KELAINO Posted September 24, 2010 Share Posted September 24, 2010 Όνομα Συγγραφέα: Μπάμπης Γεωργία Κελαινώ Είδος: φαντασία Βία, Σεξ; εκτός οθόνης Αριθμός Λέξεων: 3494 Αυτοτελής; ναι Σχόλια: πετσοκομμένη βερσιόν και πρώτη φορά επιχειρώ κόπυ/πέιστ. Οι θεοί να βάλουν τα πλοκάμια τους! ΤΑ ΒΟΥΝΑ, ΤΑ ΛΑΓΚΑΔΙΑ! Ακολουθώντας το φρουρό, η Ρεγισμοία μπήκε στο δωμάτιο. Ο Άρχοντας της έγνεψε από την πολυθρόνα του, χαμογελαστός. Πίσω της, άλλοι φρουροί βρόντησαν και τριπλοκλείδωσαν την πόρτα. «Για να εξασφαλίσω την αμέριστη προσοχή σας, Δέσποινα Ρεγισμοία Σεβέμλα. Αισθάνομαι πλήρης ευγνωμοσύνης που ανταποκριθήκατε έτσι άμεσα στην πρόσκλησή μου και σας διαβεβαιώνω ότι δε θα σπαταλήσω πολύτιμο χρόνο σας. Όπως καταλαβαίνετε, τα ξέρω όλα!» Η Ρεγισμοία παρέμενε αμίλητη. «Δεν ωφελεί να το αρνείσθε», συνέχισε ο άρχοντας. Σ’ ένα του νεύμα μπουκάρανε δύο τσιράκια του, σέρνοντας ανάμεσά τους έναν λιπόθυμο και εντελώς αιμόφυρτο νεαρό. Η Ρεγισμοία έριξε μια ματιά κι έστρεψε πάλι την προσοχή της στον Άρχοντα. «Τα ομολόγησε όλα», την πληροφόρησε εκείνος. «Ποίος να το φαντασθεί. Η μυστηριώδης φοβερή και τρομερή Γερακίνα, ο εγκέφαλος της εξέγερσης, δεν είναι άλλη από τη μοναχοκόρη του Δαφνόσκεπου Αυτοκράτορά μας. Και έλαχε σε μένα να το ανακαλύψω. Φυσικά, Υπέρλαμπρος πατέρας σας, έχει ήδη ειδοποιηθεί και αναμένεται εντός ολίγων ημερών δια να επιληφθεί προσωπικώς του θέματος. Στο μεταξύ, δε θα αρνηθείτε τη φιλοξενία μου, έτσι δεν είναι; Αν υπάρχει κάτι που μπορώ να σας προσφέρω, μη διστάσετε.» «Ένα γιατρό», είπε η Ρεγισμοία. «Ω, είσθε αδιάθετη; Πληγωμένη; Μήπως..» Η Ρεγισμοία έδειξε προς τη μεριά του καταματωμένου νέου. «Όχι για μένα», είπε. Ο άρχοντας την κοίταξε άναυδος. «Μα είναι ένας δραπέτης», είπε τέλος. «Δεν είχε να περιμένει τίποτε άλλο, και το γνώριζε και ο ίδιος, είμαι βέβαιος. Άλλωστε δεν μπορούμε να σπαταλάμε το δυναμικό και τα αποθέματα του φρουρίου σε σκλάβους, ιδίως σε τέτοιους ανήσυχους καιρούς. Αν ήτανε σε καιρό ειρήνης, θα το σκεφτόμουνα. Τώρα όμως… ω μα ελάτε, μην ζαρώνετε το προσωπάκι σας… άμα χρειάζεσθε κάποιον σκλάβο, ολόκληρο το στοκ μου είναι στην διάθεσή σας, δεν έχετε παρά να διαλέξετε, όσους θέλετε… γι’ αυτό στενοχωριέσθε;» Η Ρεγισμοία κούνησε το κεφάλι. «Τότε πρέπει να μείνει μαζί μου» είπε. «Μα, Αγλαωδεστάτη, γίνεσθε παράλογη!» «Ίσως. Εξακολουθώ όμως να είμαι η μοναδική κληρονόμος του Θρόνου. Οπότε δεν το συζητάμε. Φώναξε τους δεσμοφύλακες». «Τιμητική φρουρά», τη διόρθωσε αυτόματα ο άρχοντας, στενάζοντας παραιτημένος. «Έστω.» Οι φρουροί τους οδήγησαν σε ένα υπνοδωμάτιο του πύργου και σαβούρντησαν τον αναίσθητο σκλάβο σ’ ένα χαλάκι. Η Ρεγισμοία περίμενε να φύγουνε και μετά έπεσε πάνω του με την ψυχή στο στόμα. «Ύσραντ!» Καμιά αντίδραση. Η ανάσα του έβγαινε ρηχή και ζορισμένη, ο σφυγμός κάλπαζε ανεξέλεγκτα. Τα τρεμάμενα χέρια της ανακάλυψαν τουλάχιστον τρία σπασμένα πλευρά. Με αυξανόμενο πανικό, η κοπέλα επέδεσε όσες πληγές μπορούσε με λουρίδες από το σεντόνι, έβαλε μπόλικα μαξιλάρια κάτω από το κεφάλι του και από τα γόνατά του, τον τύλιξε με μια κουβέρτα και, έχοντας εξαντλήσει τις δυνατότητές της, κάθισε δίπλα του κατάχαμα δαγκώνοντας τις γροθιές της, με χοντρά δάκρυα που έσταζαν από τα μάτια της, εκλιπαρώντας, διατάζοντάς τον να μη πεθάνει. Σίγουρη πώς θα τελείωνε εκεί μπροστά της. Λυσσώντας για εκδίκηση. Πρέπει να είχε αποκοιμηθεί. Την ξύπνησε μια πνιχτή κραυγή. Το δωμάτιο είχε σκοτεινιάσει. Ψηλαφητά βρήκε το χέρι του και το έσφιξε. «Σσσστ.. Σραντ… εγώ είμαι… σύχασε…» «…Ρεγ;» Τον ένιωσε να σπαράζει, ανήμπορος να πάρει ανάσα και πάλεψε να ακουστεί όσο πιο ήρεμη γίνονταν. Χάιδεψε τα μαλλιά του, που είχαν κολλήσει από το πηγμένο αίμα κι ακούμπησε τα χείλη της στο μέτωπό του. «Μην ανησυχείς. Χαλάρωσε.» «Γιατί δε με σκότωσες;» τη ρώτησε βραχνά. «Γιατί να κάνω κάτι τέτοιο;» «Σε πρόδωσα, Ρεγ. Όλους… τα γάμησα όλα…» «Σώπα ρε! Τι θαρρείς, πώς μπορείς να κάνεις μια έτσι και να συντρίψεις ολάκερο κίνημα, αυτό νομίζεις; Μοναχός σου, εσύ και κανείς άλλος, εκεί που απέτυχαν μιστοφόροι και λεγεώνες; Ίσα!» «Δεν καταλαβαίνεις…» Η φωνή του έβγαινε με τα χίλια ζόρια. «Τους τα είπα όλα… για σένα… για το καταφύγιο… και για την ενέδρα στα στενά…» Η Ρεγισμοία έσφιξε τα δόντια. «Έλα ρε, δεν έγινε και καμιά ζημιά. Το καταφύγιο έχει κι άλλες εξόδους και η ενέδρα… δεν έχει σημασία.» «Κι εσύ;» «Ουδείς αναντικατάστατος. Κοίτα, πρέπει να ηρεμήσεις, Σραντ. Μη μιλάς άλλο. Δεν έχω να σου δώσω και τίποτα. Τους ζήτησα, αλλά μπα…» Αλλά ο Ύσραντ αδυνατούσε να ηρεμήσει. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε βίαια, στον απέλπιδο αγώνα που ήταν η κάθε του ανάσα. «Από δική μου… μαλακία… έπεσα στα χέρια τους… σαν…» «Ρε συ Σραντ, είπαμε εντάξει, ό,τι έγινε, έγινε. Κοίτα να γίνεις καλά τώρα.» Το χέρι του τινάχτηκε και την άρπαξε από το μανίκι. «Γιατί δε… μ’ αφήνεις να ψοφήσω… ανάθεμά σε… κακούργα… Έχεις μαχαίρι;» «Όχι. Δεν έχω μαχαίρι. Είμαστε φυλακισμένοι.» «Θα πρέπει να… με μισείς πολύ…» «Ναι… σε κρατάω στη ζωή για να μπορέσω να σ’ εκδικηθώ, σιχαμερέ καταδότη…» «Ρεγ… δεν μπορείς… στο όνομα των κοινών αγώνων μας… πνίξε με ή κάτι…» Τον διέκοψε ένας άγριος βήχας. «Τ’ ορκίστηκες, γαμώ το…» είπε, πριν γυρίσει στο πλευρό για να ξεράσει μια εξωφρενική ποσότητα αίματος. Η Ρεγισμοία δεν άντεξε άλλο. Όρμησε στην πόρτα και άρχισε να την κοπανάει καλώντας σε βοήθεια. Χωρίς αποτέλεσμα Στο τέλος έσπασε το ένα πόδι του κρεβατιού και βάραγε την πόρτα μ’ αυτό, ουρλιάζοντας. Μετά από πάρα πολλή ώρα, εδέησε να εμφανιστεί ένα απόσπασμα εντελώς ζοχαδιασμένων φρουρών. «Ένα γιατρό» τους παρακάλεσε με φωνή αβυσσαλέα από τις φωνές. Οι φρουροί γινήκανε πυρ και μανία, γι’ αυτό μας κουβάλησε, για τον κωλοσκλάβο, παλιοχαμούρα κλπ κλπ. Η Ρεγισμοία τους κοίταξε σοκαρισμένη. «Κανείς από σας που θέλει να κάνει μια χάρη σε μια κληρονόμο με λαμπρό μέλλον, εξαιρετικές προοπτικές και πολύ γερή μνήμη;» τους ικέτεψε, αλλά δεν έδειξαν ενδιαφέρον. Πάνω στην απελπισία της πήρε κάτι που έλπιζε πώς ήτανε προκλητική στάση, λέγοντας «Αγόρια, έχετε πάει ποτέ με γαλαζοαίματη;» Αλλά εκείνοι τη χλεύασαν με ποικίλα σεξιστικά σχόλια, διαβεβαιώνοντάς την πως θα ’φτανε η σειρά της και να μην ανησυχεί, και φύγανε κλείνοντάς της την πόρτα στα μούτρα. Η Ρεγισμοία ξάπλωσε δίπλα στον Ύσραντ, χώνοντας το πρόσωπό της στο λαιμό του, όπως συνήθιζε κάθε φορά που κατάφερναν να ξεκλέψουν λίγες στιγμές γαλήνης σε κάποιο λημέρι. Σπηλιές, αχυρώνες, ερειπωμένα κάστρα… πάνω στα βουνά, εκεί όπου μαζεύονταν οι εξεγερμένοι. «Ρε θα πουλήσω την επανάσταση για πάρτη σου, μην πεθαίνεις» ψιθύρισε στο λαιμό του, μέσα σε αναφιλητά και άφθονη μύξα, και της φάνηκε πως άκουσε τη φωνή του να απαντάει ‘δεν είναι τσιφλίκι σου το κίνημα!’. Της ήρθε η εικόνα στο νου ολοζώντανη: πάνω σε κάτι ραχούλες, έξω από μια σπηλιά, στις αρχές του κινήματος. Όλοι πρωτάρηδες, ένα γύρω αγρότες με δικράνια, φοιτητές με σπαθιά αντίκες, αργόσχολοι, χαφιέδες, ένας σουβλατζής, που πήγαιναν όλοι ετούτοι; Και μια Ρεγισμοία ινκόγκνιτο να προσπαθεί να τους εξηγήσει, πως δεν την ενδιαφέρει να καπελώσει τίποτα, αλλά αφού έρχεται οικειοθελώς για να τους δώσει τα φώτα της, έχοντας σπουδάσει στρατηγική και τέτοια, γιατί είναι τόσο ηλίθιοι που δεν τη δέχονται με ανοιχτές αγκάλες; Ο Ύσραντ, μην τολμώντας ακόμα να πιστέψει την ίδια του τη θρασύτητα, που αντιμιλούσε σε αριστοκράτισσες, αντιπροσώπευε τη μερίδα που δεν καταψάρωσε όταν είδε την υψηλή κοινωνία ανάμεσά τους, αλλά εννοούσαν πώς το κίνημα έχει λούμπεν βάσεις και να τους αδειάζει τη γωνιά. «Είναι δυνατόν, πού ταυτίζονται τα συμφέροντά μας;» Έλεγε, έχοντας αρπάξει τη φρασεολογία στο πιτς φιτίλι. «Και μη μας πείτε σε ιδεολογικό επίπεδο, πάλι! Η ιδεολογία αποτελεί, ως γνωστό, μια κίβδηλη μορφή συνειδητότητας…» Και μετά από πολλή ώρα άκαρπου διαλόγου, ξεστόμισε και κείνο το κλασσικό, που μετά έγινε σλόγκαν: «Δεν είναι τσιφλίκι σας το κίνημα!» Όπου φυσικά η λογική απάντηση ήταν: «Αλλά ούτε και δικό σου και δεν έχετε δικαίωμα να με διώξετε και οι προκαταλήψεις δεν έχουνε θέση σ’ ένα επαναστατικό κίνημα, και απαιτώ να κριθώ από τα έργα μου, όπως όλοι.» Το ίδιο βράδυ, όταν η Ρεγισμοία και μερικοί ακόμα υποψιασμένοι κάθονταν και συζητούσαν εξοπλισμούς και επιμελητίες, ο Ύσραντ ήρθε να τη βρει και να της ζητήσει συγνώμη. «Έχετε δίκιο, οι γνώσεις σας είναι πολύτιμες. Απλά, όταν κάποιος έχει να χάσει τόσα πολλά όσο εσείς… τα κίνητρα είναι…» Η Ρεγισμοία του εξήγησε για τα κίνητρά της. «Ποιος ξέρει τη διαφθορά καλύτερα από μένα; Μπορώ να σου αναφέρω συγκλονιστικά στοιχεία. Αν ο κόσμος ήξερε… και στο κάτω-κάτω, ο Τσιλκμαίν Ταρδόλζους δεν απέδειξε περίτρανα στο «περί της των πολιτών αγωγής» πως μια πιο άμεση μορφή διακυβέρνησης είναι όχι μόνο εφικτή, αλλά και αναγκαία στα πλαίσια του ιστορικού γίγνεσθαι κλπ κλπ.» Στο μεταξύ ανοίξανε και κάτι απαλλοτριωμένα κρασιά, η νύχτα προχώρησε, κάτι το μυρωμένο νυχτερινό αεράκι και η χαραυγή τους βρήκε περιπτυγμένους να βγάζουν γούστα. Βήματα στον διάδρομο. Οι βαριές μπότες του φρουρού, και ένα ακόμα ζευγάρι πόδια, πολύ πιο ελαφρά. Η Ρεγισμοία τα άκουσε μέσα από το πάτωμα όπως ήτανε ξαπλωμένη, να σταματάνε έξω από την πόρτα. Το κλειδί μπήκε στην κλειδαριά και γύρισε. Οι μεντεσέδες έτριξαν. Πετάχτηκε όρθια, σκούπισε το πρόσωπό της στα γρήγορα και του κόλλησε ό,τι αγέρωχο ύφος βρήκε πρόχειρο. Οι επισκέπτες, ένας από τους φρουρούς και μια γριούλα, στάθηκαν στο κατώφλι συνεσταλμένοι. Μα μόλις η γριούλα είδε τον Ύσραντ στο πάτωμα, πήγε αμέσως κοντά του κάνοντας τσκ-τσκ-τσκ, βγάζοντας βότανα και βαζάκια. Ο φρουρός απόθεσε δίπλα της ένα καζάνι με αχνιστό νερό και στάθηκε αμήχανα. «Ώστε αλλάξατε γνώμη;» είπε η Ρεγισμοία ψυχρά. Εκείνος τα ψιλομάσησε. «Εμ, όχι ακριβώς… ο λοχαγός δεν ξέρει… θα σας παρακαλούσαμε να μην πείτε τίποτα σε κανέναν…» Αφουγκράστηκε ανήσυχος κι όταν διαπίστωσε πως δεν ακούγονταν τίποτα, χαλάρωσε ελάχιστα. Έσκυψε και ψιθύρισε συνωμοτικά: «Αλήθεια, εσείς είστε η Γερ…» «Κι αυτό;» τον διέκοψε η Ρεγισμοία, δείχνοντας τη γριούλα, που στο μεταξύ είχε περιβάλλει τον Ύσραντ με φουριόζικες φροντίδες. Ο φρουρός ξερόβηξε. «Η μάνα είναι μαμή», είπε, σαν αυτό να τα εξηγούσε όλα. Η Ρεγισμοία τον περίμενε να συνεχίσει. «Η μάνα λέει, πως έχει φέρει στον κόσμο εκατοντάδες εκατοντάδων μικρούλια, σκλαβόπουλα κι ελεύθερα και από τ’ άλλα, να με σχωρνά η ευγένειά σας, πού ’ν’ από τζάκι… αλλ’ ακόμα, λέει, δεν έχει καταλάβει σε τι διαφέρουνε. Έτσι λέει. Όλα από ’να μ*γκουχ* να με σχωρνά η αφεντιά σας, βγαίνουνε.» Η Ρεγισμοία έστρεψε το συγκλονισμένο της βλέμμα στη γριούλα. Της φάνηκε πώς ανοίξαν τα ουράνια και μια φωτεινή στήλη έπεσε πάνω στην σκυφτή μαυροντυμένη φιγούρα. «Ποιος έδεσε αυτούς τους επιδέσμους;» Ρώτησε η γριά επιτακτικά, κι η Ρεγισμοία βάρεσε προσοχή, σχεδόν. «Εγώ!» «Καλούτσικοι είναι. Έλα να βάλεις ένα χεράκι.» «Αυτό που κάνετε είναι επικίνδυνο, το ξέρετε φαντάζομαι», είπε η Ρεγισμοία στη γριά, κι εισέπραξε ένα περιφρονητικό «χμμμ» για απάντηση. «Και τον άρχοντα, ποια μαθές τον ξεγέννησε;» «Δεν πρόκειται να τον σταματήσει κάτι τέτοιο.» «Κοίτα κορίτσι μου, θες να γίνει καλά το παιδί, για δε θες;» «Υπάρχει τέτοια περίπτωση;» Ψιθύρισε η κοπέλα, μην τολμώντας να θρέψει καμιά ελπίδα. Η γριά δεν απάντησε. «Κάνε όπως είπαμε. Θα κοιτάξω να ξανάρθω αύριο» είπε η γριούλα αρκετή ώρα αργότερα, αφού είχε αφήσει οδηγίες και καταπότια και ετοιμαζότανε να φύγει. Η Ρεγισμοία έγνεψε βουβά, κρατώντας την άκρη από τη ζώνη της μαμής, με τα μάτια να κολυμπούν στα δάκρυα. Στην πόρτα η γριά κοντοστάθηκε. «Το πονάς το παλικάρι, ε; Για να ζήσει, δεν ξέρω. Πάντως, άμα θες παιδιά, καλύτερα βρες άλλονε. Γεια σου.» Η Ρεγισμοία χάραξε τη γραμμούλα της ημέρας, ένατη στη σειρά, και μετά πάτησε στη ράχη μιας πολυθρόνας, σκαρφάλωσε στον φεγγίτη και κόλλησε τα μούτρα στα κάγκελα. «Άνοιξη ρε μαλάκα», φώναξε ρουφώντας φρέσκο αεράκι. «Θυμάσαι, όταν βγαίνανε τα πρώτα κρινάκια, τότε πριν την πολιορκία της Δράφτης; Όταν ήρθαν όλοι εκείνοι οι κυριλέδες για διαπραγματεύσεις, και καθόμασταν κάτω από τις αγριαπιδιές, πίνοντας τσίπουρα, θυμάσαι; Πώς κελαηδούσαν τα πουλιά…Τι να γίνεται στη Δράφτη;» «Δεν υπάρχει πια η Δράφτη», μουρμούρισε ο Ύσραντ.«Ούτε πουλιά, ούτε κρίνα, άνοιξη δεν υπάρχει. Ρεγ… το ορκίστηκες, μη χέσω! Όταν έρθει η ώρα, να πάρεις το σπαθί και να κάνεις αυτό που πρέπει, το ξέχασες; Να μη μ’ αφήσεις να ζήσω σκλάβος… ανάθεμά σε…» «Αμά’ ρε Σραντ, κόφ’ την κλάψα. Δεν καταλαβαίνεις, αν η Δράφτη κρατάει ακόμα, και αν αυτό που άκουσα από την πλύστρα είναι αλήθεια, τότε οι δικοί μας ελέγχουν το δρόμο για την Ηόστα. Και αυτό θα εξηγούσε το γιατί ο μπαμπάς δεν έχει καταφθάσει ακόμα.» Μετά από λίγο πρόσθεσε: «Αν φτάσουν ως εδώ…» Τότε άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο Άρχοντας αυτοπροσώπως. Σούφρωσε τη φάτσα του στη θέα του Ύσραντ και είπε στη Ρεγισμοία: «Να φύγει. Πρέπει να μιλήσουμε ιδιαιτέρως.» Εκείνη έδωσε ένα σάλτο και προσγειώθηκε μπροστά του, λέγοντας: «Όχι. Πείτε ό,τι έχετε να πείτε. Εγώ κι ο Ύσραντ δεν έχουμε μυστικά μεταξύ μας.» Ο Άρχοντας ξίνισε ακόμα περισσότερο. «Έστω», είπε τέλος. Έριξε άλλη μια στραβή ματιά στον Ύσραντ και μετά στράφηκε στη Ρεγισμοία. «Ήρθα εδώ να σας συμβουλέψω», είπε παίρνοντας ένα πολύ πατρικό ύφος. «Είσθε σε ευαίσθητη ηλικία, έχετε χάσει και τη μητέρα σας, το κατανοώ πώς δεν είναι εύκολο να βρείτε το δρόμο σας… Η αλήθεια είναι πώς σας βλέπω και λίγο σαν κόρη μου. Εγώ δυστυχώς δεν έχω θυγατέρες… μόνο γιους, όπως ασφαλώς θα γνωρίζετε. Αλλά κι αυτοί έχουν τα βάσανά τους. Πρέπει να φροντίσει κανείς τη μόρφωσή τους, την καριέρα τους, την αποκατάστασή τους…» Ένα ξαφνικό φως άστραψε στο νου της Ρεγισμοίας. «Ώστε έτσι!» φώναξε. «Αυτό είναι. Να παντρευτώ το γιο σου.» «Γιατί όχι; Πρέπει κάποτε να αναλάβετε τις ευθύνες σας έναντι στην Αυτοκρατορία. Δεν είσθε πια παιδί, Ρεγισμοία Σεβέμλα.» «Η Αυτοκρατορία, όπως την ξέραμε, έχει πάψει να υπάρχει» είπε η Ρεγισμοία. «Έχουμε πόλεμο.» «Εξέγερση. Της οποίας ηγείσθε. Φυσικά θα απευθυνθείτε στο λαό με κείνο το τόσο χαριτωμένο σας ψευδώνυμο, ζητώντας από όλους να παραδώσουν τα όπλα και να επιστρέψουν στην νομιμόφρονη διαβίωση. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε και το ενδεχόμενο κάποιας αμνηστίας. Εννοείται πώς ορισμένα ιδιαίτερα ειδεχθή εγκλήματα κατά του λαού πρέπει να τύχουν παραδειγματικής…» «Κι αν δεν δεχτώ;» τον έκοψε η Ρεγισμοία. Ο Άρχοντας υψώθηκε σε όλο το ανάστημά του. «Θα πρέπει να αποκαλύψω στον πατέρα σας ότι είσθε πρωτεργάτης της εξέγερσης εναντίον του. Δεν τον λυπάσθε; Τόσα φαρμάκια τον έχετε ποτίσει. Άλλωστε…» «Εντάξει…» είπε η Ρεγισμοία. «Ε;» είπαν μαζί ο Ύσραντ και ο Άρχοντας. «… με έναν όρο. Θα απελευθερώσεις τον Ύσραντ. Και μετά φέρε το γιο σου σημαιοστολισμένο, ή ό,τι να ’ναι…» «Έι, για μισό λεπτό…» φώναξε ο Ύσραντ και ο Άρχοντας είπε: «Μα…» «Τι μα;» «Μα δεν μπορεί η τύχη ολόκληρης Αυτοκρατορίας να εξαρτάται από την τύχη ενός… ενός…» «Πράγματι,» είπε η Ρεγισμοία «αυτό θα έδινε μια ανησυχητική αίσθηση προοπτικής στα τεκταινόμενα. Όπως και να ’χει, αυτή είναι η απάντησή μου. Καλημέρα!» Του έδειξε την πόρτα. Ο Άρχοντας είπε: «Όπως και να ’χει, ο πατέρας σας θα είναι εδώ το βράδυ. Θα σας περιμένουμε στο δείπνο.» πριν φύγει σοκαρισμένος. Ο Ύσραντ δεν ήταν λιγότερο σοκαρισμένος. «Δεν μπορώ να πω ότι δεν το περίμενα» είπε η Ρεγισμοία. «Φυσικά κατάλαβαν ότι αν απλά έβγαιναν κι έλεγαν ‘παιδιά, θα γελάσετε, αλλά η περίφημη Γερακίνα είναι πριγκίπισσα της αυτοκρατορίας’, τι θα γινότανε; Το πολύ να ’ριχνε ο κόσμος δυο-τρία μπινελίκια, και μετά θα συνέχιζε τον αγώνα. Δε συμφέρει σε κανένα να μαθευτεί…» Μετά πρόσεξε το ύφος του Ύσραντ. «Τι;» «Είσαι τελείως τρελή;» της φώναξε εκείνος. «Να πας και να τους πεις πως είναι ένα μάτσο λεχρίτες και οι μέρες τους είναι μετρημένες!» «Κι εσύ;» «Τι εγώ; Χέσε με εμένα! Ρε, δίκιο έχουν που το λένε: ο επαναστάτης δεν πρέπει να έχει ανθρώπινες αδυναμίες. Ορίστε τώρα. Ό,τι θέλει σε κάνει ο κωλόγερος.» «Για στάκα, ρε συ Σραντ, εσύ δηλαδή στη θέση μου, τι θα έκανες;» «Εγώ; Στη θέση σου; Τι θα έκανα;» «Όχι πες!» «Ρεγ, δε θα μπορούσα να βάλω σε κίνδυνο τόσο χιλιάδες κόσμο. Και δεν είναι μόνο ο κόσμος. Είναι η ελπίδα που κουβαλάνε, αν χαθεί αυτό, δε μας μένει τίποτε, μια πέτρα στο λαιμό και φούντο. Αυτοί που δε γεννήθηκαν, τι θα λένε για μας; Είχανε την ευκαιρία, αλλά τα σκατώσανε, και να ’μαστε τώρα εμείς εδώ να φτύνουμ’ αίμα; Αν ήμουνα στη θέση σου, καλή μου, θα σ’ έσφαζα στο γόνατο. Μετά θα ’παιρνα τα βουνά, θα μάζευα τα παιδιά και θα τους έλεγα: ‘ναι ρε, εγώ είμαι, η Γερακίνα, η Ρεγισμοία Σεβέμλα, άιντε τώρα όλοι μαζί ένα ντου να τους φάμε τα λαρύγγια!’» «Στο γόνα, ε; παλιοαρχίδι! Λοιπόν άκου: θα κάτσουμε και θα βρούμε μια λύση, κι ούτε το μέλλον θα μας βρίζει, και χωρίς σφαγές.» «Έλα ’δω» είπε ο Ύσραντ, ανοίγοντας την αγκαλιά του, κι η Ρεγισμοία χώθηκε μέσα. «Υπάρχει λύση. Πας και βρίσκεις τα παιδιά κι ας με κάνουν εμένα ό,τι θέλουν. Κωπηλάτης σε γαλέρες, γιατί όχι. Πάντα με τράβαγε η θάλασσα. Λιμάνια, καινούργιοι τόποι. Ωραία πράματα.» «Όχι» διαφώνησε εκείνη. «Θαρρώ πώς όλοι υπερεκτιμάτε τη σημασία μου στο κίνημα, ρε συ Σραντ. Τι θα κάνω ή δε θα κάνω, δεν παίζει ρόλο. Η ιστορία τραβά το δρόμο της. Η επανάσταση θα κάνει τον κύκλο της, το ποια είμαι θα μαθευτεί, όλα.» «Όμως…» πήγε να πει ο Ύσραντ, αλλά η Ρεγισμοία του έκλεισε το στόμα με ένα γλωσσοβιδωτό φιλί. Εκείνη τη στιγμή, λες κι ήθελε να επιβεβαιώσει τα λόγια της, τραγουδισμένο ίσως από κάποια υπηρέτρια του Άρχοντα, μπούκαρε από το φεγγίτη το τραγούδι της Γερακίνας. Την ξέρουν τ’ άγρια βουνά, την ξέρουν τα λαγκάδια, μάτια μου Την τραγουδάνε οι κορφές με ήλιο, με φεγγάρι. Οι δυο τους διέκοψαν το φιλί γελώντας. Μετά το συνέχισαν, με τις καρδιές ανεξήγητα ξαλαφρωμένες. Η Ρεγισμοία μπήκε στην αίθουσα των συμποσίων με τον Ύσραντ στο πλευρό της, ρημάζοντας κάθε έννοια ευπρέπειας. Οι συζητήσεις κόπηκαν απότομα. Όλα τα μάτια στράφηκαν προς το μέρος τους στάζοντας αποδοκιμασία. Ο εντελώς πλουμιστός τύπος που άραζε στο κεντρικό ανάκλιντρο σηκώθηκε και ήρθε να αγκαλιάσει την πριγκίπισσα κόρη του. «Ρεγισμοία!» «Μπαμπά!» «Χλωμή είσαι, δεν τρως;» Τη βοήθησε να καθίσει εκ δεξιών του, ενώ ο Ύσραντ βολεύτηκε στο πάτωμα δίπλα της και. «Άργησες να έρθεις, πατέρα» είπε η Ρεγισμοία. «Γιατί; Μήπως οι δρόμοι ήταν κλειστοί; Μήπως έχουν πέσει στα χέρια των εξεγερμένων;» «Μια πρόποση!» φώναξε ο Άρχοντας και σηκώθηκε με φούρια. «Στην ευτυχισμένη αυτή ημέρα, που οι δύο μεγάλοι οίκοι μας ενώνονται, στα πρόσωπα της Ερασμιοτάτης Σεβέμλας και του αγαπημένου μου υιού. Τώρα που η φρικτή περιπέτεια της Πατρίδος βαίνει προς το αίσιο τέλος της. Τώρα που οι πιστοί μας υπήκοοι θα επιστρέψουν στα σπιτικά τους.» Έδειξε τον εξωφρενικά πανέμορφο νέο που κάθονταν στο πλευρό του, ρίχνοντας φλογερές ματιές στη Ρεγισμοία. Ο Ύσραντ του γρύλισε. Όταν όλοι ήπιαν, η Ρεγισμοία σηκώθηκε κι εκείνη. «Άρχοντές μου, πολύ με χαροποιεί το γεγονός ότι, έστω και τόσο λίγοι από σας ήρθαν να μοιραστούν τις χαρές μας. Αλήθεια, που είναι οι υπόλοιποι; Τους ανησυχούν τα πλήθη των πιστών μας υπηκόων που όπου να ’ναι θα γυρίσουν στα σπιτάκια τους;» Ενοχλημένα μουρμουρητά ακούστηκαν, αλλά η Ρεγισμοία συνέχισε. «Τέλος πάντων, αναμενόμενο. Βλέποντας τα πλήθη των λεγεωνάριων που αυτομολούν καθημερινά, είναι φυσικό να γεμίζει αμφιβολία η καρδιά τους. Αν έχουν. Που αμφίβολο, γιατί αν είχαν, δε θα φτάναμε ως εδώ.» «Παιδί μου» είπε ο αυτοκράτορας σοβαρά. «Δεν ξέρω ποιος σου έχει γεμίσει το μυαλό με τέτοιες ανοησίες. Τίποτε απ’ όλα αυτά δε συμβαίνει. Ακούς τις ασυναρτησίες του κάθε σταβλίτη, και τις παίρνεις σοβαρά; Αυτή η ιστορία θεωρείται ληγμένη. Τώρα που θα νοικοκυρευτείς κι εσύ, να μπει ένα τέλος σ’ αυτήν την αναρχία.» «Λυπάμαι, πατέρα. Μακάρι να άκουγες περισσότερο τους σταβλίτες από τους ευγενείς σου. Τώρα δεν υπάρχει επιστροφή.» «Τι ακριβώς εννοείτε, Δέσποινα Σεβέμλα;» ρώτησε ο Άρχοντας. «Νομίζω πώς δεν έχω καμιά δουλειά μαζί σας» είπε η Ρεγισμοία. «Λέω να πάρω τον Ύσραντ και να την κάνουμε». Ξαφνικά άρπαξε το μαχαίρι για το ψητό, βούτηξε πίσω από τον πατέρα της και το ακούμπησε στο λαιμό του. Ο Ύσραντ είχε αρπάξει ένα μανουάλι και το έσειε απειλητικά. «Πολύ ενδιαφέρον» είπε ο Άρχοντας, σπάζοντας τη σιωπή. «Και λοιπόν; Άντε και τον έσφαξες. Τι νομίζεις πώς θα γίνει; Θα σοκαριστούμε; Μπα, χάρη θα μας κάνεις. Νεκρός θα ήτανε χρησιμότερος.» «Σωστά», είπε η Ρεγισμοία. «Όλο και κάποιος θα επικρατήσει. Αν περιμένετε, θα μπορέσετε να μας παρουσιάσετε στον νικητή. Σαν το στυγνό τύραννο και την ηρωική δολοφόνο του, ή σαν τον αδικοχαμένο μας μονάρχη και τη βδελυρή πατροκτόνο, ανάλογα. Όπως λένε, τα σκατά πάντα επιπλέουν.» Ο Άρχοντας χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι αγανακτισμένος. «Ρε χρυσή μου κοπέλα, κάνε μια φορά κάτι σωστό!» Η Ρεγισμοία ζύγισε μια το μαχαίρι και το έριξε, πετυχαίνοντάς τον ανάμεσα στα μάτια. Μετά, ενώ εκείνος σωριάζονταν μπροστά στα εμβρόντητα μάτια των παρευρισκομένων, η Ρεγισμοία τίναξε τη σκόνη απ΄ τη ρόμπα του πατέρα της, του σκούπισε με ένα μαντίλι το αίμα που έτρεξε στο λαιμό του εκεί που τον έκοψε το μαχαίρι, κι έχωσε το μαντίλι στην τσέπη του. «Ένα μάτσο σιχάματα», δήλωσε με αδιαφορία σα να συζητούσε τον καιρό. «Δε με ενδιαφέρει να παίζω τα παιχνίδια σας. Πόσο ρε θα σας κόστιζε να αφήσετε τον κόσμο να ελπίζει σε κάτι καλύτερο; Τέρατα. Έχετε ξεφύγει τελείως. Σιχτίρ. Εγώ κι ο Ύσραντ θελήσαμε… κοίτα που με κοιτάνε σαν τα μοσχάρια! Θεοί, χάνω τα λόγια μου. Πάμε ρε Σραντ.» Ο Ύσραντ πήγε κοντά της κοντά της, ακόμα με το μανουάλι στο χέρι. Μαζί κινήθηκαν προς την έξοδο. «Μια στιγμή!» Φώναξε ο αυτοκράτορας. «Μη φεύγεις, Ρεγ…» Η Ρεγισμοία κοντοστάθηκε. «Τι ρε πατέρα; Τι θέλεις άλλο; Συνεχίστε το φαγοποτάκι σας, να οι φίλοι και συνεργάτες σου είναι δω, να κάνετε παρέα.» «Κι αυτός;» Φώναξε κάποιος, δείχνοντας το πτώμα. «Ναι. Τι; Θέλει κανείς να μου ζητήσει το λόγο;» ρώτησε η Ρεγισμοία. Και γυρίζοντας στο γιο του Άρχοντα: «Εσύ μήπως, χλεχλέ;» Εκείνος πήγε να πει κάτι, αλλά ο χιλίαρχος υπηρεσίας ξερόβηξε και είπε «Τον ακούσαμε ξεκάθαρα να προτρέπει τη Δέσποινα, σε ρηγοκτονία.» «Που θα πάτε;» Ρώτησε ο αυτοκράτωρ. «Δεν ξέρω. Όπου μας χρειάζονται», απάντησε η Ρεγισμοία. Και πρόσθεσε, αγκαλιάζοντάς τον: «Δε φαντάζομαι να πίστεψες πως θα σου έκανα ποτέ κακό; Μπαμπά; Γιατί δε δίνεις ένα τέλος σ’ αυτόν τον πόλεμο, συνθηκολόγησε, μείνε στην ιστορία σαν Ριληγείνοιος ο ΣΤ ο Μεταρρυθμιστής, ωραίο δεν ακούγεται;» Και λέγοντας αυτά την έκανε, παρέα με τον Ύσραντ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Stanley Posted September 25, 2010 Share Posted September 25, 2010 θα σου το πω ευθέως:μάτωσα για να βγάλω την ιστορία. Συγγνώμη,αλλά δεν με τράβηξε απολύτως τίποτα!Η γλώσσα ήταν γραφική και της πιάτσας,το όλο ύφος μου θύμισε κάτι παρωδίες του Ρώμα ,όπου και καλά θυμόταν τα επαναστατικά του χρόνια στο Πολυτεχνείο.Είμαι πολύ επαναστατικός τύπος,ξέρεις,(τουλάχιστον νοητικά) αλλά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί αποφάσισες να δώσεις έτσι το εξεγερτικό σου πνεύμα. Δεν ήταν μια ιστορία που εκτυλίσσεται σε ελληνικό πανεπιστήμιο,αν μη τι άλλο. Επίσης,σιχαίνομαι τους πουριτανούς και τους δήθεν,όσο δεν φαντάζεσαι. Αλλά δεν βλέπω γιατί έπρεπε να έχει τόσες βρισιές εδώ μέσα. Δεν έχω να πω άλλα,συγγνώμη,αλλά η ιστορία σου δεν με άγγιξε καθόλου. Καλή επιτυχία σου εύχομαι στον διαγωνισμό. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
white_unicorn Posted September 25, 2010 Share Posted September 25, 2010 εδώ κολάει το ROTFLMAO.... και εκεί που ξεκινάει και λες θα έχει τύπους μεσαιωνικής αριστοκρατίας.... πετάει η πρωταγωνίστρια ένα "Ρε!" και μένει ο αναγνώστης να ψάχνει σε ποία εποχή βρίσκεται.... Δεν είμαι σίγουρη αν θα το έκανε λίγο καλύτερο να είχαμε μια κάποια αντίδραση από τον Αυτοκράτορα όταν μπαίνει μέσα η κόρη του με τον Ύσραντ.... Καλή Επιτυχία from me... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mindtwisted Posted September 25, 2010 Share Posted September 25, 2010 Δεν ξέρω αν η ιστορία έχει καθόλου Fantasy εκτός απο το μεσαιωνικό υπόβαθρο, αλλά εγώ πολύ τη διασκέδασα, ειδικά την πρωταγωνίστρια που τα χώνει σε όλους. Τώρα βέβαια δεν ξέρω πώς να την κατατάξω Καλή επιτυχία σου εύχομαι Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted September 25, 2010 Share Posted September 25, 2010 Πολύ διασκεδαστική ιστορία. Σαρκαστική, ειρωνική και με πολύ δηκτικά υπονοούμενα. Την καταφχαριστήθηκα. Ναι, μπορεί να ήταν μια παρωδία του ελληνικού γίγνεσθαι βαλμένη σε έναν Φάντασυ κόσμο, αλλά δεν με πείραξε καθόλου. Από άποψη γραφής δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο, αλλά αυτή η απλότητα ταίριαζε στην ιστορία. Στην αρχή, οι φράσεις του τύπου Σώπα ρε, τα γάμησα όλα, έλα ρε, μου έκατσαν κάπως στραβά, αλλά στην συνέχεια, που μπήκα στο κλίμα της ιστορίας, ήθελα κι άλλες Ήταν η τελευταία ιστορία του διαγωνισμού που διάβασα, και η τελευταία που σχολιάζω, και μπορώ να πω ότι έκλεισα αυτόν τον μακρύ κατάλογο διηγημάτων με έναν πολύ καλό τρόπο. Καλή επιτυχία! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wordsmith Posted September 26, 2010 Share Posted September 26, 2010 Xα! Πολλή πλάκα και μπράβο, στάθηκες στο ύψος των προσδοκιών μου, Μπάμπη! Παρ'όλα τα "ρε" και τα τοιαύτα δε νομίζω ότι η ποιότητα της ιστορίας είναι χαμηλή, δεν εξαντλείσαι στο αστείο της αντίθεσης λεξιλογίου/φάντασυ ατμόσφαιρας, δεν το ξεχειλώνεις, σαν κάτι αηδίες σατιρικές εκπομπές της τηλεόρασης. Εισαι η μετεμψύχωση του Τσιφόρου, keep walking και μην ακούς κανέναν σοβαροφανή Νεοέλληνα. Συγχαρητήρια για την πρωτοτυπία! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted September 27, 2010 Share Posted September 27, 2010 Εγώ δυστυχώς δεν έχω θυγατέρες… μόνο γιους, Σ' αυτό το "δυστυχώς" υπάρχει όλο το fantasy του κειμένου! Κανείς ποτέ δεν έχει ξεστομίσει τέτοια κουβέντα. Κωπηλάτης σε γαλέρες, γιατί όχι. Πάντα με τράβαγε η θάλασσα. Λιμάνια, καινούργιοι τόποι. Ωραία πράματα. Γαμάτο! Όταν ο γελοίος είπε αυτή τη φράση, «Ρε χρυσή μου κοπέλα, κάνε μια φορά κάτι σωστό!» είπα κι εγώ "ε, ναι", γιατί μέχρι τότε πολύ μου την έδινε η αψυχολόγητη πρωταγωνίστριά σου. Αλλά η απάντησή της με εβαλε στη θέση μου. Κοίτα, γενικά δεν το βρήκα αστείο το διήγημα, να λέω την αλήθεια. Μόνο λίγες στιγμές το χάρηκα, γενικά μου άφησε μία αίσθηση ότι το πετσόκομμα που του έκανες το κατέστρεψε. Νομίζω πως αν το διάβαζα ολόκληρο θα ήταν πιο σωστή η δομή του, θα με έμπαζε πιο πολύ μέσα στην ιστορία. Η γλώσσα πολύ πετυχημένη, μου αρέσει πάντα όταν πέφτουν τα προσχήματα και αποκαλύπτονται τα... παρασκήνια. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
aScannerDarkly Posted September 27, 2010 Share Posted September 27, 2010 Αναμφίβολα ευχάριστο. Λίγο με μπέρδεψε η μπερδεμένη γλώσσα στην αρχή - αλλού επίσημη και λυρική και αλλού καθημερινή και χωρίς προσχήματα. Όταν κατέληξε στο δεύτερο, μπορώ να πω ότι τη βρήκα πολύ πετυχημένη επιλογή, που δίνει έναν άλλο αέρα, σε αντίθεση με τη συνήθη "βαρυγδουπιά" του φάντασι. Όσο φάντασι μπορεί βέβαια να ήταν, γιατί πιο πολύ ήταν μια μεσαιωνική (;) ιστορία. Το Μυστικό βρίσκεται μάλλον σε δεύτερο πλάνο, ενώ ο τίτλος μου φαίνεται τουλάχιστον άσχετος. Ήταν πάντως ευχάριστη, κυλούσε πολύ άνετα και σίγουρα άξιζε τον αναγννστικό της χρόνο. Μόνο ένα άλλο κείμενόι σου έχω διαβάσει, αλλά νομίζω έχεις το στιλ σου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Lady Nina Posted September 27, 2010 Share Posted September 27, 2010 Επαναστατική ιστορία, με ιδιότυπη, διαφορετική γραφή. Συγχαρητήρια για το διήγημά σου, KELAINO! Καλή επιτυχία στο διαγωνισμό! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Rixardogios Posted September 27, 2010 Share Posted September 27, 2010 δεν έχω γελάσει τόσο πολύ με διήγημα fantasy! πολύ πρωτότυπα δοσμένη η ιστορία και οι διάλογοι όλα τα λεφτά! η εξέλιξη της ιστορίας ήταν λίγο απότομη, μάλλον φταίει το γεγονός οτι την πετσόκοψες, όπως αναφέρεις αρχικά Καλή επιτυχία! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted September 28, 2010 Share Posted September 28, 2010 Εγώ δεν το αντιλήφθειν ακριβώς σαν κωμικό κείμενο. Μάλλον κοινωνιολογικό το βρήκα περισσότερο. Και μάλιστα έχασα και λίγο τη μπάλα όσο αφορούσε το κοινωνιολογικό του πράμα επειδή μάλλον δε σε χώρεσε να ασχοληθείς επαρκώς με τα της επανάστασης ταυτόχρονα με το δράμα αν θα ζήσει ο Ύστραντ ή όχι. Επίσης, από την ώρα που φεύγει η μαμή και μετά υπάρχει ένα κενό στο πως τελικά είναι μια χαρά ο τύπος. Οι πρώτες φράσεις που λέει η πριγκίπισσα σε σχέση με το ύφος του υπόλοιπου διηγήματος είναι άσχετες. Μου ήρθε ταμπλάς στο πρώτο "ρε" και είχα διαβάσει πολύ μέχρι να φτάσω εκεί. Θεωρώ πως έπρεπε να μου έχει έρθει ταμπλάς πολύ νωρίτερα. Δηλαδή αν εκεί που της λέει τα πολλά του έλεγε "σιγά μη σκίσεις κάνα καλσόν" υποψιάζομαι πως θα με είχες βάλει πιο ομαλά στο όλο θέμα. Δείχνει λίγο σα να μην το είχες αποφασίσει νωρίτερα ως έχει. Γιατί αφού μετά μιλά με τον ίδιο τρόπο και στους ευγενείς, δε θα είχε πρόβλημα να το κάνει και στην αρχή. Επίσης, ενώ τη χρησιμοποιείς μια χαρά την αργκώ και βγάζει πιστευτούς διαλόγους, μου αποδυνάμωσε το ότι πράγματι πονούσε περιμένοντας να δει αν θα ζήσει ο αγαπημένος της κι αν γίνει καλά. Γενικά, την ιστορία τη θεωρώ συμπαθέστατη. Το μυστικό είναι εκεί (άσχετα με το ότι λίγο μας νοιάζει) και λειτουργεί σαν έναυσμα, το φάντασυ στοιχείο είναι φτωχό, αλλά δε μπορώ να πω ότι δεν υπάρχουν τα ψήγματά του. Οι ελλείψης της σίγουρα την αποδυναμώνουν, αλλά δεν πιστεύω πως της αφαιρούν και όλο το ζουμί της. Αγαπώ 1. τη μαμή και τα λόγια της και τον συγκεκριμένο διάλογο. 2. την απάντηση της στον ευγενή Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Stanley Posted September 28, 2010 Share Posted September 28, 2010 Τι έγινε,ρε παιδιά;Μόνο σε μένα δεν άρεσε η ιστορία;Θα μου βγει και η ρετσινιά του πουριτανού, όχι τίποτα άλλο! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Valkyries Posted September 28, 2010 Share Posted September 28, 2010 Πω ρε, ακόμα γελάω. Τέλειο ήταν, στο πρώτο μισό με είχε πιάσει και νευρικό γέλιο! Όσοι με άκουγαν στο σπίτι με ρωτούσαν τι έχω. Γενικά μου αρέσουν πολύ oι παρωδίες, και αυτή ήταν μια από τις καλύτερες που έχω διαβάσει! Καλή επιτυχία! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 28, 2010 Share Posted September 28, 2010 Πήρα κι εγώ τα βουνά και τα λαγκάδια και... Τι είναι ρε τούτο; Fantasy τόσο τσιριμπίμ-τσιριμπόμ γίνεται; Μαλάκα μου, να'ούμε, έμεινα! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Sonya Posted September 29, 2010 Share Posted September 29, 2010 Είναι το μόνο που διάβασα (so far) και το αγαπώ. Είναι η Γεωργία, όπως μιλάει, όπως σκέφτεται, όπως συμπεριφέρεται. Χαλαρά, κουλ, με φυσικές εκφράσεις και καθημερινές λέξεις (και απίστευτα ονόματα. Μα πού τα βρίσκεις ρε θηρίο; Πληκτρολογείς στην τύχη κι ό,τι βγει; :Ρ) Φαίνεται ότι της άρεσε όταν το έγραφε. Ότι κάπνιζε το τσιγάρο της και το διασκέδαζε μ' αυτό το πονηρό της μειδίαμα. Κι εμένα μου άρεσε όταν το διάβαζα. Πολύ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted September 29, 2010 Share Posted September 29, 2010 Το διήγημα με άφησε με την αίσθηση πως δεν ξέρει τι θέλει να είναι. Το ύφος είναι χιουμοριστικό, με σύγχρονες ατάκες που βγάζουν μάτι. Η ιστορία είναι κάτι τελείως διαφορετικό, εντελώς αταίριαστο –δεν παρατήρησα ούτε μία σκηνή με χιούμορ. Το τέλος δείχνει μια ασαφή οργή απέναντι στην εξουσία, ενώ υπάρχει και μια κνίτικη αγάπη στη μέση. Ο συγκερασμός λειτούργησε καταστροφικά στην περίπτωσή μου: δεν γέλασα με τις, κατά τ’ άλλα συνεπείς με τον εαυτό τους, ατάκες, το τέλος με άφησε ανικανοποίητο ενώ μόλις που με έπεισε η ιστορία αγάπης. Τα θέματα αυτά φαντάζουν τόσο άσχετα μεταξύ τους που σχεδόν δεν παρατήρησα την έλλειψη σοβαρής αιτιολόγησης της συμμετοχής της πριγκίπισσας στο κίνημα –κάτι που θα διορθωνόταν εύκολα. Ο λόγος που τα γράφω όλα αυτά, είναι επειδή πιστεύω πως τα στοιχεία που ήθελες να βάλεις μπορούν να δουλέψουν. Η μοναδική κόλλα που μπορώ να φανταστώ πως θα λειτουργούσε είναι το δυνατό χιούμορ, στην ίδια την υπόθεση. Στη θέση σου, θα συγκεντρωνόμουν σ’ αυτό. Όμως δίχως πραγματικό χιούμορ, η ιστορία ακροβατεί επικίνδυνα στο χάος. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
mman Posted September 30, 2010 Share Posted September 30, 2010 Η γνώμη μου; The No Fantasy - No Secret News Ίσως κάνω λάθος, αλλά δεν βρήκα το παραμικρό ίχνος φανταστικού στοιχείου. Και η ιστορία ξεκινάει με το μυστικό να αποκαλύπτεται και να μην παίζει παρά ελάχιστο ρόλο στη συνέχεια. The Bad News Τα παρακάτω εκφράζουν κι εμένα: Δεν είμαι σίγουρη αν θα το έκανε λίγο καλύτερο να είχαμε μια κάποια αντίδραση από τον Αυτοκράτορα όταν μπαίνει μέσα η κόρη του με τον Ύσραντ.... Υπάρχουν αρκετές άλλες σκηνικές λεπτομερειούλες που θα το έκαναν πειστικότερο, αλλά καταλαβαίνω ότι η πειστικότητα / αληθοφάνεια δεν ήταν από τις υψηλές σου προτεραιότητες. Οι πρώτες φράσεις που λέει η πριγκίπισσα σε σχέση με το ύφος του υπόλοιπου διηγήματος είναι άσχετες. Μου ήρθε ταμπλάς στο πρώτο "ρε" και είχα διαβάσει πολύ μέχρι να φτάσω εκεί. Θεωρώ πως έπρεπε να μου έχει έρθει ταμπλάς πολύ νωρίτερα. Δηλαδή αν εκεί που της λέει τα πολλά του έλεγε "σιγά μη σκίσεις κάνα καλσόν" υποψιάζομαι πως θα με είχες βάλει πιο ομαλά στο όλο θέμα. Δείχνει λίγο σα να μην το είχες αποφασίσει νωρίτερα ως έχει. Γιατί αφού μετά μιλά με τον ίδιο τρόπο και στους ευγενείς, δε θα είχε πρόβλημα να το κάνει και στην αρχή. Το διήγημα με άφησε με την αίσθηση πως δεν ξέρει τι θέλει να είναι. Το ύφος είναι χιουμοριστικό, με σύγχρονες ατάκες που βγάζουν μάτι. Η ιστορία είναι κάτι τελείως διαφορετικό, [...] [...] το τέλος με άφησε ανικανοποίητο ενώ μόλις που με έπεισε η ιστορία αγάπης. Τα θέματα αυτά φαντάζουν τόσο άσχετα μεταξύ τους που σχεδόν δεν παρατήρησα την έλλειψη σοβαρής αιτιολόγησης της συμμετοχής της πριγκίπισσας στο κίνημα –κάτι που θα διορθωνόταν εύκολα. Ο λόγος που τα γράφω όλα αυτά, είναι επειδή πιστεύω πως τα στοιχεία που ήθελες να βάλεις μπορούν να δουλέψουν. Η μοναδική κόλλα που μπορώ να φανταστώ πως θα λειτουργούσε είναι το δυνατό χιούμορ, στην ίδια την υπόθεση. Στη θέση σου, θα συγκεντρωνόμουν σ’ αυτό. [...] Γενικά, δεν κόλλησες καλά το ύφος με το setting. Νομίζω έπρεπε να είσαι ακόμα πιο γιούργια (wordsmith, γράφεται με -ργ- ; ) από την πρώτη στιγμή και να μην κολλώσεις πουθενά. Επίσης, μάλλον έπρεπε να κουνήσεις ένα ξεκάθαρο μαντήλι στην αληθοφάνεια, για να μπορέσει ο αναγνώστης να επικεντρωθεί στο χιουμοριστικό στοιχείο. The Good News Εντάξει, είναι προφανή: Απολαυστικές ατάκες, τρομερά ονόματα γλωσσοδέτες και ευφάνταστο λεξιλόγιο. Συνολικά μια καλή ιστορία, που όμως θα μπορούσε να είναι αρκετά συνεπέστερη. Ξέρω την πένα της γι' αυτό το απαιτώ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
KELAINO Posted October 1, 2010 Author Share Posted October 1, 2010 κνίτικη Άααααουτς!!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Big Fat Pig Posted October 1, 2010 Share Posted October 1, 2010 (edited) Χαχαχα! Πολύ το διασκέδασα! Ίσως θα μπορούσε να αυξηθεί το κοντράστ ανάμεσα στον fantasy κόσμο και τους "λαϊκούς" χαρακτήρες, ίσως η σάτιρα να ήταν πιο σκληρή αλλά και ίσως να μην έχει σημασία αν αναλογιστώ πόσο ωραία πέρασα διαβάζοντας την ιστορία σου! Κορυφαίος διάλογος! «Ρεγισμοία!» «Μπαμπά!» «Χλωμή είσαι, δεν τρως;» Edited October 1, 2010 by Big Fat Pig Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
mman Posted October 1, 2010 Share Posted October 1, 2010 Άααααουτς!!! Χα! Τι νομίζεις; Ότι εδώ αστειευόμαστε; Εδώ δεν είν' διαγωνισμός, κερία μ': Είναι fight club! [Υπομονή, και σε μια βδομάδα -μόνο- θα μπορείς να τρίψεις εκεί που τώρα τσούζει.] Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
khar Posted October 2, 2010 Share Posted October 2, 2010 Δεν μπορώ να πω ότι με ενθουσίασε ιδιαίτερα το διήγημα. Η γλώσσα χρειάζεται επεξεργασία, αφού δείχνει πολύ περισσότερο σαν προφορικός λόγος. Ο τρόπος που συμπεριφέρονται οι ήρωες δείχνει πολλές φορές αταίριαστος τόσο με τους ίδιους όσο και με τις καταστάσεις στις οποίες εμπλέκονται. Γενικά, έχεις την αίσθηση ότι πρόκειται για παρωδία, αλλά κυριαρχεί η προχειρότητα στο στήσιμο των σκηνών, της πλοκής και των χαρακτήρων με αποτέλεσμα να μην «δουλεύει» καλά. Μοιάζει σαν να το έγραψες όπως σου έβγαινε και μετά να μην ασχολήθηκες καθόλου μαζί του. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
TheTregorian Posted October 4, 2010 Share Posted October 4, 2010 Η ιστορία σου Κελαινό ήταν σίγουρα πολύ διασκεδαστική! Προσέγγισες ένα ζήτημα χιουμοριστικά κι ήταν αρκετά ιδιοφυές. Ωστόσο, δε με άγγιξε η ιστορία που θελες να πεις. Νομίζω ότι κάπου την έχασα μέσα στην ξεκαρδιστική της προέκταση. Ίσως απλά να 'θελε "κατι" παραπάνω! Καλή συνέχεια και καλή επιτυχία από μένα! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
lizbeth_covenant Posted October 4, 2010 Share Posted October 4, 2010 Μου άρεσε σαν ιστορία. Μ'αρεσουν οι ιστορίες με επαναστάτες και αγώνες κτλ κτλ. Τη διάβασα με ενδιαφέρον, σ'αυτό βοήθησε ότι υπήρχαν πολλοί διάλογοι γιατί νομίζω απο άποψη γραφής αυτοί τραβούσαν περισσότερο. Οι ήρωες είχαν πολύ ενδιαφέρον, είχαν αυτό το επαναστατικό ύφος.... Αυτά που ήθελες να περάσεις ήταν σίγουρα πολύ σημαντικά και σε μερικά σημεία συγκινητικά. Οι διάλογοι τώρα σε κάποια σημεία ταιριαστοί σε κάποια θαρρώ το παραέκανες κάπως. Θέλει δουλειά όλο το κείμενο και το ύφος του κι άλλη επεξεργασία... Επίσης, βρε, δεν είναι φάνταζι. Δεν το θεωρώ διήγημα φαντασίας με τπτ! Επειδή έχει τοποθεσίες που δεν υπάρχουν και αυτοκράτορες και άρχοντες;; Και ο τίτλος δεν μπορώ να πω ότι μου άρεσε εξαρχής αλλά και μετα την ανάγνωση δεν μου κόλλησε... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted October 6, 2010 Share Posted October 6, 2010 Το χιουμοριστικό φάνταζυ είναι πολύ δύσκολο είδος. Ακόμα και ο μάστορας του χώρου Τέρρυ Πράτσετ χρειάστηκε κάμποσα βιβλία για να το πετύχει. Ένα βασικό λάθος που κάνουν πολύ (ακόμα και ο θείος Τέρρυ στο Colour of Magic) είναι να βρίσκουν ένα gimmick και να το χρησιμοποιούν μέχρι αηδίας. Αυτό ακριβώς μου έβγαλε και η ιστορία σου εδώ: νομίζω ότι στηρίχθηκες πάρα πολύ στην αντίθεση του μεσαιωνικού σέττινγκ με τον προφορικό λόγο και τις ατάκες, με αποτέλεσμα να χάνεται κάπου η όλη η ουσία. Η επανάσταση, η αγάπη των δύο νεαρών, η συμπεριφορά του ευγενή, όλα αυτά μοιάζουν αποσπασματικά και λίγο παράτερα. Σε σημεία βγαίνει γέλιο, αλλά λείπει ο προσανατολισμός, η ουσία. Ίσως η πλήρης έκδοση να μην έχει τα προβλήματα που αναφέρθηκαν παραπάνω, όμως αυτή εδώ δε με έπεισε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted October 8, 2010 Share Posted October 8, 2010 (edited) Γενικά: Πολύ μπερδεμένο στυλ. Το μανιφέστο της επανάστασης στα Εξάρχεια μιας άλλης πραγματικότητας. :Ρ Μου άρεσε: Πολύ ωραία ονόματα, χαριτωμένη επιλογή γλώσσας, αλλά… Δε μου άρεσε: …αλλά βασικά δεν ξέρω τι να πω, το στυλ σου παραπαίει. Στρώσ’ το, να δώσεις του κειμένου προσωπικότητα. Βαράς γλωσσικά φλιπεράκια αλλά δε σημειώνεις και πολλούς πόντους. Ψηφίζω να το Τσιφορέψεις εντελώς. Εφόσον επιλέγεις τέτοια γραμμή στους διαλόγους, κράτησέ την και στην αφήγηση. Θα δεις ότι θα δείξει ακόμη περισσότερο. Edited October 8, 2010 by Naroualis Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.