Jump to content

Ο Μαύρος Γάμος


Nihilio

Recommended Posts

Είδος: Pistol & Occultism

Βία; Όχι ακόμα

Σεξ; Όχι ακόμα

Αριθμός Λέξεων: 725

Αυτοτελής; Όχι, πρώτο μέρος

----

1 – Ο περίεργος ιεροκήρυκας

Τι στους Τρεις θέλει αυτός ο άγριος εδώ μέσα;

Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε η Ισμέλλα μόλις αντίκρισε το νεαρό ιεροκήρυκα. Ήταν εντελώς διαφορετικός από κάθε άλλο ιερέα που είχε δει στην ως τότε ζωή της. Τα ρούχα του μπορεί να ήταν τα σωστά, λευκό πουκάμισο και μαύρο σακάκι, καπέλο και παντελόνι, όλα τους με τη λιτή κοψιά που θα περίμενε κανείς από τα ενδύματα ενός υπηρέτη του Δημιουργού, ένα μεγάλο ξύλινο Αργκτ να ξεχώριζε μέσα από το σακάκι του και να κρατούσε παραμάσχαλα το Βιβλίο των Προφητών, όμως αυτό που δεν ταίριαζε καθόλου με την εμφάνισή του ήταν το κατάλευκο δέρμα του και ανοιχτά ξανθά, σχεδόν λευκά, μαλλιά του.

Είναι σα να έγδυσε έναν ιερέα και να φόρεσε τα ρούχα του, σκέφτηκε έντρομη η Ισμέλλα και για άλλη μια φορά καταράστηκε από μέσα της τον μακαρίτη τον άντρα της που πήγε και πέθανε από ελονοσία και την άφησε να αντιμετωπίζει ολομόναχη τον κάθε άγριο στην καταραμένη αυτή ήπειρο.

“Τι θα θέλατε;” ρώτησε το νεαρό δήθεν ατάραχη. Τρία χρόνια τώρα ήταν ιδιοκτήτρια σε αυτόν τον ξενώνα και είχε μάθει να μη δείχνει φόβο μπροστά στα διάφορα αποβράσματα που συχνά-πυκνά κατέληγαν στην πόλη του Έλεμπεργκ.

“Καλησπέρα σας,” της είπε ο νεαρός, “θα ήθελα να σας ρωτήσω αν θα μπορούσατε να με φιλοξενήσετε στον ξενώνα σας.”

Η Ισμέλλα του έριξε ένα έκπληκτο βλέμμα. Δε μοιάζει με μαχαιροβγάλτη, σκέφτηκε, και μιλάει και σαν γραμματιζούμενος. Φαίνεται και μικρός. Μετά βίας θα έχει πατήσει τα είκοσι.

Ο Ιεροκήρυκας την είδε σκεφτική και συμπλήρωσε: “Θα σας πληρώσω φυσικά για το δωμάτιο.”

Αυτό έλλειπε! σκέφτηκε η Ισμέλλα, προτίμησε όμως να είναι διπλωματική απέναντι στον ξένο και να ρωτήσει όλο τυπικότητα αν σκόπευε να μείνει για πολύ στο πανδοχείο της.

“Δυστυχώς δε μπορώ να το γνωρίζω αυτό,” της είπε ο νεαρός. “Πιθανότατα θα παραμείνω μέχρι ο επίσκοπος να στείλει εδώ έναν καινούριο ιερέα. Κάποιος πρέπει να φροντίσει για τις ψυχές των κατοίκων αυτής της πόλης.”

Η Ισμέλλα ένιωσε ακόμα πιο ανήσυχη μπροστά στο ενδεχόμενο ο νεαρός να ήταν πράγματι ιεροκήρυκας. Αν ήταν απλά ένας άγριος ίσως να σούφρωνε τίποτα και να έφευγε την άλλη μέρα, αν όμως κατέληγε ο τοπικός ιερέας, έστω και προσωρινά, θα της έπιανε ένα δωμάτιο και εκείνη δε θα μπορούσε ούτε το νοίκι να του ζητήσει. Ίσως βέβαια έτσι παντρευτεί μια ώρα αρχύτερα η Σάνια. Η σκέψη αυτή την παρηγόρησε κάπως.

“Πάντα μας περισσεύει ένα δωμάτιο για έναν επισκέπτη με τόσο ευγενή σκοπό,” του είπε η γυναίκα. “Θα σας οδηγήσω τώρα αμέσως στο δωμάτιό σας. Έχετε μήπως αποσκευές;”

“Μόνο μία βαλίτσα,” αποκρίθηκε εκείνος. “Δε χρειάζομαι και πολλά αντικείμενα όταν ταξιδεύω συνεχώς.”

“Σίγουρα η άμαξα...” ξεκίνησε η Ισμέλλα, πρόσεξε όμως τα πολλά στρώματα σκόνης και τη φθορά στις κάποτε μαύρες μπότες του νεαρού.

“Συνήθως ταξιδεύω με τα πόδια,” της είπε ο νεαρός και της χαμογέλασε. “Και μάλλον θα συνεχίσω έτσι όσο το κορμί μου αντέχει και η τσέπη μου όχι.”

Να τα μας! σκέφτηκε η Ισμέλλα, ακόμα δε μας ήρθε και άρχισε τις ζητιανές.

Σα να διάβασε τη σκέψη της, ο νεαρός συμπλήρωσε “προτιμώ εξάλλου να εξοικονομώ τα χρήματά μου για φαγητό και στέγη, ώστε να μην χρειάζεται να επιβαρύνω κάποιον άλλο με την πενία μου.”

“Το δωμάτιό σας είναι το τρία. Θα το βρείτε στον επάνω όροφο.” Πήγε πίσω από τον πάγκο της και έψαξε ανάμεσα στα κλειδιά της και του έδωσε ένα από αυτά. “Θα ειδοποιήσω την κόρη μου να ανέβει να σας αλλάξει τα σεντόνια και να σας ετοιμάσει το μπάνιο.”

“Τα σεντόνια αρκούν,” της είπε ο ιεροκήρυκας και κατευθύνθηκε προς τη σκάλα.

“Αλήθεια,” τον ρώτησε ο Ισμέλλα, “πώς σας λένε;”

“Μπορείτε να με φωνάζετε Αλέξανδρο,” της απάντησε ο νεαρός. “Όχι Πατέρα όμως, δεν έχω χειροτονηθεί ακόμα ιερέας. Είμαι ένας απλός ιεροκήρυκας.”

“Δεν ακούγεται σαν όνομα της... φυλής σας,” του είπε η Ισμέλλα, κοιτάζοντάς τον επιτιμητικά.

Ο νεαρός ανασήκωσε το βλέμμα και την κοίταξε κατάματα. “Ούτε και η απασχόλησή μου είναι τυπική απασχόληση της φυλής μου. Έτσι δεν είναι;”

Κακός μπελάς μας βρήκε, αποφάσισε η Ισμέλλα όταν ο νεαρός ανέβηκε τη σκάλα. Αυτός εδώ θα μας φέρει τη συμφορά. Το έβλεπε στο βλέμμα του, έτσι όπως τη διαπερνούσε.

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη σκέψη της αυτή και μια κοφτή κραυγή αντήχησε από την κουζίνα πίσω της.

Link to comment
Share on other sites

Χμμμ! Ενδιαφέρον και καλογραμμένο. Να υποθέσω ότι έχεις αναποδογυρίσει τις σχέσεις μαύρων-λευκών ή κάτι τέτοιο; Ή μήπως όλα αυτά συμβαίνουν σε κάποιον άλλο πλανήτη; Τεσπά, ελπίζω να μην το γυρίσεις στον τρόμο και το φάντασυ στοιχείο να μην έγκειται στο ότι οι χαρακτήρες δεν είναι άνθρωποι ή κάτι τέτοιο, αλλά σε κάτι σαν αυτά που ανέφερα πιο πάνω. Επίσης τo "Αργκτ" ελπίζω να μην είναι αυτό και να είναι κάτι που επινόησες εσύ. Θέμα γούστου όλα αυτά, δε σου δίνω παραγγελίες, εννοείται (και το έλειπε γράφεται με ένα λ...).

Καλή συνέχεια!

Link to comment
Share on other sites

Επίσης τo "Αργκτ" ελπίζω να μην είναι αυτό και να είναι κάτι που επινόησες εσύ.

Δεν είναι Ankh αλλά κάτι ανάμεσα σε σταυρό και Ankh.

Για τα υπόλοιπα, θέλω να δω αν βγαίνουν από το υπόλοιπο κείμενο (δεύτερο κομμάτι αργότερα σήμερα)

Link to comment
Share on other sites

Είδος: Pistol & Occultism

Βία; Όχι ακόμα

Σεξ; Όχι ακόμα

Αριθμός Λέξεων: 679

Αυτοτελής; Όχι, δεύτερο μέρος

----

 

2 – Το ανώνυμο γράμμα

 

Η Σάνια ακόμα έτρεμε. Μάταια η μητέρα της προσπαθούσε να την ηρεμήσει, και η ίδια ήταν ταραγμένη και αυτή η ταραχή της έκανε τη νεαρή να φοβάται ακόμα περισσότερο. Έσφιγγε την κούπα του καφέ της και με τα δυο της χέρια, χωρίς να νοιάζεται καν που το καυτό ρόφημα έκαιγε τις παλάμες της, και κοίταζε μέσα από βουρκωμένα μάτια το σημείωμα που είχε αφήσει στη μέση του τραπεζιού.

“Ήθελα να ήξερα ποιος δαιμονοπαρμένος έρχεται και μας αφήνει τα αναθεματισμένα αυτά σημειώματα!” μούγκρισε η Ισμέλλα και ξαναδιάβασε μεγαλόφωνα το απειλητικό μήνυμα. “Φύγε!” αναφώνησε, “Αν μείνεις σε περιμένει Μαύρος Γάμος.”

“Τι να εννοεί άραγε;” μουρμούρησε η Σάνια.

“Μας ζηλεύουν, κορίτσι μου,” της απάντησε η μητέρα της. “Σε ζηλεύουν που εσύ, αν και ήρθες μόλις πριν τρία χρόνια εδώ, βρήκες καλό γαμπρό που θα τον ήθελαν όλες. Ήθελα να 'ξερα ποια κάργια τολμάει και σου αφήνει αυτά τα γράμματα.”

Η Σάνια έμεινε αμίλητη. Ποτέ δεν ήξερε τι έπρεπε να απαντήσει σε στιγμές όπως αυτή, όταν η μητέρα της ήταν στα πρόθυρα κάποιας από τις εκρήξεις νεύρων της. Ακόμα και ο μακαρίτης ο πατέρας της την έτρεμε σε τέτοιες περιπτώσεις και ο πατέρας της ήταν λοχαγός του στρατού και είχε πολεμήσει ορδές αγρίων και κακοποιών.

“Πρέπει μου φαίνεται να πω δύο λογάκια στον Ίμαελ, που αφήνει την κάθε κακιασμένη να απειλεί την μέλλουσα κυρία Σέρονεβ!”

“Σε παρακαλώ μητέρα,” της είπε η Σάνια, “μην ανακατεύεις τον αρραβωνιαστικό μου στην υπόθεση αυτή. Είναι ήδη πολύ απασχολημένος με τα κτήματα της οικογένειάς του για να ασχοληθεί με την κακοήθεια του κόσμου.”

“Και έχει και πολλά από δαύτα,” είπε η μητέρα της και το ρυτιδιασμένο πρόσωπό της έλαμψε από ικανοποίηση. “Αλλά κόρη μου δε θα τις αφήσεις τις κάργιες να βάλουν χέρι στην περιουσία των Σέρονεβ, όσο κι αν τη ρέγονται.”

Και δεν είναι οι μόνες, σκέφτηκε η Σάνια και για μια στιγμή ήταν έτοιμη να ξαναβάλει τα κλάματα. Ίσως να είναι ο Άγιος-φύλακάς μου που άφησε το γράμμα στο ντουλάπι. Ίσως να μου λέει ότι δεν πρέπει να τον κάνω αυτόν τον γάμο.

“Και τώρα που είπαμε γάμο, πρέπει να του τα πω άλλο ένα χεράκι του Ίμαελ,” συνέχισε η Ισμέλλα, έχοντας ξεχάσει το ανώνυμο γράμμα. “Ήρθε ένας ιεροκήρυκας στην πόλη και ώρα να σταματήσει τις δικαιολογίες ότι δεν υπάρχει ποιος να σας παντρέψει και να βάλει μπροστά τις ετοιμασίες για την τελετή.”

“Θα του το πω, μητέρα,” της είπε η Σάνια, ακόμα ταραγμένη.

“Και πρόσεχε κακομοίρα μου μη σε παραμυθιάσει ότι ο γάμος πλησιάζει και δεν κάνει διαφορά αν μερικές μέρες πριν-” έλεγε η Ισμέλλα αλλά η εμφάνιση του φιλοξενούμενού τους την έκανε να σταματήσει.

“Συγνώμη για την ενόχληση,” είπε ευγενικά εκείνος, “ήθελα απλά να σας πω ότι θα φύγω για μερικές ώρες. Να αφήσω το κλειδί μου στον πάγκο;”

Μα τα ονόματα των Αγγέλων, σκέφτηκε η Σάνια, αυτός είναι ο πιο ευγενής άγριος που έχω δει στη ζωή μου! Τίποτα στον τρόπο ομιλίας και στο πως στεκόταν στην είσοδο της τραπεζαρίας δε θύμιζε τους λευκόδερμους ιθαγενείς του Άμορακ, αντίθετα, αν το δέρμα του ήταν λίγο πιο ροδαλό θα μπορούσε κανείς να τον περάσει για κάποιον επισκέπτη από τη μητρική γη της Λαμόρκ.

Η μητέρα της δε φαινόταν να έχει την ίδια καλή άποψη για αυτόν. “Εντάξει,” του είπε ξερά και περίμενε να φύγει.

“Είναι όλα καλά;” τη ρώτησε ο ιεροκήρυκας.

“Σας το είπα και πριν, κύριε, καταλαβαίνω ότι η κραυγή σας αναστάτωσε, αλλά σας διαβεβαιώνω, η υπόθεση είναι καθαρά οικογενειακή.”

“Καταλαβαίνω,” της είπε ο ιεροκήρυκας, “πάντως για ότι χρειαστείτε, μπορείτε να απευθυνθείτε σε εμένα. Ως κομμάτι της ιδιότητάς μου.”

“Θα το έχουμε υπόψη μας,” είπε κοφτά η Ισμέλλα και του έκανε ένα νεύμα να φύγει.

“Μητέρα,” της είπε η Σάνια, “θα έπρεπε να είσαι πιο ευγενική στο νοικάρη μας.”

“Ξέρεις τι λένε για την πόλη αυτή,” της είπε η μητέρα της, “οι ιερείς εδώ δεν κρατάνε για πολύ. Αν και κάτι μου λέει ότι αυτός εδώ θα ξεπεράσει κάθε προσδοκία σύντομης παραμονής.”

Link to comment
Share on other sites

Είδος: Pistol & Occultism

Βία; Όχι ακόμα

Σεξ; Όχι ακόμα

Αριθμός Λέξεων: 1034

Αυτοτελής; Όχι, τρίτο μέρος

----

 

3 – Οι πρώτες αντιδράσεις

Η Σάνια είχε καιρό να δει τόσους πολλούς πελάτες μαζεμένους στην τραπεζαρία του πανδοχείου τους. Συνήθως οι άντρες της πόλης προτιμούσαν την ταβέρνα του 'Κόκκινου Αετού' για να πιούνε το βραδινό ποτηράκι τους, ιδιαίτερα αφότου τα νέα για τον αρραβώνα της μαθεύτηκαν στη μικρή πόλη. “Μας τελείωσαν και οι αρραβωνιάρηδες” γκρίνιαζε κατά καιρούς η μάνα της, όμως οι όποιοι πελάτες τους έρχονταν τους τέσσερις αυτούς μήνες τους επέτρεπαν να τα φέρνουν μια χαρά βόλτα. Γιατί μπορεί η όμορφη Σάνια να μην ήταν πλέον διαθέσιμη, αλλά η κυρά-Ισμέλλα ήταν καταπληκτική μαγείρισσα και το κρασί ποτέ δεν ήταν φανερά νερωμένο.

Σήμερα όμως όσοι είχαν έρθει δεν έμοιαζαν να είναι εκεί ούτε για το φαγητό ούτε για το κρασί, αλλά για να δουν με τα μάτια τους το νιόφερτο ιεροκήρυκα. Ο οποίος είχε φύγει αργά το απόγευμα, δεν είχε γυρίσει όμως μετά το σούρουπο. Άραγε να χάθηκε; αναρωτιόταν η Σάνια, η φωνή της μητέρας της όμως της διέκοψε τις σκέψεις της. “Πήγαινε αυτό το κανάτι στο τραπέζι του δημάρχου,” την πρόσταξε η Ισμέλλα, “και γρήγορα.”

“Εντάξει, μητέρα,” είπε η νεαρή και πήρε τη μπρούτζινη καράφα στο τραπέζι του Αλφρέδου Μάρτις όπου και καθόταν παρέα με τον ανιψιό του, το νεαρό Γουλιέλμο Μάρτις.

“Το κρασί σας,” είπε η κοπέλα και άφησε την καράφα με μια μικρή υπόκλιση. “Θα θέλατε μήπως κάτι άλλο κύριε δήμαρχε;”

“Πώς και μας μιλάς ακόμα, Σάνια,” τη ρώτησε ο δήμαρχος, πλέον στην δεύτερη κανάτα και αναψοκοκκινισμένος από το ποτό, “σου το επιτρέπει ο αρραβωνιάρης σου;”

Η Σάνια μειδιάσε αμήχανα. Όλοι το ήξεραν ότι ο δήμαρχος ζήλευε τρομερά την οικογένεια του Ίμαελ. Ήταν βαρύ φορτίο το να είναι ο δεύτερος πλουσιότερος άνθρωπος στην πόλη και μάλιστα δεύτερος με τόση διαφορά που η οικογένεια Σέρονοβ τον αγνοούσε προκλητικά, όπως αγνοούσε και το σύνολο των κατοίκων της κωμόπολης. Και ακόμα πιο βαρύ να βλέπει την κοπέλα που είτε προόριζε για νύφη του είτε για νύφη του ανιψιού του (τα κουτσομπολιά δεν είχαν καταλήξει ακόμα στο ποιο από τα δύο σενάρια ήταν αλήθεια) να παντρεύεται τον πρωτότοκο της οικογένειας των αντιζήλων του. “Τη δουλειά μου κάνω απλά,” είπε και έκανε να φύγει.

“Και ανέχεται ο κύριος Σέρονοβ να δουλεύει η σύζυγός του ανάμεσα σε εμάς τους παρακατιανούς;” Η γλώσσα του δημάρχου σκόνταφτε εδώ κι εκεί από το ποτό που κυκλοφορούσε στο αίμα του.

“Φαντάζομαι πως όχι,” του είπε η Σάνια, “αλλά δε δείχνει να τον ενοχλεί που το κάνει η αρραβωνιαστικιά του...”

“Συγχώρεσε το θείο μου, δεσποινίς,” της είπε ο Γουλιέλμος, “έχει πιει λίγο παραπάνω και δεν προσέχει τι λέει...”

“Μην ανησυχείς,” είπε η Σάνια στο νεαρό, “το έχω συνηθίσει αυτό στη δουλειά αυτή.” Ύστερα του έριξε ένα χαμόγελο και επέστρεψε στον πάγκο για την επόμενη παραγγελία και τον άφησε αναψοκοκκινισμένο αν και όχι από το ποτό.

Ο νεαρός, δικηγόρος που είχε φοιτήσει στο πανεπιστήμιο της Γαζάρια, το καλύτερο σε αυτή την πλευρά των θαλασσών, όπως έλεγε ο θείος του, ήταν άλλος ένας από τους γαμπρούς-κελεπούρια της μικρής πόλης. Μπορεί η οικογένειά του να μην είχε χρήματα, τον είχε σπουδάσει όμως ο θείος του και πιθανότατα θα του κληροδοτούσε την περιουσία του αν δεν παντρευόταν πρώτα. Η Σάνια μπορεί να μισούσε την ιδέα και μόνο ότι θα γινόταν κυρία δημάρχου, όμως μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό της ως κυρία Μάρτις. Ο Γουλιέλμος μπορεί να ήταν ντροπαλός, αλλά δεν της προκαλούσε την ανησυχιά που ένιωθε κάποιες φορές όταν ήταν μαζί με τον Ίμαελ. Ο Ίμαελ όμως ήταν αυτός που την είχε ζητήσει πρώτος και δε μπορούσε να περιμένει για τον νεαρό Γουλιέλμο να κάνει την κίνησή του. Αν την έκανε ποτέ βέβαια, γιατί μπορεί τα αισχρά ανέκδοτα του Ίμαελ να είχαν κάποια βάση.

“Ο ιερέας που έχει χαθεί, Σάνια,” της φώναξε ο Σαμ Λέμις, ένας μεγαλόσωμος άντρας με φουντωτό γκρίζο μούσι. “Δεν έχουμε ιερέα τόσον καιρό και ο νέος ακόμα δεν ήρθε και μας βλέπει αφ' υψηλού.”

“Είπε ότι θα έφευγε για λίγο, αλλά θα επέστρεφε για το βράδυ,” του είπε η κοπέλα. “Μήπως θα θέλατε λίγες ακόμα ψητές ρέγκες με το κρασί σας;”

Κάποιος από την παρέα του της είπε να φέρει άλλο ένα πιάτο, όμως ο Σαμ ήταν περίεργος για τον ιεροκήρυκα. “Και πώς είναι του λόγου του ο παπάς;”

“Δεν είναι παπάς,” του είπε η Σάνια, “αλλά ιεροκήρυκας. Και είναι πολύ διαφ-”

Όμως η είσοδος του ιεροκήρυκα τη διέκοψε. Τα βλέμματα όλων των πελατών έπεσαν πάνω του και οι εκφράσεις τους πάγωσαν.

“Πώς είναι δυνατό;” αναφώνησε ο Σαμ, βλέποντας τον ιθαγενή. “Ποιος επέτρεψε κάτι τέτοιο;”

“Αυτό είναι βλασφημία!” μούγκρισε κάποιος άλλος δύο τραπέζια πιο πέρα και πολλοί τον επιδοκίμαζαν.

“Παρακαλώ ηρεμήστε,” προσπάθησε να τους κατευνάσει ο δήμαρχος, που τρέκλισε όρθιος και έκανε ένα νεύμα στον ιεροκήρυκα, που τόση ώρα παρέμενε ατάραχος, να τον πλησιάσει.

“Ορίστε τα χαρτιά μου,” είπε ο ιεροκήρυκας στον δήμαρχο ενώ οι φωνές γύρω τους καταλάγιαζαν. Ο δήμαρχος τα κοίταξε προσεκτικά και μετά τα έδωσε στον ανιψιό του να ελέγξει. “Φαίνονται επίσημα,” του είπε.

Ο Γουλιέλμος τα μελέτησε με προσοχή. “Δε φαίνονται, θείε, είναι.”

“Μα τους Αγγέλους!” αναφώνησε ο Αλφρέδος Μάρτις. “Τι άλλο αξιοπερίεργο θα δούμε αυτούς τους τρελούς καιρούς;” Και ύστερα προς τον ιεροκήρυκα “Λυπάμαι για την κακή πρώτη εντύπωση, αλλά να ξέρετε ότι η πόλη μας σας υποδέχεται με τη χαρά που αρμόζει σε έναν υπηρέτη του Δημιουργού.”

“Ευχαριστώ,” του είπε ο ιεροκήρυκας, “και μην ανησυχείτε, έχω συνηθίσει σε τέτοιου είδους υποδοχές. Θα σας επισκεφτώ αύριο για κάποια διαδικαστικά θέματα.”

“Χαίρομαι,” είπε μουδιασμένα ο δήμαρχος, αμήχανος μπροστά στον περίεργο ιεροκήρυκα και την ασυνήθιστα ψύχραιμη αντίδρασή του. “Θα τα πούμε αύριο.”

Δεν είχαν όμως όλοι οι υπόλοιποι θαμώνες την ίδια ψυχραιμία. Ο Σαμ Λέμις σηκώθηκε επιδεικτικά από το τραπέζι του, στάθηκε με θράσος μπροστά στον ιεροκήρυκα, έφτυσε επιδεικτικά μπροστά στα πόδια του και ύστερα αναφώνησε: “Τι να περιμένει κανείς από μία οικογένεια σαν αυτή. Όταν βάζεις τους Σέρονοβ στο κρεβάτι σου καμία βλασφημία δε θα σε αποθαρρύνει.”

Ύστερα γύρισε την πλάτη του στον ιεροκήρυκα και έφυγε. Η Σάνια πρόσεξε ότι πολλοί στη σάλα έμοιαζαν να επιδοκιμάζουν το σχόλιο αυτό του και ένιωσε έναν κόμπο να σφίγγεται στο στομάχι της.

Link to comment
Share on other sites

Ενδιαφέρον φαίνεται. Το γράφεις τώρα ή το έχεις προχωρήσει και απλώς το ανεβάζεις λίγο-λίγο;

Link to comment
Share on other sites

Είδος: Pistol & Occultism

Βία; Όχι ακόμα

Σεξ; Όχι ακόμα

Αριθμός Λέξεων: 1429

Αυτοτελής; Όχι, τέταρτο μέρος

----

4- Οι μελλόνυμφοι περνούν λίγο χρόνο μαζί.

Η Σάνια πάντα ένιωθε να παγώνει όταν το βλέμμα του Ιβάν έπεφτε πάνω της. Τα μάτια του ήταν ψυχρά, αδειανά, δύο μικρές τρύπες σε ένα κατά τα άλλα τεράστιο σώμα. Ήταν όμως ο αμαξάς του Ίμαελ και δεν μπορούσε παρά να τον ανέχεται όλες εκείνες τις φορές που ο αρραβωνιαστικός της ήθελε να τον συνοδέψει σε μία από τις βόλτες του. Το σύγκρυο που ένιωθε όμως η κοπέλα κάθε φορά που το βλέμμα του μουγκού γίγαντα έπεφτε πάνω της δεν μπορούσε να το σπάσει ούτε η παρουσία του Ίμαελ δίπλα της.

Το ίδιο ένιωθε και την ημέρα εκείνη, παρά τον καυτό ήλιο που τους χτυπούσε ανελέητα. Ο Ίμαελ είχε έρθει νωρίς το μεσημέρι και την προσκάλεσε – ή μάλλον πρόσταξε, είχε συνηθίσει εξάλλου να δίνει διαταγές που ήταν σα να μην είχε άλλον τόνο στη φωνή του - να τον ακολουθήσει. Έτσι, με τις προειδοποιήσεις της μητέρας της να μην του δώσει ότι πολυτιμότερο είχε πριν από τη νύχτα του γάμου, αναγκάστηκε να τον συνοδέψει.

Όχι ότι η παρθενιά της κινδύνευε. Η Σάνια είχε αρχίσει να απορεί με την αυτοσυγκράτηση του Ίμαελ, φαινόταν να τη σέβεται περισσότερο από όσο έπρεπε. Όπως τώρα, που, καθισμένοι στις όχθες του ποταμού Βιγτ, κάπου μια ώρα με τα πόδια από την πόλη τους, στεκόταν απέναντί της και την κοιτούσε αδιάφορος. Στο γρασίδι ανάμεσά τους ήταν απλωμένο ένα μικρό τραπεζομάντιλο στρωμένο με πρόχειρο φαγητό και ένα μπουκάλι κρασί.

Ο Ίμαελ μασούσε δύο φέτες ψωμί, ανάμεσα στις οποίες είχε βάλει μια φέτα καπνιστό χοιρομέρι. “Γιατί δεν τρως;” τη ρώτησε.

“Δεν πεινάω,” δικαιολογήθηκε η κοπέλα, ενώ ο κακοφτιαγμένος γίγαντας που στεκόταν παράμερα την κοίταξε πρόστυχα για άλλη μία φορά. Σα να μη λογαριάζει καν το αφεντικό του, σκέφτηκε η Σάνια. Και ξέρει πώς είναι ο Ίμαελ όταν θυμώνει.

“Δεν είναι καλό το φαγητό;” τη ρώτησε ο Ίμαελ και η έκφρασή του σκοτείνιασε. “Αν δε σου αρέσει πες το. Θα φροντίσω να τιμωρήσω ανάλογα τις υπηρέτριες αν το φαγητό που σου έφτιαξαν δεν ήταν καλό.” Ως απάντησε ο Ιβάν κάγχασε δυνατά.

Η Σάνια αναρίγησε. Γιατί το λέει με τόση άνεση; “Όχι, το φαγητό είναι μια χαρά. Εγώ δεν πεινάω.” Άραγε να πιστεύει το ίδιο και για τη σύζυγό του.

“Συγνώμη που σε τάραξα τότε,” είπε ο Ίμαελ και το μελαχρινό πρόσωπό του ηρέμησε ξανά. “Απλά δεν μπορώ να ανεχτώ όταν κάποιος αναστατώνει την αρραβωνιαστικιά μου.”

Η Σάνια ένιωσε πιο ήσυχη. Πήρε δειλά δύο φέτες ψωμί με τυρί και βραστό αυγό και άρχισε να το μασάει δειλά. “Τώρα που το ανέφερες,” του είπε, “στην πόλη ήρθε ένας ιεροκήρυκας. Ίσως αυτός να μπορεί να μας παντρέψει.” Πρόσεξε ότι η έκφρασή του άλλαξε και αμέσως μετάνοιωσε που το είχε αναφέρει.

“Αυτό είναι ένα θαυμάσιο νέο,” της είπε η φωνή του, αλλά όχι η έκφρασή του. “Βέβαια θα προτιμούσα να μας πάντρευε ιερέας, αλλά ο ερχομός του με βγάζει από τον κόπο να καλέσω κάποιον ιερέα από γειτονική κωμόπολη.”

“Θα το έκανες αυτό;” τον ρώτησε χαρούμενη η Σάνια.

“Φυσικά αγάπη μου,” είπε ο Ίμαελ, “πάει πολύς καιρός που ο αρραβώνας αυτός έχει γίνει και πρέπει κάποια στιγμή να γίνει και ο γάμος. Απλά σου το φύλαγα για έκπληξη.”

“Σοβαρά;”

“Ναι. Η αρχή του θερισμού μου φαινόταν η καλύτερη δυνατή ημερομηνία. Θα πάω σήμερα κιόλας να μιλήσω στον ιεροκήρυκα.”

Η Σάνια ένιωσε ξαφνικά μια ανησυχία. “Ξέρεις,” του είπε, “πρέπει να σου πω κάτι για τον ιεροκήρυκα.”

“Τι;” την ρώτησε εκείνος.

“Είναι... κάπως χλωμός”

“Χλωμός; Όπως ο Ιβάν;”

Η Σάνια κοίταξε τον αμαξά. Το δέρμα του ήταν ωχρό, σχεδόν γκρίζο. Βλέποντάς τον δεν μπορούσε να κρίνει μιγάς πόσων διαφορετικών φυλών ήταν, αν και ήταν σχεδόν βέβαιη ότι μετά βίας οι γονείς του ανήκαν σε διαφορετική οικογένεια και σίγουρα όχι σε διαφορετικό σόι. Όμως οι ανάκατες μαύρες τούφες που φύτρωναν στο κεφάλι του τον έκαναν μάλλον απόγονο αποίκων.

“Πιο χλωμός,” του είπε.

“Χλωμός όπως η Μιβτάνα;” την ρώτησε ο αρραβωνιαστικός της και εκείνη ένιωσε μια μαχαιριά στην καρδιά της. Γιατί αναφέρει τώρα την πόρνη του, σκέφτηκε. Μα τους Τρεις, είμαι η μελλοντική σύζυγός του, δε δείχνει καν το παραμικρό συζυγικό ενδιαφέρον για εμένα και αφήνει το φρικιό που έχει για υπηρέτη να με γδύνει με τα μάτια! Αλλά δε θα ανεχτώ να μου αναφέρει το όνομά της.

“Τόσο,” είπε τελικά. “Αν και είναι άνθρωπος των Αγίων.”

“Σίγουρα,” κάγχασε ο Ίμαελ. “θα του φιλήσει με ευλάβεια το Αργκτ του ο Γουήλ Μάρτις του ιεροκήρυκα.” Ο Ιβάν γέλασε δυνατά.

“Ίμαελ!” διαμαρτυρήθηκε η Σάνια.

“Μα γιατί; Αφού όλοι το ξέρουν ότι ο μικρός Γουήλ θέλει το κρέας του λευκό.” Ο Ιβάν συνέχισε να γελάει.

“Γίνεσαι αισχρός!” του είπε θυμωμένη η Σάνια.

“Δε φταίει αυτός,” συνέχισε ο Ίμαελ. “Του έμεινε κουσούρι που ο θείος του τον έπαιζε στα γόνατά του. Σόι πάει το βασίλειο, λένε.”

“Αυτό ήταν!” είπε η Σάνια και σηκώθηκε οργισμένη. “Τελικά ίσως να έχουν δίκιο τα σημειώματα!”

“Τα ποια;” Ο Ίμαελ άφησε κάτω το ποτήρι του και σηκώθηκε κι αυτός όρθιος. “Για ποια σημειώματα μιλάς;”

Η Σάνια τρόμαξε. Είδε το βλέμμα του Ίμαελ, θυμό ανάμεικτο με φόβο και σήκωσε ψηλά τα χέρια της σα να ήθελε να προφυλακτεί.

“Πες μου για τα σημειώματα,” της είπε ο μελλοντικός σύζυγός της. Κάθε ίχνος ζεστασιάς είχε σβήσει από τη φωνή του.

“Να... κάποιος μας αφήνει ανώνυμα σημειώματα... Από κομμάτια εφημερίδων...”

“Και τι λένε;”

“Ε...” έκανε αμήχανη η Σάνια, “είναι επειδή οι άνθρωποι είναι ζηλόφθονες, όπως λέει και η μητέρα μου.”

“Δε σε ρώτησα για τους ανθρώπους. Σε ρώτησα τι λένε.” Ο Ίμαελ είχε πάρει πάλι την σκοτεινή του έκφραση. Είναι σα να είναι έτοιμος να με δώσει τον Ιβάν για μαστίγωμα, σκέφτηκε, καθώς θυμήθηκε τις ιστορίες που είχε ακούσει παλιά για την οικογένεια των Σερενόβ και ανατρίχιασε.

“Λένε ότι αν σε παντρευτώ θα κάνω μαύρο γάμο,” του είπε η Σάνια, νιώθοντας ταυτόχρονα ένα δάκρυ να κυλάει στο μάγουλό της.

Ο Ίμαελ φάνηκε να παγώνει. “Ποιος το λέει αυτό;” ρώτησε, αγνοώντας τα δάκρυα της αρραβωνιαστικιάς του.

“Δεν ξέρω,” έκανε η Σάνια ανάμεσα στους λυγμούς της. Τα δάκρυα κυλούσαν ποτάμι από τα μάτια της όσο ο αρραβωνιαστικός της την κοιτούσε με δυσπιστία.

“Και γιατί δε μου είπες τίποτε;” την κατηγόρησε.

“Συγνώμη,” είπε με ένα αναφιλητό η Σάνια, “αλλά ο κόσμος λέει διάφορα για εσάς.”

“Σαν τι;” Ο τόνος της φωνής του έκανε την Σάνια να παγώσει. Στη φωνή του υπήρχε οργή. Ψυχρή οργή που την τρόμαζε. Κατάλαβε αμέσως ότι είχε πει περισσότερα από όσα έπρεπε.

“Ο κόσμος λέει διάφορα...” του είπε, προσπαθώντας να κλείσει το θέμα, όμως ο Ίμαελ δε το άφησε να περάσει τόσο εύκολα. Άρπαξε την Σάνια από τον καρπό της και την τράβηξε βίαια κοντά του.

“Θα γίνω ο σύζυγός σου σύντομα,” της είπε, τονίζοντας κάθε λέξη. “Δε θα μου κρατάς μυστικά.”

“Ο Σαμ Λέμις,” είπε εκείνη μουδιασμένα. “Χθες βράδυ. Είπε ότι αν έχω βάλει έναν από εσάς στο κρεβάτι μου θα ανεχόμουν και τον άγριο ιερέα.” Πρόσεξε τον θυμό στα μάτια του και τρόμαξε. Ήταν ένα βλέμμα που σκότωνε, το βλέμμα που φανταζόταν ότι είχαν οι άγριοι που έπαιρναν τα κρανία των αντιπάλων τους στις ιστορίες του πατέρα της. “Ήταν ταραγμένος με τον ιερέα,” είπε, προσπαθώντας να τον ηρεμήσει. “Ξέρεις, που ήταν ιθαγενής. Δε μπορούσε να ανεχτεί ότι ένας άγριος ήταν υπηρέτης του Δημιουρ-”

“Κατάλαβα,” είπε ψυχρά ο Ίμαελ. “Καλή μου, σταμάτα να κλαις. Καταλαβαίνω ότι οι παρακατιανοί της πόλης αυτής μας ζηλεύουν που πετύχαμε ότι δεν κατάφεραν αυτοί. Και βγάζουν το δηλητήριο τους πάνω σου, γιατί σε θεωρούν εύκολο στόχο.” Την αγκάλιασε σφιχτά και αυτό κάπως ηρέμησε τη Σάνια. “Έπρεπε να μου είχες μιλήσει,” της είπε, “θα είχα φροντίσει νωρίτερα για αυτό.”

Μακάρι να ήσουν πάντα έτσι, Ίμαελ, σκέφτηκε η Σάνια, τυλιγμένη μέσα στην αγκαλιά του αρραβωνιαστικού της.

“Δυστυχώς πρέπει να φύγουμε,” της είπε ο Ίμαελ. “έχω πολλές δουλειές απόψε. Και πολλά θέματα να ρυθμίσω μετά από αυτά που μου είπες.”

Κρατώντας το χέρι του τυλιγμένο γύρω από τη μέση της, την οδήγησε στην άμαξα και τη βοήθησε να ανέβει. Αυτή ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του και αυτός έπαιζε με τα μαλλιά της.

“Σε παρακαλώ, μην πειράξεις τον Σαμ,” του είπε κατά τη διάρκεια της διαδρομής τους, “ξέρεις ότι μισεί τους άγριους γιατί του παίρνουν τις δουλειές.”

“Εγώ;” κάγχασε ο Ίμαελ. “Εγώ δεν πρόκειται να κάνω απολύτως τίποτε.”

Για κάποιο λόγο αυτή η διαβεβαίωση του Ίμαελ δεν καθησύχασε καθόλου τη Σάνια.

Link to comment
Share on other sites

Ενδιαφέρον φαίνεται. Το γράφεις τώρα ή το έχεις προχωρήσει και απλώς το ανεβάζεις λίγο-λίγο;

Είναι λίγο μεγάλη ιστορία το πότε το γράφω. Θα κάνω ένα σχόλιο στο τέλος μάλλον, αλλά η σύντομη απάντηση είναι ότι το γράφω αυτές τις μέρες και σηκώνω ένα κεφάλαιο την ημέρα (αυτή τη στιγμή δεν έχω άλλο κομμάτι, χθες και προχθές ήμουν μπροστά μισό κεφάλαιο)

Link to comment
Share on other sites

Καλησπέρα,

 

Πολύ ενδιαφέρον ξεκίνημα και πολύ καλογραμμένο. Έχεις, φανερά, εξαιρετική ευχέρεια στους ζωντανούς διαλόγους. Επειδή είναι τόσο λεπτομερειακά καταγραμμένοι οι διάλογοι και τόσο "μικρο-αστικοί" οι προβληματισμοί των ηρώων σου (αν και μας αφήνεις ήδη να καταλάβουμε πως we are not in Kansas anymore), θα είχε ίσως πλάκα να ανατρέπονταν εντελώς οι υποθέσεις του αναγνώστη και οι ήρωες να αποδεικνύονταν... έντομα ή κάτι παρεμφερές.

 

Πολύ ωραίο

Link to comment
Share on other sites

Φαίνεται ενδιαφέρον ιστορία! Πολύ καλές περιγραφές και ιδιαίτερα πολύ καλοι διάλογοι, θα διαβάσω σίγουρα τη συνέχεια!

Κάτι ελάχιστο. Το "τον μακαρίτη τον άντρα της" καλύτερα να γινόταν "τον μακαρίτη άντρα της" καθώς το πρώτο μου κάνει περισσότερο προφορικό λόγο. Επίσης ο ποταμός Βιγτ καλύτερα να γινόταν Βιχτ ή Βιγντ (καθώς έτσι νομίζω θα ήταν λογικό να γινόταν με την πάροδο του χρόνου, καθώς είναι πιο εύκολο στην προφορά, ενώ το Βιγτ δεν πολυβγαίνει.) Νομίζω και το συγγνώμη θέλει δύο "γ". Λεπτομέριες βέβαια, δείχνουν πόσο καλογραμμένη είναι η ιστορία σου :p

Edited by 122
Link to comment
Share on other sites

Αρκετά καλή. Η πλοκή είναι ενδιαφέρουσα, και φαίνεται να προχωράει με το σωστό ρυθμό, οι διάλογοι είναι αρκετά πιστευτοί και το συγγραφικό σου στυλ μου αρέσει.

Έχω μια μικρή υποψία για το που πηγαίνει αυτή η ιστορία, μα θα περιμένω το τέλος για να δω αν είχα δίκιο.

Link to comment
Share on other sites

Ελα ντε... Τι έγινε Nιx; Τεμπελιάζουμε; Αντε και μας έχεις αφήσει με την αγωνία...

Link to comment
Share on other sites

  • 4 months later...

Πολύ ενδιαφέρον το κείμενό σου, αν και δεν βλέπω να το τελειώνεις any time soon...

Μου αρέσει ο λόγος σου, γιατί είναι άμεσος και σε βάζει στο κλίμα της ιστορίας. Ας μην ήταν κι αυτό το σημείο...

---> "Τα ρούχα του μπορεί να ήταν τα σωστά, λευκό πουκάμισο και μαύρο σακάκι, καπέλο και παντελόνι, όλα τους με τη λιτή κοψιά που θα περίμενε κανείς από τα ενδύματα ενός υπηρέτη του Δημιουργού, ένα μεγάλο ξύλινο Αργκτ να ξεχώριζε μέσα από το σακάκι του και να κρατούσε παραμάσχαλα το Βιβλίο των Προφητών, όμως αυτό που δεν ταίριαζε καθόλου με την εμφάνισή του ήταν το κατάλευκο δέρμα του και ανοιχτά ξανθά, σχεδόν λευκά, μαλλιά του." <---

Είμαι βέβαιος πως δεν θα έβλαπτε ΚΑΘΟΛΟΥ η αντικατάσταση δυο-τριών κομμάτων από τελείες.

Οι διάλογοι είναι σε γενικές γραμμές εξαιρετικοί, όμως υπάρχουν κομμάτια όπου οι πληροφορίες που δίνονται μέσω αυτών, και ο τρόπος που μιλούν οι χαρακτήρες, είναι κάπως βεβιασμένα. Θα το αποδώσω στο γούστο μου, βέβαια, το ότι βγήκα από την όμορφη ατμόσφαιρα που είχες δημιουργήσει.

Το μόνο που μένει να πω είναι πως το μόνο χοντρό πρόβλημά σου είναι η ασυνέπεια. Μισό χρόνο μετά από το ανέβασμα του πρώτου μέρους, κι ακόμα να τελειώσει η ιστορία. Φαντάσου να είχες συμφωνία με εκδότη!

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..