Stanley Posted October 19, 2010 Share Posted October 19, 2010 (edited) Συγγραφέας: Χρηstanley Είδος:Ιδέα δεν έχω Βία/Σεξ:Όχι Αυτοτελής:Ναι Σχόλια:Μου ήρθε ξεκάρφωτα μια ιδεούλα από το θέμα της πληγής για τον πρόσφατο φλασοδιαγωνισμό και είπα να την πετάξω. Ιδού. Ήταν υπέροχη μέσα στο γαλάζιο της φόρεμα, καθόλου μονότονη, όμως, γιατί οι λευκές ανταύγειες που την διέτρεχαν την έκαναν κάθε στιγμή να λάμπει. Μέσα σε όλη αυτήν την απλότητα που την έντυνε, την τόσο πολύτιμη και σπάνια ταυτόχρονα, τούφες απαλού πράσινου συμπλήρωναν την γοητεία της, δίνοντάς της εκείνη την στόφα που την ξεχώριζε με διαφορά από όλες τις άλλες. Λες και κυλούσε πάνω σε αιώνια προχαραγμένες ράγες, τριγυρνούσε πέρα- δώθε χωρίς σταματημό, με μια μηχανική επιμονή που δεν την άφηνε να ξεστρατίσει, όσο και αν πάσχιζε με όλη της την ύπαρξη. Απολάμβανε, ωστόσο, τον σκοτεινό αέρα που της χάιδευε τα μάγουλα και την έκανε να δείχνει υπερκόσμια. Κανείς δεν θυμόταν πότε είχε έρθει στην ζωή και παρά τις βιαστικές ρυτίδες που ήδη την αυλάκωναν, παρέμενε μια καλλονή που ανάγκαζε τα στόματα των αγγέλων να χάσκουν λιγωμένα. Ακόμα κι εκείνοι, θα ορκίζονταν ότι άφηνε μύρο στο διάβα της, αλλά δεν τολμούσαν να την αγγίξουν, να της μιλήσουν έστω, από φόβο μήπως και την σπάσουν. Αγέρωχη φαινόταν έτσι όπως γλιστρούσε ανάμεσα στα αστέρια, αλλά δεν ήξερε αν έπρεπε να αισθάνεται τυχερή που κανείς δεν έβλεπε τις πληγές που έτρωγαν το κορμί της. Γιατί, φυσικά, την θεωρούσαν πάντα όμορφη –ήταν πάντα όμορφη- και χαμογελούσαν, αλλά είχαν στο μυαλό τους μια εικόνα διαστρεβλωμένη, πλαστή. Αγνοούσαν το μαρτύριο που περόνιαζε το δέρμα της και τρύπωνε με αλύπητες βελονιές την ντελικάτη σάρκα της, ως το μεδούλι. Αυτή το ήξερε: δισεκατομμύρια μόρια από λιγδερό πύον την σιγόκαιγαν κατά τόπους, μπαλώματα από ξεραμένο κακάδι, που όμως δεν είχαν σταθερό σχήμα αλλά η μορφή τους άλλαζε κάθε τυραννικό λεπτό. Ένιωθε –ναι,ένιωθε, δεν ήταν η συγκροτημένη ύπαρξη που φαινόταν από εκεί ψηλά- δισεκατομμύρια αγκαθωτά ποδάρια να μπήγονται στο πετσί της και να βγαίνουν την ίδια στιγμή, ξεκολλώντας ατόφια κομμάτια σάρκας και πιτσιλώντας τα σύννεφα με αίμα. Αλλά δεν σταματούσαν εκεί, οι πληγές βάθαιναν και την έσκαβαν, μαγαρίζοντας το κορμί της κάτω από το πλουμιστό της φόρεμα. Και όσο η σάρκα της σάπιζε τριγύρω και έκανε κρούστα- μια ανίερη κρούστα, σαν καμωμένη από κόπρανα σκύλων- τόσο τα ποδάρια την ποδοπατούσαν και την έκαναν να ουρλιάζει από πόνο. Να ουρλιάζει μέσα της, γιατί φωνή δεν μπορούσε να βγάλει. Ούτε να δακρύσει ήταν ικανή, βεβαίως, ίσως γιατί κι αυτό ήταν ένα τίμημα της πρόσκαιρης αιωνιότητας. Μαζί με την δυσνόητη απάιτηση να υπομένει το πλήγιασμα του κορμιού της καρτερικά και αγόγγυστα. Όσο και αδιαμαρτύρητη να είχε δείξει όλους αυτούς τους αιώνες, όμως, είχε πάντα καρδιά που κόχλαζε μέσα της. Είχε ψυχή που πλάνταζε και αναθυμίαζε έναν σπαραγμό από τα τρίσβαθά της. Η οδύνη πύκνωνε ολοένα και περισσότερο και στέριωνε σε ένα ακλόνητο οικοδόμημα, μέχρι που κάποτε έγινε ζεματιστή καταχνιά και δεν μπορούσε να μείνει άλλο μέσα της.Οι πληγές, εκείνα τα δισεκατομμύρια που παρασιτούσαν στο σφαιρικό κορμί της, έπρεπε να εξοστρακιστούν. Όλα έγιναν χωρίς να το καταλάβει, σαν από ένστικτο. Στην αρχή σηκώθηκε ένα ελαφρό αεράκι που ξεσήκωσε τα μαραμένα φύλλα. Στην πορεία δυνάμωσε και άρχισε να λυγίζει τους κορμούς των δέντρων, μέχρι που και το νερό των θαλασσών ορθώθηκε σε πελώρια βουνά πάνω από την επιφάνεια. Τα παράσιτα που την μόλυναν έδειξαν να πανικοβάλλονται, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Το πλήρωμα του χρόνου είχε από καιρό φτάσει και τώρα απλώς εφαρμοζόταν στα δικά τους μέτρα, έτσι ώστε να μπορούν να το αντιληφθούν απλόχερα κι εκείνα. Οι κεραυνοί που πολύ σύντομα είχαν ξεσπάσει έσκιζαν τα κακάδια σε σιχαμερά κομμάτια που ξεκολλούσαν μεταξύ τους σαν παγόβουνα που λιώνουν, και καυτηριάζαν τις πληγές που ξεγυμνώνονταν από κάτω. Τα απομεινάρια –στάχτες ανακατεμένες με σαπισμένη σάρκα- ξεσηκώνονταν από τις θύελλες και πετάγονται έξω μακριά, στο Σύμπαν, σάμπως εκεί πάντα να ήταν η θέση τους. Και μόλις το κορμί της καθάρισε, μπόρεσε επιτέλους να ανασάνει. Ήταν ακόμα ένα φαγωμένο σκαρί και ήξερε ότι ποτέ δεν θα κατάφερνε να γίνει και πάλι όπως τότε που γεννήθηκε –ούτε αυτή θυμόταν πότε- αλλά ήλπιζε μέσα της ότι στο πέρασμα των αιώνων οι πληγές θα μαλάκωναν. Δεν θα επουλώνονταν, μα σίγουρα θα μαλάκωναν. Όπως και να είχε, ήταν ανακουφισμένη και ταξίδευε τώρα τον αέναο κύκλο της με μια χάρη που είχε λησμονήσει. Ήταν κι αυτή πια σαν τους αγγέλους˙ ευτυχισμένη, επειδή αγνοούσε ότι τα μιάσματα που μόλις είχε ξεσκονίσει από το σώμα της είχαν ζωή και νόηση. Edited October 22, 2010 by Stanley Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted October 20, 2010 Share Posted October 20, 2010 Πολύ καλό, Χρήστο. Ενδιαφέρουσα οπτική γωνία και οι «μεταφορικές» αποδώσεις των περιγραφών σκίζουν. Η τελευταία φράση... Μου έφερε στο νου το διήγημα του mman Κι εγώ καλύτερα, το οποίο είναι από τα αγαπημένα μου στο φόρουμ, αλλά σε πολύ διαφορετικό ύφος. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Stanley Posted October 20, 2010 Author Share Posted October 20, 2010 Δεν μπορείς να πεις, Άγγελε...Στα διηγήματά μου σε τιμάω δεόντως! Χαίρομαι που σου άρεσε, ήταν κάτι πολύ αυθόρμητο και σχεδόν καταναγκαστικό. Θα διαβάσω το διηγημα του μμαν κι ελπίζω να μην κατηγορηθώ για plagiarism! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.