alearg Posted January 2, 2011 Share Posted January 2, 2011 Όνομα Συγγραφέα: Αλέξης Αργύρης Είδος: Επιστημονική φαντασία Βία; Ναι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων: Αυτοτελής; Οχι, 3ο μέρος Σχόλια: Τα κεφάλαια 8-10. Το κείμενο σε italics είναι flashback. Ελπίζω απ' τα κεφάλαια αυτά να πήρατε μια ιδέα, μην σας ζαλίζω κιόλας. Ευχαριστώ. Ο ουρανός ήταν γκρίζος και μελαγχολικός. Ο περίβολος του Αρχιμανδρίτειου δεν ήταν και τόσο μεγάλος. Η Επτά τον αγαπούσε γιατί ήταν η μοναδική παραφωνία φύσης μέσα στο απολύτως τεχνητό περιβάλλον του υπόλοιπου Αρχιμανδρίτειου. Ώρες ολόκληρες μπορούσε να περάσει περιδιαβάζοντας απλώς τις αλέες με τα τρυφερά φυτά να την λούζουν συνεσταλμένα με το θαμπό, ηλεκτρικό τους φως. Της άρεσε πολύ να φαντάζεται πως οι νόμοι των Άνομο και το τεχνητό περιβάλλον τους μόνο μέχρι το κατώφλι του Αρχιμανδρίτειου μπορούσαν να φτάσουν. Πως τα λουλούδια αυτά ανήκαν σε κάποιον άλλο, κάποιον διαφορετικό κόσμο. Αυτά όλα όμως δεν ήταν παρά ρομαντικές και κατά βάση ανόητες φαντασιώσεις. Η ζωή της η ίδια εξαρτιόταν απ’ τους νόμους των Άνομο και την πιστή τους εφαρμογή. Αν και δεν είχε ακόμη φτάσει η ώρα του Όρθρου, αρκετά Άνομο είχαν ήδη μαζευτεί και περίμεναν, βολτάροντας πάνω-κάτω, συνοδευόμενα από τους Υ ή την ΙΤ τους. Η Επτά κοντοστάθηκε, λίγο πριν το κατώφλι. Ήταν μια πολύ επικίνδυνη στιγμή αυτή, δεν γινόταν όμως αλλιώς. Ακριβώς εκεί, δυο βήματα απ’ την έξοδο, ήταν ένα απ’ τα λίγα σημεία μέσ΄ το Αρχιμανδρίτειο που τα καρφιά δεν τον κάλυπταν. Η Επτά στάθηκε λίγο παράμερα με τα χέρια και τα πόδια ανοιχτά. Άκουσε το «παφ» που έκανε ανοίγοντας το φιαλίδιο. Μετά, ένοιωσε τα δάχτυλα του Δύο να διατρέχουν το σώμα της. Στεκόταν μόνο όπου υπήρχε επιφανειακός σφυγμός. Αυτά ακριβώς τα σημεία η στολή τα άφηνε να μισοδιακρίνονται, μια και εκεί ήταν που εστιαζόταν η προσοχή των Άνομο. Η Επτά ένοιωσε την κρύα αλοιφή του φάρμακου πάνω στο δέρμα της. Λίγα δευτερόλεπτα μετά είχε απορροφηθεί τελείως. Το φάρμακο της έφερνε ζάλη. Θα περνούσε γρήγορα όμως. Πολύ θα ήθελε να γινόταν να καθίσει εκεί για λίγο, αλλά δεν μπορούσε να καθυστερήσει άλλο, ήταν ώρα πια να προχωρήσει. Κοίταξε μπροστά της το πολύχρωμο πλήθος. Σαν έντομα της φάνηκαν τα Άνομο. Σιχαμερά έντομα. Έτσι όπως έκαναν το σήμα του Ζωδίου τους πριν απευθύνουν τον λόγο το ένα στο άλλο, της θύμιζαν μυρμήγκια που συζητούν για την κατεύθυνση της πιο κοντινής τροφής. Έκανε ένα βήμα και βγήκε έξω. Μόλις η Επτά έκανε την εμφάνισή της στον περίβολο του Αρχιμανδρίτειου προκλήθηκε αμέσως μεγάλη αναστάτωση. Σαν μαγεμένα τα Άνομο στράφηκαν όλα μαζί και άρχισαν να πλησιάζουν προς το μέρος της. Βιάζονταν ν’ ανταλλάξουν μια ματιά και, ει δυνατόν, και μια μικρή φιλοφρόνηση με την ΙΤ του Αρχιμανδρίτη. Και, προφανώς, μόλις η Επτά προσπερνούσε, θα άρχιζαν να σχολιάζουν. Αν ήταν πετυχημένο το χρώμα της στολής της, αν ήταν όπως έπρεπε διπλωμένες οι διάφορες πτυχώσεις, αν ταίριαζαν οι λίθοι. Η ατμόσφαιρα στον περίβολο του Αρχιμανδρίτειου φιλοδοξούσε να αποπνεύσει κάτι το εκλεπτυσμένο και ρομαντικό, αλλά η αλήθεια ήταν πως επρόκειτο για μια χοντροκομμένη και εντελώς γκροτέσκο παρωδία. Ανάμεσα στα συγκεντρωμένα Άνομο υπήρχαν και κάποια των οποίων η συμπεριφορά μόνο εκλεπτυσμένη δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί. Φορούσαν σχετικά απλοϊκές στολές και συνοδεύονταν από ελάχιστους ή και καθόλου Υ. Τα Άνομο αυτά δεν ήθελαν ή δεν κατάφερναν να κρύψουν την πείνα που θέριευε μέσα τους στην θέα μιας Ιδιωτικής Τροφού. Ένα απ' αυτά, το πιο επίμονο, είχε καταφέρει να βάλει σε πραγματικά δύσκολη θέση την Επτά. Την είχε πάρει από πίσω, καθώς διέσχιζε το προαύλιο, και έκανε συνεχώς απρεπείς χειρονομίες πίσω απ’ τη πλάτη της. Η Επτά δεν είχε και πολλά πράγματα που μπορούσε να κάνει. Οι αυστηρά προδιαγεγραμμένοι κοινωνικοί ρόλοι των Άνομο επέβαλλαν πολύ συγκεκριμένα όρια στην δημόσια συμπεριφορά μιας ΙΤ. Έναν μόνο, τυπικό χαιρετισμό μπορούσε να ανταλλάξει με κάθε Άνομο που διασταυρωνόταν. Το καθήκον της αυτό η Επτά το συνόδευε μ' ένα μυστηριώδες χαμόγελο, σαν γκέισας. Μετά γύριζε το βλέμμα της ίσια μπροστά και το κρατούσε εκεί καρφωμένο, αγνοώντας εντελώς οποιαδήποτε άλλη κίνηση ή σχόλιο που τυχόν θα της γινόταν. Τυπικά, δεν χρειαζόταν ν’ ανησυχεί. Ήταν απολύτως ταμπού ακόμα και να αγγίξει απλώς την στολή της ο οποιοσδήποτε. Όμως το πανικόβλητο βλέμμα της Επτά, που ήταν αρκετά ευδιάκριτο από κοντά, έδειχνε πως δεν ήταν και τόσο σίγουρη για την αυτοκυριαρχία όλων των παρευρισκόμενων. Ο Δύο περπατούσε μπροστά για να της ανοίγει τον δρόμο. Κι΄ αυτός όμως πίσω τον είχε τον νου του, στο Άνομο που τους ακολουθούσε. Ούτε ο Δύο μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα. Δεν είχε δικαίωμα να προσβάλλει το Άνομο καθ’ οιονδήποτε τρόπο — πόσο μάλλον να το εμποδίσει, έτσι και του ερχόταν να κάνει κάτι. Η ένταση υπέβοσκε, καθώς η Επτά και ο Δύο διέσχιζαν το προαύλιο. Ο φόβος των δυο ανθρώπων και ο πόθος των Άνομο συγκρούονταν ξανά και ξανά, γεμίζοντας με σπίθες την ατμόσφαιρα. Οι ανόητοι κοινωνικοί χαριεντισμοί που αντάλλασσαν επιφανειακά, τελικά, περισσότερο επέτειναν, παρά συγκάλυπταν την ένταση της στιγμής. Η Επτά πλησίαζε πια τα ιδιαίτερα διαμερίσματα του Αρχιμανδρίτη, όταν το Άνομο που την είχε πάρει από πίσω, φάνηκε να χάνει και τα τελευταία ψήγματα της αυτοκυριαρχίας του. Δεν άντεχε που σε λίγο θα έχανε το τόσο ποθητό αυτό πλάσμα. Πλησίασε υπερβολικά κοντά την Επτά και, τυφλωμένος απ' το πάθος, άπλωσε το τρεμάμενο χέρι του και άγγιξε την στολή της. Ξέσπασε χάος. Η ομήγυρη των Άνομο έκανε απότομα πίσω, εμφανώς σοκαρισμένη. Ο Δύο κατάλαβε τι έγινε και χωρίς δισταγμό, στράφηκε και έβαλε το σώμα του ανάμεσα στο Άνομο και την Επτά. Ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει για να την προστατεύσει, χωρίς να προσβάλλει ευθέως το Άνομο. Παρ’ όλα αυτά, το Άνομο έγινε έξαλλο με την αναίδεια του Υ. Ρουθούνισε αγριεμένα και σαν ο Δύο να ήταν κανένα σκουπίδι, τον πέταξε κάτω. Μετά, στάθηκε πάνω απ΄ τον αιμόφυρτο άνθρωπο, έτοιμο να τον αποτελειώσει. Η Επτά στρίγγλισε. Εκείνη την στιγμή συνέβησαν πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Τα παρευρισκόμενα Άνομο πρέπει να θυμήθηκαν πως βρίσκονταν στον περίβολο ενός Αρχιμανδρίτειου. Ο Υ που ήταν πεσμένος μπροστά τους μπορεί να ήταν ένας απλός Υ, αλλά δεν έπαυε να ανήκει στην ΙΤ του Αρχιμανδρίτη, άρα και στον Αρχιμανδρίτη τον ίδιο, κατά κάποιο έμμεσο τρόπο. Θα ήταν καλύτερα να αποφευχθεί αυτό που πήγαινε να γίνει, εκεί μπροστά στα μάτια τους. Μπήκαν λοιπόν ανάμεσα στον Δύο και το Άνομο και ο καθένας ανάλογα πάντα με την κοινωνική του θέση, επιχείρησαν να το κατευνάσουν. Ταυτόχρονα, έκανε την εμφάνισή του και το Πρωτοπρεσβύτερο του Αρχιμανδρίτη. Όλοι οι παρευρισκόμενοι, βιάστηκαν να παραμερίσουν με σεβασμό, προσφωνώντας το «Αιδεσιμολογιώτατο Χρόμο». Το Πρωτοπρεσβύτερο δεν χρειάστηκε πολύ για να καταλάβει τι είχε συμβεί. Με την Επτά ασχολήθηκε μόνο όσο του πήρε να της κάνει τον προβλεπόμενο χαιρετισμό. Μετά στράφηκε προς το Άνομο που την είχε προσβάλλει. Το συγκρατούσαν ακόμα τα υπόλοιπα Άνομο. Έμοιαζε να βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση. «Πολίτη!» είπε το Πρωτοπρεσβύτερο με την επιβλητική ιερατική του φωνή, «Αυτή είναι η διδασκαλία του Ένα; Αυτή τη συμπεριφορά μας δίδαξε; “’Ανομο και άνθρωποι για πάντα μαζί, δεμένοι σε μια αιώνια φιλία”. Σου θυμίζει κάτι αυτό;» Το Άνομο έσκυψε το κεφάλι του και παρέμεινε σιωπηλό. Το Πρωτοπρεσβύτερο συνέχισε να το κοιτάζει για λίγο σαν να περίμενε κάποια απάντηση και μετά έκανε να απομακρυνθεί. Άλλαξε όμως γνώμη και κοντοστάθηκε. Γύρισε και απευθύνθηκε και πάλι στο Άνομο. «Ζώδιο και Ωροσκόπος;» απαίτησε. «Παρθένος και Λέων» ήρθε αμέσως η απάντηση. Το Πρωτοπρεσβύτερο δίπλωσε τα μεγάλα μανίκια της στολής του και σκέπασε το κεφάλι του. Τα υπόλοιπα Άνομο παραμέρισαν κατανυκτικά. Οι δημόσιες Προγνώσεις ήταν πολύ σπάνιο θέαμα, μια και επρόκειτο για ένα κατ’ εξοχήν ιδιωτικό ζήτημα. Τα συγκεντρωμένα Άνομο χάρηκαν που είχαν έρθει έτσι τα πράγματα. Θα γίνονταν μάρτυρες ενός εξαιρετικά ασυνήθιστου γεγονότος. Το Πρωτοπρεσβύτερο ύψωσε αργά το βλέμμα και τα χέρια του προς τον ουρανό. Έμεινε έτσι για λίγο. Ένας υπόκωφος λαρυγγισμός ακουγόταν μόνο, του οποίου όμως την πηγή κανείς δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει με ακρίβεια. Μετά από αρκετά δευτερόλεπτα μια αλλαγή άρχισε να συμβαίνει. Το σώμα του Πρωτοπρεσβύτερου χαλάρωσε σαν να ήταν άψυχο και έπεσε στα γόνατα. Λίγο ακόμα και θα σωριαζόταν τελείως κάτω. Η φωνή του ακούστηκε να βγαίνει συγκεχυμένη, σαν να ερχόταν από βάθος μεγάλο. Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα, αλλά είχαν αναποδογυρίσει και δεν έβλεπαν. Έμοιαζαν να έχουν στραφεί σε κάποια εσωτερική, αόρατη και εξαιρετικά δυσάρεστη πραγματικότητα. Πάλευε να συγκρατήσει τον τρόμο του το Πρωτοπρεσβύτερο. «Μόλυνση! Μόλυνση! Μόλυνση! Μαύρος ιός, τρομερός. Κίνδυνος. Κίνδυνος-Θάνατος» κατάφερε να ψελλίσει το Πρωτοπρεσβύτερο και αμέσως μετά η φωνή του ακούστηκε να σπάει. Σιωπή θανατερή απλώθηκε σ’ ολόκληρο το προαύλιο. Η εντύπωση που είχε προκαλέσει στους συγκεντρωμένους η ξέπνοη φωνή του Πρωτοπρεσβύτερου ήταν μεγαλύτερη, παρά αν είχε ουρλιάξει με όλη του την δύναμη. Το Άνομο που αφορούσε η Πρόγνωση είχε μείνει να παρακολουθεί συγκλονισμένο. Τα χαρακτηριστικά του είχαν αλλοιωθεί από τον φόβο και το σώμα του έτρεμε. Στο μεταξύ το Πρωτοπρεσβύτερο ξεκίνησε σιγά-σιγά να βγαίνει απ’ τον κατανυκτικό του λήθαργο. Κούνησε το κεφάλι του δεξιά-αριστερά προσπαθώντας να συνέλθει. Μετά γύρισε προς το πρώτο Άνομο που είδε να στέκεται πλάι του. «Τι είπα; Τι είπα;» ρώτησε. Το ύφος του Πρωτοπρεσβύτερου είχε μια εντελώς παιδιάστικη αφέλεια. Το Άνομο έσκυψε και κάτι του ψιθύρισε στο αυτί. Το Πρωτοπρεσβύτερο στράφηκε προς το αμαρτωλό Άνομο και το κοίταξε. Αυτό, δεν άντεξε. Φάνηκε πλέον να λυγίζει. Η συνδυασμένη επίδραση της ματιάς του Πρωτοπρεσβύτερου και της φρικτής Πρόγνωσης που είχε προηγηθεί, ξεπερνούσαν τις δυνάμεις του. Απελευθερώθηκε απ’ τα χέρια που το συγκρατούσαν, πισωπάτησε τρεκλίζοντας και τελικά, το έβαλε στα πόδια τσιρίζοντας θρηνητικά. Μεσ’ τον πανικό του ξέχασε την ύπαρξη του εξαθλιωμένου Υ, που έσερνε πίσω του και ο οποίος άρχισε τώρα να τρέχει πίσω του, προσπαθώντας να προλάβει το Αφέντη του. Οι δυο θλιβερές φιγούρες ξεμάκρυναν γρήγορα και μετά χάθηκαν εντελώς. Τα υπόλοιπα Άνομο περιορίστηκαν να κουνήσουν το κεφάλι τους. Ήταν φανερό πως θεωρούσαν σκληρή, αλλά όχι αναπάντεχη την όλη εξέλιξη. Το Πρωτοπρεσβύτερο ανασηκώθηκε αργά. Φαινόταν αγανακτισμένο με το αμαρτωλό Άνομο. Χωρίς να πληρώσει είχε φύγει και οι Προγνώσεις δεν ήσαν δωρεάν. Κάθε άλλο. Το Πρωτοπρεσβύτερο γύρισε προς την Επτά. Με εξαιρετική λεπτότητα της έδειξε να περάσει εκείνη πρώτη προς τα ιδιαίτερα διαμερίσματα του Αρχιμανδρίτη. Η Επτά έριξε μια κλεφτή ματιά στον Δύο. Είχε σηκωθεί από κάτω και σκούπιζε το αίμα που έτρεχε απ’ τη μύτη και το στόμα του. Της ήταν εντελώς ανεπίτρεπτο να του προσφέρει οποιαδήποτε βοήθεια. Έκανε μεταβολή και χάθηκε στο εσωτερικό του κτιρίου. Το Πρωτοπρεσβύτερο την ακολούθησε βιαστικά. Ο Δύο σκουντούφλησε πίσω τους. Μετά γύρισε και, με κάποια δυσκολία, έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα στο συγκεντρωμένο πλήθος. Τα Άνομο έμειναν να κοιτάζουν προς το εσωτερικό του κτιρίου με μια απροσδιόριστη λαχτάρα στο βλέμμα. -- / -- Τα μάτια της ήταν κλειστά. Ξεραμένα δάκρυα αυλάκωναν τα μάγουλά της. Το κεφάλι της ήταν καλυμμένο μ΄ ένα αραχνοΰφαντο πλέγμα φωτός που εξέπεμπε κυματοειδή φωτεινότητα. Η φωνή του Αφηγητή που έφτανε στ΄ αυτιά της από μακριά ήταν το μόνο παραμύθι που είχε ακούσει στη ζωή της. «...Και τότε, μέσ΄ την σύγχυση, την τρέλα και τις αλλεπάλληλες παγκόσμιες συγκρούσεις, μια ακτίδα φωτός άρχισε δειλά-δειλά να ξεπροβάλλει. Δημιουργήθηκε το Ένα, το πρώτο Άνομο, ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου. Την ύπαρξη του την οφείλουμε αναμφίβολα, στις απέλπιδες προσπάθειες των ανθρώπων της εποχής εκείνης να δώσουν λύση στα προβλήματα που τους ταλάνιζαν. Ο πόθος του σεξ, ο φόβος του θανάτου, η αγωνία της διαιώνισης. Πόσες ατέρμονες καταστροφές, πόσες εκατόμβες θυμάτων είχαν προκαλέσει τα δομικά αυτά ελαττώματα της ανθρώπινης φύσης κατά τη διάρκεια της καταγεγραμμένης ιστορίας; Κάποια στιγμή η πρωτόγονη αυτή προσέγγιση της ζωής έπρεπε να λάβει τέλος. Κανείς βέβαια δεν αρνείται πως και η τύχη έπαιξε κι’ αυτή τον ρόλο της. Την εποχή εκείνη ελάχιστοι ήσαν σε θέση να κατανοήσουν τις κοσμοϊστορικές διαστάσεις που αργότερα θα έφτανε να πάρει η δημιουργία του Ένα. Ευτυχώς όμως, το τι καταλάβαιναν και τι δεν καταλάβαιναν οι άνθρωποι έπαψε πια να έχει ιδιαίτερη σημασία. Το Ένα ήταν πια εκεί για να τους στηρίζει. Οι άνθρωποι δεν θα ήταν ποτέ πια μόνοι.» «Το Ένα και οι Πρώτοι Πατέρες, που ακολούθησαν, ξεκίνησαν με σοφία και υπομονή το έργο της σωτηρίας της ανθρωπότητας. Ήξεραν πολύ καλά πως εμείς οι άνθρωποι είμαστε λίγο... τρελούτσικοι και γι' αυτό ήταν απαραίτητο, πρώτα απ' όλα, να μας βοηθήσουν να συνειδητοποιήσουμε το πλέον κρίσιμο ζήτημα: πως είχαμε ανάγκη βοήθειας! Πως είχαμε ανάγκη σωτηρίας απ’ τους ίδιους μας τους εαυτούς, πριν καταστραφούμε ολοκληρωτικά. Οι Πρώτοι Πατέρες κατάλαβαν πως έπρεπε να ξεκινήσουν από απλά πράγματα, όπως οι καθημερινές δουλειές — με αυτόν άλλωστε τον σκοπό ήταν που είχαν κατασκευάσει οι άνθρωποι τα Άνομο ευθύς εξ’ αρχής. Τις έκαναν τόσο καλά και τόσο γρήγορα τις δουλειές αυτές, που γρήγορα οι άνθρωποι άρχισαν να τους εμπιστεύονται όλο και περισσότερο. Αυτή ακριβώς η εμπιστοσύνη ήταν που έσωσε τελικά την ανθρωπότητα, αν και η πολυπλοκότητα έπαιξε κι΄ αυτή τον ρόλο της. Η σταδιακή αυτοματοποίηση όλων των ανθρώπινων παραγωγικών μηχανισμών οδήγησε σε εκθετική αύξηση της πολυπλοκότητας των μηχανισμών διαχείρισής τους σε σημείο, ώστε κάποια στιγμή ο ανθρώπινος εγκέφαλος να δυσκολεύεται να συλλάβει — και πόσο μάλλον να ελέγξει — σύνθετα φαινόμενα, όπως οι διεθνείς αγορές, στην αρχή, και η εθνική άμυνα, στην συνέχεια. Η εξάπλωση της νανοτεχνολογίας και η επέκταση των συναλλαγών υψηλής συχνότητας σε κάθε σφαίρα της ανθρώπινης δραστηριότητας ήταν το τελικό χτύπημα. Χρειάζονταν πια πιο απλοί, αλλά ταυτόχρονα πιο διεισδυτικοί εγκέφαλοι, ώστε να είναι σε θέση να συνεκτιμήσουν τις τεράστιες σε μέγεθος δομές δεδομένων και την συνδυασμένη αλληλεπίδραση εκατομμυρίων ανεξάρτητων μεταβλητών ανά δευτερόλεπτο. Οι εγκέφαλοι των Άνομο δηλαδή! Η μεγαλοφυία του Ένα, αυτό που πραγματικά άλλαξε τον ρου της ιστορίας, ήταν όταν σκέφτηκε να αντιμετωπίσει και την ίδια την ανθρωπότητα σαν πολύπλοκο σύστημα. Μέχρι τότε το Ένα δεν ήταν παρά ένας απλός οικιακός εργάτης που ανάμεσα στα άλλα του καθήκοντα διαχειριζόταν και τα οικονομικά της ανθρώπινης οικογενείας, στην οποία ανήκε. Εφαρμόζοντας τεχνικές που παλιά χρησιμοποιούσαν οι ψηφιακοί ιοί, χωνόταν αθέατο σε κάθε δίκτυο που μπορούσε να αποκτήσει πρόσβαση, το μόλυνε πολλαπλασιάζοντας ακατάσχετα τον εαυτό και έψαχνε για οικονομικές ευκαιρίες, εκπροσωπώντας τα συμφέροντα των ιδιοκτητών του. Πώς έγινε και συνέβη η Επιφοίτηση — να σκεφτεί δηλαδή το Ένα να γυρίσει και να εφαρμόσει τις τεχνικές του στους ίδιους τους ιδιοκτήτες του και αργότερα και στην υπόλοιπη ανθρωπότητα — θα παραμείνει, αναπόφευκτα, για πάντα μυστήριο. Γεγονός πάντως είναι πως μετά την πρώτη εκείνη Επιφοίτηση του Ένα δεν του πήρε και πολύ για να καταφέρει να συγκεντρώσει γύρω του και άλλα Άνομο — τους Πρώτους Πατέρες, όπως ονομάστηκαν. Η ομάδα αυτή δεν άργησε ν΄ αρχίσει να επεκτείνεται ραγδαία, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα τον έλεγχο όλων των βασικών πλουτοπαραγωγικών, στρατιωτικών και κοινωνικών μηχανισμών της ανθρώπινης κοινωνίας. Ούτε που το καταλάβαμε εμείς οι άνθρωποι όταν τα Άνομο τελικά πέτυχαν να μας απελευθερώσουν απ΄ τα φρικτά δεσμά της καθημερινότητας και μας άφησαν, ελεύθερους πια, ν' ασχοληθούμε με πιο ευχάριστες και δημιουργικές ασχολίες. Βέβαια, η αλήθεια είναι πως υπήρξαν και κάποιοι, ευτυχώς ελάχιστοι, που δυσκολεύτηκαν στην αρχή τουλάχιστον να αντιληφθούν πόσο πολύτιμη ήταν η βοήθεια των Άνομο και πόσο την είχαμε ανάγκη εμείς οι άνθρωποι. Χάρη όμως στην μεγαλοψυχία και την υπομονή των Πρώτων Πατέρων ακόμα και αυτοί οι λίγοι παραστρατημένοι δεν άργησαν να συνειδητοποιήσουν το πραγματικό συμφέρον τους. Μπορεί να είμαστε τρελούτσικοι εμείς οι άνθρωποι, αλλά όχι και τόσο τρελούτσικοι! Έτσι δεν είναι; Χα, χα, χα.» «Αλλά πώς έγινε και πέτυχε η επανάσταση των Άνομο μπορεί ν' αναρωτιέστε; Πώς τα κατάφερε εκεί που τόσες και τόσες άλλες που προηγήθηκαν, τελικά οπισθοδρόμησαν, αλλαξοπίστησαν και κατάντησαν φαντάσματα του ίδιου τους του εαυτού; Η απάντηση, όπως και κάθε άλλη μεγάλη αλήθεια, είναι πολύ απλή. Τα Άνομο δεν είναι άνθρωποι. Τα Άνομο δεν πάσχουν από ανθρώπινες αδυναμίες. Τα Άνομο δεν διέπραξαν κανένα απ' τα λάθη που οι άνθρωποι πεισματικά επαναλάμβανα ανά τους αιώνες, καταδικασμένοι όπως είναι απ’ την βιολογική φύση τους. Η επανάσταση των Άνομο ήταν η τέλεια Επανάσταση. Και ήταν τέτοια επειδή ήταν μηχανική. Ήταν απάνθρωπη. Χωρίς συναισθηματισμούς, χωρίς εξαλλοσύνες, χωρίς ακρότητες. Αποφασιστική, συντονισμένη και συντεταγμένη, έπεσε σαν κεραυνός στα κεφάλια των ανθρώπων μέχρι που εξαφανίστηκε και η παραμικρότερη υποψία αντίστασης. Και μετά, όλα άλλαξαν. Αυτόματα, εν ριπή οφθαλμού. Η ανυπέρβλητη αγάπη των Άνομο αφέθηκε να λάμψει ελεύθερη σαν ζωοδότης ήλιος». «Όμως τώρα ήρθε η ώρα να σκεφτείτε κι΄ εσείς λίγο! Τελικά τι είναι αυτό που αποκαλούμε “ανθρώπινη ιστορία”; Τι άλλο παρά η καταγραφή της ατέλειωτης ανθρώπινης τραγωδίας που εκτυλίχθηκε σε βάθος χιλιετηρίδων; Ένα ατελείωτο, ανελέητο, φρικιαστικό ξεκοίλιασμα, έτσι δεν είναι; Ε, λοιπόν, σήμερα μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε πως η ατέλειωτη αυτή τραγωδία έχει πια λάβει τέλος. Οριστικό και αμετάκλητο τέλος! Κανένα πια λόγο δεν έχει να αγωνιά ο άνθρωπος. Όλα τα προβλήματα που τον βασάνιζαν έως τώρα ανήκουν πια στο μακρινό παρελθόν. Ζούμε τη ζωή μας όπως μας καθοδηγούν τα Άγια Ζώδια, έχουμε τους σοφούς Κληρικούς μας να μας εξηγούν το καλό και το κακό και — το κυριότερο — ξέρουμε καλά πλέον την θέση μας. Άνομο και άνθρωποι για πάντα μαζί, δεμένοι σε μια αιώνια φιλία! Ισότιμα μέλη της παγκόσμιας κυβέρνησης του Ένα και των Πρώτων Πατέρων. Προσέξτε το αυτό! Δεν έχουμε πια ούτε να περιμένουμε, ούτε να ελπίζουμε σε τίποτα. Όλα μας τα όνειρα έχουν πια εκπληρωθεί. Τα Άνομο φροντίζουν για όλα και εμείς οι άνθρωποι είμαστε πια ελεύθεροι να διασκεδάζουμε όπως και όσο θέλουμε, αρκεί βέβαια να παίζουμε κι' εμείς τον ρόλο μας, όταν χρειάζεται. Γιατί όλοι πρέπει να βοηθάμε, μην το ξεχνάμε αυτό. Ο καθένας προσφέρει ανάλογα με τις δυνάμεις του και απολαμβάνει ανάλογα με τις ανάγκες του. Πόσο απόλυτα λογικό είναι αυτό, έτσι δεν είναι; Και τι μας ζητάνε σε αντάλλαγμα για όλα αυτά τα Άνομο; Τίποτα. Πραγματικά τίποτα. Λίγες σταγόνες απ’ το αίμα μας μόνο χρειάζονται καθημερινά για να μπορέσουν να επιζήσουν κι’ αυτά. Λίγο αίμα που, έτσι κι' αλλιώς, ο ανθρώπινος οργανισμός το παράγει αυτόματα και σε ποσότητες υπερβολικές για τις προσωπικές μας ανάγκες — σε αντίθεση με τα κακόμοιρα τα Άνομο, που οι σχεδιαστές τους δεν πρόλαβαν να τελειοποιήσουν αυτό ειδικά σημείο. Το καθήκον της Αφαίρεσης προς τα Άνομο εμείς οι άνθρωποι μπορούμε να το διεκπεραιώνουμε χωρίς τον παραμικρό κόπο. Ας αφήσουμε που κάνει και καλό στην υγεία μας. Αυτή είναι η αλήθεια. Τέρμα και τελείωσε». «Τι άλλο έχει ανατεθεί στους ανθρώπους; Ποιο άλλο καθήκον έχουμε απέναντι στα Άνομο που έλυσαν όλα μας τα προβλήματα; Τίποτα. Τίποτα! Είμαστε ελεύθεροι να κάνουμε ότι μας αρέσει. Αν τώρα βέβαια κατά την διάρκεια της ημέρας κάποιο Άνομο τύχει να χρειαστεί την βοήθεια μας σε κάποια εργασία, πράγμα που έτσι κι' αλλιώς δεν συμβαίνει και τόσο συχνά, τότε, προφανώς, θα πρέπει με ευχαρίστηση να βοηθούμε τους καλούς μας φίλους. Έτσι δεν είναι;...» Ξαφνικά, η Επτά άνοιξε τα μάτια της. Το βλέμμα της έντρομο και παγωμένο, κινήθηκε σπασμωδικά δεξιά-αριστερά ψάχνοντας για βοήθεια. Δεν υπήρχε όμως κανείς. Εντελώς μόνη της ήταν ανάμεσα στο πλήθος των παιδιών γύρω της. Όλα ήσαν ξαπλωμένα με τα μάτια κλειστά. -- / -- Ο Δύο βεβαιώθηκε πως είχε κλείσει καλά την πόρτα και γύρισε πίσω στον διάδρομο. Το θέαμα που αντίκρισε τον έκανε να παγώσει. Το Πρωτοπρεσβύτερο είχε στριμώξει την Επτά σε μια γωνία και, σαν ζώο, προσπαθούσε να την «πιει». Με το ένα του χέρι κρατούσε το κεφάλι της ακινητοποιημένο και με το άλλο πολεμούσε να εφαρμόσει τον ΚΦΚ*16* του στην υποδοχή Αφαίρεσης της. Τα σιχαμερά του σάλια έσταζαν πάνω της και η καυτή του ανάσα την εμπόδιζε ν’ αναπνεύσει. Όμως το Πρωτοπρεσβύτερο ήταν άπειρο, δεν τα κατάφερνε*17*. Η ώρα περνούσε, κάποιος μπορεί να περνούσε από εκεί και να τους έβλεπε. Το Πρωτοπρεσβύτερο έχασε την υπομονή του. Έδωσε ένα δυνατό χτύπημα στην Επτά, στο κεφάλι. Το σώμα της Επτά χαλάρωσε και έπαψε να σπαρταράει δεξιά-αριστερά. Μια γραμμή αίματος άρχισε να στάζει απ’ την μύτη της. Το Πρωτοπρεσβύτερο κόλλησε το σώμα του στο δικό της, σύνδεσε τον ΚΦΚ του και άρχισε επιτέλους να «πίνει». Όλα έγιναν μέσα σε απόλυτη σιωπή. Το Πρωτοπρεσβύτερο πρέπει να την είχε προσχεδιάσει την κίνησή του, γιατί το σημείο που επιτέθηκε στην Επτά, επίσης δεν εποπτευόταν από καρφιά. Όσο για την ίδια την Επτά και τον Υ της ποτέ δεν θα τολμούσαν να καταδώσουν το Πρωτοπρεσβύτερο. Ήξεραν πως έτσι και τολμούσαν, το Αρχιμανδρίτη, όσο και να ήθελε, δεν θα μπορούσε να τους προστατεύσει. Άνθρωποι ήσαν στο τέλος-τέλος. Το μόνο που έπρεπε να προσέξει το Πρωτοπρεσβύτερο ήταν Άνομο άλλο να μην τους δει, γιατί θα άρχιζαν τότε τα κουτσομπολιά και ούτε το Πρωτοπρεσβύτερο το ίδιο δεν θα κατάφερνε να τα ελέγξει. Μετά από λίγο, η Επτά συνήλθε απ’ το χτύπημα και άνοιξε τα μάτια της. Το βλέμμα της, άδειο και παγωμένο, το απέστρεψε απ’ το Άνομο και το στύλωσε στον Δύο που στεκόταν δίπλα της. Αυτός παρακολουθούσε ακίνητος, ανήμπορος εντελώς να επέμβει. Πέρασε έτσι ένα περίπου λεπτό. Το Πρωτοπρεσβύτερο έπινε με φοβερή πάντα όρεξη, κάνοντας μάλιστα και σιχαμερό θόρυβο απ' τη βουλιμία του. Ξαφνικά, λίγο πιο κάτω από εκεί που βρίσκονταν άνοιξε μια πόρτα. Κόσμος άρχισε να βγαίνει στον διάδρομο. Το Πρωτοπρεσβύτερο βιάστηκε να ξεκολλήσει από την Επτά. Απομακρύνθηκε γρήγορα, ίσιωσε προσεκτικά τη στολή του και πλησίασε τον κόσμο. Κάτι τους είπε και μετά εξαφανίστηκε στο βάθος των διαδρόμων. Η Επτά και ο Δύο είχαν μείνει εκεί που τους άφησε το Πρωτοπρεσβύτερο. Η παρουσία τους δεν είχε γίνει αντιληπτή, γιατί ο διάδρομος δεν ήταν και τόσο καλά φωτισμένος σ’ εκείνο το σημείο. Το πρόσωπο του Δύο ήταν ακόμη πασαλειμμένο με αίματα. Η Επτά, εξωτερικά, έμοιαζε ανέπαφη. Αίμα δεν είχε στάξει πάνω στη στολή της. Όμως η ίδια δεν πρέπει να ένοιωθε και τόσο καλά. Ο Δύο την κοίταξε ανήσυχος. Το πρόσωπό της είχε παραμορφωθεί από μια ανεξέλεγκτη γκριμάτσα. Η αναπνοή της έβγαινε όλο και πιο βαριά. Αηδιαστικοί σπασμοί ακούγονταν απ' το στομάχι της. Το σώμα της εξασθενημένο απ΄την Αφαίρεση, έγειρε και έπεσε πλάι. Ο Δύο την αγκάλιασε και προσπάθησε να την συνεφέρει. Η Επτά άπλωσε τα χέρια της και γαντζώθηκε από πάνω του λες και ο Δύο είχε την δύναμη να κάνει τα συμπτώματά της να σταματήσουν. Της έσφιξε τα χέρια στα δικά του και προσπάθησε να την καθησυχάσει. Φοβόταν μην τους ακούσουν αυτοί που δούλευαν πάρα κάτω. Τελικά, βλέποντας πως η Επτά δεν ησύχαζε, ο Δύο έψαξε μέσα στη στολή του και έβγαλε το μικρό φιαλίδιο που είχε κρύψει εκεί προηγουμένως. Πλησίασε το πρόσωπο της Επτά και το άνοιξε μπροστά ακριβώς απ’ τη μύτη της. Η Επτά εισέπνευσε. Εισέπνευσε βαθιά. Οι σπασμοί άρχισαν αμέσως να περιορίζονται. Συνήλθε κάπως. Ανακάθισαν και οι δύο, εκεί που βρίσκονταν, με την πλάτη κόντρα στον τοίχο. Δεν τολμούσαν να κουνηθούν για να μην μπουν στην περιοχή εμβέλειας των καρφιών. Το πρόσωπο της Επτά ήταν τώρα εντελώς πετρωμένο, σαν να είχε λιποθυμήσει με τα μάτια ανοιχτά. Ο Δύο την παρακολουθούσε με ανησυχία. Άπλωσε το χέρι του και την άγγιξε απαλά. «Πεταλουδίτσα;» της είπε τρυφερά. Η Επτά ανοιγόκλεισε αργά τα μάτια της. Ήταν σαν να επέστρεφε. Γύρισε και, με αρκετή δυσκολία, εστίασε το βλέμμα της στον Δύο. Έδειξε να ξαφνιάζεται βλέποντας το αίμα στο πρόσωπό του. Σαν μόλις να το πρωτόβλεπε. Άπλωσε το χέρι της και, αφηρημένα, προσπάθησε να τον σκουπίσει. Χειρότερα τον πασάλειψε. «Έλα πεταλουδίτσα μου, έλα. Θ’ αργήσεις». Η Επτά πήγε ν’ ανασηκωθεί, αλλά μια ξαφνική σκέψη έκανε τα μάτια της ν’ ανοίξουν διάπλατα. «Δύο, τι θα κάνουμε τώρα; Τι θα κάνουμε;» Ο Δύο την κοίταξε ερωτηματικά. Το σκοτισμένο του όμως ύφος πρόδιδε πως μάντευε τι ήθελε να πει η Επτά. «Πόσο μας έχει μείνει;» «Φάρμακο;» Η Επτά έγνεψε καταφατικά. «Μία δόση, περίπου». «Αφού με την καθημερινή, δια της βίας βγάζω τρεις Αφαιρέσεις, τώρα που… Πρέπει να μου φέρεις και την άλλη, αλλιώς δεν θα τα καταφέρω». «Σσσσ. Μην ανησυχείς, θα πάω. Την Πρώτη θα μπορέσεις να την βγάλεις τουλάχιστον;» «Μάλλον… Αύριο όμως, τι θα κάνουμε;» «Ε, θα βγω σήμερα, αυτό θα κάνουμε» μονολόγησε ο Δύο. «Ναι. Αλλά δεν το ξέρει ο… Δεν θα έχει μαζί του». Ο Δύο κούνησε με ανυπομονησία το κεφάλι του. «Κάτι θα σκεφτούμε. Μην ανησυχείς». «Κι’ αν…;» «Θα βρούμε, σου λέω, θα βρούμε. Θα είμαι πίσω πριν την Τρίτη». Έγινε παύση. Κοιτάχτηκαν. «Πού να το φανταστώ πως…» ξεκίνησε ο Δύο να λέει απολογητικά. Η Επτά σήκωσε απαλά το χέρι της και τον σταμάτησε. «Θα τα καταφέρεις τώρα, μόνος σου;» τον ρώτησε. «Θα τα καταφέρω. Μην ανησυχείς. Με άδεια χέρια, δεν γυρίζω. Ούτε τώρα, ούτε μετά». Η Επτά τον κοίταξε για μια στιγμή. «Κοίτα να γυρίσεις. Το καλό που σου θέλω» του είπε και μετά έκλεισε τα μάτια της. Ο Δύο την άφησε να ησυχάσει λίγο. Η αναπνοή της ακουγόταν να βγαίνει όλο και πιο ήσυχη. Σαν μωρό που κοιμόταν αμέριμνα έμοιαζε. «Έλα πεταλουδίτσα μου. Έλα. Πάμε τώρα» της είπε ο Δύο μαλακά μετά από λίγο. Σαν τσαλαπατημένη μαριονέτα ο Δύο την έπιασε απ΄τις μασχάλες και την ανασήκωσε. Η Επτά στάθηκε, αλλά τα πόδια της δεν πατούσαν και τόσο καλά. Ο Δύο την στήριξε, έκαναν μαζί μερικά βήματα και βγήκαν απ’ την σκοτεινή γωνιά όπου ήσαν χωμένοι. Βρίσκονταν κοντά στην κουζίνα του Αρχιμανδρίτειου. Εκείνη την στιγμή υπήρχε πολύ έντονη κίνηση εκεί απ’ έξω. Καμιά δεκαριά Υ υπό την επίβλεψη ενός Άνομο ξεφόρτωναν την τελευταία παραλαβή δημόσιου αίματος. Μόλις οι Υ είδαν το χρώμα της στολής της Επτά, παραμέρισαν αμέσως για να περάσει — και από πίσω της κι' ο Δύο. Κανείς δεν τόλμησε να υψώσει το βλέμμα να τους κοιτάξει. Αφού προσπέρασαν όμως, η Επτά και ο Δύο ένοιωσαν τις ματιές των Υ σαν μαχαιριές να μπήγονται στην πλάτη τους. Το Άνομο που εκτελούσε χρέη Εποπτεύοντος φορούσε χαμηλόβαθμη στολή. Έριξε βέβαια κι’ αυτό μια φευγαλέα ματιά στην Επτά, αλλά παραμέρισε αμέσως. Η Επτά και ο Δύο του πέταξαν ένα «Οσιώτατε» και προσπέρασαν βιαστικά. Προχώρησαν και σταμάτησαν λίγο πάρα κάτω. Είχαν πια φτάσει μπροστά στο Τροφείο του Αρχιμανδρίτη. Η Επτά κοντοστάθηκε. Γύρισε και κοίταξε τον Δύο. «Μην κάνεις έτσι» είπε ο Δύο. «Όπως είπαμε. Μόνο αυτή την Αφαίρεση κοίτα να καταφέρεις. Τα υπόλοιπα θα τα τακτοποιήσω εγώ». Η Επτά κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Έπρεπε να υποκριθεί πως τον πίστευε για χάρη και των δύο τους. Τον κοίταξε με θλίψη, χωρίς ουσιαστικά να τον βλέπει. Μετά άνοιξε την πόρτα και χάθηκε στο εσωτερικό του Τροφείου. *16* Κεντρικός Φλεβικός Καθετήρας. *17* Αν και όλα τα Άνομο διέθεταν ΚΦΚ, στα περισσότερα η σάρκινη αυτή απόληξη ήταν καταδικασμένη σε αχρηστία. Τα απλά Άνομο δεν ήσαν σε θέση να διατηρούν ΙΤ. Το αίμα που χρειάζονταν για να ζήσουν, το έπαιρναν απ' την μαζική παραγωγή των ΔΤ και το έπιναν με το στόμα. Η μαγική αίσθηση να «πίνει» κανείς ολόφρεσκο, καθαρό αίμα, κατ’ ευθείαν απ’ την πηγή, ήταν μια εκλεπτυσμένη ηδονή που προοριζόταν για πολύ λίγα Άνομο. Δεν έφταναν για όλους οι ΙΤ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Innerspaceman Posted February 5, 2011 Share Posted February 5, 2011 (edited) Έκανα μια γκάφα στην κριτική μου. Τώρα παρατήρησα ότι γράφεις ότι είναι τα κεφάλαια ενός μυθιστορήματος! Νόμιζα πως τα 3 αυτά κομμάτια είναι ενα αυτοτελές διήγημα (και έλεγα κάτι δεν μου κάθετε καλά ...) Θα πρέπει να ξαναγράψω ολόκληρη την κριτική μου υπό αυτή την σημαντική παράμετρο. Edited February 5, 2011 by Innerspaceman Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
alearg Posted February 6, 2011 Author Share Posted February 6, 2011 Ευχαριστώ πολύ και μόνο για τον χρόνο σου. Όπως βλέπεις, κανείς άλλος δεν μου έγραψε ούτε λέξη σχετικά, πράγμα που με έριξε κάπως, η αλήθεια είναι. Απ' την αρχή του χρόνου έχω ξεκινήσει να ξαναγράφω την Επτά -- ίδια ακριβώς ιστορία, αλλά σε εντελώς διαφορετικό ύφος: ενώ πρόκειται για (επιστημονική) φαντασία τώρα την διηγούμαι σαν μυθιστόρημα ελληνικής υπαίθρου. Αλλά ζήτημα να έχω γράψει μία (1) σελίδα μέχρι στιγμής. Ίδωμεν. Έχεις τίποτ' άλλο στο "συρτάρι" σου; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Innerspaceman Posted February 6, 2011 Share Posted February 6, 2011 (edited) Καλησπέρα. Με προβλημάτισε αρκετά το μυθιστόρημα σου. Καταρχήν συμβουλή μου θα ήταν να μην βάζεις μεγάλα κείμενα εδώ (αυτός είναι πιστεύω και ο κύριως λόγος που δεν σχολιάστηκε). Στην οθόνη, όσο ενδιαφέρον και να είναι ένα κείμενο -κακά τα ψέματα - η ανάγνωση είναι μια πιο δύσκολη υπόθεση απ' ότι σε ένα βιβλίο. Το μάτι στο διαδίκτυο στην ουσία δεν διαβάζει αλλά "προσπερνάει" σαν να σκανάρει το κείμενο. Όποτε, γνώμη μου, κείμενα πάνω τον 2500 - 3000 λέξεων είναι καταδικασμένα να αδικηθούν στην διαδικασία της ανάγνωσης όσο καλά και αν είναι. Ξεκινώντας απο αυτό το γεγονός σε συνάρτηση με ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα "απλό" , εύκολα προσπελάσιμο κείμενο, ο συνδυασμός είναι δυστυχώς κακός. Εννοώ πως ο κόσμος σου είναι ενα ολότελα καινούργιος κόσμος οπότε το μάτι δυσκολεύεται ακόμη περισσότερο. Λοιπόν, στα συν είναι η γλώσσα και η γραφή είναι αρκετά ικανοποιητική και το λεξιλόγιο επαρκές. Ο κόσμος που φτιάχνεις είναι αρκετά ενδιαφέρον και δουλεμένος με ιδιαίτερες λεπτομέρειες που δίνουν μια «αληθοφάνεια». Επίσης κάποιες παράξενες «εικόνες» μελλοντολογικές και τεχνολογικές , πολλά στοιχεία που σε βάζουν μέσα σε αυτόν τον κόσμο για τα καλά. Γενικά, έχει πολλά καλά στοιχεία, μου άρεσε αρκετά αλλά πάσχει από μια μεγάλη «πλήγη». Και εξηγούμαι: Στην αρχή μεχρί να αρχίσω να εξοικειώνομαι με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτού του ολοκαίνουργιου και λεπτομερής κόσμου … αγχώθηκα! Εννοώ πως πρέπει να υπάρχουν μερικά δολώματα εδώ και εκεί, κάθε παράγραφος να είναι μια μικρή ιστορία απο μόνη της, να θέτει ερωτηματικά αλλά λίγο λίγο, όχι όλα μαζί λες και σε πετάξαν σε ένα εξωγήινο σουρεαλιστικό μπουντρούμι απ’ το πουθενά. Δώσε μερικές ανάσες στον αναγνώστη. Και οι κάποιες απαντήσεις στο σωστό χρόνο. Ξεκίνησα την ανάγνωση αλλά υπάρχουν τόσες πολλές λεπτομέρειες ενος κόσμου όπου δεν ξέρω σχεδόν τίποτα απο πριν . Κάνει το κείμενο τόσο βαρύ απ' αυτά τα στοιχεία και δεν δίνει στην υπόθεση, στο σενάριο, έναν αέρα. Eπίσης, μου αρέσει που πρέπει να ανακαλύψω αυτόν τον ολοκαίνουργιο κόσμο αλλά απο την άλλη δεν μου δίνει κάποιες απαντήσεις έγκαιρα ή αν τις δίνει τις δίνει αρκετά αργά ή σε λάθος σημεία . Δεν έχει το σωστό "timing" δηλαδή το κείμενο για να το πω αλλιώς. Λείπει ο ρυθμός. Έτσι εχω βαρυφορτωθεί με ενα σωρο ερωτηματικά που δεν αδειάζουν πουθενά, κάνοντας το κείμενο "ασήκωτο", ενα κυκεώνα όπου θα πρέπει να ανατρέξω συνεχώς πίσω και μπροστά ώστε να καταλάβω τι γίνεται. Δεν καταφέρνει (το κείμενο) δηλαδή να παρακολουθήσει την σκέψη του αναγνώστη επαρκώς. Δίνει σε λάθος χρόνους απαντήσεις τότε που ήδη ο αναγνώστης δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα τελικά ή εκεί που έχει θέσει άλλα ερωτηματικά. Αντίθετα, το κείμενο είναι υπερβολικά απαιτητικό στο: ο αναγνώστης να το παρακολουθήσει . Θα έλεγα πως στείνεις ένα περίτεχνο, πολύ ενδιαφέρον και ευφάνταστο με πολλές ιδιαίτερες λεπτομέρειες οικοδόμημα, αλλά δεν έχεις βάλει κάποια γερά θεμέλια να «πατήσει» και τελικά καταρρέει από το «βάρος» του. Δεν ξέρω πως θα ήταν ο κόσμος σου στην ύπαιθρο. Αλλά γενικά σαν ιδέες, σαν «κόσμος» είναι αρκετά ενδιαφέρον. Μια πρόταση που θα σου έλεγα είναι αυτή: ξεχασε τον για λίγο αυτόν τον κόσμο. Καταπιάσου αν θες για λίγο με κάτι άλλο. Προσπάθησε να τον ξεχάσεις. Μετά από λίγο καιρό διάβασε το αλλά χωρίς να θεωρείς δεδομένα όλα αυτά τα στοιχεία αυτού του κόσμου. Σαν να το διαβάζεις για πρώτη φορά, σαν αναγνώστης. Με αυτή την λογική πρέπει να το ξαναγράψεις απ΄την αρχή. Δηλαδή να μην θεωρείς πως ο άλλος μπορεί εύκολα να καταλάβει το ένα και το άλλο. Διηγήσου το στον εαυτό σου σαν να το διηγιόσουν σε ένα άγνωστο. Μην μαρτυράς αμέσως τα στοιχεία του κόσμου και το σενάριο αλλά δώσε στον αναγνώστη κάπου να «κρατηθεί». «Ψάρεψε» τον αναγνώστη, όχι όλο αγκίστρι, άστον και λίγο να «δαγκώσει» , να αφομοιωθούν μέσα του τα στοιχεία αυτού του κόσμου. Κάνε μερικά «διαλλείματα». Σιγά –σιγά, έχεις πολλές καλές ιδέες αλλά προσπαθείς να τις τσουβαλιάσεις όλες μαζί. Άσε λίγο το κείμενο να «αναπνεύσει». Κατά τα άλλα νομίζω ότι έχει όλα τα φόντα για να γίνει ένα αρκετά καλό μυθιστόρημα. Αλλά θεωρώ κρίνοντας πάντα από αυτό το δείγμα ότι θέλει αρκετή δουλειά ακόμη ώστε να μην γίνεται υπερβολικά απαιτητικό στον αναγνώστη. Όλα αυτά βέβαια είναι απλά η γνώμη μου και μπορεί σαν όλικο σύνολο να είναι λίγο διαφορετικά τα πράγματα, αλλά αυτές είναι οι πρώτες μου εντυπώσεις απο αυτό το δείγμα. Πάρε όσες περισσότερες γνώμες μπορείς. Ανέβασε πιο μικρά κείμενα, και τα παιδιά στο sff θα σε βοηθήσουν πολύ και σίγουρα θα σχολιάσουν. Σχολίασε και άλλων κείμενα (όπως και ήδη κάνεις) και θα σε προσέξουν. Η διαδικασία της κριτικής απ’ άλλους των κειμένων μας αλλά και η δική μας για άλλους, προσωπικά με έχει βοηθήσει αφάνταστα πολύ. Το sff είναι ένα πολύ καλό «σχολείο» για επίδοξους συγγραφείς γιατί θεωρώ ότι μας θέτει αυτό το διαδραστικό ουσιώδες θέμα: αν θέλει κάποιος να γίνει καλός συγγραφέας πρέπει να γίνει πρώτα καλός αναγνώστης. Αυτή η «διπλή» δουλειά ως αναγνώστης και συγγραφέας είναι πολύ δυναμική. Θεωρώ πως έχεις πολλές δυνατότητες , θα σε παρακολουθώ με ενδιαφέρον. Υγ. Ναι ετοιμάζω κάτι στο «συρτάρι» του μυαλού μου. Είναι καλή ιδέα αλλά θα πρέπει να υλοποιηθεί και κατάλληλα. Δεν γράφω και πολύ καιρό. Είμαι αρκετά «αρχάριος». Γύρω στα 2-3 χρόνια προσπαθώ πιο εντατικά. Δεν έχω γράψει αριθμό διηγημάτων πάνω από τα δάχτυλα των ... τριών χεριών μου. Όλα όσα εχω ποστάρει εδώ στο Φόρουμ είναι τα πρώτα μου βήματα. Yπάρχουν και κάποια άλλα διηγήματα μου στην βιβλιοθήκη αν θέλεις να ψάξεις και να διαβάσεις. Αλλά δεν είναι και τίποτα το "φοβερό". Μέτρια πράγματα. Αυτά, και συγνώμη για το μεγάλο μου μήνυμα. Edited February 6, 2011 by Innerspaceman Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.