Tattoman Posted October 13, 2010 Share Posted October 13, 2010 Σχόλιο- Ευχαριστώ την Cassandra Cotha για την έμπνευση και για την άδεια της να γράψω την παρακάτω ιστορία. Αριθμός λέξεων- 3067 Ο χτύπος Το έβλεπε θολά…σαν μια λουόμενη σιλουέτα. Απλώνονταν στην μέση του δρόμου καλύπτοντας ένα μεγάλο μέρος της ασφάλτου. Δεν σάλευε καθόλου, απλά υπήρχε. Αδυνατούσε να ξεχωρίσει τι ήταν… Προχώρησε διστακτικά σχηματίζοντας μικρές, δρασκελιές με τα ποδαράκια της. Τα ασημιά χνότα της χόρευαν στην παγερή ατμόσφαιρα του Χειμώνα. Το μόνο που ακούγονταν ήταν το σφύριγμα του ανέμου που λίκνιζε νωχελικά τις φυλλωσιές των δέντρων επάνω στα πεζοδρόμια. Σάρωσε με το βλέμμα της την σκοτεινή οδό…δεν υπήρχε ψυχή. Ένιωσε τις τριχούλες στο σβέρκο της να ηλεκτρίζονται. Είχε περάσει μισή περίπου ώρα από την στιγμή που έχασε την μητέρα της. Την κρατούσε από το χέρι, όταν ξαφνικά τα δάχτυλά τους γλίστρησαν και χάθηκε μέσα στο πλήθος του κόσμου που πνίγονταν στην καθημερινότητα. Το συμπέρανε κάποια λεπτά αργότερα και έβαλε τα κλάματα συγχυσμένη. Τώρα βρίσκονταν σε ένα απόμακρο δρόμο, μόνη και απροστάτευτη, αλλά έχοντας ηρεμήσει. Είχε φτάσει πλέον αρκετά κοντά…υπερβολικά κοντά για να το βάλει στα πόδια. Η άμορφη μάζα είχε αρχίσει να σχηματίζεται στα μάτια της. Έμοιαζε με κάτι γνώριμο…η σιλουέτα της θύμιζε κάτι…ίσως ανθρώπινο…Περπάτησε κι άλλο με τα λιγνά της άκρα… Άρχισε να διακρίνει ένα πρόσωπο, ένα ανθρώπινο πρόσωπο! «Θεέ μου!» σκέφτηκε «Δεν είναι δυνατόν» Το παιδικό στοματάκι της άνοιξε σχηματίζοντας έναν κύκλο έκπληξης. Το κοριτσάκι ακούμπησε το χέρι της στο πιγούνι εκφράζοντας το δέος που την κατέκλυσε. Δεν πίστευε στα μάτια της. Η άμορφη προ λίγου σκιά ήταν ένας άνθρωπος… Μυριάδες σκέψεις κυκλοφορούσαν στο αθώο μυαλλουδάκι της. «Ίσως να είναι τραυματισμένος» σκέφτηκε και στάθηκε από πάνω του κοιτώντας τον με έκπληξη σαν να έβλεπε κάτι αξιοθαύμαστο. Άπλωσε το λιπόσαρκο χεράκι της και σκούντησε ελαφρά τον νεαρό άνδρα στον ώμο… Επάνω του δεν υπήρχε κανένα ίχνος κακοποίησης. Το πρόσωπο του ήταν άθικτο και άκρως γαλήνιο, μόνο που είχε ένα άψυχο λευκό χρώμα. Ίσως από το κρύο. Είχε γυρισμένη την πλάτη του στο μικρό κοριτσάκι και αναπαύονταν ξαπλώνοντας μπρούμυτα. Τα χέρια του ήταν μαζεμένα και λυγισμένα. Το έκπληκτο κοριτσάκι αφού δεν παρατήρησε καμία αλλαγή στην κατάσταση του ξαπλωμένου άνδρα που έμοιαζε να κοιμάται, πιπίλισε το δάχτυλό της, σκεπτόμενη. Έπειτα έθεσε σε κίνηση και τα δυο της χέρια και προσπάθησε να γυρίσει το σώμα του άνδρα ανάσκελα. Αξιοσημείωτο είναι πως στις κινήσεις της δεν υπήρχε το παραμικρό ίχνος φόβου. Ούτε μια ιδέα δισταγμού. Το σώμα του ήταν εξαιρετικά βαρύ. Τα κοκαλιάρικα χεράκια έσπρωχναν με σφοδρή δύναμη τον όγκο που μετά βίας τέθηκε σε κίνηση. Αρχικά η αριστερή ωμοπλάτη γύρισε και έπειτα όλο το σώμα έπεσε ανάσκελα στην κρύα άσφαλτο. Το κοριτσάκι ξεφύσησε κουρασμένα από την επίπονη προσπάθεια του, απελευθερώνοντας ένα κύμα χνότων. Τότε εστίασε την προσοχή του στο σώμα του κοιμούμενου πιθανώς άνδρα… Τα γυάλινα ματάκια της υγράνθηκαν από τον αλμυρό χείμαρρο δακρύων που ξεχείλισε ανεξέλεγκτα. Η παιδική τσιρίδα αντήχησε στην νεκρικά άδεια οδό. Ένας λεπτός ήχος, μακρόσυρτος και με διάρκεια βγήκε από το παιδικό στοματάκι. Οι κόρες της είχαν πετρώσει σε ένα και μοναδικό σημείο αρνούμενες να μετακινηθούν. Εστίαζαν στο στήθος του άνδρα…στην καρδιά. Ένα μεγάλο μαύρο κενό αντικαθιστούσε το όργανο αυτό που είχε γίνει αιτία πολλών εκφράσεων. Η στρόγγυλη τρύπα κάλυπτε την αριστερή πλευρά του στήθους… Τότε μια γυναικεία φωνή ακούστηκε από πίσω της, φωνάζοντας το όνομά της. Το τρομοκρατημένο κοριτσάκι γύρισε φωνάζοντας «μαμά» Την επόμενη στιγμή όλα σκοτείνιασαν. Κάτι μαύρο και πλαστικό κάλυψε το πρόσωπό της και βυθίσθηκε στο σκοτάδι… Το αναζωογονητικό οξυγόνο εισήλθε στον οργανισμό της σωτήρια. Άνοιξε τα δυο χειλάκια της και ανέπνευσε βαθιά σαν να έπαιρνε το πολυπόθητο ναρκωτικό που την κρατούσε στην ζωή. Τα κρυστάλλινα ματάκια της τρεμόπαιξαν στο αντίκρισμα του φωτός, έπειτα από αρκετές ώρες. Η προστασία των βλεφαρίδων δεν εμπόδισε το στιλπνό λευκό να τυφλώσει τα μάτια της. Μπορούσε όμως να δει ξανά. Τα άνοιξε διστακτικά και με σμιγμένα τα φρύδια έθεσε ξανά σε λειτουργία την όρασή της. Ένα αντρικό πρόσωπο ήταν καρφωμένο επάνω της. Απείχε ελάχιστα εκατοστά από την κόκκινη μυτούλα της. Σχεδόν μύριζε την ανάσα του. Απαίσια… «Γεια σου μικρούλα μου» είπε χαριτωμένα ο κύριος μπροστά της. Τράβηξε πίσω το πρόσωπό του. Τότε το κοριτσάκι μπόρεσε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του. Ήταν μεσήλικας, με πολλές ρυτίδες να σχίζουν την επιδερμίδα του. Ανύπαρκτα σχεδόν χείλη, αρκετά ξεβαμμένα και μαύρα, κορακίσεια μαλλιά χωρισμένα στην μέση, πέφτοντας σαν πευκοβελόνες δεξιά και αριστερά. Αγχωτικά μάτια που άλλαζαν επίκεντρο συνεχώς και κυκλοφορούσαν επάνω στην ίδια. Ήταν κακάσχημος. «Ποιος είσαι;» είπε το κοριτσάκι βγάζοντας μια φωνούλα που μετά βίας ακούστηκε. «Είμαι ο Τζο, κουκλίτσα μου. Και εσύ πρέπει να είσαι η μικρή Σίλα…» είπε χαμογελώντας ο άγνωστος άνδρας. Η Σίλα τον κοίταξε ανιχνευτικά…με το αθώο βλέμμα της. «Όχι!» τσίριξε «δεν σε ξέρω…που είναι η μαμά μου;» είπε απαιτητικά. Ο άντρας κάθισε σε μια καρέκλα και άρχισε να χασκογελάει εκνευριστικά. Έβγαζε ένα σπαστικό γελάκι… «Μη φωνάζεις μικρή μου…δεν θα σου κάνουμε κακό. Πάντως είναι απίστευτο το πόσο θάρρος μπορεί αν έχει ένα κοριτσάκι της ηλικίας σου.» είπε σιγανά. Το ανήμπορο κοριτσάκι υπέκυψε στην ψυχολογική κατάρρευση. Αρχικά τα ματάκια της υγράνθηκαν και έπειτα άρχισε να κλαίει παραπονεμένα και σιγά για να μην κάνει θόρυβο. Έβγαζε βουβά, πνιχτά αναφιλητά που θα προκαλούσαν στον οποιονδήποτε κάποιο συναίσθημα συμπόνιας. Όχι όμως και σε αυτό το κτήνος… «Έλα τώρα…»είπε παραπονιάρικα «Μην αρχίζεις να μυξοκλαίς, δεν μου αρέσουν αυτά. Και αρχίσαμε τόσο καλά…κρίμα είναι» Η μικρή Σίλα σκούπισε με τα χεράκια της τα δακρυσμένα μάτια, και ρούφηξε την μύτη της. «Έτσι μπράβο.» «Που είμαι;» ρώτησε μπουκωμένο το κοριτσάκι. «Αχ, κρίμα δεν μπορώ να σου πω» έκανε πως στεναχωριέται «Ας πούμε όμως πως αυτό είναι το μικρό μας μυστικό, ε;» Η απάντηση ήρθε με ένα καταφατικό γνέψιμο. Η μικρή Σίλα ήταν κουλουριασμένη σε μια γωνιά του παγωμένου τοίχου. Με τα γόνατα μαζεμένα και τα χέρια της σταυρωμένα υπάκουα έμοιαζε σαν άχρηστο παράσιτο. Κοίταξε τον εαυτό της. Φορούσε μόνο ένα λευκό ξεχειλωμένο φανελάκι και από κάτω μια επίσης λευκή φούστα. Κοίταξε με περιέργεια τα ρούχα, τα πασπάτεψε με το χέρι της. Μετά περιεργάστηκε τον χώρο με τα μάτια της. Έβλεπε ένα σχετικά μικρό δωματιάκι γεμάτο με δαχτυλιές και μούχλα γαντζωμένες πάνω στους λευκούς τοίχους. Διασκορπισμένα στον χώρο υπήρχαν ιατρικά μηχανήματα και στρωμένα κρεβάτια με καλώδια παντού. Έμοιαζε με νοσοκομειακό θάλαμο. «Και τώρα ώρα για δουλειά» είπε ο άσχημος κύριος και άρπαξε την μικρή με τα δυο γυμνασμένα χέρια του. Την σήκωσε στον αέρα και την έστησε όρθια. Η Σίλα τρόμαξε και άρχισε να βγάζει πάλι αναφιλητά. «Έλα τώρα, κάναμε μια συμφωνία έτσι δεν είναι;» είπε ψύχραιμα ο Τζο Το κοριτσάκι αντί να σωπάσει άρχισε να κλαίει ακόμη πιο δυνατά. Το όμορφο προσωπάκι της είχε μουσκευτεί από τα αλμυρά ρυάκια των δακρύων. Άρχισε να την ξεντύνει με αργές απότομες κινήσεις. Αρχικά βγάζοντας το φανελάκι. Όταν το τράβηξε ένα παιδικό στήθος ξεπρόβαλε. Κατάλευκο δέρμα, απαλή επιδερμίδα και μια ευχάριστη μωρουδίστηκη μυρωδιά. Έπειτα τράβηξε απότομα την φούστα από πάνω της. Σε κάθε κίνηση του αγνώστου, το τρομοκρατημένο κοριτσάκι ανέβαζε τον τόνο των αναφιλητών. Κάθε τόσο ρουφούσε την μύτη της. Όταν τελείωσε με το γδύσιμο κοίταξε στα μάτια το κοριτσάκι. «Και τώρα σου έχω μια έκπληξη…» είπε χαμογελώντας. Την σήκωσε στον αέρα και την γύρισε να κοιτάξει πίσω. Μια μπανιέρα καλυμμένη με νερό και παραγεμισμένη με χιλιάδες παγάκια εμφανίστηκε μπροστά της. Τα παγάκια κολυμπούσαν στην επιφάνεια κατά μάζες και κάλυπταν σχεδόν όλη την μπανιέρα. Την στιγμή που την σήκωνε για να την βουτήξει μέσα, μια μεγάλη στριγκλιά απελευθερώθηκε από το στόμα της μικρής. Ένας ήχος φρίκης. Ο Τζο την ακούμπησε μέσα στο ασφυχτικά κρύο νερό. Η στριγκλιά δυνάμωσε ακόμα περισσότερο και αντήχησε σαν σειρήνα στο δωμάτιο. «Έλα τώρα…» είπε ο Τζο ειρωνικά. «Όχι, σας παρακαλώ καλέ κύριε, δεν έκανα τίποτε κακό.» ψέλλισε το κοριτσάκι αγκομαχώντας να προφέρει κάποιες λέξεις μέσα στο απελπισμένο κλάμα της. Με το ζόρι κατόρθωνε να ανασάνει. Την είχε πλέον ξαπλώσει μέσα στην μπανιέρα και το νερό την κουκούλωσε μέχρι τον λαιμό. Οι αισθήσεις της είχαν παραλύσει στην κυριολεξία και ο οργανισμός της άρχισε να εξασθενεί σταδιακά. Τα μάτια της στριφογύριζαν όμως κανένα μέρος του σώματός της δεν ανταποκρίνονταν. Είχε κοκαλώσει σε μια στάση. «Τώρα καλύτερα…» είπε ο άντρας. «Παιδιά, ελάτε μέσα» φώναξε δυνατά. Τέσσερις άνθρωποι ντυμένοι με ιατρικές στολές ξεπρόβαλλαν και κάθισαν γύρω τους. « Χάρι, την ένεση.» είπε ο Τζο απλώνοντας το χέρι του για να παραλάβει το αντικείμενο. Έπιασε μια μεγάλη σήραγγα. Στο εσωτερικό της διακρίνονταν ένα διαφανές υγρό. «Έλα μικρούλα μου, ήρθε η ώρα είπε και πλησίασε στην μπανιέρα. Άπλωσε το χέρι του, με την σήραγγα να εξέχει απειλητικά προς το μέρος της μικρής. Στηρίχθηκε στο στήθος της Σίλα με το ένα χέρι και πλησίασε την σήραγγα στο αριστερό στήθος της. Μπορούσε να νιώσει το τρέμουλο του σώματός της. Η μικρή καρδούλα της χοροπηδούσε παλμικά. Όχι για πολύ ακόμα… Η σουβλερή μύτη της σήραγγας μπήχτηκε μέσα στην παιδική σάρκα, σημαδεύοντας στο ποιο ευαίσθητο σημείο του ανθρώπινου οργανισμού. Την καρδιά. Το δολοφονικό υγρό κύλησε μέσα στα τρυφερά, κόκκινα τοιχώματα. Σε λίγα δευτερόλεπτα, η καρδιά της μικρής Σίλα, θα πέτρωνε και θα χάνονταν βασανιστικά, μειώνοντας τους παλμούς της σταθερά, ως την στιγμή που θα απελευθερώνονταν ο τελευταίος χτύπος. Αυτός που θα πνίγονταν στην σιγή… Η διαδικασία θα έπαιρνε ένα περίπου λεπτό. Ένα τελευταίο λεπτό ζωής, πένθιμης και βασανιστικής. Το κοριτσάκι δεν ήταν σε θέση να κάνει τίποτα πλέον. Τα στιλπνά προ λίγου μάτια, είχαν τώρα σκοτεινιάσει και πεταχτεί προς τα έξω. Τα λεπτά χειλάκια είχαν πάρει μια μωβί απόχρωση. Κάποια σημεία του σώματός της είχαν αρχίσει ήδη να μελανιάζουν από την υπερβολικά χαμηλή θερμοκρασία του νερού. Έμοιαζε πλέον με ένα σκελετωμένο νεκρό κορίτσι. Ο κτηνώδης άνδρας περιεργάζονταν τώρα στα χέρια του την κοφτερή λεπίδα ενός νυστεριού. Έγλειφε την ατσάλινη κόψη του με το δάχτυλό του, σαν να την ακόνιζε, έτοιμος να πετσοκόψει ένα κομμάτι σάρκας. Άρχισε να παίζει με το νυστέρι περνώντας το ανάμεσα από τα δάχτυλά του, ταυτόχρονα άρχισε να σφυρίζει σιγανά. Μέσα στον σπαστικό ήχο των παγακίων που έτριζαν κολυμπώντας και στην σχεδόν ανύπαρκτη ανάσα της Σίλα, διακρίνονταν και μια απαλή, ανατριχιαστική μελωδία. Κοίταξε το ρολόι του. «Ακόμα τριάντα δευτερόλεπτα…» ψέλλισε ειρωνικά, κοιτώντας το κορίτσι. Τικ-τακ, τικ-τακ, οι χτύποι του ρολογιού ηχούσαν στο μυαλό του καθώς αυτός καρτερούσε την στιγμή που θα χρησιμοποιούσε αυτό το υπέροχο εργαλείο. Περίμενε, σαν πεινασμένο ζώο που αναμένει για το επόμενο θήραμα του. …Δέκα δευτερόλεπτα… «Έλα τώρα..» γρύλισε σαν μανιακός, καθώς στριφογυρνούσε με μανία το νυστέρι στα χέρια του. Για το κοριτσάκι ήταν πλέον αργά, οι βλεφαρίδες του άρχισαν να βαραίνουν και τα δακρυσμένα ματάκια του σφράγισαν για πάντα. Οι τελευταίοι χτύποι αντήχησαν στα αφτιά της. Όμορφοι χτύποι, ρυθμικοί, σαν το άκουσμα ενός τραγουδιού. Κουβαλάνε μαζί τους τόσα πολλά, όλες τις αναμνήσεις και τα γλυκά χρονάκια του παρελθόντος. «Δύο δευτερόλεπτα…» ούρλιαξε. Είχε σηκωθεί όρθιος και το χέρι του παρατάσσονταν μπροστά σημαδεύοντας την Σίλα. Έμοιαζε με λύκο που του τρέχουν τα σάλια. Τότε ήρθε και ο τελευταίος χτύπος…αυτός που λένε πως όταν τον ακούσεις, βλέπεις μπροστά σου όλες τις όμορφες και φωτεινές στιγμές της ζωής σου. Τις στιγμές που σε έκαναν να κατανοήσεις τον λόγου που ζεις. Περνάν από μπροστά σου σαν κινηματογραφικό φιλμ, μια οθόνη πλεγμένη με τα πορφυρά χρώματα των αναμνήσεων. Είναι απίστευτο πως χωράνε τόσες στιγμές μέσα σε ένα τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Αυτός είναι ο άνθρωπος…δημιουργείται χαμένος σε ένα καινούριο σύμπαν, έχοντας να διανύσει τόσο δρόμο…και τελειώνει ευτυχισμένος, έχοντας ικανοποιηθεί από τα όσα έζησε. Πιστέψτε με θα δίνατε πολλά για αυτήν την στιγμή… Ένα δευτερόλεπτο… …Σιγή Ένα μήνα αργότερα Η περιποιημένη κυρία με το καπέλο ανέβαινε τα μαρμάρινα σκαλιά του κτηρίου. Φορούσε μια μαύρη καμπαρτίνα, και είχε κατεβασμένο μέχρι τα μάτια ένα γκρι καπέλο για να καλύπτει τα πρησμένα από το κλάμα μάτια της. Δεν είχε περάσει και λίγα… Η μητέρα της αδικοχαμένης Σίλα διάβαινε την πόρτα του κτηρίου εκτελέσεων. Η απόφαση της δίκης είχε κρίνει τον Τζοναθαν Ροντρίγκο, γνωστό ως Τζο, ένοχο για εννέα δολοφονίες κατά συρροή. Είχε καταδικαστεί σε εκτέλεση. Την αποψινή μέρα ήταν προγραμματισμένος να γίνει ο απαγχονισμός, στις δέκα μετά μεσημβρίας. Έξω στους τοίχους του κτηρίου ήταν κολλημένες αφίσες που απεικόνιζαν τον κατηγορούμενο και από κάτω έγραφαν «Η Εκτέλεση του Τζοναθαν Ροντρίγκο στο κτήριο έκτισης ποινών, στις δέκα μ.μ.» Ή φράση ήταν αποτυπωμένη με μαύρα χοντρά γράμματα και κάλυπτε όλη την έκταση των άσπρων φύλλων. Η μητέρα προχώρησε στο εσωτερικό του κτηρίου. Έπειτα από δύο λεπτά βρίσκονταν καθισμένη σε μια ξύλινη καρέκλα της αίθουσας εκτελέσεων. Καμιά εκατοστή καρέκλες ήταν παρατεταγμένες στην σειρά και ήταν στραμμένες προς την μεγάλη εξέδρα που είχε τοποθετηθεί για την εκτέλεση. Ο χώρος ήταν τεράστιος και οι τοίχοι βαμμένοι άσπρο. Κρεμασμένη, περιμένοντας το σβέρκο που θα έγερνε μπροστά βρίσκονταν μια κρεμάλα πλεγμένη με χοντρά σκοινιά. Ένας κύριος ανέβηκε στο βάθρο για τις ομιλίες. Ακούμπησε κάτι χαρτιά στο μέρος που βρίσκονταν ένα μικρόφωνο. Τα ίσιωσε και τα τοποθέτησε σωστά. Ήταν γέρος με γκρίζα μαλλιά και φορούσε μια μπλε στολή της αστυνομίας. Ίσιωσε τα γυαλιά του και έβηξε διακριτικά. Αμέσως στο κτήριο απλώθηκε σιωπή. Πλησίασε στο μικρόφωνο. «Ας προσέλθει μέσα ο κατηγορούμενος.» είπε νωθρά. Μια συνοδεία τεσσάρων αστυνομικών συνόδεψε τον Τζο. Είχε αλλάξει. Τα χτενισμένα μαλλιά του έδειχναν απεριποίητα, και στο σουβλερό πιγούνι του απλώνονταν ένα άσπρο χνούδι. Η μοχθηρή του φάτσα έκανε την μητέρα της μικρής Σίλα να σφίξει τις γροθιές της. Αν βρίσκονταν μόνοι οι δυο τους, θα τον σκότωνε δίχως το παραμικρό ίχνος ενοχής. Με τον ίδιο βασανιστικό τρόπο που έκλεψε την ζωή από το κοριτσάκι της. Της ήρθε να βλαστημήσει…δεν άντεξε. Σηκώθηκε όρθια. «Θα σε σκοτώσω γαμημένο σκουλήκι, θα σε σκοτώσω…» ούρλιαξε τρομοκρατώντας τους πάντες μέσα στην αίθουσα. Άπλωσε το χέρι της απειλητικά, έτρεμε σύγκορμη. Η τρεμάμενη φωνή της απαρηγόρητης μάνας έκανε το κάθε τι εκεί μέσα να σταθεί ακίνητο. Όλοι την κοίταζαν μα κανένας δεν τολμούσε να προφέρει λέξη. Έμεινε όρθια καλύπτοντας το πρόσωπο με τα χέρια της. Το κορμί της σπαράζονταν από τις κρίσεις και δονούνταν από τα αναφιλητά. Η απελπισμένη κραυγή απλώθηκε στο δωμάτιο. Την επόμενη στιγμή ξανακάθισε στην καρέκλα της και έσκυψε κλαίγοντας βουβά. Έπειτα από πέντε δευτερόλεπτα σιωπής ο υπεύθυνος αξιωματικός μίλησε. «Τζοναθαν Ροντρίγκο, στις είκοσι επτά Φεβρουαρίου καταδικάστηκες για απαγχονισμό, κατηγορούμενος για την δολοφονία πέντε ανήλικων παιδιών, και τεσσάρων ενήλικων, με τελευταίο θύμα την δεκάχρονη Σίλα Γιούνοβα. Μαζί σου ανακρίθηκαν άλλα πέντε μέλη που συμμετείχαν στις δολοφονίες, και καταδικάστηκαν σε σαράντα χρόνια φυλάκιση. Η απόφαση του δικαστηρίου βασίστηκε στις μαρτυρίες των αυτόπτων μαρτύρων που είδαν εσένα και την συμμορία σου να απαγάγετε την Σίλα Γιούνοβα, έπειτα υπόδειξαν στις αρχές το σημείο που είχατε φύγει. Προφανώς δεν είναι απαραίτητο να αναφέρω ολόκληρη την διαδικασία.» Ξερόβηξε για να καθαρίσει τον λαιμό του. Δίπλωσε τα χαρτιά του, και τα έβαλε στην άκρη. «Παρακαλώ ανεβάστε τον κατηγορούμενο επάνω.» Οι πέντε άνδρες και ο Τζο περπάτησαν την ξύλινη σκαλίτσα που οδηγούσε στην κρεμάλα. Οι δύο πιο εύσωμοι τον κρατούσαν από τα χέρια. Αυτός σπάραζε σαν ψάρι προσπαθώντας να απελευθερωθεί. Είχε γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα. Ρυάκια του αλμυρού υγρού κυλούσαν από το μέτωπό του. Κουνούσε τα χέρια του, όμως τα δυο θηρία δίπλα του έμεναν σταθερά. Όταν κατάλαβε πως δεν υπήρχε η παραμικρή ελπίδα, άρχισε να μυξόκλαιει σαν παιδάκι. Είχε σκυμμένο το κεφάλι και έβγαζε ελιγμούς. «Πιο αργά γαμώτο!» φώναξε μέσα στα αναφιλητά του καθώς εξακολουθούσε να σπαράζει. «Σας, παρακαλώ, σας παρακαλώ!» άρχισε να ικετεύει στα σιγανά. «Δεν θέλω να πεθάνω» Οι κραυγές και το μωρουδίστικο κλάμα έσπαζαν την ανατριχιαστική σιωπή. Όλοι κοιτούσαν αποσβολωμένοι. Ο κατηγορούμενος έφθασε μπροστά από την αγχόνη. Την κοίταξε τρομαγμένος καθώς δάκρυα και μύξες έτρεχαν στο πρόσωπό του. Ο αξιωματικός της αστυνομίας έγνεψε με το χέρι του κάνοντας σύνθημα να ξεκινήσουν την διαδικασία. Οι άντρες τοποθέτησαν το ξύλινο σκαμνί κάτω από την θηλιά και έσυραν με το ζόρι τον Τζο επάνω του. Πέρασαν το κεφάλι του μέσα από την τρύπα και στάθηκαν δίπλα σε στάση προσοχή. «Τζοναθαν Ροντρίγκο, έχεις να πεις κάτι τελευταίο πριν αφήσεις την τελευταία σου πνοή στην αγχόνη;» ρώτησε με σκυθρωπό πρόσωπο ο αξιωματικός. Ο τρισάθλιος Τζο αφού ρούφηξε την μύτη του έμεινε να κοιτάζει το πάτωμα. Δεν έβγαλε λέξη. «Αυτό μάλλον σημαίνει όχι…» είπε ο αξιωματικός και πήγε να γνέψει στους αστυνομικούς, όταν κάτι τον διέκοψε. Η φωνή ήταν βαριά. «Υπάρχει κάτι…» είπε και έκανε παύση. Γύρισε προς τον κόσμο. «Κοιτάω στα μάτια, των ανθρώπων που πλήγωσα, και το μόνο που βλέπω είναι οργή. Οργή για μένα.» είχε αρχίσει να υψώνει την φωνή του. «Θα αναρωτιέστε πιθανώς γιατί έκανα αυτά που έκανα… δεν θα μπορούσα ποτέ να σας απαντήσω ξεκάθαρα. Τώρα όμως θα προσπαθήσω. Τι βλέπεται στα μικρά παιδιά και σε ορισμένους ανθρώπους; Τι είναι αυτό που ζηλεύετε επάνω τους;» Κανείς δεν μίλησε. «Θα σας πω εγώ…Συναίσθημα» ψιθύρισε την λέξη σαν να ήταν μυστικό. Έπειτα χαμογέλασε σαν χαζός «Σας φαίνεται γελοίο ε;…Κι όμως είναι τόσο απλό διάβολε..» βλαστήμησε, δείχνοντας τα κίτρινα δόντια του. «Θα σας πω ένα μικρό μυστικό…» ψέλλισε. «Μια και μόνο λέξη» «Καρδιά!» Άνοιξε τα μάτια του σαν να έβλεπε φάντασμα. «Έτσι λέγεται αυτό το διαβολεμένο, αυτό το σατανικό σκατόπραγμα που πλημμυρίζει τον οργανισμό μας από συναισθήματα.» Παύση… «Ο χρόνος σου τελειώνει» είπε αυστηρά ο αξιωματικός της αστυνομίας. «Χέσε με μπάσταρδε, θα περιμένεις να τελειώσω» είπε ουρλιάζοντας. Εισέπνευσε αγχωτικά. «Ποτέ, μα ποτέ δεν κατάφερα να αποκτήσω στα αλήθεια μέσα σου αυτό το παλιόπραμα… αυτό το κόκκινο τρυφερό πράγμα που ποτίζει χαρά…» Τα λόγια του διακόπτονταν από τις προσπάθειες να αποφύγει τους ελιγμούς. Έβγαιναν βεβιασμένα από το στόμα του. «…Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Τα ζήλευα…Γιατί αυτά και όχι εγώ…» Ο Τζο πάλεψε να προφέρει κι άλλες λέξεις όμως τελικά ξέσπασε σε ουρλιαχτά που απλώθηκαν σε όλη την αίθουσα. «Ας τελειώνουμε.» είπε ο αξιωματικός και έκανε νόημα με το χέρι του στους αστυνομικούς. Μετά κοίταξε το ρολόι του…έμεναν δέκα δευτερόλεπτα για τον ακριβές χρόνο της εκτέλεσης. Ο ένας εύσωμος αστυνομικός είχε το πόδι του κολλημένο στην μικρή έδρα που θα μετακινούνταν με το πρόσταγμα. Ο άλλος τοποθετούσε μια μαύρη κουκούλα στο άθλιο πρόσωπο του Τζο. Εκείνος σταμάτησε να ουρλιάζει και τώρα άρχισε να προσεύχεται, σιγανά, ίσα που ακούγονταν η φωνή του. «Πάτερ υμών, ο εν της ουρανής, αγιαστείτε το όνομα σου…» Έξι δευτερόλεπτα… «Ενθέτω η βασιλεία σου, γεννηθείτε το θέλημα σου, ως εν ουρανών και επί της γης…» η φωνή του άρχισε να τρεμουλιάζει. Μην ξέροντας τα ακριβές λόγια, συνέχισε από το σημείο που ήξερε. Το αξιοσημείωτο είναι πως καθώς συνέχιζε, άρχισε να επιταχύνει, λες και ήθελε να προλάβει κάτι… Τρία δευτερόλεπτα… «Και άφησε υμίν τα ωφελήματα ημών…(παύση) αλλά ρήσε υμάς από του πονηρού…» η γλώσσα του έτρεχε πλέον. Ένα δευτερόλεπτο… «Αμή…» Δεν πρόλαβε να τελειώσει την λέξη, αυτήν την πολυπόθητη λέξη που θα του παρείχε συγχώρηση. Ο απότομος, ανατριχιαστικός ήχος του σβέρκου που σπάει, τον διέκοψε. Ο ήχος αυτός κυμάτισε μέσα στο πλήθος που κάλυβε με τα χέρια το πρόσωπό του για να μην αντικρίσει το θέαμα» …Ο τελευταίος χτύπος της καρδιάς του Τζοναθαν Ροντρίγκο ήρθε άδοξα. Αιωρούμενος από την αγχόνη, και παραδομένος στην μοίρα του, το μόνο που αντίκρισε μπρος στα μάτια του ήταν κάτι απαίσιο…κάτι που τρομάζει πολλά μικρά παιδιά… …Σκοτάδι… Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted October 13, 2010 Share Posted October 13, 2010 Οι ιστορίες που δίνονται μέσα από τα μάτια ενός διεστραμμένου δολοφόνου έχουν πάντοτε ένα ανατριχιαστικό ενδιαφέρον. Για τον λόγο αυτό θα προτιμούσα να είναι δοσμένη ολόκληρη η ιστορία από την δική του πλευρά. Για παράδειγμα, στο σημείο της δολοφονίας του κοριτσιού, θα μπορούσαμε να βλέπαμε τις δικές του σκοτεινές σκέψεις και τα συναισθήματα ενώ θα παρακολουθούσε τις αντιδράσεις του κοριτσιού. Το ότι μας έδινες τις περιγραφές από τα μάτια του κοριτσιού είχε και ένα άλλο μειονέκτημα: ένα δεκάχρονο κορίτσι δεν μπορεί να ξέρει τι είναι όλα εκείνα τα εργαλεία που υπήρχαν στο δωμάτιο και δεν θα μπορούσε να περιγράψει τα χαρακτηριστικά του άντρα όπως τα έδωσες. Αυτό φέρνει εσένα, ως αφηγητή, στο προσκήνιο, και θα ήταν καλύτερο να έμενες πιο καλά κρυμμένος. Επίσης, θα μπορούσαμε να δούμε από τα μάτια του δολοφόνου τη στιγμή που καραδοκούσε για να απαγάγει το κορίτσι. Στην αρχή του κειμένου υπάρχουν κάποια ορθογραφικά, αλλά στη συνέχεια σχεδόν εξαφανίζονται Εκεί που θα σου έλεγα να δώσεις λίγο περισσότερο βάρος είναι οι καταλήξεις γ' ενικού-γ' πληθυντικού των ρημάτων: γ' ενικός -οταν, γ' πληθυντικός -ονταν. Για παράδειγμα όχι «Έπειτα από δύο λεπτά βρίσκονταν καθισμένη...», αλλά βρισκόταν. Πιθανόν να σ' τα έχουν πει κι άλλοι, οπότε συγγνώμη αν γίνομαι κουραστικός. Από άλλα τεχνικά θέματα. Μια σύριγγα δεν μπορεί να φτάσει στην καρδιά με τόση ευκολία, επειδή η καρδιά προστατεύεται από το στέρνο. Χρειάζεται πιο χοντρή βελόνα και αρκετή δύναμη για να διαπεραστεί το στέρνο. Επίσης, η λέξη κατηγορούμενος, θα ήταν καλύτερο να αντικατασταθεί από τη λέξη κατάδικος, αφού ο κατηγορούμενος είχε πλέον καταδικαστεί με την ποινή του θανάτου. Γενικά, η ιδέα σου ήταν αρκετά καλή. Νόμιζα ότι θα το πήγαινες στο εμπόριο οργάνων γι' αυτό και χάρηκα που υπήρχε αυτή η πιο διεστραμμένη εξέλιξη. Αρκετά ενδιαφέρουσα η άποψη του δολοφόνου για το λόγο που έκανε αυτό που έκανε. Πιο γενικά, το έχεις το θρίλερ (αυτό φάνηκε και στον διαγωνισμό Φάντασυ που μας το γύρισες προς τα εκεί ). Έχεις ωραίες ιδέες που αν και, κάποιες φορές, κινούνται σε γνωστά μοτίβα, είναι με τον τρόπο τους διαφορετικές. Έχεις τον τρόπο να μας περνάς αυτό που θέλεις. Και πιστεύω ότι πολύ σύντομα θα δούμε πολύ ωραία κείμενα από εσένα. Ελπίζω να βοήθησα και να μην έγινα πολύ κουραστικός. Καλό βράδυ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tattoman Posted October 14, 2010 Author Share Posted October 14, 2010 σε ευχαριστώ για τις συμβουλές σου mesmer Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Dark desire Posted October 14, 2010 Share Posted October 14, 2010 Νομιζω πως ο απαγχονισμος εχει καταργηθει πλεον ως μεθοδος εκτελεσης (με εξαιρεση ορισμενες ισλαμικες χωρες και την Κινα-θα το τσεκαρω καλυτερα και θα σου πω). Κατα τα αλλα πολυ καλη δουλεια Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.