Jump to content

FFL #6 (Cassandra Gotha vs dagoncult vs DinMcXanthi vs DinoHajiyorgi vs Eroviana vs Lady Nina vs Naroualis vs Nienor vs Nihilio vs Rixardogios vs TheTregorian vs Waylander)


Nienor

Recommended Posts

Copy Paste και προσαρμογή από τον τελευταίο διαγωνισμό:

 

Το θέμα ανακοινώνεται ακριβώς τη στιγμή που θα ξεκινήσει ο διαγωνισμός και θα έχουμε ακριβώς 1 ώρα και 30 λεπτά να γράψουμε μια ιστορία πάνω στο θέμα. Mπορεί να πάρει μέρος οποιοδήποτε μέλος του φόρουμ!

 

Οι ιστορίες πρέπει να είναι αποκλειστικά φαντασίας/παραμύθια/μυθοπλασίας, επιστημονικής φαντασίας ή τρόμου.

 

Δεν υπάρχει ανώτατο όριο λέξεων, αλλά η ιστορία πρέπει να είναι ολοκληρωμένη!

 

Κατώτατο όριο οι 400 λέξεις. (ΟΚ, αν είναι 370 δεν τρέχει τίποτα).

 

Οι ιστορίες θα μπουν στο παρόν τόπικ για τη διάρκεια του διαγωνισμού και ΟΧΙ στις ειδικές Βιβλιοθήκες! Δηλαδή θα τις ποστάρετε εδώ, να είναι μαζεμένες! (Αργότερα μπορείτε αν θέλετε να τις διορθώσετε, επεκτείνετε κλπ και να τις βάλετε στις Βιβλιοθήκες. It's up to you).

 

Όταν τελειώσει ο χρόνος, το τόπικ θα κλείσει για λίγο μέχρι να ανοίξουμε ένα πολλ εδώ. Ο καθένας - οποιοδήποτε μέλος του φόρουμ δηλαδή - θα ψηφίσει 1 ιστορία, αυτή που του άρεσε περισσότερο. Θεωρείται θέμα "τιμής" να μην ψηφίσει κάποιος τη δική του ιστορία (ή του κολλητού του κλπ επειδή είναι κολλητός του κλπ) αλλά αυτό δεν ελέγχεται, εξ ού και το θέμα "τιμής"!

 

Το πολλ θα παραμείνει ανοιχτό για 48 ώρες (οι ιστορίες είναι πάντα μικρές, οπότε δεν θα κουραστεί κάποιος να τις διαβάσει), οπότε και θα ανακοινωθεί η νικήτρια ιστορία. Ο/η συγγραφέας της νικήτριας ιστορίας έχει το δικαίωμα να θέσει το θέμα σε επόμενο Flash Fiction Live.

Link to comment
Share on other sites

  • Replies 81
  • Created
  • Last Reply

Top Posters In This Topic

  • DinoHajiyorgi

    8

  • Drake Ramore

    7

  • wordsmith

    7

  • Naroualis

    6

Δικαιωμα για εντιτ για διωρθωση ορθογραφικων λαθων εχω; :mf_sherlock:

Link to comment
Share on other sites

Δικαιωμα για εντιτ για διωρθωση ορθογραφικων λαθων εχω; :mf_sherlock:

Αν προλαβαίνεις να τα κάνεις πριν ποστάρεις, δικός σου είναι ο χρόνος. Αλλιώς, μετά την λήξη της ψηφοφορίας.

Link to comment
Share on other sites

Εγώ πάντως δε θα είμαι εδώ στις 22.30. Ανεβάζω το θέμα και φεύγω. Με moderator δεν έχω συνεννοηθεί για να το κλειδώσει, αλλά δε μπορούμε απλώς να θεωρήσουμε αποκλεισμένες τις ιστορίες που θα ανέβουν μετά τις 22.30 και να μην τις βάλουμε στο πολλ;

Link to comment
Share on other sites

Εγώ πάντως δε θα είμαι εδώ στις 22.30. Ανεβάζω το θέμα και φεύγω. Με moderator δεν έχω συνεννοηθεί για να το κλειδώσει, αλλά δε μπορούμε απλώς να θεωρήσουμε αποκλεισμένες τις ιστορίες που θα ανέβουν μετά τις 22.30 και να μην τις βάλουμε στο πολλ;

Όχι. Στείλε pm τώρα!

Link to comment
Share on other sites

Ορισμένες τεχνικές δυσκολίες βλέπω στην παραγωγή κι έχουν μείνει πέντε λεπτά, ladies and gentlemen!! Από τώρα αρχίζει το σασπένς;; :lol:

Link to comment
Share on other sites

Φαντάζομαι ότι και σε αρχείο word να ανεβάσουμε είναι οκ έτσι;

Link to comment
Share on other sites

Το αρχείο word ενδεικνύεται γιατί στο πέρασμα από το word εδώ έχει το κακό συνήθειο να χάνονται κενά.

Link to comment
Share on other sites

Με moderator δεν έχω συνεννοηθεί για να το κλειδώσει

Έχεις.

Link to comment
Share on other sites

Έφτασε η ώρα, κυρίες και κύριοι συμφορουμίτες, για το 6ο Flash Fiction Live! Πάρτε θέση μπροστά στα πληκτρολόγια, ο κος Χατζηγιώργης να ανοίξει τον Λεονάιντας του και...

 

Το θέμα που έδωσε ο Northerain είναι:

 

Πληγή

 

Πληγές σωματικές ή ψυχικές, πληγές από συμπεριφορές ή από λόγχες, οι εφτά πληγές του φαραώ, πληγές που δεν κλείνουν και ζητάνε εκδίκηση, πληγές με περίεργες θεραπείες, πιο ανατριχιαστικές από τις ίδιες τις πληγές... Όλοι έχουμε κάποτε πληγωθεί και πληγώσει...

 

Έχετε μιάμιση ώρα.

Link to comment
Share on other sites

 

 

 

 

Η ΜΑΡΜΑΡΕΝΙΑ ΣΑΛΑ

 

 

 

Πέρασαν τρία χρόνια που η Κζιράτ μπήκε στη σάλα του χορού. Το φως την συγκλόνισε, ήταν το μεγαλύτερο και συναρπαστικότερο φως που την είχε τυφλώσει ποτέ. Χιλιάδες χρώματα που χόρευαν γύρω της και ξεχείλιζαν από κάθε λάμπα, κερί, μαγικό άστρο που αιωρούταν κάτω από την ολόλευκη οροφή.

 

Και η μουσική, ω τι θαύμα, τι τρέλα, τι μέθη που την φίλαγε, την χάιδευε μαυλιστηκά και της γαργαλούσε τα πόδια να συρθούν, να γυρίσουν, να πηδήσουν πάνω στο μαρμαρένιο πάτωμα.

 

 

 

Και άρχισε να χορεύει. Κανέναν δεν κοίταξε, σε κανέναν δεν μίλησε, ούτε αντάλλαξε άγγιγμα. Ήταν μόνη της, αυτή και άλλοι εκατό, χίλιοι, δυο χιλιάδες άνθρωποι εκεί, παγιδευμένοι στη σάλα του χορού, ξεγελασμένοι από τη μυρωμένη νύχτα, την Πρώτη Νύχτα του χειμώνα. Όλοι το ήξεραν, είχαν ακούσει θρύλους για τη Θεά του Πάγου, που έκλεβε ψυχές, τις έφερνε στο παλάτι μέσα στο δάσος και την διασκέδαζαν με το χορό τους.

 

 

 

Πέρασε μέρες, και η Κζιράτ χόρευε για τη βασίλισσα, και αναπαμό δεν είχε. Ούτε στιγμή δεν άφησε το σώμα της ακίνητο, ούτε στιγμή δεν ένιωσε πως ήθελε να παύσει. Μόνο συνέχιζε, αργά και μεθυστικά, να λικνίζεται στο τραγούδι. Ποιο ήταν εκείνο το τραγούδι, δεν καταλάβαινε. Ούτε αν ήταν ένα, ή πολλά που άλλαζαν κάθε λίγο. Ξεχνούσε. Κάθε στιγμή της φαινόταν πως είχε μόλις αρχίσει.

 

 

 

Ο πόνος δεν άργησε πολύ να τρυπήσει τα κουρασμένα πόδια της. Πρώτα της έγλυψε τα πέλματα, σαγηνευτικά, ερωτικά σχεδόν, σαν δυο φλογίτσες που τη ζέσταιναν. Μετά σκλήρυνε όμως, της φέρθηκε άσχημα, ήθελε να τη φοβίσει. Την κέντριζε με τις καυτές βελόνες του, και μόνο τότε η κοπέλα που χόρευε σκέφτηκε πως ήθελε να σταθεί. Δεν μπορούσε όμως. Συνέχισε να στριφογυρίζει, και σε κάθε βήμα, τα πόδια της αποκτούσαν και άλλη μια φουσκάλα, ένα ακόμη γδάρσιμο. Σε λίγο η καημένη η Κζιράτ δεν μπορούσε να χορεύει δίχως να κλαίει.

 

 

 

Κι έγινε ο χορός της θρήνος, κι έγινε η χαρά της θλίψη.

 

 

 

Τα πόδια της μάτωναν. Τα είχε κοιτάξει με μια λύπηση, σαν να τους έκανε εκείνη το κακό, και μάλλον εκείνη το ‘κανε, δεν μπορούσε να αποφασίσει. Και όταν κοίταξε, είδε το αίμα της να τρέχει μέσα απ’ τα χρυσά γοβάκια της και να βάφει το άσπρο μάρμαρο της σάλας. Τότε κοίταξε για πρώτη φορά τριγύρω. Τότε τους είδε για πρώτη φορά. Τους άλλους. Τους άλλους χορευτές και χορεύτριες, που γέμιζαν την αίθουσα, και πρόσεξε πως την έβλεπαν κι εκείνοι. Τα πόδια τους κόκκινα, γλιστρούσαν πάνω στα αίματα, μα συνέχιζαν τα βήματα με τη μουσική που τώρα ακουγότανε σαν πένθιμο εμβατήριο. Ποτέ πριν δεν το είχε προσέξει.

 

 

 

Είχαν περάσει τρία χρόνια που η Κζιράτ χόρευε για τη βασίλισσα. Είχαν περάσει κι άλλα χρόνια, που όλοι εκείνοι οι χορευτές μάτωναν γι’ αυτήν. Αλλά δεν την είχαν δει ακόμα. Μέσα στα κλάματα και τον πένθιμο ήχο της μουσικής, η κοπέλα με τα χρυσά γοβάκια που πια μόνο κόκκινα είχαν μείνει, σκέφτηκε πως κάπου θα ήταν κι η βασίλισσα. Προχώρησε λοιπόν, στριφογυρνώντας, και έψαξε μέσα στο πλήθος. Οι πληγές στα πόδια της έκαιγαν πιο πολύ κι από πυρωμένα σίδερα, και ο πόνος έφτανε μέχρι το στήθος, ανέβαινε πιο πάνω, πήγαινε στα μάτια, σκαρφάλωνε στο κεφάλι και το τρύπαγε.

 

Κάπου ανάμεσα σε δυο σκοτάδια, δυο μεριές της σάλας όπου δεν έφταναν τα φώτα, η Κζιράτ είδε μια μικρή, ζαρωμένη φιγούρα. Λυπήθηκε να δει ένα τέτοιο θέαμα μέσα στη θλίψη της, μα κίνησε χορεύοντας προς το μέρος της. Ήθελε να δει αν το πονεμένο πλάσμα ζούσε, ήθελε να δει τι περίμενε την ίδια μέχρι το τέλος του χορού, το τέλος της βραδιάς, που όπως νόμιζε πέρναγε εκεί μέσα.

 

 

 

Και όταν έφτασε κοντά στο μικρό μπογαλάκι από αίμα και ρούχα που καθόταν στα σκοτάδια, στα κλάματά της προστέθηκε ένας νέος λυγμός. Αντίκριζε ένα παιδί! Ένα μικρό κορίτσι. Κοίταζε τους χορευτές μέσα από μια τρύπα που άφηναν τα χέρια, τα οποία έκρυβαν επιμελώς το λυπημένο πρόσωπο. Το κορίτσι ήταν τόσο βρώμικο, που η κοπέλα ανατρίχιασε. Δεν ήξερε ότι άνθρωπος ή άλλο πλάσμα μπορούσε να ζήσει μέσα σε τέτοια ακαθαρσία. Αίμα και ιδρώτας, και άλλα πράγματα που δεν ξεχώριζαν πια, είχαν ανακατευτεί σχηματίζοντας μια αποκρουστική γλίτσα πάνω στο σώμα, στα μαλλιά και στα ρούχα του παιδιού.

 

Πλησίασε να της μιλήσει, αλλά τότε η μουσική άλλαξε, φέρνοντας μια γύρα άλλες νότες, πιο κεφάτες και σπιρτόζες, κάνοντας την να απομακρυνθεί. Όμως, παρά τον πόνο και το αίμα που γλίστραγε κάτω απ’ τα πόδια της, αυτή τη φορά αντιστάθηκε, κάνοντας τα βήματα που θα την έφερναν πάλι μπροστά στο παιδί. Όταν το έφτασε, χόρεψε για λίγο ένα πένθιμο βαλσάκι κι έπειτα κατάφερε να σκύψει προς το μέρος του. Εκείνο σήκωσε τα μάτια και η κοπέλα δάγκωσε τα χείλια της. Το πρόσωπο του κοριτσιού ήταν όλο μια ανοιχτή πληγή. Απ’ τα μάτια του έτρεχε πηχτό πύον, και το στόμα και η μύτη ήταν πια μόνο κομμένες σάρκες. Το αίμα έβαφε τα μάγουλα και το λαιμό. Οι πληγές δεν είχαν λυπηθεί ούτε το μικρό κορμάκι. Όσο άφηνε το ρούχο να φανεί, το δέρμα του κοριτσιού είχε σχεδόν ολοκληρωτικά εξαφανιστεί. Μόνο μαύρα κομμάτια κρέμονταν εδώ κι εκεί, να θυμίζουν το τρυφερό κοριτσίστικο δέρμα που έπρεπε να γυαλίζει ολοζώντανο πάνω στο σακατεμένο σώμα.

 

 

 

Η Κζιράτ κατάφερε να λικνιστεί λιγάκι πιο σιγά, και χαμήλωσε πάνω απ’ το παιδί που δεν έκλαιγε, μόνο κοιτούσε το χορό, λες κι επρόκειτο να πεθάνει αν σταματούσε. Η κοπέλα του μίλησε, κι ήταν η πρώτη φορά που μίλαγε σε κάποιον από όταν ξεκίνησε να χορεύει.

 

«Τι κάνεις εδώ, μικρό ματωμένο παιδί;

 

«Κοιτάζω», της απάντησε, χωρίς να πάρει καθόλου το βλέμμα από τη σάλα.

 

«Και τι κοιτάζεις; Το χορό;»

 

«Εσάς, που τον χορεύετε».

 

«Γιατί ματώνεις, μικρό παιδί; Ποιος σε χτύπησε;»

 

«Δεν ξέρω»

 

«Κι αν ήθελες να φύγεις από εδώ, άραγε θα μπορούσες;» ρώτησε η Κζιράτ, για΄τι πολύ λυπόταν το κορίτσι που δεν έφταιγε σε τίποτα. Αυτή εδώ δεν χορεύει. Γιατί να ματώνει έτσι, πιο φριχτά κι από εμάς; Σκέφτηκε, λες και όσοι χόρευαν άξιζαν τις πληγές τους.

 

«Δεν θα μπορούσα να φύγω ποτέ, αυτό το ξέρω. Εδώ ανήκω, εδώ ζω» το κορίτσι κοίταζε ακόμα το χορό, κι ενώ τα έλεγε αυτά πνίγηκε λίγο απ’ το αίμα που μαζευόταν πάνω στην πληγιασμένη γλώσσα της.

 

«Εγώ ξέρω πώς έφτασα ως εδώ, και πώς άρχισα να ματώνω. Ήταν η μουσική, αυτή με κάλεσε, κι εγώ μαυλίστηκα και υπάκουσα. Άρχισα να χορεύω και δεν σταμάταγα. Τα πόδια μου, τα καημένα μου τα ποδαράκια δεν άντεξαν πολύ, άμαθα βλέπεις, και πληγές τα τρώνε εδώ και ώρες. Όμως θα τελειώσει αυτή η βραδιά, κι εγώ θα φύγω. Θέλεις να έρθεις μαζί μου, θα γειάνω και τις πληγές σου, θα τις πλύνω με νερό και ξίδι, και όλα θα είναι καλά και πάλι».

 

Η Κζιράτ συνέχισε το βαλς της, ενώ η μουσική μαλάκωνε, και γλύκανε ίσως λίγο.

 

Το κορίτσι απάντησε πως δεν γινόταν, και ύστερα δεν είπε τίποτα άλλο. Ξάφνου, η μουσική σκλήρυνε πάλι, ανάγκασε τους χορευτές να κάνουν πιο γρήγορες φιγούρες, και η Κζιράτ φώναξε απ’ τον πόνο. Τα κόκαλα είχαν ξεγυμνωθεί από τη σάρκα τους στις φτέρνες και τα δάχτυλα, και της ήρθε λιποθυμιά. Όμως ο κόσμος δεν έσβησε, έμεινε ανήλεα ζωντανός και ο χορός της συνεχίστηκε. Τότε είδε μέσα από την τεράστια, φρικιαστική πληγή, που ήταν το πρόσωπο του κοριτσιού, ότι χαμογελούσε με κακία.

 

«Τι γελάς;» δεν άντεξε τότε και μίλησε σκληρά η κοπέλα.

 

«Αφού κι εσύ πονάς, κι εσύ ματώνεις. Να ξέρεις, άμα φύγω από ‘δω, δεν θα σε πάρω ποτέ μαζί μου!» φώναξε, και έκανε μια στροφή γύρω απ’ τον εαυτό της.

 

Το κορίτσι κουκούβισε πάλι και, ακόμη κοιτάζοντας τη σάλα, είπε με σταθερή φωνή.

 

 

 

«Και ποιος σου είπε, χορεύτρια, ότι θα ερχόμουν; Δεν ξέρω να κάνω τίποτα άλλο, παρά να είμαι εδώ. Ξέρω μόνο να ζω, και όσο ζω, κι εσύ και όλοι θα χορεύετε για ‘μένα»

 

 

 

Τότε η Κζιράτ τέντωσε το παγιδευμένο σώμα της και γούρλωσε τα μάτια. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε πιο γρήγορα από πριν, και νέος φόβος της έφερνε ζάλη. Πήρε μια βαθιά ανάσα, και κάνοντας την πιο πονεμένη φιγούρα από όλους, έκανε την τελευταία της ερώτηση.

 

 

 

«Πώς σε λένε;»

 

«Μουσική»

 

 

 

 

 

Πέρασαν τρία χρόνια που η Κζιράτ μπήκε στη σάλα του χορού.doc

Link to comment
Share on other sites

Καταραμένη έμπνευση... δεν δουλεύεις υπό πίεση... :)

 

Καλή επιτυχία στους υπόλοιπους!!!

Link to comment
Share on other sites

Θανάσιμες Πληγές

 

 

 

 

 

Ο μόνος ήχος που ακούγονταν ήταν η ακανόνιστη αναπνοή και τα βήματα του καθώς έτρεχε μέσα στο σκοτεινό δάσος όσο ποιο γρήγορα μπορούσε προσπαθώντας να ξεφύγει από τους διώκτες του. Ήξερε ότι ήταν πίσω του και ότι αν τον έπιαναν θα έβρισκε σίγουρο θάνατο. Δεν μπορούσε όμως να επιτρέψει κάτι τέτοιο. Γιατί αν τον σταματούσαν η ζωή του θα ήταν το λιγότερο που θα χανόταν.

Μαζί του θα χανόταν οι πληροφορίες που με κόπο είχε μαζέψει τις τελευταίες βδομάδες. Εβδομάδες δύσκολες, που τις πέρασε κατασκοπεύοντας τον αυτοκρατορικό στρατό που σχεδίαζε να εισβάλει στη χώρα του. Αυτά που είχε ανακαλύψει ήταν ζωτικής σημασίας για την καθοριστική μάχη που θα ακολουθούσε.

Έτρεχε προσπερνώντας τα δέντρα που στεκόταν ακίνητα κείτονται το τρελό πέρασμά του. Έτρεχε με μόνο φως, το φως του φεγγαριού. Και έτρεχε με ελπίδα. Αν κατάφερνε να αντέξει για άλλες δυο ώρες, αν δεν τον έπιαναν ως τότε, θα έφτανε στο κοντινότερο φυλάκιο του λαού του. Θα παρεέδιδε τις πληροφορίες.

Όμως η μοίρα των θνητών σπάνια είναι αυτή που οι ίδιοι επιθυμούν. Γιατί εκείνη την στιγμή η τύχη του άλλαξε και ένας ακόμα ήχος προστέθηκε στη μουσική του δάσους, ο ήχος από τα βέλη που σκίζουν με ορμή των αέρα. Τα βέλη ερχόταν από τα δεξιά του, σημάδι ότι οι διώκτες του προσπαθούν να τον κυκλώσουν. Με πείσμα, ο άντρας πολεμά την μοίρα του και τρέχει ακόμα ποιο γρήγορα ενώ εύχετε κανένα βέλος να μην βρει τον στόχο του. Είναι άλλωστε βράδυ, οι τοξότες του εχθρού ρίχνουν στα τυφλά.

Δεν θα τα παρατήσει. Δεν σταμάτα να τρέχει με τίποτα παρά την κούραση του. Δεν σταματά ακόμα και όταν νιώθει έναν οξύ πόνο στο δεξί του ώμο, σημάδι ότι κάποιο βέλος τον πέτυχε. Δε σταματά να βγάλει το βέλος. Ούτε καν το κοιτάζει.

Αυτό το θάρρος και το πείσμα, η αψηφισιά του πόνου, είναι μέρος του χαρακτήρα του. Αυτό ήταν που τον έσπρωξε βαθιά στις γραμμές του εχθρού. Αυτό είναι που από μικρο παιδί τον έκανε να ξεχωρίσει από τους συνομήλικους του και πολύ σύντομα τον έκανε να καταταγεί στον στρατό. Και αυτό ήταν που τον έκανε να συνεχίζει να τρέχει ακόμα.

Πίσω του ακούει τις φωνές αντρών που όλο πλησιάζουν. Τα βέλη συνεχίζουν να σφυρίζουν ολόγυρα του, πετούν τραγουδώντας τον θανάσιμο άσμα τους. Άλλα δυο τον πετυχαίνουν, ένα στην ωμοπλάτη και ένα στη γάμπα του αριστερού ποδιού του. Η αδρεναλίνη τον κάνει να αγνοεί τις πληγές για λίγο αλλά πολύ σύντομα ο πόνος τον κατακλύζει.

Η ταχύτητα του πέφτει. Η πληγή στο πόδι του τον εμποδίζει ενώ ο πόνος από τα βέλη των τρελαίνει. Αίμα και πύον τρέχει, σημάδι ότι τα βέλη είναι δηλητηριασμένα. Προς στιγμήν πανικοβάλετε. Θέλει να τα παρατήσει, να παραδοθεί στον πόνο. Να αφήσει τις πληγές του να τον νικήσουν και να συναντήσει τον σπλαχνικό θάνατο από τα ξίφη των εχθρών του.

Το θάρρος του υπερισχύει. Συνεχίζει να τρέχει κλαίγοντας από τον πόνο κάθε φορά που πατά το αριστερό του πόδι. Ζαλίζετε και σταδιακά τυφλώνεται. Όλα θαμπώνουν. Αχνά ακούει τις φωνές πολύ κοντά του τώρα.

Η μοίρα όμως τον βοηθά. Πάνω στην ώρα βγαίνει από το δάσος. Στο ανοιχτό πεδίο βλέπει το φυλάκιο, λιγότερο από διακόσια μέτρα μακριά. Με ότι δυνάμεις του απομένουν συνεχίζει να τρέχει απεγνωσμένα προς τα εκεί.

Καθώς όλα σκοτεινιάζουν ακούει ένα κέρας να ηχεί από το φρούριο. Τον είδαν. Οι πύλες ανοίγουν. Σχεδόν τα κατάφερε. Ρισκάρει ένα βλέμμα πίσω του. Οι διώκτες μόλις που βγαίνουν από το δάσος. Αυτό όμως είναι αρκετό για τους τοξότες τους.

Δεν τα παράτα. Γυρνά μπροστά και τρέχει με ότι δυνάμεις του απομένουν. Είναι σχεδόν εκεί.

Οι πληγές του τον προδίδουν. Δεν νιώθει το χέρι του. Το πόδι του λυγίζει, δεν τον κράτα άλλο. Πέφτει.

Καθώς γύρω του όλα σβήνουν και η αυγή έρχεται η τελευταία σκέψη του άντρα είναι ποιοι θα φτάσουν πρώτοι στο πτώμα του.

Link to comment
Share on other sites

Και εμένα δεν με επισκέφθηκε η κυρά έμπνευση...

Ελπίζω οι υπόλοιποι να τα κατάφεραν.

Link to comment
Share on other sites

λέξεις 1817

 

 

Πληγή

 

 

Πληγή. Έβαλατο δάχτυλό μου και την έξυσα λιγάκι. Το κάπαλο ήταν ακόμη σκληρό και παχύ καιδε μ’ άφησε να φτάσω στο τρυφερό κρεάς του μπράτσου από κάτω, εκεί που μεφαγούριζε.

 

Σήκωσα τοκεφάλι, ξέροντας ότι η κίνηση θα έστελνε όλες τις ρευστές μύξες από τη μύτη μουστο στόμα. Αλλά δε με ένοιαζε. Άλλωστε η βροχή ήταν πολύ δυνατή. Μπορεί και ναμου ξέπλενε το πρόσωπο πριν οι σιχασιές προλάβουν να φτάσουν στα χείλη.

 

Είναιωραία άμα βρέχει, γιατί κανείς δε θέλει να βγαίνει έξω και μπορώ κι εγώ ναξεσκάω λιγάκι. Έξυσα και το κεφάλι μου. Με φαγούριζε κι αυτό, αλλά δεν τολμούσαούτε να πλυθώ ούτε να κουρευτώ. Είχα λίγο ακόμη, τόσο λίγο, που θα ήταν κρίμανα τα καταστρέψω όλα τώρα, μόνο και μόνο για μια βουτιά στο ποτάμι. Η βροχήήταν άλλο πράμμα, μπορούσε να πυκνώσει τη τζίβα των μαλλιών μου με υπέροχαβρωμερούς τρόπους.

 

Αλλά δενείχα τίποτε από αυτά στο μυαλό μου εκείνη τη στιγμή. Αυτά ήταν πράγματα που είχανγίνει πια συνήθεια, από ένστικτο πια πρόσεχα να μην ξεπλύνω τα χέρια μου ή ναμη χυθεί επάνω μου καθαρό πόσιμο νερό. Αλλού ήταν το μυαλό μου εμένα και δεμπορούσα και να κάνω αλλιώς.

 

Λίγοςκαιρός ακόμη. Πόσος; Ίσως έπρεπε να κρατάω λογαριασμό, να, να ερχόμουν εδώ στονξεριζωμένο πλάτανο και να χάραζα γραμμές στην φλούδα του -οι μισές του ρίζεςήταν ακόμη μες το χώμα κι ήταν χλωρή και χαρασσόταν εύκολα. Μια χαρακιά γιακάθε μήνα. Πόσες χαρακιές έχω κάνει υπομονή;

 

Κατέβασαπάλι το κεφάλι μου. Από ένστικτο κι αυτό. Δε με πείραζε αυτό, το πόσες χαρακιέςθα είχα κάνει υπομονή, αλήθεια δε με πείραζε καθόλου. Μόνο καμιά φορά, θυμόμουντις άλλες και μελαγχολούσα. Λίγος καιρός ακόμη έμενε κι ύστερα τέλος το βασανιστήριο.Οριστικά.

 

Αναστέναξα.Δεν είχα και τόσο μεγάλο βάρος στην καρδιά μου πια, αλλά το έκανα κυρίως για ναεισπνεύσω μια τελευταία καθαρή, διαυγή ανάσα δροσερού αέρα. Με περίμεναν διάφορεςαγριότητες πίσω στον πύργο, αλλά εκείνη η ανάσα που έμοιαζε με αναστεναγμό ήτανένα κάτι που έπαιρνα πάντα μαζί μου πριν επιστρέψω.

 

Σκαρφάλωσααπό την όχθη του ποταμού που γουργούριζε θολός κοντά στις ρίζες του πλάτανου,πετώντας πίσω μου ξεραμένα φύλλα και ξεριζώνοντας μανιτάρια. Ένα σωρό ζούδιαείχαν λουφάξει από κάτω και τ’ αναστάτωσα, αλλά κοίταξα τη δουλειά μου κιεκείνα τη δική τους. Ήξεραν πια να μη μπαίνουν μπροστά μου όταν είχαν δουλειές.

 

Στηνκορφή της απότομης όχθης ήταν το δάσος με τις οξιές κι ανάμεσα στους λιγνούς,κομψούς κορμούς τους μπόρεσα να ξεχωρίσω το μονοπάτι να απομακρύνεται από τονερό και να πηγαίνει προς την αντίθετη μεριά από εκείνη που πήγαινα εγώ. Χαζοίείναι οι άνθρωποι καμιά φορά. Τι κι αν δεν υπήρχε μονοπάτι ως τον πύργο; Μήπωςδεν κατάφεραν να βρουν το δρόμο τους και να ζητήσουν τις διάφορες ηλίθιες χάρεςτους από τον αφέντη;

 

Δεχρειαζόταν να σηκώσω τα φουστάνια μου για να περπατήσω. Είχαν τόσο κουρελιαστείπου ο ποδόγυρος έφτανε πάνω από το γόνατο πια. Μάλιστα -κι είναι στ’ αλήθειααστείο να το σκεφτεί κανείς- άκουσα κάποιους κάποτε να με λένε «η ξετσίπωτη»και να υποθέτουν ότι έχω στο νου μου να ξελογιάσω τα αγόρια τους. Χαχα. Χαχα. Αχαχαχαχα.

 

Φάνηκε οπύργος μπροστά μου. Άφησα με μεγάλη απροθυμία πίσω μου τις εξαίσιες μυρωδιές,το βρεγμένο χώμα, την αγριορίγανη που την πλήγωνε η βροχή κι η πληγή τηςευωδίαζε τον τόπο, τις σβουνιές μιας αρκούδας, το μισολιωμένο πτώμα ενός ασβού.Κι υποδέχτηκα με μεγαλύτερη προθυμία τις εξαίσιες μυρωδιές του πύργου, τοστάσιμο νερό της τάφρου, το βρεγμένο ξύλο της κρεμαστής πύλης, το λιβάνι πουέκαιγε νυχθημερόν σε μεγάλα μαγκάλια κρεμασμένα από τα παράθυρα, το πιπερόμυροπου καιγόταν στην κορφή του πύργου, μέσα στο λέβητά του.

 

Προσπέρασατης Κήρες και τους Όνειρους που έστεκαν φρουροί, αδιαφόρησα -κι εκείνοι γιαμένα- για τους Βραχνάδες που κουκούβιζαν σε μια γωνιά της αυλής. Μάλισταμπροστά από τις Έμπουσες που περίμεναν να με αρπάξουν από τα ελεεινά μαλλιάμου, σήκωσα ψηλά τη μύτη και είπα με στόμφο:

 

-Ο αφέντηςμε περιμένει! Μεριάστε!

 

Φυσικά δεμέριασαν. Όχι με την πρώτη. Αλλά τις έκανα εγώ να μεριάσουν. Είχα ακόμη λίγη από την ποταμίσια ανάσα μέσα μου καιμια ιδέα από τον πόνο της αγριορίγανης και τα ξεφύσηξα μέσα στα μούτρα της πιοκοντινής, εκείνης που με είχε βουτήξει από το σβέρκο κι ετοιμαζόταν να πάρειμια ρουφηξιά αίμα από το λαιμό μου. Πισωπάτησε κι οι άλλες την ακολούθησαν,βλέπεις, μοιράζονται όλες την ίδια βουλή και τον ίδιο νου, όταν πονάει η μία πονάνεόλες. Χίμηξα να μη με προλάβουν, από ανάμεσα στα μαύρα τους και ματωμένα πέπλακαι χώθηκα στη μεγάλη σάλα, εκεί απ’ όπου ξεκινούσαν οι Σαράντα Σκάλες.

 

Μέτρησαπολύ προσεκτικά. Φυσικά είχα την πολυτέλεια αυτή, οι Έμπουσες ποτέ δε μπαίνουνστη σάλα, γιατί μετά θέλουν ν’ ανέβουν όλες τις Σκάλες κι αυτό μάλλον δε θατους κάνει καλό… Τέλος πάντων, μέτρησα προσεκτικά. Άθροισα τα γράμματα τηςμέρας, του μήνα και του χρόνου κι ύστερα μέτρησα τις Σαράντα Σκάλες,α-μπε-μπα-μπλομ, ποια ν’ ανέβω.

 

Τηνανέβηκα. Τα ξυπόλυτα πόδια μου έβγαζαν υγρούς ήχους καθώς πλατσούριζαν αυθάδικαστο σκούρο καστανοκόκκινο μάρμαρο. Ο κουρελιασμένος μου ποδόγυρος δε με άφηνενα ζεσταθώ λιγάκι, αλλά καλύτερα. Έπρεπε να ήμουν κρύα.

 

Αν καιείχε περάσει πολύς καιρός. Ίσως έπρεπε ν’ αρχίσω να ζεσταίνομαι πάλι.

 

Η Σκάλατελείωσε απότομα και ένα μαγκάλι με λιβάνι με υποδέχτηκε με τη βαριά τουμυρωδιά στο τελευταίο της σκαλί. Το παρέκαμψα, άλλωστε τίποτε δε μπορεί να μεεμποδίσει, μόνο να με καθυστερήσει λίγο περισσότερο. Έβαλα την πλάτη μου στομαγκάλι, το ένα χέρι μου στη μέση και με το άλλο έξυσα λίγο την πληγή στομπράτσο μου, εκείνη με το χοντρό κάπαλο που με φαγούριζε. Κι ο αφέντης απέναντίμου αναστέναξε καρτερικά.

 

-Έλακοντά, έκανε σιγανά.

 

Νομίζωότι ήταν η πρώτη φορά που τον άκουσα να μου απευθύνεται σ’ αυτόν τον τόνο. Κάτιόμορφο σκίρτησε μέσα μου, λες να είχε φτάσει τελικά ο καιρός; Λες τελικά, αντραβούσα χαρακιές στη φλούδα του πλάτανου, σήμερα να χάραζα την τελευταία; Τονπλησίασα πειθήνια, με συστολή. Δε γινόταν να τα χαλάσω τώρα.

 

Για μιαστιγμή τον λυπήθηκα. Ήταν τριάντα χρονών κι έμοιαζε με ογδόντα. Τα μαλλιά τουείχαν όλα πέσει και τα γένια του είχαν αραιώσει τόπους-τόπους από τοντριχοφάγο. Το σώμα του ήταν ένα βουνό από άμορφη σάρκα και τα ρούχα είχανλειώσει πάνω του σε στρώματα. Τα μάτια του με κοίταξαν μέσα από δυο κύκλους απόπρησμένα βλέφαρα, η γλώσσα του έγλυψε τα μισόγυμνα ούλα του, προσπαθώντας ναυγράνει τα μπλαβιά του χείλη. Δε μπορούσε ούτε το χέρι του να κουνήσει.

 

-Μπορείςνα με ακούσεις; μουρμούρισε. Μπορείς να ακούσεις αυτά που θα σου πω και να ταθυμηθείς; Να τα πεις κάπου;

 

Δεν τουαπάντησα.

 

-Εγώ δεμπορώ να τα γράψω πια -κοίταξε τα χέρια του με θλίψη απεριόριστη- αλλά εσύ…Μπορείς να τα μεταφέρεις στον κόσμο;

 

Τον άφησαλίγο ακόμη να αγωνιά. Δεν ήταν η πρόθεσή μου τον βασανίσω έτσι, μόνο να υπολογίσω αυτά που μου έλεγε ήθελα, να δω ανόντως μπορούσα. Είχα ζήσει πολύ καιρό μ’ αυτόν τον αξιολάτρευτο μπουνταλά,ήθελα να είμαι σίγουρη γι’ αυτό π θα του έταζα.

 

-Ναι,είπα στο τέλος.

 

Αναστέναξε.Έκλεισε για λίγο τα μάτια. Τα ξανάνοιξε, βεβαιώθηκε ότι δεν είχα φύγει. Κιύστερα προφανώς σκέφτηκε πόσο αστείος θα ήταν ένας τέτοιος φόβος και του ξέφυγεένα χαμόγελο.

 

-Άκου ταλοιπόν σαν απαγγελία κι έτσι να τα θυμάσαι. Έτσι θα τα θυμάσαι;

 

-Σαναπαγγελία. Θα τα θυμάμαι.

 

Σκέφτηκαλίγο ακόμη.

 

-Κι έτσιθα τα πω εκεί που θες να ειπωθούν.

 

Αναστέναξεξανά. Και μετά πήρε βαθιά ανάσα.

 

-Ο Πύρροςαπό την Πάφρα, ο Μάγος με τα κόκκινα μαλλιά, ήρθε εδώ στο βουνό της Λυγκιστίδαςνα κλέψει από τον Άδη την καρέκλα που ήταν δεμένος ο Θησέας, όταν πήγε νακλέψει την Περσεφόνη. Για την ασέβειά του αυτή, η ίδια η Κόρη όρισε ναβασανίζεται από Κήρες, Όνειρους κι Έμπουσες, να ‘ναι φυλακισμένος απ’ αυτέςστον ίδιο του τον πύργο. Κι ύστερα ο άντρας της, ο τρομερός Αϊδωνέας, όριξεπάνω στον Πύρρο κατάρα κι άλλη.

 

Μεκοίταξε στα μάτια κι εγώ του αντιγύρισα το βλέμμα ανέκφραστη. Ακόμη δεν ήτανώρα για το δώρο μου. Αλλά ήταν αλήθεια είχα αρχίσει να ζεσταίνομαι. Τι καλά.

 

-Μουχάρισε την πιο μικρή κόρη του Τυφωέα και της Έχιδνας. Την πιο τρομερή απ’ όλεςτις θεές. Εκείνη με την παρουσία της και μόνο θα με βασάνιζε, ώσπου να μηναντέχω άλλο και να παραδοθώ στη δίκαιη τιμωρία μου. Κι ούτε οι Σαράντα Σκάλεςτη μπέρδεψαν ποτέ από το να έρθει κοντά μου, ούτε το λιβάνι που καίει σεμαγκάλια κρεμασμένα στα παράθυρά μου, ούτε ο γιγάντιος λέβητας στην κορφή τουπύργου, σα φάρος στη στεριά, που καίει μέρα νύχτα το δυνατότερο πιπερόμυρο.Ούτε κι η καρδιά της η σκληρή με λυπήθηκε ποτέ να με λευτερώσει.

 

Και πάλι,ανέκφραστη τον κοίταξα. Δεν ήταν δικό μου πρόβλημα αυτό, εγώ μόνο την ελευθερίαμου ζητούσα. Τώρα ζεσταινόμουν πολύ, είχα γίνει ολόκληρη μια φλόγα ροδαλή, μιαφλόγα ματωμένη.

 

-Ο καιρόςμου τελειώνει, έκανα απαλά. Τι άλλο έχεις να μου πεις;

 

Προσπάθησενα κουνηθεί, αλλά δεν τα κατάφερε. Είχε χάσει την ικανότητα να ορίζει το σώματου, όταν κάθησε στην καρέκλα του Θησέα κι η πράξη του τον έκανε να πρηστεί σαμπαλώνει, να αυγατίσει η σάρκα του, λες κι ήταν ο Λούκουλος, λες κι έτρωγεσυνέχεια για χρόνια χωρίς να σταματά. Και φυσικά το βάρος του ήταν τόσο που νασαλέψει δε μπορούσε, μόνο τα χέρια του κουνούσε πού και πού, για να τονίσει μιαλέξη ή φράση ή να με στείλει σε κάποιο θέλημα. Κι εγώ πήγαινα στα θελήματά του,γιατί είναι στη φύση μου να πηγαίνω και να έρχομαι κι όσο πιο πολλές φορέςγίνει αυτό, τόσο περισσότερο να ευχαριστιέμαι το ρόλο μου.

 

Έμεινεγια λίγο σιωπηλός. Τον σεβάστηκα.

 

-Τίποτε,είπε τελικά. Τίποτε, σύντροφε της ζωής μου της άθλιας, της ρημαγμένης…

 

-Που μόνοσου τη ρήμαξες.

 

-Τηςσάπιας…

 

Δεν τουαπάντησα. Είχε έρθει ο καιρός, η ώρα, η στιγμή. Ζεστάθηκα κι άλο όσο δενέπαιρνε κι αυτός το κατάλαβε. Έτσι ζεσταίνονται οι πληγές της κατάκλισης ότανείναι να σε φάνε ζωντανό, να σε σκοτώσουν. Τον άρπαξα από τα χέρια και τοντράβηξα, και τρόμαξε από τη δύναμή μου. Τίποτε για μένα δεν είχε καταλάβει,αφού τόσον καιρό μπορούσα να τον κάνω να υποφέρει, τάχα τώρα δε θα μπορούσα νατον κάνω να σηκωθεί;

 

Όλη του ηπλάτη και το πίσω μέρος των ποδιών κι οι γλουτοί του ήταν μια σαπισμένη μάζα.Γέλασα και του χάρισα το τελευταίο μου δώρα, μια ανάσα από ποτάμι και δροσιά,μια πνοή αγριορίγανης. Αλλά δεν είχε καμιά καλοσύνη το δώρο μου.

 

-Έμειναάπλυτη χρόνια ολόκληρα για να πονάς. Ξυνόμουν για να μη σταματήσει ποτέ το πύονα τρέχει. Κα τώρα σου θυμίζω πώς είναι να μυρίζεις κάτι άλλο από το βρώμιοκρέας σου. Θυμήσου τα όλα αυτά, Πύρρο από την Πάφρα, Μάγε με τα κόκκινα μαλλιά.Θυμήσου τα εκεί που πας, στον Άδη.

 

Κι όπως έκλεινετα μάτια του για πάντα, του θύμισα γιατί οι τρομεροί γονιοί μου με είχαν Πληγήονομάσει.

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

Πληγωμένη Καρδιά

 

Το μικρό αγόρι καθόταν και παρατηρούσε για ώρα τον γέρο ζητιάνο στην απέναντι γωνία. Τυλιγμένος με βρώμικα υφάσματα, ο γέρος καθόταν καταγής οκλαδόν, γερμένος με την πλάτη στον τοίχο, το κεφάλι σηκωμένο προς τον ήλιο, τα μάτια κλειστά. Υπήρχαν σκιερά σημεία στην πολύβουη αγορά, εκείνος όμως είχε διαλέξει να καθίσει σε ανοιχτό σημείο, προφανώς απολαμβάνοντας την κάψα. Το δέρμα του ήταν σκούρο και γεμάτο σπυριά. Από το εκτεθειμένο στέρνο και πρόσωπο θύμιζε σαύρα στην εμφάνιση. Το αγόρι ήταν προφυλαγμένο στη σκιά, είχε χαμηλώσει στις φτέρνες του, και κοίταζε τον ζητιάνο ανάμεσα από τροχούς κάρων και πόδια αντρών και καμήλων που πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα.

 

Αυτό που είχε τραβήξει την προσοχή του παιδιού ήταν η σχισμή στο στήθος του ηλιοκαμένου άντρα. Καλυμμένη με κακάδι και φρέσκο πύο, μάζευε πάνω της ορδές από έντομα που έστηναν εκεί, ανενόχλητα, τρελό τσιμπούσι. Ο γέρος δεν έκαμνε καμία κίνηση για να τα διώξει. Κι όταν σήκωνε το χέρι του, ήταν για να ξύσει την πληγή με το μακρύ, ρυπαρό νύχι του δείχτη του, ανοίγοντας την πέτσα του και ελευθερώνοντας κι άλλο πύο για τα πεινασμένα ζωύφια. Υπήρχε κάτι το αισθησιακά πρόστυχο σε εκείνη την κίνηση, στον τρόπο που το νύχι διέτρεχε τη σχισμή, ο τρόπος που χωρίζονταν τα χείλη του τραύματος, σαν υγρή, σάπια σάρκα φρούτου. Κάποια στιγμή τα μάτια του αγοριού πήγαν στο ρυτιδιασμένο πρόσωπο και είδε τις βαθιές εκείνες μαύρες τρυπούλες, που ο ζητιάνος είχε για μάτια, να του επιστρέφουν το βλέμμα. Χαρακωμένα από την ηλικία χείλη χωρίστηκαν και του χαμογέλασαν. Ο γέρος δεν είχε δόντια, ούτε ένα. Μια σπηλιά που έσταζε σάλια σε μια κατακόκκινη γλώσσα, πρόφερε σιωπηλά λέξεις που το αγόρι δεν κατάλαβε. Ξεροκατάπιε και τα πόδια του ασυναίσθητα ετοιμάστηκαν να το πάρουν μακριά από εκεί το γρηγορότερο. Ο ζητιάνος του έκανε ένα νεύμα. Το μήνυμα ήταν τώρα ξεκάθαρο.

«Έλα εδώ» του έλεγε.

 

Ο δρόμος ήταν γεμάτος κόσμο και η περιέργεια στο παιδί μεγάλη. Σηκώθηκε όρθιο και διασχίζοντας το ποτάμι του πλήθους πέρασε στην άλλη όχθη, κατευθείαν κάτω από τον καυτό ήλιο. Προστατευμένο μόνο με το σαρίκι του για τη ζέστη, το αγόρι στάθηκε πάνω από τον ζητιάνο. Έμειναν για λίγο σιωπηλοί και οι δύο. Ο γέρος έγλυψε τα χείλη του με θορυβώδες σαλιωμένους ήχους.

«Σε είδα που με κοιτούσες» είπε ψευδά.

Αυτόματα το μάτι του αγοριού πήγε στην πληγή στο στήθος.

«Κοιτάζεις αυτό λοιπόν;» έκανε ο γέρος και αυτή τη φορά άνοιξε ελαφρά την ουλή με δύο νύχια. Ακούστηκε μια αρρωστημένη εκκένωση αερίων και φουσκάλες πύου τινάχτηκαν έξω. Τα έντομα φρένιασαν. Το αγόρι άνοιξε το στόμα του ξαφνιασμένο αλλά δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από το θέαμα. Πρόσεξε για πρώτη φορά την γραμμή από μερμήγκια που ανέβαινε από το χώμα ως το στήθος του άντρα.

«Αυτή είναι η πληγωμένη μου καρδιά. Δεν σε αηδιάζει;» το ρώτησε.

Το αγόρι τον κοίταξε, ανήμπορο να μιλήσει. Ήθελε να φύγει. Κάπου βαθιά στο κεφάλι του άκουγε την φωνή της μητέρας του να το καλεί σπίτι, αλλά τα πόδια του είχαν πετρώσει μπροστά στον ηλικιωμένο άντρα.

«Μια μέγαιρα έχωσε εκεί τα νύχια της για να μου την ξεριζώσει χρόνια πριν όταν ήμουν νέος ακόμα. Και έκανε την καρδιά μου κομμάτια» συνέχισε ο γέρος και του ξέφυγε ένας λυγμός. «Από τότε ψάχνω μια παρηγοριά… λίγη ελπίδα. Έχεις παιδί μου να μου προσφέρεις τουλάχιστον μια σταγόνα καλοσύνη;»

«Δεν έχω τίποτα πολύτιμο πάνω μου» ψέλλισε το αγόρι με στεγνό στόμα.

«Είσαι όμως καλό παιδί, δεν είσαι;»

Το αγόρι κούνησε θετικά το κεφάλι του. Κατάφερε επιτέλους να γυρίσει το κεφάλι του και να κοιτάξει πέρα από την πλατεία, προς την πλευρά του ψηλού μιναρέ. Εκεί πέρα ήταν το σπίτι του.

 

«Καλοσύνη ζητώ μόνο» είπε ο γέρος, «και σε αντάλλαγμα θα σου δώσω την ευχή μου. Καλή τύχη θα έχεις μόνο αν κάνεις κάτι για μένα.»

Κοιτάχτηκαν. Ο ζητιάνος άφησε την περιέργεια να αγγίξει λίγο το παιδί.

«Θέλω να φυσήξεις πάνω στην πληγή μου. Αυτό τρελαίνει όλα αυτά τα έντομα που δε λένε να με αφήσουν σε ησυχία. Εγώ τα διώχνω και αυτά ξανάρχονται. Η δροσερή ανάσα όμως μιας αγνής ψυχής… τα στέλνει πίσω στην κόλαση από την οποία ήρθαν…»

Πρόσεξε την αηδία στο πρόσωπο του παιδιού.

«Όχι από πολύ κοντά. Από μακριά… Αν έχεις καλή καρδιά η ανάσα σου και μόνο έχει δύναμη. Θα σου δώσω την ευλογία μου και θα αποκτήσεις καλή τύχη. Αυτό μπορώ να το κάνω, ρώτα όποιον θέλεις στην αγορά.»

Το αγόρι κοίταξε πάλι το πλήθος που διέσχιζε το δρόμο πίσω του για να αντλήσει θάρρος. Έκανε ένα βήμα προς τον ζητιάνο. Ο γέρος έγλυψε τα χείλη του.

 

Το αγόρι έσκυψε για να φυσήξει.

«Λίγο πιο κοντά» είπε ο γέρος.

Το αγόρι σκουντούφλησε λίγο πιο κοντά. Περιέργως, η πληγή δεν έδειχνε περισσότερο αηδιαστική από κοντά.

«Πιο κοντά» άκουσε τον γέρο.

Ένα βήμα ακόμα.

«Λίγο ακόμα.»

Το αγόρι τέντωσε τον λαιμό του και φύσηξε. Ένιωσε την παλάμη του ζητιάνου στην κορυφή του σαρικιού του και τα μακριά, γαμψά νύχια του άντρα στα μαλλιά του.

 

Η πληγή χωρίστηκε στα δύο και φανέρωσε μια σειρά από κοφτερά δόντια από πίσω. Και στο βάθος το απύθμενο σκοτάδι. Το τράβηγμα ήταν βίαιο και χάθηκε η άμμος κάτω από τα πόδια του. Τα σαγόνια έκλεισαν και τα πριονιστά δόντια άρχισαν να αλέθουν. Αίμα και λουρίδες σάρκας γέμισαν το λαρύγγι του αγοριού, πνίγοντας τις υγρές κραυγές του.

 

Ο γέρος ζητιάνος καθόταν στην γωνία του δρόμου και λιαζόταν. Δεν έμπαινε στον κόπο να διώχνει τα έντομα που σιτίζονταν στο φρέσκο αίμα της πληγής του. Τα χαρακωμένα από τους αιώνες χείλη του άντρα χαμογελούσαν σκανταλιάρικα. Το πλήθος της αγοράς συνέχιζε να πηγαινοέρχεται στις δουλειές του, αγνοώντας τον ζητιάνο στη γωνία.

 

Τέλος

Link to comment
Share on other sites

ΣΟΣ.

ΕΔΩ η κατάθεση των ιστοριών! ΕΔΩ. Όποιος ανέβασε και στο άλλο τόπικ να μη φοβάται, θα τα μεταφέρω εγώ μετά, αλλά όποιος είναι για τώρα, ΕΔΩ. Πληζ.

Link to comment
Share on other sites

Ναρουαλις ηθελα να ξερα πως καταφερες να γραψεις τοσες λεξεις σε τοσο λιγο χρονο :chinese: .Εγω εφτασα ως τις 700 με το ζορι :tease:

Link to comment
Share on other sites

Ήταν έτοιμος να δώσει το τελειωτικό χτύπημα στον αντιπαλό του. Ένα ξαφνικό σπρώξιμο τον έφερε με το πρόσωπο στο έδαφος.Σηκώθηκε ενστικτωδώς με το τσεκούρι ακόμα στο αριστερό του χέρι, το δεξί σκούπιζε τη λάσπη άπ’το πρόσωπο του. Κοίταξε προς τη πλευρά του ιππικού και είδε ότι χάνανε έδαφος. Ο εχθρός είχε καταφέρει να τους αντιμετωπίσει μεσχετική ευκολία και όλα έδειχναν πως θα τους περικύκλωναν απο στιγμή σε στιγμή.

 

«Δεν θα αντέξουμε» σκέφτηκε.

 

Έψαξε γρήγορα με το βλέμμα του να βρεί τον λοχία του και να οργανωθούνε εκ νέου για να προετοιμαστούνε για υποχώρηση. Δεν άργησε να τον βρει, ακολοθούμενο απο μια ομάδα επίλεκτων τοξοτών, να τρέχουν προς το στρατόπεδο. Ήταν έτοιμος να τους ακουλουθήσει όταν ένας δράκος με μια ριπή φωτιάς έσκισε το πεδίο της μάχης στα δύο, δημιουργώντας μια απέραντη γραμμή φωτιάς, εμποδίζοντας τη διαφυγή τους. Ήταν καταδικασμένοι να πεθάνουν μάχοντας. Προσπάθησε να τρέξει προς τον λοχία αλλά στο δρόμο του σκόνταφτε πάνω σε πεσμένους της μάχης και νεκρά άλογα. Πήδηξε ψηλά για να αποφύγει ένα χαμηλό χτύπημα από ένα γκόμπλιν και προσγειώθηκε άτσαλα σε μια βραχώδη πλαγιά. Σηκώθηκε αμέσως πάνω και έριξε το τσεκούρι του προς τη μεριά του γκόμπλιν χωρίςνα είναι σίγουρος αν θα το πετύχαινε.. Όταν γύρισε είδε ότι το είχε πετύχει στοστήθος, το γκόμπλιν άψυχο να κείτεται στο χώμα.

 

«Για τον Άρκαν!» φώναξε.

 

Ένιωσε ένα δυνατό σπρώξιμο και καθώς έπεφτε είδε τον λοχία του να πέφτει τρυπημένο από λόγχες των γκόμπλιν και τις κραυγές του δράκου να χάνονται μέσα στο σκοτάδι...

 

 

 

 

 

***

«Ποιον να φάμε απόψε Γράνκιρ?» ρώτησε το γκόμπλιν.

 

«Αυτός εκεί φαίνεται να έχει αρκετό κρέας» αποκρίθηκε ο Γράνκιρ.

 

«Μου φαίνεται λίγο άρρωστος, δεν μπορώ να τρέχω στη τουαλέτα σήμερα Γκράν, έχω και σκοπιά ξέρεις..» είπε γελώντας πονηρά.

 

«Καλά. Αυτός εκεί πως σου φαίνεται Γκράνκιρ? Έχει αρκετά τραύματα, ο Γκρόμπαρ δεν νομίζω να τον θέλει..» δείχνοντας έναν αιμόφυρτο στρατιώτη.

 

«Έχεις δίκιο. Εξάλλου είχε πει οτι τους ετοιμοθάνατους δεντους θέλει και αυτός δεν νομίζω να βγάλει τη νύχτα» συμφώνησε ο Γκράνκιρ.

 

 

 

***

 

 

Άκουσε φωνές γκόμπλιν και ένιωσενα τον ακουμπάνε χέρια και να τον σηκώνουν απ’το πάτωμα. Άνοιξε για λίγο τα μάτια του και είδε οτι τον κουβαλάγαν τα απαίσια γκόμπλιν. Ο εχθρός του.

 

«Ώστε χάσαμε..» σκέφτηκε.

 

Άκουσε τα γκόμπλιν να φωνάζουν και να τραγουδάνε παράφωνα ένα χαρούμενο σκοπό. Προσπάθησε να κουνηθεί και να φωνάξει αλλά αδυνατούσε να συγκεντρωθεί και για άλλη μια φορά όλα σκοτείνιασαν γύρω του.

 

 

 

***

 

 

Έξω έπεφτε οι βροχή και ο άερας λυσσομανούσε στα παράθυρα. Άνοιξε τα μάτια του και ενώ ζαλιζόταν προσπάθησε νασυγκεντρωθεί και να παρατηρήσει το περιβάλλον του. Για μια στιγμή νόμιζε οτι ονειρεύοταν καθώς συνειδητοποιήσε οτι βρισκόταν σε μια κουζίνα! Δεξιά και αριστερά υπήρχαν κρεμασμένα κρέατα και η μεταλλική οσμή του αίματος ήταν έντονη.

 

«Μα τι διάολο γυρεύω εδώ πέρα?» αναρωτήθηκε.

 

Δοκίμασε να σηκωθεί αλλά ένας σουβλερός πόνος στη πλάτη τον διέκοψε απ’τη προσπάθεια. Παρατήρησε γύρω του και είδε οτι ήταν δεμένος σε ένα τραπέζι. Προσπάθησε να θυμηθεί πως βρέθηκε εκεί αλλά μόνο πονοκέφαλο προκαλούσε στον εαυτό του.

 

Ξαφνικά η πόρτα απεναντί του άνοιξε καιένα εύσωμο γκόμπλιν μπήκε κρατώντας δύο μαχαίρια. Τον ακολούθησαν άλλα δυομικρότερα γκόμπλιν, τα οποία γέλαγαν και τραγουδούσαν κάποιο χαρούμενο σκοπό. Πανικός τον κύριευσε καθώς συνειδητοποιήσε σε τι κατάσταση βρισκόταν. Άρχισε να φωνάζει και να οδύρεται υπό το παράφωνο τραγούδι των γκόμπλιν:

 

«Αφήστε με να φύγω! Σαςπαρακαλώ!»

 

Τα γκόμπλιν δεν του έδωσαν σημασία και πλησίασαν το τραπέζι όπου τον είχα δεμένο, ακονίζοντας τα μαχαίρια τους. Ο άτυχος στρατιώτης προσπαθούσε με όλη του τη δύναμη να ξεφύγει αλλά ο πόνοςαπ’τις πληγές του δεν το άφηνε να κουνηθεί. Κοίταξε γύρω του και είδε πάλι τα κρεμασμένα κρέατα και κατάλαβε οτι θα είχε την ίδια μοίρα αν δεν αντιδρούσε γρήγορα. Ενώ προσπαθούσε να βρει μια λύση διαφυγής, ένιωσε ένα σουβλερό πόνο στο αριστερό του χέρι και ούρλιαξε. Γύρισε και είδε το εύσωμο γκόμπλιν να κρατάει το αρίστερο του χέρι επιδεικτικά στον αέρα. Τα γκόμπλιν συνέχισαν το τραγούδι παρά τις εκκλήσεις του άντρα. Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλα του καιάρχισε να επικαλεί τη θρησκεία του. Το θεώρησε μάταιο όταν τα γκόμπλιν του ακρωτηρίασαν το δεξί χέρι. Άρχισε να ζαλίζεται πάλι και να νιώθει το αίμα τουνα κυλάει απ’τα τραύματα του. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος και παρακάλεσε το Θεό να τελειώσει το μαρτύριο του. Καθώς ένιωθε τα εντόσθια του να τραβιούνται θυμήθηκε ένα όμορφο πρόσωπο που κάποτε είχε δει και είχε σκοπό να το επισκεφθεί όταντελείωνε ο πόλεμος. Το φως άρχισε να σβήνει στα μάτια του υπό το τραγούδι των γκόμπλινς:

 

 

 

«Θα φάμε απόψε κρέας ανθρώπου απ’τη πόλη Βαλάρα,

 

Θα το ψήσουμε με φωτιά στη σχάρα,

 

Με πολύ λάδι και μπαχαρικό,

 

Μάγειρα μην τα κάνεις μαντάρα!»

Edited by Rixardogios
Link to comment
Share on other sites

Πιο flash κι απ' τον flash, ξεκίνησα στις 21:45, με το ζόρι 528 λεξούλες. Μη φρικάρετε απ' το κειμενάκι, είπα να γελάσουμε λίγοtease.gif

 

 

"Youhave a lot of nerve showing up here, you know that?"

 

"Well,I just thought I dropped by, to see how you're doing. You know, sinceyou've done anything in your power to keep me away..."

 

"Ohright, and now I've offended you! You see, I already acknowledge thefleeting satisfaction you gave me time and again, but it's just that;a moment. Nothing more."

 

"Isometimes do more, you remember right? That time on your armpit..."

 

"Yesbut... that's over now, I don't want you any more. Not any place!"

 

"Comeon now, don't be like that... I know you want another one, don't playhard to get. I hate that!"

 

"I'mnot playing, I assure you. I don't ever want to see you again in mylife. In fact... I'll devote myself in finding the one and only thingthat drives you away for ever. For good. I'll present it as a giftfor every human being."

 

"Ifthat's the case, then by all means... You know I'll come back. Ialways come back!"

 

"Donot threaten me, I will find a way. I would have kept you around onlyout of revenge on others, but as it comes out I'm a good guy afterall."

 

"Well,well, well... what do we have here? A revelation? Even yet, aconstructive self-realizisation? See how important I am? How wouldyou do that without me?"

 

"Withoutyou I wouldn't need to, wise-ass! Why on earth should you exist? Giveme one good reason."

 

"Forstarters, I am rather smashing..."

 

"Hah!"

 

"Don'tinterrupt me; it's not every day I have the opportunity to speak formyself. As I was saying, I am rather smashing, even though I may notlook so good on some people. But I am self sufficient and carry myown special prize every time I appear."

 

"Ifyou call that a prize..."

 

"Ido actually. You even like it yourself when it's on you, you just getjealous and nauseous when you see it on others."

 

"It'sover. I don't want to hear you any more, you had your chance tospeak."

 

"Tellme one thing before you push. Why did you gift me a voice only tosilence me again?"

 

"Ijust wanted to know the meaning. You know, a kid in class asked meabout you today, I didn't know what to say."

 

"Andnow, you are dissatisfied? You went as far as to inflict me uponyourself! And now... all I see is oblivion..."

 

"Theexperiment is over now. I am ready to teach the unsure adolescentminds of tomorrow!"

 

"Whatabout the next day? Will you conjure up syphilis?"

 

"Don'teven go there, you low-life sleazy bastard! You're a pustule forheaven's sake! Nothing but a red mass filled with pus and hatred,filled with a black soul! Begone demon!"

 

 

 

 

Thewizard teacher looked in the mirror and finally got the courage tobreak that pimple. He knew he shouldn't do that. He would face hellin the morning. Perhaps he should get rid of the mirror too...

 

 

 

 

Lesson Plans

 

by Richard Acne,

 

formidable wizard and afine teacher indeed

 

 

Link to comment
Share on other sites

Guest
This topic is now closed to further replies.

  • Upcoming Events

    No upcoming events found
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..