Jump to content

Μια αληθινή(;) ιστορία...


alkinem

Recommended Posts

Τίτλος: Μια αληθινή(;) ιστορία...

 

Είδος: Τρόμου

 

Βία: Ναι

 

Σεξ: Όχι

 

Αυτοτελής: Όχι (Αυτό είναι το πρώτο από τα δύο μέρη.)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μια αληθινή(;)ιστορία…

 

<br clear="all" style="mso-special-character:line-break;page-break-before:always">

 

 

 

Ορισμένες, απαραίτητες, διευκρινήσεις…

 

 

 

Όλα όσα θα σας διηγηθώ αποτελούν μια απολύτως αληθινή…

 

Όχι, δε μπορώ να ξεκινήσω την αφήγησή μου με αυτόν τον τρόπο. Αν το έκανα αυτό, τότε θα σας έλεγα συνειδητά ψέματα και,πιστέψτε με, αυτό θα ήταν το τελευταίο πράγμα που θα επιθυμούσα.

 

Ας ξεκινήσω λοιπόν λίγο διαφορετικά…

 

Αυτά τα οποία θα διαβάσετε είναι, στην καλύτερη των περιπτώσεων, απίστευτα. Αυτός είναι κι ο λόγος που με αναγκάζει να μη σας αποκαλύψω το όνομα μου. Η θέση μου στην κοινωνία είναι τέτοια που δε μου επιτρέπει να εκθέτω τον εαυτό στο χλευασμό του κόσμου κι αυτό ακριβώς θα μου συμβεί εάν σας πω ποιος πραγματικά είμαι.

 

Τη γνώμη για τα γεγονότα τα οποία παραθέτω, δεν πρόκειται να τη μάθετε. Τίποτε απ’ όλα θα διαβάσετε δεν είναι δική μου εμπειρία κι αυτός είναι ο λόγος που με κάνει δισταχτικό στο να χαρακτηρίσω αληθινά αυτά που περιέχονται στην ιστορία μου.

 

Βεβαίως, αληθινά εύλογη θα είναι η απορία σας, γιατί σας τα διηγούμαι όλα αυτά, εάν δεν είμαι ούτε κι εγώ ο ίδιοςσίγουρος για την αλήθεια τους. Δεν θα σας αδικήσω εάν σκεφτείτε κάτι τέτοιο.Σας είπα πως τίποτε δεν είναι δική μου εμπειρία. Αυτό δε σημαίνει όμως πως είμαι τελείως άσχετος με την πόλη που διαδραματίζονται τα γεγονότα και με τα πρόσωπα τα οποία είναι οι πρωταγωνιστές τους. Ένας από αυτούς, στενό συγγενικό μου πρόσωπο, είναι και η πηγή των πληροφοριών μου και είναι ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο τον οποίο θα αποκαλούσα ψεύτη, απατεώνα, φαντασιόπληκτο ή τρελό. Δε θα σας πω το όνομά του, απλά θα τον αποκαλώ Κώστα. Ούτε, ασφαλώς, θα σαςαποκαλύψω το όνομα της πόλης, το που αυτή βρίσκεται και τις ονομασίες των δρόμων στους οποίους έλαβε χώρα αυτή η ιστορία…

 

Είναι καθαρά δίκη σας η επιλογή εάν θα διαβάσετε ή όχι τη συνέχεια.

 

Δική σας είναι επίσης η επιλογή γιατον εάν θα πιστέψετε ή όχι τη διήγησή μου.

 

Εγώ απλώς διηγούμαι…

 

Ή μάλλον ο Κώστας διηγείται κι εγώ απλά καταγράφω…

 

<br clear="all" style="mso-special-character:line-break;page-break-before:always">

 

Τα αρχικά γεγονότα…

 

 

Το μεγάλο σπίτι, το οποίο βρίσκεταιστο τέλος της οδού …, στα ανατολικά της πόλης, έχει τη δικιά του, ξεχωριστή ιστορία. Εγώ, όπως και οι άλλοι που ανήκουν στη γενιά μου, δε μπόρεσα να το δω στις μέρες της δόξας του και τα μόνα όσα ξέρω γι’ αυτό, είναι οι ιστορίες που άκουγα από τους μεγαλύτερους.

 

Ιστορίες που ποτέ δεν ήταν πλήρεις. Πάντοτε κάτι έμενε αδιευκρίνιστο και όλοι μας, οι πιο νέοι, υποθέταμε πως κάτι είχε γίνει εκεί, κάτι που έκανε τους παλαιότερους δισταχτικούς ακόμα και να αναφερθούν σε αυτό. Έτσι ποτέ δε μας είχαν αποκαλύψει πολλές λεπτομέρειες, αλλά κι εμείς δε βρήκαμε το θάρρος να απαιτήσουμε να μάθουμε κάτι περισσότερο…

 

Όταν έγινα 18 χρονών, κλήθηκα να εκπληρώσω τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις. Καθώς υπηρετούσα τη θητεία μου,γνωρίστηκα με ένα παλικάρι, το Γιώργο, του οποίου η καταγωγή ήταν από την πόλη μου, αν και η οικογένειά του είχε φύγει από εκεί όταν αυτός ήταν τριών ετών.

 

Ο πατέρας του, γνώστης σαφώς της ιστορίας του σπιτιού, ποτέ δεν είχε πιστέψει σε αυτήν κι έτσι δεν είχε κανένα πρόβλημα με το να πει στο γιο του αυτά που θεωρούσε ως ένα τρομαχτικό παραμύθι, μια ιστορία κατάλληλη μόνο για να περνάει η ώρα. Αυτή ήταν και η θεώρηση του Γιώργου και δεν έδειξε τον παραμικρό δισταγμό όταν του ζήτησα να μου πει αυτά που ήξερε.

 

Τη δεκαετία του 19.., πολλοί συντοπίτες μου είχαν πάρει το δρόμο της ξενιτιάς. Ένας από αυτούς, το όνομά του ήταν …, που είχε πάει στη Αμερική, τα κατάφερε καλά εκεί και κανείς δε θα δίσταζε να πει πως έγινε βαθύπλουτος. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του εκεί, παντρεύτηκε κι απέκτησε οικογένεια, αλλά πάντα νοσταλγούσε τον τόπο του. Έτσι, όταν πια είχε περάσει τα 65 χρόνια, άφησε τη διοίκηση των επιχειρήσεών του στους δυο γιους του κι επέστρεψε, μόνος του όμως αφού η γυναίκα του είχε πεθάνει, στη πόλη μου. Το πατρικό του σπίτι δεν υπήρχε πια, είχε καταστραφεί κατά τη διάρκεια της κατοχής, αλλά αυτό δεν τον πτόησε. Αποφάσισε να χτίσει κάτι το οποίο θα αποτελούσε το καμάρι της πόλης, ένα σπίτι το οποί δε θα έμοιαζε με κανένα άλλο σε εκείνον τον τόπο.

 

Έπειτα από τρία χρόνια τα κατάφερε. Κι όντως το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό. Η νέα του κατοικία δε ξεχώριζε μόνο για το μέγεθός της, αλλά και την πολυτέλειά της. Πολυτέλεια που ήταν φανερή, όχι μόνο στην εσωτερική διακόσμηση του σπιτιού, μα και στην εξωτερική του όψη και στον τεράστιο κήπο που το πλαισίωνε. Κήπος γεμάτος αγάλματα από μάρμαρο της καλύτερης ποιότητας, τα οποία απεικόνιζαν, θεούς και ήρωες της Ελληνικής μυθολογίας, αλλά και δέντρα και θάμνους, φροντισμένους έτσι που να δημιουργούν παράξενες φιγούρες.

 

Όντως οι άνθρωποι της πόλης δεν είχαν ξαναδεί κάτι παρόμοιο κι έδειξαν να ενθουσιάζονται με αυτό. Ο … δεν είχε σκοπόνα κρατήσει αυτό το αριστούργημα αποκλειστικά για τον εαυτό του κι ο καθένας θα μπορούσε να περάσει όσον καιρό ήθελε εκεί, χωρίς καμία υποχρέωση ή δέσμευση.

 

Και πολλοί ήταν εκείνοι που εκμεταλλεύτηκαν αυτήν την ευκαιρία…

 

Όταν ο Γιώργος χρησιμοποίησε τη λέξη εκμεταλλεύτηκαν, εγώ απλά νόμιζα πως εννοούσε ότι οι κάτοικοι άδραξαν την ευκαιρία κι έζησαν την πολυτέλεια που είχαν στερηθεί τόσα χρόνια.

 

Μα ο Γιώργος ήταν περισσότερο κυριολεκτικός απ’ όσο είχα φανταστεί και δεν άργησε να μου το ξεκαθαρίσει…

 

Με τον καιρό, όλο και πιο πολλοί άρχισαν να συμπεριφέρονται σαν ήταν οι πραγματικοί ιδιοκτήτες του σπιτιού, ξεχνώντας πως απλά ήταν φιλοξενούμενοι εκεί και μόνο η γενναιοδωρία και η μεγαλοψυχία του … τους επέτρεπαν να βιώνουν αυτήν την πολυτέλεια. Εκείνον δεντον πείραζε. Ήξερε τα βάσανα και τις στερήσεις που είχαν περάσει οι συμπολίτες του και αντιμετώπιζε τα παραπτώματά τους όπως ένας γονιός αντιμετωπίζει τις αταξίες του πολυαγαπημένου του παιδιού.

 

Αυτοί όμως, αντί να εκτιμήσουν αυτή ντου τη συμπεριφορά, αποθρασύνθηκαν εντελώς. Όμως, αυτό που ξεχείλισε το ποτήριτης υπομονής του … ήταν οι πράξεις ενός από τους πιο νεαρούς του φιλοξενουμένους.

 

Αυτός είχε ερωτευτεί μια από τις πολλές υπηρέτριες του σπιτιού, την πιο νέα κι όμορφη απ’ όλες. Εκείνη δεν ανταποκρινόταν στον έρωτά του, αλλά αντιθέτως φρόντιζε να του δείχνει ξεκάθαρα την περιφρόνησή της για τα αισθήματά του. Αυτός δεν άντεξε πολύ. Μια νύχτα μέθυσε όσο ποτέ άλλοτε και η λογική δεν κυβερνούσε πια τις πράξεις του. Μανιασμένος, πήγε εκεί όπου αυτή κοιμόταν με σκοπό να την κάνει δικιά του, είτε εκείνη το ήθελε είτε όχι. Η δύστυχη κοπέλα θέλησε να αντισταθεί αλλά εκείνος ήταν πολύ δυνατότερός της και το ποτό του είχε δώσει ακόμη πιο πολύ δύναμη. Τη βίασε κι έπειτα, φοβούμενος μην τυχών κι εκείνη μιλήσει, τη σκότωσε πνίγοντάς την.

 

Νόμιζε πως θα γλίτωνε, αλλά μια απότις άλλες υπηρέτριες που είχε ανησυχήσει από τους θορύβους που είχαν ακουστείαπό το δωμάτιο της νέας, τον είδε να τη σκοτώνει κι αμέσως έτρεξε και τα αποκάλυψε όλα στον κύριό της.

 

Η οργή του … ήταν απερίγραπτη. Θεώρησε τους πάντες υπεύθυνους για αυτό που είχε γίνει και τους ξεκαθάρισε πως κανείς τους δεν ήταν πια ευπρόσδεκτος στο σπίτι του.

 

Μα για το δολοφόνο είχε άλλα, πιο τρομερά σχέδια…

 

Άφησε να περάσει λίγος καιρός και οιπάντες νόμισαν πως δε θα αργούσε η στιγμή που θα τους συγχωρούσε και θα άνοιγε και πάλι τις πόρτες της οικίας του γι’ αυτούς. Η μη τιμωρία του δράστη και το κουκούλωμα της υπόθεσης είχαν συντελέσει στην ισχυροποίηση αυτής τους της άποψης.

 

Και ξαφνικά, μια μέρα ο φονιάς εξαφανίστηκε κι όσο κι αν έψαξαν, κανείς δε μπόρεσε να τον εντοπίσει.Ταυτόχρονα ο … κλείστηκε στο σπίτι και διέκοψε την επικοινωνία του με τον έξω κόσμο.Τα δυο αυτά γεγονότα αμέσως συνδέθηκαν στη συνείδηση του κόσμου, αλλά κανένας δεν ήταν σε θέση να κάνει κάτι, όχι χωρίς τις κατάλληλες αποδείξεις.

 

Ένα μήνα μετά την εξαφάνιση του δολοφόνου, ένα αρκετά μεγάλο δέμα, που κανείς δε γνώριζε ποιος το είχε στείλει,έφτασε στο Δημαρχείο. Το άνοιξαν και αντίκρισαν ένα φριχτό θέαμα. Τον εξαφανισμένο συμπολίτη τους νεκρό, διαμελισμένο σε πολλά κομμάτια και χωρίς σταγόνα αίμα σε αυτά…

 

Πάνω στο κουτί ήταν γραμμένη η ακόλουθη φράση: Αίμα για το αίμα, ζωή γιατη ζωή…

 

Όλοι κατάλαβαν πως κάποιος είχε εκδικηθεί το θάνατο της υπηρέτριας. Κι αν και δεν υπήρχαν στοιχεία, όλοι ήξεραν ποιος το είχε κάνει.

 

Πολύ γρήγορα άρχισαν να κυκλοφορούν αποτρόπαιες φήμες. Κάνεις δεν ξέρει ποιος τις ξεκίνησε, αλλά σύντομα κανείς δεν αμφισβητούσε την εγκυρότητά τους. Ο … είχε κρατήσει φυλακισμένο για ένα μήνα τον δολοφόνο και τον είχε υποβάλει στα πιο φριχτά βασανιστήρια, τέτοια που ούτε κι ο πατέρας του Γιώργου τόλμησε να τα αποκαλύψει στο γιο του. Ένα βράδυ, μετην πανσέληνο ψηλά στον ουρανό, τον θυσίασε πάνω από τον τάφο της κοπέλας, ο οποίος ήταν σε μια γωνιά του κήπου του σπιτιού του, και με το αίμα του πότισετ ο χώμα πάνω από φέρετρο της νεκρής. Έπειτα τον διαμέλισε κι επέστρεψε τα κομμάτια του στους ανθρώπους της πόλης.

 

Οι κάτοικοι εξαγριωμένοι πολιόρκησαν το σπίτι του. Δε δυσκολεύτηκαν να μπουν μέσα και τα πρώτα θύματα της δίψας τους για εκδίκηση ήταν οι υπηρέτες. Τους έγδαραν ζωντανούς, τους έσυραν με τα αυτοκίνητα στους δρόμους της πόλης και πέταξαν τα σώματά τους μέσα σε ένα λάκκο, που κανείς δεν ήξερε πόσο βαθύς ήταν.

 

Ο … είχε κλειδωθεί στη σοφίτα του σπιτιού και οι άλλοι δυσκολεύτηκαν να μπουν μέσα σε αυτήν. Όταν το κατάφεραν,τον έπιασαν τον υπέβαλαν στα ίδια βασανιστήρια που είχε αυτό υποβάλει το συμπολίτη τους και στο τέλος τον έκαψαν ζωντανό. Άνοιξαν τον τάφο της κοπέλας και πέταξαν τα απανθρακωμένα απομεινάρια μέσα σε αυτόν.

 

Το σπίτι έκλεισε για πάντα και όλοι συμφώνησαν να μη μάθει κανείς από τον υπόλοιπο κόσμο αυτήν την ιστορία.

 

Δεν τόλμησαν όμως να γκρεμίσουν τοσπίτι. Ίσως τους φόβισαν τα τελευταία λόγια του …, λίγο πριν πεθάνει πάνω στην πυρά.

 

«Ποτέ δε θα καταφέρετε να με σκοτώσετε. Θα ζω για πάντα μέσα σε αυτό το σπίτι και καταραμένος να είναι, αυτός και η οικογένειά του και οι φίλοι του, όποιος πειράξει έστω κι ένα τούβλο από εδώ…»

 

<br clear="all" style="mso-special-character:line-break;page-break-before:always">

 

Η περιπέτεια του Κώστα…

 

 

Αυτά μου είπε ο Γιώργος, μα η αλήθεια είναι πως έκανα πολύ καιρό μέχρι να τα ξανασκεφτώ. Για την ακρίβεια μου ήρθαν στο μυαλό μου όταν απολύθηκα από φαντάρος κι εγκαταστάθηκα και πάλι μόνιμα στην πόλη μου.

 

Άρχισα να επισκέπτομαι όλο και πιο συχνά το καταραμένο σπίτι. Δεν τολμούσαν φυσικάνα μπω μέσα κι απλά καθόμουν απέναντί του και το κοίταζα με τις ώρες.

 

Αυτή μου η συμπεριφορά, όπως εξάλλου ήταν φυσικό κι αναμενόμενο, δεν άργησε να πέσει στην αντίληψη της οικογένειάς μου και των φίλων μου. Οι τελευταίοι δεν ήξεραν τι ακριβώς με τραβούσε εκεί, οι μεγαλύτεροι κρατούσαν καλά φυλαγμένη την τρομερή ιστορία, μα οι γονείς μου,ιδιαίτερα η μητέρα μου, δεν έβλεπαν με καθόλου καλό μάτι αυτή την καινούργια μου συνήθεια. Ήθελαν να με κάνουν να σταματήσω, αλλά δε μπορούσαν να το κάνουν χωρίς να μου δώσουν μια καλή εξήγηση γι’ αυτήν τους την απαίτηση.

 

Δίσταζαν, ή καλύτερα φοβόντουσαν, να το κάνουν αυτό…

 

Γρήγορα όμως αναγκάστηκα να αραιώσω, και τελικά να σταματήσω τις επισκέψεις μου εκεί. Είχα αποφασίσει να μη σπουδάσωκι ο πατέρας μου είδε σ’ εμένα τον άνθρωπο που θα αναλάμβανε κάποτε το μαγαζί. Τα δυο μου αδέρφια είχαν διαλέξει άλλο δρόμο για να πορευθούν κι εγώ ήμουν η μόνη λογική επιλογή…

 

Ξεκίνησα λοιπόν να δουλεύω εκεί κι οελεύθερος χρόνος μου μειώθηκε αρκετά. Μετά από λίγο καιρό απέκτησα και κοπέλα,την Ελένη, και όπως καταλαβαίνει κάποιος, δεν ήμουν σε θέση πια να σπαταλώ το χρόνο μου σε άσκοπες ονειροπολήσεις.

 

Έτσι τα έβαλα όλα αυτά σε μια γωνιά του μυαλού μου κι αν και ήταν πραγματικά φριχτά, επέλεξα να μην ασχοληθώ άλλο μαζί τους. Εξάλλου, κανείς δε μπορούσε, ή δεν ήθελε, να επικυρώσει την αλήθεια της ιστορίας του Γιώργου κα, μέχρι να αποδειχτεί πως ήταν διαφορετικό, η όλη ιστορία ήταν απλά ένας τρομαχτικός θρύλος…

 

Η μέχρι τώρα εξιστόρησή μου είναι αρκετά συνοπτική, θα τη χαρακτήριζα επιγραμματική. Τα όσα έχω διηγηθεί μέχρι στιγμής, δεν προσφέρουν κάποια ιδιαίτερα χρήσιμη πληροφορία και δεν είναι απαραίτητο να ασχοληθούμε άλλο μαζί τους.

 

Είχαν περάσει δυο χρόνια, με την Ελένη είχαμε αρραβωνιαστεί κι ο γάμος μας δε θα αργούσε, και, όχι απαραίτητα πως με ικανοποιούσε αυτή η εξέλιξη, όχι μόνο δεν είχα ξανασκεφτεί αυτήν την ιστορία,αλλά δεν είχα ξαναπεράσει καν, ούτε τυχαία, από τη γειτονιά όπου βρίσκεται το επίμαχο σπίτι.

 

Τα πράγματα λοιπόν πήγαιναν αρκετά καλά στην προσωπική μου ζωή. Πλέον είχα μάθει αρκετά ώστε να αντικαθιστώ δίχως πρόβλημα τον πατέρα μου στη δουλειά και δε θ’ αργούσε η στιγμή που θα αναλάμβανα πλήρως τα καθήκοντά του. Το μόνο δυσάρεστο που συνέβη εκείνη την περίοδο ήταν ότι ο παππούς μου, πατέρας του πατέρα μου, αρρώστησε αρκετά σοβαρά κι, έπειτα από την παραμονή του στο νοσοκομείο, θεωρήσαμε πως ήταν καλύτερο να μετακομίσει, έστω και προσωρινά στο σπίτι μας, όπου θα μπορούσαμε να τον προσέχουμε καλύτερα. Εκείνος βέβαια δεν ήθελε, αλλά ο γιατρός του συμφώνησε μαζί μας και δεν ήταν σε θέση να φέρει άλλη αντίρρηση.

 

Συνήθως τον πρόσεχε η μητέρα μου και μερικές θείες μου, αδελφές του πατέρα μου. Μια μέρα όμως, το θυμάμαι καλά ήταν Σαββάτο πρωί, είχαν κάποιες δουλειές κι έτσι ο κλήρος έπεσε σε μένα. Δε με δυσαρέστησε αυτή η εξέλιξη. Ο παππούς δε συμπεριφερόταν σαν άρρωστος ούτε όταν είχε σοβαρότερα προβλήματα. Πόσο μάλλον εκείνη τη φορά που ήταν στο τελευταίο στάδιο της ανάρρωσης και σύντομα θα επέστρεφε, μας το είχε ξεκαθαρίσει αυτό, στο δικό του σπίτι.

 

Είχαμε μείνει περίπου δυο ώρες μόνοι,όταν εκείνος με φώναξε. Πήγα στο σαλόνι, όπου τον βρήκα καθισμένο στην αγαπημένη του πολυθρόνα και να διαβάζει, η προσφιλέστερή του συνήθεια, κάποιο βιβλίο. Μόλις με είδε, άφησε στο τραπεζάκι, δίπλα από εκεί όπου καθόταν, το ανάγνωσμά του, σηκώθηκε και ήρθε πλάι μου. Με οδήγησε στο μεγάλο καναπέ και καθίσαμε αναπαυτικά.

 

«Καιρό έχουμε να μιλήσουμε…» μου είπε.

 

«Όντως…» απάντησα εγώ. «Δε βρήκαμε την ευκαιρία…»

 

Έτσι, αρχίσαμε να συζητάμε για διάφορα θέματα. Τη σχέση μου με την Ελένη, το αν έχω μάθει τη δουλειά στην ταβέρνα κι άλλα, σημαντικά ή ασήμαντα. Αυτό μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση και μου κίνησε την περιέργεια. Δεν είχα πρόβλημα που μιλούσα γι’ αυτά τα θέματα με τον παππού μου. Παρά την ηλικία του, ήταν ένας πολύ ανοιχτόμυαλος και προοδευτικός άνθρωπος και ποτέ δεν ένοιωθα άβολα μαζί του. Η απορία είχε να κάνει με το σκοπό εκείνης της κουβέντας. Όντως, είχαμε καιρό να μιλήσουμε οι δυο μας, αλλά για όλα αυτά τα θέματα είχε αρκετά καλή πληροφόρηση και δεν υπήρχε κάτι άλλο που θα μπορούσα να του αποκαλύψω. Είχα λοιπόν την αίσθηση, μάλλον τη βεβαιότητα, πως κάτι το διαφορετικό είχε στο μυαλό του, κάτι που όμως δεν ήξερε ώς να το συζητήσει μαζί μου.

 

Όταν όμως δεν είχαμε για τι άλλο να μιλήσουμε, αποφάσισε να μου πει τον πραγματικό λόγο της κουβέντας μας. Ξαφνικά σοβάρεψε και το ήρεμο πρόσωπό του πήρε μιαν αυστηρή όψη.

 

«Όταν γύρισες από το στρατό, υπήρχε ένα διάστημα που μας ανησύχησες πολύ…»

 

«Για ποιο λόγο;» απόρησα εγώ,πραγματικά μην ξέροντας τι εννοούσε.

 

«Μιλάω για τις ώρες που περνούσες μόνος σου, μπροστά από εκείνο το σπίτι.» απάντησε.

 

Δεν είχα καν φανταστεί πως θα ήθελε να πούμε γι’ αυτήν την ιστορία. Με έπιασε τελείως απροετοίμαστο και δε μπορούσα να βρω κάτι να του πω. Ανέλαβε εκείνος να με βγάλει από τη δύσκολη θέση.

 

«Τι ήταν αυτό που σε τραβούσε εκεί;» με ρώτησε.

 

«Τίποτα συγκεκριμένο. Απλή περιέργεια…» αποκρίθηκα, αλλά αμέσως κατάλαβα πως δεν τον είχα πείσει.

 

«Μόνο αυτό;» επέμεινε εκείνος.

 

Όλες οι απορίες που είχαν γεννηθεί στο μυαλό μου όταν άκουσα εκείνη την ιστορία από τον Γιώργο, απορίες που είχα καταχωνιάσει σε άβατα σημεία της μνήμης μου, έκαναν και πάλι την εμφάνισή τους κι αυτή τη φορά κατάλαβα πως δε θα έφευγαν να δεν έπαιρναν τις απαντήσεις που ήθελαν.

 

«Υπάρχει και κάτι άλλο…» παραδέχτηκα, αρκετά δισταχτικά, εγώ.

 

«Και τι είναι αυτό;»

 

Του είπα για τη γνωριμία μου με τον Γιώργο και για την ιστορία που μου είχε πει. Όσο με άκουγε, είδα το βλέμμα του να σκοτεινιάζει και κατάλαβα πως τα πάντα ίσως ήταν μια καλά κρυμμένη, και συνάμα τρομερή, αλήθεια. Σταμάτησα να μιλάω και περίμενα την αντίδρασή του.

 

«Για ξαναπές μου το επώνυμο του Γιώργου…» μου είπε.

 

Εγώ του απάντησα.

 

«Βέβαια, ο γιος του Νίκου…» μουρμούρισε όταν άκουσε το επώνυμο.

 

«Ξέρεις την οικογένειά του;» απόρησα.

 

«Δε ζούμε σε χωριό, αλλά ούτε και σε κάποια μεγάλη πόλη. Ξέρω πάρα πολλούς από εδώ, περισσότερους απ’ όσους φαντάζεσαι.»

Edited by John82
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..