DinoHajiyorgi Posted October 29, 2010 Share Posted October 29, 2010 Έχω την εντύπωση ότι έγραψα ένα διήγημα που θέλει να γίνει μυθιστόρημα. Ίσως και να έχει γραφτεί ήδη, από άλλον, καλύτερα. Και όπως δεν θα ήθελα να το διαβάσω, το μυθιστόρημα, δεν νομίζω ότι θέλω και να το γράψω. Με ιντρίγκαρε απλώς σαν ιδέα, και ιδού το διήγημα. Η φόρμα που διάλεξα και που μου άρεσε εδώ είναι εκείνη χωρίς διάλογους. Μπορείς να το κάνεις βιβλίο χωρίς διάλογους; Χωρίς να φέρεις στο προσκήνιο αφανείς χαρακτήρες; Για μένα θα σκότωνε μέρος της δύναμης της παρούσης αφήγησης. Μπορεί να παίξω λίγο ακόμα μαζί του, στο μέλλον, αλλά σταματώ μαζί του εδώ, στις 2.319 λέξεις. Το πρόβλημα είναι το φινάλε. Δεν νομίζω ότι το δέχεσαι στις τόσες λέξεις. Μπορείτε να φανταστείτε το παρόν διήγημα σαν φλασάκι των 988 λέξεων; Κι όμως, υπάρχει αυτή η εκδοχή. Την έστειλα τρομάρα μου στον Διαγωνισμό του Λογοτεχνικού Μπιστρό. Ένα έκτρωμα. Αν είστε περίεργοι να το κοιτάξετε θα το αναρτήσω για όποιον θέλει στο Εργαστήρι. Ένα Ζευγάρι Παπούτσια του Ντίνου Χατζηγιώργη Αγόρασε ένα ζευγάρι καινούργια παπούτσια, μαύρα και γυαλιστερά. Τα φόρεσε με το γιορτινό του κοστούμι και στάθηκε μπροστά στον μεγάλο καθρέπτη. Αυτή ήταν η μέρα του επιτέλους, η πλήρωση του ονείρου μιας ζωής. Στην τσέπη του έκαιγε το εισιτήριο για τον Πειραιά και το πλοίο που θα τον έπαιρνε μακριά αναχωρούσε στις τέσσερις το απόγευμα. Η βαλίτσα του ήταν έτοιμη από χθες. Σήμερα θα ήταν μια μέρα γεμάτη, είχε να αποχαιρετίσει κόσμο. Μια και έξω. Μαύρη πέτρα θα έριχνε πίσω του για να μην χρειαστεί να ξαναδεί ούτε λιθαράκι από αυτό το μέρος. Βγήκε από το πατρικό του, στάθηκε στη μέση του δρόμου και πήρε μια βαθιά ανάσα. Είχε φθινοπωριάσει για τα καλά, ο καιρός όμως ήταν ηλιόλουστος, συμμεριζόταν τη χαρά του. Απέναντι του, το πέλαγο είχε στρωθεί καλοτάξιδο. Αριστερά του, στο τέλος της ανηφόρας, από την πλευρά του γκρεμού, δέσποζε το κόκκινο σπίτι. Το αρχοντικό με τα αετώματα, το σπίτι της Αθηνάς. Εκεί είπε ότι θα τον περίμενε για να του πει αντίο, στον κήπο που παίζανε μικρά. Δεν ήθελε να κατέβει στο λιμάνι, δεν άντεχε λέει να τον δει να πλέει μακριά από το νησί τους. Το σκεφτόταν ακόμα αν ήθελε να την αντικρίσει. Ήταν χολωμένος μαζί της. Από μικρά, δεν μοιράζονταν μόνο παιχνίδια σε εκείνον τον κήπο. Με θέα το υπέροχο γαλάζιο, έκαμναν όνειρα και σχεδίαζαν μια ζωή καλύτερη, μακριά από εδώ, σε μέρη εξωτικά και λαμπερά. Είχαν σκαλίσει τα ονόματα τους και είχαν πάρει όρκους πάνω στον κορμό του γέρικου δέντρου, που σαν χέρι η κορυφή του έδειχνε τον μακρινό ορίζοντα. Και η Αθηνά, τρία χρόνια μεγαλύτερη του, είχε πάει να σπουδάσει στην Ελβετία, κάνοντας το πρώτο βήμα προς το όνειρο. Και μόλις πήρε το πτυχίο, γύρισε στο νησί και άνοιξε γραφείο στη Χώρα. Μικροβιολογικό εργαστήριο στην υπηρεσία των ντόπιων οινοπαραγωγών. Εκείνη που είχε πτυχία που της άνοιγαν πόρτες σε όλον τον πλανήτη. Είχε προδώσει τα όνειρα τους και δεν μπορούσε να της το συγχωρέσει. Από φτωχή οικογένεια ο ίδιος, τέλειωσε το λύκειο με το ζόρι και κόλλησε εδώ. Τον είχε ανάγκη ο πατέρας του στα χωράφια. Κοίταζε τη θάλασσα πάνω από τον γκρεμό και λαχταρούσε τη μέρα που θα πετούσε γι αλλού. Ελεύθερος. Σε νέους τόπους και καινούργιους ανθρώπους. Εκεί που τα χαμόγελα ήταν καλύτερα. Όχι, δεν θα αποχαιρετούσε την Αθηνά. Θα της έδινε να καταλάβει το λάθος της. Άνοιξε το βήμα του και πήρε το μονοπάτι για το σχολείο. Τα καινούργια παπούτσια ήταν σφιχτά, αλλά θα έστρωναν με λίγο περπάτημα. Βρήκε τον δάσκαλο στον αυλόγυρο, να μαζεύει με την τσουγκράνα ξεραμένα φύλλα. Ένα δένδρο είχε όλο κι όλο εκείνο το ύψωμα, με τις φυλλωσιές του να καπελώνουν τα κεραμίδια του παλιού πέτρινου κτίσματος. Σχολείο από τα ιστορικά χρόνια, μουντό και στενάχωρο. Άνοιξη, Καλοκαίρι μπορούσες να το διακρίνεις από το ανοιχτό πέλαγο, από εκείνο το ολοπράσινο στεφάνι του και μόνο. Το Φθινόπωρο έπαιρνε χρυσαφένιες αποχρώσεις και τον Χειμώνα χανόταν, τα γυμνά κλαδιά σβησμένα από το χιόνι. Γυμνάσιο, Λύκειο, έξι χρόνια σκλαβιάς με πνιγμένα όνειρα τον κατέκλυσαν μόλις πέρασε την σιδερένια αυλόπορτα. Ακόμα και το παράπονο των ξεραμένων φύλλων κάτω από τα παπούτσια του ήχησαν σαν γνώριμες φωνές. Είπε τα νέα στον δάσκαλο, του είπε αντίο. Σήμερα έφευγε για Αθήνα. Ο ξάδελφος του ο Σταμάτης, πρωτευουσιάνος από χρόνια, του είχε βρει δουλειά εκεί κάτω. Ο δάσκαλος χαμογέλασε, κούνησε το κεφάλι του και του ευχήθηκε καλή τύχη. Αν και, όπως συμπλήρωσε, λυπόταν πολύ που τον έβλεπε να φεύγει. Ο τόπος είχε ανάγκη από ένα παλικάρι σαν εκείνον. Αναστατώθηκε και κατσούφιασε από τα λόγια του δασκάλου. Τι πια, τον ήθελαν αλυσοδεμένο; Ζωντάνεψαν στη μνήμη του τα τόσα απογεύματα που είχαν περάσει μαζί στη στενάχωρη εκείνη αίθουσα του σχολείου, με το δάσκαλο να του κάνει φροντιστήριο. Ο δάσκαλος, αδελφός συνωμότης, είχε από μικρός το μικρόβιο της ξενιτιάς, κι ας μην τα κατάφερε ο ίδιος ποτέ. Έκανε ό,τι μπορούσε για να βοηθήσει τον μαθητή του να περάσει τις χρονιές του. Στον μεγάλο χάρτη του Γης, που κρεμόταν στην τάξη, ταξίδεψαν παρέα με τις φαντασίες τους, ο μεγάλος να ζωγραφίζει ταξίδια και ο μικρός να τα ρουφάει ονειροπαρμένος. Και τώρα του πρότεινε να τα ξεχάσει όλα; «Όχι» φώναξε και έφυγε σαν κυνηγημένος. Στάθηκε στην άκρη του μόλου και άκουσε τα κυματάκια να μουρμουράνε πάνω στα βράχια. Μύρισε τα φύκια. Είχε σηκωθεί να φύγει και άλλοτε. Είχε κατέβει τον λόφο με τις γροθιές του σφιγμένες και είχε σταθεί σε αυτό ακριβώς το σημείο, περιμένοντας ένα πλοίο, μόνο με οργή γεμάτες οι τσέπες. Είχε μαλώσει με τον πατέρα του, να ήταν δεκαπέντε τότε; Βρόντηξε την πόρτα του σπιτιού τους και κατέβηκε στο λιμάνι, χωρίς λογισμό ή σχέδιο. Και ο πατέρας του είχε έρθει, με βήμα ταραγμένο, ξαφνιάζοντας τον. Είχε πάρει της μετρητοίς την απειλή του ότι θα έφευγε. Τον είχε προλάβει στον μόλο και του είχε μιλήσει μαλακότερα, του ζήτησε να γυρίσει σπίτι, του είπε ότι εκείνος και η μάνα του δεν ήταν ακόμα έτοιμοι να τον χάσουν. Σήκωσε τώρα το βλέμμα του και κοίταξε στην κορυφογραμμή, πάνω από τις στέγες της Χώρας. Εκεί ήταν ο χωματόδρομος που διέσχιζε κάθε πρωί με τον πατέρα του, προς τον καθημερινό μόχθο. Για το μικρό τους χωράφι και τα χωράφια των άλλων που φρόντιζαν. Τον παρατηρούσε τον πατέρα του από πίσω καθώς βάδιζαν, το κεφάλι του σκυφτό, το βλέμμα πάντα μπροστά, όλο μπροστά, προσηλωμένο στη γη. Και αριστερά, η θέα της απέραντης θάλασσας να γνέφει μόνο στο αγόρι. Περαστικά πλοία αυλάκωναν το κύμα και του άναβαν την φαντασία. Συνέχισε για το καφενείο. Εκεί βρήκε τους περισσότερους μαζεμένους, μικρούς και μεγάλους, τη γενιά του πατέρα του παρέα με την δική του, κέρασε ρακιά και καφέδες και είπε τα αντίο του. Τον μακάρισαν και ήπιαν στην υγειά του. Δεν είχε καιρό ούτε για κανένα χαρτάκι, ούτε για τάβλι, είχε τελειώσει με το καφενείο από την Κυριακή το βράδυ. Οι τσακωμοί και τα γέλια με τους φίλους ήταν παρελθόν, το ίδιο και τα πειράγματα με τις ντόπιες κοπέλες. Δεν θα τον κυνηγούσε πλέον η μάνα του τα βράδια για να τον μαζεύει από τούτα τα τραπέζια. Τον ρώτησαν για την δουλειά στην Αθήνα, που δεν ήταν φυσικά τίποτα σπουδαίο, θα ήταν στριμωγμένα στην αρχή, αλλά ήταν ένα πρώτο βήμα. Δεν είχε καιρό να τους τα εξηγεί όλα. Είχαν αρχίσει να τον πονούν τα νέα παπούτσια και βιαζόταν να τελειώσει με αυτές τις υποχρεώσεις. Μοιράστηκε μαζί τους ένα τελευταίο ποτηράκι και του έλαχε πικρό. Πήρε τους δρόμους πάνω και κάτω στην πλαγιά, κι από κάθε παράθυρο, κήπο και κατώφλι του έγνεφαν όλοι, γιατί όλοι τον ήξεραν και όλους τους γνώριζε. Πρόσωπα που τα θυμόταν νέα, ρυτιδιασμένα πλέον, συμμαθητές και φίλοι που είχαν γίνει γονείς και νοικοκυραίοι, του εύχονταν καλό ταξίδι. Βγήκε και ο φούρναρης στην πόρτα του μαγαζιού του να του δώσει μια σακούλα κουλουράκια της ημέρας, «για το πλοίο» του είπε. Από μικρό που τον έστελνε η μαμά του για ψωμί τον γνώριζε τον κύριο Ηλία. Από όταν το μουστάκι του ήταν ακόμα μαύρο, πασπαλισμένο με αλεύρι. Το ευωδιαστό, νόστιμο, γλυκό και ξεροψημένο ψωμί που τον μεγάλωσε, μέχρι που άσπρισε το μουστάκι του κυρίου Ηλία, με το αλεύρι να μην δείχνει πια. Κάθε πόρτα, κήπος, σπιθαμή δρόμου και αλάνα ξυπνούσαν παιχνίδια, σκανδαλιές, γιορτές, φασαρίες, δράματα και κωμωδίες που γιόμισαν την ως τότε ζωή του. Όλες οι παραστάσεις στις οποίες έκλαψε, αγάπησε, θύμωσε και γέλασε είχαν παραταχθεί στον δρόμο του σήμερα. Χειμώνες, καλοκαίρια, μέχρι και πρόσωπα χαμένα στον χρόνο, του έγνεφαν με βλέμμα πικρό σαν παράπονο. Καλό κατευόδιο του φώναζαν. Ένιωσε ένα περίεργο σφίξιμο, αλλά χειρότερα ακόμα, τα καινούργια παπούτσια τού τσάκιζαν τα δάχτυλα. Τα πρώτα γράμματα από τον ξάδελφο μιλούσαν για μια άλλη ζωή εκεί στην πόλη, γεμάτη μεγαλεία, περιπέτειες, έρωτα και ανεμελιά. Φούντωνε ο πόθος και οι ελπίδες του, μαύριζε η ζωή του στο σπίτι, πίκραινε το ψωμί στο τραπέζι. Και μια μέρα, οι γονείς του που τον πάλευαν τόσο, κουράστηκαν, ενέδωσαν. Θα τον άφηναν να φύγει. Ο πατέρας του δέχτηκε να τον βοηθήσει. Τον πρώτο καιρό θα του έστελνε κάποιο ποσό κάθε μήνα. Μέχρι να στρώσει. Σε αυτό το ποσό βασιζόταν και ο ξάδελφος, για το νοίκι που θα μοιραζόντουσαν οι δύο τους στη μικρή γκαρσονιέρα. Την γκαρσονιέρα που κάποτε, την εποχή της ανεμελιάς, δεν τους χωρούσε όπως έγραφε τότε. Η ζωή δύσκολη, έλεγαν τα γράμματα τώρα, μόνο μικροδουλειές διαθέσιμες. Αυτή όμως ήταν η ευκαιρία στο όνειρο, και θα την άρπαζε. Έφτασε στην εκκλησία και άναψε ένα κερί. Μετά είδε τον παπά και του φίλησε το χέρι. Ο ιερωμένος του έδωσε την ευχή του Θεού και τον συμβούλεψε να προσέχει στην πρωτεύουσα. Κάποτε νόμιζε ότι θα τον πάντρευε σε τούτη την εκκλησία με κάποια ντόπια κοπέλα, και ότι εδώ θα βάφτιζαν τα παιδιά τους. Αναστατώθηκε και κατσούφιασε με τα λόγια του παπά. Σκέφτηκε αμέσως την Αθηνά. Ήρθε η εικόνα της στο μυαλό του, λαμπερή σαν τον ήλιο. Είχε κρεμάσει κόκκινα τσαμπιά σταφύλια στα ξανθά της μαλλιά και του χαμογελούσε. Δεν του βγήκε μιλιά, υπέφεραν τα πόδια του. Ανάμεσα στα κεριά και τους αγίους τρεμόπαιξαν γάμοι, βαφτίσια, κηδείες και ατελείωτες Κυριακές, μετρητές του χρόνου, πρόσωπα γνώριμα που γερνούσαν και άλλαζαν, άλλα να έρχονται και άλλα να φεύγουν. Όλα μαζί ένα, το πρόσωπο του τόπου που τον κοίταζε κατάματα. Κρέμασε το κεφάλι του, έφυγε βιαστικός κι από κει. Κάθε βήμα και μία αγωνία. Τα καινούργια παπούτσια μασούλαγαν ορεξάτα τα πέλματα του. Κοντοστάθηκε στο σπίτι της κυράς Αργυρούς. Δεν ζούσε πια η κυρά Αργυρώ, είχε φύγει στα βαθιά γεράματα πριν από πολλά χρόνια. Μικρό παιδάκι είχε σκοντάψει έξω από τον κήπο της και είχε πέσει στο λιθόστρωτο, σπάζοντας το τσανάκι με το γιαούρτι που κρατούσε. Τον πιάσανε τα κλάματα, περισσότερο για το γιαούρτι και τις φωνές που είχε να ακούσει από την μάνα του, παρά για το πληγιασμένο του γόνατο. Πως είχε τρέξει έξω από την πόρτα της εκείνη η γιαγιούλα, που τον σήκωσε και τον παρηγόρησε φροντίζοντας το χτύπημα του. Παιδί ήταν, δέχτηκε συνωμοτικά τα δανικά της για να αγοράσει καινούργιο γιαούρτι, και έγιναν οι καλύτεροι φίλοι από τότε. Δική του γιαγιά δεν είχε γνωρίσει, και με κάθε ευκαιρία έτρεχε στη κυρία Αργυρώ για να ακούει τα υπέροχα παραμύθια της. Είχε βιβλία με ζωγραφιές και ήξερε τόσα πολλά για τόσους πολλούς, μακρινούς και εξωτικούς τόπους. Ήταν η απαρχή των ονείρων του, με τη φαντασία του μαγικό χαλί. Η κυρία Αργυρώ που ποτέ της δεν έφυγε από ετούτο τον τόπο, εδώ είχε γεννηθεί, εδώ και πέθανε. Είχε ιστορίες και για το νησί όμως. Δεν ήταν παραμύθια εκείνα αλλά αληθινές ιστορίες για τους νησιώτες. Και είχε τον τρόπο της να τις πασπαλίζει πολύχρωμες τις αφηγήσεις της η κυρία Αργυρώ. Πόσες φορές δεν της είχε ζητήσει να του ξαναπεί για την κατσίκα του παπά που του έφαγε τα τσουρέκια, για τους μπεκρήδες που έκλεψαν το βαρέλι κρασί, την ντροπαλή μυλωνού που ερωτεύτηκε τον ψευδό ψαρά, τη γυναίκα του φαροφύλακα που χάθηκε στο κύμα και στοίχειωσε το ακρωτήρι. Γέλιο και συγκίνηση το κάθε ανέκδοτο, αλλά και σπαραγμός, όταν θυμόταν τα νιάτα της στην κατοχή, τον καιρό του πολέμου. Είχε μία ιστορία και για τον πατέρα του, από τα όταν ήταν παλικαράκι. Είχε ανέβει στο καμπαναριό της εκκλησίας για να κατεβάσει ένα φίδι που είχε τρυπώσει εκεί πάνω. Του φώναζαν όλοι να το σκοτώσει, αλλά εκείνος το έπιασε ζωντανό, το κουβάλησε μετά πάνω στο βουνό και το ελευθέρωσε εκεί. Της ζητούσε να του την πει ξανά και ξανά εκείνη την ιστορία. Είχε έναν τρόπο να βάζει πάντα κάτι καινούργιο στις αφηγήσεις της όταν της επαναλάμβανε. Εκείνη η πέτρα, η πέτρα στην οποία είχε σκοντάψει μπροστά στο σπίτι της κυρίας Αργυρούς, εκεί ήταν ακόμα. Εξείχε ένοχα όπως πάντα από το οδόστρωμα. Μόνο που το σπίτι απέναντι έστεκε άδειο. Υγράνθηκαν τα μάτια του και κάηκε ο λαιμός του. Σύννεφα περαστικά κάλυψαν για λίγο τον ήλιο, μελαγχόλησε το τοπίο γύρω του. Κάθε ξύλο και πέτρα που έβλεπε, του ήταν ήδη απόμακρα κομμάτια. Το νησί είχε αρχίσει κιόλας να απομακρύνεται. Ότι έβλεπε και ακουμπούσε έσβηνε και μαζευόταν στις βαθιές γωνίες του νου του, μεταμορφωνόταν σε μνήμες αχνές και ξεχασμένες. Είδε τον εαυτό του στην κουπαστή, να βλέπει το νησί του να μικραίνει, να γίνεται κουκίδα πάνω στον αφρό του πλοίου. Είδε τον Πειραιά να ανοίγει τα τσιμεντένια του σαγόνια για να τον υποδεχτεί. Όλα όσα ήταν να ζήσει, όλα όσα τον περίμεναν, τα ωραία και τα άσχημα μαζί, γέμιζαν ξαφνικά την φαντασία του με στερνή γνώση. Τίποτα δεν θα τον γέμιζε σαν αυτό που ήταν έτοιμος να χάσει. Το νησί του ήταν πολύ μεγάλο και γέμιζε κάθε σπιθαμή της καρδιάς του. Θυμήθηκε τον βασιλιά του παραμυθιού, που ορφανός από θρόνο, τριγυρνούσε σαν ζητιάνος από πόλη σε πόλη και τις νύχτες κοιμόταν πάνω σε ξένο χώμα. Δεν μπορούσε να κάνει άλλο βήμα. Γύρισε σπίτι κουτσαίνοντας. Σωριάστηκε σε μια καρέκλα και έβγαλε αμέσως τα νέα παπούτσια αναστενάζοντας. Τα πόδια του έκαιγαν, θα είχαν σχηματιστεί πληγές κάτω από τις κάλτσες. Δεν υπήρχε περίπτωση να τα ξαναβάλει σήμερα. Ας τα έστρωνε μιαν άλλη φορά. Κοίταξε το ρολόι του. Είχε μία ώρα για το πλοίο. Έπρεπε να ξεκινήσει τώρα. Πήγε στο δωμάτιο του και κοίταξε με αγωνία πίσω από την πόρτα. Τα παλιά παπούτσια ήταν ακόμα εκεί, ευτυχώς η μάνα του δεν τα είχε πετάξει. Κάθισε στο κρεβάτι και τα φόρεσε βιαστικά. Του ξέφυγε ένα επιφώνημα. Τι γλυκό συναίσθημα ήταν εκείνο, σαν δροσιά, σαν καλωσόρισμα από πρόσωπο αγαπημένο, σαν μητρικό φιλί ή χάδι ερωτικό. Σαν να τον ρωτούσαν «που ήσουν» με παράπονο. Αυτά τα παλιά παπούτσια, που τα είχε λιώσει στα καλντερίμια του τόπου του, από το σπίτι στην πλατεία και στην εκκλησία, κι από το καφενείο στο σχολείο και τον μόλο, και μπρος-πίσω στο βουνό, στα χωράφια, πόσες σόλες να τους είχε λιώσει και αντικαταστήσει, εμμένοντας στην γνώριμη τους άνεση; Και πόσο οικεία τον αγκάλιαζαν τώρα, γιάνοντας τις πληγές του, φανερές και αφανέρωτες. Σηκώθηκε να περπατήσει και νόμισε ότι πετούσε. Βγήκε από το σπίτι του και ρέμβασε τη θάλασσα. Πόσο την αγαπούσε εκείνη τη θέα. Δεν πονούσε, ήταν ελαφρύς σαν πούπουλο. Το νησί δεν του αντιστεκόταν πλέον. Ανέμενε την βουλή του. Είχε λήξει και η δική του αντίσταση. Άκουσε από μακριά την σειρήνα του πλοίου του. Δεν πήρε όμως την κατηφόρα για το λιμάνι. Πήρε την ανηφόρα για το κόκκινο σπίτι. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
christina Posted October 29, 2010 Share Posted October 29, 2010 Μου άρεσε πολύ. Αν και απο την αρχή, κατάλαβα οτι ο ήρωας σου δε θα έφευγε τελικά-λόγω των παπουτσιών του-, παρολα αυτά με η αφήγηση σου με καθήλωσε. Πολύ όμορφη ιστορία. Εμένα προσωπικά μου θύμισε ένα παραμύθι που διαβάζω στις κόρες μου, για μια πασχαλίτσα που θέλει να φύγει μακρια απο το μέρος που γεννήθηκε και πάει να δει όλους τους φίλους της, μήπως και πάει καποιος μαζί της. Τελικά, κανείς δε θελει να φύγει αλλα και η ίδια αλλάζει γνώμη-νιώθει πλήρης που συνάντησε τους φίλους της- και μένει στο σπίτι που εζησε ολα αυτα τα χρόνια. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wordsmith Posted October 30, 2010 Share Posted October 30, 2010 Πολύ όμορφο, νοσταλγικό, χαμηλών τόνων, αν και με προβλέψιμο τέλος. Όπως έχω ξαναγράψει, για να σταθεί ένα διήγημα χωρίς υπόθεση, ο συγγραφέας πρέπει να είναι καλός και εδώ ο κος Χατζηγιώργης πληροί με άνεση αυτές τις προδιαγραφές. Μπράβο! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Oceanborn Posted November 18, 2010 Share Posted November 18, 2010 Ένας μικρός τόπος, φυλακή και καταφύγιο ταυτόχρονα. Νομίζω ο χαρακτηρισμός "χαμηλών τόνων" ήταν απόλυτα ταιριαστός... Μια ήρεμη ιστορία. Για μένα ήταν απρόβλεπτη. Ίσως γιατί αν το έγραφα εγώ ο ήρωας σίγουρα θα έφευγε. Ίσως να γύριζε κάποια μέρα μετά απο χρόνια μα δε θα άλλαζε την απόφασή του... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.