TheTregorian Posted September 24, 2010 Share Posted September 24, 2010 Όνομα Συγγραφέα: Γιώργος Κατσίπης Είδος: Φαντασίας Βία; Όχι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων: 3498 Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: Μετά από αδυσώπητο κουτσούρεμα... ΒΟΥΑΛΑ!! Καλή Ανάγνωση! Ελπίζω να σας αρέσει! Στην Άλλη Άκρη.doc ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΑΚΡΗ Ο άντρας έσφιξε το παλτό του ακόμα πιο πολύ. Άνθρωποι περπάταγαν, έτρεχαν και μιλούσαν τριγύρω του, ενώ ο παγερός άνεμος σφύριζε και το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα. Είχε έρθει προετοιμασμένος για τις απαίσιες καιρικές συνθήκες που θ’ αντιμετώπιζε, ή τουλάχιστον, έτσι είχε πιστέψει, μέχρι τη στιγμή που κατέβηκε απ’ το τρένο που τον είχε φέρει απ’ το Μιλάνο ως εκεί: την Μπρέσκια. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι άφησε το μολυσμένο αέρα να εγκαταλείψει το εσωτερικό του σώματός του, αχνίζοντας. Είχε αναθεματίσει την ώρα και τη στιγμή που ο θείος του αποφάσισε να πεθάνει μέσα στο χειμώνα. Επίσης, είχε αναθεματίσει τις επιλογές του γέρου, που είχαν τώρα ως αποτέλεσμα να βρεθεί εκείνος στο βορειότερο κομμάτι της Ιταλίας, όπου το κρύο που κατέβαζαν οι Άλπεις σου ρούφαγε την ψυχή. Ο θείος του Άρη είχε μείνει πολλά χρόνια στην Ιταλία. Έφυγε απ’ την Ελλάδα νέος. Ήταν γιος τσαγκάρη κι αυτή την τέχνη ήξερε να κάνει. Πήγε πρώτα στη Βερόνα κι έπειτα στο Μιλάνο και δεν άργησε να έχει υπό τη διοίκηση του μια προσοδοφόρα επιχείρηση υποδημάτων. Ποτέ του δεν έκανε οικογένεια, αλλά δούλεψε σκληρά κι έβγαλε παραπάνω από αρκετά, μέχρι που συνταξιοδοτήθηκε. «Και τότε του καρφώθηκε η ιδέα να πάει να ζήσει σ’ αυτό το παλιοχώρι», σκέφτηκε ο Άρης καθώς απομακρυνόταν απ’ την αποβάθρα του σταθμού. Ο Άρης πήρε ένα ταξί τ’ οποίο τον οδήγησε στο σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων. Χαιρόταν που ήξερε ιταλικά κι έτσι προσανατολιζόταν. Από ‘κει, πήρε ένα λεωφορείο που είχε κατεύθυνση τους οικισμούς γύρω απ’ τη λίμνη Λάγκο Ντ’ Ίντρο. Η διαδρομή ήταν ωραία κι ο Άρης χάζευε με δέος τα τοπία που τον τύλιγαν, καθώς το όχημα ακολουθούσε δρόμους που χώνονταν βαθιά στα φαράγγια των Άλπεων. Έφτασαν στο χωριό Άνφο μετά από μίας ώρας ταξίδι. Το χιόνι είχε πέσει κι εκεί για τα καλά και το κρύο ήταν τσουχτερό. Το λεωφορείο είχε κάνει στάση σε μία ανοιχτή χωμάτινη έκταση κι εκεί ο Άρης είδε τον άνθρωπο που τον είχε καλέσει εκεί. Ήταν ένας κοντούλης κύριος γύρω στα πενήντα, που φορούσε χοντρά, μάλλινα ρούχα. Στεκόταν όρθιος στην άκρη του δρόμου, κρατώντας απ’ το λουρί ένα λυκόσκυλο – πράγμα το οποίο είχε επισημάνει στον Άρη κι απ’ το τηλέφωνο για να τον αναγνωρίσει. Ο νεαρός άντρας κατευθύνθηκε προς το μέρος του. «Καλησπέρα», είπε στα Ιταλικά ο Άρης κι άπλωσε το χέρι του. Ο κύριος του ανταπέδωσε το χαιρετισμό κι έκανε χειραψία. «Είμαι ο Φεντερίκο», είπε. «Ναι, ναι, θυμάμαι τ’ όνομά σας. Να πηγαίνουμε;», πρότεινε ο Άρης χαμογελώντας και δείχνοντας προς μία αόριστη κατεύθυνση. Ο Φεντερίκο συμφώνησε και προπορεύτηκε. Σύντομα βρίσκονταν σ’ ένα μικρό, παλιό αυτοκινητάκι που τους οδηγούσε μέσα απ’ τους μικρούς -σχεδόν έρημους- δρόμους του χωριού. Τελικά έφτασαν στο σπίτι, μετά από μία πεντάλεπτη διαδρομή. Ο Άρης το κοίταξε. Ήταν ένα διώροφο οίκημα, επενδυμένο κυρίως με ξύλο. Έμοιαζε σαν πολυτελές σαλέ κι είχε μια θέα που σου ‘κοβε την ανάσα. Ένας κήπος με χαμηλά φυτά απλωνόταν μπροστά του. «Αυτό είναι», είπε απλά ο Φεντερίκο δείχνοντας προς το σπίτι. «Το βλέπω», αποκρίθηκε βαρύθυμα ο Άρης. «Ελάτε, πάμε μέσα. Θα πεινάτε και θα διψάτε σίγουρα.», πρόσθεσε ο μεσήλικας κι έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα μάτσο με κλειδιά. Ξεκλείδωσε την πόρτα κι έδειξε την είσοδο. Μπήκαν μέσα στο σπίτι κι ο Άρης κοίταξε τριγύρω ενθουσιασμένος. Ήταν ένα ωραίο σπίτι, αναμφίβολα. Ο Φεντερίκο του έκανε μια μικρή ξενάγηση δείχνοντας τους χώρους και στους δύο ορόφους. Τελικά, κατέληξαν στην κουζίνα. Ο ιταλός είχε μαγειρέψει κοτόσουπα για βραδινό κι αφού σέρβιρε και τους δυο, κάθισε μαζί με τον Άρη στο τραπέζι. Ο νεαρός ρίχτηκε με βουλιμία στο ζεστό, γευστικότατο πιάτο του. «Μόνος μένετε;», ρώτησε ο Άρης αφού είχε τελειώσει το φαγητό του. Ο Φεντερίκο έγνεψε θετικά. «Ναι, αγόρι μου. Βλέπεις σ’ αυτό ταιριάξαμε με τον συγχωρεμένο. Κάναμε παρέα ο ένας στον άλλο.» «Γιατί το ‘κανε αυτό;», αναρωτήθηκε ο Άρης μετά από λίγες στιγμές σιωπής. Δεν είχε, ίσως, κάποιο πραγματικό ενδιαφέρον για τον πρώτο ξάδερφο της μητέρας του. Αλλά εκείνος φαίνεται να του ‘χει πάντα αδυναμία. Όποτε ερχόταν στην Ελλάδα, δεν ξεκόλλαγε απ’ τον Άρη. Ποτέ δεν κατάλαβε το γιατί. Κι έτσι, είπε να δείξει έστω και το στοιχειώδες, τυπικό ενδιαφέρον. Ο Φεντερίκο ανασήκωσε ερωτηματικά τους ώμους του. Τα μάτια του φάνηκαν να βουρκώνουν. «Τον τελευταίο καιρό, φερόταν κάπως περίεργα. Κάτι τον προβλημάτιζε. Κάθε μέρα μιλούσαμε αρκετά, αλλά δε μου πρόδιδε τις ανησυχίες του. Κάποια στιγμή, σταμάτησε να μου μιλάει. Τον έβλεπα να κόβει βόλτες στο σπίτι σαν το φάντασμα. Τελικά, έφτασε μία μέρα που δεν έδωσε σημάδια ζωής. Είπα πως θέλει να μείνει μόνος. Όταν όμως πέρασαν τρεις μέρες χωρίς να τον δω, ανησύχησα πραγματικά. Και τότε ήταν που η αστυνομία τον βρήκε… έτσι στην αποθήκη.» Ξεροκατάπιες μερικές φορές κι είπε τελικά: «Κρεμασμένο» Οι τρίχες του Άρη ανασηκώθηκαν. Δεν εξεπλάγει. Πάντα αυτό πάθαινε όποτε άκουγε τον θλιβερό τρόπο που ‘χε χαθεί ο θείος του. Ο Φεντερίκο σκούπισε τα μάτια του και προσπάθησε να συνέλθει. «Μια μέρα εμφανίστηκε ο δικηγόρος του και μου ‘πε ότι είχε ορίσει ο συγχωρεμένος εσένα κληρονόμο του σπιτιού κι όλη του την περιουσία μέσα σ’ αυτό. Δεν ήξερε όμως τηλέφωνο κι έτσι σε πήρα εγώ.» Τράβηξε ένα φάκελο απ’ την τσέπη του και τον έδωσε στον Άρη. «Τον βρήκαμε πάνω σ’ αυτό το τραπέζι. Είναι για σένα.» Ο νεαρός τον έπαιξε λίγο ανάμεσα στα δάχτυλά του και τελικά τον άνοιξε. Δεν έλεγε πολλά: Στην αποθήκη υπάρχει μία ντουλάπα. ΜΗΝ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΕΙΣ!! Κι αν το κάνεις ΜΗΝ ΠΑΡΕΙΣ ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟ ‘ΚΕΙ!! Κάποια πράγματα, καλό είναι να μένουν εκεί που ανήκουν… Ο Άρης παραξενεύτηκε απ’ τη λιτότητα του αυτόχειρα, αλλά κι απ’ τα λόγια του. «Λοιπόν, Άρη, σ’ αφήνω. Θα θέλεις να ξεκουραστείς. Θα μείνεις πολύ;», ρώτησε ο Φεντερίκο καθώς σηκωνόταν απ’ την καρέκλα του. Ο Άρης σηκώθηκε κι εκείνος. «Όχι. Σε τρεις μέρες θα ‘χω φύγει. Έχω πολλές υποχρεώσεις στην Ελλάδα. Θα μαζέψω όσα πράγματα θέλω και θα φύγω.» Ο Φεντερίκο χαμογέλασε απλά κι αφού έδωσε τα κλειδιά στον Άρη, πήρε το δρόμο για την έξοδο. «Πες μου αν χρειαστείς κάτι. Εκεί μένω.», είπε δείχνοντας ένα σπίτι, καμιά διακοσαριά μέτρα μακριά. Έκαναν χειραψία και χωρίστηκαν. Είχε αρχίσει να βραδιάζει κι ο Άρης ένιωθε πραγματικά εξαντλημένος. Αποφάσισε να πέσει να κοιμηθεί και να πιάσει δουλειά το πρωί. Πήρε πρώτα τηλέφωνο τη μητέρα του και μετά την κοπέλα του, την Άννα και ξαφνικά ένιωσε τόση νοσταλγία για τη χώρα του και τους δικούς του ανθρώπους εκεί. «Άντε να ξεμπερδεύω να σηκωθώ να φύγω. Δεν ανήκω εδώ.», είπε λίγο πριν καληνυχτιστούν. Αφού τελείωσε τα τηλεφωνήματα του, αποφάσισε να ανεβεί στο δωμάτιο του. Είχε αποφασίσει ν’ αποφύγει του θείου του, δεν ένιωθε άνετα. Έτσι, διάλεξε το άλλο, που άδικα στέκονταν τόσο καιρό άδειο εκεί πάνω. Ενώ ανέβαινε τη σκάλα, το βλέμμα του έπεσε ασυναίσθητα στην πόρτα της αποθήκης. Ήταν στο βάθος του χολ, στη σκιά της σκάλας. Ανατρίχιασε και πάλι, σκεφτόμενος ότι πριν λίγες μέρες, το άψυχο σώμα του θείου του κρεμόταν εκεί πέρα. Επίσης, σκέφτηκε ότι εκεί υπήρχε κάτι που ο θείος του είπε να μην ανοίξει. Το μυαλό του έτρεξε σε σκοτεινούς, φανταστικούς διαδρόμους, που τον έκαναν να τρομοκρατηθεί. Χωρίς να το καταλάβει, βρέθηκε ν’ ανεβαίνει γοργά στο επάνω πάτωμα και να κλειδαμπαρώνεται στο δωμάτιό του. Όταν ησύχασε, απλά χαμογέλασε. «Ηρέμησε ρε μαλάκα…», σκέφτηκε. Έκλεισε τα φώτα και κοιμήθηκε. Ωστόσο, τα όνειρά του ήταν ταραγμένα κι ανήσυχα και πολλές φορές ξυπνούσε λουσμένος στον ιδρώτα. Αυτό το μέρος τον είχε ταράξει. Είχε ένα λόγο παραπάνω για να φύγει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Πάντα ήταν φοβητσιάρης, ούτε ένα θρίλερ δεν μπορούσε να παρακολουθήσει. Πόσο μάλλον να αισθάνεται ότι βιώνει ένα μ’ εκείνον πρωταγωνιστή, ότι κάτι ανατριχιαστικό παραφυλάει σε κάποια γωνιά αυτού του σπιτιού έτοιμο να τον κατασπαράξει. Σκέφτηκε τελικά ότι αυτά ήταν βλακείες και γέμισε το μυαλό του με όσο πιο άκυρες σκέψεις βρήκε, για να ξεχαστεί και ν’ αποκοιμηθεί. Το πρωινό τον βρήκε να ‘χει κάνει το χειρότερο ύπνο της ζωής του. Τα μάτια του έκλειναν ακόμα, αλλά είχε εξαντληθεί πλέον απ’ την προσπάθεια να κοιμηθεί φυσιολογικά κι έτσι σηκώθηκε. Κατέβηκε στην κουζίνα κι έφτιαξε έναν καφέ φίλτρου. Τον ήπιε μονορούφι και στρώθηκε στη δουλειά. Είχε ζητήσει διά τηλεφώνου απ’ τον Φεντερίκο να του φέρει μερικές κούτες κι εκείνος το ‘χε κάνει πριν ο Άρης φτάσει. Εκεί μέσα, τοποθετούσε όσα πράγματα έκρινε πως ήθελε να πάρει. Ξεκίνησε με την κουζίνα κι αφού τελείωσε εκεί, πήγε στο σαλόνι. Ο θείος Νικόλας είχε γεμίσει το σπίτι του με διάφορα πράγματα κι έτσι του πήρε πολύ ώρα για να κάνει τις δουλειές του. Έφτασε απόγευμα σχεδόν όταν τελείωσε και με το σαλόνι. Τότε, αποφάσισε να ξεκουραστεί λίγο και να συνεχίσει μετά. Έφαγε το μεσημεριανό που του ‘χε φέρει ο επιστάτης χαζεύοντας τηλεόραση. Όταν τέλειωσε κι αφού πήρε κι έναν σύντομο μεσημεριανό ύπνο, ήταν πια η ώρα να συνεχίσει. Ξεροκατάπιε όταν συνειδητοποίησε πως είχε έρθει η ώρα της αποθήκης. Στάθηκε για μερικά δευτερόλεπτα μπροστά απ’ την πόρτα και τελικά ξεκλείδωσε και μπήκε. Το δωμάτιο δεν ήταν πολύ μεγάλο και βρώμαγε υγρασία. Ήταν σκοτεινά και φρόντισε να βρει γρήγορα τον διακόπτη. Όταν ο χώρος φωτίστηκε, ο Άρης αναστέναξε. «Τρεις μέρες να καθαρίζω, δε θα τελειώσει ποτέ», είπε κοιτώντας τα φαινομενικά χιλιάδες αντικείμενα που ‘ταν διάσπαρτα παντού. Επάνδρωσε όλο του το κουράγιο κι άρχισε να ξεδιαλύνει. Ένα συναίσθημα μέσα του φούντωνε όσο δούλευε, ένα συναίσθημα αποστροφής για το χώρο και μία τάση φυγής. Μια φωνή μέσα στο μυαλό του έλεγε να βγει απ’ αυτό το παλιοδωμάτιο, και να κλειδώσει την πόρτα αφού πρώτα του ‘χε βάλει φωτιά. Ωστόσο, αντιστάθηκε. Ήθελε απλά να τελειώσει όσο πιο γρήγορα γινόταν. Και τότε, φάνηκε μπροστά του. Πίσω από μερικές κούτες, ήταν παραχωμένη μια παλιά, ξύλινη ντουλάπα. Είχε σκουρόχρωμο ξύλο κι ήταν γδαρμένη σε πολλά σημεία. Ο Άρης έμεινε να την κοιτάζει για κάποιες στιγμές, ενώ απ’ το μυαλό του περνούσαν χιλιάδες σκέψεις. Η περιέργεια του επέβαλλε να την ανοίξει, αλλά ο θείος του είχε ζητήσει το αντίθετο. Άπλωσε το χέρι του προς το πόμολο της και τ’ ακούμπησε. Το ένιωσε κρύο και τραχύ. Τότε ένας ξαφνικός τρόμος τον κατέβαλλε, σαν ένας ψυχρός αέρας να φύσηξε και ν’ ανασήκωσε κάθε τρίχα του. Άφησε το πόμολο και πισωπάτησε. Έτρεμε σύγκορμος. Βγήκε απ’ το δωμάτιο, κλείδωσε κι έτρεξε προς το σαλόνι. Είχε σκοτεινιάσει κι άναψε όσα φώτα είχε το σπίτι. Ένιωθε ανόητος που αναστατώθηκε από κάτι τέτοιο. Όμως, δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον τρόμο του. Τον ήλεγχε. Δεν μπορούσε να ησυχάσει στον κάτω όροφο και τελικά κλείστηκε στο δωμάτιο του. Αφού ηρέμησε λίγο, πήρε απ’ το κινητό του την Άννα. Μίλησαν για μία ώρα. «Νιώθω εντελώς χαζός! Ξέρω ότι δεν υπάρχουν φαντάσματα, αλλά έχω κατουρηθεί πάνω μου!», της είπε μεταξύ άλλων. Η Άννα γέλασε κι αφού του ‘πε μερικά γλυκόλογα για να τον ηρεμήσει, τον άφησε να ξεκουραστεί. «Άντε να δούμε…», μονολόγησε ο Άρης κλείνοντας το κινητό. Διάβασε ένα βιβλίο μέχρι που αποκοιμήθηκε. Ξύπνησε μέσα στη νύχτα ανάστατος. Γι’ άλλη μία φορά σκέψεις βασάνιζαν το μυαλό του και δεν τον άφηναν να ησυχάσει. Ανασκουμπώθηκε κι έτριψε το πρόσωπό του μέσα στις χούφτες. «Αυτό δε θα συνεχιστεί άλλο!», φώναξε και σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι. Κατέβηκε στον κάτω όροφο κι έτρεξε προς την αποθήκη. Ξεκλείδωσε βιαστικά και μπήκε μέσα. Άναψε το φως και τότε η ντουλάπα που ‘χε στοιχειώσει τα όνειρά του στάθηκε μπροστά του. Είχε βαρεθεί με αυτή την κατάσταση. Ήθελε να την αντιμετωπίσει. Προχώρησε σταθερά και στάθηκε μπροστά απ’ το παλιό έπιπλο. Ανάσανε βαθιά για μερικά δευτερόλεπτα, λες κι είχε σκοπό να βουτήξει από έναν ψηλό βράχο στη θαλάσσια άβυσσο και τελικά έσφιξε το πόμολο της ντουλάπας. Την άνοιξε. Κοίταξε το εσωτερικό του επίπλου. Ένα χαμόγελο έκπληξης σχηματίστηκε στα χείλη του. Μπροστά του και μέσα στην ντουλάπα υπήρχε ένα μουσικό κουτί. Ήταν ορθογώνιο κι η ξύλινη επιφάνεια του γυάλιζε. Δεν είχε καμία ιδιαίτερη λεπτομέρεια, εκτός από μία χρυσή πλακέτα στο κέντρο της πάνω έδρας του. Ο Άρης έμεινε να το κοιτάζει για λίγο από απόσταση και τελικά, άπλωσε το χέρι του και το πήρε. Δεν ήταν μεγαλύτερο απ’ τη χούφτα του. Κοίταξε τη χρυσή πλακέτα και παρατήρησε πως ήταν χαραγμένη με ένα είδος συμβόλων που δεν μπορούσε να διαβάσει. «Εσύ μου δημιούργησες όλη αυτή την αναταραχή, λοιπόν;», είπε γελώντας. Έμεινε για λίγο στη θέση του να το κοιτάζει και τελικά το πήρε και βγήκε απ’ την αποθήκη. Κλείδωσε κι ανέβηκε στο δικό του δωμάτιο. Ξάπλωσε στο κρεβάτι του μπρούμυτα κι έμεινε να το χαζεύει. Ένιωσε τόση θέληση ν’ ακούσει τη μουσική που φύλαγε αυτό το κατασκεύασμα. Πάντα του άρεσαν τα μουσικά κουτιά, είχε ένα ράφι στη βιβλιοθήκη του γεμάτο από τέτοια. «Εσένα σίγουρα θα σε πάρω μαζί μου», είπε και γύρισε τον μικρό μοχλό που το κούρδιζε. Γρανάζια έτριξαν από μέσα κι ο χαρακτηριστικός ήχος του κουρδίσματος γέμισε την ησυχία του δωματίου. Αφού το ‘χε κουρδίσει στο μέγιστο, άφησε τον ήχο του να ξεχυθεί. Ήταν ένας ήχος μελαγχολικός, χαρακτηριστικός κάθε μουσικού κουτιού. Δυσκολευόταν να παραχθεί και κάθε νότα έβγαινε πιο στριγκή απ’ την προηγούμενη. Ωστόσο, ο Άρης διέκρινε μια μαγεία σ’ αυτή τη μελωδία, μια αίσθηση που δεν τον άφηνε να πάρει τα μάτια του από πάνω του και τ’ αυτιά του να χάσουν έστω και την παραμικρή αλλαγή τόνου. Η μουσική τελικά έπαψε, με τα γρανάζια να τρίζουν, να εξασθενούν και τελικά να σταματάνε απότομα. Ο Άρης έμεινε ν’ ατενίζει το κενό γι’ αρκετή ώρα, έχοντας την αίσθηση ότι η μελωδία ηχούσε ακόμα στ’ αυτιά του. «Τόσο ωραία…», σκέφτηκε και το ξανάβαλε να παίξει. Η μουσική ήχησε ξανά, απαράλλαχτη, αλλά και τόσο διαφορετική την ίδια στιγμή – έτσι την αντιλήφθηκε. Ένιωσε τα μάτια του να βαραίνουν και τελικά έκλεισαν. Χάθηκε σ’ έναν άλλο κόσμο, όπου η μελωδία ακόμα ηχούσε. Τελείωνε και ξανάρχιζε… και ξανάρχιζε… και ξανάρχιζε… Όταν το σκοτάδι διαλύθηκε απ’ τα μάτια του, είχε βρεθεί σ’ ένα μέρος που φαινομενικά δεν είχε ούτε συνοχή, ούτε σύσταση. Όλα ήταν μπερδεμένα, εμφανίζονταν και διαλύονταν στη στιγμή. Και το τραγούδι ηχούσε… κι ηχούσε… κι ηχούσε. Ο Άρης σηκώθηκε και κοίταξε τριγύρω. Όλα ήταν ίδια προς κάθε κατεύθυνση. Γκρίζο και μαύρο παντού, ανακατεύονταν και γίνονταν ένα λίγο πριν χωριστούν ξανά. Και μέσα σ’ αυτό, κόκκινα μάτια έλαμπαν. Ήταν ένα με το χώρο, δεν είχαν δικό τους σώμα. Έμοιαζε σαν τα πάντα να ήταν ένα σώμα με εκατοντάδες ζευγάρια κόκκινα μάτια. Έκανε μερικά βήματα προς μία αόριστη κατεύθυνση και τότε, όλα τα μάτια στράφηκαν πάνω του. Απόκοσμες φιγούρες πήραν υπόσταση μαζί μ’ ένα κομμάτι του κόσμου και σύρθηκαν προς το μέρος του με κενό και ταυτόχρονα ανατριχιαστικό βλέμμα. Ο Άρης τρόμαξε. Άρχισε να τρέχει, αλλά όπου και να πήγαινε, νέες σκιές αναδύονταν μπροστά του. «Φύγετε!», φώναξε. «Είναι αργά τώρα. Πέρασες στην άλλη άκρη. Μας ανήκεις.», άκουσε τις απόκοσμες φωνές τους. Και νέες εμφανίστηκαν και πιο κοντά του υψώθηκαν κι άρχισαν να γλύφουν με την παγωμένη τους αφή το σώμα του. «Αφήστε με!» Ο Άρης ούρλιαζε. Αν ήταν πραγματικότητα όλα αυτά, θα ‘νιωθε δάκρυα να τρέχουν απ’ τα μάτια του, ήταν σίγουρος. Αλλά δεν ήταν… έβλεπε όνειρο, έπρεπε να ‘ναι όνειρο αυτό, δε γινόταν αλλιώς. Κι ένα ήξερε: Έπρεπε να ξυπνήσει! Έβαλε όλη του τη σκέψη και τις δυνάμεις του να συγκεντρωθούν εκεί. Πάλευε με το μυαλό του, ενώ η σκιά με τα κόκκινα μάτια τον κατάπινε. Έκανε μια τελευταία προσπάθεια… …και συνήλθε! Πετάχτηκε όρθιος ανασαίνοντας βαριά. Είχε τρομοκρατηθεί, ήταν όλα τόσο αληθινά. Κοίταξε λοξά το μουσικό κουτί λίγο πιο δίπλα του. Η μουσική του ηχούσε ακόμα μέσα στο μυαλό του. Με μια ξαφνική κίνηση, το εκσφενδόνισε στην άλλη άκρη του δωματίου. «Πάτε να με τρελάνετε όλα εδώ μέσα!», φώναξε. Κοίταξε το ρολόι. Ξημερώματα… Αναστέναξε σκεφτόμενος ότι και πάλι δε θα κοιμηθεί. Ωστόσο, αποφάσισε να προσπαθήσει. Ξάπλωσε και σφράγισε τα βλέφαρά του. Παραξενεύτηκε, αλλά ένιωσε τόση αγαλλίαση άμεσα. Το γλυκό συναίσθημα του επερχόμενου ύπνου τον καταλάμβανε και πλέον πίστεψε ότι θα κοιμηθεί ήρεμα. Η αλλόκοσμη διάσταση δεν άργησε να τον αρπάξει ξανά, απαλά αρχικά κι απότομα έπειτα, πετώντας τον και πάλι στο ίδιο γκρίζο κενό. Η μουσική ηχούσε σαν πένθιμο εμβατήριο ξανά, οι σκιές θέριευαν και τα κόκκινα μάτια τους τον κάρφωναν. Ο κόσμος γύρω του διπλωνόταν και γύριζε γύρω απ’ την ίδια του την ύπαρξη, εμφανιζόταν κι εξαφανιζόταν χωρίς λογική. Ο Άρης κοίταξε τριγύρω του μην μπορώντας να πιστέψει ότι πάλι ήταν εκεί. Έμοιαζε χαμένος και φοβισμένος. «Τι θέλετε από μένα, πια; Αφήστε με να ησυχάσω!», ούρλιαξε. Η φωνή του αντήχησε στο κενό και φάνηκε να μην χάνεται στιγμή η ηχώ. Ήταν σα να γίνε τραγούδι για τη μελωδία που συνόδευε τη σκηνή. «Να γίνεις το μέσο τους για τον άλλο κόσμο», ακούστηκε μια φωνή από πίσω του. Ο Άρης γύρισε απότομα κι είδε μια ακόμα σκιά. Αυτή όμως δεν ήταν ίδια με τις άλλες. Φαινόταν να ‘χει κάτι ανθρώπινο. Πλέον όμως, κάθε μέρος του ήταν σαν από καπνό, έχοντας μικρή διαφορά απ’ τον υπόλοιπο κόσμο. «Ποιος είσαι;», ρώτησε ο Άρης. «Ένας. Τι σημασία έχει; Δεν έχουν σημασία τα ονόματα εδώ. Αυτοί με λένε Μπορζέγκιλ. Κι εμένα και κάθε άλλο σαν κι εμένα.», απάντησε η φωνή. «Τι είναι εδώ;» «Μέρος καταραμένο, μέρος που ψυχές παγιδεύτηκαν από σκοτεινές τέχνες. Τώρα ψάχνουν τρόπο να γυρίσουν στον κόσμο. Και για να κάνουν αυτό, πρέπει να πάρουν το σώμα σου και την ίδια στιγμή, να κάνουν την ψυχή σου ένα μ’ αυτό τον κόσμο… με μένα όπως βλέπεις τα ‘χουν σχεδόν καταφέρει.» «Πως…» «Άκουσες το μουσικό κουτί, σωστά;» «Ναι» «Δεν μπορείς να γλυτώσεις πια. Είναι μαγεμένο. Σ’ έχει δεσμεύσει σ’ αυτό τον κόσμο. Υπάρχουν κι άλλα σαν κι αυτό. Αυτοί το ‘φτιαξαν. Κάθε φορά που θα χάνεις τις αισθήσεις σου, το πνεύμα σου θα ‘ρχεται εδώ, θα γίνεται ένα με αυτό τον κόσμο. Τελικά, θα σε πάρουν…» Ο Άρης γέλασε. Δεν μπορούσε να πιστέψει σ’ αυτά που άκουγε. Όμως οι σκιές σέρνονταν προς το μέρος του, τον άγγιζαν, έπαιρναν τη θέρμη του σώματός του. Ένιωθε καλά πως πλέον κάτι έσβηνε μέσα του. «Πρέπει να φύγω!», φώναξε. Ο Άρης συγκεντρώθηκε όπως είχε κάνει και την άλλη φορά. Σκέφτηκε μόνο ότι έπρεπε να φύγει. Έκλεισε τα μάτια του κι έβαλε τον εαυτό να σκεφτεί ό,τι ωραίο είχε στο δικό του κόσμο. Τα χαρακτηριστικά του σφίχτηκαν κι ένιωθε τα νύχια του να μπήγονται στο ίδιο του το δέρμα. Όταν άνοιξε τα μάτια του, αντίκρισε την πόρτα του δωματίου του. Ανάσανε βαθιά. Ιδρώτας κύλαγε σε κάθε άκρη του σώματός του κι η καρδιά του σφυροκοπούσε στο στήθος του. Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι του με δυσκολία. Κοίταξε τον εαυτό του στο καθρέφτη. Ήταν χλωμός, πολύ χλωμός και τα μάτια του ήταν κατακόκκινα. «Πρέπει να ξεμπερδέψω μ’ αυτό το μέρος όσο πιο γρήγορα γίνεται», ψιθύρισε στον εαυτό του. Ακόμα η νύχτα κυριαρχούσε έξω, αλλά ο Άρης αποφάσισε να κατέβει στο ισόγειο. Δε θα κοιμόταν άλλο, δεν άντεχε άλλο ν’ αντιμετωπίσει τους εφιάλτες του. Έφτιαξε έναν βαρύ καφέ και κάθισε στο τραπέζι να τον πιει. Το μυαλό του παίδευαν διάφορες σκέψεις. Για πρώτη φορά άρχισε ν’ αναλογίζεται τον τραγικό θάνατο του θείου του. Δεν άργησε να θυμηθεί και την προειδοποίηση του: Μην την ανοίξεις… μην πάρεις τίποτα από ‘κει. «Είναι δυνατόν ο θείος να ήξερε;», αναρωτήθηκε. «Μήπως είχε πάθει το ίδιο;» Ανατρίχιασε και μόνο στη σκέψη ότι μπορεί να υπήρχε κάτι σ’ όλη αυτή την ιστορία που ώθησε τον θείο του στην αυτοκτονία. Όλα έμοιαζαν να δένουν σ’ ένα ανατριχιαστικό σύμπλεγμα, αλλά δεν του επέτρεπε η λογική του να δεχτεί τ’ οτιδήποτε. Είχε επηρεαστεί απ’ αυτό το σιχαμερό μέρος κι όταν γύριζε στην Αθήνα και στην Άννα, όλα θα ήταν πάλι μια χαρά. Έπεισε τον εαυτό του ν’ αφήσει τις ανόητες σκέψεις και να συνεχίσει τη δουλειά του. Σε δυο μέρες θα ‘φευγε. «Δεν κοιμήθηκες αρκετά, Μπορζέγκιλ» Η φωνή ήχησε κάπου απ’ τα βάθη του μυαλού του. Ο Άρης πετάχτηκε απ’ την καρέκλα του και κοίταξε τριγύρω. Ήταν σίγουρος πως κάποιος ήταν εκεί και του μιλούσε. Αλλά το σπίτι ήταν το ίδιο έρημο όσο τις τελευταίες μέρες. «Είσαι κουρασμένος.», μίλησε πάλι η φωνή και σύντομα επανέλαβε: «Δεν κοιμήθηκες αρκετά, Μπορζέγκιλ» Ο Άρης άρπαξε ασυναίσθητα ένα μαχαίρι απ’ το τραπέζι. «Ποιος είναι; Έλα έξω!», φώναξε κοιτώντας επιφυλακτικά. «Τι θα κάνεις, Μπορζέγκιλ; Θα καρφώσεις το κεφάλι σου; Ναι… μόνο έτσι θα βγω από ‘κει μέσα.» «Άρη με λένε! Ποιος είσαι; Όποιος κι αν είσαι κόψε την πλάκα!» Ο Άρης ένιωσε να τρέμει. Κάθε απόκοσμη λέξη που άκουγε έμοιαζε να παράγεται μέσα στο κεφάλι του. «Πλέον δεν έχει κανένα εγκόσμιο όνομα. Όχι για μένα.» Έπαψε για λίγο και ξανάπε για πολλοστή φορά: «Δεν κοιμήθηκες αρκετά…» «Δε θέλω να κοιμηθώ άλλο! Παράτα με!», ούρλιαξε ο Άρης. Έσφιξε το κεφάλι του ανάμεσα απ’ τις χούφτες του. Πόναγε αφόρητα. «Δε θες να κλείσεις τα μάτια σου; Όλα θα ‘ναι πολύ πιο γαλήνια εκεί.» «Είμαι τρελός… είμαι τρελός!», μονολόγησε κλωτσώντας μια καρέκλα μπροστά του. «Όχι. Απλά Μπορζέγκιλ.» Ο Άρης έτρεξε στον πάνω όροφο. Όρμισε στο δωμάτιο σπρώχνοντας με βία την πόρτα. Το μουσικό κουτί ήταν στο ίδιο σημείο που το ‘χε πετάξει. Τ’ άρπαξε και το πέταξε κάτω μ’ όλη του τη δύναμη. Το κουτί αναπήδησε σαν να ‘ταν από πλαστικό φτιαγμένο. Δεν έπαθε τίποτα. «Ανάθεμα!», ούρλιαξε ο Άρης. Γονάτισε κι έκλεισε τα μάτια του. Σκιές θέριεψαν στο μυαλό του, τον τρόμαξαν. Τ’ άνοιξε ξανά γρήγορα, αλλά οι αντιστάσεις του είχαν πλέον αρχίσει να υποχωρούν. «Κοιμήσου Μπορζέγκιλ… κοιμήσου…» «Δε θα κοιμηθώ…» ψιθύρισε άψυχα ο Άρης. Δάκρυα κυλούσαν απ’ τα μάτια του. Κάθε άκρη του μούδιασε. Έπεσε στο πάτωμα και στάθηκε εκεί σαν ανάπηρος. Δεν μπορούσε να ελέγξει το σώμα του πια, ούτε τις κινήσεις του. Τα μάτια του σφράγισαν… ΤΕΛΟΣ Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Joliet Jake Blues Posted September 25, 2010 Share Posted September 25, 2010 Ωραία ιστορία Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted September 25, 2010 Share Posted September 25, 2010 Σαν λάτρης της μουσικής, με γοητεύουν οι ιστορίες όπου η μουσική παίζει έναν μαγικό ρόλο, επειδή σίγουρα είναι μάγισσα. Ωραία ιστορία, ατμοσφαιρική και κατά την γνώμη μου ταιριάζει πιο πολύ στις ιστορίες τρόμου. Ωραίος ο κόσμος των καταραμένων ψυχών, σχεδόν έβλεπα κόκκινα μάτια γύρω μου να με κοιτάζουν (μπρρρ…) Περίμενα να δω περισσότερες προσπάθειες καταστροφής του μουσικού κουτιού, και πιο ευρηματικές (αν και δε νομίζω ότι η καταστροφή του θα άλλαζε αυτό που επρόκειτο να συμβεί) Και κάποιες άλλες απορίες που μου γεννήθηκαν… Γιατί ο θείος δεν προειδοποίησε με πιο άμεσο τρόπο τον Άρη και κράτησε την ύπαρξη του καταραμένου μουσικού κουτιού κρυφή. Θα μπορούσε να του γράψει στο μήνυμα να μην ακούσει την μουσική του, κι όχι να μιλάει με γρίφους. Γιατί δεν ξεφορτώθηκε ο ίδιος το μουσικό κουτί και το άφησε μέσα στο σπίτι που θα κληροδοτούσε στον ανιψιό του; Στις Άλπεις έμενε, θα μπορούσε να το πετάξει σε κάποια χαράδρα. Καλή επιτυχία! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mindtwisted Posted September 25, 2010 Share Posted September 25, 2010 Η ιστορία είναι πολύ καλά γραμμένη, αν και μου κάνει πιο πολύ για τρόμου, έχει βέβαια το φανταστικό στοιχείο. Με απορόφησε αρκετά μπορώ να πω. Βέβαια μου γεννήθηκε μια απορία. Καλά αυτός ο θείος γιατί κράταγε το κουτί κρυμμένο στη ντουλάπα, γιατί δεν το έθαβε που λέει ο λόγος. Μήπως αγαπούσε τόσο πολύ τον ανιψιό του γιατί ήθελε να πάρει το σώμα του όταν θα γινόταν αυτός σκιά; Αυτά έχω να πω... καλή επιτυχία!!!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Stanley Posted September 25, 2010 Share Posted September 25, 2010 (edited) Η ιστορία σου μου άρεσε. Έχω τις ίδιες απορίες που εκφράζουν παραπάνω τα παιδιά και,επιπλέον, να πω ότι η υπόθεση δεν είναι πολύ πρωτότυπη. Εντάξει,προφανώς και δεν θα τετραγωνίσουμε τον κύκλο εμείς εδώ,αλλά το θέμα με κάποιον/κάποια που πάει σε ένα σπίτι και ανακαλύπτει κατι καταραμένο,ύστερα μάλιστα από προειδοποίηση του προηγούμενου ένοικου,το έχουμε δει σε αρκετές ταινίες. Μια φράση που δεν μου κόλλησε: Επάνδρωσε όλο του το κουράγιο κι άρχισε να ξεδιαλύνει. Τόσο το επάνδρωσε,όσο και το ξεδιαλύνει,δεν πάνε νοηματικά εδώ. Ωστόσο, η ατμόσφαιρά σου ήταν ωραία και το κείμενο καλλογραμμένο. Με απορρόφησε,δηλαδή,και είχα όρεξη να διαβάσω. Να προσθέσω και την μουσική, την οποία την λατρεύω πάντα,αλλά και ότι μου άρεσε η τοποθεσία της ιστορίας:το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό ήταν στο Μιλάνο και έχω υπέροχες αναμνήσεις. Απόλαυσα πάρα πολύ αυτήν την ατάκα,πραγματικά: «Ηρέμησε ρε μαλάκα…», σκέφτηκε. Αυτά...Καλή επιτυχία,λοιπόν! edit:Α! και το τέλος...πολύ απότομο,νόμιζα ότι δεν είχε φορτώσει όλη η σελίδα! edit2:Πάρε και μια κομματάρα για την ιστορία σου! Edited September 25, 2010 by Stanley Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
TheTregorian Posted September 26, 2010 Author Share Posted September 26, 2010 Παιδιά ευχαριστώ όλους για τα καλά σας λόγια και για τις όποιες παρατηρήσεις σας! Ως είθισται, δε θ' απαντήσω σε κάτι τώρα. Μετά το τέλος του διαγωνισμού, θ' απαντήσω στις όποιες απορίες σας ή σχόλια σας. Και πάλι ευχαριστώ! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
white_unicorn Posted September 27, 2010 Share Posted September 27, 2010 Μια λεπτή γραμμή ξεχωρίζει το φάντασυ από τον τρόμο εδώ, και όσο και αν ήξερα που το πήγαινε η ιστορία δεν χάλασε σε τίποτα την ατμόσφαιρα.... μου άρεσε η περιγραφή και ο ήρωας που δεν ήθελε να είναι εκεί, όσο και αν το τοπίο τον μάγεψε.... βέβαια το "Μην το ανοίξεις" οδηγεί άμεσα στην ενστικτώδη αντίδραση του ανοίγματος.... Την απόλαυσα την ιστορία από εμένα καλή επιτυχία Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nocturnal Posted September 27, 2010 Share Posted September 27, 2010 (edited) Μπράβο Γιώργο. Δημιούργησες μια ιστορία με βαριά ατμόσφαιρα χωρίς να ξεφύγεις και χωρίς περιττές περιγραφές. Αυτός ήταν και ο κύριως λόγος που μου άρεσε. Το ότι σε βάζει από την αρχή στο κλίμα και σε κρατάει σε αυτό μέχρι το τέλος. Η κατάληξη λίγο απότομη, αλλά καθόλου κακή. Αν την ήθελες από την αρχή έτσι οκ, αλλιώς νομίζω πως είχες σε κάποια άλλα σημεία αρκετούτσικο περιθώριο κοψίματος λέξεων, για να σου μείνουν για το τέλος. Επισήμανση μόνο για τον Treg. Δεν είναι σχόλιο. Είσαι πολύ μ... χεμ... μπούφος, αν νομίζεις πως δεν μπορείς να γράψεις τρόμου. Βρε άντε από δω... Και επειδή είμαι κακός εκ γεννετής δεν ξεφεύγεις από τις παρατηρισούλες μου - σύμφωνα με το δικό μου γούστο πάντα- ( Μουχαχά ) 1. Κοντούλης , Αυτοκινητάκι -> Ο κοντούλης παρακαλείτε να γίνει κοντός και το μικρό, παλιό αυτοκινητάκι να γίνει μικρό, παλιό σαράβαλο ή αυτοκίνητο. Ευτυχώς ήταν και τα δύο στην αρχή. Διαλέγεις έναν τρόπο αφήγησης της ιστορίας σου και τον ακολουθείς. Δεν μπορώ να διαβάζω μέσα σε μια ιστορία π.χ τρόμου: Ο Δολοφόνος στάθηκε πάνω από τον κοντούλη κυριούλη, γεμάτος αίματα και ύστερα έφυγε γρήγορα με το αυτοκινητάκι του...................... 2. Σε κάποια σημεία βρίσκω τις ίδιες λέξεις πολύ κοντά την μία στην άλλη. Το χιόνι είχε πέσει κι εκεί για τα καλά και το κρύο ήταν τσουχτερό. Το λεωφορείο είχε κάνει στάση σε μία ανοιχτή χωμάτινη έκταση κι εκεί ο Άρης είδε τον άνθρωπο που τον είχε καλέσει εκεί. Σε λίγα σημεία όμως τίποτα ανασυχητικό Αυτάαααα.... Πολύ καλή ιστορία. Edited September 27, 2010 by Nocturnal Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
TheTregorian Posted September 27, 2010 Author Share Posted September 27, 2010 (edited) Επισήμανση μόνο για τον Treg. Δεν είναι σχόλιο. Ξέρεις που κατέληξα Παναγιώτη;; Ότι μόνο καθαρή, ξενέρωτη φαντασία δεν μπορώ να γράψω τελικά! :tongue: Αυτό πάντα ήθελα και κατέληξα να γράφω πιο καλά ΕΦ και σχεδόν-τρόμου!! Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια! Στα σχόλια σου συμφωνώ και τα 'δα κι εγώ... εκ των υστέρων! (Καταραμένη εξεταστική που δεν αφήνει χρόνο για σοβαρή διόρθωση!!) Ευχαριστώ κι εσένα White-Unicorn!! νομίζω πως είχες σε κάποια άλλα σημεία αρκετούτσικο περιθώριο κοψίματος λέξεων, για να σου μείνουν για το τέλος. KAI... Μη μου μιλάς γι άλλο κόψιμο!!! Πονούσα καθώς έσβηνα! Την πετσόκοψα την ιστορία...! Αλλά ναι, αυτο το τέλος ήθελα. Edited September 27, 2010 by TheTregorian Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 27, 2010 Share Posted September 27, 2010 Το μυστικό του θείου λοιπόν... ...και η ιστορία μοιάζει περισσότερο τρόμου, αλλά καλού τρόμου. Μου έλειψε η αιτία, το γιατί του αντικειμένου, συνήθως, κλασσικά, προσφέρουν κάποιο αντάλλαγμα που γλυκαίνει για ένα διάστημα την κατάρα. Τι είδους αντικείμενα μάζευε ο θείος; Με τι είδους αντικείμενα γεμίζει ο ήρωας τις κούτες; Καλή ιστορία που όμως μου άνοιξε την όρεξη για περισσότερα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Lady Nina Posted September 27, 2010 Share Posted September 27, 2010 Ποπο... Ανατρίχιασα! Είναι αυτό που λέμε πως η περιέργεια την έφαγε τη γάτα! Κι αυτός ο χριστιανός ο θείος του δεν μπορούσε να κλειδαμπαρώσει το κουτί και να το θάψει κάπου βαθιά ή τέλος πάντων, να το κρύψει κάπου όπου δε θα το έβρισκε κανείς; Πολύ ωραία ιστορία, όμορφα γραμμένη, που γεφυρώνει την πραγματικότητα που βιώνουμε όλοι μας με το μεταφυσικό και τους κινδύνους που αυτό περιλαμβάνει. Άνετα θα μπορούσε να γυριστεί και θρίλερ. Συγχαρητήρια, TheTregorian! Καλή επιτυχία στο διαγωνισμό! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Rixardogios Posted September 27, 2010 Share Posted September 27, 2010 Πάρα πολύ καλή ιστορία! Η αλήθεια είναι οτι θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί και τρόμου Απορία: γιατί ο θείος απλά έκρυψε το μουσικό κουτί στη ντουλάπα, και δεν προσπάθησε να το ξεφορτωθει κάπως. Επίσης το μήνυμα που άφησε στον ανιψιό μου θα μπορούσε , ίσως, να ήταν περισσότερο επεξηγηματικό θα μπορούσες να το συνεχίσεις το διήγημα + με άλλες ανατριχιαστικές ανατροπές, σκέψου το Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
TheTregorian Posted September 27, 2010 Author Share Posted September 27, 2010 Θα μπορούσες να το συνεχίσεις το διήγημα + με άλλες ανατριχιαστικές ανατροπές, σκέψου το Ω ΝΑΙ! Θα το κάνω!! Αναμένετε!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wordsmith Posted September 27, 2010 Share Posted September 27, 2010 Απλά γραμμένο, χωρίς φλυαρίες. Η υπόθεση, βέβαια, όπως έγραψαν και οι παραπάνω, είναι κλισέ και απλοϊκή: ο κληρονόμος ενός παράξενου γέρου/γριάς ανακαλύπτει μέσα στην κληρονομιά (=σπίτι) κάποιο περίεργο αντικείμενο=πόσα βιβλία και ταινίες... Ο "Υφαντόκοσμος" του Clive Βarker μού έρχεται πρώτος στο μυαλό. Μπορούσες να του βάλεις συμβολισμούς, παλιούς εχθρούς ή παλιές αμαρτίες του θείου ή του ανιψιού που ζητάνε εκδίκηση. Επίσης θα ήθελα περισσότερες πληροφορίες για τον πρωταγωνιστή, για να ταυτιστώ μαζί του και να νιώσω ό,τι κι αυτός. Ή να τον έκανες αντιπαθητικό και να νιώθαμε ότι του αξίζει ό,τι κι αν πάθει. Πάντως ικανοποιητικός χειρισμός του θέματος. Καλή επιτυχία. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
lizbeth_covenant Posted September 28, 2010 Share Posted September 28, 2010 Μου άρεσε παρα πολύ η ιστορία σου! Τη βρήκα εξαιρετικά καλογραμμένη και έχω καταλάβει πως όσο περνάει ο καιρός η γραφή σου βελτιώνεται αισθητά. Όσο για την πλοκή μου άρεσε πολύ, είχε αγωνία και πολύ ωραίες σκηνές που έφερναν σε τρόμου αλλά αυτό δε με πείραξε καθόλου. Αντίθετα με την αγαπητή wordsmith εγώ μπόρεσα εύκολα να ταυτιστώ με τον ήρωά σου. Βρήκα πολύ ρεαλιστικούς τους διαλόγους και έκανες καλή αποτύπωση των σκέψεων και των συναισθημάτων του ήρωα και αυτό σίγουρα βοήθησε. Ένιωθα τον φόβο του, τον οποίο, την ίδια στιγμή που τον βίωνε, παράλληλα τον θεωρούσε παράλογο. Πόσα βράδια δε μου έχει συμβεί κι εμένα ακριβώς το ίδιο πράγμα;; Ειδικά αν έχει προηγηθεί κάποια ταινία τρόμου! Εγώ έμεινα πολύ ικανοποιημένη απο τη δουλειά σου εδώ και διάβασα ένα ευχάριστο διήγημα που μου άρεσε πολύ. Συγχαρητήρια και καλή επιτυχία. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted September 28, 2010 Share Posted September 28, 2010 Καλό διήγημα Treg Οκ, έχω τις γνωστές πλέον απορίες γιατί ντουλάπα; γιατί να γράψει αυτά στο σημείωμα, που κάθε άνθρωπος τα αντίθετα θα έκανε; που βρήκε ο μπάρμπας το κουτί και γιατί; καλά, και μία δική μου: κληρονόμησε ένα τέτοιο σπίτι και απλά παίρνει μερικά πράγματα και σκοπεύει να φύγει;;; ούτε καν να το σκεφτεί; Όμως η ιστορία είναι πιασάρικη και γραμμένη όμορφα. Όντως κάθε ιστορία που γράφεις είναι καλύτερη από την προηγούμενη και με χαροποιεί ιδιαίτερα αυτό το γεγονός Οι περιγραφές στα όνειρα είναι πολύ καλές, ο τρόπος που του επιβάλλονται στον ξύπνιο του ακόμα καλύτερος Α, και βάζε τις σκέψεις μόνο με πλάγια γράμματα, χωρίς αυτάκια. Δε χρειάζονται, έτσι είναι που τις ξεχωρίζουμε από το διάλογο. Τα κλισέ εμένα δε με ενοχλούν. Απλά όταν κάτι έχει πεπατημένη ε, καλό είναι να τη χρησιμοποιείς -θα συμπλήρωνα "έξυπνα" ώστε να μην μένουν τρυπούλες. Είναι πιο εύκολο να ελέγξεις κάτι που είναι σχετικά γνωστό σα δομή, οπότε ο άλλος περιμένει περισσότερα πράγματα από σένα. ;) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 28, 2010 Share Posted September 28, 2010 Οκ, έχω τις γνωστές πλέον απορίες κληρονόμησε ένα τέτοιο σπίτι και απλά παίρνει μερικά πράγματα και σκοπεύει να φύγει;;; ούτε καν να το σκεφτεί; Αυτή η απορία πάει διπλή και από εμένα. Αν συνέβαινε σε μένα σιχτίρ στη ψωροκώσταινα και στην ψωρογκόμενα. Σαλέ και Ιταλικές Άλπεις it is! (Τι να πεις, μίζερος τύπος.) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
TheTregorian Posted September 28, 2010 Author Share Posted September 28, 2010 (edited) Οκ, έχω τις γνωστές πλέον απορίες κληρονόμησε ένα τέτοιο σπίτι και απλά παίρνει μερικά πράγματα και σκοπεύει να φύγει;;; ούτε καν να το σκεφτεί; Αυτή η απορία πάει διπλή και από εμένα. Αν συνέβαινε σε μένα σιχτίρ στη ψωροκώσταινα και στην ψωρογκόμενα. Σαλέ και Ιταλικές Άλπεις it is! (Τι να πεις, μίζερος τύπος.) Βασικά η εξήγηση γιατί το έκανε αυτό, υπήρχε στην μη-κουτσουρεμένη έκδοση πιο ξεκάθαρα. Ουσιαστικά ήταν θέμα του χαρακτήρα του. Δεν του πήγαινε αυτό το στυλ. Δυστυχώς, για να μη χάσει η ιστορία, δεν μπόρεσα να εμβαθύνω όσο ήθελα στον χαρακτήρα του, ενώ είχα μια ξεκάθαρα εικόνα γι' αυτόν. Γενικός, Ντίνο, ήταν αυτό που λες: μίζερος και προσκολλημένος στην καθημερινότητα του πίσω στην πατρίδα! Τώρα κάνω αυτό που είπα ότι δε θα κάνω πριν λίγα ποστ -εξηγώ πράγματα- αλλά ελπίζω να είναι προφανές ότι το κάνω μόνο σε συγκεκριμένες - όχι ιδιαίτερης βαρύτητας - περιπτώσεις. Έχω σκοπό να επεκταθώ αρκετά μετά το διαγωνισμό και ν' απαντήσω πιο αναλυτικά σ' όλα σας τα σχόλια. Ευχαριστώ όλους για τα σχόλια σας!! Edited September 28, 2010 by TheTregorian Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted September 28, 2010 Share Posted September 28, 2010 Για να πω την αλήθεια, φαίνεται το πετσόκομμα. Δεν ξέρω αν φταίει αυτό, πάντως δεν κατάφερα να διαβάσω αυτή την ιστορία με ενδιαφέρον, δεν ένιωσα να μου προσφέρει τίποτα που δεν ήξερα ήδη. Είναι αυτό που σου είπαν και τα παιδιά, αν το θέμα είναι τόσο κλισέ όσο αυτό, διάνθισέ το με ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες. Κάνε με να δω τον ήρωά σου. Ο δικός σου είναι τελειως άχρωμος. Είναι απλά κάποιος. Και φυσικά περίμενα κι εγώ περισσότερες προσπάθειες καταστροφής του κουτιού, αλλά είναι και το θέμα του χώρου, ε; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tattoman Posted September 28, 2010 Share Posted September 28, 2010 Πολύ ωραίο!... ωραία υπόθεση και γραφή που σε έλκει. Μου έκαναν πολλές παρατηρήσεις στο κέιμενο μου...πως δηλαδή δεν χρησιμοποιώ στοιχεία φάντασυ....η ιστορία μου μοιάζει σε έναν βαθμό με την δικιά σου....ίσως για αυτό να μου άρεσε. Πολύ ωραία και πάλι....(εγώ από εδώ κρατάω οτι μου άρεσε και όχι οτι δεν είδα στοιχεία φάντασυ....) (που προσωπικά είδα)....Καλή επιτυχία Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted September 29, 2010 Share Posted September 29, 2010 Προσπερνώ το γεγονός πως και αυτή η ιστορία είναι τρόμου. Ήταν συμπαθητική, αν και προβλέψιμη. Ο ρυθμός, η κλιμάκωση, όλα εντάξει όπως κι η εκτέλεση, αλλά νομίζω πως το κείμενο χρειαζόταν κάτι παραπάνω για να ξεφύγει από το στάνταρ τρομοδιήγημα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
kalanapathw Posted September 29, 2010 Share Posted September 29, 2010 Πάρα πολύ ωραία γραμμένη ιστορία. Με τράβηξε πάρα πολύ στο να την διαβάσω. Πολύ καλοί οι διάλογοι και το όλο σκηνικό που στήθηκε η ιστορία. Καλή επιτυχία στον διαγωνισμό. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
khar Posted October 2, 2010 Share Posted October 2, 2010 Ο χαρακτήρας του Άρη είναι αρκετά καλός. Ικανοποιητική είναι και η ατμόσφαιρα, όπως και η σταδιακή μετάβαση από την αρχική ηρεμία στον τρόμο. Η γραφή δεν είναι κακή, αλλά θέλει ένα χτένισμα. Το θέμα είναι πολύ συνηθισμένο και δεν κάνεις κάτι για να το ανανεώσεις ή να πρωτοτυπήσεις. Έτσι η εξέλιξη είναι αναμενόμενη, ενώ υπάρχει και μια ευκολία στην επιλογή του ήρωα να ανοίξει την ντουλάπα και να πάρει το αντικείμενο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
aScannerDarkly Posted October 2, 2010 Share Posted October 2, 2010 Κατ' αρχάς, πρόκειται ξεκάθαρα για ιστορία τρόμου και δυστυχώς ο διαγωνισμός ζητάει φάντασι... Πέρα από αυτά, τα καλά νέα είναι ότι αποφεύγεις τη φλυαρία που έχω συναντήσει στις παλιότερες ιστορίες σου. Το θέμα δεν είναι και ό,τι πιο πρωτότυπο, το χειρίζεσαι όμως σχετικά καλά. Προκύπτουν όμως αρκετά ερωτήματα, που καταστρέφουν την αληθοφάνεια και την πειστικότητα: Το κλασσικό - γιατί ο θείος το έκρυψε στην ντουλάπα; Γιατί δεν προσπάθησε ο ήρωας πιο παθιασμένα να το καταστρέψει; Το ότι ο δικηγόρος δεν είχε το τηλέφωνό του, ακούγεται τουλάχιστον αφελές ως δικαιολογία να τον πάρει κάποιος άλλος στη θέση του. Τελικά, τι πήγε να κάνει ο ήρωάς μας εκεί; Αφού δε είχε χρόνο και σκοπό να κάτσει, πήγε απλώς να μαζέψει διάφορα αντικείμενα; Τι αντικείμενα ήταν αυτά; Γιατί τα μάζεψε; Αφού δεν ήθελε άλλωστε να χρησιμοποιήσει το σπίτι. Οι καταδικασμένες ψυχές, πώς έφτιαξαν ένα υλικό αντικείμενο και πώς το έβαλαν στον κόσμο μας; Γενικότερα, ίσως θα χρειαζόταν κάποιο πιο δυνατό υπόβαθρο και κίνητρο πίσω από τους καταραμένους. Εκδίκηση, ανοιχτοί λογαριασμοί, κάποια μυστική λατρεία, δεν ξέρω. Επίσης, δε με πείθει ο τρόμος που πιάνει στην αρχή τον ήρωα - χωρίς να του έχει συμβεί τίποτα παράξενο - και ο τρόπος που μετά τον ξεπερνά, χωρίς ιδιαίτερη εσωτερική πάλη, και ανοίγει την ντουλάπα και παίρνει το αντικείμενο Έξω από τα πλαίσια του διαγωνισμού πάντως, είναι μια καλή προσπάθεια, που δείχνει βήματα προόδου σου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Big Fat Pig Posted October 5, 2010 Share Posted October 5, 2010 Μερικά νοηματικά σκαλώματα (έχουν ήδη επισημανθεί) δεν με εμπόδισαν να απολαύσω αυτή την "ιστορία φαντασμάτων". Με ενόχλησε μόνο το ότι έπρεπε να πάρω ως δεδομένη την παράλογη συμπεριφορά του θείου ώστε να προωθηθεί η πλοκή. Τον βρίσκουν κρεμασμένο ενώ έχει αφήσει ένα καθόλου διαφωτιστικό σημείωμα στον κληρονόμο του. Πιστεύω ότι όλο αυτό το κομάτι έπρεπε να είχε στηθεί αλλιώς. Δηλαδή ο θάνατός του, ποιά και πόσα στοιχεία αφήνει πίσω του και με ποιόν τρόπο τα αφήνει. Ποιο αληθοφανές θα ήταν να μην υπάρχει η άμεση προειδοποίηση με μισόλογα αλλά μια σειρά στοιχείων που θα ανακάλυπτε σιγά σιγά ο ήρωας ώστε να χτιστεί έτσι το σασπένς. Γιατί από κει και πέρα όλα τα άλλα λειτούργησαν μια χαρά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.