Naroualis Posted October 24, 2010 Share Posted October 24, 2010 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Ευθυμία Δεσποτάκη (a.k.a. Naroualis) Είδος: φαντασία Βία; Λίγη Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων:~1750 Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: όταν έγραψα την εισαγωγή για αυτό το write-off... γλυκάθηκα! Κι έκατσα κι έγραψα και τη δική μου εκδοχή. Την παραθέτω εδώ, προς διασκέδασή σας. Ήταν σκοτεινή, τρομακτικά σκοτεινή. Σαν πέπλο την τύλιγε το σκοτάδι, σα μανδύας ζεστός γύρω από ώμους τρυφερούς που τρέμουν απ’ την ψύχρα. Σα πιστό σκυλί κουλουριαζόταν γύρω από τα πόδια της και τα ‘γλυφε δουλικά. Κι όμως υπήρχε χρώμα πάνω της, χρώμα χαρούμενο. Ξανθά ήταν τα μακριά λιτά μαλλιά της. Πράσινα τα αμυγδαλωτά της μάτια και τα χείλη της κόκκινα σαν κεράσια ώριμα. Στο φουστάνι της πράσινο και ροδακινί έπαιζαν κυνηγητό, και στους γυμνούς αστραγάλους κυανή βαφή έφτιαχνε σχέδια λουλουδιαστά. Και στα χέρια της, το φως της γυάλινης σφαίρας παιχνίδιζε στα χίλια χρώματα που παιχνιδίζουν στα μάτια των θεών. Αλλά όλα ήταν σκεπασμένα από τη σκοτεινιά. Σαβανωμένα σ’ αυτήν, τυλιγμένα μέσα της. Κι Η Εννεάδα-Που-Μιλάει στεκόταν μπροστά στην όμορφη κόρη κι αναρωτιόταν, πώς είχε γίνει αυτό κι εκείνη, που την είχαν στείλει να πεθάνει, είχε τελικά γυρίσει πίσω σώα, φέρνοντας μαζί της το πιο πολύτιμο λάφυρο. Έκαναν όλοι μαζί ένα σήμα αποτρεπτικό με τα δάχτυλά τους κι ύστερα της είπαν: «Ήρθες και καλωσήρθες, κόρη ξανθή, Ουζούμ-Σαλκί. Κι έφερες και καλωσέφερες τα χίλια καλά.» Δεν τους μίλησε. Στα πράσινα μάτια της καθρεφτιζόταν το φουστάνι της. Μ’ όλη τους τη σοφία, οι Εννιά δεν είχαν προσέξει εγκαίρως ότι η κόρη ήταν πια τυφλή. Ότι αντί για κόρες, στους βολβούς των ματιών της είχε δυο καθρέφτες, δυο επιφάνειες καμπυλωτές ασημένιες, σαν το πιο καλογυαλισμένο ασήμι. Θα φταίει η σκοτεινιά που την τυλίγει, μοιράστηκαν οι Εννέα τη σκέψη. Μας ξεγέλασε και δεν είδαμε εγκαίρως ότι είναι τυφλή. Κι αποφάσισαν να της απευθύνουν ξανά το λόγο. «Έφερες λοιπόν, μαζί με τα χίλια καλά και το χιλιοστό πρώτο; Τη γνώση του τι βλέπει ο Θεός του Ήλιου, όταν πετά με το άρμα του πάνω από τη γη; Έφερες αυτό που το Πορφυρό Μαντείο ποτέ δεν κατάφερε να μάθει, γιατί η Γη δεν ξέρει να του πει;» Η κόρη εξακολουθούσε να μη μιλά. Η γυάλινη σφαίρα στα χέρια της εξακολουθούσε να παιχνιδίζει, να στραφταλίζει λες και τη χτυπούσε ο ήλιος, λες και δεν είχε μόλις αφήσει πίσω της την Πορφυρή Πόλη, λες και δεν είχε μπει μέσα στο Πορφυρό Μαντείο, λες και δεν είχε διασχίσει τις σάλες με τα βαριά υφασμένα παραπετάσματα και τα μαρμάρινα ψηφιδωτά, λες και δεν είχε ακούσει την Πνοή ν’ ανεβαίνει από το Χάσμα της Καρδιά της Γης. Λες και δεν είχε οδηγηθεί από την Πνοή ως τη Σάλα των Εννέα, ως τους εννέα άντρες και γυναίκες που η δύναμη της Θεάς της Γης τους είχε κάνει να σκέφτονται σαν ένας, να μιλάνε σαν ένας, να αντιδρούν σαν ένας. Και να έχουν φιλοδοξίες σαν ένας. Ανήσυχα σάλεψαν στις θέσεις τους, όλοι. Θρόισαν οι μακριές τους ρόμπες πάνω στα βελούδινα καθίσματα που ήταν τοποθετημένα γύρω από το Χάσμα της Καρδιάς της Γης. Σουσούρισαν τα πόδια τους μέσα στα χρυσοποίκιλτα πασούμια τους με τις γυριστές μύτες. Φουρφούρισαν οι πυκνές τους γενειάδες, οι παχιές τους κοτσίδες, καθώς, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, γύρισαν και κοίταξαν ο ένας τον άλλο στα μάτια. Η κόρη δε μιλούσε κι αυτό δεν ήταν καλό. «Μίλα κόρη ξανθή, Ουζούμ-Σαλκί,» είπαν ανήσυχοι, ταραγμένοι. «Έφερες ότι σου ζητήθηκε;» Και τότε μόνο το κορίτσι έριξε το βάρος της σφαίρας στο δεξί της χέρι και σήκωσε ψηλά το αριστερό. Κι οι Εννέα είδαν ότι το χέρι της ήταν γεμάτο μαύρο αίμα, πηγμένο, ξεραμένο και τρόμος τους κυρίευσε γιατί με τη χάρη της Θεάς της Γης είδαν ότι εκείνο το αίμα ήταν αίμα Θεού. Έξω από το Πορφυρό Μαντείο υπήρχε η Πορφυρή Πόλη, σταθμός μεγάλος εμπορικός για τα καραβάνια που διέσχιζαν τη Μεγάλη Έρημο, το Αμόνι των Θεών. Ζωή και θάνατος αλληλοσπαράσσονταν σ’ έναν ερωτικό χορό, στα σοκάκια της κι όμως ποτέ φωνή των ανθρώπων της δεν έφτασε ως τη Σάλα των Εννέα, ως το Χάσμα της Καρδιάς της Γης. Ποτέ η σπάνια βροχή ή η τακτική αμμοθύελλα δεν τάραξαν την Πνοή, που έβγαινε σαν ψίθυρος από το Χάσμα. Ποτέ οι Εννέα, από τη μέρα που άρχισαν Να Μιλούν δεν είχαν ακούσει ήχους άλλους από την Πνοή και τη δική τους φωνή και τα τρομαγμένα, γεμάτα δέος προσκυνήματα των ανθρώπων που έφταναν ως εκεί ζητώντας ανακούφιση στις μαντείες της Θεάς. Κι όμως τώρα, απ’ έξω από την έρημο και την Πορφυρή Πόλη, ερχόταν μια άλλη, ξένη φωνή. Έμοιαζε με άμμο που τρίβεται πάνω σε σπασμένο κεραμικό. Με ξερά φύλλα φοίνικα που τα ξεκολλάει ο άνεμος από το κορμό. Έμοιαζε με χουρμάδες που κανείς δεν τους μάζεψε από το δέντρο και που ξεροί κι αφυδατωμένοι, σαν σπόροι πια, κροταλίζουν πέφτοντας από το τσαμπί τους. «Ω, ναι» είπε η συριστική φωνή, «έφερε κάτι μαζί της η κόρη η ξανθή η Ουζούμ-Σαλκί. Έφερε το Μάτι, τον Οφθαλμό. Έφερε Αυτό Που Τα Βλέπει Όλα, στο μέρος που δεν είχε ειδωθεί ποτέ…» Τρόμαξαν οι Εννέα. Τρέμουλο τάραξε τις πυκνές γενειάδες, τις παχιές κοτσίδες. Αλλά η φωνή, η Φωνή, δεν τους άφησε να βγάλουν φωνή δική τους. «Γιατί αυτό ήταν το πεπρωμένο της… Να τη δείτε στα οράματα που σας χαρίζει η Πνοή της Γης. Να καταλάβετε ότι αυτή θα φέρει το χαμό σας. Να νιώσετε βαθιά μέσα στη μαύρη, την αδειανή ψυχή σας τον πόθο σας για κείνη να σας κατακλύζει… Γιατί οι μαντείες της Θεάς δεν αφήνουν τίποτε μέσα στις ψυχές των ανθρώπων, είναι τόση η δύναμή τους, που σκοτώνουν κάθε άλλο μέσα στους μάντεις, μέσα στην Εννεάδα-Που-Μιλάει, μόνο αυτό αφήνουν πίσω, τη Μιλιά, στο Όνομά Της…» Πλησίαζε όμως η Φωνή, ερχόταν πιο κοντά, Είχε πάψει πια να συρίζει, φώναζε τώρα, μιλούσε δυνατά, ως μιλάει κάποιος που ετοιμάζεται να καυγαδίσει, αλλά ακόμη κρατάει τα νεύρα του και το κακό. Οι Εννέα, κοιτάχτηκαν και πάλι, και στα μάτια της κόρης καθρεφτίστηκε ο φόβος τους, η αγωνία. Παράξενα πράγματα ήταν αυτά, φοβερά, που είχαν συμβεί. Κι ήξεραν ότι το φταίξιμο μόνο δικό τους ήταν. «Αλλά η Γη, η Θεά, η μεγίστη… μπορεί να μην έχει μάτια σαν τον Ήλιο να βλέπει, αλλά νιώθει, όλα τα νιώθει η παντοδύναμη..» έκανε η Φωνή κι ο ήχος της καμπάνιζε μέσα στο Πορφυρό μαντείο, πάνω στα μάρμαρα και τα παραπετάσματα και πάνω στις τρεμουλιαστές σάρκες των Εννέα. «Ένιωσε το μεγάλο σας πόθο κι ένιωσε τη μαύρη σκέψη σας κι ένιωσε τη βλάσφημη πράξη σας. Κι όταν καλέσατε την κόρη μπροστά σας, να της δώσετε τάχα χρησμό, να πάει, να φέρει αυτό που ξέρει ο Θεός του Ήλιου αλλά όχι η Θεά της Γης, τραντάχτηκε κι έφερε το σεισμό κι ο Θεός του Ήλιου την είδε και χαμήλωσε το απέραντο κορμί του να την αφουγκραστεί.» Κι άλλο ανέβαινε ο τόνος της Φωνής. Κραυγή είχε γίνει πια, κραυγή και ουρλιαχτό και Φωνή Μεγάλη. Κι η Ουζούμ-Σαλκί έστεκε ακίνητη με το Μάτι στο ένα της χέρι και τον ιχώρα στο άλλο, ατάραχη, ασάλευτη, τυλιγμένη στη σκοτεινιά της, τυλιγμένη στην ομορφιά της κι οι Εννέα δεν ήξεραν πια να πουν τι από τα δυο ήταν πιο φοβερό, η ομορφιά ή η σκοτεινιά. «Κι εκεί που ο Θεός ακούμπησε στη Θεά, η Γη οδήγησε τη δύστυχη κόρη… Εκεί την οδήγησε με χέρι σταθερό, την έβαλε να σκαρφαλώσει στο θεϊκό σώμα, να το ανέβει σα να ‘ταν βουνό κι οροσειρά. Κι έκοψε τα χέρια και τα πόδια της η Ουζούμ-Σαλκί, μάτωσε τα στήθια της κι έσκισε τα πέπλα της και τούφες-τούφες ‘μείναν τα ξανθά μαλλιά της πάνω στο σώμα του Θεού. Κι η Γη, για να τη σώσει, την τύλιξε σε σκοτεινιά, εκείνη την Ιερή, τη Όσια σκοτεινιά που τυλίγονται όσοι στο θάνατό τους γυρίζουν στην αγκαλιά της Θεάς…» Τώρα τα λόγια δεν ξεχώριζαν. Τώρα οι Εννέα είχαν γλιστρήσει από τους θρόνους τους, είχαν πέσει στα γόνατα. Τώρα η δύναμη ήτα τόση, που μόνο η σκοτεινιά προστάτευε την Ουζούμ-Σαλκί από την οργή του Θεού του ήλιου, που ερχόταν να απαιτήσει το αντίτιμο για το μάτι του. «Κι ανέβηκε, κι ανέβηκε… ώσπου έφτασε στο αυτί του και μπήκε μέσα του κι νόμισε πώς ήταν σπηλιά κι από το θεϊκό αυτί έφτασε πίσω από το Μάτι, παλεύοντας με τέρατα και στοιχειά, τα τέρατα και τα στοιχειά που κατοικούν στα αυτιά των Θεών… Και άπλωσε κουρέλι από την εξάντληση και το φόβο η κόρη η ξανθή το δεξί της χέρι και ξερίζωσε την Κόρη του Ματιού και την πήρε μαζί της, να τη φέρει μπροστά σας…» Σάλια και αίμα λε΄ρωναν το μα΄ρμαρο. Ιδρώτας και δάκρυυ λέκιαζαν τις γενειάδες αι τα κοτσίδες. Κι η Φωνή δε σταματούσε κι η Ουζούμ-Σαλκί δε σάλευε. Μόνο απ’ έξω από την Πορφυρή Πόλη ακουγόταν ένας παράξενος αχός, σαν εκείνον τον μακρυνό ήχο που ακούγεται όταν ο όχλος είναι μακριά κι είναι τρομαγμένος. Οι Εννέα έλυωναν, σα σαρκα νεκρού σε επιτάχυνση, εξαφανίζονταν σιωπηλοί, χωρίς φωνή, μόνη φωνή τους η Φωνή, η Φωνή των Θεών, η Φωνή του δίκιου. Κι ύστερα λες και τίποτε δεν έγινε από όλα αυτά. Σιωπή απλώθηκε στο Πορφυρό Μαντείο. Και τότε μόνο η Ουζούμ-Σαλκί, η κόρη η ξανθή, γύρισε το κεφάλι της μια από ‘δω, μια από ‘κει, λες κι είχε πάψει να ‘ναι τυφλή. Κι έπειτα αγκάλιασε το Μάτι με τα δυο της χέρια και κάθησε κατάχαμα, μπροστά στο Χάσμα της Καρδιάς της Γης. Έτσι έγινε και χάθηκε η Εννεάδα-Που-Μιλάει κι έτσι έκατσε στη θέση τους, στο Πορφυρό Μαντείο, η όμορφη κόρη, η Ουζούμ-Σαλκί. Κάθησε και δεν ξανασηκώθηκε ποτέ, γιατί το Μάτι του Θεού την έκανε αθάνατη κι αγέραστη. Δεν ακούει τίποτε και δε μιλάει σε κανέναν, κι έτσι το Πορφυρό Μαντείο δε δίνει πια χρησμούς. Κι η Πορφυρή πόλη γύρω του μαράζωσε κι εχάθη κι οι δρόμοι των καραβανιών άλλαξαν ρότα και πάνε από άλλα μέρη, λιγότερο βαθύσκιωτα, λιγότερο σιωπηλά. Μόνο μια φορά, ένα νεαρός, περίεργος πολύ, πλήρωσε κασέλες με χρυσάφι να τον φέρουν οι αδιάφοροι καμηλιέρηδες ως την Πορφυρή Πόλη, ως το Πορφυρό Μαντείο. Μπήκε μέσα θαρρετά, διέσχισε τις σάλες με τα κουρελιασμένα παραπετάσματα και τα μαρμάρινα ψηφιδωτά, αφουγκράστηκε την Πνοή να τον οδηγήσει ως τη Σάλα των Εννέα, ως το Χάσμα Της Καρδιάς της Γης. Κι εκεί είδε την Ουζούμ-Σαλκί για μια στιγμή μονάχα κι ύστερα βγήκε έξω ουρλιάζοντας και δε σταμάτησε να ουρλιάζει ως τη στιγμή που η καμήλα του είχε σκάσει από το τρέξιμο κ έπεσε κάτω νεκρή στη μέση της ερήμου. Γιατί η όμορφη κόρη ήταν χαρωπή, πολύχρωμα χαρωπή. Σαν πέπλο την τύλιγε η χαρά, σα μανδύας ζεστός γύρω από ώμους γερτούς που τρέμουν απ’ το γήρας. Σα πιστό σκυλί κουλουριαζόταν γύρω από τα πόδια της και τα ‘γλειφε δουλικά. Κι όμως υπήρχε σκοτάδι πάνω της, σκοτάδι τρομερό. Σα μαύρα φάνταζαν τα μακριά λιτά μαλλιά της. Σα μαύρα τα αμυγδαλωτά της μάτια και τα χείλη της γκρίζα, σα χωνεμένη στάχτη. Στο φουστάνι της ιώδες και βαθυκύανο έπαιζαν αιματηρό κυνηγητό, και στους γυμνούς αστραγάλους κόκκινη βαφή έφτιαχνε σχέδια σα χαίνουσες πληγές. Και στα χέρια της, το φως της γυάλινης σφαίρας έκαιγε τα μάτια, ως οι φωτιές που καίνε στα απύθμενα βάθη της βουλής των θεών. Edited October 24, 2010 by Naroualis Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nocturnal Posted October 26, 2010 Share Posted October 26, 2010 Δεν μπορώ να πω πως το κατάλαβα ακριβώς, αλλά ότι και να ήταν, ήταν πανέμορφο. Τρομερό ύφος και εικόνες! Μπράβο! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted October 26, 2010 Share Posted October 26, 2010 (edited) Πολύ ωραίος θρύλος και πολύ όμορφα γραμμένος. Ίσως θα έπρεπε να είναι λιγάκι μεγαλύτερο, επειδή ένιωσα ότι κάποια πράγματα έγιναν πολύ γρήγορα ή πολύ εύκολα. Παρόλ' αυτά δεν ήταν κάτι που με πείραξε ιδιαίτερα κι απλά απόλαυσα την ιστορία σου. Edited October 26, 2010 by Mesmer Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted October 26, 2010 Share Posted October 26, 2010 Πανέμορφο. Μυθικό. Σαν μελάνι ξεφτυσμένη πάνω σε κίτρινο πάπυρο. Έφτιαξες έναν υπέροχο τόπο, για να τον ψάξει ένας Indiana Jones! (Μην εγκαταλείπεις εδώ την Πορφυρή Πόλη). Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
aScannerDarkly Posted October 26, 2010 Share Posted October 26, 2010 Σε αυτό το ύφος και σε τέτοια μικρά διηγηματάκια νομίζω δεν έχεις ταίρι. Μαγεμένος.... Τόσο μου άρεσε, που δεν έχω τίποτα ουσιαστικό να πω. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted October 27, 2010 Share Posted October 27, 2010 Ένα αρχαίο παραμύθι. Από αυτά που τα ακούς ξανά και ξανά, γιατί η ομορφιά τους δεν ξεφτίζει. Αντίθετα, μεγαλώνει με την κάθε φορά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted October 28, 2010 Share Posted October 28, 2010 Μικρούλι ήταν ρε γμτ. Ίσως είχε λίγες παρομοιώσεις περισσότερες απ’ ότι σηκώνουν οι 1750 λέξεις, ενώ η παρακάτω υπογραμμισμένη παράγραφος με χάωσε κάπως (δεν λειτούργησε για μένα): «Ω, ναι» είπε η συριστική φωνή, «έφερε κάτι μαζί της η κόρη η ξανθή η Ουζούμ-Σαλκί. Έφερε το Μάτι, τον Οφθαλμό. Έφερε Αυτό Που Τα Βλέπει Όλα, στο μέρος που δεν είχε ειδωθεί ποτέ…» Τρόμαξαν οι Εννέα. Τρέμουλοτάραξε τις πυκνές γενειάδες, τις παχιές κοτσίδες. Αλλά η φωνή, η Φωνή, δεν τους άφησε να βγάλουν φωνή δική τους. «Γιατί αυτό ήταν το πεπρωμένο της… Να τη δείτε στα οράματα που σας χαρίζει η Πνοή της Γης. Να καταλάβετε ότι αυτή θα φέρει το χαμό σας. Να νιώσετε βαθιά μέσα στη μαύρη, την αδειανή ψυχή σας τον πόθο σας για κείνη να σας κατακλύζει… Γιατί οι μαντείες της Θεάς δεν αφήνουν τίποτε μέσα στις ψυχές των ανθρώπων, είναι τόση η δύναμή τους, που σκοτώνουν κάθε άλλο μέσα στους μάντεις, μέσα στην Εννεάδα-Που-Μιλάει, μόνο αυτό αφήνουν πίσω, τη Μιλιά, στο Όνομά Της…» Πλησίαζε όμως η Φωνή, ερχόταν πιο κοντά. Είχε πάψει πια να συρίζει, φώναζε τώρα, μιλούσε δυνατά, ως μιλάει κάποιος που ετοιμάζεται να καυγαδίσει, αλλά ακόμη κρατάει τα νεύρα του και το κακό. Οι Εννέα, κοιτάχτηκαν και πάλι, και στα μάτια της κόρης καθρεφτίστηκε ο φόβος τους, η αγωνία. Παράξενα πράγματα ήταν αυτά, φοβερά, που είχαν συμβεί. Κι ήξεραν ότι το φταίξιμο μόνο δικό τους ήταν. Το φινάλε (και η τελευταία εικόνα) ήταν πραγματικά δυνατό. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted October 28, 2010 Author Share Posted October 28, 2010 Παιδιά ευχαριστώ πολύ για τα σχόλια. Αυτό που συμβαίνει όμως είναι από τ' άγραφα (κι ίσως κι από τ' Άγραφα..) Ανέβασα κατά λάθος μια πρώιμη μορφή! Και τόσο που την ψάχνω, δε βρίσκω πουθενά το διορθωμένο κείμενο! Νομίζω ότι την έχασα... και πρέπει να την ξαναγράψω! Δάγωνα, γι' αυτό δε βγάζει νόημα η παράγραφος. Γιατί ήταν η πρώτη γραφή, που όντως δεν έβγαζε νόημα. Oh, shit. Τώρα πρέπει να την ξαναγράψω... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted October 28, 2010 Share Posted October 28, 2010 Oh, shit. Τώρα πρέπει να την ξαναγράψω... Εμένα και έτσι μου άρεσε μια χαρά. Όχι ότι θα σε απέτρεπα από την blu ray εκδοχή. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Adinol Doy Posted October 28, 2010 Share Posted October 28, 2010 Εἶχα καιρὸ νὰ ἀπολαύσω κείμενό σου, φιλτάτη δεσποσύνη, καὶ χάρηκα πολὺ μ' αὐτὸ ἐδῶ τὸ σύντομο. Δὲν ἔχω νὰ προσθέσω τίποτε οὐσιαστικό, πέραν ὅτι μὲ μάγεψε καὶ μὲ ταξίδεψε. Σ' εὐχαριστῶ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
KELAINO Posted January 21, 2011 Share Posted January 21, 2011 Επιτέλους εδέησα να το διαβάσω. Και η πρώτη φράση που με ήρθε στο μυλό τελειώνοντας είναι Ρε αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να το έχει γράψει ο Ντάνσανυ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted January 21, 2011 Author Share Posted January 21, 2011 Ιιιιι, μη λες τέτοια και πώς θα ξεκαβαλήσω από τον καλαμιώνα, η μυαλοκομμένη; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted January 24, 2011 Share Posted January 24, 2011 Πρώτα η κουταμάρα: Είχα υπόψη μου να διαβάσω αυτό το διήγημα, επειδή ήταν συνοδευτικό του write-off που μου είχε αφήσει πάρα πολύ καλές εντυπώσεις, αλλά ο τίτλος δεν ήταν αρκούντως ελκυστικός. Κλασικό λάθος. Ευτυχώς, κάλιο αργά παρά ποτέ. Έπεται ο σχολιασμός: Το διήγημα μού άφησε μερικά παράπονα ως προς την πληρότητά του. Αισθάνθηκα ότι ήταν μόνο μια μικρή μπουκίτσα που μου άνοιξε την όρεξη. Και ακολουθεί η εξομολόγηση: Η Κόρη η Ξανθή μού πρόσφερε μια απάντηση σε κάτι που είχα αισθανθεί πολλά χρόνια πριν και είχα ξεχάσει. Και αυτό είναι το γιατί ασχολούμαι με την φάντασυ. Ε, λοιπόν να γιατί ασχολούμαι με την φάντασυ: Γιατί κάπου μέσα στα πολλά κείμενα, στους πολλούς κόσμους, στις πολλές ιστορίες, μπορείς να βρεις κάτι τόσο μα τόσο γοητευτικό, τόσο εκλυστικό, τόσο μαγικό, τόσο φανταστικό! Πραγματικά, δεν έχω λόγια να περιγράψω τη λαχτάρα για αναγνωστική εξερεύνηση που μου προκάλεσε το διήγημά σου, Ευθυμία. Δεν θέλω να το συγκρίνω με κάτι, μπορώ όμως άνετα να πω ότι αισθάνθηκα όπως παλιά, με τις πρώτες ιστορίες φάντασυ που είχα διαβάσει και είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό, μ' εκείνη την αίσθηση του θαυμαστού, που σε κάνει να νιώθεις σαν παιδί μπροστά σ' έναν κόσμο γεμάτο θαύματα. Και γι αυτή την επίγευση που μου άφησαν αυτές οι λίγες παράγραφοι, οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.