alearg Posted December 31, 2010 Share Posted December 31, 2010 Όνομα Συγγραφέα: Αλέξης Αργύρης Είδος: Επιστημονική φαντασία Βία; Ναι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων: Αυτοτελής; Οχι, 1ο μέρος Σχόλια: Τα τέσσερα πρώτα κεφάλαια. Το κείμενο σε italics είναι flashback. Οποιοδήποτε σχόλιο θα μου είναι πολύ χρήσιμο. Ευχαριστώ. Άνοιξε τα μάτια της. Άπλωσε το χέρι να νοιώσει το σώμα δίπλα της. Μετά τα έκλεισε πάλι. Λίγο αργότερα, ένοιωσε κίνηση. Καθυστέρησε όμως και μόλις που πρόλαβε την σκιά του να χάνεται. Άκουσε την πόρτα να κλείνει πίσω του. Αναστέναξε. Δεν ένοιωθε καλά, δυσκολευόταν ν’ ανασάνει. Άλλαξε πλευρό. Ξεσκεπάστηκε. Το γυμνό της σώμα θαμπόφεγγε αχνά στο μισοσκόταδο. Γαλακτερό και λιπόσαρκο, σαν ψάρι της αβύσσου. Αγκάλιασε το σώμα της. Έσφιξε, χαλάρωσε, έσφιξε, χαλάρωσε. Πάλι. Και πάλι. Με όλη της την δύναμη. Μετά, χούφτωσε το αγορίστικο στήθος της. Τα μπράτσα, την κοιλιά, τους μηρούς και τις γάμπες. Και πάλι, και πάλι. Με όλη της τη δύναμη. Λαχάνιασε. Σταμάτησε. Τα χέρια της πήγαν και κούρνιασαν ανάμεσα στα σκέλια της. Γύρισε ανάσκελα. Δεν είχε γεννητικά όργανα. Εκεί που ενώνονταν τα πόδια της υπήρχε μόνο λείο, στιλπνό δέρμα. Κάτω-κάτω, πολύ χαμηλά, μόλις που διακρινόταν μια μικρή σχισμή. Γύρισε πάλι μπρούμυτα. Έκανε γροθιές τα χέρια της. Τα στρίμωξε ανάμεσα στη κοιλιά και τα πόδια της. Πίεσε εκεί με δύναμη, με λύσσα. Με το πρόσωπο παραμορφωμένο και την αναπνοή να βγαίνει αγκομαχώντας. Ενώ, όμως, καταγινόταν με το σώμα της, το μυαλό της περιπλανιόταν στο παρελθόν. Δεν είχε τέλος το Εργοστάσιο στη Μπριμ. Ως εκεί που έφτανε το μάτι εκτεινόταν η αλυσίδα παραγωγής. Οι μηχανές πρέπει να είχαν γνωρίσει και καλύτερες μέρες. Εξακολουθούσαν να βάζουν τα δυνατά τους, αλλά η ατμόσφαιρα ήταν βαριά απ’ την αγωνία τους. Ολόκληρος ο απέραντος χώρος απέπνεε έναν ρυθμικό θόρυβο, ένα υπόκωφο βουητό σαν λαχανιασμένη αναπνοή. Στα πρώτα της στάδια η αλυσίδα δεν έκανε τίποτα το σπουδαίο, κάτι μικρούς δίσκους φαινόταν απλώς να μεταφέρει. Πήγαινε όμως τόσο γρήγορα, που οι δίσκοι ήταν σαν να πετούσαν. Στο κέντρο κάθε δίσκου ήταν τοποθετημένο ένα ωάριο. Όμορφα που ήταν! Έσφυζε η πολύχρωμη ζωή στο εσωτερικό τους. Οι δίσκοι περνούσαν από διάφορες απροσδιόριστες επεξεργασίες, κάποια όμως στιγμή έφταναν κάτω από έναν περίεργο μηχανισμό, που έμοιαζε με πύλη κάστρου. Στο κάτω άκρο του μηχανισμού, εκεί ακριβώς απ’ όπου θα περνούσαν οι δίσκοι, ο μηχανισμός σχημάτιζε μια αραχνοΰφαντη προεξοχή, κάτι σαν βελόνα. Καθώς τα ωάρια περνούσαν από κάτω, η βελόνα οσμιζόταν την ακριβή θέση τους πάνω στο δίσκο, διάλεγε ένα κατάλληλο σημείο στην μεμβράνη του κυττάρου και το τρυπούσε απαλά. Έχυνε μέσα ένα κολοβό σπερματοζωάριο και μετά αποσυρόταν ολοταχώς, ώστε να προλάβει το επόμενο ωάριο που ήδη πλησίαζε. Σε φυσική κλίμακα η διαδικασία έμοιαζε απλή και διεκπεραιωνόταν γρήγορα και με τάξη. Σε μικροσκοπικό όμως επίπεδο η πραγματικότητα αποδεικνυόταν εντελώς διαφορετική. Η μύτη της βελόνας μετατρεπόταν σε επιθετικό σκάφος που εκτελούσε κάθετη εφόρμηση. Ο πιλότος του σκάφους είχε αναλάβει εξαιρετικά επικίνδυνη αποστολή. Έπρεπε να διασχίσει την ανταριασμένη ατμόσφαιρα που τον ανάγκαζε να πετάει στα τυφλά, να πέσει κάθετα πάνω στα παρατεταγμένα αμυντικά συστήματα και, την στιγμή ακριβώς που όλα έδειχναν πως επρόκειτο να συντριβεί, να εντοπίσει το ένα και μοναδικό ελάχιστο άνοιγμα στις οχυρωματικές εγκαταστάσεις, να χωθεί εκεί μέσα, να αδειάσει αστραπιαία τις βόμβες του και μετά, πετώντας κάθετα πάλι, να προλάβει να απομακρυνθεί, πριν ξεσπάσει η καταστροφή. Την ζωή του έπαιζε κάθε φορά ο πιλότος. Μόλις η βελόνα απομακρυνόταν, στο εσωτερικό του ωαρίου ξεκινούσε η κυτταρική διαίρεση. Τα χρωμοσώματα του πυρήνα διχοτομούνταν από πάνω μέχρι κάτω. Ο πυρήνας χωριζόταν σε δύο τμήματα και μετά, ακολουθούσαν το κυτόπλασμα και τα κυτταρικά οργανίδια. Στο τέλος, η κυτταρική μεμβράνη σχιζόταν ολόκληρη και δυο ξεχωριστά κύτταρα άρχιζαν να μορφοποιούνται. Σε μικροσκοπικό όμως και πάλι επίπεδο, η διαδικασία έχανε κάθε ίχνος από την μηχανιστική προβλεψιμότητα που έδειχνε να έχει από μακριά. Ένα δράμα κοσμοϊστορικών διαστάσεων φαινόταν να βρίσκεται σε εξέλιξη. Ένας πλανήτης ολόκληρος ισοπεδωνόταν απροειδοποίητα στα πλαίσια επιχείρησης terraforming. Όλα τα υπάρχοντα είδη ζωής, όλα τα γεωφυσικά χαρακτηριστικά του πλανήτη, αφανίζονταν μέσα σε μια ανεπανάληπτη κοσμογονία. Σαν την διαίρεση της Ερυθράς Θάλασσας απ΄ τον Μωυσή ήταν, μόνο που ξεσπούσε από χίλιες πλευρές ταυτόχρονα. Πίσω στο μακροσκοπικό επίπεδο η αλυσίδα παραγωγής όλο και ανέβαζε συχνότητα λειτουργίας. Η εξέλιξη επιταχυνόταν και ο αριθμός των κυττάρων πολλαπλασιαζόταν εκθετικά. Το έμβρυο άρχιζε να παίρνει ξεκάθαρη μορφή. Η αλυσίδα τότε αύξανε ακόμα περισσότερο ταχύτητα. Η μορφή των εμβρύων ωρίμαζε με εντελώς αφύσικο ρυθμό. Σώματα ολοκληρωμένων ανθρώπινων παιδιών άρχιζαν σιγά-σιγά να σχηματίζονται. Δύο περίπου χρονών έμοιαζαν να είναι, όμως βρίσκονταν ακόμα κλεισμένα μέσα σε αμνιακούς σάκους. Το σώμα τους ήταν καλυμμένο με χιλιάδες νευρικές απολήξεις, που τα συνέδεαν με εξωτερικούς υποστηρικτικούς μηχανισμούς. Από μακριά, τα παιδιά της αλυσίδας έμοιαζαν με υδρόβια φυτά. Απ’ αυτά που για να επιπλέουν απλώνουν ρίζες στο νερό. Μόνο τα μάτια των παιδιών χαλούσαν κάπως την εικόνα. Ήσαν μονίμως ανοικτά και περιφέρονταν αδιάκοπα. Η ημερήσια παραγωγή του Εργοστασίου έφτανε εκατοντάδες τέτοια πλάσματα. Και, στην πραγματικότητα, η λειτουργία του Εργοστασίου ήταν εντελώς αθόρυβη. Ο θόρυβος που ακουγόταν, ο ήχος αυτός σαν λαχάνιασμα, δεν ήταν απ’ τα μηχανήματα, αλλά απ’ την ρυθμική αναπνοή των παιδιών. Μια κραυγή ακούστηκε, κάπου μακριά. Πάγωσε. Σκεπάστηκε, βιαστικά. Έστησε αυτί. Τίποτα, σιωπή. Έμεινε ακίνητη, με το βλέμμα στυλωμένο στο σκοτάδι. Σηκώθηκε, βαρύθυμα. Διέσχισε το σκοτεινό δωμάτιο, άνοιξε την πόρτα και στάθηκε στην είσοδο. Την στράβωσε, το ξαφνικό φως. Το σκοτεινό δωμάτιο πίσω της υπογράμμιζε και την παραμικρή λεπτομέρεια πάνω της. Ούτε μία τρίχα δεν φαινόταν να έχει. Ούτε στα φρύδια, ούτε στις μασχάλες, ούτε πουθενά. Ήταν αδύνατη — τα πλευρά της διαγράφονταν καθαρά. Τριάντα περίπου χρονών πρέπει να ήταν, αλλά φαινόταν μεγαλύτερη. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της ήταν τεντωμένα. Το ύφος της ήταν εξαϋλωμένο, αλλά τα μάτια της έλαμπαν. Σαν να έπασχε από χρόνιο πυρετό. Στάθηκε για λίγο ακίνητη. Εξέτασε την τρισδιάστατη απεικόνιση του εαυτού της που είχε εμφανιστεί μπροστά της. Φαινόταν ανήσυχη και σαν απογοητευμένη με το θέαμα. «Ένα μου, Ένα μου, τι θ' απογίνουμε;», μονολόγησε βραχνά. Μετά, έκανε μια ανυπόμονη κίνηση και η απεικόνιση εξανεμίστηκε. Ο χώρος που βρισκόταν ήταν άσπρος και λείος, σαν τσόφλι αυγού. Πήγε και στάθηκε σ΄ ένα συγκεκριμένο σημείο. Απ’ την επιφάνεια του τοίχου αναδύθηκε μια συσκευή. Κάθισε επάνω της. Ο μηχανισμός προσάρμοσε το σχήμα του στο σώμα της και μετά, προσεκτικά και μεθοδικά, άρχισε να την πλένει. Ταυτόχρονα, μια ακτίνα φωτός ξύριζε σύριζα τα χιλιοστά τριχών, που είχαν αρχίσει να ξεπροβάλλουν απ' το δέρμα της. Έκλεισε τα μάτια κι’ αφέθηκε στην φροντίδα της μηχανής. Στα μπάνια της Μπριμ εκατοντάδες, εντελώς άτριχα παιδάκια έκαναν Καθαρότητα όλα μαζί. Οι συσκευές που χρησιμοποιούσαν ήσαν φθαρμένες και πολυκαιρισμένες. Τα πάντα απέπνεαν μιζέρια κι' εγκατάλειψη. Η ατμόσφαιρα όμως στα μπάνια ήταν ηλεκτρισμένη. Τα παιδάκια ήθελαν να παίξουν και να γελάσουν, μα δεν τολμούσαν. Οι Επόπτες από πάνω τους καραδοκούσαν. Μόλις κάποιο δοκίμαζε έστω και λίγο πλάι να γυρίσει το κεφάλι του, το κατακεραύνωναν αμέσως με «αγάπες»*1*. Ήταν το παιχνίδι τους αυτό — ποιος θα έριχνε τις πιο πολλές. Οι αγάπες δεν προκαλούσαν μόνιμη βλάβη στον οργανισμό, γι’ αυτό και οι Επόπτες ήσαν ελεύθεροι να τις χρησιμοποιούν κατά βούληση. Κάθε αγάπη δεν ήταν ουσιαστικά, παρά μια απλή σκέψη — μια σκέψη πόνου — που ο Επόπτης μεταβίβαζε στιγμιαία στο παιδί. Η μεταβίβαση γινόταν μέσω μιας συσκευής που οι Επόπτες φορούσαν στη μέση τους. Η τεχνολογία της συσκευής ήταν ανώριμη. Μόνο θεμελιώδη αισθήματα ήταν σε θέση να μεταφέρει. Η εξέλιξή της ποτέ δεν προχώρησε πάρα πέρα — δεν υπήρχε λόγος. Η 3Ζ46Β64Κ467*2* ήταν κι’ αυτή εκεί μαζί με τα άλλα παιδιά. Τις φοβόταν πολύ τις αγάπες — ως και στον ύπνο της τις έβλεπε καμιά φορά — γι' αυτό και προσπαθούσε να κρατάει το βλέμμα της εντελώς ακίνητο, ίσια μπροστά της, για να μην δώσει την παραμικρή αφορμή. Σε μια στιγμή, πιο πολύ ένοιωσε παρά είδε μια απότομη κίνηση στ’ αριστερά της. Διακινδύνευσε μια γρήγορη κλεφτή ματιά. Ο διπλανός της ύψωνε το χέρι του. Προσπαθούσε ν΄ αγγίξει μια πολύχρωμη σαπουνόφουσκα που είχε ανυψωθεί και χόρευε ελεύθερα στον αέρα μπροστά του. Κατά λάθος όμως, αντί για την σαπουνόφουσκα, το παιδί άγγιξε το διπλανό του. Σαν χάδι έμοιαζε η κίνησή του αυτή από μακριά. Μια Επόπτης, που περιφερόταν εκεί κοντά, πρόσεξε την σκηνή. Η Επτά την ένοιωσε καθαρά καθώς σταμάτησε, κοίταξε και μετά ξεκίνησε προς το μέρος τους. Ένα πυρωμένο κύμα μίσους, αισθάνθηκε. Μια κατσαρίδα, τεράστια, μαύρη και θυμωμένη. Με την άκρη μόνο του ματιού την είδε να ρίχνει την πρώτη αγάπη. Το παιδί δίπλα της σπαρτάρισε κι' έπεσε. Η Επόπτης έριξε και δεύτερη, και τρίτη. Το σώμα του παιδιού συσπάστηκε και μετά ούρλιαξε απ’ τον πόνο. Αναπόφευκτα, όλα τα παιδιά γύρισαν να κοιτάξουν — σαν μαραμένα ηλιοτρόπια έκαναν. Μαζί τους κι’ η Επτά. Η Επόπτης πλησίασε τώρα το άλλο παιδί. Στα γόνατα ήταν πεσμένο και παρακαλούσε. Η Επόπτης του έριξε, αλλά η συσκευή της είχε μπλοκάρει και δεν λειτουργούσε. Έξαλλη η Επόπτης άρχισε να χτυπάει το παιδί με την ίδια την συσκευή. Μάταια το παιδί προσπάθησε να προφυλαχτεί. Σε κάποια στιγμή η συσκευή πρέπει να ξεμπλόκαρε και τότε η Επόπτης, όλο χαρά, έριξε στο παιδί μια-δυο αγάπες, την μία πίσω απ’ την άλλη. Τα σώματα των δυο παιδιών έμειναν να τρέμουν σπασμωδικά στο υγρό δάπεδο. Οι γοεροί τους λυγμοί είχαν κάτι το αποκαρδιωτικό καθώς αντανακλούσαν στους παγωμένους τοίχους. «Δεν αγγίζουμε! Δεν αγγίζουμε ποτέ, ανθρωπούνια*3*!» ούρλιαξε η Επόπτης πάνω απ΄ τα δυο σώματα. Μετά, γύρισε και απευθύνθηκε στα υπόλοιπα παιδιά, που παρακολουθούσαν έντρομα. «Ποτέ μόνοι, ποτέ δεν αγγίζουμε! Ποτέ μόνοι. Πότε δεν αγγίζουμε! Πέστε το, ανθρωπούνια. Όλα μαζί». Τα παιδιά άνοιξαν πειθαρχικά το στόμα τους. Προσπάθησαν, όμως οι φωνές τους βγήκαν αδύναμες, σαν ξεψυχισμένες. Η Επόπτης τα απείλησε με την συσκευή. Ξανά και ξανά τα έβαλε να επαναλάβουν την ίδια πάντα φράση, μέχρι που τα παιδιά έφτασαν να τσιρίζουν μ’ όλη τους την δύναμη. Τότε μόνο η Επόπτης έδειξε να ικανοποιείται. Τα κοίταξε όλα καλά-καλά και μετά, με αργές, επιτηδευμένες κινήσεις, άρχισε να απομακρύνεται. Η Επτά γύρισε πάλι μπροστά της. Τόση ώρα, ούτε μια ανάσα δεν είχε καταφέρει να πάρει. Προσπάθησε. Σαν να΄ χε φράξει, το αισθανόταν το λαρύγγι της. Χαλάρωσε. Σιγά-σιγά. Και τότε — εντελώς απροειδοποίητα — ένοιωσε το έντερό της να λύνεται. Ασυγκράτητα. Μια ξαφνική καταιγίδα την θέρισε βαθιά μέσα στα σπλάχνα της. Πάνω της τα έκανε. Απεγνωσμένα, επιχείρησε να κρυφτεί τουλάχιστον κάπως. Δεν τα κατάφερε, δεν ήταν δυνατόν. Ήταν ολόγυμνη. Ευτυχώς όμως, κανείς δεν έδωσε την παραμικρή σημασία. Η συσκευή που την έπλενε, τις απορρόφησε αμέσως τις ακαθαρσίες της. Η καρδιά της μόνο απέμεινε, που δεν έλεγε να σταματήσει να βροντοχτυπάει μέσ' το στήθος της. *1* Ριπές πόνου. *2* Το όνομα κάθε ανθρώπου ήταν ο κωδικός του. Το τελευταίο ψηφίο χρησίμευε για υποκοριστικό. Αν οι κωδικοί δύο ατόμων τελείωναν στο ίδιο τελευταίο ψηφίο, τότε, για να ξεχωρίζουν μεταξύ τους, χρησιμοποιούσαν και το προτελευταίο, κ.ο.κ. *3* Υβριστική έκφραση. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.