Jump to content

Write off #54 (Cassandra Gotha vs KELAINO)


Naroualis

  

10 members have voted

  1. 1. Ψηφίστε

    • Cassandra Gotha
      6
    • Kelaino
      4

This poll is closed to new votes


Recommended Posts

Ήταν σκοτεινή, τρομακτικά σκοτεινή. Σαν πέπλο την τύλιγε το σκοτάδι, σα μανδύας ζεστός γύρω από ώμους τρυφερούς που τρέμουν απ’ την ψύχρα. Σα πιστό σκυλί κουλουριαζόταν γύρω απ' τα πόδια της και τα ‘γλυφε δουλικά.

 

Κι όμως υπήρχε χρώμα πάνω της, χρώμα χαρούμενο. Ξανθά ήταν τα μακριά λιτά μαλλιά της. Πράσινα τα αμυγδαλωτά της μάτια και τα χείλη της κόκκινα σαν κεράσια ώριμα. Στο φουστάνι της πράσινο και ροδακινί έπαιζαν κυνηγητό, και στους γυμνούς αστραγάλους κυανή βαφή έφτιαχνε σχέδια λουλουδιαστά. Και στα χέρια της, το φως της γυάλινης σφαίρας παιχνίδιζε στα χίλια χρώματα που παιχνιδίζουν στα μάτια των θεών.

 

Αλλά όλα ήταν σκεπασμένα από τη σκοτεινιά. Σαβανωμένα σ’ αυτήν, τυλιγμένα μέσα της. Κι Η Εννεάδα-Που-Μιλάει στεκόταν μπροστά στην όμορφη κόρη κι αναρωτιόταν, πώς είχε γίνει αυτό κι εκείνη, που την είχαν στείλει να πεθάνει, είχε τελικά γυρίσει πίσω σώα, φέρνοντας μαζί της το πιο πολύτιμο λάφυρο. Έκαναν όλοι μαζί ένα σήμα αποτρεπτικό με τα δάχτυλά τους κι ύστερα της είπαν:

 

 

 

Οι κανόνες:

Η εισαγωγή πρέπει να χρησιμοποιηθεί αυτούσια. Υποβολή ιστοριών μέχρι τη Δευτέρα 18 Οκτωβρίου το απόγευμα. Όριο λέξεων 3000.

161 λέξεις. Καλή επιτυχία κι αν τα καταφέρω, θα ανεβάσω και τη δική μου εκδοχή.

Edited by Nihilio
Poll added
Link to comment
Share on other sites

Πω πω, είναι υπέροχη! Πού είσαι Μπάμπη, να δεις τι έχουμε!

Ευχαριστούμε πάρα, πάρα πολύ.

Link to comment
Share on other sites

"Πολύ μεγάλο για μενταγιόν, πολύ μικρό για λαμπατέρ. Θα το παίρναμε για πρες-παπιέ, αλλά δεν ταιριάζει με τον τσέστερφιλντ, ω Σκοτεινή Κόρη." dazzled.gif

 

 

Εντάξει. Έριξα το 07 Ghost σε λάκκο βαθύ που μετά γέμισα με τσιμέντο, ξόρκισα το Δαίμονα του Χαβαλέ, είμαι έτοιμη. Από 'δώ και πέρα η Θεά να βάλει το πόδι της.

 

Ευχαριστούμε πολύ Έφη μας. Είναι όντως πανέμορφη.

(Να τη δεις πώς θα βγει από τα χεράκια μου μουάχαχαααdevil2.gif)

 

 

Εχμ, γκουχ:

Να πούμε για Τρίτη 19, διότι ΠΣΚ οικογενειακώς Στοκχόλμη και Δευτέρα δουλεύω? Ε, καλές μου Κυράδες?

 

 

Link to comment
Share on other sites

Whatevs. chinese.gif Μη μας κράξουνε όμως τα παλικάρια που περιμένουν στη σειρά για το δικό τους.

Link to comment
Share on other sites

Whatevs. chinese.gif Μη μας κράξουνε όμως τα παλικάρια που περιμένουν στη σειρά για το δικό τους.

Το τριπλό ξεχάστηκε;

Link to comment
Share on other sites

Όχι, απλά μας θεωρεί παλικάρια :tease: (και τον εαυτό της μέσα)

 

Ditto

Link to comment
Share on other sites

KELAINO, εγώ το τέλειωσα το δικό μου! :rolleyes: Όχι, όχι, δεν θέλω να σε αγχώσω, να σε εμψυχώσω θέλω.

Link to comment
Share on other sites

Ντίνο, απ' το στόμα μου το πήρες. Τι γίνεται, κοπελιές; Οι ιστορίες σας μέχρι απόψε ήταν. mf_sherlock.gif

Link to comment
Share on other sites

 

 

Εχμ, γκουχ:

Να πούμε για Τρίτη 19, διότι ΠΣΚ οικογενειακώς Στοκχόλμη και Δευτέρα δουλεύω? Ε, καλές μου Κυράδες?

 

 

Link to comment
Share on other sites

Α, καλά. Εκτός από το βιολογικό, πάει στραβά και το ηλεκτρονικό μου ρολόι; dazzled.gifdazzled.gifdazzled.gif Σόρρυ, ρε παιδιά. Κουρκούτιανα, η γραία...

Link to comment
Share on other sites

Τις ανεβάζουμε και οι δύο ταυτόχρονα, ή όποτε θέλουμε; Γιατί αν είναι όποτε θέλουμε, να την ανεβάσω αύριο το πρωί, να μην αγχώνομαι τελευταία στιγμή.

Link to comment
Share on other sites

Eγώ αγχώνομαι κάλλιστα την τελευταία στιγμή. Αύριο μεταξύ 19:00 και 20:00 ας πούμε, πάντα εκτός απροόπτου, θα την έχετε.

Link to comment
Share on other sites

H aντίπαλός σου αρχίζει να υποψιάζεται ότι παραείναι χαζοχαρούμενη για να γράφει τέτοια πράματα, αλλά τέλος πάντων, θα δείξει! laughbounce.gif

Link to comment
Share on other sites

Γουστάρω χαζοχαρουμενιές! :holiday: Άντε, μας κάνεις να ανυπομονούμε εδώ...

Link to comment
Share on other sites

Οκέι, αγάπες μου, there goes nothing. Λέξεις 2967.

 

 

______________________________________________________________________________________

 

ΤΟ ΣΠΕΡΜΑ ΤΟΥ ΑΝΟ

 

 

 

 

 

Ήταν σκοτεινή, τρομακτικά σκοτεινή. Σαν πέπλο την τύλιγε το σκοτάδι, σα μανδύας ζεστός γύρω από ώμους τρυφερούς που τρέμουν απ’ την ψύχρα. Σα πιστό σκυλί κουλουριαζόταν γύρω απ' τα πόδια της και τα ‘γλυφε δουλικά.

 

Κι όμως υπήρχε χρώμα πάνω της, χρώμα χαρούμενο. Ξανθά ήταν τα μακριά λυτά μαλλιά της. Πράσινα τα αμυγδαλωτά της μάτια και τα χείλη της κόκκινα σαν κεράσια ώριμα. Στο φουστάνι της πράσινο και ροδακινί έπαιζαν κυνηγητό, και στους γυμνούς αστραγάλους κυανή βαφή έφτιαχνε σχέδια λουλουδιαστά. Και στα χέρια της, το φως της γυάλινης σφαίρας παιχνίδιζε στα χίλια χρώματα που παιχνιδίζουν στα μάτια των θεών.

 

Αλλά όλα ήταν σκεπασμένα από τη σκοτεινιά. Σαβανωμένα σ’ αυτήν, τυλιγμένα μέσα της. Κι Η Εννεάδα-Που-Μιλάει στεκόταν μπροστά στην όμορφη κόρη κι αναρωτιόταν, πώς είχε γίνει αυτό κι εκείνη, που την είχαν στείλει να πεθάνει, είχε τελικά γυρίσει πίσω σώα, φέρνοντας μαζί της το πιο πολύτιμο λάφυρο. Έκαναν όλοι μαζί ένα σήμα αποτρεπτικό με τα δάχτυλά τους κι ύστερα της είπαν:

 

Θα πήρες το έχεις μας το σπέρμα το σπόρο δώσεις

 

Η φωνή τους είχε μια πρωτόγνωρη αβεβαιότητα. Η κοπέλα που στέκονταν στο κέντρο του Αλαβάστρινου Άδυτου τους αποσυντόνιζε, τους μπέρδευε με την ανεξήγητη ύπαρξή της. Αυτό όμως που κρατούσε, ο σπόρος που είχαν αποδεχτεί ότι ποτέ δεν θα έβλεπαν, έστελνε ρίγη στα μέλη τους, τους θόλωνε αισθήσεις και νου.

 

 

 

* * *

 

Η Δύσα είχε κοιμηθεί πολύ άσχημα. Όλη τη νύχτα τινάζονταν πέρα-δώθε πάνω στο αχυρένιο στρώμα και τελικά ξύπνησε αλαφιασμένη μέσα στο μισοσκόταδο, με την καρδιά να κλωτσάει στο στήθος και την ανάσα της κοφτή.

 

Έφερε το χέρι στο μέτωπο. Είχε μια παράξενη αίσθηση, σαν κάτι να την πίεζε, κάτι να τη γαργαλούσε ελαφρά. Κάτι ζεστό; Τα δάχτυλά της δεν ανακάλυψαν τίποτα το ασυνήθιστο.

 

Από τις χαραμάδες των λεπτών, σανιδένιων τοίχων έμπαινε ένα γκρίζο αυγινό φως, καθώς και το συνηθισμένο μείγμα από κλάματα μωρών, παραμιλητά μεθυσμένων, καυγάδες. Από την άλλη πλευρά της κουρελούς που χώριζε στα δύο το μοναδικό τους δωμάτιο, ακούγονταν δύο διαφορετικά ροχαλητά. Κάποιος πελάτης της μητέρας της θα ήταν, που ξέμεινε.

 

Η Δύσα σηκώθηκε, πήρε τον κουβά και τράβηξε για τη βρύση. Ένα ελαφρύ αεράκι ανάδευε τις βαριές μυρωδιές της γειτονιάς, κάνοντας τα βρώμικα τσουλούφια που ξέφευγαν από το κεφαλομάντηλό της να παιχνιδίσουν.

 

Το σοκάκι είχε ήδη την πρωινή του κίνηση. Η γριά γειτόνισσα που καθόταν στο κατώφλι της σα να μην είχε κουνήσει καθόλου από κει όλο το βράδυ, έφτυσε πίσω της.

 

- Φτου, μπάσταρδο πράμα, πρωί-πρωί…

 

Ο ακονιστής από απέναντι ετοιμάστηκε και κείνος να της πετάξει κάποια από τις συνηθισμένες του προσβολές, αλλά έμεινε να την κοιτάζει με τα μάτια γουρλωμένα. Την έδειξε με το δάχτυλο τεντωμένο κι έβαλε τις φωνές.

 

- Ίιιιι! Κοιτάξτε! Κοιτάξτε την πόρνη!

 

Η Δύσα μαρμάρωσε στον τόπο αλαφιασμένη. Τι ήταν αυτό; Τι σκαρφίστηκε πάλι ο τύπος; Το χέρι της πήγε μηχανικά στο μέτωπό της να τρίψει το κάψιμο που δεν έλεγε να περάσει.

 

Στο μεταξύ, οι φωνές του ακονιστή είχαν προσελκύσει κι άλλους. Μια γυναίκα την κοίταξε και κραύγασε φέρνοντας τα χέρια στο στόμα. Ένας περαστικός μεθύστακας έβαλε τις φωνές. Μια γειτόνισσα τσίριξε.

 

- Το σημάδι! Το σημάδι του Άνο!

 

Η Δύσα κατάλαβε πανικόβλητη ότι ήταν πια αργά για να το βάλει στα πόδια. Οι συγκεντρωμένοι την είχαν στριμώξει.

 

- Στον Οίκο. Γρήγορα, γρήγορα!

 

Κάποιοι την άρπαξαν κι άρχισαν να την τραβάνε. Η Δύσα προσπάθησε να αντιδράσει, πήγε να πει «η μάνα μου», αλλά δεν της έδωσαν ευκαιρία. Τραβώντας την, σύσσωμο το μικρό πλήθος πέρασε από τα λασποσόκακα της παραγκούπολης, σαν τη χιονοστιβάδα παρασέρνοντας όσους έβρισκαν στο δρόμο τους. Βγήκαν σε πιο φαρδείς, πλακόστρωτους δρόμους, συνεχίζοντας με αμείωτη φόρα.

 

- Μια στιγμή! Ακούστηκε μια στριγκή φωνή ανάμεσα στις κραυγές του όχλου. Δε γίνεται να την πάμε έτσι στον Οίκο!

 

- Έχει δίκιο! Απάντησαν άλλοι. Μερικές καλοντυμένες κυρίες την άρπαξαν και την έσυραν στα λουτρά. Εκεί την έγδυσαν από τα κουρέλια της, την έχωσαν σε μια δεξαμενή και την έτριψαν με σαπούνι. Μερικές βάλθηκαν να της χτενίσουν τα μακριά ξανθά της μαλλιά και κάποια έτρεξε κι έφερε ένα μεταξωτό κυπαρισσί φουστάνι με ροδακινιά χρυσάνθεμα, μια άλλη έφερε κοκκινάδι για τα χείλια, λουλάκι για τους αστράγαλους. Όπως ήταν το συνήθειο, άρχισαν να τραγουδάνε τραγούδια του γάμου, μόνο που αντήχησαν αλλόκοτα μέσα στη θολωτή αίθουσα, σαν μοιρολόγια ερινυών.

 

Έτσι ντύθηκε και στολίστηκε η νύφη του Άνο, για να φτάσει, επικεφαλής του όχλου, στον Οίκο της Εννεάδας-Που-Μιλάει. Ο ήλιος δεν είχε ακόμα ξεπροβάλλει πάνω από τις στέγες.

 

 

 

* * *

 

Η Εννεάδα-Που-Μιλάει θυμόταν όλες τις προηγούμενες νύφες και γαμπρούς του Άνο. Πάντα ο εκλεκτός ή η εκλεκτή έφταναν στολισμένοι σα σε γάμο, με το ιριδίζον σημάδι στο μέτωπο και το λαό της Τλεβακσιρ συγκεντρωμένο από πίσω. Και πάντα, οι αποχαιρετισμοί και τα δάκρυα, οι οιμωγές και η ευγνωμοσύνη του πλήθους περιέβαλλαν το εκλεκτό τέκνο με το ασημόχρυσο λαμπύρισμά τους, οι έγνοιες των οικείων κουρνιασμένες σαν άστρα στα μαλλιά και τους ώμους του.

 

Αυτή η κοπέλα είχε το σημάδι. Είχε τα βαμμένα χείλη και το καλό φουστάνι και τους ζωγραφιστούς αστράγαλους, αλλά στεκόταν εκεί σα να έλειπε, σαν το πλήθος να είναι σε άλλη εικόνα, κάποια με ήλιο και χρώματα κι εκείνη να είναι γκρίζα, γκρίζα. Τα μάτια της δολίνες άπατες, τα μαλλιά της ένα χλωμό δίχτυ από ξεχασμένο φθινοπωρινό απομεσήμερο.

 

Η Εννεάδα στροβιλίστηκε αμήχανα πριν πουν:

 

Θα την είναι επέλεξε μετανιώσουμε αλλιώτικη

 

Και μετά:

 

έχει δεν το έχει θα ξαναγίνει σημάδι κατέβει

 

θα την σμίξει έχει με επέλεξε το δρόμο Άνο

 

 

 

* * *

 

Το τούνελ φωτίζεται από τη λαμπάδα της. Οι τοίχοι στραφταλίζουν στο λιγοστό φως. Γύρω από τα πόδια της ελίσσονται σα φίδια οι σκιές. Ο αέρας ανασαίνει ανεκπλήρωτους πόθους.

Ελάχιστα από αυτά αντιλαμβάνεται η νύφη του Άνο. Με τον αλάδανο να κυλά στις φλέβες και τις υπνωτιστικά μουρμουριστές οδηγίες της Εννεάδας–Που-Μιλάει στα αυτιά, συνεχίζει το ζοφερό κατήφορο, όλο και πιο βαθιά στα σπλάχνα του βουνού, κάτω από την Τλεβακσιρ. Κάτω, μέχρι τη σπηλιά που είναι η χώρα και η μήτρα του Άνο, η επικράτεια της αρχαίας ενέργειας που διαχέεται στο βουνό και την πόλη και την Εννεάδα . Αδημονεί περιμένοντας τη νύφη του, που το ίδιο επέλεξε και σημάδεψε, στέλνει κεραίες από το γαλακτερό του φως να την προϋπαντήσουν, την έχουν ήδη φτάσει και την τυλίγουν σαγηνευτικά, μπλέκονται παιχνιδιάρικα στα μαλλιά της, της τραβάνε το φουστάνι και το ξαναφήνουν.

Η Δύσα μπαίνει στη σπηλιά. Τα ανέκφραστα μάτια της θαμπώνονται από το ξαφνικό φως. Αφήνει τη λαμπάδα να της πέσει.

Το Άνο περιδινίζεται μπροστά της, η φωτεινή σπειροειδή στήλη με την ιριδίζουσα επιφάνεια, φωσφορικές ομίχλες αναδεύονται στο εσωτερικό της, νότες καλέσματος αντιλαλούν στα βασαλτικά τοιχώματα.

Σπάει το πήλινο βαζάκι με το δαφνόλαδο μπροστά στα πόδια της και υψώνει τα χέρια. Αργά ξεκινάει το γαμήλιο χορό, αδέξια αφού η μάνα της δε νοιάστηκε ποτέ να της τον μάθει, λυγίζει τη μέση, σείει τους γοφούς, συσπάει τους μύες τη κοιλιάς, συντονίζοντας έτσι τη Δόνηση του Άνο στους δικούς της κραδασμούς.

Και το Άνο ανταποκρίνεται όπως ανταποκρίνεται πάντα στους εκλεκτούς του, περιστρεφόμενο με όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα, παλλόμενο, με την κορυφή του να γέρνει προς το μέρος της, στέλνοντας στροβιλιζόμενες φωτεινές δεσμίδες, ηχώντας μαυλιστικά, θριαμβικά, έτοιμο να απορροφήσει την ενέργεια που του είναι απαραίτητη.

Μόνο που τώρα τα πράγματα δεν πηγαίνουν όπως συνήθως.

Οι παλλόμενες φωτεινές δίνες τεντώνονται προς το μέρος της κοπέλας, αλλά αντί να προσελκύσουν τη δική της φωτεινή ενέργεια, αντί η ασημένια σπινθιρίζουσα ουσία της να κυλήσει μέσα τους μέχρι να μη μείνει τίποτα, συναντούν κάτι άλλο. Κάτι μαύρο, χνουδωτό, τις υποδέχεται. Κάτι θλιβερό και παγωμένο, σα σβώλος λάσπης που διασχίζει τον χειμωνιάτικο αέρα για να καταλήξει σ’ ένα παιδικό μάγουλο, πηγάζει από τα μύχια της. Κάτι αδηφάγο, σαν τα χέρια ενός πελάτη που σφίγγει αγκομαχώντας έναν κοριτσίστικο λαιμό, ξεχύνεται από τα μάτια, τα αυτιά και τα ρουθούνια της, αναβρύζει κάτω από τον ποδόγυρο του φουστανιού της. Κάτι λιγδιασμένο και κολλώδες, σαν τα χλευαστικά λόγια μιας μητέρας προς την κόρη της, την τυλίγει ολόκληρη.

Το Άνο διακόπτει το στροβιλισμό του προβληματισμένο, μερικές αχτίδες πλησιάζουν διστακτικά, αγγίζοντας το σκοτεινό κουκούλι. Αγγίζουν κι αποτραβιούνται, αγγίζουν ξανά κι αυτή τη φορά καθυστερούν κάπως πριν αποσυρθούν, αγγίζουν και πάλι, τρεμουλιάζοντας. Και το Άνο τρεμουλιάζει μαζί τους, συσπάται, οι συστρεφόμενες φωτεινές του δεσμίδες ορμάν αχόρταγα στο σκοτάδι, σμίγουν μαζί του, πλέκονται μαζί του αξεδιάλυτα. Το Άνο περιστρέφεται αριστερόστροφα. Αντλεί όλο και περισσότερο από το σκοτάδι, ρουφώντας αξεδίψαστα, στέλνοντας όλο και περισσότερες δεσμίδες, περιστρεφόμενο όλο και πιο γρήγορα, αφήνοντας εκστατικές φανφάρες.

Το σκοτάδι δεν έχει τέλος. Όσο και να απομυζεί το Άνο, όσο ακόρεστη και να είναι η μανία του να το ενσωματώσει όλο, εκείνο δεν δείχνει να τελειώνει. Ώσπου η λάμψη του σταδιακά θολώνει, μουχρώνει, η θριαμβικές του νότες καταλαγιάζουν, οι τελευταίες φωτεινές του κλωστές αποσυντίθενται στο κενό.

Η βαθιά, ηχηρή, βρυχάμενη σιωπή των εγκάτων της γης επανέρχεται στο χώρο. Σιωπή, αλλά όχι σκοτάδι. Εκεί μπροστά στη βάση του Άνο, τώρα κάτι που μοιάζει με γυάλινη σφαίρα, φεγγοβολάει με μυριάδες ιριδισμούς.

Η Δύσα την πλησιάζει, σκύβει και την παίρνει στα χέρια της.

 

 

 

* * *

 

Η Εννεάδα-Που-Μιλάει, ο θεματοφύλακας, ο συντονιστής, ο απομυζητής. Εννιά εκλεκτοί του Άνο, που δεν τους επιτράπηκε η είσοδος. Εννιά διάνοιες παντοτινά δεμένες στον πόθο και στην άρνηση. Εννιά συντονισμένα μυαλά, ραγισμένα από την ισόβια ενασχόληση με την απαγορευμένη γι’ αυτά τελείωση. Εννιά στρεβλωμένα, ατροφικά κορμιά κινήθηκαν σαν ένα.

 

Η διάφανη σφαίρα έλαμπε γεμάτη εμπιστοσύνη στα χέρια της κοπέλας, τα λεπτά δάχτυλα άστραφταν, σαν να ανήκαν σε κάποιο μυθικό ρουμπινένιο είδωλο. Στις άκρες απ’ τα νύχια της, λεπτές ζοφερές ίνες απηύθυναν πρόκληση στην αδιαφορία της Πλάσης.

 

Είδε την Εννεάδα να την πλησιάζει κι άνοιξε το κατακόκκινο στόμα της αφήνοντας να ακουστεί ένα γέλιο σα βουητό από χιλιάδες μέλισσες. Ο ήχος γέμισε κάθε γωνιά του Αλαβάστρινου Αδύτου, σύρθηκε γλοιώδικα στους τοίχους, κρεμάστηκε κοροϊδευτικά από τα δαντελωτά σκαλίσματα της οροφής. Μερικά πλοκάμια σκοταδιού κυμάτισαν περιπαιχτικά, άλλα περιδινίστηκαν ενοχλημένα προς τα επάνω παρασέρνοντας τα μαλλιά της, που σχημάτισαν ένα πελώριο χρυσό φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι της. Το λιγοστό φως στο αρχαίο, υπόγειο δωμάτιο πήρε ένα σκούρο καστανοκόκκινο χρώμα.

 

Η Εννεάδα-Που-Μιλάει στροβιλίστηκε σα φύλλα φθινοπωρινά από ανεμοσούρτι παρασυρμένα. Αργά γλιστρώντας, περικύκλωσαν τη Δύσα. Τρεις από αριστερά της άπλωσαν τα χέρια και έσπρωξαν απαλά την πραγματικότητα προς το μέρος της, οι τρεις δεξιά της άνοιξαν τα στόματα να τη ρουφήξουν. Αεράκι σηκώθηκε, τα μακριά ξανθά μαλλιά και το δανεικό φουστάνι κυμάτισαν απαλά στην αρχή, μετά αρπάχτηκαν βίαια από το ρεύμα ανεμίζοντας μανιασμένα. Οι τρεις μπροστά της, με τεντωμένα τα γαμψά δάχτυλα και αφρό στην άκρη των χειλιών τους πλησίασαν, αγνόησαν τα συστρεφόμενα πλοκάμια του σκοταδιού, αδιαφόρησαν για τα φαρμακερά του σφυρίγματα, άρπαξαν το σπέρμα του Άνο, το πήραν.

 

Υστερικά γέλια ανέβηκαν στα λαρύγγια τους, πνίγηκαν σε σαχλούς ρόγχους. Ξεσπώντας σε εκστασιασμένες ιαχές, η Εννεάδα-Που-Μιλάει βγήκε απότομα από το Άδυτο, οι βαθυπόρφυροι μανδύες τους να ανεμίζουν πίσω τους, τα στριγκά, ανεγκέφαλα γέλια τους να αντηχούν στον πέτρινο διάδρομο.

 

Έγινε σκοτάδι βαθύ, και στο κέντρο του, εκεί που πριν στεκόταν ό,τι είχε απομείνει από τη Δύσα, ένα κουβάρι πηχτού ζόφου στέναζε πληγωμένο.

 

 

* * *

Κανονικά, το να εκτελέσουν τρεις λειτουργίες ταυτόχρονα θα έπρεπε να ρίξει την Εννεάδα-Που-Μιλάει στην πιο βαθιά εξάντληση. Αλλά τώρα είχαν στα χέρια τους το σπέρμα, είχαν τη συμπυκνωμένη του ενέργεια στη διάθεσή τους, ολόκληρη δικιά τους. Τους ανήκε. Ο καθένας τους είχε υπάρξει εκλεκτό Τέκνο, αλλά την η μέρα που το ιριδίζον σημάδι φάνηκε στα μέτωπά τους, αντί να σμίξουν με το Άνο, κλήθηκαν να συμπληρώσουν μια κενή θέση στην Εννεάδα. Από τότε, όσο και να είχαν αποδεχτεί την παρασιτική τους μοίρα, ο πόθος για τη φωτεινή πηγή βαθιά κάτω από την πόλη τους ποτέ δεν έπαυε να τους τριβελίζει το μυαλό και τώρα, τώρα το είχαν στα χέρια τους.

 

Κρατώντας το και οι εννιά ταυτόχρονα, πλέκοντας γύρω του περιελισσόμενα σχέδια σ’ ένα πολύπλοκο γαϊτανάκι, το μετέφεραν από διάδρομο σε διάδρομο και από σάλα σε σάλα, σε μια διαδρομή χωρίς άλλο σκοπό από την απόλαυση της κατοχής του.

 

Βρήκαν μια αίθουσα να κουρνιάσουν, φιδογυρίζοντας ασταμάτητα γύρω από το σπέρμα, σαν τα σκουλήκια στο κουφάρι, ρουφώντας ηδονικά την πυκνή ενέργεια του σπόρου. Μέσα στην έκστασή τους είχαν ξεχάσει τα πάντα, χώρο και χρόνο, καθήκοντα και παραδόσεις και το κυριότερο, ποιος είναι ο σκοπός της ύπαρξης κάθε σπέρματος.

 

Έτσι τους βρήκε η πολύχρωμη σκοτεινή φιγούρα, η μάζα αναβράζοντος σκότους, το συνοθύλευμα αξεδιάλυτων σκιών, αυτό που κάποτε ήταν η Δύσα. Πλησίαζε σέρνοντας τα πόδια της, τρέμοντας σπασμωδικά, αγκαλιάζοντας σφιχτά το κορμί της με τα αδύνατα μπράτσα της. Τα μάτια της έσταζαν στο πρόσωπό της σαν υγρός μαλαχίτης, στα μαλλιά της αλάλαζαν σιδερόφραχτοι στρατοί. Δεν ήξερε τι θα έκανε, μόνο ήξερε πως το σπέρμα, το δικό της, εκείνο που της άφησε το Άνο θρεμμένο από το δικό της το έρεβος, την καλούσε ανήσυχο, τρομαγμένο. Τη φώναζε, φοβόταν αυτήν την απομύζηση που θα το άφηνε αδύναμο, ένα άδειο τσόφλι, τη χρειαζόταν την ενέργειά του.

 

Η Δύσα οργίστηκε. Ένα αφρισμένο κύμα πήρε να φουσκώνει μέσα της, ένα βουνό ολάκερο τυφλής μανίας. Φούσκωνε και θέριευε και δε θα μπορούσε να το συγκρατήσει, ακόμα κι αν ήθελε. Αλλά δεν ήθελε, το άφησε να ξεσπάσει με όλη του τη δύναμη πάνω στις εννιά σφιχταγκαλιασμένες μορφές που είχαν αποχαυνωθεί ρουφώντας σα βδέλλες. Το κύμα έσκασε πάνω τους σκορπίζοντας τους στις τέσσερις γωνιές της σάλας, αφήνοντας αλώβητο το σπέρμα που ακτινοβόλησε με εμπιστοσύνη.

 

Το πλησίασε. Το πήρε στα χέρια της και κείνο έλαμψε διπλά και τρίδιπλα. Μία οξεία, κρυστάλλινη νότα ακούστηκε καθώς άνοιγε μία ρωγμή πάνω στη λεία επιφάνειά του. Μια λεπτή φωτεινή ριζούλα ξεπρόβαλε διστακτικά στο κάτω μέρος της, ενώ στο πάνω μέρος αναδύθηκε ένα μικρός φωτεινός θύσανος. Σιγά-σιγά η ριζούλα προεκτάθηκε, στραμμένος σταθερά προς το σώμα της κοπέλας που κρατούσε τη σφαίρα. Το σκοτάδι που την κουκούλωνε τρεμούλιασε με προσμονή.

 

Στο μεταξύ η Εννεάδα συνέρχονταν σιγά-σιγά. Οι καθάριες χαρούμενες νότες που έβγαζε η φωτεινή σφαίρα τους προέτρεψαν να σηκωθούν όσο πιο γρήγορα άντεχαν και να σπεύσουν κοντά της. Ο πρώτος που την πλησίασε άπλωσε λαίμαργα τα χέρια να την αρπάξει, αλλά ένα πλοκάμι σκοταδιού τινάχτηκε από το γόνατο της Δύσας και τον άρπαξε σφιχτά από το λαιμό. Συνέχισε να τον σφίγγει, αδιαφορώντας για τη σπασμωδική του αγωνία.

 

Η ριζούλα τεντώνονταν ταλαντευόμενη πέρα-δώθε, πλησιάζοντας ολοένα το σώμα της κοπέλας. Το είχε σχεδόν φτάσει, όταν ακόμα δύο της εννεάδας όρμησαν αφηνιασμένα εναντίον της. Μα ένα σμήνος βέλη από ατόφιο σκοτάδι εκτοξεύτηκε από το λαιμό της Δύσας και τους διαπέρασε. Σωριάστηκαν δίπλα στον πρώτο, που πια είχε σταματήσει να σφαδάζει.

 

Το φωτεινό κλωστάκι έφτασε την κοιλιά της κοπέλας και αναρίγησε χαρωπά. Έκανε μια κυκλική κίνηση γύρω από τον αφαλό της, και μετά γαντζώθηκε στο φουστάνι της, ακριβώς τη στιγμή που ο τέταρτος της Εννεάδας έρχονταν μουλωχτά από πίσω. Όμως ένα τεράστιο σκοτεινό δρεπάνι πρόβαλε από τον ώμο της Δύσας και τον ξεκοίλιασε, χύνοντας στο μαρμάρινο πάτωμα το αίμα και τα εντόσθιά του, αφήνοντάς τον να καταρρεύσει με ένα γουργουριστό ρόγχο.

 

Με ελαφριές, σχεδόν ανεπαίσθητες κινήσεις, η λεπτεπίλεπτη ρίζα βάλθηκε να διεισδύσει στον αφαλό της κοπέλας, από τον οποίο αναδύονταν λεπτοί σκοτεινοί μίσχοι και μπλέκονταν μαζί της. Το τραγουδάκι του σπέρματος άλλαξε τόνο. Πήρε μια χροιά βαθιάς ικανοποίησης, που όμως διακόπηκε από την απελπισμένη κραυγή του πέμπτου της Εννεάδας, καθώς εκείνος χιμούσε. Πριν όμως πλησιάσει αρκετά, ένα ερεβώδες ρόπαλο ξέφυγε από το στήθος της Δύσας και του έλειωσε το κρανίο, σκορπίζοντας τα μυαλά του στους γύρω δρύινους τοίχους.

 

Τώρα η λάμψη του σπέρματος είχε καταλαγιάσει, τώρα έλαμπε μόνο η ριζούλα, που μπήγονταν όλο και πιο βαθιά στο σώμα της κοπέλας, ενώ ο θύσανος στην πάνω μεριά του θέριευε και αστραφτοκοπούσε, αυξάνοντας σε επιβλητικότητα και λαμπρότητα. Θαμπωμένοι, τσακισμένοι από την απώλεια των συντρόφων τους αλλά και ανίκανοι να αντισταθούν στην έλξη της υπέροχης φωτεινής πηγής, τρεις ακόμα της Εννεάδας σύρθηκαν προς το φως. Τρία σεντόνια συμπαγούς σκοταδιού ξέφυγαν από το φουστάνι της Δύσας και τους καταπλάκωσαν, κόβοντάς τους την αναπνοή.

 

Η ρίζα είχε πια χοντρύνει σαν το μπράτσο της κοπέλας. Το κρυστάλλινο κέλυφος του σπέρματος, άδειο και μουντό πλέον, ξέφυγε από τα χέρια της κι έγινε θρύψαλα στο πάτωμα. Από το πάνω μέρος είχαν πετάξει κλαδιά που έφταναν ως την οροφή της αίθουσας, άλλα τυλίγονταν γύρω από τον εαυτό τους, άλλα διχοτομούνταν και ξαναδιχοτομούνταν ες άπειρον, άλλα απλώς χάνονταν στο τίποτα. Ο τελευταίος της Εννεάδας στάθηκε με κόπο ταλαντευόμενος μπροστά στο θαυμαστό δέντρο και άπλωσε τα χέρια του προς αυτό. Δύο λεπτές σκοτεινές λεπίδες βγήκαν από τα μάγουλα της Δύσας και χάραξαν τις φλέβες του από τον καρπό μέχρι τον αγκώνα, αφήνοντας το αίμα να τιναχτεί ορμητικά. Ο τελευταίος της Εννεάδας-Που-Μιλάει έπεσε στα γόνατα με ένα σιγανό βογκητό, και μετά σωριάστηκε μπροστά στα πόδια της κοπέλας.

 

Άπλωσε τα χέρια, το σώμα της τεντώθηκε. Το τραγούδι του φωτεινού δέντρου έγινε πιο έντονο, πιο απαιτητικό. Σκούρες φλέβες εμφανίστηκαν πάνω στη ρίζα του, έγιναν όλο και πιο χοντρές, αυξήθηκαν. Το σκοτάδι αντιστάθηκε για λίγο εθιμοτυπικά, έκανε νάζια, μετά αφέθηκε με ενθουσιασμό να απορροφηθεί, ορμητικά γεμίζοντας το δέντρο, πληρώνοντας κάθε γωνιά του κορμού, κάθε διακλάδωση, κάθε σπείρα, κάθε φράκταλ, μέχρι που αναλώθηκε ολόκληρο. Για λίγα καρδιοχτύπια, το δέντρο που ήταν τώρα ολόκληρο αφέθηκε να απολαύσει την πληρότητα του… και μετά, με έναν ήχο σα να σκίζεται ταυτόχρονα όλο το μετάξι του σύμπαντος, εξαφανίστηκε.

 

Το σπέρμα είχε πετύχει αυτό που επιθυμούσε, αυτό που ποθεί κάθε σπόρος. Είχε βλαστήσει.

 

 

* * *

Κοίταξε ένα γύρω τα άψυχα κορμιά που ήταν κάποτε η Εννεάδα-Που-Μιλάει. Διαύγεια και αίσθηση γαλήνης την πλημμύρισε, παρ’ όλο που στέκονταν στη μέση μιας ασύλληπτης σφαγής. Τίναξε το ξένο φόρεμα με τα ροδακινιά χρυσάνθεμα, απομάκρυνε μερικά ολόχρυσα τσουλούφια από το πρόσωπό της στερεώνοντάς τα πίσω από τα αυτιά.

 

Ίσιωσε τους ώμους.

 

Γύρισε την πλάτη στις κατακρεουργημένες σάρκες και βγήκε από τον Οίκο, έξω στο ρόδινο φως του δειλινού. Είδε την πλατεία έρημη από κόσμο. Οι Τλεβακσίριοι είχαν γυρίσει στις δουλειές τους.

 

Εκτός από μια μοναχική φιγούρα που καθόταν στο γείσο του σιντριβανιού και μόλις την είδε να βγαίνει, σηκώθηκε και προχώρησε αργά προς το μέρος της. Το κορίτσι κατέβηκε τα σκαλοπάτια. Στη βάση της σκάλας συναντήθηκαν και στάθηκαν για λίγο αμήχανες, πριν η Δύσα τυλίξει τα μπράτσα της γύρω από τους κοκαλιάρικους, σκυφτούς ώμους, αγκαλιάζοντάς την σχεδόν στοργικά.

 

-Έλα, μητέρα, ας πάμε σπίτι, είπε.

 

Link to comment
Share on other sites

Συγχαρητήρια και στις τρεις κυρίες.

Πρώτ’ απ’ όλα στην Ευθυμία για την πολύ ωραία εισαγωγή που έδωσε για να γραφούν δύο πολύ ωραίες ιστορίες.

 

Άννα, πάρα πολύ ενδιαφέρων ο μύθος που έφτιαξες. Αλλά όπως συμβαίνει με κάθε ωραία μυθολογία, 3.500 λέξεις δεν είναι αρκετές! Ήθελα να μάθω κι άλλα για όλα… για την Αίθουσα του Πηγαδιού με τις κολώνες που συγκρατούν τον ουρανό (πολύ ωραία εικόνα), για το ίδιο το Πηγάδι του Χρόνου, για τις Εννεάδες και τους Υπηρέτες, για τις Κόρες και τους Κόσμους τους.

Αν και όταν το διάβασα ήμουν αρκετά κουρασμένος, δεν κατάλαβα πώς έφυγαν οι λέξεις και έφτασα στο τέλος. Με δυσαρέστησε που έφτασα τόσο γρήγορα εκεί. Ωραίες εικόνες, δυνατές σκηνές, καλές περιγραφές. Επίσης, μου άρεσε πολύ το τέλος.

Όποτε έχεις την ευκαιρία, γράψε μας ένα Origins του μύθου σου smile.gif

 

Μπάμπης (γιατί μου θυμίζει ‘Φάδερ ημών’; tongue.gif ), αρκετά καλή η ιστορία σου, μυστήρια και λιγάκι μπερδεμένη, επειδή στο τέλος μού μείνανε μερικές απορίες για το τι είχε γίνει τελικά στη συνεύρεση, αν και σαν εικόνα ήταν εντυπωσιακή (ίσως να φταίω εγώ και μου ξέφυγαν κάποια πράγματα).

Μου άρεσε ο τρόπος που μιλούσε η Εννεάδα… αν και σκεφτόμουν: «Μα καλά, τρεις-τρεις μιλάνε;» laugh.gif

Μου άρεσε η ιδέα της «ουδέτερης» θεϊκής οντότητας. Την βρήκα διαφορετική και πρωτότυπη (ίσως επειδή δεν διαβάζω Φάντασυ και δεν την έχω συναντήσει αλλού) και έδωσε μια άλλη διάσταση στην έννοια του «θεϊκού».

Δεν μου πολυάρεσε το σημείο όπου η Δύσα

ξαναπαίρνει στα χέρια της τη σφαίρα. Έγινε ολίγον τι, σπλάτερ.

 

Γενικά, μου άρεσε και την ευχαριστήθηκα.

 

Δεν ψηφίζω καμία από εσάς… μέχρι να ανοίξει το πολλ tongue.gif

 

Η ψήφος μου θα πάει στην Άννα με την Μπάμπης να είναι πολύ-πολύ κοντά.

Edited by Mesmer
Link to comment
Share on other sites

Εμ, προσπαθώ αλλά και πάλι... Ένας μοντ, να προσθέσει το πολλ;

Link to comment
Share on other sites

Ευθυμία, έβαλες πολύ ψηλά τον πήχη και οι δυο αντίπαλες σε ακολούθησαν με αντίστοιχα υψηλές επιδόσεις.

Μάλλον δεν πειράζει που δεν υπάρχει poll, θα δυσκολευόμουνα πολύ να ψηφίσω.

 

Και οι δυο ιστορίες πέρασαν σε επίπεδα μυθολογίας και κοσμοπλασίας κι αυτό τις έκανε πολύ ενδιαφέρουσες.

Πολύ όμορφες περιγραφές και ψηλό και στις δυο περιπτώσεις το διακύβευμα.

Πολύ έξυπνα χρησιμοποίησαν και οι δυο τα στοιχεία με το φόρεμα και την Εννεάδα -καθόλου εύκολα πράγματα δηλαδή.

Μου έκανε εντύπωση και στις δυο ιστορίες

 

 

ο τρόπος που αξιοποιήθηκε το σκοτάδι σαν φονικό όπλο. thmbup.gif

 

 

Αυτό μου άρεσε πάρα πολύ.

 

Θα ήταν πολύ κοινότοπο να παρατηρήσω τα γνωστά, ότι δηλαδή τόσο μεγάλες συλλήψεις είναι δύσκολο να καλυφθούν επαρκώς με τα δεδομένα όρια λέξεων και τον διαθέσιμο χρόνο, και γι αυτό υπάρχουν μερικά κενά.

Αισθάνθηκα ότι η ιστορία της Άννας ήταν πιο επική, και χειρίστηκε με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο δύσκολα πράγματα, όπως ο χρόνος, αλλά με δυσκόλεψε πιο πολύ στη σύλληψη των καταστάσεων και των ρόλων.

 

Η ιστορία του Μπάμπη (laugh.gif ) από την άλλη, είχε μια πιο χειροπιαστή κατάσταση -με το κορίτσι που ξυπνάει στο σπίτι του και έδεσε κατάλληλα τα στοιχεία με αναδρομές. Δεν είμαι απόλυτα καλυμμένη στο γιατί

 

 

αυτή τη φορά τα πράγματα έγιναν διαφορετικά όταν ήρθε σε επαφή με το Ανο.

 

 

Επίσης δεν είμαι σίγουρη ότι κατάλαβα τι ρόλο έπαιξαν οι ασύντακτες φράσεις με τις αποσπασματικές προτάσεις.

 

Συγχαρητήρια και στις δυο για την ώρα.

Μέχρι να μπει το poll, μπορώ να προβληματίζομαι ποια θα ψηφίσω.

(Κι εσείς να αγωνιάτε... Μου χα χα!) devil2.gif

 

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

Ένα κομπλιμέντο που έχω για την ιστορία της Cassandra Gotha είναι ότι ξεκινώντας να τη διαβάζω, έκανα την εξής σκέψη: «Καλά, νόμισα ότι η εισαγωγή της Ευθυμίας ήταν συντομότερη…» Πόσες άλλες φορές δεν είναι ολοφάνερο, γδντουπ κάνει, πότε τελειώνει η εισαγωγή και πότε ξεκινάει ο μονομάχος συγγραφέας. Ένα «ουφ, τέλειωσα με αυτό, ας τα πω τώρα με τον δικό μου τρόπο.» Η Άννα σίγουρα διαθέτη τη δική της αξιόλογη πένα, σπάνια όμως θυμάμαι να έχω δει δέσιμο τόσο άρτιο, συνέχιση της εισαγωγής τόσο άψογη. Η αποκαλυπτική κοσμοπλασία της εκπληκτική, σκοτεινά ποιητική (έχει ζουμερά μαύρα σημεία η καρδιά της καλλιτέχνιδος). Για μένα δεν «το χάλασε» πουθενά, τέλειο από την αρχή ως το φινάλε, το αποτέλεσμα χορταστικό και επαρκές.

 

Κι εκεί που ήξερα τι θα ψηφίσω, με είχε προϊδεάσει και το χωρατό της Kelaino για την ιστορία της Άννας, το ίδιο το διήγημα από την δεύτερη μονομάχο, ήταν μια έκπληξη. Παρά το αστείο, ο «Μπάμπης» στάθηκε επίσης σοβαρά και επάξια στην εισαγωγή της Naroualis. Εκεί που η μυθολογία της Άννας είναι εσώκλειστη (όλοι οι πρωταγωνιστές της ανήκουν σε υπερφυσικό υπόβαθρο), η μυθολογία της Kelaino υπερτερεί στο ότι αγγίζει και επηρεάζει τον εξώτερο κόσμο, δίνοντας μας μια ανθρώπινη ηρωίδα, με την οποία σαφώς ταυτίζεται ο αναγνώστης. Εκεί που η δεύτερη ιστορία μειονεκτεί, μάλλον αυστηρά προσωπική εκτίμηση, είναι στο μάκρος της, που με κούρασε λίγο, ενώ η πρώτη ήταν ακριβώς η δόση που χρειαζόμουν.

 

Ισάξιες και οι δύο ιστορίες στη δράση, στην απεικόνιση του σκοταδιού – με τον «Μπάμπη» να κλείνει το μάτι του πιο ενδεικτικά στους τερατογράφους ψηφοφόρους της (δεν έχω κανένα παράπονο επ αυτού).

 

Συγχαρητήρια Ευθυμία για την εισαγωγή, εμπνευσμένη, ανοικτή προς ερμηνεία, εγώ τη βρήκα επαρκώς δυσκολούτσικη, αν και οι κοπέλες την είδαν παξιμάδι. Μπράβο και στους τρεις. Θα δυσκολευτώ να αποφασίσω την ψήφο μου.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..