Jump to content

Μια παράξενη ιστορία


Mesmer

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Άγγελος

Είδος: Φαντασίας

Βία, Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων: 2.750

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: Μια ιστορία που έγραψα πριν πολλά χρόνια και την ξετρύπωσα πάλι σήμερα. Αφού την ξαναδιάβασα παρατήρησα ότι είναι καλή και θα μπορούσε να μπει στο φόρουμ. Αφαίρεσα πάνω από χίλιες λέξεις άσκοπου μπλα-μπλα και σας δίνω μια πιο λάιτ εκδοχή της smile.gif Είναι περίπου αυτοβιογραφική. Θυμάμαι ότι την είχα γράψει με αφορμή κάτι που είχε γίνει και με είχε στεναχωρήσει και μπερδέψει πολύ, κι αυτό φαίνεται μέσα στο κείμενο. Όταν την είχα διαβάσει ξανά, μετά από καιρό, δεν έβγαλα νόημα, κι αναγκάστηκα να την αλλάξω λίγο. Το μπέρδεμα, όμως, παραμένει...

 

 

 

Μια παράξενη ιστορία

Κάθε άνθρωπος έχει μια παράξενη εμπειρία. Μια τόσο περίεργη ιστορία να πει που κανένας δεν θα τον πίστευε όσο κι αν προσπαθούσε να τον πείσει. Αυτές οι ιστορίες είναι που ζωντανεύουν τον κόσμο μας, που τον κάνουν να μοιάζει μαγικός, μυστήριος και ανεξερεύνητος. Αυτή είναι η δική μου περίεργη ιστορία…

 

Εδώ κι ενάμιση χρόνο φοιτώ στην Σχολή Τεχνικών Υπαξιωματικών Αεροπορίας (Σ.Τ.Υ.Α.). Σαν στρατιωτική σχολή διέπεται από πνεύμα πειθαρχίας κανονισμούς και διαταγές. Όταν μπαίνεις για πρώτη φορά στη σχολή. όταν περνάς για πρώτη φορά την πύλη της μονάδας, νιώθεις σαν χαμένος. Είναι σαν να μην ξέρεις πού είσαι και ποιος είναι ο σκοπός σου εκεί. Με τον καιρό, όμως, τα μαθαίνεις όλα. Τι πρέπει να κάνεις, τι πρέπει να αποφεύγεις και πώς να φυλάγεσαι. Φυσικά, τα απαγορευμένα είναι τα καλύτερα.

 

Οι παλιοί είναι αυτοί που σου τα μαθαίνουν αυτά. Όταν λέω «παλιοί», εννοώ αυτούς που είναι στη σχολή ένα χρόνο περισσότερο από ‘σένα. Ίδια ηλικία με ‘σένα, τα ίδια φουσκωμένα μυαλά με ‘σένα, την ίδια απεριόριστη ενέργεια που έχουν να καταναλώσουν, αφού η ηλικία δεν τους βαραίνει καθόλου. Δεν μπορείς να κρατήσεις τα είκοσι χρόνια μέσα σ’ ένα στρατόπεδο κλεισμένα για δύο χρόνια, χωρίς να έχεις επιπτώσεις. Κι αυτό είναι νόμος…

 

Οι «παλιοί», λοιπόν, ήταν αυτοί που όταν μπήκαμε στην σχολή, μας έτρεχαν, μας φώναζαν, μας έκαναν τη ζωή δύσκολη για να μπορέσουμε να καταταχθούμε κι εμείς στον ελληνικό στρατό. Εκτός αυτών μας έμαθαν κι αυτά που δεν έπρεπε να κάνουμε, αλλά ήταν απαραίτητα για να περνάμε καλά. Το αλκοόλ κρατάει ζωντανό το πνεύμα, τα πιτόγυρα δίνουν άφθονη ενέργεια και οι «μάντρες» σε ετοιμάζουν για ειδικές αποστολές. Όλα έχουν τον δικό τους ΑΝΣΚ (αντικειμενικό σκοπό).

 

Μέχρι εδώ πάμε καλά, αλλά υπάρχει και το διάβασμα. Όχι πως του δίνουμε πολύ σημασία, αλλά είναι απαραίτητο… έχει τον δικό του ΑΝΣΚ.

 

Ο πρώτος, δύσκολος χρόνος πέρασε. Το πολύ τρέξιμο, το σπάσιμο των νεύρων και η νοοτροπία του νεοτέρου τέλειωσε. Οι νέοι, οι χαμένοι, τα καινούρια «παιχνίδια» ήρθαν στη σχολή κι εμείς οι «παλιοί» έπρεπε να τους μάθουμε όσα ξέραμε, όσα μας έμαθαν οι πιο παλιοί. Το κάναμε με αστείρευτο πάθος και ζήλο.

 

Ίσως να ήταν το πρώτο πράγμα που έμαθα στη σχολή, ίσως να ήταν το πρώτο πράγμα που δίδαξα, αλλά μετά από ενάμιση χρόνο καταλαβαίνω την αξία των τριών «ιερών» θεσμών για κάθε Δόκιμο. Τρεις θεσμούς που πρέπει να τιμάς, να σέβεσαι και να προστατεύεις.

 

Εστίαση, Κατάκλιση και Έξοδος, ή αλλιώς…

 

Μάσα, Τούφα και ΠΣΚ (ΖΗΤΩ!)

 

Μπορεί η Κυριακή να είναι η πιο άγια μέρα. Η μέρα που ο Θεός ξεκουράστηκε όταν δημιούργησε τον κόσμο, αλλά, για κάθε Δόκιμο, η Παρασκευή δεν αλλάζεται ούτε με χίλιες Κυριακές.

 

Το μεσημέρι της Παρασκευής η σχολή γεμίζει με στολές εξόδου, βαλίτσες και χαρούμενα πρόσωπα, βέβαια, υπάρχουν αυτοί που έχουν υπηρεσία, όπως κι αυτοί που είναι τιμωρημένοι και θα χάσουν ένα μέρος ή όλο το ΠΣΚ, αλλά είναι μικρό το τίμημα για την πατρίδα.

 

Το προσκλητήριο εξοδούχων τελειώνει, ο δρόμος έξω απ’ τη σχολή ξεχειλίζει από Δοκίμους που ανεβαίνουν στα λεωφορεία που τους περιμένουν για να τους πάνε στα σπίτια τους.

 

Κάπως έτσι ξεκίνησε κι ένα δικό μου ΠΣΚ. Απ’ τον πρώτο χρόνο έπιασα μια μικρή γκαρσονιέρα κοντά στην πλατεία Αττικής και εκεί την βγάζω τα Σαββατοκύριακα. Μικρή, αλλά βολική και μερικές φορές χρήσιμη σε κάποιους που έτυχε να φιλοξενηθούν.

 

Εκείνη η Παρασκευή πέρασε όμορφα, μαζί με δυο αγαπημένα πρόσωπα. Καφεδάκι και στην συνέχεια σινεμά, σ’ ένα από τα πιο πολυσύχναστα μέρη. Γύρισα αργά το βράδυ στο διαμέρισμά μου εξουθενωμένος.

 

Η φασαρία που γίνεται στη λαϊκή αγορά, σ’ ένα δρόμο κοντά στο σπίτι μου είναι αυτή που μου λέει καλημέρα κάθε Σάββατο πρωί. Ο ύπνος είναι λίγος, αλλά ευτυχώς η διάθεση πάντα καλή.

 

Το μεσημέρι του Σαββάτου το πέρασα μαζί με έναν παλιό, καλό φίλο. Βγήκαμε για καφέ και τάβλι στη Φωκίωνος, με την συνοδεία γέλιων και αναμνήσεων. Όταν τελειώσαμε από εκεί πήγαμε να τσιμπήσουμε κάτι υγιεινό στα κοντινά GOODY’S. Αφού ανανεώσαμε το ραντεβού μας για την επόμενη βδομάδα, κατευθυνθήκαμε και οι δυο για τα σπίτια μας.

 

Θα ήταν γύρω στις εφτά όταν ένας ευχάριστος ήχος μηνύματος ακούστηκε από το κινητό μου. Μεγάλη παρέα κανόνισε βραδιά σε ρεμπετάδικο, αν ήταν δυνατό να λείπω εγώ. Στις δώδεκα παρά τέταρτο στην Ομόνοια, έξω από τα Hondo’s. Έκλεισε…

 

Σκέφτηκα πως είχα αρκετό χρόνο. Ίσως προλάβαινα να κοιμηθώ λίγο, αλλά η ενέργειά μου ήταν ακόμη σε υψηλά επίπεδα.

 

Άνοιξα την τηλεόραση. Ήταν η ώρα που τα περισσότερα κανάλια είχαν ειδήσεις. Όχι και πολύ ευχάριστα τα τελευταία γεγονότα. Το έβαλα στο MAD για ν’ ακούσω μερικά τραγούδια και ν’ ανεβεί λίγο ακόμη η διάθεση για το βράδυ.

 

Ένας τόμος του περιοδικού σταυρόλεξων «ΤΟ ΤΕΣΤ» υπήρχε πεταμένο στο πάτωμα. Ξάπλωσα πάλι στο κρεβάτι βάζοντας δυο μαξιλάρια πίσω απ’ την πλάτη μου για να την κρατάνε όρθια. Άνοιξα το περιοδικό κι έψαξα να βρω για κάποιο άλυτο σταυρόλεξο. Το βρήκα και άρχισα με βουλιμία να ψάχνω τις λύσεις των ορισμών. Αρχικά οι λέξεις ήταν διάσπαρτες πάνω στο ασπρόμαυρο ψηφιδωτό αλλά μετά από λίγο η μία έπεφτε πάνω στην άλλη γεμίζοντας τα άσπρα κουτάκια. Ώσπου τελικά, είχε μείνει μόνο ένας ορισμός κι ένα μυαλό κολλημένο. Εννιά γράμματα. Το τρίτο Μ, το έβδομο Ε κι εκεί μέσα έπρεπε να μπει «αυτή που είχε γραφτεί από πριν».

 

Ήμουν σίγουρος ότι το ήξερα αλλά το κεφάλι δεν σε βοηθάει σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα να κοιτάω τα τελευταία λευκά κουτάκια με απόγνωση αλλά όταν κοίταξα το ρολόι μου είχα δει ότι η ώρα ήταν δέκα και μισή. Μόλις που προλάβαινα. Άφησα το περιοδικό ανοιχτό στο πάτωμα με το στυλό ανάμεσα στις σελίδες.

 

Για μια στιγμή ένιωσα το κεφάλι μου να πονάει. Έβγαλα τις πιτζάμες και μπήκα στο μπάνιο. Το ζεστό νερό έδρασε σαν αναλγητικό για τον πονοκέφαλο κι όταν βγήκα ήμουν πολύ καλύτερα. Φόρεσα ένα τζιν παντελόνι και το αγαπημένο μου μαύρο πουκάμισο. Έδεσα τα παπούτσια μου, έβαλα στις τσέπες το κινητό και το πορτοφόλι μου.

 

Η οδός Αδμήτου είναι κάθετη στον δρόμο όπου βρίσκεται το σπίτι μου. Έστριψα αριστερά και κατευθύνθηκα προς τον σταθμό του ΜΕΤΡΟ. Όταν άρχισα να κατεβαίνω τις σκάλες του σταθμού έβγαλα απ’ το πορτοφόλι μου ένα εισιτήριο του ΜΕΤΡΟ, που πάντα φρόντιζα να έχω μαζί μου. Ακύρωσα το εισιτήριο και άφησα τις κυλιόμενες σκάλες να με κατεβάσουν στην αποβάθρα.

 

Κοίταξα την ώρα στο κινητό μου. Ήταν ήδη έντεκα και είκοσι. Δεν υπήρχαν πολλά άτομα εκεί εκείνη την ώρα. Μέτρησα πέντε. Ήταν νέοι και καλά ντυμένοι. Προφανώς θα πήγαιναν και αυτοί να διασκεδάσουν.

 

Πήγα και στάθηκα προς το τέλος της αποβάθρας. Εκεί ήμουν τελείως μόνος. Όλοι οι υπόλοιποι ήταν απ’ το κέντρο και μετά.

 

Κοίταξα στην απέναντι αποβάθρα. Δεν υπήρχε κανένας που να ήθελε να πάει στα Σεπόλια. Ο ειδικός φρουρός στεκόταν μόνος του, φορώντας την μπλε στολή του, που, κάπως, μου θύμιζε την σχολή, και κρατώντας ένα αυτόματο όπλο στο χέρι. Περίμενε, άραγε, να του συμβεί κάτι, κάποτε; Κι αν, ναι, ήταν έτοιμος να χρησιμοποιήσει το όπλο;

 

Ακούστηκε ο ήχος του συρμού που ερχόταν. Αυτό ήταν καλό. Θα έφτανα νωρίτερα στο ραντεβού. Καθώς ο συρμός περνούσε από μπροστά μου πρόσεξα ότι μέσα στα βαγόνια υπήρχε ελάχιστος κόσμος.

 

Το τελευταίο βαγόνι σταμάτησε μπροστά μου. Οι πόρτες άνοιξαν, μπήκα μέσα και στάθηκα ακριβώς απέναντι κοιτώντας την αποβάθρα. Ήμουν μόνος στο βαγόνι. Ακούστηκε ο χαρακτηριστικός ήχος που προειδοποιεί ότι οι πόρτες κλείνουν.

 

Οι πόρτες άρχισαν να κλείνουν και τότε έγινε κάτι αναπάντεχο. Μια κοπέλα εμφανίστηκε σχεδόν απ’ το πουθενά, με σταθερό, αργό βήμα πέρασε ανάμεσα απ’ τις πόρτες, που σχεδόν κόντεψαν να την πιάσουν, αλλά έκλεισαν πίσω της, λίγα χιλιοστά απ’ το σώμα της.

 

Ήταν τόσο απίστευτη η σταθερότητα και η γαλήνη στο πρόσωπό της που έδειχνε ότι αγνοούσε τελείως τις πόρτες, ότι ήταν σίγουρη πως ό,τι και αν γινόταν εκείνες οι πόρτες αποκλείεται να την έκλειναν ανάμεσα τους.

 

«Μη», πρόλαβα να φωνάξω, μόλις είδα τη σκηνή. Μάλλον φοβήθηκα πιο πολύ απ’ την κοπέλα. Γύρισε και με κοίταξε. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της. Ήταν πανέμορφη. Μαύρα ολόισια μαλλιά κατέβαιναν λίγο πιο κάτω απ’ τους ώμους της, κάνοντας χωρίστρα στη μέση. Μάτια μεγάλα, μαύρα που έκρυβαν όλα τα μυστήρια του σύμπαντος. Στενή και λεπτή μύτη. Υπέροχα ροζ λαμπερά χείλη, που κάτω απ’ το χαμόγελό της φαίνονταν κατάλευκα δόντια. Το πρόσωπό της είχε σχήμα διαμαντιού. Στενό σαγόνι, μεγάλα μάγουλα μ’ ένα καταπληκτικό κόκκινο φυσικό χρώμα και επίσης μεγάλο μέτωπο. Το δέρμα της έλαμπε από υγεία. Δεν ήταν καθόλου βαμμένη αλλά ακόμη και έτσι ήταν απερίγραπτα όμορφη.

 

Φορούσε ένα στενό άσπρο κοντομάνικο μπλουζάκι και ένα επίσης άσπρο παντελόνι. Τα πόδια της φαίνονταν γυμνά αλλά πατούσαν πάνω σε διακριτικά πέδιλα στο ίδιο χρώμα με τα ρούχα της.

 

Το σώμα της ήταν αξιοζήλευτο. Όχι πολύ μεγάλη πλάτη, κανονικό, στητό στήθος, λεπτή μέση. Η λεκάνη της ελαφρώς ανοιχτή που έδειχνε ότι είχε φτάσει στο στάδιο της ωριμότητας. Πόδια ίσια και καλοσχηματισμένα.

 

Ήταν αρκετά κοντή και η ηλικία της έμοιαζε να είναι κάπου στα δεκαοχτώ.

 

Χωρίς να πάρει τα μάτια της από πάνω μου κάθισε σε μία θέση ώστε να μπορεί να με κοιτάζει. Ούτε εγώ μπορούσα να σταματήσω να την κοιτάζω. Στεκόμουν όρθιος και γύρισα το σώμα μου ώστε να την βλέπω κατάματα.

 

Ο συρμός ξεκίνησε. Έκανα ένα βήμα για να κρατήσω την ισορροπία μου, χωρίς να ξεκολλήσω τα μάτια μου απ’ το εκπληκτικό πλάσμα που είχα απέναντί μου.

 

Ξαφνικά άρχισα να νιώθω άβολα. Ήμουν αδιάκριτος. Έπρεπε να πάψω να την κοιτάω. Το τρένο σταμάτησε στον σταθμό Λαρίσης. Μια γυναικεία φωνή ανήγγειλε την άφιξη στον σταθμό. Οι πόρτες άνοιξαν και έκλεισαν. Όλη αυτή η διαδικασία μ’ έκανε να πάρω την προσοχή απ’ την κοπέλα. Κοιτούσα έξω απ’ το παράθυρο. Φθορίζουσες λάμπες περνούσαν γρήγορα από μπροστά μου καθώς κατευθυνόμασταν στον επόμενο σταθμό.

 

Η ίδια γυναικεία φωνή μας ενημέρωσε ότι φτάσαμε στο Μεταξουργείο. Οι πόρτες άνοιξαν κι έκλεισαν χωρίς να μπει κανένας. Ήμασταν μόνοι, εγώ και η κοπέλα.

 

Γύρισα πάλι και την κοίταξα. Τα μάτια της ήταν ακόμη καρφωμένα πάνω μου. Κι εκείνο το υπέροχο χαμόγελο ακόμη ζωγραφισμένο στα χείλη της. Σαν να με είχε ερωτευτεί μ’ έναν τρόπο μοναδικό..

 

Και τότε ήταν που μαγεύτηκα. Τα μάτια της με μαγνήτισαν. Δεν μπορούσα να κοιτάξω αλλού. Για την ακρίβεια, δεν μπορούσα να κάνω τίποτ’ άλλο. Το μυαλό και το σώμα μου παγιδεύτηκαν απ’ τη ματιά της.

 

Αισθάνθηκα το συρμό να σταματάει και τις πόρτες ν’ ανοίγουν. Ήξερα πως έπρεπε να κατέβω, αλλά μου ήταν αδύνατο να κουνηθώ. Ίσως έπρεπε να αρχίσω να φοβάμαι. Ποια ήταν αυτή η κοπέλα; Και τι μου είχε κάνει; Δεν πρέπει να ήταν τυχαίο.

 

Ο συρμός συνέχισε να περνάει τις στάσεις. Οι πόρτες άνοιγαν κι έκλειναν, αλλά κανένας δεν έμπαινε στο βαγόνι μας. Τώρα θα έπρεπε να ήμουν τουλάχιστον πέντε σταθμούς πιο μακριά απ’ αυτόν που έπρεπε να κατέβω. Όσο και να προσπαθούσα, τα μάγια της κοπέλας δεν μπορούσαν να σπάσουν.

 

Το τρένο σταμάτησε. Είχαμε φτάσει στον Άγιο Ιωάννη. Οι πόρτες άνοιξαν και τότε ξαφνικά η κοπέλα με τα άσπρα σηκώθηκε και βγήκε απ’ το βαγόνι. Τα ‘χασα, δεν ήξερα τι να κάνω. Μόλις πήρε τα μάτια της από πάνω μου ήταν σαν να ξύπνησα από βαθύ ύπνο.

 

Ακούστηκε ο ήχος για να κλείσουν οι πόρτες και τότε συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να την ακολουθήσω. Πέρασα την τελευταία στιγμή ανάμεσα απ’ τις πόρτες, την γλίτωσα παρά τρίχα. Μάλλον κινδύνεψα περισσότερο απ’ ό,τι η κοπέλα νωρίτερα. Έφτασα τρέχοντας στις σκάλες και είδα ότι η κοπέλα είχε φτάσει ήδη στην κορυφή. Ανέβηκα τρία τρία τα σκαλιά και φτάνοντας στην κορυφή είδα το κορίτσι να στρίβει δεξιά, στις σκάλες, που έβγαζαν μπροστά στην εκκλησία. Την ακολούθησα.

 

Έφτασα στις σκάλες και κοίταξα προς τα πάνω. Η κοπέλα ήταν εκεί. Είχε γυρίσει προς το μέρος μου και μου χαμογελούσε. Άρχισα να ανεβαίνω τα σκαλοπάτια, μόλις έκανα τρία βήματα η κοπέλα γύρισε την πλάτη και έφυγε.

 

Βγαίνοντας απ’ το σταθμό είδα την εκκλησία του Άγιου Ιωάννη να υψώνεται μπροστά μου. Έψαξα να βρω την κοπέλα. Περνούσε απέναντι την Κασσομούλη γλιστρώντας πολύ εύκολα ανάμεσα από τα αυτοκίνητα που την διέσχιζαν.

 

Έτρεξα πίσω της. Εκείνη την στιγμή άναψε κόκκινο για τα αυτοκίνητα κι έτσι μπόρεσα εύκολα να περάσω απέναντι.

 

Η κοπέλα έκανε αριστερά και άρχισε να κατεβαίνει προς την λεωφόρο Φραντζή. Την ακολούθησα πιστά.

 

Ξαφνικά έστριψε δεξιά και χάθηκε μέσα σ’ ένα στενό. Έκανα το ίδιο. Την είδα να χάνεται σ’ άλλο στενό και μετά σ’ άλλο.

 

Είχα κουραστεί πάρα πολύ να τρέχω πίσω της, και τότε συνειδητοποίησα πως ενώ αυτή περπατούσε με το ανάλαφρο αργό βήμα της εγώ έτρεχα όσο μπορούσα και παρ’ όλ’ αυτά, δεν μπορούσα να την φτάσω. Τι συνέβαινε;

 

Περπατούσε στο πεζοδρόμιο ενός φαρδύ δρόμου, αλλά αρκετά σκοτεινού. Εγώ συνέχιζα να τρέχω δέκα μέτρα πίσω της.

 

«Σταμάτα…», μπόρεσα να φωνάξω κι αυτή υπάκουσε. Γύρισε και περίμενε να πάω κοντά της. Το χαμόγελο δεν είχε χαθεί από τα χείλη της.

 

Έφτασα κοντά της λαχανιασμένος. Πήρα μερικές βαθιές ανάσες για να ηρεμήσω.

 

«Ποια είσαι;», τη ρώτησα.

 

«Γιατί νομίζεις ότι έχει τόση σημασία αυτό;», η φωνή της ήταν γλυκιά σαν να ήταν άγγελος, όμως, η ερώτησή της, σαν απάντηση στην δική μου, δεν ξεκαθάριζε τίποτα.

 

«Τι μου συνέβη μέσα στο βαγόνι; Γιατί δεν μπορούσα να κουνηθώ; Γιατί με κοιτούσες τόσο επίμονα;»

 

«Το τι σου συνέβη το ξέρεις μόνο εσύ. Ίσως ήθελες να μάθεις κάτι. Ίσως αισθάνεσαι κάτι και θες να το προλάβεις. Αλλά να ξέρεις ότι μόνο αυτό δεν βοήθησε ποτέ», σταμάτησε. Απ’ το βλέμμα της καταλάβαινα πόσο αληθινά είναι αυτά που μου έλεγε αν και δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν αυτό που πραγματικά εννοούσε. Συνέχισε.

 

«Ο λόγος που σε κοιτούσα ήταν για να σε μάθω. Είναι πράγματι τόσο ενδιαφέροντα όλα αυτά που σε περιβάλλουν, ο κόσμος στον οποίο ζεις, ακόμη και εσύ ο ίδιος. Αφήνεις τα πράγματα να κινηθούν τόσο ομαλά με μια αθώα απερισκεψία που ίσως κάποτε κάτι μικρό θα σε στεναχωρήσει αφάνταστα. Δεν είναι τα σημαντικά πράγματα αυτά που έχουν την αξία στη ζωή γιατί αυτά καταλαβαίνουν και τα αντιμετωπίζουν όλοι το ίδιο, ο καθένας με τον δικό του τρόπο φυσικά. Αυτό που πραγματικά δίνει νόημα και αξία είναι τα μικρά και ασήμαντα γεγονότα, που κάνουν τον καθένα από μας να ξεχωρίζει. Να θυμάσαι πάντα αυτά που κάνεις όσο μικρά ή μεγάλα κι αν νομίζεις ότι είναι. Αν κάποια στιγμή στεναχωρηθείς για κάτι που γίνει χωρίς να γνωρίζεις την αιτία τότε θα θυμηθείς τα λόγια μου.»

 

Κατάλαβα ότι το κήρυγμα είχε τελειώσει.

 

«Δεν μου είπες ποια είσαι», της είπα.

 

«Σ’ αρέσουν τα παιχνίδια έτσι; Να λοιπόν το δικό μου. Το όνομά μου έχει σχέση με μια μάγισσα της Disney, σκέψου. Διαβάζεις ακόμη Μίκυ Μάους»

 

Χαμογέλασα. «Μαντάμ Μιμ», είπα χωρίς να το σκεφτώ και πολύ.

 

«Προτιμώ το Μιμ, σκέτο, αν και συνήθως με φωνάζουν ενάερη Μιμ, γιατί μ’ αρέσει πολύ να πετάω…»

 

«Είσαι μάγισσα λοιπόν, η ενάερη Μιμ»

 

«Είναι κάποια θέματα που δεν τα αντιλαμβανόμαστε όλοι με τον ίδιο τρόπο. Για ‘σένα είμαι μάγισσα, για κάποιον άλλο θα ήμουν κάτι διαφορετικό, αλλά πάντα απέχει πάρα πολύ απ’ αυτό που πραγματικά είμαι»

 

«Μάλλον δεν σε καταλαβαίνω»

 

«Δεν έχει σημασία. Ο χρόνος είναι σοφός και μπορεί να σου μάθει πολλά πράγματα. Ίσως περισσότερα από αυτά που αληθινά θες να μάθεις. Ακολούθησε τον και κάποτε θα καταλάβεις»

 

«Νομίζω πως πρέπει να σ’ ευχαριστήσω»

 

«Όχι, δεν πρέπει. Εγώ πρέπει να σου ζητήσω συγνώμη επειδή δεν σε είχα προσέξει νωρίτερα. Να προσέχεις πάντα στη ζωή σου»

 

Έσκυψε και με φίλησε απαλά στο μάγουλο. Ένιωσα να γεμίζω ενέργεια. Μετά έστριψε και έφυγε. Και τότε, πάλι, όπως λίγο νωρίτερα στο βαγόνι, δεν μπορούσα να κινηθώ, παρά μόνο να την κοιτάζω καθώς απομακρυνόταν, ώσπου χάθηκε τελείως.

 

Από εκεί και μετά δεν θυμάμαι τίποτα.

 

Ξύπνησα το άλλο πρωί μ’ ένα βαρύ πονοκέφαλο. Όλα γύρω μου έκαναν κύκλους. Αφού ηρέμησα κάπως, έπιασα το κινητό που βρισκόταν πάνω στο κομοδίνο, δίπλα απ’ το κρεβάτι μου. Η μνήμη του ήταν γεμάτη από αναπάντητες κλήσεις και μηνύματα. Κάπου έπρεπε να πάω χθες το βράδυ και δεν πήγα. Όλοι είχαν ανησυχήσει και στα μηνύματα με ρωτούσαν που ήμουν. Μάλλον θα με είχε πάρει ο ύπνος. Τόσο βαθύς που δεν άκουσα το τηλέφωνο να χτυπάει

 

Και τότε θυμήθηκα τη Μιμ. Είχαν συμβεί πράγματι όλα αυτά το προηγούμενο βράδυ ή ήταν μόνο ένα παράξενο όνειρο;

 

Ξαφνικά μια αστραπή έλαμψε στο μυαλό μου. Έψαξα και βρήκα ένα τετράδιο. Το στυλό ήταν ακόμη ανάμεσα στο περιοδικό που το είχα αφήσει το προηγούμενο βράδυ. Η Μιμ είχε πει για το δικό της παιχνίδι. Εννοούσε κάτι άλλο…

 

Σε μια σειρά του τετραδίου έγραψα το όνομά της: ΕΝΑΕΡΗ ΜΙΜ. Ήταν αναγραμματισμός. Η λέξη που σχημάτιζαν τα γράμματα ήταν η ΕΙΜΑΡΜΕΝΗ.

 

Σήκωσα το περιοδικό. ΕΙΜΑΡΜΕΝΗ. Ήταν η λέξη που έψαχνα να βρω. Η λέξη που μου έλειπε για να τελειώσω το σταυρόλεξο. Και εκείνη η κοπέλα ήταν η ίδια η Μοίρα. Ανατρίχιασα…

 

Αυτή ήταν η δική μου παράξενη ιστορία. Καθένας μπορεί να πιστέψει όσα θέλει, εγώ, όμως, ξέρω τι πραγματικά είχε γίνει εκείνο το βράδυ.

 

 

ΤΕΛΟΣ

Αθήνα, 27/07/2002

Edited by Mesmer
Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν, διάβασα την ιστορία πολύ ευχάριστα.

 

[-]

Νομίζω ότι στο πλαίσιο του "κουτσουρέματος" θα μπορούσες να είσαι πιο γεναιόδωρος και να αφαιρέσεις κάμποσα κομάτια κι από την αρχή, καθώς κάπου-κάπου μπαίνεις σε λεπτομέρειες που δεν αφορούν καθόλου την διήγηση.

π.χ. Η αναφορά στα "κόλπα" που διδάσκουν οι παλιοί.

 

Επίσης, οι διάλογοι με την κοπέλα μου φαντάζουν λίγο επιτηδευμένοι. Αλλά μπορεί και να λέω σαχλαμάρες.

 

 

[+]

All in all, κυρίως εντυπωσιάστηκα από την απλότητα και αμεσότητα που εκπέμπει και που νομίζω είναι το ατού σου εδώ.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Απλή ιστορία, από αυτές που - έχεις δίκιο - όλοι σχεδόν έχουμε να διηγηθούμε, και προσωπικά δεν βαριέμαι ποτέ να ακούω. Από αυτές που έρχονται ξαφνικά στην καθημερινότητά μας και δίνουν κάτι ξεχωριστό.

 

 

Κάτι ψιλούλια:

 

Από την αρχή θα έπρεπε να λείπουν μερικά κομμάτια ακόμη, μια που δεν έχουν σχέση με την ιστορία και κουράζουν.

 

Η περιγραφή της κοπέλας είναι ζωντανή, αλλά σκόνταψα σε δύο σημεία:

1) Υπέροχα ροζ λαμπερά χείλη, που κάτω απ’ το χαμόγελό της φαίνονταν κατάλευκα δόντια.

Νομίζω πως εδώ θα έπρεπε να γράψεις "κάτω απ' το χαμόγελό τους", μια που μιλάς για τα χείλια της κοπέλας.

2) Δεν ήταν καθόλου βαμμένη αλλά ακόμη και έτσι ήταν απερίγραπτα όμορφη.

Εδώ δεν μου άρεσε η σκέψη. Μάλλον μια τόσο όμορφη νεαρή κοπέλα, δεν θα φαινόταν ομορφότερη με μπογιές πάνω της. Άρα, περίμενα να διαβάσω κάτι σαν "δεν ήταν βαμμένη, αφού η ομορφιά της ήταν απερίγραπτη".

Επίσης, κάτι λεπτομέρειες της διαδρομής (μέχρι να δει την κοπέλα), με κούρασαν και δεν κατάλαβα αν είχαν κάποιο νόημα.

 

Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ για τα σχόλια, παιδιά!

 

Αναφέρατε και οι δύο για κάποιες επιπλέον πληροφορίες που υπάρχουν στην αρχή της ιστορίας. Ναι, είναι παραπάνω, αλλά, μάλλον, ήθελα να δείξω ότι η ιστορία σχετίζεται άμεσα με μένα (μέρος του αυτοβιογραφικού). Επίσης, για μένα που έχω ζήσει τις συγκεκριμένες καταστάσεις έχουν κι ένα χιουμοριστικό χαρακτήρα, γι' αυτό δεν ήθελα να τις αφαιρέσω. Για τους υπόλοιπους, φαντάζομαι, ότι είναι λίγο-πολύ, φλυαρίες. Αλλά αν βλέπατε τα κομμάτια που έκοψα θα καταλαβαίνατε για τι είδους περιττολογίες μιλάμε tongue.gif

 

Γιάννη, οι επιτηδευμένοι διάλογοι που επισημαίνεις, μάλλον είναι μέρος του μπερδέματος που ανέφερα. Ακόμη δεν είμαι σίγουρος για το τι ακριβώς ήθελα να πω.

 

Άννα, και οι δύο οι παρατηρήσεις σου είναι σωστές. Για την Νο 2 μια δική μου παρατήρηση είναι ότι κορίτσια-κοπέλες-γυναίκες είναι πάντα ομορφότερες όταν δεν είναι βαμμένες.

 

Καλημέρα!

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Mesmer την ευχαριστήθηκα μέχρι τέλους την παράξενη ιστορία σου. Στην αρχή μου φάνηκε λίγο αδιάφορη, αλλά μετά απο λίγο με ρούφηξε και ήθελα να μάθω την συνέχεια. Συμφωνώ δηλαδή, πως οι αρχικές "περιττολογίες" θα μπορούσαν να λείπουν ή θα έπρεπε να τις συμπιέσεις.

 

Δεν ξέρω ακριβώς πιο ήταν το προσωπικό σου βίωμα και τι πρόσθετα στοιχεία έβαλες για τις ανάγκες του διηγήματος, αλλά εδώ αφηγήσε όμορφα ένα σύγχρονο Urban Legend. Έχω συζητήσει με ανθρώπους που είχαν παρόμοιες εμπειρίες με την δικιά σου και έχω διαβάσει επίσης. Όλα αυτά συνθέτουν ένα γοητευτικό σύγχρονο αστικό μυστήριο. Kαι είναι θαυμαστό και αξιοπρόσεκτο ότι, όλοι έχουμε μια τέτοια παράξενη ιστορία να διηγηθούμε ....

 

Είναι άλλη μια ζωντανή απόδειξη, η ιστορία / εμπειρία σου όπως και κάθε τέτοια ιστορία/ εμπειρία δική μας, ότι το Μυστήριο βρίσκει τελικά τις πύλες επαφής με τον κόσμο μας, ακόμη και μέσα στο τόσο κλειστό, ορθολογιστικό και υλιστικό σύγχρονο αστικό τοπίο και το ... μεταμορφώνει ... με απροσδόκητους τρόπος, λόγους και αιτίες ....

 

Μας λέει ο Ευριπίδης στον επίλογο των τραγωδιών του:

 

"Πολλαί μορφαί τών δαιμονίων

πολλά δ'αέλπτως κραίνουσι θεοί

καί τά δοκηθέντ'ουκ ετελέσθη,

τών δ'αδοκήτων πόρον ηύρε θεός"

 

[Ευριπίδης-Μήδεια και Βάκχαι ,τέλος].

 

Δηλαδή:

 

Πολλές είναι οι μορφές που παίρνουν οι θεοί

 

πολλά αυτά που γίνονται πέρα από κάθε ελπίδα.

 

Τα προσδοκώμενα δεν εκπληρώθηκαν

 

(αυτά που, σύμφωνα με τα δεδομένα, φαινόταν λογικό και πιθανό να συμβούν)

 

για τα απροσδόκητα, βρήκε τρόπο ο θεός ...

 

(Ελεύθερη απόδοση - μετάφραση: Δ. Τσουμάνης )

 

 

 

 

Υγ. Στην θέση σου θα έψαχνα (αν δεν το έχει ήδη πράξει) και για την βαθύτερη - δυνατό - κατανόηση της "έννοιας" Ειμαρμένη στην αρχαία Ελλάδα ...

Edited by Innerspaceman
Link to comment
Share on other sites

Σ' ευχαριστώ για το σχόλιο, Νίκο. Χάρηκα που σου άρεσε η παράξενη ιστορία μου.

 

Το αληθινό μέρος της ιστορίας είναι μέχρι την έξοδο του Σαββατοκύριακου. Η συνάντηση με την κοπέλα είναι καθαρά φανταστικό κομμάτι. Τα λόγια της κοπέλας, όμως, έχουν να κάνουν με κάτι που μου συνέβη τότε, το οποίο με στεναχώρησε πολύ και ποτέ δεν έμαθα τον λόγο για τον οποίο συνέβη. Μ' άρεσε που την χαρακτήρισες σαν σύγχρονο αστικό θρύλο.

 

Όχι, δεν έχω ψάξει για μια βαθύτερη έννοια της Ειμαρμένης στην αρχαία Ελλάδα, δηλαδή πέραν της μοίρας και των γραμμένων. Αν έχεις κάποιο σχετικό λινκ μπορείς να το στείλεις.

Εξαιρετικό το απόσπασμα του Ευριπίδη!

Edited by Mesmer
Link to comment
Share on other sites

πολύ όμορφο φίλε μου..ναι βέβαια μερικά σημεία θέλουν ένα φινίρισμα για να κυλάει καλύτερα αλλά μου θύμισε τις περιπλανήσεις και τα μάτια με τα οποία έβλεπα την Αθήνα χρόνια πριν, ως δόκιμος και εγώ στη Σμυν...

Link to comment
Share on other sites

[...]ως δόκιμος και εγώ στη Σμυν...

:lol:

Οπότε, φαντάζομαι ότι καταλαβαίνεις πολύ καλά το πρώτο κομμάτι της ιστορίας!

 

Ευχαριστώ για το σχόλιο!

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..