Marios Anthopoulos Posted October 30, 2010 Share Posted October 30, 2010 Όνομα Συγγραφέα: Ανθόπουλος Μάριος (Malco d' Eziel) Είδος: φαντασία Βία; Λίγη Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων: 5313 Αυτοτελής; Ναι Ο Lucifer Sam είδε τον γάτο σου να κάθεται συνέχεια δίπλα σου πάντα δίπλα σου Αυτός ο γάτος είναι κάτι που δεν μπορώ να εξηγήσω Lucifer Sam – Pink Floyd Ο άγνωστος στεκόταν οκλαδόν σχεδόν δύο ώρες, πάνω σε κάποια ταράτσα μιας τετραώροφης πολυκατοικίας στις βόρειες περιοχές της μικρής πόλης. Το βλέμμα του δεν έφευγε από τον δρόμο που απλωνόταν από κάτω του, σαν ποτάμι δίχως νερό. Και κυρίως δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να κοιτάει την μεγάλη είσοδο του δημαρχείου που βρισκόταν απέναντί του, τέσσερις ορόφους πιο κάτω. Φορούσε μαύρα ορθογώνια γυαλιά, που έκρυβαν επιμελώς τα μάτια του, πιο πολύ από συνήθεια και λιγότερο επειδή τον ενοχλούσε ο ήλιος. Άλλωστε ο ήλιος δεν εμφανίστηκε –όση ώρα καθόταν πάνω στην ταράτσα ο άγνωστος - παρά μόνο για μερικά λεπτά, πριν τελικά εξαφανιστεί πίσω από μαύρα, πυκνά σύννεφα που προμήνυαν καταιγίδα. Κάτι τέτοιο δεν τον ενοχλούσε. Είχε συνηθίσει να λειτουργεί με το εκατό τοις εκατό των δυνάμεών του σε πολύ χειρότερες συνθήκες από τις τωρινές και ο λόγος που βρισκόταν εκεί πάνω, δεν ήταν δυνατόν να ματαιωθεί λόγω κάποιας βροχής. Στο χέρι του κρατούσε μια καραμπίνα με σιγαστήρα στην κάνη της. Το βαλιτσάκι από όπου λίγο πριν την είχε βγάλει και την είχε συναρμολογήσει χωρίς να βιαστεί, με κινήσεις σύντομες και σταθερές αφού αυτές τις κινήσεις τις είχε κάνει εκατοντάδες φορές στη ζωή του, βρισκόταν δίπλα του, ανοιχτή. Η ώρα πλησίαζε δώδεκα το μεσημέρι. Κάθε λίγο κοιτούσε το ρολόι που βρισκόταν στον δεξιό του καρπό και τελικά σήκωσε την καραμπίνα και τη έφερε απαλά στον ώμο του. Ένιωσε το γνωστό της βάρος να του χαϊδεύει απαλά το πουκάμισο, την ένιωσε να κουρνιάζει πάνω του. Στάθηκε πάνω στα δύο του γόνατα και ένιωσε το σκληρό τσιμέντο να τρίβουν τα γόνατά του. Έκλεισε το ένα μάτι του, σημάδεψε με το ανοιχτό του από το στόχαστρο την πόρτα εισόδου του δημαρχείου και περίμενε υπομονετικά. Η υπομονή που είχε ήταν το μεγαλύτερο του προτέρημα και το είχε αποκτήσει μέσα από χιλιάδες ώρες εξάσκησης. Θα μπορούσε να μείνει σε αυτήν τη θέση και για τρεις ώρες χωρίς να κουνηθεί καθόλου, αν χρειαζόταν. Τα γκρι ρούχα που φορούσε, τον έκαναν ένα με το χώρο κι αν κάποιος τον κοιτούσε για λίγο από απέναντι, θα νόμιζε ότι δεν ήταν τίποτα παραπάνω από κάποια παλιόρουχα που πετάχτηκαν στην ταράτσα της πολυκατοικίας. Τελικά δεν χρειάστηκε να μείνει σε αυτήν τη στάση πάνω από ένα τέταρτο. Ούτε ήξερε και ούτε ήθελε να μάθει ποιος τον έστειλε για αυτήν την αποστολή. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν το ποσό που θα προστιθόταν στον λογαριασμό του. Είχε κάνει κάτι τέτοιο άλλες πέντε φορές στο παρελθόν και όλες οι αποστολές του είχαν στεφθεί με επιτυχία. Και μάλλον αυτήν τη φορά θα είχε να κάνει την πιο εύκολη δουλειά. Γιατί ο άνθρωπος που έπρεπε να σκοτώσει δεν ήταν παρά ένας άσημος δήμαρχος μιας μικρής και άχαρης πόλης του ελληνικού βορρά, με τόσο ελλιπή προστασία που η όλη διαδικασία του φαινόταν εξαιρετική γελοία. Ένα πάτημα της σκανδάλης, λίγο τρέξιμο και θα έφευγε για το ξενοδοχείο που είχε καταλύσει από την προηγούμενη μέρα. Και κανείς δεν θα τον ξαναέβλεπε σε αυτή την πόλη. Ένιωσε έναν σβώλο ιδρώτα να κυλάει από το μέτωπό του αλλά δεν ανησύχησε ιδιαίτερα. Ήξερε ότι δεν ήταν τίποτα παραπάνω από τις τελευταίες τύψεις που ένιωθε για το ότι σκόπευε να τερματίσει την ζωή ενός ανθρώπου που δεν ήξερε καν, ενός ανθρώπου που δεν είχε συναντήσει ποτέ προσωπικά στη ζωή του. Πάντα παρηγοριόταν με το γεγονός πως ο ίδιος δεν ήταν παρά το όργανο εκτέλεσης μιας απόφασης που πάρθηκε πριν μήνες, από ανθρώπους που βρίσκονταν εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά. Και αν δεν το έκανε αυτός, θα το έκανε κάποιος άλλος. Και άφησε τον σβώλο να διανύσει την απόσταση που έπρεπε, πριν τελικά πέσει απαλά στην οροφή της ταράτσας και εξατμιστεί μετά από μερικά λεπτά. Ελάχιστος κόσμος πηγαινοερχόταν στο πεζοδρόμιο, και ακόμα πιο λίγα ήταν τα αυτοκίνητα που έσπαζαν την σιωπή του μεσημεριού, που μόλις τότε άρχιζε. Το δάχτυλό του ακούμπησε στην σκανδάλη και την χάιδεψε απαλά, σχεδόν ερωτικά. Ακούστηκε ένα μακρινό, παραπονιάρικο γάβγισμα κάποιου σκύλου και η πόρτα του δημαρχείου άνοιξε. Ο δήμαρχος βγήκε χαμογελαστός μέσα στο καφέ κουστούμι του. Ήταν εντελώς μόνος του και για μερικά δέκατα του δευτερολέπτου κοίταξε τον συννεφιασμένο ουρανό, φτιάχνοντας μηχανικά τον γιακά του σακακιού του. Μέσα σε αυτά τα δέκατα ο άγνωστος τον φαντάστηκε να επιστρέφει στο σπίτι του, να φιλάει γλυκά την γυναίκα του στο μάγουλο, να αγκαλιάζει τις δύο του κόρες και πάντα χαμογελαστός να ρωτάει τι φαγητό είχαν για σήμερα, κάνοντας πως μυρίζει τον αέρα του δωματίου και χαϊδεύοντας την κοιλιά. Μετά πάτησε την σκανδάλη. Δεν ακούστηκε τίποτα παραπάνω από τον ήχο ενός σταχτοδοχείου που πέφτει σε παχύ χαλί. Τα άτομα που βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή γύρω από το δημαρχείου δεν ξεπερνούσαν τα πέντε. Και όλοι σχεδόν ταυτόχρονα έτρεξαν προς τον δήμαρχο που έπεσε απότομα – και χωρίς προφανή λόγο - στα σκαλιά του δημαρχείου. Και κανείς δεν κοίταξε στην ταράτσα της αντικριστής πολυκατοικίας. Ώσπου να καταλάβουν τι έγινε, ο άγνωστος είχε ήδη ξεσυναρμολογήσει το όπλο, τοποθετώντας τακτικά το κάθε κομμάτι στο βαλιτσάκι και ώσπου να αρχίζουν να φωνάζουν για βοήθεια, είχε ήδη φύγει από τις σκάλες κινδύνου που βρίσκονταν στην πίσω πλευρά της πολυκατοικίας και χάθηκε γρήγορα στα στενά σοκάκια αυτής της μικρής και άχαρης πόλης του ελληνικού βορρά. 2 Η τηλεόραση ήταν ανοικτή τυχαία σε κάποιο κανάλι. Ο άγνωστος ήταν ξαπλωμένος στο μονό κρεβάτι του ξενοδοχείου. Η ώρα ήταν λίγο μετά τις δύο. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν αυτός της έγχρωμης τηλεόρασης των 14 ιντσών που βρισκόταν στη γωνία του δωματίου. Πάντα, σε κάθε ξενοδοχείο που πήγαινε, ακόμα και αν δεν έπρεπε να μείνει πάνω από ένα βράδυ, διάλεγε το πιο ήσυχο δωμάτιο. Δεν τον ενδιέφερε αν ήταν σκοτεινό ή φωτεινό, ανατολικό ή δυτικό, ακριβό ή φτηνό. Μόνο να ήταν ήσυχο. Τον ενοχλούσε φοβερά κάθε θόρυβος, γιατί πίστευε πως δεν μπορούσε να αυτοσυγκεντρωθεί όπως θα ήθελε, πως δεν μπορούσε να χαθεί απερίσπαστος στις σκέψεις του. Κάπνιζε, ρουφώντας βαθιά και πετώντας ηδονικά τον καπνό στο ταβάνι και σκεφτόταν. Δεν σκεφτόταν τίποτα το ιδιαίτερο. Άλλωστε η αποστολή του είχε ουσιαστικά τελειώσει. Ως να βρουν οι αστυνομικές αρχές από πού είχε πυροβολήσει – πόσο μάλλον ποιος και γιατί – αυτός θα είχε φύγει. Ήταν ήδη έτοιμος για αναχώρηση. Οι βαλίτσες του ήταν έτοιμες και τον περίμεναν πίσω από την πόρτα. Δύο ήταν όλες κι όλες. Η μία με τα προσωπικά του είδη και η άλλη με το όπλο. Είχε ήδη κλείσει με ποιο λεωφορείο θα φύγει. Ποτέ δεν χρησιμοποιούσε αυτοκίνητο γιατί πίστευε πως όσες πιο μεγάλες προφυλάξεις παίρνει κανείς σε αυτή τη δουλειά, τόσο πιο εύκολο είναι να τον εντοπίσουν. Αλλά πάντα, μετά το τέλος κάποιας αποστολής, του άρεζε να στέκεται στο κρεβάτι του εκάστοτε ξενοδοχείου και να καπνίζει δύο, τρία τσιγάρα. Ήταν και η μόνη κατάχρηση χρόνου που έκανε. Η τηλεόραση έπαιζε διαφημίσεις και οι εικόνες εναλλάσσονταν σαν τα τραπουλόχαρτα όταν μοιράζει κάποιος ντήλερ. Ο άγνωστος δεν πήρε το αφηρημένο βλέμμα του από το ταβάνι. Είχε φτάσει στα μισά του τρίτου τσιγάρου και σε μισή ώρα το πολύ θα στεκόταν στο σταθμό περιμένοντας το λεωφορείο του. Και την επόμενη μέρα θα τσέκαρε την, όχι ευκαταφρόνητη, αύξηση του προσωπικού του λογαριασμού, από κάποιον άγνωστο αποστολέα. Η τηλεόραση έδειχνε τώρα κάποια τηλεπαρουσιάστρια που καλωσόριζε τους προσκαλεσμένους της σε κάποια ζωντανή εκπομπή. -Από τα δεξιά μου ο κύριος….. Ο άγνωστος έσβησε το τελευταίο του τσιγάρο στο τασάκι που βρισκόταν ενσωματωμένο στο κομοδίνο και σηκώθηκε αργά και με κάποια ραθυμία που δεν ταίριαζε στον χαρακτήρα του. Έφτιαξε με κοφτές κινήσεις το παντελόνι του, φόρεσε τα μαύρα του γυαλιά, τρίβοντας για μερικά δευτερόλεπτα τον σβέρκο του και έβαλε το πορτοφόλι του στην πίσω τσέπη. -Από τα αριστερά μου η κυρία ……… Κοίταξε για λίγο γύρω στο δωμάτιο, όπως κάνουν όλοι πριν φύγουν από κάποιο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, για να επιβεβαιωθούν ότι δεν ξέχασαν τίποτα, και πήγε προς την τηλεόραση για να την κλείσει. Μα δεν την έκλεισε μετά από αυτό που είδε. Θυμήθηκε μια ιστορία που του είχε πει ο πατέρας του. Ήταν και η μόνη ιστορία που θυμόταν από τα παιδικά του χρόνια. Όταν ο, πεθαμένος πια, πατέρας του, ήταν γύρω στα δώδεκα χρονών, μαζί με δύο φίλους του έπιασαν μια γάτα. Μια καφέ, βρώμικη, αδέσποτη γάτα, με πράσινα λαμπερά μάτια και μια άσπρη λωρίδα στο δεξιό της πόδι. Την κρατούσαν δύο μαζί, προσεκτικά, γιατί το γατί τιναζόταν σαν λυσσασμένο για να τους δαγκάσει ή έστω να τους γρατσουνίσει και να ξεφύγει από τα χέρια των δημίων του. Όμως δεν τα κατάφερνε και απλώς νιαούριζε παραπονιάρικα ξέροντας πως κάτι κακό θα του συμβεί. Την πήγαν σε ένα στάβλο και την κρέμασαν από έναν γάντζο, από εκεί δηλαδή που κάποιοι άλλοι κρεμούσαν τα μοσχάρια, λίγο πριν αυτά φύγουν για την πόλη όπου και θα πουλιόνταν. Ακόμα θυμόταν το βλέμμα του πατέρα του και το νευρικό του γέλιο, όταν του περιέγραφε το αίμα που πετάχτηκε από τα σωθικά της γάτας, τις στριγκλιές που έβγαζε καθώς η ζωή της έφευγε σιγά σιγά από μέσα της, οι κόχες των ματιών της να πετάγονται προς τα έξω, το πώς γελούσαν και οι τρεις τους με χαιρεκακία. Και την άφησαν εκεί να κρέμεται σαν σακί που κάποιος παρανοϊκός το ξέσκισε από κάποιον σιδερένιο γάντζο, ενός γάντζου που η πραγματική του λειτουργία, ήταν εντελώς διαφορετική από αυτήν που τώρα αναγκαζόταν να κάνει. Την άλλη μέρα οι τρεις φίλοι πήγαιναν σχολείο, πετώντας πέτρες δεξιά και αριστερά και σηκώνοντας σκόνη από πού και αν περνούσαν. Είχαν ήδη ξεχάσει τη γάτα της περασμένης ημέρας και απλώς σκέφτονταν τι να κάνουν αυτήν την ημέρα για να περάσει η ανία. Μα η όρεξή τους για παιχνίδια και για σκέψεις κόπηκε ξαφνικά, μετά από αυτό που είδαν. Μια καφέ γάτα, με πράσινα λαμπερά μάτια και μια άσπρη λωρίδα στο δεξιό της πόδι γλειφόταν με τη γλώσσα της, ανέμελη και τους κοιτούσε. Ήταν η ίδια γάτα – και οι τρεις τους ήταν σίγουροι για αυτό. και δεν θα ξεχνούσαν ποτέ τα μάτια της καθώς τους κοιτούσε, κάπως περιπαικτικά Ο πατέρας του είχε τελειώσει την ιστορία, λέγοντας του πως δεν ήξερε αν όντως οι γάτες ήταν εφτάψυχες και ότι πρέπει να σκοτώσεις και τις εφτά τους ψυχές. Αυτό που ήξερε ήταν πως η γάτα δεν έπρεπε να πεθάνει. Και δεν πέθανε. - -Και τελευταίος στην άκρη, ο αγαπητός μας δήμαρχος. Ο δήμαρχος χαμογέλασε στην κάμερα, μέσα στο κολλαριστό, καφέ πουκάμισό του φτιάχνοντας μηχανικά τον γιακά του σακακιού του. ------------------------------------------------------------------------------------------------------ 3 Ο άγνωστος καθόταν σε ένα σκαμπό – σε ένα από αυτά τα άβολα καθίσματα που βρίσκονται σαν πιστοί στρατιώτες γύρω από κάθε πάγκο - στο μπαρ του ξενοδοχείου. Ένα κοντό ποτήρι ποτού, βρισκόταν μπροστά του, γεμάτο από σκέτη βότκα. Το μοναδικό παγάκι επέπλεε σαν σχεδία στη μέση του ωκεανού και κουδούνιζε κάθε φορά που το ποτήρι κουνιόταν, σπάζοντας απαλά, την σιωπή που επικρατούσε στο χώρο. Ήταν ο μόνος πελάτης και αυτό τον ευχαριστούσε. Δεν ήταν ιδιαίτερα κοινωνικός σαν άνθρωπος, και κυρίως το συγκεκριμένο βράδυ δεν είχε καμία όρεξη να αρχίσει την συζήτηση με κάποιον άγνωστο του, που κατά πάσα πιθανότητα δεν θα ξανάβλεπε ποτέ στην ζωή του. Ο μπάρμαν στεκόταν όρθιος στην άκρη του μπαρ και κοιτούσε την οθόνη μιας τηλεόρασης που βρισκόταν στερεωμένη στον τοίχο. Ο ήχος ήταν κλειστός και το βλέμμα του πηγαινοερχόταν στους υπότιτλους της ταινίας, σαν τα κεφάλια των θεατών ενός αγώνα τένις. Είχε προσπαθήσει να πιάσει συζήτηση με τον άγνωστο, αλλά το ύφος του άλλου, του είχε απαγορέψει κάθετα να συνεχίσει. Οι μόνες κουβέντες που άκουγε από το στόμα του, ήταν κάθε φορά που ήθελε να ξαναγεμίσει το ποτήρι. Και το είχε κάνει πολλές φορές αυτήν τη βραδιά. Μετά από λίγο του άφησε το μπουκάλι δίπλα του για να σερβίρεται μόνος του. Στην αρχή του έριχνε πλάγιες, σύντομες ματιές, αλλά ο άγνωστος στεκόταν εντελώς ακίνητος, κοιτώντας το ποτήρι του που στριφογυρνούσε ανάμεσα στα δάχτυλά του….και αυτό ήταν όλο. Που και που κάποιος περίεργος μορφασμός χαλούσε την απάθεια του προσώπου του, αλλά τίποτα παραπάνω. Τον τρόμαζε ο άγνωστος. Χωρίς να του πει τίποτα, χωρίς να τον απειλήσει με κάποια χειρονομία, τον τρόμαζε. Τον τρόμαζαν οι σταγόνες ιδρώτα που εμφανίστηκαν στο μέτωπό του από την στιγμή που έκατσε, ως την στιγμή που τρεκλίζοντας, κατευθύνθηκε προς τις σκάλες για να πάει στο δωμάτιο του. Τον τρόμαζαν που οι σταγόνες δεν ενώθηκαν για να δημιουργήσουν κάποιο ρυάκι και να πέσουν από την δύναμη της βαρύτητας, όπως θα έπρεπε. Απλά στέκονταν εκεί σαν υγρά σπυριά κάποιου εφήβου. Και κυρίως τον τρόμαζε αυτή η απάθεια του προσώπου του, που ήταν τόσο απόλυτη, αναγκάζοντας τον μπάρμαν να αφοσιωθεί στην τηλεόραση και να μην ξανακοιτάξει προς τον άγνωστο. Ένιωθε πια το αλκοόλ να τον επηρεάζει. Του έκαιγε σιγά σιγά το στομάχι. Το ένιωθε ζεστό να κατεβαίνει και να απλώνει μια ευπρόσδεκτη αποχαύνωση στο σώμα του – και κυρίως στο μυαλό του. Και φυσικά αυτό ήταν που ήθελε αυτή τη στιγμή. Στο μυαλό του γυρόφερνε συνεχώς αυτό που είδε στην τηλεόραση. Όπως και οι απαντήσεις που προσπάθησε να δώσει, πάνω στον πανικό του. Δεν ήταν ζωντανή η εκπομπή, δεν μπορεί να ήταν. Απλώς ήταν ένα κόλπο των καναλιών, ένα από τα γνωστά τους κόλπα για να αυξήσουν την θεαματικότητα. Μαγνητοσκοπημένη εκπομπή που προσπάθησαν να περάσουν για ζωντανή. Αλλά οι ειδήσεις; Δεν θα έπρεπε να πουν κάτι; Κάτι από τα βαρύγδουπα και πομπώδη σχόλια που κάνουν όταν γίνεται μια δολοφονία. Για το ότι μια ακόμη απεχθής τρομοκρατική ενέργεια ήρθε να ταράξει τα ήρεμα νερά μιας μικρής πόλης. Για όνομα του θεού! Εδώ το κάνουν ολόκληρο ζήτημα όταν πρόκειται για κάποιον εντελώς άγνωστο, πόσο μάλλον αυτός ο κάποιος είναι ένας δήμαρχος. Δεν θα έπρεπε να πουν κάτι; Οι μάρτυρες που ήταν να ουρλιάζουν και να ωρύονται στα παράθυρα των ειδήσεων; Ήταν σίγουρος πως είδε τουλάχιστον πέντε άτομα να τρέχουν προς το μέρος του πεσμένου δήμαρχου. Αυτοί δεν κάλεσαν τα κανάλια, την αστυνομία, κάποιον δημοσιογράφο, τέλος πάντων; Και όλα αυτά φυσικά, αν όντως η εκπομπή ήταν μαγνητοσκοπημένη – κάτι που βαθιά μέσα του δεν το πίστευε. Και σιγουρεύτηκε όταν είδε τις βραδινές ειδήσεις να μην αναφέρουν τίποτα για την δολοφονία. Από την άλλη μήπως όλα τα φαντάστηκε; Μήπως τελικά δεν τον είχε πετύχει, απλά ο δήμαρχος σκόνταψε στα σκαλιά και έπεσε. Αυτό ήταν πιο λογικό. Έπεσε και κάποιοι έτρεξαν να τον βοηθήσουν, τον βοήθησαν να σηκωθεί, να ξεσκονίσει το σακάκι του και το παντελόνι του και χαμογελαστός όπως πάντα να πάει στην συζήτηση που έπρεπε να παραβρεθεί. Δεν τον πέτυχε η σφαίρα όπως όφειλε. Αλλά ήταν τόσο σίγουρος για τον εαυτό του - τον είχα στο στόχαστρο γαμώ το, έβλεπα το κεφάλι του ανάμεσα στις δύο κάθετες γραμμές – που ούτε αυτήν την εκδοχή δεν πολύπίστευε. Αλλά ήταν η πιο συμφέρουσα για να μην χάσει τα λογικά του. Ναι, αυτό ήταν. Έπεσε, δεν πυροβολήθηκε. Ένα κλάσμα του δευτερολέπτου πριν η σφαίρα διαλύσει το κρανίο του, σκόνταψε κι έπεσε. Ίσως ποτέ δεν μάθει πόσο τυχερός ήταν. Η σφαίρα θα βρίσκεται σφηνωμένη σε κάποιον τοίχο, μπροστά από το δημαρχείο και θα περιμένει το χρόνο να την βγάλει από εκεί. Ναι, αυτό πρέπει να ήταν. Αν και τον είχα στο στόχαστρο γαμώ το. Και νομίζω ότι είδα την κόκκινη κηλίδα στο μέτωπό του. Τα μάτια του να γουρλώνουν μη ξέροντας πως πριν πέσει κιόλας στο πεζοδρόμιο, ήταν νεκρός. Η τελευταία του απορία πριν πάψει να ζει. Μην ξέροντας ποιος ή τι τον σκότωσε και γιατί. Μην ξέροντας πως δεν θα ξαναδεί την γυναίκα του και τις κορούλες του και δεν θα ξαναπροβάρει το ψεύτικο χαμόγελό του. Το ποτήρι ερχόταν πια στα χείλη του όλο και πιο συχνά. Ένιωθε την βότκα να του δίνει τις απαντήσεις και τις λύσεις, όπως πάντα. Το αλκοόλ να του θολώνει το μυαλό, να του το γεμίζει με εικόνες που δεν είδε, να του το αδειάζει από εικόνες που είδε. Και αυτό του έφτανε για την ώρα. Αστόχησα κι εγώ μια φορά. Που το περίεργο; Όλα τα άλλα είναι απλώς στην φαντασία μου, εικασίες που δημιουργήθηκα από την σιγουριά μου και την εμπειρία μου. Η πολύ σιγουριά μου, τελικά με πρόδωσε. Ναι, αυτό πρέπει να ήταν. Και φυσικά, έμενε μόνο μια λύση. Να ξαναπροσπαθήσει. Και αυτή τη φορά θα έπρεπε να ήταν σίγουρος ότι τα κατάφερε. Δεν έπρεπε να γίνει όπως με την καφετιά γάτα. Όταν σηκώθηκε να φύγει, ζαλισμένος - αλλά και ευχαριστημένος που ήξερε πια τι να κάνει - προς τον δωμάτιο του, δεν έδωσε σημασία στον ξένο με τα λευκά ρούχα που είχε κάτσει στο διπλανό σκαμπό και που ανάμεσα στα δάχτυλα του στριφογύριζε μια κάρτα. Μια κάρτα, από εκείνες που αλλάζουν εικόνες, ανάλογα με την οπτική γωνία που τις κοιτάς. 4 Για μία ακόμη φορά μέσα σε δύο μόλις μέρες, ο άγνωστος στεκόταν μπροστά από το δημαρχείο. Αυτή την φορά όμως, δεν βρισκόταν πάνω στην ταράτσα, αλλά κάτω στο δρόμο, λίγα μόλις μέτρα μακριά από την είσοδο του δημόσιου κτιρίου. Ακόμα και η ώρα ήταν διαφορετική. Ήταν λίγο πριν τις οκτώ και ο καιρός είχε χειροτερέψει αρκετά από την προηγούμενη ημέρα. Έκανε κρύο, εκείνο το ξερό τσουχτερό κρύο που υπάρχει σε πόλεις χωρίς θάλασσα. Ο άγνωστος είχε τα χέρια του στις τσέπες του παλτού που φορούσε, και με τα δάχτυλά του χάιδευε νευρικά το περίστροφο που βρισκόταν κρυμμένο στην δεξιά του τσέπη. Που και που έβγαζε το αριστερό του χέρι κι έτριβε νευρικά τον σβέρκο του. Στο πρόσωπο φορούσε για μία ακόμη φορά, τα μαύρα του γυαλιά που έκρυβαν τα μάτια του. Αυτή τη φορά φορούσε κι ένα ψεύτικο μουσάκι που κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου του. Πηγαινοερχόταν συνεχώς κατά μήκος του πεζοδρομίου, περιμένοντας. Δεν είχε κοιμηθεί καλά το βράδυ, συνεχώς σηκωνόταν από το κρεβάτι για να ξεράσει, και δεν βρισκόταν στην καλύτερη κατάσταση που έπρεπε για να τελειώσει αυτό που άρχισε να κάνει. Όμως έπρεπε να τελειώσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα και να φύγει για πάντα από αυτήν την πόλη. Μερικά αμάξια διέσχιζαν τον δρόμο μπροστά του και κάθε φορά που άκουγε τον ήχο κάποιου κινητήρα γυρνούσε το βλέμμα του προς το μέρος του θορύβου. Περίμενε μια μαύρη μερσεντές. Το αυτοκίνητου του δημάρχου. Και αυτήν τη φορά δεν θα άφηνε τίποτα στην τύχη. Φυσικά η δεύτερη απόπειρα του είχε πολύ μεγαλύτερο ρίσκο από την πρώτη αλλά δεν είχε πλέον άλλα περιθώρια. Πρέπει να σκοτώσω την γάτα, σκέφτηκε. Να την ξεκοιλιάσω αν μπορώ, να την δω να ξεψυχάει μπροστά στα μάτια μου. Τα δάχτυλα του σφιγγόταν, ολοένα και περισσότερο γύρω από την λαβή του περιστρόφου. Το βλέμμα του έπεφτε μηχανικά σε μια διαφήμιση που βρισκόταν αναρτημένη απέναντι από το δημαρχείο, και λίγο πριν την διασταύρωση με τους φωτεινούς σηματοδότες. Ήταν από αυτές τις διαφημίσεις που αλλάζουν λογότυπο, ανάλογα με την γωνία που τις κοιτάς. Θέλετενα αγοράσετε αυτοκίνητο στην καλύτερη δυνατή τιμή;…. Ή μήπως ενδιαφέρεστε για κάποιο άτοκο δάνειο;……… Για λίγα λεπτά υπνωτίστηκε σαν μικρό παιδί – λες και πρώτη φορά στη ζωή του έβλεπε κάτι τέτοιο. Όμως το όλο σκηνικό του φαινόταν εξαιρετικά περίεργο – ο δρόμος έρημος από αμάξια, τα πεζοδρόμια χωρίς πεζούς, το κρύο τσουχτερό και ο ίδιος με ένα πιστόλι κρυμμένο μέσα στην τσέπη του, έτοιμος να σκοτώσει έναν άνθρωπο που δεν είχε μιλήσει μαζί του, ποτέ στην ζωή του - και δεν μπορούσε να ξεκολλήσει το βλέμμα του από εκεί. Είναι διαφορετικό από όπου το δει κανείς, σκέφτηκε. Διαφορετικό για αυτόν που έρχεται από απέναντι, διαφορετικό για μένα, διαφορετική διαφήμιση ακόμα και για το ίδιο άτομο, αν περπατήσει λίγα μέτρα πιο δεξιά ή πιο αριστερά. Τελικά, το όλο θέαμα, έπαψε να τον απασχολεί γιατί με ένα ήρεμο βουητό, η μαύρη μερσεντές εμφανίστηκε στα μάτια του και απαλά κατευθύνθηκε προς τις θέσεις παρκαρίσματος του δημαρχείου. Ο άγνωστος κατευθύνθηκε και αυτός προς τα εκεί. Είδε τον δήμαρχο να στέκεται για μερικά δευτερόλεπτα μέσα στο αμάξι. Τελικά έπιασε την τσάντα που στεκόταν τεμπέλικα στη θέση του συνοδηγού και άνοιξε την πόρτα. Δεν κατάλαβε καν την κίνηση του δεξιού χεριού του αγνώστου, το πώς τον πλησίασε αθόρυβα, την σφαίρα που καρφώθηκε, σχεδόν εξ επαφής στον κρόταφό του – ούτε καν το ρυάκι του αίματος που κύλησε στο αριστερό του μάγουλο. Έπεσε με το πρόσωπο στο τιμόνι σαν να κοιμόταν εξαιρετικά κουρασμένος, μετά από κάποιο πολύωρο ταξίδι. Ο άγνωστος βιαζόταν υπερβολικά – πολύ περισσότερο από την πρώτη φορά. Πολύ περισσότερο από κάθε άλλη φορά στη ζωή του. Κι όμως δεν άντεξε στον πειρασμό να πυροβολήσει για δεύτερη φορά, για επιβεβαίωση. Ο σιγαστήρας έσβησε οποιοδήποτε θόρυβο, οποιαδήποτε ένδειξη ότι υπήρξε όντως πυροβολισμός. Η δεύτερη σφαίρα καρφώθηκε από την πίσω πλευρά του κεφαλιού κι έμεινε καρφωμένη μέσα στο μυαλό του δημάρχου, σαν μια μπίλια που πέφτει και αναπαύεται σε ένα μπολ με ζελέ. Ο άγνωστος είδε το αίμα να πετάγεται στο τιμόνι, στη θέση του συνοδηγού, πάνω στην πόρτα της μερσεντές, στο λεβιέ ταχυτήτων. Έχωσε το περίστροφο στην τσέπη του, και άρχισε να τρέχει στον αντίθετο δρόμο απ’ όπου είχε έρθει το αυτοκίνητο του δημάρχου. Κανείς δεν βρισκόταν σε απόσταση όπου θα μπορούσε να τους δει – ήταν σίγουρος για αυτό. Όπως ήταν σίγουρος πως κανείς δεν θα καταλάβαινε τι έγινε μέσα στο επόμενο τέταρτο. Και ο χρόνος αυτός του έφτανε. Ενώ γύριζε στο ξενοδοχείο, πέταξε το ψεύτικο μούσι σε κάποιο σκουπιδοτενεκέ, και ξύνοντας νευρικά το πρόσωπό του επιτάχυνε το βήμα. Το στομάχι του συνέχιζε να γουργουρίζει παραπονιάρικα από το μεθύσι της προηγούμενης νύχτας. Την σκότωσα την γαμημένη την γάτα, σκέφτηκε. Από όποια γαμημένη οπτική γωνία και να το δει κανείς, της πέταξα τα μυαλά έξω. Και γέλασε νευρικά με αυτήν τη σκέψη του. Όλα είχαν τελειώσει. Το μόνο που απέμενε πια, ήταν να φύγει από αυτή την μικρή και άχαρη πόλη του ελληνικού βορρά, όσο πιο γρήγορα και διακριτικά μπορούσε. Και ο λογαριασμός στην τράπεζα θα μεγάλωνε όπως πάντα. ------------------------------------------------------------------------------------------------------- 5 Αυτή τη φορά ο ήχος της τηλεόρασης του μπαρ, δεν ήταν χαμηλωμένος. Οι ειδήσεις ενός από τους μεγαλύτερους σταθμούς της χώρας, έφταναν στο τέλος. Όταν ο άγνωστος είδε το σήμα τέλους των ειδήσεων, ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το ποτό του. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά και τα μάτια του έμειναν κολλημένα στο σουβέρ που βρισκόταν ακριβώς μπροστά του. Ένιωσε τις παλάμες του ιδρωμένες, και άρχισε να τρίβει νευρικά – και λίγο φοβισμένα – τον σβέρκο του. Αυτή τη φορά το αλκοόλ, δεν κατάφερε να τον ηρεμήσει. Τα πράγματα δεν πήγαιναν όπως ήθελε. Η τηλεόραση συνέχιζε να πετάει τους ήχους της δεξιά και αριστερά, αλλά δεν της έδινε πια σημασία. Αυτό που ήθελε να δει, τις ειδήσεις δηλαδή, τις είδε. Αλλά δεν είδε ποτέ την είδηση που ήθελε να δει. Για μία ακόμη φορά, δεν είπαν τίποτα για κάποιο φονικό σε κάποια μικρή πόλη του βορρά. Τίποτα απολύτως. Και ούτε άκουσε κάποιον στο ξενοδοχείο, να το αναφέρει. Για τέτοιες ειδήσεις μιλάει συνήθως όλη η πόλη, γαμώ το, σκέφτηκε. Κι όμως, όλοι συμπεριφέρονταν σαν να μην είχε γίνει τίποτα. Και όσο και να ήθελε ο άγνωστος να το συνειδητοποιήσει, μάλλον αυτό έγινε. Δεν έγινε τίποτα! Κανένα φονικό δημάρχου, κανένας πυροβολισμός – πόσο μάλλον δύο! – κανένα πτώμα μέσα σε μια μαύρη μερσεντές. Τίποτα! Το βλέμμα του ξεκόλλησε από το σουβέρ και κοίταξε τον μπάρμαν. Βρισκόταν στην ίδια θέση με την προηγούμενη ημέρα, και πάλι με το τηλεκοντρόλ στο χέρι να κοιτάει κάποια ταινία στην τηλεόραση. Και για μια ακόμη φορά ένα μισογεμάτο μπουκάλι με βότκα βρισκόταν μπροστά του. Τι έγινε, αναρωτήθηκε. Τι, στο διάολο, έγινε; Δύο φορές τον πυροβόλησα, από τόσο κοντά, που είναι αδύνατον να μην τον σκότωσα. Μα κι ακόμα να τον τραυμάτισα μόνο – είναι δυνατόν! Η σφαίρα καρφώθηκε στο κεφάλι του γαμώ το! – γιατί δεν ανέφεραν τίποτα οι γαμημένες οι ειδήσεις!; Γιατί δεν έστειλαν τους ανταποκριτές τους, τις κάμερες, που είναι οι ζωντανές συνδέσεις; Ή έστω μια μικρή, λιτή και περιεκτική αναφορά; Είναι δυνατόν να μην μαθεύτηκε ακόμα; Σίγουρα τώρα το σώμα έχει αρχίσει ήδη να μυρίζει. Δεκάδες άτομα θα πέρασαν από εκεί, έχουν περάσει τουλάχιστον δώδεκα ώρες. Είναι δυνατόν να μην το είδες κανείς; Είναι δυνατόν να τους διέφυγε ένα ολόκληρο πτώμα μέσα σε μια μαύρη μερσεντές, για δώδεκα ολόκληρες ώρες;! Τι στο διάβολο συμβαίνει εδώ; Γιατί δεν πεθαίνει αυτή η γαμημένη γάτα; Το μυαλό του είχε θολώσει για τα καλά. Οι σκέψεις διαδέχονταν η μία την άλλη, χωρίς κάποια σωστή ροή, χωρίς κάποιο εμφανές νόημα. Απλά ταξίδευε από την μία απορία στην άλλη, άτακτα και χωρίς κάποια λογική σειρά. Όταν μάλιστα το δεξιό του χέρι έπιασε το δεύτερο μπουκάλι βότκας, δεν μπορούσε να δει καλά καλά μπροστά του. Γι’ αυτό και δεν πρόσεξε τον τύπο με τα λευκά ρούχα που κάθισε δίπλα του. Ο μπάρμαν του έδωσε χωρίς δεύτερη κουβέντα το μπουκάλι που του ζήτησε, και ξανακάθισε στο μοναδικό σκαμπό που βρισκόταν στο εσωτερικού του μπαρ. Τον είχε συνηθίσει πια τον άγνωστο. «Ένας από τους πολλούς παλαβούς που τριγυρνάνε από πόλη σε πόλη και πίνουνε στην πρώτη ευκαιρία», σκέφτηκε. «Όσο δεν με ενοχλεί και πληρώνει κανονικά, δεν θα τον ενοχλήσω ούτε κι εγώ». Έστρεψε και πάλι το βλέμμα του στην τηλεόραση και άνοιξε μια κρύα μπίρα για να πιει. Ούτε και αυτός πρόσεξε τον τύπο με τα λευκά. Έπρεπε να της κόψεις το κεφάλι πατέρα. Μόνο έτσι πεθαίνουν αυτές. Να της το κόψεις και να νιώσεις το αίμα της να σου πιτσιλάει το πρόσωπο. Και μετά, για να είσαι τελείως σίγουρος, να της το κάψεις. Να κάτσεις πάνω από τη φωτιά και να ακούς να καίγεται, να μυρίσεις τις καμένες τρίχες, να φτύσεις στις στάχτες. Μόνο έτσι πεθαίνουν αυτές. Κι εγώ αυτό έπρεπε να κάνω, αλλά δείλιασα. Φοβήθηκα μην με πιάσουν κι έτρεξα όσο πιο μακριά μπορούσα, πριν ολοκληρώσω το έργο μου. Δείλιασα πατέρα. Και τις δύο φορές, αλλά ιδιαίτερα την δεύτερη. Ο τύπος με τα λευκά χαμογελούσε. Φορούσε ακόμα και λευκά γάντια στα χέρια του. Δεν παρήγγειλε τίποτα, απλά καθόταν και κοιτούσε προσεκτικά τον άγνωστο. Στα χέρια του κρατούσε μια μπλε κάρτα από αυτές που στέλνουμε σε φίλους και συγγενείς στις γιορτές. Και φυσικά η κάρτα άλλαζε παραστάσεις ανάλογα με το πώς την κοιτούσες. Το άσπρο πουκάμισο κολλούσε πάνω του μα δεν έδειχνε ότι κάτι τέτοιο τον ενοχλούσε. Απλά περίμενε να τον προσέξει ο άγνωστος. Πέρασε ένα τέταρτο ωσότου γίνει κάτι τέτοιο. Το βλέμμα του αγνώστου ταξίδευε πια στο αλκοόλ. Και οι σκέψεις του με το αλκοόλ. Είχε πάρει την απόφαση του. Θα ξαναπροσπαθούσε για τρίτη φορά, όσο δύσκολο και να ήταν κάτι τέτοιο. Τρίτη και φαρμακερή, σκέφτηκε. Και αυτή την φορά θα τον κάψω τον παλιοπούστη. Θα του βάλω φωτιά ώστε να μην μπορεί να ξανασηκωθεί. Άκουσε έναν ανεπαίσθητο ήχο – ή καλύτερα ένιωσε έναν θόρυβο – δίπλα του, και γύρισε λιγάκι ξαφνιασμένος. Είδε τον τύπο με τα λευκά να τον κοιτάει χαμογελαστός. Σε άλλες εποχές δεν θα έκανε καμία κίνηση, απλώς θα σηκωνόταν να φύγει, επειδή δεν του άρεζε να πιάνει συζητήσεις, ιδίως σε περιοχές που μόλις είχε σκοτώσει κάποιον – λάθος, σκέφτηκε, που προσπάθησα να σκοτώσω κάποιον. Αλλά τώρα η όλη τρελή κατάσταση – και το σιγοντάρισμα του αλκοόλ – τον έκαναν να συμπεριφερθεί εντελώς διαφορετικά. -Τι με κοιτάς ρε; τον ρώτησε, προσπαθώντας να φανεί όσο το δυνατόν πιο κακός και πιο απρόσιτος σε κάποια προσπάθεια συζήτησης από τον ξένο. Σε ξέρω; - Όχι κύριε, δεν με ξέρετε. Και μάλλον δεν θα μας δοθεί ο χρόνος να γνωριστούμε όσο καλύτερα θα ήθελα. Δεν ξέρω αν το ξέρετε αλλά είστε πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος. - Τι μου λες! Και που το ξέρεις εσύ ασπρουλιάρη; Έχετε ένα από τα μεγαλύτερα χαρίσματα που μπορώ να βρω σε έναν άνθρωπο. Είστε επίμονος και πεισματάρης. Δεν το βάζετε κάτω εύκολα. Και έχετε κάποιες αρχές στη ζωή σας – που μπορεί να είναι κάπως….ανήθικες και παρανοϊκές με την κοινή λογική – δεν παύουν πάντως να είναι αρχές, που προσπαθείτε να τηρείτε κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. - Τι εννοείς δεν σε καταλαβαίνω. Και δεν νομίζω να φταίει γι’ αυτό η βότκα που ήπια. Μάλλον εσύ μου τα λες λίγο περίεργα. Ο τύπος με τα λευκά έφερε την κάρτα μπροστά στο πρόσωπο του αγνώστου και άρχισε να την στριφογυρίζει ανάμεσα στα δάχτυλα του. Τη στριφογύριζε τόσο επιδέξια που ο άγνωστος για μερικά δευτερόλεπτα υπνωτίστηκε από αυτό το θέαμα. Όπως η διαφήμιση απέναντι από το δημαρχείο, σκέφτηκε. Εννοώ πως δεν βάζετε μυαλό. Δοκιμάσατε μία φορά, δοκιμάσατε και δεύτερη και τώρα είμαι σίγουρος πως αποφασίσατε να δοκιμάσετε και τρίτη. Πιστεύω πως πιστεύετε ή καλύτερα ελπίζετε - ότι μπορείτε να κάνετε τα πράγματα να φαίνονται μονάχα από την δική σας οπτική γωνία. Ο άγνωστος ανατρίχιασε κι όχι μόνο από φόβο ή ξάφνιασμα. Τα ¨σπυριά¨ ιδρώτα στο μέτωπο του έγιναν ακόμα πιο πολλά. Όμως κάπου μέσα του χάρηκε που βρήκε κάποιον άλλον που γνώριζε τι έγινε στην πραγματικότητα. Κάποιον που μάλλον τον είδε και τις δυο φορές της δολοφονίας – στις δύο απόπειρες δολοφονίας, πιο σωστά. Και όσο και αν τρόμαξε που είχε πια κι έναν ανεπιθύμητο μάρτυρα να ξεφορτωθεί, παρ’ όλα αυτά ανακουφίστηκε. Αρά όντως είχε πυροβολήσει και τις δύο φορές. Δεν ήταν τρελός, ή δεν τα φαντάστηκε όλα αυτά. - Όμως δυστυχώς αγαπητέ μου μερικές φορές η γάτα δεν πρέπει να πεθάνει. Δεν είναι ότι δεν μπορεί ή ότι δεν θέλει, είναι απλώς ότι δεν πρέπει. Σας το είχε πει ο πατέρας σας αλλά εσείς απλώς αποφύγατε να το θυμάστε για να νιώσετε καλύτερα, έτσι δεν είναι; Και όπως διαπιστώσατε και από μόνος σας δεν ήταν μόνο η γάτα σε αυτή τη ζωή που δεν έπρεπε να πεθάνει. Το χέρι του αγνώστου πήγε μηχανικά προς το μπουκάλι, μα είχε αδειάσει και αυτό. Που ξέρει την ιστορία με τον πατέρα μου, αναρωτήθηκε. Πως είναι δυνατόν να την γνωρίζει εφόσον δεν την έχω πει σε κανένα; ποιος στο διάολο είναι αυτός; Είναι μόνο στην φαντασία μου σκέφτηκε. Δεν υπάρχει τίποτα δίπλα μου. Είναι απλώς μια φιγούρα που δημιούργησε το μυαλό μου για να με προστατεύσει. Πως αλλιώς να γνωρίζει τόσα πολλά; Μόλις ξεμεθύσω δεν θα θυμάμαι τίποτα από όλα αυτά. - - Το μόνο λάθος που κάνατε, αγαπητέ μου, ήταν ότι σας έστειλαν να σκοτώσετε έναν άνθρωπο που δεν πρέπει να πεθάνει, συνέχισε απτόητος, ο τύπος με τα λευκά. Δεν φταίτε εσείς, αν το καλοσκεφτείτε. Για να είμαι ειλικρινής, κανείς δεν φταίει. Απλά το θύμα σας, ή μάλλον καλύτερα το υποψήφιο θύμα σας, μας είναι πολύ χρήσιμος και δεν πρέπει να πεθάνει. Πολύ πιο χρήσιμος απ’ ότι εσείς. Όπως κάποτε άλλοτε ήταν μια καφέ γάτα με μια άσπρη λωρίδα στο πόδι της. Και ακόμα να της κόβατε το κεφάλι και να την καίγατε – κάτι τέτοιο δεν σκεφτήκατε, αλήθεια; - αυτή δεν θα πέθαινε. Σηκώθηκε κι έβαλε σχεδόν με το ζόρι στο χέρι του αγνώστου την μπλε κάρτα. Η κάρτα άστραφτε κάθε φορά που τα απαλά φώτα του μπαρ χτυπούσαν πάνω της. O άγνωστος την ένιωσε λεία και κρύα στα δάχτυλά του να πάλλεται αργά με περιοδικούς ρυθμούς, λες και ήταν αβγό κάποιου ερπετού που ετοιμαζόταν να εκκολαφθεί. - -Δυστυχώς πρέπει να σταματήσουμε τη συζήτηση μας. Πρέπει να φύγω. Ο χρόνος με πιέζει. Και όσο και να εκτιμώ το πείσμα και την επιμονή σας, δεν μπορώ παρά να ομολογήσω ότι, κάπου, μας έγιναν φορτικά. Γι’ αυτό και πρέπει, δυστυχώς, να σιγουρευτούμε ότι θα σταματήσετε. Το χέρι με το λευκό γάντι άγγιξε τον ώμο του αγνώστου. «Σας χαιρετώ», είπε. «Δυστυχώς αγαπητέ μου δεν καταφέρατε να σκοτώσετε την γάτα. Όχι ότι δεν προσπαθήσατε φυσικά». Με αυτά τα λόγια έφυγε αργά προς την πόρτα χαμογελώντας. Μα ο άγνωστος δεν τον έβλεπε. Κοιτούσε την μπλε κάρτα που είχε αφήσει ο ξένος. Κοιτούσε προσεκτικά τις δύο εκδοχές τις ίδιας κάρτας, που άλλαζαν κάθε φορά που την γυρνούσε στα δάχτυλά του. Η μία πλευρά έδειχνε τον δήμαρχο κρατώντας αγκαλιά ένα μωράκι, ένα υγιέστατο αγοράκι που έπαιζε με την μύτη του πατέρα του, και η άλλη πλευρά μια μαυροντυμένη γυναίκα με τα χέρια της ακουμπισμένα απαλά στους ώμους δύο κοριτσιών που έκλαιγαν. Σκέφτηκε για μερικά δευτερόλεπτα τη διαφήμιση απέναντι από το δημαρχείο, το πώς άλλαζε ανάλογα με το από πού την παρατηρούσε. «Άντε και γαμήσου», ψιθύρισε. Άντε και γαμήσου κι εσύ και οι θεωρίες σου. Δεν θα φύγω από εδώ, αν δεν σκοτώσω την γαμημένη την γάτα. Μπορεί να χρειαστεί να……» Ένιωσε το σώμα του να πέφτει και να μην μπορεί να το κρατήσει όρθιο. Το σφίξιμο στην καρδιά του ήταν τόσο δυνατό, που για μερικές στιγμές δεν σκέφτηκε καθόλου τον δήμαρχο, την γάτα, τον τύπο με τα λευκά ρούχα, την μπλε κάρτα που κρατούσε. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν ότι πέθαινε. Γλίστρησε αργά από τον σκαμπό και λες και έβλεπε το ίδιο του το σώμα να πέφτει στο πάτωμα, χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα. Έβλεπε την μπλε κάρτα να πέφτει μαζί του καρφωμένη πάντα στα δάχτυλα του, μη θέλοντας να τον αποχωριστεί. Το άδειο μπουκάλι βότκας χάθηκε από το οπτικό του πεδίο, όπως και το σουβέρ, όπως και ο μπάρμαν που συνέχιζε ανυποψίαστος και ανεπηρέαστος να κοιτάζει την ταινία στην τηλεόραση. Σε λιγότερο από κάποια δέκατα του δευτερολέπτου, τα πάντα χάθηκαν από το οπτικό του πεδίο. Ο άγνωστος έπεσε στο βρώμικο πάτωμα του μπαρ ενός ξενοδοχείου – ενός πατώματος στο οποίο χιλιάδες ταξιδιώτες είχαν αφήσει τα χνάρια των παπουτσιών τους, πριν από αυτόν - μιας μικρής και άχαρης πόλης του ελληνικού βορρά, που είχε έρθει για μία και μοναδική φορά στη ζωή του και που έμελλε να μην ξαναφύγει ποτέ. Που είχε έρθει μόνο και μόνο για να σκοτώσει κάποιον άσημο και χαμογελαστό δήμαρχο, μέσα στο καφέ, κολλαριστό πουκάμισό του. Και δεν ξανασηκώθηκε ποτέ από εκεί. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted October 31, 2010 Share Posted October 31, 2010 (edited) Καλωσόρισες στο φόρουμ, Μάριε! Πολύ ωραία και ενδιαφέρουσα η πρώτη ιστορία που μοιράστηκες μαζί μας. Υπήρχε ένα υπερβατικό μυστήριο που δημιουργούσε μια πολύ καλή ατμόσφαιρα και με τραβούσε να συνεχίσω το διάβασμα, σε όλη την έκταση της ιστορίας. Η μόνη μου ένσταση είναι για την ιστορία που είπε ο πατέρας του ήρωα σ' εκείνον. Δεν νομίζω ότι είναι μια ιστορία που θα έλεγε ένας πατέρας στον γιο του. Μήπως καλύτερα να ήταν ένας αστικός μύθος ή κάτι τέτοιο; Ο τρόπος γραφής είναι πολύ καλός. Σε μερικά μόνο σημεία ένιωσα ότι έλεγες μερικά πράγματα παραπάνω και αφαιρέθηκα λιγάκι από την ανάγνωση, αλλά αυτό είναι και θέμα γούστου. Υπήρχαν μερικά γραμματικά λαθάκια που φαντάζομαι ότι με ένα ξαναπέρασμα θα διορθωθούν. Αν μπορώ να σου προτείνω μια διόρθωση είναι ότι στα αποσιωπητικά οι τρεις τελείες είναι αρκετές. Οι επιπλέον δεν δίνουν κανένα διαφορετικό νόημα. Καταλαβαίνω την επιλογή σου να αφήσεις κάποια πράγματα ανεξήγητα, αλλά εγώ -ως περίεργος αναγνώστης- θα ήθελα να μάθω κι άλλα πράγματα για να είμαι περισσότερο ικανοποιημένος. Αυτό το «γιατί δεν πρέπει να πεθάνει» μού μπήκε στη μύτη και δεν έφευγε από εκεί. Τι είναι αυτό που κάνει μια γάτα να μην πρέπει να πεθάνει; Ποιες είναι οι δυνάμεις που το ορίζουν αυτό; Κι αυτό μας φέρνει στον τύπο με τα λευκά, που ήταν ένας πολύ ενδιαφέρων και μυστηριώδης χαρακτήρας, αλλά η έλλειψη οποιωνδήποτε άλλων πληροφοριών γι' αυτόν με πείραξε. Ήθελα να μάθω κι άλλα, πώς να το κάνουμε; Η ιστορία ίσως να ταιριάζει περισσότερο στις ιστορίες Τρόμου... όπως και να 'χει, ένα μικρό σφίξιμο το ένιωσα. Ελπίζω να μοιραστείς κι άλλες τέτοιες ωραίες ιστορίες με μας. Edited November 1, 2010 by Mesmer Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.