DinoHajiyorgi Posted December 15, 2010 Share Posted December 15, 2010 [Τυπώθηκε στο #23 Τεύχος του free-press ΑΝ. Σκίτσα: Πέτρος Χριστούλιας] Είναι μία από εκείνες τις ιστορίες, που ξεκινούν με το «Μια φορά κι έναν καιρό…», όχι πολύ παλιά βέβαια, Χριστούγεννα ήταν, και τα πράγματα στον Βόρειο Πόλο ήταν κάπως, χαώδη. Από την μια οι πάγοι που έλιωναν, από την άλλη η αναβάθμιση του εργαστηρίου στα νέα Office Windows, μέχρι να μάθουν τα ξωτικά το νέο λογισμικό, ήταν αναμενόμενο να γίνουν λάθη. Γιατί αναβάθμιση ξε-αναβάθμιση, αυτή η μία, η σημαντικότερη των εποχών, είχε και τα περισσότερα τρεχάματα Τι να κάνει ένας Άι-Βασίλης; Χριστούγεννα λοιπόν, τι υπέροχη, χαρούμενη εποχή! Άσχετα με τα τσιτάτα των κυνικών, έτσι ακριβώς, χαρούμενα δηλαδή, έβλεπε τις γιορτές και ο σπουδαίος τσελίστας Σαλβατόρε Τσέλλι. Νέος, αλλά καταξιωμένος στον μουσικό κόσμο, ξύπνησε χαρούμενος εκείνο το πρωινό. Φόρεσε την λουλουδάτη του ρόμπα, τις βελούδινες του παντόφλες, και με ενθουσιασμό μικρού παιδιού, κατέβηκε με μικρά πηδηματάκια στο σαλόνι της έπαυλης του. Είχε χιονίσει λίγο εκείνες τις μέρες, το τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο αναβόσβηνε στολισμένο δίπλα στο παράθυρο, και τα δώρα με τους πολύχρωμους φιόγκους σχημάτιζαν βουνό πάνω στο γιορτινό χαλί. Μα όλα ήταν τόσο μαγικά! Ήξερε πολύ καλά τι ήθελε για δώρο, ήταν αχρείαστα περιγραφικός στο γράμμα που είχε στείλει στον Βόρειο Πόλο. Τσέλα είχαν περάσει από τα χέρια του πολλά, εκείνος όμως ήθελε ένα καινούργιο, από γυαλιστερό, κόκκινο ξύλο σφένδαμου, ένα τσέλο που θα έλεγε με το που το κοίταζες «Τσέλλι.» Θα ήταν η αναγνώριση, η καταξίωση, το σύμβολο του ταλέντου του. Στάθηκε μπροστά στα δώρα με τα μάτια του να αστράφτουν από προσμονή. Κάτι όμως δεν πήγαινε καλά. Κατσούφιασε λιγάκι. Κατσούφιασε λίγο περισσότερο. Το μεγαλύτερο των πακέτων κάτω από το δέντρο δεν έδειχνε… αρκετά μεγάλο. Το σήκωσε στα χέρια του, και με έναν κόμπο στον λαιμό, το ξετύλιξε. Ω! Μόνο που δεν ούρλιαξε από την έκπληξη. Αυτό που κρατούσε στα χέρια του ήταν ένα… τρίκυκλο! Κόκκινο ναι, αλλά τρίκυκλο! Ας πάμε τώρα σε ένα άλλο σπίτι. (Βλέπετε ήδη που το πάμε, έτσι; ) Μια απλή μονοκατοικία με κεραμίδια, κήπο γύρω-γύρω, πασπαλισμένο σκηνικό με χιόνι, σαν από κάρτα, κουραμπιές ένα πράγμα. Πολλά κρεμασμένα λαμπιόνια αναβόσβηναν πάνω του, η χάρη τους επεκτεινόταν μέχρι και στο σπιτάκι του σκύλου. Εδώ έμενε ο μικρός Γιαννάκης. Πρώτος έξω από τα σκεπάσματα, έτρεξε με τις πιτζαμούλες του στο σαλόνι, γεμάτος προσμονή. Τα δώρα περίμεναν στοιβαγμένα δίπλα στο στολισμένο δέντρο. Το τεράστιο πακέτο στο κέντρο, με τον τεράστιο φιόγκο και το περίεργο σχήμα, όλο καμπύλες δηλαδή, είχε πάνω το όνομα του. Ήταν «λίγο» μεγαλύτερο και από τον ίδιο. Είναι δυνατόν να περιείχε το δώρο των ονείρων του; Το ξετύλιξε ανυπόμονα, το «ανυπόμονα» όσο μπορούσε δηλαδή. Δεν ήταν και εύκολο να το καταφέρεις αυτό το θηρίο. Μα τι έκπληξη ήταν εκείνη, τι μυστήριο; Ένα κόκκινο τσέλο; Ο Γιαννάκης δεν ήξερε καν τι είναι τσέλο. Ένα βιολί για γίγαντες σκέφτηκε, ξύνοντας το κεφάλι του. Πήρατε λίγο μια εικόνα του προβλήματος, έτσι; Αλλά υπομονή, το πράγμα θα μπερδευτεί λίγο ακόμα, με υπαρξιακού τύπου πτυχές. Μεγάλο ψυχολογικό τραλαλά χτύπησε τον τρανό Σαλβατόρε Τσέλλι. Το μήνυμα από τον Άι-Βασίλη ήταν ξεκάθαρο. Αυτό το δώρο του άξιζε. Οι μπάτλερ και οι καμαριέρες είδαν έκπληκτοι το αφεντικό τους καβάλα στο τρίκυκλο να κάνει βόλτες στις μαρμάρινες αίθουσες τις έπαυλης του. Μόλις που χωρούσε πάνω στη μικρή, γυαλιστερή σέλα, και τα γόνατα του ανεβοκατέβαιναν ψηλότερα κι από το κεφάλι του. Ένα συνεχόμενο βλέμμα κού-κου έκαιγε στα μάτια του. Και εκείνος ο πίσω αριστερός τροχός, τι ανατριχιαστικό σαματά που σήκωνε. Σκουίκ-σκουίκ-σκουίκ! Πόσο να αντέξει ένα προσωπικό που σέβεται τον εαυτό του; Δήλωσαν όλοι παραίτηση πάραυτα και έφυγαν τροχάδην στα χιόνια. Έμεινε ο Τσέλλι μονάχος με το τρίκυκλο του στην έπαυλη. Πολύ πιο μακριά από εκεί, εξελισσόταν ένα τελείως διαφορετικό δράμα. Τι να έκανε ο Γιαννάκης, στα κλάματα πάντως δεν το έβαλε, και μπράβο του. Άρπαξε το δοξάρι και έδωσε σε εκείνες τις χορδές να καταλάβουν. Ράγισαν τζάμια και πορσελάνες, κι ο μπαμπάς με τη μαμά κατέληξαν στον ψυχίατρο για ηρεμιστικά. Μέχρι και η γάτα μάδησε! Από εκεί και μετά, όλα πήραν την κατιούσα. Ο Σαλβατόρε παρουσιάστηκε στην ορχήστρα καβάλα στο τρίκυκλο του και παραιτήθηκε μπροστά στα έκπληκτα μάτια του μεγάλου μαέστρου Λεοπόλδου. Τελευταία φορά που είδε κάποιος τον τραγικό τσελίστα ήταν να απομακρύνεται στον χιονισμένο ορίζοντα, έξω από την πόλη, σκουίκ-σκουίκ-σκουίκ. Και ο Γιαννάκης κατέληξε να γρατζουνάει το τσέλο του, εξόριστος στο σπιτάκι του σκύλου. Υπέφεραν έτσι με τη σειρά τους και τα αφτάκια των γειτόνων. Κάποιοι λένε ότι είδαν τον Αζόρ, τον οικογενειακό σκύλο, να εγκαταλείπει τρεχάτος την περιοχή, παρέα με όλες τις γάτες της γειτονιάς. Καμία εκτίμηση για τη μουσική, μα καμία. Θα κάνουμε τώρα ελαφρά πηδηματάκια προς το μέλλον, γράφοντας κομψά: Μερικά Χρόνια Αργότερα. Είναι Χριστούγεννα πάλι. Είμαστε σε μιαν έπαυλη. Μιαν άλλη έπαυλη. Εδώ ζει ένα αστέρι της κλασσικής μουσικής σκηνής, ο αναγνωρισμένος διεθνώς Ιωάννης Χαρλεόπουλος. Ω ναι, είναι αυτός, ο πρώην μικρός Γιαννάκης. Όλα τα πιάνετε. Αναδείχτηκε σε αυτό που λέμε παιδί-τέρας, όχι με την έννοια που του έδωσαν οι γείτονες, αλλά ο μουσικός κόσμος. Λες και είχε γεννηθεί για το τσέλο. Μεγάλο ταλέντο, δόξα, βραβεία και πλούτη από νωρίς. Μας έκανε τη χάρη να χιονίσει πάλι, αλλιώς τι χριστουγεννιάτικη ιστορία θα ήταν; Όλα δείχνουν ρόδινα. Το χριστουγεννιάτικο δένδρο στολισμένο, περικυκλωμένο από πολύχρωμα δώρα. Οι τοίχοι φορτωμένοι με διεθνή βραβεία, καδραρισμένα εξώφυλλα και αφίσες από συναυλίες. Λονδίνο, Παρίσι, Βοστόνη, Ρώμη… Και στην είσοδο της έπαυλης μια λιμουζίνα να περιμένει. Ο Ιωάννης Χαρλεόπουλος έχει να δώσει γιορτινή συναυλία στο θέατρο της πόλης του. Θα παρευρεθούν ο Δήμαρχος, ο Νομάρχης και άλλοι εξέχοντες συμπολίτες. Και ο Ιωάννης λάμπει μέσα στο μαύρο του κοστούμι με το παπιγιόν. Κοιτάζει μια τα βραβεία, μια τα δώρα και του ξεφεύγει ένας αναστεναγμός. Ω, μα δεν είναι ευτυχισμένος; Περίεργο. Παίρνει το τσέλο του, χαιρετάει τους υπηρέτες του, και μπαίνει στην λιμουζίνα του. Τον περιμένει ένα λαμπρό πρόγραμμα. Ο μεγάλος μαέστρος Λεοπόλδος θα διευθύνει την ορχήστρα που θα τον πλαισιώνει. Όταν όμως είναι να πάει κάτι στραβά… Σε μια γλιστερή στροφή η λιμουζίνα κάνει ένα οχτάρι στην άσφαλτο και βουτάει σε ένα χαντάκι γεμάτο μαλακό ευτυχώς χιόνι. Οδηγός, τσελίστας και τσέλο καλά, η λιμουζίνα τελειωμένη. Ο σοφέρ δεν έχει αρκετές συγνώμες, ο Ιωάννης όμως δεν δείχνει να το παίρνει και τόσο βαριά. Τον βαραίνει άλλο ντέρτι. Τραβάει το τσέλο του έξω από το αμάξι και πάει στην άκρη του δρόμου. Σηκώνει μελαγχολικός τον αντίχειρα του και κάνει οτοστόπ. Ο μαέστρος Λεοπόλδος κατσουφιάζει όταν αργοπορούν οι μουσικοί του. Πρώτα κάνει την εμφάνιση του ένα φορτηγό. Ο φορτηγατζής βλέπει τον «τζιτζιφιόγκο» στην άκρη του δρόμου και βάζει τα γέλια. Περνάει χωρίς να σταματήσει, λούζοντας τον τζιτζιφιόγκο με χιόνι. Υπάρχουν ακόμα βάρβαροι, τι να πει κανείς. Βουρτσίζει όσο καλύτερα μπορεί το χιόνι από πάνω του ο Ιωάννης, όταν εμφανίζεται ένα αυτοκίνητο. Κοκκινομούρης και στην πρίζα ο οδηγός, φορτωμένο το αμάξι με παιδιά που ουρλιάζουν από πίσω. Κάνουν γκριμάτσες και βγάζουν τη γλώσσα στον τσελίστα όπως τον προσπερνούν. Ουδέν χριστουγεννιάτικο πνεύμα δηλαδή. Τι λεκές στην καριέρα του η σημερινή μέρα, σκέφτεται ο Ιωάννης μελαγχολικά. Ξαφνικά (κρατηθείτε) αναδύεται στην χιονισμένη ησυχία ένας βρυχηθμός. Let the motor running και τα λοιπά. Το χιόνι στο βάθος του δρόμου χωρίζεται στα δύο, φτύνει καπνούς. Ο Ιωάννης αγκαλιάζει το τσέλο του προστατευτικά. Ποτέ δεν ξέρει κανείς τι να περιμένει. Αυτό που φρενάρει δίπλα του είναι μια οπτασία σε χρώμιο, σε ζωγραφιστές φλόγες, μια βαρέων-βαρών μουράτη, αεροδυναμική μοτοσικλέτα, με δύο οπίσθιους τροχούς. Και τι καβαλάρης! Μαύρη περικεφαλαία με κέρατα, γυαλιά πιλότου, βαρύ μουστάκι, μούσι, δερμάτινο τζάκετ με ασημένια δοντάκια. Γκαζώνει την μηχανή του, βρυχάται καπνό σαν δράκος και περιμένει. (Αναρωτιόσασταν πότε ξαναμπαίνει στην ιστορία ο Σαλβατόρε; Ε τώρα σταματήστε να αναρωτιέστε.) Η μοτοσικλέτα γυαλίζει ονειρικά στο βλέμμα του Ιωάννη. Ο Σαλβατόρε βγάζει τα γυαλιά του και κοιτάζει ταραγμένος την δερμάτινη θήκη με τις όμορφες καμπύλες. Ο Ιωάννης δείχνει με τον αντίχειρα του που θέλει να πάει. Ο αντίχειρας του Σαλβατόρε δείχνει το πίσω κάθισμα της μοτοσικλέτας. Το θέαμα το είδαν πρώτες οι αγελάδες της υπαίθρου. Τον μουσικό με το τσέλο γαντζωμένο στην πλάτη του τρομερού μηχανόβιου, καβάλα και οι δύο στην τρομερή τρίκυκλη μηχανή, να οργώνουν τα χιόνια, να τσακίζουν χιονάνθρωπους, σκιάχτρα και κοτέτσια, κόβοντας δρόμο μέσα από τα χωράφια για την πόλη. Γιατί και ο μηχανόβιος Σαλβατόρε γνώριζε καλά, ο μεγάλος μαέστρος Λεοπόλδος κατσουφιάζει με τους αργοπορημένους μουσικούς. Και τα λευκά, πλούσια φρύδια του μεγάλου μαέστρου Λεοπόλδου, μόλις έχουν αρχίσει να πεταρίζουν, όταν, με έναν αναπάντεχο χαλασμό, η μακριά μουράτη μοτοσικλέτα καταφέρνει να φρενάρει πάνω στη σκηνή του θεάτρου. Πνευστά, έγχορδα και κρουστά, ω τα κρουστά, με τι πατιρντί σκόρπισαν πάνω στις κόκκινες κουρτίνες! Ο μαέστρος γουρλώνει τα μάτια, κι αυτό αν είναι σπάνιο. Δήμαρχος, Νομάρχης και εξέχοντες πολίτες πετάγονται όρθιοι απηυδισμένοι. Ο Ιωάννης όμως χαμογελάει ευτυχής. Ένα τεράστιο, ευτυχισμένο χαμόγελο που ούτε το killer βλέμμα του Λεοπόλδου δεν μπορεί να σβήσει. Η θήκη γλιστράει από τα χέρια του τσελίστα και ο σκληρός μηχανόβιος μόλις που προλαβαίνει να την αρπάξει. Ο Σαλβατόρε την ανοίγει και αντικρίζει επιτέλους το κόκκινο τσέλο από ξύλο σφένδαμου. Υψώνει τα υγρά του μάτια προς τον μαέστρο. Και συντελείτε χριστουγεννιάτικη μαγεία. Ο Λεοπόλδος αναγνωρίζει τον τσελίστα. Ο Σαλβατόρε σηκώνει το τσέλο, το αγκαλιάζει σαν χαμένη αγαπημένη που επέστρεψε. Παίρνει το δοξάρι με τρεμάμενο χέρι και αρχίζει να παίζει. Η μελωδία ουράνια. Μαέστρος και τσελίστας δακρύζουν. Οι θεατές έχουν μείνει με ανοιχτό το στόμα. Κανείς δεν προσέχει τον Ιωάννη, Γιαννάκης ξανά, πεσμένο στα τέσσερα, που περιεργάζεται, χαϊδεύει και μυρίζει την μουράτη μοτοσικλέτα, πόντο-πόντο. Ω, πώς να το περιγράψω καλύτερα. Μακάρι να ήσασταν εδώ να το δείτε, να το ακούσετε. Δεν έχει μείνει στεγνό μάτι μέσα στην αίθουσα. Και δεν είναι μόνο το χειροκρότημα που φέρνει το φινάλε στην ιστορία μας. Σαλβατόρε και Ιωάννης, Γιάννης παρακαλώ, κοιτάζονται και υπάρχει άλλη μια αναγνώριση, άλλη μια κατανόηση. Τα όνειρα μπορεί να χαθούν, όμως δεν ξεχνιούνται, και ποτέ μα ποτέ δεν είναι αργά. Συμπερασματικά, τα δώρα του Αι-Βασίλη πάντα βρίσκουν τον δρόμο τους. (Κάνει και ο άγιος κανένα λαθάκι πότε-πότε. Είναι κι εκείνη η ιστορία με τον μικρό Εσκιμώο, που βρήκε κάτω από το στολισμένο του ιγκλού μια ρακέτα του τένις, αυτή όμως θα σας την πω του χρόνου.) Τέλος Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.