Tattoman Posted November 17, 2010 Share Posted November 17, 2010 (edited) Μονιασμένες ψυχές Την αγαπούσε την μητέρα του. Την είχε κάνει ένα με την καρδιά του. Έκαναν τα πάντα μαζί, παίζανε τραγουδούσαν, μάθαιναν, φαινόταν αδύνατο να υπάρξει ο ένας χωρίς τον άλλον. Να όμως που η μοίρα είχε διαφορετική άποψη.Η μητέρα του δεκάχρονου παιδιού προσβλήθηκε από μια πολύ επικίνδυνη ασθένεια. Λίγες μέρες προτού πεθάνει, όταν ήταν βαριά άρρωστη και καθηλωμένη στο κρεβάτι, της είχε πει κάτι με την γαλήνια φωνή του. «Μαμά…» «Έλα γλυκούλη μου» «Άμα, καμία φορά πας να πεθάνεις εγώ θα σε δέσω στην καρδούλα μου και δεν θα σε αφήσω να φύγεις. Άμα λοιπόν εσύ πας να φύγεις θα τραβήξεις και την καρδούλα μου μαζί. Έτσι, δεν θα είσαι μόνη σου.» Η μητέρα του είχε ξεσπάσει σε κλάματα, προσπαθούσε να του απαντήσει, όμως η φωνή της κρυβόταν πίσω από τα αναφιλητά. «Γιατί κλαις μαμά;» την είχε ρωτήσει θλιμμένα. «Δεν θες να είμαστε μαζί;» «Πως καρδούλα μου θέλω…» τραύλισε «Άκου τι θα κάνουμε…» είπε στα σιγανά αφού ρούφηξε την μύτη της πρώτα. Έσκυψε μπροστά… «Κάθε βράδυ, όταν ο παππούς και η γιαγιά έχουν πέσει για ύπνο, και όλα τα φώτα του σπιτιού σβήσουν, εσύ θα παίρνεις ένα κεράκι και θα το ανάβεις με ένα σπίρτο. Θα το βάζεις επάνω στο γραφειάκι του δωματίου σου και θα πέφτεις για ύπνο. Τότε εγώ θα σου τραγουδάω απαλά στο αφτί σου μια μελωδία για να κοιμηθείς. Έτσι θα είμαι πάντα δίπλα σου και θα είμαστε μαζί. Σύμφωνοι;» «Σύμφωνοι» είπε το παιδάκι συνωμοτικά. Μετά τον πήραν από το δωμάτιο. Του είπαν πως είχαν ήδη μιλήσει αρκετά. Ήταν η τελευταία φορά που είδε ζωντανό το πρόσωπό της…όχι όμως και την ψυχή της… Ίσως να ήταν το τρεμουλιαστό φως του κεριού που τον έκανε να ξυπνήσει. Οι βλεφαρίδες του τρεμόπαιξαν καθώς τα μάτια του άνοιξαν έπειτα από ώρες ύπνου. Το φως από το κεράκι χόρευε στον τοίχο του δωματίου του. Ασθενικό και χρυσαφένιο. Δημιουργούσε σκιές μέσα στο μισοσκόταδο. Ήταν έτοιμο να τελειώσει, με καφετιά δάκρυα να έχουν κυλήσει επάνω του, πρέπει να ήταν ώρες αναμμένο. Μόλις το αντίκρισε μπρος του ταράχτηκε. Είχε ξεχάσει να το ανάψει, ναι, σίγουρα, το είχε ξεχάσει. Απλά το είχε τοποθετήσει εκεί, επάνω στο μικρό γραφειάκι για τα μαθήματα. Μα δεν το είχε ανάψει. Όχι εκείνη την μέρα. Έπρεπε να το κάνει, δεν μπορούσε να κοιμηθεί δίχως αυτό, όμως ετούτη την νύχτα τον πήρε ο ύπνος έτσι απλά. Ο νους του πήγε κατευθείαν στους παππούδες του. «Ο παππούς; δεν μπορεί, κοιμάται. Το ίδιο και η γιαγιά» λογάριασε με το μυαλό του. «Τότε ποιος;» Σηκώθηκε όρθιο τραβώντας τα μάλλινα σκεπάσματα από πάνω του. Το πλησίασε, με τα μάτια καρφωμένα σε αυτό. Περπάτησε αθόρυβα μέχρι το γραφειάκι. Κοίταξε την φλόγα που ανάβλυζε από την κορυφή του. Άλλοτε ήταν κόκκινη, όπως όλες τις φλόγες των κεριών. Όμως τώρα είχε κάτι διαφορετικό επάνω της. Διέκρινε ένα γαλαζωπό χρώμα καθώς αυτή λικνιζόταν. Ίδιο με το χρώμα των ματιών του. Ήταν σαν να έβλεπε την αντανάκλαση τους μέσα στην φλόγα, τα όμορφα μάτια του να καθρεφτίζονται στο εσωτερικό της. Τότε συνέβη κάτι που τον έκανε να ανατριχιάσει ολόκληρος. Ένα ξαφνικό αεράκι, σαν τρυφερό φύσημα, σαν ζεστή ανάσα, έκανε την φλόγα του κεριού να σβήσει απότομα. Το νωχελικό δώμα βυθίστηκε στο σκοτάδι. Το τρομαγμένο παιδάκι δε σάλεψε. Ανάσαινε κοφτά, πασχίζοντας σε κάθε εισπνοή να πάρει οξυγόνο χωρίς να κάνει θόρυβο. Κοίταξε πίσω, η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Τότε από το μικρό κενό μπόρεσε να διακρίνει μια δέσμη φωτός μέσα στο σκοτάδι. Ένα φως όμοιο με λευκή αύρα, ανέμελο. Κυμάτιζε στον αέρα σαν σύννεφο. Τα μάτια του γυάλισαν στην θέα του, αιχμαλωτίστηκαν. Άρχισε να κάνει αργά βήματα προς την πηγή της αύρας. Πρέπει να προέρχεται από το σαλόνι, σκέφτηκε Άνοιξε την πόρτα και συνέχισε να περπατά σαν υπνωτισμένος. Λίγα μόλις βήματα πιο πέρα στάθηκε κάτω από το κατώφλι και τέντωσε τον λαιμό του. Το κεφάλι του ξεπρόβαλε πίσω από την σάπια σανίδα. Αυτό που αντίκρισε έκανε την καρδιά του να χτυπήσει δυνατά. Καθισμένη στον καναπέ μέσα στον σκοτεινό περίγυρο, βρισκόταν η μητέρα του. Το εκτυφλωτικό λευκό ανάβλυζε από κάθε σημείο του σώματός της. Τα κύματα της αύρας της ταξίδευαν τριγύρω. Από το ανοιχτό στήθος της ξεχείλιζε μια μεγάλη ακτίνα φωτός. Πηγή ήταν η καρδιά της. Το πρόσωπό της έλαμπε και τα χρυσόξανθα μαλλιά της ήταν χτενισμένα. Φορούσε ένα άνετο μανδύα. Του έγνεψε να πλησιάσει με το χέρι της. Το παιδάκι υπάκουσε σαν να έλκονταν από μαγνήτη. Στάθηκε μπροστά της σε προσοχή. «Γεια σου μαμά…» της είπε συγκινημένος «Τι κάνεις μωρό μου;» είπε αυτή με κρυστάλλινη φωνή. Η φωνή της κυλούσε απαλά, σε νανούριζε. «Μου λείπεις μαμά…» είπε με τρέμοντας και ξέσπασε σε κλάματα. Έπεσε στην αγκαλιά της και την έσφιξε. Μια θερμότητα τον διαπέρασε. Του είχε λείψει αυτή η υπέροχη αίσθηση, η ζεστασιά της μητρικής αγκαλιάς. Εκεί μέσα, προστατευμένος, νοιώθοντας σιγουριά, μπορούσε να αποκοιμηθεί μονομιάς. Μπορούσε να ταξιδεύσει στις φανταστικές λεωφόρους του ονείρου, χωρίς να τον διακόψει κανένας. Με το που έπεσε στην αγκαλιά της, τυλίχτηκε και αυτός από λευκές αύρες. «Και εμένα αγόρι μου…» είπε η μητέρα του χαϊδεύοντας του την πλάτη τρυφερά. «Γι’ αυτό και εγώ ήρθα να σε δω απόψε, για να σου προτείνω κάτι.» Το αγόρι την κοίταξε στα μάτια παραξενεμένο, αλλά γεμάτο καρτερία. «Τι να μου προτείνεις;» «Σου αρέσει ο ουρανός;» τον ρώτησε. «Πολύ» «Θα ήθελες να ζεις για πάντα εκεί;» «Ναι μαμά…» «Οι δυο μας, να ταξιδεύουμε στα σύννεφα και στο λαμπερό γαλάζιο;» «Ναι, θα το ήθελα πάρα πολύ μαμά, μπορεί να γίνει αυτό;» ρώτησε γεμάτο αφέλεια και απορία. «Θέλεις στα αλήθεια να γίνει;» Της έγνεψε καταφατικά με προσμονή. «Σήκω επάνω…» Το παιδάκι υπάκουσε. «Τώρα ακούμπα το χέρι σου στην καρδιά μου.» Η πηγή του στιλπνού φωτός καλύφθηκε με το παιδικό χέρι. Κάποιες ακτίνες της διαπερνούσαν τα δάχτυλά του και περιστρέφονταν στον αέρα. «Έτοιμος;» «Πανέτοιμος» απάντησε με σιγουριά Η γυναίκα έβαλε με την σειρά της το χέρι της στην καρδούλα του γιου της. Ένιωσε τους παλμούς του καθώς το στήθος του ανεβοκατέβαινε ζωηρά. Εκείνη την στιγμή, όταν τα δάχτυλά της ακούμπησαν το φθαρμένο πουλόβερ του, συνέβη κάτι το μαγικό. Οι μορφές τους σκορπίστηκαν σε μυριάδες μικροσκοπικά κομμάτια. Αυτά έγιναν ακόμη μικρότερα και το μόνο που απέμεινε να αιωρείται κάτω από το λευκό φως ήταν διαφανείς σκόνες, και πορφυρές κλωστές. Χόρευαν στην ατμόσφαιρα, καθώς οι δυο σιλουέτες διακρίνονταν να ανεβαίνουν προς τα πάνω. Ή ίσως οι ψυχές τους. Μπερδεμένες σε ένα σώμα. Μονιασμένες για πάντα… Edited November 17, 2010 by Tattoman 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Domenico Posted November 17, 2010 Share Posted November 17, 2010 Απλά μαγικό!!!! άντεεεεεεεεεεεε με πήραν τα ζουμιά πρωί πρωί......άσε που το πρώτο μέρος της συζήτησης μοιάζει πολύ με ένα παρόμοιο διάλογο που έκανα όταν ήμουν 10..........άτιμε τι μου θύμησες τώρα...... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Lady Nina Posted November 17, 2010 Share Posted November 17, 2010 Μπα, σε καλό σου!! Κι εμένα με συγκίνησες...! Δάκρυα τρέχουν από τα μάτια μου και όχι, δεν είναι από τα κρεμ-μύδια () που καθάριζα πριν... Πολύ καλό! Μπράβο! Υ.Γ.: Με λίγες διορθωσούλες απλά θα απογειωνόταν, αλλά κι έτσι την κάνει τη δουλειά του...! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted November 17, 2010 Share Posted November 17, 2010 Όμορφο, γλυκό και συγκινητικό, Γιώργο. Διαπίστωσα μια αρκετά μεγάλη βελτίωση από προηγούμενες ιστορίες σου, τόσο στην έκφραση όσο και σε γραμματικά θέματα. Πρόσεξα μόνο καναδυό γραμματικούλια και ένα ξεχασμένο με. Μπράβο! Συνέχισε έτσι. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tattoman Posted November 17, 2010 Author Share Posted November 17, 2010 Σας ευχαριστώ πολυ΄παιδιά για τα καλά σας λόγια!!! το κείμενο θα το στείλω σε έναν μαθητικό διαγωνησμό πανελλήνιο μέχρι 1000 λέξεις... απλά θα το στείλω και ότι βγει....σας ευχαριστώ και πάλι Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Oceanborn Posted November 17, 2010 Share Posted November 17, 2010 Είναι πολύ πολύ γλυκό απο τη μία. Και μένα μ έκανε να δακρύσω αλλά ως συνήθως το κεφάλι μου χώθηκε στη μέση. Αφού η μαμά του τον αγαπούσε γιατί δε τον άφησε να ζήσει; Δεν ήταν κάπως εγωιστική όλη αυτή η κίνηση; Όσο για το σημείο με το κερί, με συγκίνησε πάρα πολύ. Είναι όμορφη αίσθηση να έχεις ένα αναμμένο κεράκι ούτως ή άλλως πόσο μάλλον όταν αποκτά τέτοια αξία... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Lady Nina Posted November 19, 2010 Share Posted November 19, 2010 Αφού η μαμά του τον αγαπούσε γιατί δε τον άφησε να ζήσει; Δεν ήταν κάπως εγωιστική όλη αυτή η κίνηση; Για να πω την αλήθεια, αυτό σκέφτηκα κι εγώ μόλις διάβασα εκείνο το σημείο... Αλλά δεν ξέρω, η επόμενη σκηνή ήταν τόσο μαγευτική, που με έκανε να καταλάβω πως, ναι, έτσι έπρεπε να γίνει! Καλή επιτυχία στο διαγωνισμό, Τατού!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tattoman Posted November 19, 2010 Author Share Posted November 19, 2010 Ευχαριστώ!!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Big Fat Pig Posted November 19, 2010 Share Posted November 19, 2010 Είσαι σε πολύ καλό δρόμο Tat! Το γράψιμό σου είναι σαφώς βελτιωμένο και η αφήγησή σου πιο σίγουρη. Καλή επιτυχία στο διαγωνισμό που θα την στείλεις. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tattoman Posted December 21, 2010 Author Share Posted December 21, 2010 (edited) Την έστειλα την ιστορία. Πάντως οι καθηγήτριες που την διάβασαν έπαθαν πλάκα...αντε να δούμε.. υ.γ-thanks worsmith Edited December 21, 2010 by Tattoman Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wordsmith Posted December 21, 2010 Share Posted December 21, 2010 Παρακαλώ. Καλή επιτυχία και συγχωρεμένος που με έγραψες χωρίς d (:tongue:). Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tattoman Posted December 19, 2013 Author Share Posted December 19, 2013 Ξεθαβω τα παλια και το βρηκα, απο τις αγαπημενες μου ιστορίες, και γραφτηκε 3 χρονια πριν...τι κρημα που με ολο αυτο το διαβασμα δεν γραφω αλλο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Airbourne Posted December 27, 2013 Share Posted December 27, 2013 Ναι, είναι μια θλιβερά συγκινητική ιστορία. Εδώ παίζεις με τον συναισθηματικό πόνο. Μπλέκεις προαιώνια στοιχεία. Την αγάπη και την Μητέρα, δυο έννοιες αλληλένδυτες. Έχω όμως μερικούς προβληματισμούς που κυρίως έχουν σχέση με την αληθοφάνεια της ιστορίας, πρίν το υπερφυσικό της τέλος. Γιατί μια μητέρα να πει κάτι τόσο επικίνδυνο στο παιδί της; Το άναμα του κεριού καθημερινά την ώρα πριν τον ύπνο, θα μπορούσε εύκολα να οδηγήσει σε παρανάλωμα του πυρός. Σίγουρα είναι κάτι που σε βοήθησε να συνδέσεις τα κομμάτια για να ολοκληρώσεις την ιστορία σου. Νομίζω επίσης ότι υποννοείς ότι και η μητέρα δεν μπορούσε να αποχωριστεί το σπλάχνο της και -σαν στοίχειωμα- το οδήγησε κοντά της για να γίνουν δυο μονιασμένες ψυχές. Δεν ξέρω...είμαι διχασμένος. Από την μία η ροή του κειμένου έχει μια πολύ γλυκιά, μελιστάλακτη απόχρωση. Από την άλλη ίσως θα μπορούσε να γίνει μια δυνατή ιστορία τρόμου. Εννοείται ότι μου άρεσε, έτσι; Μην παρεξηγηθώ. Απλά σκέφτομαι ότι θα μπορούσε να μας δείξει περισσότερα πράγματα. Ευχαριστώ και ελπίζω να συνεχίσεις να γράφεις. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.