Rikochet Posted October 19, 2010 Share Posted October 19, 2010 Τρείς το βράδυ στην πλατεία Μεταξουργείου. Είναι ο πιο κρύος χειμώνας εδώ και χρόνια. Όσοι είναι ακόμα ξύπνιοι πίνουν το τελευταίο τους ποτό σε κάποιο απ'τα δεκάδες μπαρ που μεταμόρφωσαν αστραπιαία την περιοχή από βούρκο σε μέρος διασκέδασης. Περνάνε ελάχιστα αυτοκίνητα αλλά κανένα δε σταματάει εκεί. Το μετρό έχει σταματήσει εδώ και τρείς ώρες, αλλά στην έξοδο πάνω στην πλατεία έχει μείνει ένα φως αναμμένο. Τα ρολλά είναι κατεβασμένα όπως θα έπρεπε σε αυτή τη σκοτεινή ώρα, αλλά το φώς είναι αναμμένο, και απ'τα ηχεία του σταθμού ακούγεται αχνά η μουσική που παίζει τις ώρες λειτουργίας. Δεν υπάρχει εξήγηση για αυτό. Είναι παράλογο, μα τουλάχιστον το φώς στην έξοδο είναι λευκότερο απ'το άρρωστο κίτρινο που αναβοσβήνει στις μισοκαμμένες λάμπες της πλατείας. Και η μουσική (τώρα το βαλς του Νονού, πριν το Μπλέ Τρένο του Κολτρέην) είναι πλέον η μόνη αντίσταση στην πηχτή ησυχία, που γίνεται ολοένα και πιο αναιδής καθώς τα μπαρ κλείνουν το ένα μετά το άλλο. Οι φωνές και τα γέλια και οι πόρτες των αμαξιών που κλείνουν και οι μηχανές τους που ανάβουν και τα λάστιχα τους στην άσφαλτο – οι ήχοι αρχικά σε λογική σειρά, μετά μεμονωμένοι, μετά ολοένα και λιγότεροι, ένα γέλιο σε ένα στενό, ένα αυτοκίνητο μαρσάρει δυό τετράγωνα παρακάτω, ίσως μια βρισιά αν περάσει κανείς τη λεωφόρο, και μετά τίποτα, μέχρι την πλατεία, και εκεί η μουσική, ικανοποιητική απέναντι στην ησυχία, ή ίσως όχι, πάντως βγαίνει πίσω απ'τα κάγκελα και κάθε τόσο κόβεται. Στις τέσσερις πλέον τα πάντα είναι κλειστά. Το φως στην έξοδο του μετρό έχει αρχίσει να κιτρινίζει σαν τα φώτα τις πλατείας. Η μουσική παίζει ακόμα πιο σιγά και πιο αργά, σα να τελειώνουν οι μπαταρίες όποιου μηχανισμού τη συντηρεί ή σα να ρύθμισε κανείς το πικάπ στις λάθος στροφές. Μόνο ένα μέρος έχει μείνει ανοιχτό, δυό στενά πέρα απ'την πλατεία. Στην είσοδο γράφει ΜΙΝΙΜΠΑΡ με μικροσκοπικά μπλε νέον γράμματα. Μέσα ένας μικρός πάγκος. Πέντε σκαμπώ. Πίσω απ'τον πάγκο μια κατασκευή με κούφιους κύβους, φωτισμένη απ'το ίδιο αχνό μπλε νέον, και μέσα σε κάθε κύβο μίνι φιάλες ποτών. Η τζαμαρία είναι εντελώς διάφανη. Μοιάζει περισσότερο με βιτρίνα. Αφήνει το εσωτερικό του ΜΙΝΙΜΠΑΡ τελείως εκτεθειμένο. Στο πρώτο σκαμπώ κάθεται ένας χοντρός άντρας. Οι πλευρές του ξεχειλίζουν απ'το κάθισμα. Βαριανασαίνει. Το πουκάμισο του, στις μασχάλες, έχει στάμπες από ιδρώτα. Σκουπίζει το μέτωπο του με ένα μπλέ μαντήλι. Κοιτάζει νευρικά γύρω του και μετά τη τζαμαρία, κεντράρει εκεί, κι ας βλέπει μόνο σκοτάδι. Ο μπάρμαν τον κοιτάζει για λίγο με ενδιαφέρον. Ύστερα ρωτάει “Τι θα πιούμε;” και γεμίζει το μπώλ μπροστά του με μια χούφτα ξηρούς καρπούς από μια μεγάλη σακούλα στα πόδια του. “Τζιν” απαντάει ο χοντρός, “λίγο, χωρίς ξηρούς καρπούς”, σαν ντροπιασμένος, και ύστερα “παχαίνουν όλ'αυτά...” απολογητικά. Ο μπάρμαν του χαμογελάει, παίρνει ένα μίνι μπουκάλι Bombay Sapphire απ'τους κύβους πίσω του, γεμίζει ενάμιση δάχτυλο ένα κοντό ποτήρι και το σερβίρει. Αδειάζει το μπώλ με τους ξηρούς καρπούς στη σακούλα. Χαμογελώντας ακόμα ρωτάει “Περιμένουμε παρεούλα;” Ο χοντρός κοιτάζει το ποτήρι με μισόκλειστα μάτια, σα να προσπαθεί να θυμηθεί κάτι σημαντικό σχετικά με το ποτό του. Τελικά πίνει μια προσεκτική γουλιά, σκουπίζει τα χείλη του, κοιτάει τον μπάρμαν, και γνέφει θετικά με το κεφάλι. “Να βάλω τίποτα να παίζει; Δεν είχα κόσμο πριν και είπα να ησυχάσω” λέει ο μπάρμαν. Τα μάτια του χοντρού γουρλώνουν με προσμονή παιδιού. “Τζαζ έχεις;” Ο μπάρμαν χαμογελάει αλλά δε λέει τίποτα. Ψαχουλεύει πίσω απ'τον πάγκο, ακούγεται ένα μικρό μπηπ, και απ'τα ηχεία ακούγεται το “Πάρε το τρένο Α, μέρος πρώτο”. Τώρα κοιτάνε και οι δύο το σκοτάδι απέξω. Ο χοντρός πίνει αργά το ποτό του. Η μουσική γεμίζει το ΜΙΝΙΜΠΑΡ. Έξω απ'τη διάφανη τζαμαρία δεν ακούγεται ούτε νότα. Το σκοτάδι είναι αδιαπέραστο. Η ώρα είναι τέσσερις και μισή. * Στις πέντε το σκοτάδι και η ησυχία έχουν μείνει απαράλλαχτα. Το φώς του σταθμού έχει γίνει πλέον κίτρινο. Η μουσική ακούγεται σα ψίθυρος, και αυτό μόνο αν είναι κανείς προσεκτικός. * Πίσω στο ΜΙΝΙΜΠΑΡ: μια γυναίκα κάθεται στο σκαμπώ δίπλα στο χοντρό. Ξανθά καρέ μαλλιά. Βαμμένα χείλη σε σχεδόν ενοχλητικά έντονο κόκκινο. Βαμμένα μπλέ νύχια. Μπλέ φούστα, γαλάζιο πουκάμισο, μπλέ γόβες. Ένα μαύρο παλτό ακουμπισμένο στο σκαμπώ δίπλα της. Ακούει προσεκτικά κάτι που της λέει ο χοντρός. Η παλάμη της βρίσκεται πάνω στο γόνατο του. Ο χοντρός μιλάει λαχανιαστά και φτύνει λίγο σάλιο: “Ερχόμουν εδώ ήρεμος μια χαρά και ξαφνικά άρχισαν να με κυνηγάνε. Έτρεξα. Νόμιζα θα με έκλεβαν θα με σκότωναν. Ήταν πολύ πιο γρήγοροι από μένα. Αλλά όποτε έφταναν πίσω μου σταματούσαν. Με άφηναν να προχωρήσω λίγο. Και ξανάρχιζαν το κυνήγι. Γελώντας. Γελούσαν όλη την ώρα.” Τα μάτια της ξανθιάς έχουν γουρλώσει και αρχίζουν να υγραίνονται. Γουργουρίζει “Ω μωρό μου...” και του χαϊδεύει το γόνατο. “Και ξέρεις γιατί γελούσαν; Γιατί με έφταναν όποτε γούσταραν. Γιατί είμαι σα βόδι. Άχρηστος. Δυό βήματα έκανα και πήγα να ταβλιαστώ. Και σκεφτόμουν... Αν ήσουν κι εσύ μαζί μου...” “Τι μωρό μου;” Ο χοντρός κλαίει. Ρουφάει τη μύτη του. “Αν-αν ήσουν κι εσύ μαζί μου θα έτρεχες, πιο γρήγορα από μένα, και αυτοί θα σε κυνηγούσαν, και γω θα 'πρεπε να σε προστατέψω, και δε θα μπορούσα γιατί είμαι βόδι και άχρηστος, μόνο να λαχανιάζω ξέρω...” “Καημενούλι μου...” του ψιθυρίζει στο αυτί και τον φιλάει στο μάγουλο. Του γλείφει το λοβό, Τον φιλάει στο λαιμό. “Σταμάτα με αυτά τώρα... Δεν είσαι χοντρός. Δεν είσαι βόδι. Άστους αυτούς. Πέρασε. Μη τους σκέφτεσαι. Πάμε μωράκι μου και θα δείς θα τους ξεχάσεις αμέσως μόλις...” Του ξαναγλείφει το λοβό. Ο χοντρός σκουπίζει τα μάτια του. Ρουφάει ξανά τη μύτη του. “Είμαι” λέει πεισματάρικα και πληρώνει το ποτό. * Πέντε και τέταρτο. Ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο δίπλα στην πλατεία Μεταξουργείου. Ένα κρεβάτι, ένα μικρό τραπέζι, ένα ψυγειάκι που γράφει ΜΙΝΙΜΠΑΡ. Πάνω στο τραπέζι ένα σφηνοπότηρο μια γουλιά τζιν. Δίπλα του ένα μίνι μπουκαλάκι Gordon's. Ο χοντρός είναι ανάσκελα στο κρεβάτι. Η ξανθιά τον έχει καβαλήσει. Γυμνοί και οι δυό τους. Ο χοντρός κλαψουρίζει ακόμα: “Είμαι... είμαι...” και η ξανθιά του γλείφει το πρόσωπο, το στήθος, τον φιλάει απαλά και ταυτόχρονα απαντάει “Δεν είσαι... δεν είσαι”. Αυτό συνεχίζεται για κάποια ώρα. Όταν ο χοντρός αρχίζει να κλαίει πιο δυνατά, η ξανθιά χαμηλώνει και του παίρνει πίπα. Τα βογκητά του χοντρού δυναμώνουν σιγά σιγά, και όταν τελειώνει ξεσπάει σε λυγμούς. Η ξανθιά καταπίνει το σπέρμα. Πάει δίπλα του, του σκουπίζει τον ιδρώτα απ'το στήθος, τον φιλάει στο μέτωπο, τον διαβεβαιώνει, “Δεν είσαι, δεν είσαι.” Απ'το πέος του χοντρού βγαίνει ακόμα λίγο σπέρμα. Στάζει στο κρεβάτι. Ύστερα βγαίνει μια γκρίζα ουσία, σαν αέριο, κολλώδης σαν υγρασία. Ούτε ο χοντρός ούτε η ξανθιά φαίνονται να την καταλαβαίνουν καθώς υψώνεται από πάνω τους, αιωρείται για λίγο διστακτικά και τελικά γλιστράει κάτω απ'την πόρτα. Ο χοντρός ροχαλίζει ήδη, η ξανθιά αποκοιμιέται στο στήθος του. Το ψυγειάκι ΜΙΝΙΜΠΑΡ εκπέμπει πλέον ένα αδύναμο μπλέ φώς απ'τις χαραμάδες τις πόρτας. * Η γκρίζα ουσία έχει πάρει το σχήμα ενός ανθρώπου. Μια φασματική μορφή με τα χαρακτηριστικά του χοντρού αλλά αδύνατη, σχεδόν κοκκαλιάρικη. Είναι προφανές ότι η μορφή μπορεί να πετάξει, μπορεί να κινηθεί όπως επιλέγει, αλλά για την ώρα περπατάει σαν οποιοσδήποτε φυσιολογικός άνθρωπος, λίγο πιο ανάλαφρα είναι η αλήθεια, σα να στερείται βάρους, δίνει την εντύπωση ότι μια μικρή σπρωξιά ή ένα σκούντημα σε κάποια επιφάνεια θα έκανε το αδύνατο φάντασμα να διαλυθεί ή να εκτοξευθεί κάπου μακρυά. Κατεβαίνει τις σκάλες του ξενοδοχείου, ήρεμα, σαν πελάτης, σα να μένει εκεί καιρό, προσπερνά τη ρεσεψιόν και στέκεται μπροστά στην κλειδωμένη πόρτα. Έχει ξανακάνει αυτή την κίνηση δεκάδες φορές, αλλά κάθε φορά, έτσι και τώρα, διστάζει, σα να φοβάται ότι αυτή η φορά θα είναι διαφορετική: Ακουμπάει την παλάμη του στο γυαλί της πόρτας και σπρώχνει. Το γυαλί αντιστέκεται αρχικά, και μετά χάνει οποιαδήποτε υλική ιδιότητα, για λίγο, μέχρι ο αδύνατος άνθρωπος να βρεθεί στην άλλη πλευρά, έξω, στο σκοτάδι, στην πλατεία. * Ο αδύνατος άνθρωπος τρέχει. Όχι με σκοπό να φτάσει κάπου, τρέχει τυχαία, τρέχει σε κύκλους, νιώθει την καταπληκτική έλλειψη βάρους και χαμογελάει, ύστερα γελάει φωναχτά, παρόλο που δε βγαίνει ήχος απ'το στόμα του. Φτάνει στην έξοδο του μετρό που θέλει ακόμα μια ώρα για να ανοίξει. Η μουσική, σχεδόν ανύπαρκτη πλέον, ξαφνικά δυναμώνει καθώς ο αδύνατος άνθρωπος πλησιάζει. “Πάρε το τρένο Α, μέρος δεύτερο.” Ο αδύνατος άνθρωπος χορεύει. Χτυπάει παλαμάκια. Λυγίζει τα πόδια του. Χτυπάει τα φασματικά του τακούνια στα πλακάκια. Σφυρίζει τη μελωδία της τρομπέτας, παρόλο που το σφύριγμα δεν ακούγεται. Στριφογυρίζει, λικνίζεται. Δεν ιδρώνει. Το κομμάτι τελειώνει. Ο αδύνατος άνθρωπος ξέρει ότι η μουσική τέλειωσε για τώρα. Θα ξαναρχίσει σε λίγο, όταν θα ξημερώσει και ο σταθμός θα ανοίξει. Ήδη ο ουρανός έχει αρχίζει να παίρνει μια μωβ απόχρωση. Ο αδύνατος άνθρωπος πρέπει να γυρίσει πίσω σύντομα. * Στο πεζοδρόμιο έξω απ'το ΜΙΝΙΜΠΑΡ. Το μπαρ έχει κλείσει αλλά το σκοτάδι δεν είναι αδιαπέραστο πλέον. Μια γυναίκα στέκεται ακουμπισμένη δίπλα απ'την είσοδο και καπνίζει. Έχει κοντά μαύρα μαλλιά με αφέλειες. Φαίνονται τόσο φροντισμένα που μοιάζουν με περούκα. Ολόκληρο το σώμα της είναι καλυμμένο από μια πράσινη καμπαρντίνα. Μόνο οι αστράγαλοί της είναι εκτεθειμένοι, ίσως και ένα μικρό μέρος της γάμπας. Φοράει μαύρες γόβες. Το τσιγάρο της είναι στερεωμένο σε μια λεπτή ασπρόμαυρη πίπα. Παίρνει μικρές ρουφηξιές. Ο αδύνατος άνθρωπος μπαίνει στο στενό. Τη βλέπει. Χαμογελάει, τρέχει προς το μέρος της, πηδάει, χτυπάει τις φτέρνες του μεταξύ τους. Η γυναίκα χαμογελάει. Ο αδύνατος άνθρωπος στέκεται μπροστά της, τη φιλάει απαλά στα χείλη, προσπαθεί να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό του. “Με κυνήγησαν πρίν” λέει. “Το ξέρω” απαντάει αυτή. “Η άλλη δε με καταλαβαίνει.” “Κι αυτό το ξέρω.” “Προσπαθώ να της πώ τι είμαι και δε καταλαβαίνει.” “Μη σε νοιάζει.” “Μέχρι πότε;” “Λίγες νύχτες ακόμα.” “Θέλω να νιώσω ελαφρύς ξανά.” “Νιώθεις τώρα, καλέ μου.” “Θέλω να νιώθω συνέχεια.” “Λίγο ακόμα. Υπομονή.” “Θέλω εσένα στο δωμάτιο πάνω. Όχι αυτήν.” “Λίγο ακόμα.” “Μου το υπόσχεσαι; Λίγο ακόμα;” “Λίγο ακόμα.” “Εντάξει. Γειά σου. Γειά.” “Γειά σου.” Ο αδύνατος άνθρωπος τρέχει να προλάβει το τελευταίο σκοτάδι προτού ξημερώσει. Η γυναίκα χαμογελάει ακόμα. Τον κοιτάζει μέχρι να στρίψει, ύστερα απομακρύνεται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Τα φώτα του ΜΙΝΙΜΠΑΡ ανάβουν για λίγα δευτερόλεπτα και ο δρόμος γεμίζει μπλέ νέον. Ύστερα σβήνουν. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Eroviana Posted October 20, 2010 Share Posted October 20, 2010 Απορώ πώς δε σχολίασε κανείς. Μια φαινομενικά urban και ρεαλιστική ιστορία μετατρέπεται σε... τι; Με την ατμόσφαιρα που έχεις χτίσει, θα περίμενα κάτι σε τρόμου. Μου αρέσει πάρα πολύ! Ερώτηση. Η κοπέλα στο τέλος είναι το alter ego της άλλης; Α, κάποιες φορές μου χτύπησε άσχημα ο ενεστώτας. Μήπως θα λειτουργούσε καλύτερα με αόριστο; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Innerspaceman Posted February 2, 2011 Share Posted February 2, 2011 (edited) M' αρέσει πάρα πολύ η γραφή, το σκηνικό και η ατμόσφαιρα που δημιουργείς. Σχεδόν σε ζηλεύω! Επίσης κάτι που θεωρώ ιδιαίτερα θετικό είναι ότι δίνεις έμφαση και στα περιβάλλοντα στοιχεία και όχι μόνο στον άνθρωπο. Έχει κάτι το αλλιώτικο η ιστορία σου. Το μαγικό. Δεν θα το έλεγα ακριβώς ποιητικό. Είναι μάλλον πολύ γενικό, έτσι τουλάχιστον όπως το έχουμε στο μυαλό μας. Ας πούμε μου βγάζει κάτι πχ απο ταινίες του bella tar . Μια μυστικιστική μελαγχολία που είναι ένα όμως με το καθημερινό και δεν ξεφεύγει σε ακατάληπτες υπερβατικές σφαίρες που τελικά δεν μας αφορούν άμεσα. Ο σκληρός ρεαλισμός σου συνδυάζεται με μαεστρία με το ονειρικό. Δεν ξέρω αν αυτές είναι οι προθέσεις σου, αλλά εμένα τέτοια αίσθηση μου δημιούργησες: Την επαναμάγευση του οικείου, κάτι του καθημερινού. Δεν θα προσποιηθώ ότι κατάλαβα ακριβώς τι παίζει με μια πρώτη ανάγνωση αλλά το ότι με βάζεις στον πειρασμό να το ξαναδιαβάσω και να σταθώ, να ψηλαφίσω τα "νοήματα" που χάνονται μέσα στις ατμόσφαιρες και ξαναγυρίζουν ενα με αυτές, το θεωρώ εξαιρετικό. Από άποψη "αίσθησης" που άφησε στην ψυχή μου, είναι απο τα καλύτερα διηγήματα που έχω διαβάσει εδώ μέσα. Δείχνεις να είσαι αρκετά συνειδητοποιημένος και ψαγμένος σε αυτό που γράφεις , γιατι το γράφεις και πώς. Μπράβο σου. Το ότι δεν σχολιάστηκε ιδιαίτερα, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι κάτι κακό. Τουλάχιστον για αυτή την περίπτωση. Edited February 2, 2011 by Innerspaceman Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.