Jump to content

Γυναίκα-γεύμα


Cyrano

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Ποθητός

Είδος: Φαντασία

Βία; Ναι

Σεξ; Ναι

Αριθμός Λέξεων: 2926

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: Το πρώτο διήγημα που στέλνω και πάει πολύς καιρός που έχω να γράψω κάποιο, αυτό είναι ένα από τα παλιά (γραμμένο προ πενταετίας αν θυμάμαι καλά). Ελπίζω να ξαναμπώ σε ρυθμό. Όσο πιο αυστηροί είστε, τόσο πιο πολύ θα με βοηθήσετε.

 

Γυναίκα - γεύμα

 

Τις ερωτικές μου απογοητεύσεις τις ξεπερνούσα πάντα στις βιβλιοθή­κες. Μου ήταν σχεδόν αδύνατο να συγκεντρωθώ στα βιβλία που αρά­διαζα μπροστά μου, αλλά η ησυχία, τα μεγάλα τραπέζια κι η θέα των λιγοστών αναγνωστών που ήταν απορροφημένοι στη μελέτη τους, με ηρεμούσε. Η απουσία κάθε σωματικού πάθους, οι σοβαρές, χαμηλόφω­νες συζητήσεις, τα σιωπηλά νεύματα που ανταλλάσσονταν, απάλυναν μέσα μου το συναισθηματικό άλγος του πρόσφατου χωρισμού. Ξεκού­ραζα το βλέμμα μου πάνω στους αγέρωχους γέρους, τις άβαφες κοπελί­τσες, τους άχαρους νεαρούς και τις μεσόκοπες καθηγήτριες, καταφέρνο­ντας έτσι ν’ απορροφιέμαι που και που από τις σελίδες κάποιου βιβλίου ή να γεμίσω μισή σελίδα σημειώσεων, παρεκτρέποντας το πνεύμα μου από τις ερωτικές εμμονές του. Σε κάθε βιβλιοθήκη, υπάρχει ένα ποσοστό ανθρώπων που επιλέγουν σταθερές θέσεις, κοντά στο παράθυρο ή μπροστά στο τμήμα των βι­βλίων που τους ενδιαφέρει. Εγώ από την άλλη ανήκα στους γυρολόγους, όχι τους αδιάφορους, αλλά εκείνους που παρασύρονται από την αισθη­τική παρόρμηση της στιγμής για να διαλέξουν το ‘σύντροφο’ της ημέ­ρας λίγες θέσεις μακρύτερά τους, κρυφοκοιτάζοντας που και που τις κι­νήσεις του. Είναι ένα αθώο παιχνίδι κοινωνικού φλερτ που ανακουφίζει τις ευάλωτες, μοναχικές ψυχές. Επιλογή μου εκείνη την περίοδο ήταν μια κοπέλα κοντά στα τριάντα. Με μια μεγάλη κούπα καφέ κι ένα μικρό μπουκαλάκι νερό, είχε στρατοπεδεύσει στο τμήμα της φανταστικής λο­γοτεχνίας, γεμίζοντας με εκπληκτική ταχύτητα σελίδες ολόκληρες στρωτού γραφικού χαρακτήρα. Χρησιμοποιούσε μια φθηνή, πλαστική πένα, το πάνω άκρο της οποίας μασούσε με βλοσυρό ή προβληματι­σμένο ύφος καθώς διάβαζε ή σκεφτόταν στα διαλείμματα της χειμαρρώδους γραφής.

 

Μια εβδομάδα αργότερα είχα υποκύψει στη γοητεία της αφοσίωσής της στην μελέτη κι έπαιρνα όλο και περισσότερα βιβλία από τα ράφια του φανταστικού, κυρίως μικρούς τόμους με διηγήματα του Μωπασάν και του Πόε, αλλά και του Λάγκερβιστ, του Ουέλς, του Νερβάλ, του Χώθορν. Ίσως να φαίνεται υπερβολικό, αλλά τα κείμενα αυτά κατόρ­θωσαν σε διάστημα ενός μηνός να με θεραπεύσουν. Η θλίψη κι η ανα­σφάλειά μου υποχώρησαν σημαντικά κι εξακολούθησα πλέον να πη­γαίνω στη βιβλιοθήκη μόνο για τη χαρά της ανάγνωσης κι ανομολόγητα εξαιτίας ενός ανεπαίσθητου αισθήματος ευγνωμοσύνης για εκείνη την κοπέλα που υπήρξε έστω κι αθέλητα η αρχή της ανάρρωσής μου.

 

Κάποιο απόγευμα την είδα να σηκώνεται και να ψάχνει τα ράφια πίσω της. Γύρισε με το πρόσωπο συνοφρυωμένο κι απογοητευμένο, όταν ξαφνικά το βλέμμα της καρφώθηκε στα βιβλία που είχα δίπλα μου. Την είδα να διστάζει για λίγο κι αμέσως κατάλαβα ότι το αντικείμενου του πόθου της βρισκόταν ανάμεσα τους. Παρέμεινα αφοσιωμένος στον τόμο που είχα ανοιχτό μπροστά μου κι εκείνη με πλησίασε.

 

Συγγνώμη, μπορώ να δανειστώ για λίγο αυτό το βιβλίο, αν δεν το χρει­άζεστε;”

 

Ο δείκτης της σημάδευε τις "Δεκατέσσερις μέρες..." του Ποτόκι.

 

Αν δεν έχετε σκοπό να κοιμηθείτε το βράδυ, γιατί όχι; Εγώ πάντως εί­μαι άυπνος δύο μέρες κι έχω καταργήσει και τον καφέ.”

 

Μου χάρισε ένα όμορφο χαμόγελο.

 

Θα το αντέξω.” είπε αρπάζοντας το βιβλίο. “Ευχαριστώ” πρόσθεσε μισογυρίζοντας καθώς επέστρεφε στη θέση της.

 

Την επομένη ήρθε στο τραπέζι μου, με καλημέρισε και κάθισε απέναντί μου.

 

Απ’ ότι φαίνεται πρέπει κι εγώ να ξεχάσω τον καφέ” είπε σοβαρά. “Θα περάσει τουλάχιστον μία εβδομάδα προτού ξαπλώσω ξανά στο κρεβάτι μου.”

 

Έτσι ξεκίνησε η γνωριμία μας – πάνω από το βιβλίο ενός ψυχοπαθούς συγγραφέα.

 

Όταν κατάλαβε ότι η σχέση μου με την βιβλιοθήκη ήταν περιστα­σιακή, δε θέλησε να ξαναβρεθούμε εκεί. Προτιμούσε τους υπαίθριους περιπάτους και τα παγκάκια δίπλα στη θάλασσα, όπου και κούρνιαζε μέσα στην αγκαλιά μου, χωρίς τσιριμόνιες ή παιδιάστικα καμώματα, με μια σοβαρή απλότητα που μ’ εντυπωσίαζε. Περνούσα τα χέρια μου σε ένα σφιχτό δακτυλίδι γύρω της και προσπαθούσα να χαθώ κι εγώ για λίγο στη θέα που την απορροφούσε. Η σάρκα της ήταν σφιχτή, ελα­στική, στέρεα πάνω στα κόκαλά της, αν κι αρνιόταν ότι γυμναζόταν, παρά την απροκάλυπτη δυσπιστία μου. Ο λαιμός της ανέδιδε ένα παρά­ξενο άρωμα, ένα μίγμα από εκχύλισμα άνθους, κάρβουνου και σάρκας. Η επιδερμίδα της ήταν σκούρα, τα μάτια και τα μαλλιά κατάμαυρα.

 

Πέρασαν άλλες τρεις εβδομάδες και στο ρεπερτόριό μας προστέθηκαν κινηματογράφοι και πλατείες. Όταν την αγκάλιαζα και τη φιλούσα κα­θώς χαϊδευόμαστε στα παγκάκια, ένιωθα πιο προσδιορισμένη τη μυρω­διά εκείνη του κάρβουνου η οποία υπερίσχυε των άλλων, δίνοντας αό­ριστα την εντύπωση της τσίκνας, του ψημένου κρέατος. Στην αρχή γε­λούσα, οσμιζόμουν τον αέρα προσπαθώντας να εντοπίσω την κατεύ­θυνση του αόρατου ψητοπωλείου που κατάφερνε να αιχμαλωτίζει την προσοχή μου, γεμίζοντας με σάλιο το στόμα μου κι υγρά το στομάχι μου. Εκείνη με κοιτούσε περιπαικτικά κι εγώ βυθιζόμουν στο λαιμό της, καταπολεμώντας την επιθυμία μου να τη δαγκώσω. Δε φανταζόμουν όμως, όχι, δε μπορούσα να φανταστώ.

 

Συνέβη την πρώτη φορά που κάναμε έρωτα. Ήμουν τόσο ξαναμμένος, τόσο απορροφημένος στον πόθο μου και τις αναθυμιάσεις του έρωτα, που πίστεψα ότι η έντονη, καθαρή πλέον μυρωδιά της τσίκνας, ήταν μια διεστραμμένη οσφρητική παραίσθηση. Την αγνόησα λοιπόν και συνέ­χισα να αγκαλιάζω την αγαπημένη μου με πάθος. Όσο όμως κυλιόμα­σταν στα σεντόνια ψαχουλεύοντας βίαια ο ένας τον άλλο, η εμμονή γι­νόταν βεβαιότητα. Και τότε συνέβη. Η επιδερμίδα της σκούρυνε κι άλλο, η σάρκα έγινε ταυτόχρονα πιο σφιχτή κι επιμέρους πιο χαλαρή και μόλις μπήκα μέσα της, το κορμί της έγινε απόλυτα εύπλαστο, σχε­δόν διαλυόταν κάτω από τη πίεσή μου. Ενώ συνέχιζα προς τον πρώτο μου γρήγορο κι ανεξέλεγκτο οργασμό, η επιδερμίδα της έσκαγε κατά τόπους κι από μέσα φαινόταν η ψημένη σάρκα και το λευκό λίπος που σχεδόν τσιτσίριζε από τη θερμότητα που τσουρούφλιζε όλο μου το σώμα. Σοκαρίστηκα αλλά την ίδια στιγμή τελείωσα μέσα της. Έγειρα δίπλα της και λίγο αργότερα το σώμα της επανήλθε στη φυσιολογική του κατάσταση.

 

Τα εντελώς απίθανα αλλά απολύτως υπαρκτά πράγματα έχουν την ικανότητα να αποδιώχνουν την περιέργεια. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που είναι πραγματικά διατεθειμένοι να τ’ αντιμετωπίσουν – είναι σαφώς ευ­κολότερο να τ’ αφομοιώσουν, εξοστρακίζοντας το απειλητικό μυστήριο της προέλευσής τους. Δεν αποτελούσα εξαίρεση κι έτσι αρκέστηκα σε ερωτήσεις διευκρινιστικής πρακτικότητας.

 

Αν σε σφίξω δυνατά. θα πάθεις τίποτα;”

 

Όχι, αρκεί να μην προσπαθήσεις να με τρυπήσεις με τα δάχτυλά σου. Αν και τότε ακόμα θα μου κάνεις μικρότερη ζημιά απ’ όση φοβάσαι.”

 

Αν σε δαγκώσω θα πονέσεις;”

 

Όχι αν μ’ αγαπάς. Θες να με δαγκώσεις;”

 

Δεν ξέρω” είπα, αν και στο μυαλό μου η δυνατότητα έλαμψε δελεα­στική.

 

Μπορείς όχι μόνο να με δαγκώσεις, αλλά και να με φας αν θες”.

 

Την κοίταξα προσεχτικά προσπαθώντας να καταλάβω αν σοβαρολο­γεί. Εκείνη γέλασε με την έκφρασή μου.

 

Μπορεί πραγματικά να με δοκιμάσεις. Αλλά λίγο, προσεχτικά κι ενώ θα μου κάνεις έρωτα”

 

Χαμογέλασα αμήχανα, με μια δυσπιστία όλο άρνηση απέναντι στο διασκεδασμένο ύφος της. Έκτοτε όμως δεν κατάφερα ν' απαλλαγώ από την ιδέα.

 

Το χειρότερο ήταν ότι έπειτα από την πρώτη εκείνη εμπειρία, κάθε φορά που κάναμε έρωτα, μου ήταν αδύνατο ν' αποτραβήξω την προσοχή του στομαχιού μου από το θέαμα και την οσμή που με περικύκλωναν. Συγκρατιόμουν φυσικά αλλά ήταν παράδοξο και με έφερνε σε αμηχα­νία. Πάνω απ’ όλα όμως ήταν δοκιμασία. Ποτέ ως τότε δεν είχα συνδέ­σει τον έρωτα με κάποια άλλη φυσική ανάγκηÌ ήταν για μένα ένα ιδα­νικό το οποίο είχα πνευματοποιήσει στον έσχατο βαθμό. Κανονικά θα έπρεπε να την αντιμετωπίζω σαν τέρας, όμως τίποτα το πραγματικά αφύσικο δεν υπήρχε πάνω της. Το τόσο γοητευτικό, εξευγενισμένο πνεύμα της, που μπροστά στις ημιτελείς κι άνοστες εμπειρίες μου φά­νταζε σχεδόν εξωπραγματικό, βρισκόταν φυλακισμένο σε ένα σώμα που αν ήταν όπως των άλλων γυναικών θα το έβρισκε κανείς λιμπιστό. Όχι φυσικά με την κυριολεκτική του έννοια όπως τώρα, αλλά πάλι γιατί όχι;

 

Ναι, ήταν μια δοκιμασία. Είχα γνωρίσει την ιδανική γυναίκα, ένα ξε­χωριστό σύμπαν με απέραντες δυνατότητες προς κάθε κατεύθυνση. Άλ­λωστε η παραδοξότητά της εμφανιζόταν μόνο κατά την ερωτική της διέγερση, οπουδήποτε αλλού ήταν μια σφριγηλή, νέα γυναίκα. Άκουγα τους κομψούς, διεισδυτικούς συλλογισμούς της και το πνεύμα μου πλημμύριζε ευφορία. Στα μάτια μου μεταμορφωνόταν τότε σε μια αιθέ­ρια νύμφη, ένα πλάσμα από απαλό, σχεδόν διάφανο φως και εκείνες τις στιγμές αμφέβαλλα σοβαρά αν τα περί ψημένης σάρκας δεν ανήκαν στην αρρωστημένη φαντασία μου, μια εκδικητική προσπάθεια του πλη­βείου να εκμηδενίσει αυτόν που τον υπερβαίνει με τον πιο σαφή, το μόνο αποτελεσματικό τρόπο που διαθέτουν οι πραγματικά κατώτεροι: την καταστροφή του άλλου. Δε φθάνεις στην κορυφή μόνο σκαρφαλώ­νοντας, αλλά και ρίχνοντας όλους τους από πάνω. Όμως εγώ δε διέθετα παρόμοια ιδιοσυγκρασία. Όσο τη γνώριζα, τόσο περισσότερο τη λά­τρευα και θα δεχόμουν με ευχαρίστηση να γίνω σκλάβος της. Ποτέ δε θεώρησα τον εαυτό μου ισάξιό τηςÌ θα ήταν ένα προνόμιο που κι ως ανάμνηση αρκεί να δικαιώσει τη ζωή ενός ανθρώπουÌ κι εγώ ήδη το ζούσα σε ένα συνεχές διάστημα χρόνου που καταντούσε αφόρητα ευ­δαιμονικό.

 

Όλες οι παραπάνω σκέψεις δε με βοηθούσαν στο ελάχιστο. Άλλοτε θύμωνα μαζί της κι άλλοτε με τον εαυτό μου. Την έβλεπα στο διαμέρι­σμά μου, καθισμένη στο παλιό φοιτητικό μου γραφείο, να δαγκώνει τη φάλαγγα του αντίχειρά της καθώς έγραφε με τον νευρικό της τρόπο, ή να διαβάζει σαν υπνωτισμένη, ακίνητη, με μόνο σημάδι ζωής πάνω της, το νεκροζώντανο χέρι που γύριζε τις σελίδες. Κι ενώ εκείνη δινόταν απερίσπαστη στις ηδονές της πνευματικής τροφής και τις βασανιστικές περιπλοκές της δημιουργικότητας, εμένα με απασχολούσε μόνο ένα πράγμα: ποια ήταν η πραγματική μου ανάγκη; Να κάνουμε έρωτα ή να φάω; Η ανεξάρτητη δράση των σιελογόνων αδένων μου με περισπούσε. Δοκίμασα το αυτονόητο, δηλαδή να φάω μέχρι σκασμού κι έπειτα να πέσω στο κρεβάτι μαζί της – με κωμικοτραγικά αποτελέσματα. Γιατί μόλις άρχισε εκείνη να πυρώνει, με κατέκλυσε μια αίσθηση βαρυστομα­χιάς συνοδευμένη από υπνηλία. Δοκίμασα να τη βιάσω. Να μπω μέσα της χωρίς εκείνη να αισθάνεται τίποτα. Αν πετύχαινε ήμουν αποφασι­σμένος να της ζητήσω να συμβαίνει που και που, μόνο και μόνο για να έχω μια αίσθηση κανονικότητας, καταπραϋντική του άγχους μου, μια μεταβατική κατάσταση μέχρι να καταφέρω να συνηθίσω, ν’ αντεπε­ξέλθω στην πραγματικότητα της σχέσης μας. Οι πνευματικές και σωμα­τικές προκλήσεις στις οποίες υποβαλλόμουν δεν ήταν και λίγες, δικαι­ούμουν ένα διάλειμμα. Όμως όλα απέτυχαν από την πρώτη φορά. Το συναίσθημα του βιασμού κι η ηθελημένη ψυχρότητα που φιλότιμα προ­έβαλλε ταπεινώνοντας τον εαυτό της, με ανάγκασαν να σταματήσω σχεδόν αμέσως εκείνη την απόπειρα.

 

Δεν ήταν δίκαιο. Ένας ερωτικός σύντροφος δέχεται τις αδυναμίες σου και σε βοηθά να τις αντιμετωπίσεις – δεν στις επιτείνει. Φυσικά δε μπο­ρούσα να την κατηγορήσω για τίποτε. Δεν το έκανε επίτηδες και φαινό­ταν σχεδόν να ντρέπεται που με δυσκόλευε τόσο. Έπρεπε να συμβιβα­στώ με αυτό. Να σταματήσω να το πολεμάω και να μπω στην ουσία του. Αφού ήταν φαγώσιμη, θα την δοκίμαζα. Όποτε όμως το έπαιρνα από­φαση, άνοιγαν οι πύλες της αυτοκριτικής. Μήπως ενδόμυχα ζήλευα; Μήπως κατά βάθος θα ήθελα να ήμουν κι εγώ φαγώσιμος κι ας μην είχα το πνεύμα εκείνο που θα με έβγαζε από τη δύσκολη θέση να πρέπει πά­ντα να υπερβαίνω αυτή την ελάχιστη χρησιμότητά μου; Ήθελα μήπως να δω στα μάτια μιας γυναίκας τον απροκάλυπτο, ολόγυμνο εκείνο βου­λιμικό πόθο να πηγάζει από το κέντρο του σώματός της; Ναι, στην πραγματικότητα αυτό ποθούσα. Ζήλευα. Ζήλευα κι ας ήμουν ως τότε στην ερωτική μου ζωή πάντοτε σ’ επιφυλακή, περιφρουρώντας την ακε­ραιότητά μου από κάθε γυναίκα της οποίας διακαής πόθος ήταν ν’ ανα­μίξουμε τα συναισθήματα και τις σκέψεις μας σ’ ένα σπίτι, τις ζωές μας σ’ ένα πρόγραμμα.

 

Το έκανα χωρίς να την ειδοποιήσω, σχεδόν χωρίς να το προγραμμα­τίσω, αλλιώς το άγχος μου θα σταματούσε τα πάντα. Είχα επιμείνει στα προκαταρκτικά για πολύ ώρα, όταν κάποια στιγμή τη γύρισα μπρούμυτα και μπήκα απαλά μέσα της. Την ένιωσα να τρέμει αλλά συνέχισα να της κάνω γλυκά έρωτα μέχρι που την αισθάνθηκα να παρασύρεται από το πάθος. Τότε έσκυψα πάνω από την εξωτερική πλευρά του αριστερού της μπράτσου και με την άκρη των δοντιών μου αποκόλλησα ένα μικρό κομματάκι. Ένας σπασμός συντάραξε το σώμα της βυθίζοντάς με ολο­κληρωτικά μέσα της. Σε συνδυασμό με την εξαίσια γεύση που γέμισε το στόμα μου, οδηγήθηκα στον πιο έντονο, τον πιο ολοκληρωμένο οργα­σμό της ζωής μου. Όταν επανήλθε στη φυσιολογική κατάσταση παρα­τήρησα γεμάτος αγωνία το μπράτσο της. Δεν υπήρχε παρά μια ανεπαί­σθητη απουσία στο μέρος που είχα δαγκώσειÌ το σημείο φαινόταν εξαι­τίας του σκούρου χρώματος, σα μια βαθυκόκκινη μελανιά που τις επό­μενες μέρες αντικαταστάθηκε με νέο δέρμα. Με κοίταξε όλο παιχνιδιά­ρικη αγάπη κι εγώ την έσφιξα μ’ ευγνωμοσύνη πάνω μου.

 

Φρόντισα να περιορίσω τις γαστριμαργικές μου ορέξεις σε μία φορά κάθε πέντε ή έξι ερωτικές συνευρέσεις μας. Γινόταν όλο και πιο δύ­σκολο να συγκρατηθώ, αλλά έστω και με το ζόρι τα κατάφερνα. Την αγαπούσα αυτή τη γυναίκα, πρώτη φορά καταλάβαινα τι θα πει αγάπη. Ο έρωτας, η φιλία, τα συναισθήματα απέναντι στους γονείς μου, δεν έμοιαζαν παρά αχνές, επίπεδες σκιές αυτού που ένιωθα τώρα. Ένας άν­θρωπος που σε κοιτά όπως εκείνη στα μάτια, που σε κάνει καλύτερο, που αποκόβεται κάθε μέρα για ώρες αλλά παραμένει δίπλα σου, προ­σφέροντάς σου το πανόραμα του εαυτού του, καθαρό, κοντινό κι εύλη­πτο για να το παρατηρήσεις με την ησυχία σου, ένας άνθρωπος τόσο διάφανος, ανοιχτός και μυστηριώδης, ευάλωτος, που διεγείρει όλες τις αισθήσεις, που ανυψώνεται στα πιο απρόσιτα ύψη και μένει σαν ένα απλό κοψίδι στο πιάτο σου – ένας τέτοιος άνθρωπος είναι μεγαλειώδης. Είναι τα πάντα.

 

Κάποια φορά τη ρώτησα πως το αντιμετώπιζαν οι προηγούμενοι ερα­στές της. Μόρφασε.

 

Δεν είχα και τόσους πολλούς. Είσαι ο τρίτος κι έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που απαλλάχτηκα από τον δεύτερο. Με ανάγκαζε να κάνω φοβερά πράγματα”

 

Γύρισε το κεφάλι από την άλλη.

 

Δηλαδή;”

 

Δεν ήθελε να μου πει αλλά την πίεσα.

 

Έβαζε πάνω μου σάλτσες.”

 

Ανίκανος να συγκρατηθώ ξέσπασα σε δυνατά γέλια, αλλά όταν γύρισε να με κοιτάξει τα μάτια της ήταν δακρυσμένα. Σηκώθηκε αμίλητη κι έφυγε. Έκανε τέσσερις μέρες να μου μιλήσει. Χρειάστηκα πολύ λιγό­τερο χρόνο για να συνειδητοποιήσω πόσο εύκολα η ανωτερότητα έλκει τη βία και το χλευασμό.

 

Οι μήνες περνούσαν κι η σχέση μας μου φαινόταν ιδεώδης. Μόνο που εκείνο το μικρό κομματάκι δε μου αρκούσε πλέον. Ήταν κάτι λειψό, κάτι ελάχιστο σε μια σχέση πληθωρική, δίχως όρια. Γιατί να μη δοκί­μαζα κάτι παραπάνω; Το μυαλό μου έφτιαχνε τη φαντασίωση μιας υπέρμετρης απόλαυσης, μιας εμπειρίας ολοκληρωτικής, θείας, κορεστι­κής. Ήθελα μια ολόκληρη μπουκιά. Το πρότεινα αλλά εκείνη το απέρ­ριψε αμέσως. Θα της έκανα κακό είπε, χωρίς να δώσει λεπτομέρειες. Όμως εγώ ήμουν σίγουρος ότι υπερέβαλλε, ότι δεν ήθελε να τη δω σαν γεύμα. Προσπάθησα να την πείσω ότι δεν διανοούμουν καν να την προ­σβάλλω, ότι η επιθυμία μου αυτή δεν ήταν παρά μια λαχτάρα που μου κυρίευε το μυαλό, που δε με άφηνε να ησυχάσω και που θα εξαφανιζό­ταν μόλις την πραγματοποιούσα. Θύμωσε στ' αλήθεια και μου απαγό­ρεψε να της ξαναμιλήσω γι αυτό. Για να με τιμωρήσει μάλιστα, μου στέρησε κι εκείνο το μικρό κομματάκι. Απογοητευμένος, αποφάσισα να το ξεχάσω. Δεν άξιζε να δηλητηριάζω τη σχέση μας με κάτι τόσο ασή­μαντο.

 

Κι όμως, βασανιζόμουν. Όσοι κατασκευάζουν στο μυαλό τους κό­σμους ουτοπικούς, καταστρώνουν ταξίδια συναρπαστικά κι αναστενά­ζουν μπροστά στο φάντασμα ενός ιδανικού εραστή, κατά βάθος ματαιο­πονούν. Μια μικρούλα ρωγμή στην επιφάνεια της τελειότητας αρκεί για ν’ ανθίσει ξανά η χυδαιότητα που κρύβεται μέσα τους. Δεν έχουν όλοι – κι ευτυχώς για τους περισσότερους – την ευκαιρία να το διαπιστώσουν κι έτσι παραμένουν ουσιαστικά ελεύθεροι ν’ απολαμβάνουν δια βίου τις ψευδαισθήσεις τους. Εγώ όμως αναγκάστηκα να το αντιμετωπίσω, όπως κανείς καθρέπτης δε θα ήταν σε θέση ν’ αποκαλύψει.

 

Ορκίζομαι πως δεν το είχα σχεδιάσει. Δε μου είχε περάσει καν από το μυαλό κι ακόμη και σήμερα δεν είμαι σίγουρος πως συνέβη, πως έχασα τον έλεγχο. Την παρεξήγησα επειδή ήθελα να την παρεξηγήσω, αυτό είναι σίγουρο, αλλά και πάλι δεν καταλαβαίνω πως έγινε. Είχαμε περά­σει μια θαυμάσια βραδιά κι εκείνη ήταν ιδιαίτερα θερμή. Μόλις φθά­σαμε σπίτι με έριξε στο κρεβάτι και σκαρφάλωσε πάνω μου. Ποτέ άλ­λοτε δεν την είχα δει σε τέτοια διάθεση. Καθώς κάναμε έρωτα, την ένιωσα να με σφίγγει δυνατά και την άκουσα να φωνάζει: “Δάγκωσε με! Δάγκωσε με!” Και τότε της όρμησα.

 

Τη δάγκωσα δυνατά πάνω από το στήθος. Αμέσως τινάχτηκε.

 

Όχι!” φώναξε “Μην το κάνεις!”

 

Εγώ όμως ήμουν πλέον ασυγκράτητος. Μέσα σε μια απέραντη, θρι­αμβική ευδαιμονία βύθιζα τα δόντια μου δυνατά μέσα στη σάρκα της, ως που η μύτη μου, ξετρελαμένη από τη μυρωδιά, έφραζε από το λίπος της. Ένιωθα τα πλευρά της να υποχωρούν κάτω από την πίεσή μου. Την ένιωσα να χτυπιέται πανικόβλητη από κάτω μου, ενώ εγώ καταβρόχθιζα αμάσητες μπουκιές, αρνούμενος να υποχωρήσω, διαχεόμενος όλο και πιο πολύ μέσα στο εκτυφλωτικό σκοτάδι. Και τότε, μ’ ένα σπασμό όλα άλλαξαν. Τα μάτια μου σκοτείνιασαν, το λαρύγγι μου έφραξε κι ένιωσα να πνίγομαι από ένα κομμάτι ωμής σάρκας και την γεύση του σιδήρου από το αίμα που έσταζε από τα χείλη μου. Έφτυσα το κομμάτι και την είδα έντρομος να σφαδάζει αιμόφυρτη στο κρεβάτι. Έσφιξα γερά πάνω της ένα σεντόνι και την πήγα στο νοσοκομείο. Στο γιατρό είπα ότι της είχε επιτεθεί ένα άγριο σκυλί. Δεν ξέρω αν με πίστεψε. Γύρισα σπίτι, μάζεψα όλα τα ματωμένα υφάσματα, τα έβαλα σε μια μαύρη σακούλα, μαζί μ’ εκείνο το τελευταίο ματωμένο κομμάτι και τα πέταξα. Καθαρί­ζοντας το κρεβάτι και το πάτωμα έκανα δύο φορές εμετό, στη διάρκεια του χειρότερου απογεύματος της ζωής μου. Ήταν τέτοια η φρίκη που ένιωθα για τον εαυτό μου που καμιά σκέψη δεν περνούσε από το μυαλό μου.

 

Βγήκε από το νοσοκομείο έπειτα από τέσσερις μέρες. Χλωμή, αμί­λητη, με μάτια απλανή. Τη συνόδεψα σπίτι της, την άφησα να ξαπλώσει και προσπαθούσα να την εξυπηρετήσω περισσότερο μαντεύοντας παρά ρωτώντας. Ένιωθα τόσο ένοχος απέναντί της που δε διανοούμουν να της ζητήσω συγγνώμη, μου έκανε κακό ακόμα και να της απευθύνω μια φράση. Όλα είχαν τελειώσει και το ήξερα, το αποδεχόμουν, το άξιζα. Ήθελα όμως να με διώξει εκείνη, να έχει μπροστά της την εικόνα της συντριβής μου για όσο καιρό το ήθελε ή το άντεχε. Τρεις μέρες αργό­τερα, προσπαθώντας να μπω στο σπίτι της, συνειδητοποίησα ότι είχε αλλάξει την κλειδαριά. Έφυγα αμέσως και δεν προσπάθησα να επικοι­νωνήσω ξανά μαζί της.

 

Έκτοτε αποφύγω τις βιβλιοθήκες. Διαβάζω σπίτι και τις ερωτικές απογοητεύσεις τις ξεπερνώ στα μπαρ, όπως όλος ο κόσμος.

Link to comment
Share on other sites

Μου άρεσε πολύ. Μια πολύ γκουρμέ άποψη του έρωτα. Είναι ατμοσφαιρικό και στη μεγαλύτερη έκτασή του διαβάζεται γρήγορα και εύκολα. Μ' άρεσε που η γυναίκα είναι αυτή που είναι, χωρίς να δίνονται εξηγήσεις για το τι είναι. Ίσως να μπορούσε να μπει και στις ιστορίες Τρόμου, εμένα πάντως μου φάνηκε λίγο σπούκι.

 

Από άποψη γραφής την βρήκα πολύ καλή. Μόνο μερικές γραμματικές διορθώσεις θα σου αναφέρω: Στο πού και πού τα πού παίρνουν τόνο. Επίσης, εδώ «...Δε μου είχε περάσει καν από το μυαλό κι ακόμη και σήμερα δεν είμαι σίγουρος πώς συνέβη, πώς έχασα τον έλεγχο. Την παρεξήγησα επειδή ήθελα να την παρεξηγήσω, αυτό είναι σίγουρο, αλλά και πάλι δεν καταλαβαίνω πώς έγινε....» τα πως παίρνουν τόνο. Περισσότερες πληροφορίες για τέτοιου είδους μικρολαθάκια μπορείς να βρεις εδώ.

 

Μετά από αυτό ελπίζω να ανοίξει η όρεξή σου και να ανεβάσεις κι άλλες ιστορίες. Καλωσήρθες στο φόρουμ.

Link to comment
Share on other sites

Tι να σε πω ρε φίλε, κατέβαλλα φιλότιμες προσπάθειες να βγάλω λίγη αυστηρότητα, μα του κάκου! Δε βρίσκω κανένα κουσούρι. :thmbup:

Φοβερή η τελευταία πρόταση "Έκτοτε..." Εύγε σου.

Link to comment
Share on other sites

«...στα μπαρ όπως όλος ο κόσμος»cold.gif Πολύ ωραία τελευταία φράση, που αντηχεί ώρα μετά την ανάγνωση.

Πέρα από το ότι είναι καλογραμμένο, έχει μερικά από τα χαρακτηριστικά που κάνουν τα διηγήματα να μου αρέσουν πραγματικά. Όπως η μετατροπή ενός πολύ κοινόχρηστου μεταφορικού σχήματος σε εξιστορούμενο περιστατικό. Όπως η συνέπεια στο ηχόχρωμα της φωνής που αφηγείται.

Νομίζω ότι θέλει λίγη προσοχή ο τίτλος· το στιλ του δεν προδιαθέτει για το ύφος του διηγήματος που ακολουθεί. Επίσης, μια απορία: αλήθεια, εκείνα τα «πως»-«πως», που αναφέρει ο Mesmer, θέλουν τόνο; Σκόνταψα κι εγώ λίγο εκεί, διαβάζοντάς το, όμως μου φάνηκε εύλογο να λειτουργεί ένας μηχανισμός απώθησης από τον αποτροπιασμό του για την πράξη του. Χωρίς να επιβεβαιώνεται ακριβώς αυτή η σκέψη από τη συνέχεια του διηγήματος, θα μου άρεσε ίσως λίγο περισσότερο, αν με κάποιον τρόπο υπήρχαν και κάποιες ακόμη νύξεις σχετικά με αυτό.

 

Καλώς ήρθες λοιπόν στο φόρουμ, καλή χρονιά και καλή συνέχεια :)

Link to comment
Share on other sites

Επίσης, μια απορία: αλήθεια, εκείνα τα «πως»-«πως», που αναφέρει ο Mesmer, θέλουν τόνο; Σκόνταψα κι εγώ λίγο εκεί, διαβάζοντάς το, όμως μου φάνηκε εύλογο να λειτουργεί ένας μηχανισμός απώθησης από τον αποτροπιασμό του για την πράξη του. Χωρίς να επιβεβαιώνεται ακριβώς αυτή η σκέψη από τη συνέχεια του διηγήματος, θα μου άρεσε ίσως λίγο περισσότερο, αν με κάποιον τρόπο υπήρχαν και κάποιες ακόμη νύξεις σχετικά με αυτό.

Τώρα που το λες, μπορεί να σταθεί και έτσι. Αλλά εφόσον ο ήρωας φαίνεται σίγουρος για το ότι τα παραπάνω συνέβησαν, μάλλον αναρωτιέται για τον «τρόπο» με τον οποίο συνέβησαν. Τουλάχιστον έτσι το πήρα εγώ όταν το διάβασα. Βέβαια, η δική σου εκδοχή, μαζί με τις νύξεις που αναφέρεις, θα το έκαναν, επίσης, ενδιαφέρον.

 

Να πω ότι συμφωνώ με την Μάρβιν για τον τίτλο. Θέλεις κάτι που να ταιριάζει περισσότερο στο διήγημα.

Edited by Mesmer
Link to comment
Share on other sites

Μα, ναι, Mesmer, συμφωνούμε για τον τόνο.

Όπως προανέφερα,

 

Χωρίς να επιβεβαιώνεται ακριβώς αυτή η σκέψη από τη συνέχεια του διηγήματος,

(πώς να μην είχε συμβεί η μεταφορά στο νοσοκομείο και το καθάρισμα μετά; ) Όμως αυτό φαίνεται μόνον όταν φτάσει κανείς μέχρι το τέλος, και το σχόλιό σου ήταν εκείνο που μου θύμισε τη διαφορετική σκέψη που είχα κάνει στο συγκεκριμένο σημείο :)

Link to comment
Share on other sites

Σεξ ,αηδία και τρόμος, κωμωδία, όλα μαζί, σε ένα τόσο μικρό κείμενο, μπράβο φίλος, καλώς όρισες κοντά μας

 

 

Link to comment
Share on other sites

Καλησπέρα,

 

Εξαιρετικό εύρημα και θαυμάσια εκτέλεση.Το εύρημα είναι τόσο καλό που θα μπορούσες ίσως να δοκιμάσεις να το ξεπεράσεις, να το αντιμετωπίσεις σαν κάτι φυσικό και να μην χάσεις χρόνο εισάγοντας και εξηγώντας το. Ρίχτο μας κατ' ευθείαν στα μούτρα και μην ανησυχείς, θα το φάμε γιατί μυρίζει ωραία (δεν ξέρω, μια ιδέα λέω). Επιπλέον, την συναισθηματική εξέλιξη του ήρωα θα προτιμούσα να την πληροφορηθώ μέσα από "σκετσάκια" και όχι μέσα από δηλώσεις του συγγραφέα. Άλλωστε τα σκετσάκια θα δώσουν την ευκαιρία να γνωρίσουμε από πιο κοντά και άλλες πτυχές του ήρωα και της ηρωίδας, πράγμα που θα τους κάνει ακόμα πιο τρισδιάστατους μέσα μας.

 

Αυτά. Και πάλι: πολύ ωραίο και πολύ καλογραμμένο.

Link to comment
Share on other sites

Πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία και πολύ καλογραμμένη! Μου θύμισε λίγο και τους "Θεριστές" του John Connoly.

Πράγματι ο τίτλος θα μπορούσε να είναι διαφορετικός, να δίνει το όλο θέμα πιο "κρυφά".

Συνέχισε έτσι!

Link to comment
Share on other sites

Η ιστορία με ρούφηξε μέσα της! Πολύ ενδιαφέρουσα με αναπάντητα ερωτηματικά του τύπου: Αν τελικά η γυναίκα είναι όντως κάτι ή αν ο ήρωας την βλέπει έτσι μέσω ενός διαστρεβλωμένου αντικατοπτρισμού του μυαλού του. Συγχαρητήρια!

 

 

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..