TheTregorian Posted October 14, 2010 Share Posted October 14, 2010 Ρε παιδιά, μήπως παράγραψα πολύ;; Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinMacXanthi Posted October 14, 2010 Share Posted October 14, 2010 (edited) Ένα κείμενο που τριγυρνάει στο μυαλό μου από την πρώτη μέρα του φθινοπώρου. Κι αυτό το λίγο που είναι αληθινό μέσα της, είναι περισσότερο απ' όσο θα ήθελα. Η μικρή δόση sff που έχει μέσα της είναι η βασική εικόνα που είχα στο νου μου. Βγήκε με αρκετό πόνο το κείμενο, αλλά ουφ, γράφτηκε. Είναι στα ελληνικά. (μη σας μπερδεύει ο τίτλος) Forget me not.doc Edited October 14, 2010 by DinMacXanthi Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted October 14, 2010 Share Posted October 14, 2010 Δύο λεπτά ακόμα! Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted October 14, 2010 Share Posted October 14, 2010 (edited) “Κύριε Μπρόντλεϋ, σας εκλιπαρώ, μόνο ένα άτομο των ικανοτήτων σας μπορεί να με βγάλει από την τραγική κατάσταση στην οποία έχω περιέλθει!” “Όχι,” απάντησε ο Αύγουστος και έκανε να φύγει. “Θα σας δώσω τα διπλάσια από τα όσα παίρνετε συνήθως για την παροχή υπηρεσιών σας!” “Θα με περνάτε για ηλίθιο, κύριε Χάσετ. Δε θα αναλάμβανα μία τέτοια υπόθεση ούτε για τα δεκαπλάσια από όσα παίρνω συνήθως.” “Σας εκλιπαρώ!” αναφώνησε ο κοντόχοντρος άντρας και έπεσε κωμικά στα γόνατα. Το σούσουρο της ταβέρνας έπαψε, καθώς όλοι γύρισαν και κοίταξαν τον πλούσιο έμπορο να πέφτει στα γόνατα και να παρακαλάει τον άντρα με τα γκρίζα. Και έπειτα, όσοι ήταν για χρόνια στο Λάχαντρος κατάλαβαν σε ποιον μιλούσε και επέστρεψαν στα ποτά τους. Το είχαν σαν αρχή να μην ανακατεύονται στις δουλειές των μάγων, πόσο μάλλον όταν είχαν απέναντί τους εκείνον που, όπως έλεγαν όλοι, ξεγέλασε τον ίδιο τον Άγγελο του Θανάτου. “Καταλαβαίνω ότι είναι οικογενειακό σας κειμήλιο, αλλά θα πρέπει να βρείτε κάποιον άλλο για την υπόθεσή σας,” του είπε ο μάγος όσο πιο ευγενικά μπορούσε. “Μα δεν πρόκειται να βρω καλύτερο από εσάς,” είπε ο έμπορος, ενώ ήταν ακόμα πεσμένος στο πάτωμα της ταβέρνας. “Δεν ψάχνετε κάποιον καλύτερο, αλλά κάποιον πιο ηλίθιο. Η Στοά του Χρυσού Τροχού έχει αρκετούς νεοσύλλεκτους ιδανικούς για τη δουλειά σας.” Και ύστερα φόρεσε την καμπαρτίνα του και βγήκε στην κρύα νύχτα. Το επόμενο μεσημέρι ένας καταϊδρωμένος και φοβισμένος φρουρός χτύπησε την πόρτα του. “Χαίρεται,” του είπε ο Αύγουστος, “τι θα θέλατε.” “Ε... ναι, ακούστε... σας παρακαλώ, μη με κάνετε βάτραχο!” είπε ο φρουρός. Ο Αύγουστος φάνηκε σκεφτικός. “Δε το σκόπευα,” είπε τελικά, “συνήθως μετατρέπω επισκέπτες σε βατράχους τους θερινούς μήνες.” “Θα μπορούσατε σας παρακαλώ να με συνοδέψετε στο φρουραρχείο. Ο επιθεωρητής Μάνχετ θέλει να σας κάνει κάτι ερωτήσεις.” “Θα μπορούσα, αλλά προτιμώ να το αποφύγω αν γίνεται,” είπε ο μάγος, ανησυχώντας ξαφνικά. Τί μπορεί να με θέλει η φρουρά; σκέφτηκε. “Περί τίνος πρόκειται;” “Μάρτυρες σας είδαν να μιλάτε με τον κύριο Ροβήρο Χάσετ χθες το βράδυ.” “Και από πότε είναι αυτό λόγος να με καλεί η φρουρά;” “Ο κύριος Χάσετ είναι νεκρός.” του είπε ο Φρουρός. “Ο επιθεωρητής μου είπε να σας πω...” ο φρουρός κόμπιασε για μία στιγμή, μην ξέροντας πώς θα έλεγε την επόμενη φράση, “επέμενε να σας πω ο επιθεωρητής ότι θα είναι ευκολότερο αν έρθετε με τη θέλησή σας.” “Πράγματι, θα σας διευκολύνει πολύ,” είπε ο Αύγουστος και πήγε μέσα να πάρει το παλτό του. “Πώς βρέθηκε το πτώμα;” ρώτησε τον επιθεωρητή ο μάγος. “Εδώ κάνω εγώ τις ερωτήσεις,” μούγκρισε ο Αρθούρος Μάνχετ. “Σε εμένα δεν περνάνε οι δεισιδαιμονίες των μικρόνοων περιπολιτών, είμαι άνθρωπος της επιστήμης.” “Θα πίστευα ότι η τελευταία φορά που συναντηθήκαμε θα σας είχε αλλάξει τις απόψεις,” σχολιάσε ήρεμα ο Αύγουστος, ενώ έκατσε απέναντι από τον επιθεωρητή χωρίς να του έχει επιτρέψει κάτι τέτοιο εκείνος. “Οι υστερίες μιας κυράτσας, όσο καλής γενιάς κι αν είναι, δεν πρόκειται να με πείσουν ότι κάποιο δαιμονικό ον διέπραξε το φόνο εκείνο, ούτε ότι ο τότε ύποπτος ξαναβρίσκεται εδώ για μία ακόμα βάναυση δολοφονία.” “Λογικό. Από όσα μου είπε ο κύριος Χάσετ χθες τον φόνο του δεν τον διέπραξε κάποιο δαιμονικό ον.” “Σοβαρά, κύριε Μπρόντλεϋ, νόμιζα ότι οι Δαίμονες ήταν η ειδικότητά σας.” Ο Αύγουστος κοίταξε στα μάτια τον μεγαλόσωμο άντρα. Ο επιθεωρητής ήταν ένα κεφάλι ψηλότερός του και έναν ώμο πιο φαρδύς. Η εμφάνισή του, παρά το καλοφροντισμένο μούσι του, το μονόκλ και το καλοραμμένο κουστούμι, πρόδιδε καταγωγή από τις πολεμικές οικογένειες της Ρεμόν και πρέπει να μην είχε συνηθίσει να του δείχνουν έλλειψη σεβασμού. “Όχι μόνο τα Δαιμόνια. Αναλαμβάνω κάθε λογής υποθέσεις. Αλλά όχι την υπόθεση που ήθελε να μου αναθέσει ο κύριος Χάσετ.” Ο επιθεωρητής πήρε έναν ουδέτερο τόνο. “Και για ποια υπόθεση ήθελε να σας μιλήσει;” “Αφορούσε ένα οικογενειακό του κειμήλιο. Ένα μαχαίρι για να είμαι ακριβής.” “Τί είδους μαχαίρι;” “Όχι το φονικό εργαλείο,” του είπε ο μάγος. “Όχι ακριβώς το φονικό εργαλείο δηλαδή. Φαντάζομαι ότι τον βρήκατε κατασφαγμένο.” “Μπορείτε να φαντάζεστε ότι θέλετε, κύριε Μπρόντλεϋ. Εδώ εγώ κάνω τις ερωτήσεις.” “Δεν έκανα κάποια ερώτηση. Μοναχά μια εικασία.” Ο επιθεωρητής βάδισε νευρικά εμπρός από το παράθυρό του. “Τι κάνατε μόλις φύγατε από την ταβέρνα που συναντήσατε τον κύριο Χάσετ;” “Επέστρεψα σπίτι μου. Όπως κάθε νομοταγής πολίτης μετά τις δέκα το βράδυ.” “Υπάρχουν μάρτυρες;” “Όχι.” “Ούτε καν τα 'δαιμόνιά' σας;” “Δεν μπορούν να καταθέσουν σε δικαστήριο,” απάντησε ο μάγος με ένα μειδίαμα. Ο επιθεωρητής προσπάθησε να πνίξει την οργή του. “Λέγατε κάτι για ένα μαχαίρι. Τί ήθελε ακριβώς ο κύριος Χάσετ από εσάς;” “Το μαχαίρι ήταν ένα τελετουργικό ξιφίδιο που ο παππούς του είχε κλέψει από έναν άγριο ιερέα κάπου στη Σουόρ. Ήταν κειμήλιο της οικογενείας του για χρόνια.” “Και τί το ιδιαίτερο είχε;” ρώτησε ο επιθεωρητής. “Γνωρίζετε τι είναι ένα 'επιχείριο';” “Πολύ φοβάμαι ότι υπάγεται στο δικό σας εργασιακό χώρο, όχι στον δικό μου...” Ο μάγος χαμογέλασε. “Ευτυχώς,” του είπε, “θα δυσκολευόσασταν να το συλλάβετε για το φόνο του κυρίου Χάσετ.” “Εννοείται ότι τον σκότωσε ένα μαχαίρι;” γέλασε ο επιθεωρητής. “Όχι,” του είπε ο Αύγουστος, “τον σκότωσε η ανοησία του. Το μαχαίρια απλά βρέθηκε στα χέρια του, τα υπόλοιπα ήταν απλά αποτέλεσμα της ηλίθιας συμπεριφοράς του.” “Τί ακριβώς εννοείτε, κύριε Μπρόντλεϋ;” “Οι σαμάνοι της Σουόρ συχνά έδεναν αιμοσταγείς Αγίους σε τελετουργικά ξιφίδια και τα χρησιμοποιούσαν σε θυσίες για να τους κατευνάσουν. Σε αντάλλαγμα οι Άγιοι τους έδιναν εξαιρετική δύναμη. Υπήρχε όμως ένας όρος. Αν ποτέ ένας από τους φορείς του μαχαιριού πλήγωνε μια ανθρώπινη ζωή, τότε ο Άγιος θα ερχόταν για να προκαλέσει την ίδια ακριβώς πληγή μόλις το μαχαίρι έφευγε από την κατοχή του.” “Ωραία ιστορία,” τον διέκοψε ο επιθεωρητής, “αλλά πότε ο κύριος Χάσετ αφαίρεσε μια ανθρώπινη ζωή με το μαχαίρι αυτό;” “Πριν δύο εβδομάδες,” του είπε ο μάγος. “Μου το εμπιστεύθηκε χθες. Κάποιος κακοποιός ονόματι Τζον ο Μεγαλόστομος τον εκβίαζε σχετικά με κάτι απάτες που είχε κάνει. Ο αξιότιμος κύριος Χάσετ λοιπόν είχε ακούσει για το μαγικό ξιφίδιο που είχε ο πρόγονός του και σκέφτηκε ότι θα αναπλήρωνε την ανικανότητά του στη μάχη σώμα με σώμα.” Ο επιθεωρητής φάνηκε σκεπτικός. “Σας είπε πού είναι το πτώμα;” “Όχι. Ήταν πολύ λεπτή η θέση μου όταν μου ανέφερε το περιστατικό.” “Παρόλα αυτά δεν καταγγείλατε το περιστατικό.” Ο μάγος χαμογέλασε. “Αυτό θα παραβίαζε το βασικότερο νόμο της πόλης μας: Κοίτα τη δουλειά σου. Είχατε μήπως κάποια καταγγελία για την εξαφάνιση ή το φόνο του κακοποιού;” “Ποτέ δεν έχουμε καταγγελίες για άτομα του υποκόσμου, κύριε Μπρόντλεϋ.” “Το γνωρίζω. Γιατί να σας αποσπάσω από το έργο σας εξάλλου, όταν απλά ο κύριος Χάσετ θα πλήρωνε ένα γερό πρόστιμο στην πόλη και μετά θα προσπαθούσε να με εκδικηθεί για την έλλειψη εχεμύθειάς μου;” “Εγώ κάνω τις ερωτήσεις εδώ,” του θύμισε ο επιθεωρητής. “Και αν κατάλαβα καλά ισχυρίζεστε ότι ήθελε να εμποδίσετε τον Άγιο του μαχαιριού να πάρει τη ζωή του;” “Ακριβώς,” του είπε ο Αύγουστος. “Οι σαμάνοι της Σουόρ έδεναν με πνευματικούς δεσμούς τα μαχαίρια σε αυτούς, κι έτσι μπορούσαν να τα έχουν απλά στην καλύβα τους. Ο μακαρίτης όμως όχι, έπρεπε να το κουβαλάει πάντα μαζί του. Ήθελε λοιπόν από εμένα να σπάσω την κατάρα του 'επιχειρίου'.” “Και δεν το κάνατε; Γιατί; Δε μπορούσατε;” Ο επιθεωρητής έλαμψε καθώς έλεγε την τελευταία του πρόταση. “Ως άνθρωπος της επιστήμης θα λέγατε ότι έχασα την ευκαιρία να κλέψω έναν αφελή έμπορο. Αλλά όχι, δεν ήθελα να προσπαθήσω να το κάνω.” “Πείτε ότι δεν είμαι άνθρωπος της επιστήμης,” του είπε ο επιθεωρητής. “Γιατί όχι;” “Για αρχή επειδή οι συμφωνίες με τους Αγίους οφείλουν να πληρώνονται. Αν όχι, τότε τίποτα δε δένει τον Άγιο. Έστω λοιπόν ότι έσωζα τον Χάσετ. Είναι πιθανό ο Άγιος να ερχόταν για εμένα και πιθανότατα θα έσωζα και το δικό μου τομάρι. Τα έχω βάλει με πολύ χειρότερους Αγίους. Μετά ένας αιμοσταγής Άγιος θα βρισκόταν μέσα στο Λάχαντρος. Δε θα θέλατε να γινόταν κάτι τέτοιο, θα ήταν πολύ εύκολο να καταλάβει κάποιον μανιακό και να αρχίσει ένα μακελειό δίχως προηγούμενο, μιας και το μαχαίρι πια δε θα τον κρατούσε μέσα του.” “Και τί άλλο, κύριε Μπρόντλεϋ;” “Τι εννοείτε;” “Είπατε: 'για αρχή'...” “Πράγματι,” είπε ο μάγος, “έπειτα παραμένει το θέμα ότι ο κύριος Χάσετ ήταν ένας δολοφόνος. Έπαθε ακριβώς ότι προκάλεσε.” “Μάλιστα,” είπε ο επιθεωρητής, “θα διασταυρώσουμε τα γεγονότα και θα σας ξανακαλέσουμε, αν χρειαστεί.” Ο Αύγουστος ήταν τυχερός που ο επιθεωρητής δεν κυνήγησε περισσότερο τα γεγονότα. Το είδε στο βλέμμα του στο τέλος της συζήτησης. Φυσικά και ήξερε ότι ο έμπορος τον ακολούθησε μόλις έφυγε. Ήταν πανικόβλητος και τον πρόλαβε δίπλα στα κανάλια. Τον παρακάλεσε, τον ικέτευσε και τέλος τον απείλησε. “Το έχω χρησιμοποιήσει δεκάδες φορές,” είπε στον μάγο. “Αν δεν κάνεις ότι σου λέω, μα όλους τους αγγέλους, θα είσαι ο επόμενος!” Ο Αύγουστος είχε γυρίσει και τον είχε κοιτάξει με σιχασιά. “Δεν είμαι ούτε αγοράκι ούτε ναρκομανής,” του είπε, “αν φοβάσαι ότι το πρεζόνι σου είχε πει σε κανά φίλο του για τα όσα παιδιά δολοφόνησες με το μαχαίρι τούτο, άρχισε να καθαρίζεις τους δρόμους από δαύτους. Αλλά μη τολμίσεις να με ξαναπλησιάσεις! Δε θα σε σώσω!” του φώναξε. “Θα με προδώσεις, παλιομάγε,” του ούρλιαξε και όρμησε να τον σφάξει, τραβόντας το μαχαίρι από τη θήκη του. Ο Αύγουστος έκανε ένα πλάγιο βήμα και με μια γρήγορη λαβή του πέταξε το μαχαίρι από το χέρι. Και, πριν ο έμπορος προλάβει να ουρλιάξει, δεκάδες νυχια υλοποιήθηκαν και τον ξέσκισαν σε φέτες. Όλες οι συμφωνίες πληρώνονται, ήταν απαραβατος κανόνας Edited October 14, 2010 by Nihilio Link to comment Share on other sites More sharing options...
Featured Comment dagoncult Posted October 14, 2010 Featured Comment Share Posted October 14, 2010 Η ΠΌΛΗ Η ΠΟΛΗ.doc Link to comment Share on other sites More sharing options...
Lady Nina Posted October 14, 2010 Share Posted October 14, 2010 Έκταση: 950 λέξεις Ματωμένα ρόδα Ανεξίτηλο σημάδι το χάδι σου μ’αφήνει Με συντροφιά το δάκρυ που πια ποτέ δε σβήνει Με συντροφιά τη μοναξιά και αγκαλιά τον πόνο Σ’αγάπησα πολύ, εσένα, εσένα μόνο. Είχαν χαραχτεί στην καρδιά του αυτές οι λέξεις. Ηχούσαν στο μυαλό του εκκωφαντικά παρά τα τόσα χρόνια που είχαν περάσει από τότε που τις είχε πρωτοδιαβάσει. Γραμμένοι με κόκκινο στυλό – ή μήπως το αίμα της; - σε ένα τσαλακωμένο χαρτάκι, κουρελιασμένο από τα δάκρυά της, οι στίχοι αυτοί τον στοίχειωναν. Ο ίδιος πάντα εφιάλτης. Τα βήματά του βαριά στο διάδρομο του τετάρτου ορόφου. Ο τραχύς ήχος από την τριβή των παππουτσιών του με το χαλάκι της εισόδου. Μετά ο ήχος του κλειδιού που γυρνάει στην κλειδαριά. Η πόρτα που ανοίγει με ένα τρίξιμο. «Αγάπη μου, γύρισα! Τα αναμμένα φώτα μαρτυρούν την παρουσία της, παρά τη σιγή που επικρατεί στο διαμέρισμα. Θα είναι στο μπάνιο, σκέφτεται. «Ελπίδα, εγώ είμαι! Επέστρεψα!» φωνάζει και πάλι. Καμία ανταπόκριση. Δεν ακούει νερό να τρέχει. «Ελπίδα, αγάπη μου, πού είσαι;» Το βλέμμα του έχει σαρώσει το καθιστικό, μα δεν τη βλέπει πουθενά. Μόνο ένα περιοδικό βλέπει ανοιχτό στην αγαπημένη της πολυθρόνα. Ξαφνικά του έρχεται μια ιδέα. Πονηρούλα, πάλι πας να μου κρυφτείς στην κουζίνα! Έτοιμος να παίξει το παιχνίδι της, πετάγεται ξαφνικά πίσω από τον πάγκο της κουζίνας που χωρίζει πρακτικά τη σαλοτραπεζαρία από την κουζίνα. Πλήρης απογοήτευση. Αποφασίζει να την αναζητήσει αλλού. Προχωράει στο σκοτεινό διάδρομο που οδηγεί στα υπνοδωμάτια και το μπάνιο. Το φως του μπάνιου ξεχύνεται μέσα από τη μισάνοιχτη πόρτα. Νοκ, νοκ. Χτυπάει. «Εδώ είσαι, καλή μου;» Καμία απάντηση. Σημάδια ανησυχίας αρχίζουν να γίνονται ορατά στο πρόσωπό του. Τα χείλη του σφιγμένα, το μέτωπο ζαρωμένο από τη συνοφρύωση. Ανοίγει την πόρτα. Το πάτωμα γεμάτο από σπασμένα γυαλιά και λασπωμένα νερά. Τί στο καλό συνέβη; Στο νιπτήρα χυμένα χάπια και ανοιγμένο ένα άλικο κραγιόν, το αγαπημένο της. Κι άλλα θραύσματα από τον σπασμένο καθρέφτη. Κι εκεί, λίγο πιο πάνω ό,τι απέμεινε από αυτόν, από τον καθρέφτη. Η ανησυχία τον κατακλύζει και οι γροθιές του σφίγγονται στη θέα του μηνύματος πάνω στον καθρέφτη. Ξεχύνεται έξω από το μπάνιο, σα να πνίγεται. Πρέπει να τη βρω! Κάνε Θεέ μου να μην έχει βλάψει τον εαυτό της! Στο υπνοδωμάτιό τους και πάλι κανείς. Η ακαταστασία, όμως, έχει φτάσει μέχρι εκεί. Ένας φάκελος σκισμένος, φωτογραφίες πεταμένες και ανακατεμένες παντού. Δεν έχει χρόνο να τις κοιτάξει. Πρέπει να τη βρει. Τί είναι αυτές οι χάντρες; Πλησιάζει. Αίμα! «Ελπίδα!» η κραυγή βγαίνει άθελά του. Οι ρουμπινένιες σταγόνες οδηγούν στο μικρό τους μπαλκονάκι. Με τις κόκκινες τριανταφυλλιές και τη θέα στο υπέροχο ηλιοβασίλεμα. Μα, πάνω απ’όλα, με το μαύρο, στρογγυλό τραπεζάκι της. Εκείνο που είχε αγοράσει τόσο πεισματικά από το παλαιοπωλείο που είχαν συναντήσει στην πρώτη τους βόλτα στην πόλη. Καιρό πριν. Σε αυτό θα κάθομαι και, ρεμβάζοντας, θα γράφω! Είχε αναφωνήσει ενθουσιασμένη. Μια από τις λίγες φορές που η μελαγχολία δεν είχε πάρει τα ηνία του βλέμματός της. Κι αυτό έκανε από τότε. Σε αυτό το τραπεζάκι έγραφε ξεδιπλώνοντας τις σκέψεις της, είτε με πεζά είτε με ποίηση. Μελαγχολική είναι η αγάπη του, ναι. Μελαγχολική όσο κανένας. Όμως, αυτό δεν μπορεί να τον προετοιμάσει για την αποτρόπαια εικόνα που αντικρύζει φτάνοντας στην μπαλκονόπορτα. Χαρτιά ανάκατα πάνω στο τραπεζάκι. Κι άλλες φωτογραφίες. Κι οι τριανταφυλλιές ξεριζωμένες άγρια από τη γλάστρα τους. Χώματα και πέταλα και αγκάθια παντού. Κι εκείνη, ξαπλωμένη εκεί, μπροστά στα πόδια του, αγκάθι που μένει για πάντα στην καρδιά του. Αυθόρμητα κάθεται στο παγωμένο πάτωμα του μπαλκονιού και την παίρνει στην αγκαλιά του. Γιατί, αγάπη μου, γιατί το έκανες αυτό; Θεέ μου, ας είναι απλώς ένα κακό όνειρο! Τα δάκρυά του πολύ σύντομα αναμειγνύονται με το αίμα που τρέχει από τις πληγές της. Τα γδαρμένα χέρια της φανερώνουν την αντιπαράθεσή της με τον καθρέφτη του μπάνιου και τη μάχη της με τα ρόδα. Κι εκεί, στο κέντρο της κοιλιάς της, ορθωμένος και αμείλικτος, ο χαρτοκόπτης που της είχε δωρίσει στην πρώτη τους επέτειο. Τα δάκρυά του δεν έχουν τελειωμό. Όμως άλλες τόσες είναι και οι απορίες που τον κατακλύζουν. Απορίες που διαδέχονται από ενοχές, καθώς καταλαβαίνει τί έχει συμβεί. Πώς το έμαθε; Ποιός της το είπε; Γιατί; Τί θα κάνω τώρα; Πρέπει να καλέσω ασθενοφόρο. Μήπως μπορεί να σωθεί. Ναι, αγάπη μου, κρατήσου στη ζωή! Θα επανορθώσω για όλα! Μπαίνοντας στο υπνοδωμάτιο, επιβεβαιώνει τις υποψίες του. Η γυναίκα του έχει μάθει για εκείνη την απαίσια και ύπουλη γυναίκα που τον αποπλάνησε. Όμως, γιατί δεν περίμενε; Γιατί δεν περίμενε να το συζητήσει μαζί του; Γιατί έπρεπε να βάλει τέλος στη ζωή της; Πώς έμαθε για εκείνη τη νύχτα, όμως; Ο σκισμένος φάκελος απαντάει στα ερωτήματά του. Το είπαν και το έκαναν. Όπως με είχαν απειλήσει. Αν ήξερα ότι θα έπαιρναν τέτοια τροπή τα πράγματα, θα τους είχα δώσει το ποσό που ζητούσαν. Έπρεπε να τους είχα καταγγείλει στην αστυνομία. Έστω και καθυστερημένα, σηκώνει το ακουστικό και παίρνει την αστυνομία τηλέφωνο. Αφού πρώτα καλεί ασθενοφόρο. Κι ύστερα, πηγαίνει στο μπάνιο. Κάθεται στο κάθισμα της τουαλέτας και με άδειο το βλέμμα κοιτάζει τον καθρέφτη απέναντι. Μια ραγισμένη καρδιά φαίνεται αχνά στα κομμάτια που έχουν απομείνει στη θέση τους. Μια ραγισμένη καρδιά, ζωγραφισμένη με το αγαπημένο της κραγιόν. Ανοίγει την πόρτα στους τραυματιοφορείς. Κι όσο εκείνοι κάνουν τη δουλειά τους, εκείνος κάθεται χαμένος στην πολυθρόνα με τα κεντημένα πορφυρά λουλούδια. Ρόδα και αυτά, τα αγαπημένα της. «Κύριε, βρήκαμε αυτό κλεισμένο στη χούφτα της. Μάλλον είναι για εσάς», μια ευγενική φωνή τον βγάζει από την περισυλλογή. Ένα παχουλό, γυναικείο χέρι του δίνει ένα κουρελιασμένο χαρτάκι. Τα γράμματα χοροπηδούν μπροστά στα μάτια του. «Ελπίδα!» φωνάζει κάθε φορά, λουσμένος στον ιδρώτα, καθώς ξυπνάει έντρομος. Και κάθε φορά καταριέται αυτόν που του στέρησε τη μοναδική οικογένεια που θα μπορούσε ποτέ να έχει. Τη λατρεμένη του γυναίκα και το έμβρυο, που αργότερα έμαθε πως έκρυβε στα σπλάχνα της. Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted October 14, 2010 Share Posted October 14, 2010 Οκέι, το τόπικ κλείνει διαλογιζόμαστε για λίγο, να συνέλθουμε όλοι από την αδρεναλίνη! Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Posted by dagoncult,
Νικήτρια ιστορία στο FFL #6
Recommended by Φάντασμα
0 reactions
Go to this post