτήρες. Καλογραμμένο διήγημα με αρκετή αγωνία και την απαραίτητη ‘τιμωρία’ των ‘κακών’, ένας άντρας και μια γυναίκα που αλληλοϋποστηρίζονται και αλληλοβοηθούνται. Αυτό που δεν έχει λεχθεί είναι το πως κατέληξε η Βέλιαρ στο χωριό αυτό, όπως, επίσης, και το αν ήταν αναμεμειγμένοι οι άντρες του χωριού στα μαγικά. Ενδιαφέρων τίτλος, που μάλλον αναφέρεται στην αναγέννηση του Χίελντορ. Συγχαρητήρια, lizbeth_covenant!

 

 

 

 

Καλή επιτυχία στο διαγωνισμό!

Link to comment
Share on other sites

 

Πολύ ενδιαφέρον ιστορία! Αν και διαπραγμευόταν το κλασσικό mysterious village/ witch cult θέμα, το χειρίστηκες αρκετά καλά.

 

Δεν μου άρεσε το γεγονός ότι ο Ελμάντερ γνώριζε την Βελιάρ και υπήρχε ένας σχετικά ρομαντικός τόνος στην ιστορία. Αν και είμαι γενικά σκατόψυχη οπότε μην σε νοιάζει το τελευταίο :p

 

Μου άρεσε η πηγή έμπνευσης σου \m/

 

 

 

Καλή επιτυχία!happy.gif

Link to comment
Share on other sites

 

Πολύ ενδιαφέρον ιστορία! Αν και διαπραγμευόταν το κλασσικό mysterious village/ witch cult θέμα, το χειρίστηκες αρκετά καλά.

 

Δεν μου άρεσε το γεγονός ότι ο Ελμάντερ γνώριζε την Βελιάρ και υπήρχε ένας σχετικά ρομαντικός τόνος στην ιστορία. Αν και είμαι γενικά σκατόψυχη οπότε μην σε νοιάζει το τελευταίο :p

 

Μου άρεσε η πηγή έμπνευσης σου \m/

 

 

Χαχαχαχα ναι έπρεπε να βάλω τον Ελμάντερ να έχει πρόστυχες φαντασιώσεις με τη Βέλιαρ αλλά γι'αυτό χρειαζόμουν περισσότερες λέξεις, να πάρει! :D

 

Ευτυχώς για σένα, ο ρομαντισμός υπονοείται! Ευχαριστώ για το σχόλιο! ;)

Link to comment
Share on other sites

Περιπετειούλα ε? :) Ωραία περιπετειούλα. με το σασπένς της, τη δράση της, τα όλα της.

Θέμα και σέτινγκ για το διαγωνισμό μια χαρά και τα δύο.

 

Στις ελλείψεις της είναι το ότι δεν ξέρω ποιος είναι αυτός που θέλουνε να αναστήσουνε και γιατί. Σχεδόν περίμενα πως το το μυστικό τελικά δε θα ήταν αυτό που νόμιζα αλλά το γιατί θέλουν να αναστήσουν εκείνο το μάγο ξερωγώ γιατί άμα δεν το έκαναν θα εξαφανιζόταν ο κόσμος ή κάτι τέτοιο. Σχεδόν περίμενα να το βρω σαν αποκάλυψη στο τέλος. Αλλά άσχετα με το τι θα ήθελα εγώ, θεωρώ πως θα έπρεπε να υπάρχει μια κάποια εξήγηση.

 

Ακόμη, σε κάποια σημεία νομίζω έχεις βιαστεί με το λόγο. Από κει που ρέει όμορφα υπάρχουν μερικά σημεία τα οποία είναι γραμμένα σεναριακά (σαν τεχνικό κείμενο δηλαδή) και έχω την εντύπωση πως σε έπαιρνε από λέξεις να τα φτιάξεις, έτσι δεν είναι;

Αγαπώ μάγισσες - χωριό τους :)

Link to comment
Share on other sites

Συμπαθητικό διήγημα. Μοιάζει σαν να έχεις γράψει πολλές ιστορίες του πρωταγωνιστή κι αυτή να είναι μια ακόμη περιπέτειά του. Κυλάει γρήγορα και σε κάνει να θες να δεις τη συνέχεια, όμως οι αποκαλύψεις δεν είναι ιδιαίτερα δυνατές, ούτε προσφέρουν κάτι νέο. Η σκηνή της θυσίας είναι καλή αν και κατάλαβα νωρίς πως αυτό θα συνέβαινε. Το τέλος ξεφουσκώνει λίγο, περίμενα κάτι πιο μεγάλο. Συνολικά καλή ιστορία, που όμως θα μπορούσε να είναι καλύτερη.

 

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

Λίνα...

χμ, με δυσκολεύεις... :sweatdrop:

 

Έχεις ένα πολύ ωραίο concept, καλή γραφή, δημιουργία εικόνων και αρκετό σασπένς στο τέλος. Ο ρομαντισμός ναι, υπάρχει επίσης και ήταν φανερός για μένα.

 

Αλλά... για κάποιο λόγο, δεν με κράτησε η ιστορία. Με έκανες να ενδιαφερθώ πιο πολύ για την background ιστορία παρά για την περιπέτεια του ήρωα.

Νιάστηκα πιο πολύ για τα σύμβολα, για τις χαμένες μνήμες κλπ.

 

Δεν ξέρω. Ίσως φταίει πως όλα γινάνε πολύ γρήγορα. Ίσως οι πολλές μαζεμένεςσυμπτώσεις.

Θα ρίξω το φταίξιμο αποκλειστικά στον περιορισμό των λέξεων, γιατί είναι νομίζω ιστορία κομμένη και ραμμένη για σένα και θα μπορούσες να την χειριστείς σίγουρα καλύτερα.

 

Τώρα... ένα πραγματάκι όχι και τόσο σοβαρό, αλλά δεν μπορώ να μην στο πω...^_^

Έχεις σε μερικά σημεία εξηγήσεις τέτοιου τύπου.

 

Στην αρχή ο Ελμάντερ δεν πίστευε πως συνέβαινε κάτι το περίεργο σ’ εκείνο το μέρος. Όμως μετά την ύποπτη συμπεριφορά των κατοίκων και το αφιλόξενο κλίμα που επικρατούσε, δεν μπορούσε παρά να σκεφτεί πως κάτι γινόταν εκεί πέρα. Ίσως όχι μαγείες και τέτοια παραμύθια, όμως αυτοί οι άνθρωποι κάτι έκρυβαν, το ήξερε.

 

Μας λές πράγματα που ήδη γνωρίζουμε και που τα έχουμε καταλάβει . Προσωπικά αυτή η "επανάληψη" δεν μου πολύαρέσει. Επίσης τρως άσκοπα λέξεις.

Γενικά θεωρώ καλύτερο όταν κάποιος αφήνει την ιστορία να μιλάει από μόνη της και αυτή η ιστορία σου έδινε αυτό το δικαίωμα.

( Ελπίζω να καταλαβαίνεις τι εννοώ.)

 

Αυτά από μένα. Ελπίζω να μην σε στεναχώρησα. Απλά μάλλον έχω πιο πολλές απαιτήσεις από εσένα, και δεν μπορούσα να σου πω κάτι διαφορετικό από τα παραπάνω.

Καλή επιτυχία στον διαγωνισμό.

Link to comment
Share on other sites

Μου άρεσε που είναι περιπέτεια. Μου άρεσε το κλίμα της. Ήθελε όμως λίγο περισσότερο άπλωμα σε κάποιες σκηνές, και κόψιμο σε κάποιες άλλες. Και έχω κι εγώ τις ίδιες απορίες που ήδη αναφέρθηκαν.

Link to comment
Share on other sites

Συμφωνώ με την Cassandra. Αν και δεν ήταν τόσο πρωτότυπη η πλοκή, γενικά η ιστορία μου άρεσε πολύ και ήταν σαν να έβλεπα ταινία με τη γρήγορη εξέληξη και τις περιγραφές. Καλή σου επιτυχία!

Link to comment
Share on other sites

Κλισέ, ναι σίγουρα, αλλά διαβάζεται ευχάριστα.

 

Άν και εκείνο το

 

να κρυφακούει ο ήρωας ακριβώς τη στιγμή που κάποιος αρχηγός των κακών εξηγεί τα πάντα σε κάποιον

 

 

κατέβηκε κάπως πιο δύσκολα από τα υπόλοιπα.

 

Κατά τα άλλα όμως, δεν είδα να λείπει τίποτα. Η σχέση της κοπέλας με τον ήρωα δε με φάνηκε να χρειάζεται περισσότερο ξόμπλιασμα. Αφήστε δε που έχω την εντύπωση ότι

 

 

η Βέλιαρ είχε ήδη κάποιες αμφιβολίες για την όλη φάση και το ότι ο παλιός παιδικός της φίλος ήταν το θύμα αποτελούσε απλά αφορμή

 

Link to comment
Share on other sites

Χμμμ. Αρκετά καλό. Στα θετικά η πειστική ατμόσφαιρα του χωριού-φάντασμα με τον ταξιδιώτη που έρχεται να δει τι γίνεται και όλοι του φέρονται περίεργα κλπ. Κλισέ, αλλά, για να το αναγνωρίσουμε όλοι, σημαίνει ότι το αναπαρήγαγες πειστικά, δε μας άφησες απορίες. Μου αρέσει επίσης η δράση, αν και εκεί δεν τα περιγράφεις και πολύ ζωντανά. Με έκανες να θέλω περισσότερες πληροφορίες για τους δύο πρωταγωνιστές και το παρελθόν τους, για την ιστορία του χωριού εκείνου και για

το μάγο που προσπαθούσαν οι γυναίκες να ζωντανέψουν.

Επίσης, σίγουρα δε μπορεί να πει κανείς ότι το διήγημά σου δεν το κατάλαβε!

Στα αρνητικά, ως προς τον τρόπο αφήγησης, νομίζω πως χρειάζεσαι ακόμα εξάσκηση, γιατί δίνεις τις πληροφορίες πολύ ευθέως, ενώ θα έπρεπε να αφήνεις τον αναγνώστη να τις μαντέψει. Π.χ., αντί να πεις λόγου χάρη "ο ταξιδιώτης είχε κάνει πολύ μακρύ ταξίδι", να πεις "τα ρούχα του ήταν φθαρμένα και σκονισμένα, το άλογό του ιδρωμένο" κλπ. Επίσης νομίζω πως το κλείνεις πολύ απότομα, ενώ στην αρχή είχες κάνει τόσο μεγάλο πρόλογο μέχρι να αρχίσει ο Ελμάντερ να καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά.

Η πρότασή μου είναι να το δουλέψεις περισσότερο, να το μεγαλώσεις, να σταθείς σε κάθε στιγμή της ιστορίας και του σκηνικού και να τη στολίσεις με λεπτομέρειες. Άλλοι θα ξέφευγαν προς τη φλυαρία κάνοντας κάτι τέτοιο, αλλά εσύ δεν έχεις τέτοια τάση.

Καλή επιτυχία!

Link to comment
Share on other sites

Στρωτό γράψιμο και πετυχημένη ατμόσφαιρα αλλά…ήταν υπερβολικά κλισε και έμοιαζε περισσότερο με περιστατικό κάποιας μεγαλύτερης ιστορίας παρά με αυτοτελές διήγημα. Όλα γινόταν πολύ εύκολα, οι εξελίξεις ήταν πάντα οι αναμενόμενες και γενικά ένοιωσα ότι το διήγημα δεν είχε κάτι ιδιαίτερο να μου πει. Κύλησε γρήγορα αλλά έφυγε από τη μνήμη μου ακόμα γρηγορότερα.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Δε θα πω και τίποτα καινούργιο. Ευχάριστο, ευανάγνωστο, καθόλου κουραστικό, αλλά τίποτα περισσότερο. Από τη στιγμή που καταλαβαίνεις τι συμβαίνει, είναι εύκολο να μαντέψεις την εξέλιξη. Έχει κι αυτό το πρόβλημα στο ζύγισμα των λέξεων - αλλού στέκεσαι πολύ και προσπερνάς σημαντικά κομμάτια αφήνοντας κενά. Φαντάζομαι ποιο είναι το μυστικό, αλλά τελικά περνάει σε δεύτερη μοίρα, καθώς ελάχιστα στέκεσαι σε αυτό. Σίγουρα θέλει πληροφορίες για το παρελθόν των ηρώων, να χτιστεί η σχέση τους κτλ, για το σκοπό των γυναικών, για τα σύμβολα... Επίσης, ο γέρος ήταν μάλλον λάθος επιλογή - πιο ταιριαστό θα έβρισκα ένα χωριό που κατοικείται αποκλειστικά από γυναίκες.

 

Και, όντως, αυτό το

"κρύβομαι στο σκοτάδι και ακούω όλες τις σημαντικές πληροφορίες, ψάχνω μέσα στο σπίτι όταν δε βλέπουν κτλ"

, είναι λίγο αδέξιο τέχνασμα.

 

Α, ναι.... Γραφείο; Μου φάνηκε εντελώς παράταιρο.

Link to comment
Share on other sites

Τι τρέξιμο κι αυτό… smile.gif

Αλήθεια, τα πράγματα γίνονταν πολύ γρήγορα εκεί. Από τη μία αυτό λειτούργησε γιατί η ιστορία προχωρούσε ίσια μπροστά χωρίς καθυστερήσεις. Από την άλλη, όπως το είδα, κάποιες πληροφορίες δίνονταν κάπως γενικά/επιφανειακά (όπως πχ

ποιος είναι ο κακός

). Ίσως να ήθελα περισσότερα από τα συναισθήματα και τις σκέψεις των ηρώων. Η προσέγγιση του ‘μυστικού’ ήταν τόσο απλή, ώστε ναι μεν να μην ξεχωρίζει για την πρωτοτυπία της, αλλά ταυτόχρονα να μην ξεφεύγει και βήμα από το θέμα του διαγωνισμού.

 

ΥΓ:

Γιατί δεν πήραν το άλογο για να την κάνουν; mf_sherlock.gif

 

Link to comment
Share on other sites

Αλλάζω αυθαίρετα τον τίτλο: "Ο Ελμάντερ Όροζιλ την Νύχτα της Επιστροφής"

Και τώρα περιμένω κι άλλες περιπέτειες του Ελμάντερ.

 

Πολύ ωραίο θρίλερ. Με το μυστήριό του, την αγωνία του* και το

χάπι έντ του!

 

Χωρίς να πεις πολλά-πολλά κατάφερες να πιστέψω στον Ελμάντερ και τον κόσμο του. Με νύξεις και φευγαλέες αναφορές έφτιαξες έναν κόσμο κατοικημένο από ανθρώπους για τους οποίους θέλω να μάθω κι άλλα.

 

Μόνο λίγο άνισος ο ρυθμός μου φάνηκε, σα να μπήκες αργά στην υπόθεση, σα να βιάστηκες στο τέλος.

 

*Αλλά το ζεύγος, το υποβόσκον αίσθημα, το άφησες στην τύχη του. Δεν αρκεί η φαντασία μου ήθελα την πένα σου να μου περιγράψει τον σφοδρό έρωτα και το πως κατάντησε έτσι. Να φτάσει η τελευταία σεκανς της δράσης και να τρέχει το δάκρυ κορόμηλο! (Δεν αστειεύομαι! - Πολύ σοβαρά μιλάω.)

 

 

 

Καλή επιτυχία!

Edited by Big Fat Pig
Link to comment
Share on other sites

Πολύ την ευχαριστήθηκα αυτή την ιστορία. Εις βάρος μιας πιο λογοτεχνικής προσέγγισης, η κινηματογραφικότητα που επέλεξες της πήγαινε γάντι. Ατμόσφαιρα, δράση, απλά και ευδιάκριτα σκιαγραφημένοι χαρακτήρες και χώροι. Έγραψες μια όμορφη περιπέτεια, την πιο γνήσια του διαγωνισμού.

Link to comment
Share on other sites

Με έβαλες για τα καλά μέσα στην ατμόσφαιρα του χωριού και είχα μερικές ανατριχίλες στυλ blair witch project. Πολύ προσεγμένο γράψιμο και διαβαζόταν σαν νερό. Κάπως ξενέρωσα με το τέλος πέριμενα ένα πιο επιβλητικό τέλος και μάλλον θα πετύχαινε με ένα μαύρο τέλος (προσωπική γνώμη). Εκτός αν έκανες μια ανατροπή στο τέλος και φανέρωνες ότι τελικά όντως μεταφέρθηκε η ψυχή του μεγάλου κακού στον Ελμάντερ. (μουχαχα)

 

 

Link to comment
Share on other sites

Γενικά: Ενδιαφέρουσα ιστορία, ιδέα και πλοκή, αλλά την εκτελείς άνισα.

 

Μου άρεσε: Ξεκινάς με πολλές υποσχέσεις, με ωραία στημένο χαρακτήρα, με υποβλητικές περιγραφές.

 

Δε μου άρεσε: Από τη στιγμή που ο Ελμάντερ μπαίνει στο σπίτι, αρχίζει να σου ξεφεύγει. Γλιστράς λίγο στο επιφανειακό, ξεχνάς την πολύ καλή ατμόσφαιρα που έχεις χτίσει ως εκείνη τη στιγμή και βολεύεσαι με εύκολες λύσεις. Θα σου πρότινα να κάτσεις πάνω από κείμενό σου νύχτα και να το ξαναπεράσεις, προσπαθώντας να ζήσεις η ίδια τις στιγμές. Νομίζω ότι θα τα καταφέρεις να το κάνεις υπέροχο, όπως του ταιριάζει. Επίσης στα μείον, ο ασταθής και ανολοκλήρωτος χαρακτήρας της Βέλιαρ. Τη μεταχειρίζεσαι σχεδόν σαν κούκλα κι αυτό χτυπάει άσχημα σε σχέση με τον υποβλητικό Ελμάντερ. Δεν είναι σίγουρη για ποιο λόγο είναι εκεί, ούτε για το πώς να χειριστεί την εμφάνιση του Ελμάντερ. Αν αυτός είναι όντως ο χαρακτήρας της, πες το μας. Δείξε μας ότι είναι ασταθής και δεν ξέρει τι να κάνει. Έτσι όπως είναι τώρα, απλά δεν την αναφέρεις αρκετά για να μας ενδιαφέρει η ύπαρξή της. Τέλος πρόσεχε τους αγγλισμούς σου (τον ανατρίχιασε, τύλιξε τα χέρια της με τα δικά του).

Edited by Naroualis
Link to comment
Share on other sites

 

 

+Αν και δεν ηταν τοσο πρωτοτυπο το θεμα, η ιστορια αυτη με κερδισε με την πολυ καλη γραφη της. Σε ολη την εκταση της υπηρχε μια ωραια ατμοσφαιρα με ομορφα τοπια. Οι περιγραφες ηταν παραστατικες και γεννουσαν πολλες διαφορετικες εικονες.

-Το τελος ηταν καπως προβλεψιμο και μου φανηκε οτι ειχε γραφτει λιγο βιαστικα. Επισης, ηθελα λιγες περισσοτερες εξηγησεις και περιγραφες για το ζευγαρι.

 

 

Γενικα, η νυχτα της επιστροφης ειναι μια πολυ ωραια ιστορια που φανερωνει συγγραφικο ταλεντο και ταυτοχρονα ενθουσιασμο. Πολυ καλη προσπαθεια, συγχαρητηρια!

Link to comment
Share on other sites

Αφού ο διαγωνισμός τελείωσε να πω και κάποια πράγματα για την ιστορία.

Καταρχήν ευχαριστώ πολύ για τα σχόλια σας. Οκ οι περισσότεροι ήσασταν αναγκασμένοι να τα κάνετε αλλά ήταν σχόλια που με βοήθησαν να καταλάβω καλύτερα κάποια πράγματα.

 

Σίγουρα έχω ένα πρόβλημα, οι ιστορίες όπως τις σκέφτομαι χρειάζονται περισσότερο χώρο για να αναπτυχθούν, τουλάχιστον σε περισσότερες λέξεις μπορώ εγώ να τις κάνω ολοκληρωμένες. Ξεκινάω πλατιάζοντας και προς το τέλος βιάζομαι να το κλείσω… Αλλά που θα πάει θα το μάθω κι αυτό!

 

Σχετικά με τη σχέση των δύο ηρώων, είναι κάτι που πίστευα ότι το είχα γράψει ολοκληρωμένα. Δηλαδή εξήγησα ότι μεγάλωσαν μαζί, σε διπλανά σπίτια. Αυτό σημαίνει πολλά χρόνια που πέρασαν μαζί κάνοντας παρέα. Και είπα ότι ο Ελμάντερ τη σκεφτότανε που και που. Νομίζω ότι με αυτά φαίνεται ότι ήταν ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής τους, η φιλία τους. Δεν πίστευα ότι θα σας φαινόταν λίγοι αυτοί οι λόγοι.

Όμως πέρα απ’ αυτό (όπως παρατήρησε η Κελαινώ μόνο νομίζω) η Βέλιαρ είχε πολλές αμφιβολίες και δεν ήταν ευχαριστημένη με τη ζωή της εκεί, σύμφωνα με όσα έλεγε στην άλλη. Οπότε η τελική της απόφαση ήταν ακόμη πιο εύκολη. Τουλάχιστον αυτό προσπάθησα να δείξω.

 

Εντάξει το στυλάκι «κρυφακούω τη συζήτηση που τα αποκαλύπτει όλα», ούτε εμένα με ικανοποίησε σαν επιλογή. Αλλά πραγματικά δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι άλλο για να μάθει ο Ελμάντερ. Είναι δύσκολο όταν επιλέγω να δείξω μια ιστορία από τα μάτια ενός μόνο ήρωα, να ανακαλύπτει τα πάντα χωρίς λίγη τέτοια βοήθεια… Οκ δεν ήταν και το καλύτερο αλλά προσπάθησα τουλάχιστον να το κάνω να ταιριάξει αρμονικά και να μην φαίνεται πολύ άσχημο μέσα στο κείμενο.

 

Η σκηνή με τον παππού δεν χρειαζόταν καν. Απλά όπως ήταν αρχικά γραμμένο με βοηθούσε σε κάτι που είχα στο μυαλό μου. Μετά όταν στριμώχτηκα από λέξεις τα πράγματα άλλαξαν και έπρεπε να το σκεφτώ να το αφαιρέσω εντελώς.

Επέλεξα να έχει γρήγορο ρυθμό(κάτι που πολύ βρήκατε ως αρνητικό-είπατε πως έτρεχε πολύ) γιατί είναι περιπέτεια και ήθελα πράγματι να τρέχει αρκετά για να κρατάει τον αναγνώστη και να μην τον αφήνει με πολυλογίες. Ίσως δεν το πέτυχα με τον τρόπο που ήθελα…

 

Όπως και να χει, σε διηγήματα δεν είμαι καθόλου έμπειρη και κάθε διαγωνισμός με βοηθάει να καταλαβαίνω περισσότερα πράγματα.

Και πάλι σας ευχαριστώ πολύ για τα σχόλιά σας παιδιά! :D

 

 

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..